Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αποστάρω,
- Κρ. συμβόλ. 226.
Από το ιταλ. postare.
Ορίζω: τον αποστάρει στάρι μ. (=μουζούρια) δύο Κρ. συμβόλ. 226. — Βλ. και αναγράφω 3, απαιτώ 2.αποσυνάζω,- Διγ. Esc. 568, Διγ. Τρ. 668, Λίβ. Esc. 3217, Κρ. συμβόλ. 67.
Από την πρόθ. από και το συνάζω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Συγκεντρώνω, συναθροίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): εκείσε απεσύναζανπάσαν αιχμαλωσίαν | και την ποθητήν έστειλε δούλους τε και δουλίδας (Sathas-Legrand, Διγ. Τρ. σ. 280, εσφαλμ. μεταφράζουν) Διγ. Τρ. 668 (βλ. και αναμαζώνω, ανθολογώ 1). 2) (Με υπόκ. τη λ. Θεός) καλώ κοντά μου προκαλώντας το θάνατο (Πβ. αποσυνάξει αυτόν από της λέπρας αυτού ΠΔ Βασ. 4, 5, 3): όταν θέλει ο Κύριος να με αποσυνάξει, να ένι το κορμί μου να θάφτεται εις τον Άγιον Νικόλαον Κρ. συμβόλ. 67.αραζό,- επίρρ., Κρ. συμβόλ. 181, 192, 243.
Από το ίταλ. a raso (Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 378· βλ. όμως και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 182, όπου, όπως Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 48, χωρίς ακριβολογία συνδέει με το razion, καθώς και Σπανάκη, Κρ. Χρ. 9, 1955, 472, 473). Για τη λ. βλ. και Γιαννουλέλλης, Ιδιωμ. λ. δάν. σ. 19. Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (Σπανάκης, Κρ. Χρ. 9, 1955, 472, 473, και Ξανθουδίδης, Χρ. Κρ. 1,1912, 378).
Εξίσου με … (Για τη σημασ. βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1,1912, 378): να παίρνει γοβέρνο αραζό απού παίρνουσι και οι άλλοι μετοχάροι του μοναστηριού Κρ. συμβόλ. 243.ασπεττάρω,- Κρ. συμβόλ. 33, 81, 219, Φορτουν. Γ΄ 341, έγγρ. του 1615 (Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 483), έγγρ. του 1678 (Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 234)· ʼσπεττάρω.
Το ιταλ. aspettare. Τ. ασπεττέρω σε έγγρ. του 1573 (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 165).
α) Περιμένω, προσδοκώ: έχω καμπόσες βίζετες και αποδεκεί ασπεττάρω| τορνέσα Φορτουν. Γ΄ 341· βλ. και αναμένω 1β· β) (προκ. για λογαριασμό) αφορώ: κρατίζω και τα σπίτια … να ’ναι εδικά μου και από το άνωθε λινάρι … τες άλλες πενήντα λίτρες από τες εκατό πενήντα όπου ποσσεδέρομε … ρεφουδάροντας πάσα λογής λογαριασμόν οπού με ασπεττάρει με πάσα λογής μόδο έγγρ. του 1615 (Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 483)· γ) (προκ. για ιδιοκτησία) ανήκω: και θέλω και ό,τι πράμαν έχω και ό,τι μου ʼσπεττάρει Διαθ. 17. αι. 6112.ασφαλίζω,- Τρωικά 52616, Ελλην. νόμ. 5235, 53420, 5495, 56324, 57625, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 18, Αρμεν., Εξάβ. A΄ 421, 151, Β΄ 151, Γ΄ 1020, Ε΄ 1145, Λίβ. N 2029, Δούκ. 12523, 17132, 20118, 2919, Σφρ., Χρον. μ. 12230, 12420, Κορων., Μπούας 45, 98, Παϊσ., Ιστ. Σινά 255, 574, 1256, Κρ. συμβόλ. 37, 67· σφαλίζω, Τρωικά 53224, Προδρ. I 250, Ασσίζ. 18422, 44916, Ορνεοσ. αγρ. 57220, 58123, Διγ. Α΄ 2733, 4498, Χρον. Μορ. H 909, Χρον. Μορ. P 617, Φλώρ. 1713, Ερωτοπ. 207, Λίβ. Sc. 1020, Λίβ. Esc. 2094, Ιμπ. 845, Θρ. πατρ. 28, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616, Μαχ. 1035, 9011, 21435, 26412, 16, 4064, 43233, 55813, Σφρ., Χρον. μ. 16811, Θησ. (Foll.) I, 79, Θησ. ΙΛ΄ [104], Ch. pop. 413, Χούμνου, Π.Δ. I 6, 12, IX 7, X 13, Ριμ. Βελ. 208, Βουστρ. 474, 486, 494, 498, 504, Βίος Αισώπ. 303, Αλεξ. 2584, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545, Σαχλ., Αφήγ. 464, 497, 501, Κυπρ. ερωτ. 148, 9462, Απόκοπ. 190, Ιμπ. (Legr.) 979, Κορων., Μπούας 12, 15, 28, 97, 98, 125, 141, Φαλιέρ., Ιστ. V 178, 277, Βεντράμ., Φιλ. 231, Πεντ. Γέν. II 21, VII 16, VIII 2, XIX 6, XXVI 15, Έξ. XIV 3, Λευιτ. XIII 4, Αρ. XII 15, Ρίμ. θαν. 136, 141, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 543, Αχέλ. 1313, Αιτωλ., Μύθ. 1364, Κώδ. Χρονογρ. 514, Θρ. Κύπρ. K 54, 75, 3111, 552, Ιστ. πατρ. 823, 12117, 12212, 1243, Δωρ. Μον. XXVII δίς, XXIX, Κατζ. Β΄ 108, Γ΄ 316, 401, Ε΄ 21, 491, Πανώρ. Δ΄ 281, Ερωφ. Α΄ 229, 455, Β΄ 122, 205, Γ΄ 292, 388, Δ΄ 220, Ιντ. δ΄ 96, Πιστ. βοσκ. I 1, 1· III 9, 27, Παλαμήδ., Βοηβ. 816, Σταυριν. 1012, 1276, Διγ. Άνδρ. 4079, Ερωτόκρ. Α΄ 684, 1124, 2127, Β΄ 720, Δ΄ 1750, 1913, 1933, Ε΄ 1002, Θυσ.2 549, 875, Στάθ. Α΄ 276, Γ΄ 238, 266, 337, 536, Ροδολ. Α΄ [187, 526, 534], Β΄ [210, 253], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [58], Δ΄ [372, 506], Βακτ. αρχιερ. 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. A΄ [1, 1052], Γ΄ [755, 1368], Φορτουν. Πρόλ. 2, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 37, Μαρκάδ. 335, Διγ. O 129, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1662, 20225, 3382, 3549, 3564, 36111, 3917, 4395, 11, 52621, Διακρούσ. 11118, κ.π.α.
Το μτγν. ασφαλίζω. Για το σφαλίζω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 174, 220. Η λ. και σήμ. (ΙΛ και Δημητράκ., λ. ασφαλίζω και σφαλίζω). Πβ. σφαλώ.
1) (Ενεργ. και μέσ.) (προκ. για πόλη, κάστρο, κλπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I1α): τον πύργον … καλώς ως εχρήν ασφαλίσας Δούκ. 20118· Δεν θέλεις πάρει Πάδοβαν ως έναι σφαλισμένη,| με τοίχους και μπαστούνια καλά ορδινιασμένη Κορων., Μπούας 98· το δε κάστρον ο αμιράς καλώς ασφαλισάμενος και παντί τρόπω αφυρώσας … Σφρ., Χρον. μ. 12230. Βλ. και ασφαλτώ 1. 2) α) Δεσμεύω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. Ι2): οι πόδες αυτών ησφαλίσθησαν σιδήροις Σφρ., Χρον. μ. 12420· β) σταθεροποιώ: ο νους μου να ’χει μέριμναν μήπως και ασφαλίσω| της μοίρας μου το ασύστατον (έκδ. ανίστατον· διορθώσ.) Λίβ. N 2029. 3) α) Εξασφαλίζω (από ενδεχόμενο κίνδυνο), κατοχυρώνω (Πβ. L‑S στη λ. Ι2): εβούλοντο τα της έω προοικοδομήσαι και ασφαλίσαι, ως χρή, διά συνθηκών και όρκων Δούκ. 17132· βλ. και αναπαύω Α1δ, απαρτίζω 1· β) (μέσ.) (προκ. για ειρήνη) συνομολογώ (Πβ. L‑S στη λ. I1b): συν αυτῴ τῳ επιτρόπῳ Ουγγρίας τῳ Ιάγκῳ τριών ετών ειρήνην ασφαλισάμενος … κατά του Καραμάν εκστρατεύει Δούκ. 2919. 4) (Νομ.) (μέσ.) α) εξασφαλίζω, παρέχω ασφάλεια (Βλ. Πιτσάκη [Αρμεν., Εξάβ. σ. 392]): Εάν ο γείτων τον σαθρωθέντα οίκου αυτού και απειλούντα πτώσιν μη ανανεοί, μηδέ ασφαλίζηταί με του μη τινά καινοτομίαν παθείν εξ αυτού … Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 151· β) βεβαιώνω κ. (Βλ. και Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 1336): εν τῳ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ονόματι συγγράφομαι και συντάττω … και βεβαιώ και ασφαλίζομαι ως έχουσι τα κατ’ εμέ, ούτως … Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 18· βλ. και αφυρώνω, μαρτυρώ· γ) (αμτβ.) εξασφαλίζομαι: Απών τις ου καταδικάζεται μεγάλῳ έγκλήματι, αλλά γίνεται αναζητούμενος διά γραμμάτων· αφού δε γνώ, τον ενιαυτόν έχει προς το εαυτόν καθάραι· και εάν είσω του ενιαυτού έλθει και ασφαλίσηται ή αποθάνει, ου δημεύεται η ουσία αυτού Αρμεν., Εξάβ. A΄ 421. 5) Εξασφαλίζω την ύπαρξη, σχηματίζω, συγκροτώ: επήρε ένα απέ τα πλεύρα του και εσφάλισεν κριάς κατωθιό της Πεντ. Γέν. Π 21. 6) α) Περιορίζω κάπ., εγκλείω, φυλακίζω (Πβ. L‑S στη λ. I3): Θωρώντα πως την ετυράννιζεν όλην την ημέραν και δεν έππεσεν, όρισεν και εσφάλισάν την εις έναν σπίτιν ως πισαυρίου Μαχ. 21435· για σένα μ’ εσφαλίσασιν εις την φλακήν ετούτη Ερωτόκρ. Ε΄ 1002, Φλώρ. 1713, Κώδ. Χρονογρ. 514, Ερωφ. Δ΄ 220· βλ. και αποκλείζω, αποκλείω 1β, αρεστιάζω 1β, ατενιάζω, καρτεράρω, φυλακιάζω· β) περιορίζω κάπ. κάπου σαν σε φυλακή: ψυχές … Χριστιανών στον Άδη να σφαλίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52621, Σταυριν. 1276. Φρ. σφαλίζω επάνου σε κάπ.=αποκλείω, περιορίζω: εσφάλισεν επάνου τους η έρημο Πεντ. Έξ. XIV 3. 7) (Μέσ.) κλείνομαι κάπου (για λόγους ασφάλειας και γενικότερα): στο Κάστρο Τούρκοι και Ρωμιοί, γυναίκες ανέβηκα| και με σπουδή ετρέχανε όλοι κι εσφαλικτήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3564· εμπήκεν και εσφαλίστην εις την τζάμπραν του Βουστρ. 474· Στο πράσινόν του το κομπί στέκεται (ενν. το ρόδο) σφαλισμένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1052], Κορων., Μπούας 15, Αιτωλ., Μύθ. 1364. 8) Κλείνω κάπ. ή κ. (με τοπ. προσδ., που σημαίνει «μέσα») α) περιορίζω σ’ ένα χώρο, κρατώ κλεισμένο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. σφαλίζω 3): κι εσένα εσφαλίσασι σ’ αρμάρι κι εκαπνίσα| με θειάφι Στάθ. Γ΄ 337· αρπούν τους άντρες φανερά και μέσα τσί σφαλίζουν Κατζ. Γ΄ 316· σου τάσσω το ζιμιό να σου τόνε σφαλίσω| ’ς τσ’ αγκάλες σου σαν πεθυμάς Κατζ. Γ΄ 401· όλοι μιά πίστη δείχνουσι πως στην καρδιά σφαλίζου Στάθ. Γ΄ 238· ομορφιά ανεστόλιστη κι εις ρούχο σφαλισμένη Ροδολ. Β΄ [253]· β) κρατώ μέσα, περιέχω: ό,τι άλλα η κατοικιά μου| σφαλίζει πράματ’ ακριβά Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [506]· γ1) αποκλείω (ανθρώπους, πόλη, κλπ.): ήλθεν εις το Ανάπλιον και εσφάλισέ το από πάσαν βοήθειαν και τροφήν οπού του έμπαινεν από την θάλασσαν Δωρ. Μον. XXVII, Δωρ. Μον. XXIX· βλ. και αποσφαλίζω 2· γ2) πολιορκώ (ανθρώπους, πόλη,κλπ.): μέσα στην χώραν ύστερον όλους τους εσφαλίσαν| και ουδεμία ζωοτροφιά νά ’μπει ουδέν αφήκαν Κορων., Μπούας 28· βλ. και ακουμπίζω Β 5 φρ., αναγκάζω 3, αποκλείω (I) 3α, ασσετζιάζω, ασσετζίζω· δ) περικυκλώνω: Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι (παραλ. 1 στ.) τον κυνηγιού Πιστ. βοσκ. I 1, 1· ε) (προκ. για φράχτη) περιβάλλω κ.: την κλαδερή τη φράχτη οπού σφαλίζει| το περιβόλι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [755]· βλ. και τριγυρίζω· ς) (με τοπ. προσδ., που σημαίνει «έξω») αποκλείω, εμποδίζω σε κάπ. την είσοδο: Δεν έχω δίκιο, πολτική, όξω να με σφαλίσεις Κατζ. Ε΄ 491· την Εύαν και πρωτόπλαστον απόξω τους σφαλίζει Χούμνου, Π.Δ. I 6, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3917· ζ) αποκλείω, απομακρύνω: και εσφαλίστη η Μίριαμ απόξω το φουσσάτο εφτά μέρες Πεντ. Αρ. XII 15· να σφαλίσει ο ιερέας την πληγή (δηλ. τον άρρωστο) εφτά μέρες Πεντ. Λευιτ. XIII 4. 9) (Προκ. για πόρτα, πύλη, παράθυρο) α) (μτβ.) κλείνω, κλειδώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I2): επεκλείσθησαν έσω και ησφάλισαν τας πόρτας της Τροίας Τρωικά 52616· Ορίζει και σφαλίζουσιν μοναστηριού την πόρταν Ιμπ. 845, Ροδολ. Α΄ [534], Κατζ. Β΄ 108, Θησ. (Foll.) I, 79· βλ. και αφυρώνω, μανταλώνω· (με εννοούμ. τη λ. πόρτα) =κλειδώνω: Άντα, Ταμάρ, σφαλίσετε κι αμέτε ’ς τση κεράς σας Θυσ.2 549· β) (αμτβ.) κλείνω: Πρός το βραδί εστράφηκεν· οι πόρτες εσφαλίσαν Βεντράμ., Φιλ. 231· τα παρεθύρια σφάλισαν, τήν ηγαπώ δεν είδα Ch. pop. 413· το κάστρον αναμένει με του να σφαλίσει τώρα Λίβ. Esc. 2094· άνοιγαν κι εσφαλίζασι τα φύλλα τση καρδιάς τση Ερωτόκρ. Α΄ 2127. 10) (Προκ. για μάτια, χείλη, στόμα) (μτβ.) α) κλείνω (Βλ. L‑S στη λ. I2): την αναπνιά κρατίζου,| το στόμα είναι σωπαστό, τα μάτια δε σφαλίζου (ενν. οι θεατές). Δε στρέφουνται να δουν αλλού Ερωτόκρ. Δ΄ 1750· ο χάρος …| θέλει σφαλίσειν απουμιάς το δείν μου Κυπρ. ερωτ. 148, ανοίγει και σφαλίζει το στόμα αυτού Ορνεοσ. 58123· βλ. και καμμυώ· (προκ. για νεκρό): να μου σφαλίσ’ ο κύρης μου τ’ αμμάτια και το στόμα Θυσ.2 875· β) κρατώ κλειστά: τούτα τα μάτια απού ως τυφλή παντοτινά σφαλίζω (ενν. εγώ η Τύχη) Φορτουν. Πρόλ. 2· γ) φρ. γ1) σφαλίζω τα μάτια (κάπ.)= «τυφλώνω», απομωραίνω (κάπ.): ο σύντροφός του εμπήκεν κρυφά μεσόν τους εις τιτοίον μόδον ότι κανένας δεν επήρεν σκοπόν, ότι ο Θεός εσφάλισεν τα ματία τους και δεν τον είδασιν για ν’ αποσκεπαστούσιν Μαχ. 1035· βλ. και τυφλαίνω· γ2) σφαλίζω μάτι ή τα μάτια =αποκοιμούμαι: πάσχω ν’ αποκοιμηθώ και αμμάτι δεν σφαλίζω Στάθ. Α΄ 276, Ροδολ. Α΄ [526]· δ) (αμτβ., ενεργ. και μέσ.) κλείνω: ως το ’πεν εξεψύχησε, τα μάτια τζη σφαλίσα Ερωτόκρ. Β΄ 720· το στόμα τζη εβουβάθηκε, τα μάτια εσφαλιστήκα Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [372], Θρ. Κύπρ. K 552, Ερωτόκρ. Δ΄ 1913. 11) (Προκ. για άνοιγμα) κλείνω, φράζω (μτβ. και άμτβ.): τον πόρον θα σφαλίξω| του σπήλιου μετά τούτο το μεγάλον| … χαράκι Πιστ. βοσκ. III 9, 27, Δωρ. Μον. XXVII, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1368]· Μέσα να σκάπτουνε πολλοί στους λάκκους ευρεθήκα| κι άνοιξε η γης κι εσφάλισε και ζωντανοί εθαφτήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1662· το έντερον εκρατήθην και εσφάλισεν απέ το κάψιμον εις οπλήν (πβ. Ασσίζ. 43620: έφραξεν) Ασσίζ. 18422, Φαλιέρ., Ιστ. V 277. Βλ. και αποκλείω (I) 1α, αποφράζω, στουμπώνω. 12) (Μτβ. προκ. για κ. ανοιχτό) α1) κλείνω (Βλ. και Van den Ven, La legende de S. Spyridon, Louvain 1953, σ. 947 και Σπυριδ., Κρητικά 1, 1930, 46): εσφάλισεν … το κουβούκλιον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545· τα βιβλία σφάλιξε Ερωτόκρ. Α΄ 684· Τον Άδη, τον παράδεισο ανοίγεις και σφαλίζεις Πανώρ. Δ΄ 281· α2) κλειδώνω: τσή χώρας μου ’ναι τα κλειδιά τούτα και τούτο τ’ άλλο| το θησαυρό μου, κάτεχε, σφαλίζει το μεγάλο Ερωφ. Ιντ. δ΄ 96, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616· βλ. και μανταλώνω· β) (προκ. για εκκλησία) επιβάλλω αργία, δεν επιτρέπω να λειτουργήσει (Πβ. Δημητράκ., λ. σφαλίζω 2): Περί θυμώδους αρχιερέως οπού από τον θυμόν του αργήσει ιερέα ή λαϊκόν αφορίσει ή σφαλίσει εκκλησίαν δια να πάρει δώρα Βακτ. αρχιερ. 155· γ) (προκ. για δρόμο) αποκλείω, εμποδίζω τη διέλευση: απέκτεινα δικαίως| … τον ληστήν που σφάλιζεν τους δρόμους·| ουδένας ετόλμησε ποτέ τους δρόμους να περάσει Διγ. A 2733, Κυπρ. ερωτ. 9462, Χούμνου, Π.Δ. IX 7· βλ. και ανακόπτω 1, απεμποδίζω, αποκόπτω 3, εμποδίζω, κρατώ, σποδώνω· δ) (προκ. για μια υπόθεση) αποφασίζω, συμφωνώ: τα λόγια ήσασιν πολλά έως ου να τα διακρίνουν·| το γάρ εις τέλος είπασιν, ούτως τα εσφαλίσαν Χρον. Μορ. H 909· ε) (μέσ.) τελειώνω, ολοκληρώνω: τα λαληθέντα παρ’ αυτών πιστώς γραφέντα και δια συγκαταθέσεως των μερών αναγνωσθέντα και κηρυχθέντα, ύστερον ασφαλίσαντο την δίκην και αιτήθησαν την απόφασιν Ελλην. νόμ. 5495, Ελλην. νόμ. 5235, 56324, 57625· βλ. και αποπεραίνω, ξετελεύω· ς) επισφραγίζω: εκείν’ απ’ όλες τσ’ άλλες σου καλομοιριές σφαλίζει,| με τσ’ Ερωφίλης την παντρειά στ’ άστρ’ η κορφή σου ’γγίζει Ερωφ. Α΄ 455· ζ) (αμτβ.) (προκ. για κατάστημα) κλείνω: ο βαχλιώτης του εζήτησεν λάδιν να βάλη εις τ’ αγρελλία και ελησμόνησα ν’ αγοράσουν και τα χανουτία εσφαλίσαν ότι ήτον αργά Μαχ. 26412· (προκ. για εκκλησία): απήν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απήν μισσέψουν όλοι Απόκοπ. 190· η) (μέσ., προκ. για βρύση) σταματώ: και ασφαλίστηκαν οι βρύσες της άβυσσος και καταρράχτες του ορανού και εποκόπην η βροχή Πεντ. Γέν. VIII 2. Φρ. σφαλίζω τα άρμενα= κατεβάζω τα πανιά του πλοίου: αρχίζουσιν οι λουμπαρδιές τ’ άρμενα να σφαλίσου| και να παραδοθούσινε να μηδέ τους βουλήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4395, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3382, 43911. Η μτχ. ως επίθ. α) κλειστός: τόποι σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες Διγ. A 4498· θωρεί την όψη κι ήσπριζε, τα μάτια σφαλισμένα Ερωτόκρ. Δ΄ 1933· λίμπρο … σφαλισμένο Στάθ. Γ΄ 266· βλ. και ασφαλιστός 2α· β) απρόσιτος, απαγορευμένος: Για σας οι ουρανοί ’ναι σφαλισμένοι Ερωφ. Γ΄ 388. Βλ. και άβολος, ανεπιχώρητος, ανθρωποαπερίκοπος.άττο(ν) (I),- το, Μαχ. 5241, Θησ. Δ΄ [617], Γύπ. Γ΄ μετά στ. 632, Κρ. συμβόλ. 108, 116, 219, Έγγρ. του 1643 (Θησαυρ. 4, 1967, 64)· νάττο, Ερωφ. Ιντ. γ΄ μετά στ. 64, Ερωτόκρ. Β΄ 1322, Στάθ. Γ΄ 17, Φορτουν. Α΄ 216, Γ΄ 742.
Το ιταλ. atto, βενετ. ato. Ο τ. νάττο από την αιτιατ. τον άττον (βλ. Meyer, NS IV 64 και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 623] και Αθ. 26, 1914, ΛΑ 163). Ο τ. νάττο και σήμ. στην Κρήτη (ΙΛ).
1) Πράξη· κατόρθωμα, στρατήγημα (Βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 67): εβούθησεν εκείνον το άττον του κοντοσταύλη κι εκόμπωσέν τους Μαχ. 5241. Βλ. και ανδραγαθισμός, ανδρεία 4γ, αριστουργία, διάξη. 2) α) Στάση, παράστημα του σώματος: στ’ αρχοντικά αναρίματα κι εις της αντρείας το νάττο Ερωτόκρ. Β΄ 1322· το ζάλο τση, το νάττο τση κι όλες τσι χάρες τσι άλλες,| οπού έχει εκείνο το κορμί τόσα πολλά μεγάλες Φορτουν. Α΄ 216· βλ. και ανάριμα, ανεντράνισμα(ν) 2· β) νάζι: εκείνος γάρ εσκέφθηκε τα άττη της εκείνης, κάμποσο γάρ εγνώριζε απέ την φλόγα κείνης Θησ. Δ΄ [617]. Βλ. και άκκισμα, χάδι. 3) Νεύμα, χειρονομία, «σινιάλο» (Η σημασ. και σήμ. στην Κρήτη, ΙΛ): τότες με πλήσα μου χαρά τον δούκα κάνω νάττο Στάθ. Γ΄ 17· ο Σολιμάνος τωνε κάνει νάττο με το χέρι ντου Ερωφ. Ιντ. γ΄ μετά στ. 64. 4) Πράξη θεατρικού έργου: Τέλος του τρίτου άττου Γύπ. Γ΄ μετά στ. 632. Βλ. και άττος. 5) Δικαιοπρακτικό έγγραφο, συμβολαιογραφική πράξη: ως φαίνεται το ινστρουμέντο γραμμένο εις τσι άττους Κρ. συμβόλ. 116· χωρίς άλλο άττο τζουντιτσάριο Έγγρ. του 1643 (Θησαυρ. 4, 1967, 64).αυθεντικός,- επίθ., Κρασοπ. 51, Ελλην. νόμ. 5418, Βέλθ. 860, Μαχ. 38012, Έκθ. χρον. 273, 4617, 4717, Ψευδο-Σφρ. 5689, Ιστ. πολιτ. 598, Ιστ. πατρ. 13013, Κώδ. Χρονογρ. 7012, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, 166, Ιερόθ. Αββ. 336, Βακτ. αρχιερ. 209, Λίμπον. 250, κ.α.· αφέντικος, Χρον. σουλτ. 9323· αφεντικός, Μαχ. 101, 10822, Τάξ. Πόρτ. 27, 98, Πικατ. 158, Χρον. σουλτ. 13315, Δωρ. Μον. XIX δις, Κρ. συμβόλ. 132, Ιστ. Βλαχ. 955, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, 190, κ.α.
Το μτγν. επίθ. αυθεντικός. Η λ. και στο Du Cange, Add., λ. αυθέντης και σήμ. (ΙΛ, λ. αφεντικός).
1) α) Που ανήκει ή αναφέρεται στον αφέντη, στον άρχοντα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 1 και 3. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφεντικός 1α): Ως εδικός σου, δέσποινα, δούλος πιστός γυρεύω| τ’ αυθεντικά μου πράγματα, κυρία, να φυλάττω Βέλθ. 860· να ποιήσει την προσταγήν την αυθεντικήν Σουμμ., Ρεμπελ. 161· εκέλευσε δοθήναι αυτώ ίππον τινά εκ των αυθεντικών Ψευδο-Σφρ. 5689· βλ. και αρχοντικός 1· β) ηγεμονικός, μεγαλοπρεπής: έδωκέν του και έναν αφεντικόν κανίσκιν Μαχ. 10822· αυθεντικόν το σχήμα σου, φιλόσοφος η γνώμη Κρασοπ. 51· βλ. και αρχοντικός 2β· γ) εξαιρετικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφεντικός Α1β): όποιος έχει άτυχον άλογον, δίδουν του άλογον αφεντικόν, καλόν Τάξ. Πόρτ. 98. 2) Τέλος αφεντικόν ή χρέος αυθεντικόν = οφειλή προς τον ηγεμόνα ή προς το κράτος (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 133. Πβ. και Ζακυθηνό, ΕΕΒΣ 13, 1937, 196): να του δίδουν το τέλος το αφεντικόν Δωρ. Μον. XIX· Έλαβαν δε και ορισμόν εις τρεις χρόνους να μη δώσουν κανένα χρέος αυθεντικόν Κώδ. Χρονογρ. 7012. 3) Σουλτανικός: τοξευτής γαρ ην ως ουδείς άλλος των του αυθεντικού φοσσάτου Έκθ. χρον. 273· πορευθέντες μετά αυθεντικού ορισμού και μη θέλοντα έφεραν αυτόν Έκθ. χρον. 4717. 4) Που έχει κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχικός: με την εκλαμπροτάτην και εξοχοτάτην του Γερουσίαν ως αυθεντικήν οπού την έχουν Ιερόθ. Αββ. 336. 5) Που ανήκει στην εξουσία, κρατικός, δημόσιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφεντικός Α2): στες πόρτες τες αυθεντικές με προσοχή εθωρούσαν Λίμπον. 250· ο πλούτος αυτού επειδή ζων ουδέν τι ῳκονόμησεν, εγένετο αυθεντικός Ιστ. πολιτ. 598· έκαμεν όλον εκείνον τον βίον αυθεντικόν Ιστ. πατρ. 13013· εποίησε τον άπαντα βίον ου μόνον τον εκείνου, αλλά και τον της εκκλησίας αυθεντικόν Έκθ. χρον. 4617. Το ουδ. αφεντικό ως ουσ. (Βλ. Θαβώρ., Ουσιαστ. 21, 22, 23) = ο ανώτατος άρχοντας (Πβ. τη σημερ. σημασ., ΙΛ, λ. αφεντικός Β2α): διατί δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερίξανε το βάρος των αρχόντωνε Σουμμ., Ρεμπελ. 166. Βλ. και αυθέντης 1.αφερμάρω,- Γεωργηλ., Θαν. 185, Κρ. συμβόλ. 257 δις.
Το ιταλ. affermare.
α) Επιβεβαιώνω: Εγώ Ζιάνες Κουρίνος είμαι κοτέντος εις ό,τι λέει η παρούσα γραφή και αφερμάρω όλα τ’ άνωθε Κρ. συμβόλ. 257· β) διαβεβαιώνω: βάλθηκα εις τουτονά να πω και να ριμάρω,| εις τά μας εσυνέβησαν πασάνα ν’ αφερμάρω Γεωργηλ., Θαν. 185. Βλ. και αφυρώνω 2.αφέρμω,- Κρ. συμβόλ. 96.
Από τον ενεστ. affermo του ιταλ. affermare.
Βεβαιώνω (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 96]): εγώ Τζώρτζης Μπαρπαρίγος αφέρμω όλα τ’ άνωθεν Κρ. συμβόλ. 96. Βλ. και ασφαλίζω 4β, αφυρώνω Α2, μαρτυρώ.βίβος,- επίθ., Κρ. συμβόλ. 238, 249.
Το ιταλ. vivo.
(Προκ. για βράχο) φυσικός, ριζιμιός: εβάλασιν τα σταλίκια νοτικά του αλωνιού οργιές τέσσερεις με σταυρούς του πονταρολίου σε χαράκια βίβα Κρ. συμβόλ. 238· σε βίβα χαράκια (έκδ. χαράκι· διορθώσ.) Κρ. συμβόλ. 249. — Βλ. και ριζιμαίος.βίζιτα- η, Κατά ζουράρη 141, Κρ. συμβόλ. 236, 247, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 75, 205, Γ΄ 341.
Το ιταλ. visita. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Επίσκεψη (γιατρού) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): τσι βίζιτες ερνήθηκα και όλες τσι κούρες τσ’ άλλες Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 75. 2) Περιοδεία αξιωματούχου στις επαρχίες (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 320]): ήρισε τόν άνωθεν η[γού]μενον εις την βίζιταν του υψηλοτάτου αφέντη γενεράλε Κρ. συμβόλ. 247.βολά- η, Πτωχολ. P 131, Ερωτοπ. 122, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 574, Δεφ., Λόγ. 157, Πεντ. Δευτ. XVI 16, Θρ. Κύπρ. K 710, Χρον. σουλτ. 382, 4917, 8038, 8421, 8925, Άλ. Κύπρ. 1524, Πανώρ. Α΄ 243, 282, Β΄ 258, Γ΄ 68, Δ΄ 73, Κρ. συμβόλ. 75, Σουμμ., Ρεμπελ. 163, 181, Ερωτόκρ. Α΄ 620, 1828, 2037, Β΄ 1013, Θυσ.2 912, Έγγρ. Σύρου Α΄ 31, Συναδ., Χρον. 30, 50, 69, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [121, 619], Β΄ [16, 993, 1188], Γ΄ [163, 299, 699, 1039], Δ΄ [197, 221, 1302], Ε΄ [101, 1192], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 273, Χριστ. διδασκ. 88, Ζήν. Γ΄ 77, Διγ. O 2211, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13422, 22229, 3708, 41113, 43923, 51222, 5643, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 505, κ.α.
Από το ουσ. βολή. Η λ. και στο Du Cange και σήμ. (ΙΛ).
Επιρρ. (1) (Σε αιτιατ. με αριθμητ. ή ποσοτικό επίθ.) μια ή περισσότερες φορές (Βλ. Du Cange. H σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Μια μόνο να καταδεχθείς βολά να μου γροικήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [299]· Όρισεν και το κελάριν| διά να δίδει τον γέρον (παραλ. 1 στ.) ... μίαν βολάν να πίνει Πτωχολ. P 131· (2) (σε αιτιατ. με το αριθμητ. μία) κάποτε: αν η νιότης μία βολά διαβεί και μας αφήσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [699]· βλ. και φορά, ώρα· (3) (σε έναρθρ. αιτιατ. με τις αντων. εκείνη ή άλλη) τότε (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδ. [Κρ. συμβόλ. 75]): την άλλη βολά έγραψα του Δημητράκη του Καΐρη Έγγρ. Σύρου Α΄ 31. — Βλ. και ζιμιόν, τότε, τοτεσάς, ώρα.βουδέα- η, Κρ. συμβόλ. 100, βουιδέ, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3362, 3, 4· βουιδέα, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2747, 6494.
Από το ουσ. βούδι και την κατάλ. ‑έα.
Μέρος γης που μπορεί ένα ζευγάρι βόδια να το οργώσει σ’ένα χρόνο (Βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 320]): κριθάρι ... από την βουδέαν τα χωράφια απού κρατεί Κρ. συμβόλ. 100.βούλλωμα(ν)- το, Λόγ. παρηγ. L 653, Γεωργηλ., Θαν. 326, Κρ. συμβόλ. 229, Έγγρ. του 1651 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 2505).
Από το βουλλώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Επίθεση σφραγίδας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): είχεν άνω βούλλωμαν η επιγραφή Λόγ. παρηγ. L 653. Βλ. και βούλλα 2α. 2) Σφράγισμα για να δηλωθεί η κατάσχεση κάπ. πράγματος (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 321]): αμαχεμόν και βουλλώματα αμαχεμός Κρ. συμβόλ. 229. 3) Φρ. ένα βούλλωμα νερό = η ποσότητα του νερού έως το γέμισμα κάπ. χώρου (Για τη σημασ. βλ. Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 283): έχει ένα βούλλωμα νερό εις την Ζακρίδα, ήγου πάσα Τρίτη απ’ το ταχύ έως το βράδι Έγγρ. του 1651 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 2505).γαϊδουρινός,- επίθ., Κρ. συμβόλ. 244.
Από το ουσ. γαϊδούρι και την κατάλ. ‑ινός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ο πληθ. γαϊδουρινά σε χρ. ουσ. = γαϊδούρια (Βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 321]): είχεν το και εις τον νου του αποπρωτύτερας να το αφήσει διά μνημόσυνόν του βόδια δ́, γαϊδουρινά β́ Κρ. συμβόλ. 244.γαλανός,- επίθ., Κρ. συμβόλ. 197.
Από το ουσ. γάλα. Βλ. και Ανδρ., Λεξ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. γαλανός [II]).
Άσπρος σαν το γάλα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. γαλανός [II] Α1α): Είναι τα σύνορα ... νοτικά έως το μεγάλο χαράκι το γαλανό Κρ. συμβόλ. 197· μια γαδάρα μούντα γαλανή Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8168.γαλδέρω,- Ναξ. έγγρ. 16. αι. 2123· αγαλτέρω, Έγγρ. του 1620 (Ν. Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 4, 1973, 35 δις)· γαλοτέρω, Έγγρ. του 1445 (Λάμπρ., ΝΕ 4, 1907, 468)· γαλτιέρω, Κρ. συμβόλ. 52.
Το βενετ. galder (Βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 54]).
(Προκ. για περιουσία) καρπώνομαι, απολαμβάνω: να τα εξουσιάζει (ενν. τα σπίτια) και να τα γαλδέρει αυτή και οι διαδόχοι της Ναξ. έγγρ. 16. αι. 2123· εις μερτικόν και φέουτο εμένα και των αδελφιώ μου ... δίδω, ογιά να γαλτιέρει ο αφέντης πατέρας και ηγούμενος του άνωθεν Αρετίου Κρ. συμβόλ. 52· ο εδικός μας μπαλής να έχει να τα κρατεί, να τα γαλοτέρει αναπαυτικώς Έγγρ. του 1445, 468.γαρνιζό- η· βαρνιζό, Συνθήκ. Καλλ. 310, Κρ. συμβόλ. 195, 238.
Από το βενετ. guarniziòn (Βλ. Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 47-8 και Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 320, λ. βαρνιζώ]).
α) Υποχρεωτική προσφορά τριών αλόγων εκ μέρους του φεουδάρχη προς την πολιτεία (Για τη σημασ. βλ. Ξανθ., Αθ. 14, 1902, 310 σημ. 4): άλογα δέκα των αρμάτων ... εξ εκείνων των όντων έξωθεν τας βαρνιζόνας Συνθήκ. Καλλ. 310· β) καταβολή ορισμένης ποσότητας ταγής ως φόρου (Για το πράγμα βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 320, λ. βαρνιζώ και 250 σημ. 1]): βαρνιζό του άνωθεν μισού χωραφίου Κρ. συμβόλ. 238.γαρνίρω·- βαρνίρω, Κρ. συμβόλ. 250, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 31111, 13, 3596, 3604, 3648‑11· βγαρνίρω, Κρ. συμβόλ. 82, 166, 180.
Από το βενετ. guarnir. Η λ. και σήμ. με διαφορετικούς τ. (ΙΛ).
Καταβάλλω τη «γαρνιζό», φόρο που συνίσταται σε ορισμένη ποσότητα ταγής (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 168 σημ. 11, 250 σημ. 1, 320, λ. βαρνίρω]): καθώς η πάρτες λέγει: «όποιος ποσσεντέρει χωράφι να βαρνίρει» Κρ. συμβόλ. 250· έναν οττάβο του καρατίου τση μόστρας οπού έχει να βγαρνίρει το άνωθεν μοναστήρι Κρ. συμβόλ. 166.γαστάλδος- ο, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1720, 1722, Έγγρ. του 1565 (Ευαγγελάτος, Θησαυρ. 7, 1970, 217, 219), Συμβόλ. του 1593 (ΜΒ Ϛ΄ σ. ριε΄), Έγγρ. του 1597 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 105), Κρ. συμβόλ. 142, Μεταξά, Επιστ. 47, Έγγρ. του 1639 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 109)· γκαστάλδος, Σεβήρ., Διαθ. 191· κάσταλδος.
Από το βενετ. gastaldo. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Δικαστικός υπάλληλος που φροντίζει για τις συναλλαγές και την επίλυση των διαφορών μεταξύ ιδιωτών (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 321], Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 50 σημ. 1, Βαγιακ., Ξένιον Ζέπου 3, 1973, 530 και Μανούσ., Εις μνήμην Μιχελή 337· βλ. και Μανούσακας-van Gemert, Κρ. Χρ. 27, 1987, 129): να ημπορεί ο άνωθεν| γαμβρός να τα σκοδέρνει απ’ αυτόν και απού τα καλά του διά γαστάλδο Έγγρ. του 1639 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 109)· τον γαστάλδον όρισαν την νύκταν να τον βλέπει, διά να μηδέν τον κλέψουσι την νύκταν οι γονείς του Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1720· ότε χαγάνος και οι επέκεινα ρήγες και κάσταλδοι δώρα τῳ βασιλεί στείλαντες ειρήνην ῃτήσαντο Χρονογρ. (Λαμψ.) 250. 2) Έκφρ. με τη στράτα του γαστάλδου = με απόφαση δικαστική, «διά της δικαστικής οδού» (Για το πράγμα βλ. Ξανθουδίδη, [Κρ. συμβόλ. 143 σημ. 5 και 199 σημ. 10]): αν δεν ήθελα τά δίδει και να τα πλερώνω [ως] άνωθεν, να μπορεί να τα πλερώνεται με τη στράτα του γαστάλδου Κρ. συμβόλ. 142.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Κρ. συμβόλ. 226.