Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 165 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κυπρ. χφ.

  • ασαλαώνιστος,
    επίθ., Κυπρ. χφ. 152.
    Από το στερ. α‑ και το σαλαωνίζω (Βλ. Χατζ., Διασπ. 237).
    Αδιάσειστος, ασάλευτος (Χατζ., Διασπ. 237 και Σακ., Κυπρ. Β΄ 475).
       
  • ασσάλτο
    το, Κυπρ. χφ. 156.
    Το ιταλ. assalto.
    Έφοδος, επίθεση:
       
  • ασσασσινάρισμα
    το· σασσινάρισμα, Κυπρ. χφ. 162.
    Από το ασσασσινάρω.
    Δολοφονία· εκβιασμός.
       
  • ασύσταγος,
    επίθ., Κυπρ. χφ. 153.
    Από το στερ. α‑ και το συσταίνω (Βλ. Κακρ., Αθ. 38, 1927, 204 σημ. 2). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ασύστατος).
    Που δεν έχει εξωτερικό παράστημα· που υστερεί σε εξωτερική εμφάνιση (Βλ. Παντ., Αθ., 34, 1922, 153): Ο ρήγας ήτονε αδύνατος και ασύσταγος Κυπρ. χφ. 153. — Βλ. και άσχημος 1α.
       
  • αφάλιαστος,
    επίθ., Κυπρ. χφ. 156.
    Από το στερ. α‑ και το φαλιάζω (Βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 116).
    Αψευδής. αφάλλιαστος Κυπρ. χφ. 156.
       
  • αχνάρι(ν)
    το, Αιτωλ., Μύθ. 13621, Κυπρ. χφ. 153· ιχνάριν, Καλλίμ. 99, Χριστ. διδασκ. 52· χνάριν, Κυπρ. ερωτ. 417, 9426.
    Από το αρχ. ουσ. ίχνος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αχνάρι).
    1) Το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια των ανθρώπων ή των ζώων στο έδαφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχνάρι 1): αντά ’ζεν ώδε να ’χες αγνωρίσει| δεν σου ’πρεπεν τα χνάρια της να ’γγίσεις Κυπρ. ερωτ. 9426· δεν ήταν τ’ αχνάρια| των ζώων οπού έμπαιναν και φαίνονται καθάρια Αιτωλ., Μύθ. 13621. 2) Ίχνος, σημάδι (Πβ. L‑S, λ. ίχνος 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχνάρι 6): Εστερήθη από τα … χαρίσματα του Θεού … Ώστε οπού άλλο δεν του απόμεινε παρά κάποια μικρά, ωσάν να ειπούμεν, ιχνάρια Χριστ. διδασκ. 52. Βλ. και σουσσούμι. 3) Το πέλμα από το πόδι του άνθρώπου· και ως μέτρο μήκους (Η σημασ. και ήχρ. και σήμ., ΙΛ λ. αχνάρι 2, 4): Κυπρ. χφ. 153. Βλ. και πατούχα. 4) (Επιρρ.) λίγο: δυο μμάτια στέκουν βλεπημένα| και μ’ έναν τίτοιον μόδον τα κηβεύγει| κι ότις για κείνον να σκαλέψει χνάριν| βουργά τα μμάτια κάμνουν το λλιθάριν Κυπρ. ερωτ. 417. Βλ. και απολίγο α, απολίγο-λιγούτσικον, απολιγού, δαμάκι, λιγάκι, λίγο, πατίν, τσιμπίν, ψίχα.
       
  • βεντουριέρος
    ο, Κυπρ. χφ. 156.
    Από το ιταλ. venturiero ή το βενετ. venturièr (Βλ. Παντ., Αθ. 34, 1922, 156).
    Τυχοδιώκτης (Για τη σημασ. βλ. Παντ., Αθ. 34, 1922, 156).
       
  • βισκουντάτον
    το, Ασσίζ. 32, Μαχ. 24636, Βουστρ. 429, 498· βισκουντάδον, Κυπρ. χφ. 156.
    Το προβηγκ. viscontat (Χατζ., Ξέν. στοιχ. 68) με επίδρ. ουσ. σε ‑άτον και ‑άδον.
    Το αξίωμα του «βισκούντη»: Ο ρήγας έβγαλεν τον πατέραν της από το βισκουντάτον και έβαλεν τον σιρ Τζουάν τε Βιλίες Μαχ. 24636.
       
  • γαλιόνι(ν)
    το, Λεηλ. Παροικ. 579, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1565, 38310· γαλιούνι(ν), Κυπρ. χφ. 157· γαλούνι(ν), Βεντράμ., Φιλ. 374, Κώδ. Χρονογρ. 69, Θρ. Κύπρ. M 246, Χρον. σουλτ. 1325.
    Το ιταλ. galeóne (Βλ. Κριαρά [Λεηλ. Παροικ. σ. 156]). Βλ. και Meursius (λ. γαλιόνιον). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Είδος φορτηγού πλοίου (Βλ. και Meursius, λ. γαλιόνιον. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Πὄρχοντον κι εφορτώννασιν όλα σου τα γαλούνια| παμπάκια, λέγω, και κρασιά Θρ. Κύπρ. M 246· Ατός μου εγώ του μέτρησα εννέα φορτωμένα| σκιράτσα και γαλούνια, καράβι’ αρματωμένα Βεντράμ., Φιλ. 374.
       
  • γκουβερναδόρος
    ο· γκουμπερναδόρος, Κορων., Μπούας 116· γοβερναδόρος, Κορων., Μπούας 73, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 46, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 95, Πρόλ. άγν. κωμ. 42, Τζάνε, Κρ. πόλ. 21916, 22210· γουβερναδόρος, Κορων., Μπούας 136, 146, Κώδ. Χρονογρ. 61, 62, Κρ. συμβόλ. 87, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, 161, 166, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 142, Β΄ 95, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28917, 32825· γουβερναδούρος, Κορων., Μπούας 25, 81· γουμπερναδούρος, Κορων., Μπούας 143· κουβερναδόρος, Άλ. Κύπρ. 936, Σουμμ., Ρεμπελ. 15829· κουβερνατόρος, Κυπρ. χφ. 159.
    Το βενετ. governatòr. Ο τ. γοβερναδόρος και στον Κατσαΐτ., Κλ. Β΄ 239.
    1) Διοικητής, κυβερνήτης: Εις την στρατείαν άπασαν ποίκαν γουβερναδόρον Κορων., Μπούας 146. 2) Οικονόμος, κελλάρης μονής: γουβερναδόρος του ... μοναστηρίου Κρ. συμβόλ. 87.
       
  • δεσπιριάζω,
    Φυσιολ. (Legr.) 344, Φυσιολ. 37110· μτχ. δισπιριασμένος, Βουστρ. 421, 433, 497 (κριτ. υπ.), Κυπρ. χφ. 153, Ξόμπλιν φ. 128r.
    Από το ιταλ. disperare ή το προβηγκ. disesperar. Βλ. και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 71.
    Απελπίζομαι: ει τις έλθει πειρασμός, τότε μη δεσπιριάζεις Φυσιολ. (Legr.) 344.
       
  • δεφενδερίζομαι·
    διφεντερίζομαι, Κυπρ. χφ. 157.
    Από το ιταλ. difendere (Βλ. Παντελίδη [Κυπρ. χφ. 157]).
    Αμύνομαι: Κυπρ. χφ. 157.
       
  • δεφενδέρω,
    Ναξ. έγγρ. 16. αι. 551· δεφεδέρω, Έγγρ. του 1597 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 10230διφεντέρω, Κυπρ. χφ. 157· ντεφεντέρω, Έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 5136, 13323, 17024, 17223, 25916), Έγγρ. του 1623 (Καζανάκη Μ., Θησαυρ. 11, 1974, 265) (έκδ. νδεφεντέρη διορθώσ.), Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 304, 466‑7, 516, 529‑10, 14428, κ.α. (έκδ. τεφεντέρωντιφεντέρω, Έγγρ. του 1630 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 13636).
    Το ιταλ. difendere.
    Υπερασπίζομαι: να ντεφεντέρει τον άνωθεν αγοραστή Έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 5136).
       
  • διπλοσύνη
    η, Άνθ. χαρ. 30032, Κυπρ. χφ. 153.
    Από το επίθ. διπλός και την κατάλ. ‑σύνη. Η λ. στο Somav.
    Διπροσωπία· απάτη (Η σημασ. στο Somav.): η τρίτη (ενν. η κυρά) ήταν η διπλοσύνη και εκείνην άρμασέν την (ενν. ο διάβολος) με τους χωριάτες Άνθ. χαρ. 30032.
       
  • δισκόρδια
    η, Κυπρ. χφ. 157.
    Το ιταλ. discordia. Βλ. και Κυπρ. χφ. 157.
    Διχόνοια (Για τη σημασ. βλ. Κυπρ. χφ. 157).
       
  • δισκουρτεσία
    η, Κυπρ. χφ. 157.
    Από το ιταλ. discortesia. Βλ. και Κυπρ. χφ. 157.
    Αγένεια (Για τη σημασ. βλ. Κυπρ. χφ. 157).
       
  • δισπεράτος,
    επίθ., Κυπρ. χφ. 157.
    Το ιταλ. disperato.
    Απελπισμένος.
       
  • δισπερατσιόνε
    η, Κυπρ. χφ. 157.
    Το ιταλ. disperatione.
    Απελπισία.
       
  • δισπιαζάρω,
    Κυπρ. χφ. 157.
    Από το ιταλ. dispiacere.
    Δυσαρεστώ. — Βλ. και ντισπιαζέρω.
       
  • δισπρετζάρω,
    Κυπρ. χφ. 157.
    Το ιταλ. disprezzare (Βλ. Παντ., Κυπρ. χφ. 157).
    Ατιμάζω.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης