Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- λιθόστρωτος,
- επίθ., Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 124, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1752.
Το αρχ. επίθ. λιθόστρωτος. Η λ. και σήμ.
Που είναι στρωμένος με πέτρες: Λεωφόροι δε ταύτης της Μοσχοβίας| ευρύχωροί τε εισί και λιθόστρωτοι Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 484.μακρύνω,- Προδρ., Δεητ. 98, Σπανός (Eideneier) Α 368, Ορισμ. Μαμελ. 955, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 53, Μάρκ., Βουλκ. 33923, Βυζ. Ιλιάδ. 453, 573, Χρον. σουλτ. 10623, Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 4520 , 7534· μτχ. μακρυσμένος.
Το μτγν. μακρύνω. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Επιμηκύνω· δίνω έκταση σε κ., παρατείνω: Μακρύνω την αφήγησιν, πολλά την παρασύρνω Ιμπ. 664· β) τοποθετώ σε όλο το μάκρος· προβάλλω: και το κοντάρι εμάκρυνε, την κονταρίαν να δώσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1557. 2) Καθυστερώ, αναβάλλω: Αν ουν ιδώ και μακρύνει (ενν. η αγάπη σου) το έλθιμόν της επί πολύ, το κάμνω Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 3429. 3) Οδηγώ μακριά, απομακρύνω: Εμάκρυνάς με των εμών, κατεφυγάδευσάς με Προδρ., Δεητ. 127· εμάκρυνεν από λόγου μας τες ανομίες μας Χριστ. διδασκ. 377· φρ. μακρύνω εαυτόν (από) τίνος = απέχω από κ., απαρνιέμαι κ.: περί του συνεχώς μεταλαμβάνειν και μη μακρύνειν εαυτούς των θείων μυστηρίων Βακτ. αρχιερ. 168· μη μακρύνεις εαυτόν από της εκκλησίας Φυσιολ. (Legr.) 678. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι μακρύς, επιμηκύνομαι, αναπτύσσομαι: Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν Σπανός (Eideneier) Α 366· Οι όνυχες αυτών (ενν. των βουλκολάκων) … μακρύνουσι Μάρκ., Βουλκ. 3461 2) Παρατείνομαι, τραβώ σε μάκρος: ο χρόνος της ζωής μας,| όσον μακρύνει, γίνεται προς βλάβην της ψυχής μας Πένθ. θαν.2 462. 3) Καθυστερώ, αργώ: εκαραδοκούμεν καθ’ ώραν το της τοιαύτης τρικυμίας τέλος, ει και του θεού μακροθυμήσαντος εμάκρυνεν Σφρ., Χρον. μ. 11429-30. 4) Απομακρύνομαι, βρίσκομαι μακριά από κάπ. ή κ.· εγκαταλείπω: μακρύναντες ολίγον| εκ των Τρωικών λιμένων Ερμον. Ψ΄ 75· έλεγε πως μακρύνει από τον αδελφό του τον Αχομάτη,| όχι πως έχει μάχη με δαύτον Χρον. σουλτ. 1361· πώς εμακρύναμεν του Θεού;| πώς εκολλήθημεν τῳ διαβόλῳ; Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VIII 58. IΙ. (Μέσ.) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω: τέσσαρας ώρας μακρυνθέντες Γιασίου,| Προύτον ποταμόν εύρομεν καλλιρόαν Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 2· ο έχων έχθραν … είναι ηνωμένος με τον διάβολον … και αναχωρεί ο αγαθός άγγελος απ’ αυτού και μακρύνεται Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 41. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = απομακρυσμένος, μακρινός: Η Βενετία … ήτανε από μας καμπόσον μακρυσμένη Θρ. Κύπρ. M 275.ξανθοειδής,- επίθ.
Από το επίθ. ξανθός και το β΄ συνθ. ‑ειδής.
Που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος: έχουσαι (ενν. αι καρέται) ένδον λίαν καλάς γυναίκας,| ωραιοτάτας, ξανθοειδείς απάσας Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 488.ξένως,- επίρρ.
Το αρχ. επίρρ. ξένως (L-S, λ. ξένος Β.).
Με θαυμαστό, ασυνήθιστο τρόπο· σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά: Εισί και άλλα μοναστήρια πλείστα| και εκκλησίαι άς ιδών συ θαυμάσεις| διά τους θησαυρούς ούς κέκτηνται ξένως Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 473· το σώον (ενν. λείψανον) πέλει ιεράρχου του θείου,| του βαπτίσαντος ποτέ πάντας τους Ρούσους| και εν θαύμασιν απαστράψαντος ξένως Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 95 ολόχρυσοί τε (ενν. καρέται) αποστίλβουσαι ξένως,| έχουσαι ένδον λίαν καλάς γυναίκας Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 486· κτήριά εστιν υπερμεγέθη ξένως Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 364· (εδώ σε μεταφ.): προς οίον δένδρου φύσιν| μετεγκεντρίσας εμαυτόν και ξένως υπαλλάξας| εξημερώθην ευγενώς εξ αγριότητάς μου Γλυκά, Στ. Β́ 111.οκτάγωνος,- επίθ., Διγ. Z 3842.
Το μτγν. επίθ. οκτάγωνος. Η λ. και σήμ.
Που έχει οκτώ γωνίες, οκτάγωνος: Έφθασεν, πρώτον ηύρηκεν του Χρόνου το καστέλλιν,| παράξενον, οκτάγωνον, μάρμαρον όλον έναν Λόγ. παρηγ. L 418· καμπαναρείον είς παμμέγιστος πύργος (παραλ. 1 στ.) και οκτάγωνος Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 118.ολόχρυσος,- επίθ., Καλλίμ. 416, 799, Διγ. (Trapp) Gr. 1744, Διγ. Z 3645, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1053, 1075, 1652, Πόλ. Τρωάδ. 684, Φλώρ. 529, 985, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 275, Αχιλλ. L 378, Αχιλλ. N 809, Θησ. Β́ [737], Ch. pop. 532, Χούμνου, Κοσμογ. 2796, Αλεξ. 2318, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15337, Κορων., Μπούας 64, 91, Διήγ. Αλ. G 28828, Αρσ., Κόπ. διατρ. [565], Παϊσ., Ιστ. Σινά 661, Βίος Δημ. Μοσχ. 431, Σταυριν. 633, Ιστ. Βλαχ. 1172, Διγ. Άνδρ. 33910, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 252, Γ́ 35, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 8, Τζάνε, Κρ. πόλ. 32824· ’λόχρουσος, Ανακάλ. 64· ’λόχρυσος, Θησ. Β́ [793], Ϛ́ [161], Αλεξ. 2034, Βίος Δημ. Μοσχ. 460· ολόχρουσος, Αχιλλ. L 54, 260, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 35, Έ́ 152, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1351, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 320.
Το αρχ. επίθ. ολόχρυσος. Ο τ. ’λόχρυσος και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ.). Ο τ. ολόχρουσος και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 701, λ. ολόγρουσος ή ολόχρουσος, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. 451, Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 166). Τ. ολόγρουσος και ολόγρυσος σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 701, Προμπονάς, Ακριτικά Α′ 199, Μενάρδ., Τοπων. μελ. 360136, 362204). Τ. ολόχρυσους ιδιωμ. (Μουσαίου, Βατταρισμοί 102). Η λ. και σήμ.
1) α) Που είναι κατασκευασμένος από καθαρό χρυσάφι: Φλώρ. 1489· Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· Αχιλλ. N 1105· Τζάνε, Κρ. πόλ. 25630· Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2038· β) (εδώ προκ. για το τρίχωμα του χρυσόμαλλου δέρατος): την τρίχαν (ενν. του κριού) την ολόχρυσην ου δύνασαι επάραι Πόλ. Τρωάδ. 181. 2) Που όλη η επιφάνειά του είναι διακοσμημένη, καλυμμένη με χρυσάφι: ’λόχρουσα βαγγέλια Ανακάλ. 64· ο κουμπές τούτου (ενν. του καμπαναρείου) ολόχρυσος υπάρχει Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 119· Το τείχος ήτον υψηλόν, ολόχρυσον απέξω,| και του χρυσού το καθαρόν, το στίλβον το του κάλλους| ενίκα πάσας εκ παντός ηλιακάς ακτίνας Καλλίμ. 178. 3) (Προκ. για υφάσματα, ρούχα, κλπ.) υφασμένος με χρυσή κλωστή, χρυσοΰφαντος: από πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου (παραλ. 1 στ.) εκόψαν το κι εράψαν το, τον Έκτορα ενδύσαν Πόλ. Τρωάδ. 700· ολόχρυσα βλαττία Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 574· φορέματα ολόχρυσα Τζάνε, Κρ. πόλ. 14616· εφόρεσε φακιόλιν| ολόχρυσον Διγ. Z 1170. 4) α) (Προκ. για μαλλιά) κατάξανθα: Ολόχρυσα ’χε τα μαλλιά, εκείνα διπλωμένα,| απάνω στο κεφάλιν της Θησ. Ζ́ [711]· βάφοντάς τ’ (ενν. τα μαλλιά) όσον μπορείς, ολόχρυσα τα κάνεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1178]· β) (συνεκδ., προκ. για κεφάλι) που έχει κατάξανθα μαλλιά: Τότες εκείνη ταχτικά με την χαράν το πιάνει (ενν. το στεφάνι)| κι απάνου στο κεφάλι της τ’ ολόχρυσον το βάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [310]. 5) (Μεταφ.) ακριβός, πολυαγαπημένος: συν Θεῴ σε αγάπησα, ψυχή μου και καρδία,| πέρδικα σ’ έχω ολόχρυση, τρυγόνα μου ζευγάρι Διγ. A 1970.πανώραιος,- επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 900, Ανάλ. Αθ. 50, Ερμον. Ν 67, Χρον. Μορ. H 5304, 6631, Φλώρ. 793, Αχιλλ. N 768, 977, κ.α.· πανωραίος, Διγ. (Trapp) Gr. 1223, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1656, 1664, 1672, Λίβ. Esc. 1426, 1914, Αχιλλ. L 676, Αχιλλ. (Smith) O 54, Βυζ. Ιλιάδ. 193, Προσκυν. Λαύρ. 874 9619· υπερθ. πανωραιότατος, Διγ. Z 744, 867, 4089, 4096, 4523, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 126, Διγ. Άνδρ. 33026‑7, 37729, 40013, 40327· πανώριος, Ch. pop. 90, 123, 128, 189, 239, 287, Αγν., Ποιήμ. Δ΄ 23, 44, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1331], Κορων., Μπούας 7, Βοσκοπ.2 9, 306, 460, Άσμα πολ. 359-60.
Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. ωραίος. Ο τ. πανώριος και σήμ. Το θηλ. πανώρια και σήμ. ως κύρ. όνομ. (Ψάλτ., Θρακικά 149). Η λ. το 10. αι. (Steph., Θησ.).
1) α) Πολύ όμορφος, πανέμορφος: Ένας πανώραιος άγουρος αγαπά ωραίαν κόρην Ερωτοπ. 164· η μήτηρ του η πανεύγενος, εκείνη η πανωραία Αχιλλ. (Smith) O 54· μέγας, θρασύς, πανέμορφος, πανώριος καβαλάρης Ιμπ. 347· μετά της κόρης τής λαμπράς και πανωραιοτάτης Διγ. Z 3915· ρωμαϊκόν (ενν. πουλάριν), πανώραιον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1471· (προκ. για πράγματα): εφαίνετο η τοποθεσία πανώραια ως παραδείσιν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1626· ρόδα και μυρίσματα, έδε πανώραιος τόπος Αχιλλ. N 976· Είδε ναούς πολυτελείς, όμορφοι στα θεμέλια,| είδε και περιβόητα πανώρια περιβόλια Αλεξ. 2324· αυλήν εποίκεν θαυμαστήν, πανώραιαν φισκίναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1648· Είχες νερά τρεχάμενα, είχες πανώριες βρύσες Θρ. Κων/π. B 42· Η ζωγραφία του Σομπορίου πάσα| ως πανθαύμαστος δοκεί και πανωραία| χειρός ως ούσα των παλαιών ζωγράφων Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 406· β) (ως προσφών.): λυπήσου με τον ξένο (παραλ. 1 στ.) που σε δούλευγα, πανώρια Αγν., Ποιήμ. Β΄ 7· εάν θελήσω εγώ ποτέ λυπήσαι την ψυχήν σου| ή θλίψω την καρδίαν σου, ω πανωραιοτάτη Διγ. Z 1944· γ) (ειρων.): εσύ πανώραιε ανήρ, φάγε πίε Σπανός (Eideneier) Α 262· δ) (με υπερθ. σημασ.): Έμορφον, καλοπρόσωπον, πανώραιον του κόσμου (ενν. παιδόπουλο) Χρον. Τόκκων 3475. 2) Ταιριαστός, ευχάριστος· (εδώ ειρων.): έδε πανώραια συντροφιά ’ς μονόπορο λιβάδι,| και ο κάτης με τον ποντικό χορεύγουσιν ομάδι Κάτης 97· 3) (Προκ. για τραγούδι) μελωδικός: η ακαταδούλευτος, η εξεχωρισμένη,| γλυκύν τραγούδιν ήρχισεν, έμορφον, πανωραίον Αχιλλ. L 676. Το θηλ. του επιθ. πανώριος ως κύρ. όνομ.: Πανώρ. Α΄ 97· (σε μεταφ.): κάμε ωσάν Πανώρια όχι Μεδέα Κυπρ. ερωτ. 13822.καρέτα- η.
Το βενετ. careta (Boerio). Η λ. και σήμ. στην Κέρκυρα (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ. 74).
Είδος μικρής άμαξας: Λεωφόροι δε ταύτης της Μοσχοβίας| ευρύχωροί τε εισί και λιθόστρωτοι,| δι’ ων περώσι θαυμάσιαι καρέται (παραλ. 1 στ.) έχουσαι ένδον λίαν καλάς γυναίκας Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 485.κουμπές- ο.
Το τουρκ. kubbe (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. στο Somav. (με διαφορετική σημασ.) και σήμ.
Τρούλλος, θόλος εκκλησίας: Ο κουμπές ταύτης της θείας εκκλησίας| όμοιος εστί μεγίστης αγκινάρας,| ωραίον χρήμα, και θαύμα τοις ορώσιν Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 468.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 124, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1752.