Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κρασοπ. (Λάμπρ.)

  • άβυσσος
    η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 31, Ιων. (Hess.) 2156, Λίβ. (Μαυρ.) P 283, 1723, 1726, Λίβ. (Lamb.) Esc. 524, 1610, 2042, Λίβ. (Lamb.) Sc. 507, 965, 984, Λίβ. (Wagn.) N 1787, 1790, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) V 14, X 39, Πικατ. (Κριαρ.) 112, 410, Πεντ. (Hess.) Γέν. Ι 2 δις, VII 11, XLIX 25, Έξ. XV 5,8 XXXII 10, 22, XXXIII 13, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 304, 305, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1193, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Ά́ 95, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 69, 137, Έ́ 253· άβυσσο, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 285· άβυσσος (ή άβυσσο η), Πεντ. (Hess.) Δευτ. VIII 7· άβυσσος ο, Λίβ. (Wagn.) N 1471· πληθ. άβυσσα τα, Φυσιολ. (Legr.) 442 (ουδ.;), Πικατ. (Κριαρ.) 189, Αχέλ. (Pern.) 114, 1009.
    Το μτγν. ουσ. άβυσσος. Ο τ. του αρσ. και του ουδ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. άβυσσο).
    1) α) Κυριολ.: χάος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ· πβ. και Lampe, Lex. στη λ. Α και ΙΛ λ. άβυσσο 1β): Και η γης ήταν άβυσσος και αφανιασμός και σκότος ιπί πρόσωπα άβυσσο Πεντ. Γέν. Ι 2· β) Μεταφ.: το αμέτρητο (πβ. Lampe, Lex. Στη λ. Ε): ουκ έχω άσπλαγχνον (χφ εις άσπλ.· βλ. κριτ. υπ.) ψυχήν και αδιάκριτον καρδίαν, άλλα εις αισθήσεως άβυσσον εσέβην η ψυχή μου Λίβ. Sc. 984· κι εμπαίνω σ’ άβυσσον χαράν κι άβυσσον λύπην ηύρα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1188. 2) Βάθη, έγκατα της γης: Ημείς γι’ αυτό βουλήθημεν να ’ναι ξολοθρεμένη,| πρώτη από μας κι εις τ’ άβυσσα της γαίας βουλισμένη Αχέλ. 114· Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένην| και πύριν βρέχει ουρανός Χούμνου, Π.Δ. Χ 39. 3) Κάτω κόσμος, άδης, κόλαση (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ. 2. Πβ. και Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ λ. άβυσσο 2): μα και όσοι κατοικούσι| θεοί απάνω ’ς τσ’ ουρανούς και κάτω στης αβύσσου| τον πάτο Φορτουν. Ιντ. Ά́́́95· Από τα βάθη σήμερο της σκοτεινής αβύσσου (παραλ. 1 στ.) να μὄβρης ένα δαίμονα Ζήν. Ά́ 69· Να πέσει εις τα τάρταρα, στα βάθη των αβύσσων Φυσιολ. 442· ει μεν εχθές εις άβυσσον και εις άδην επερπάτουν| εκ της οργής σου το άπειρον Λίβ. P 1723. 4) α) Θάλασσα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ.[1]): Κι έκαμε τα θεριά της γης, τα ψάρια της αβύσσου Πικατ. 410· β) άφθονα υγρά (πβ. ΙΛ λ. άβυσσο 1α): βρύσες και άβυσσες εβγαίναν εις τον κάμπο και εις το όρος Πεντ. Δευτ. VIII 7· και να ποταμοφόριζαν ο άδολος ο οίνος| και να ήλθεν εις το στόμα μου η άβυσσος εκείνη Κρασοπ. 31.
       
  • αγνωσία
    η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 40, Διγ. (Mavr.) Gr. II 246, Διγ. (Καλ.) A 241, Βίος Αλ. (Reichm.) 4552, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [837], Έκθ. χρον. (Lambr.) 291, Συναξ. γυν. (Krumb.) 219, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 73, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 332, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 407, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1047, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 478, 11214, 12213, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 201, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 191, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31714, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1284· αγνωσιά, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 56 (διόρθ. Ξανθ. από απαγνωσιά ΕΕΒΣ 3, 1926, 344), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, 126, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 337, Ροδολ. (Βάλσ.) Πρόλ. Έ́ Προσφών. 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Γ́́ πράξη) 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 803, Β́́ 1297, Γ́́ 240, Δ́́ 1070, 1324, Μαρκάδ. (Legr.) 656· αγνωσά, Κάτης (Băn.) 26· αναγνωσία, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 49, 79.
    Το αρχ. ουσ. αγνωσία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Απερισκεψία, ασυνεσία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): επήγα με καλήν καρδιά και βρίσκουσιν τον κάτη,| κι εχαιρετήσασίν τονε την αγνωσά γεμάτοι Κάτης 26· Από την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (παραλ. 2 στ.) ότι δεν είχε μυαλά ποσώς η κορυφή του Ιστ. Βλαχ. 201· β) μωρία, ανοησία: Λυπείται η καρδία μου εις τόσην αγνωσίαν| το πώς ουκ ετολμήσασιν κρασίον του αιτήσαι Κρασοπ. 40. 2) Αχαριστία (πβ. άγνωρος 4): Ο μύθος λέγει· μερικοί έχουσι αγνωσία,| τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία Αιτωλ., Μύθ. 12213.
       
  • ακράτος,
    επίθ., Κρασοπ. (Λάμπρ.) 24, 96, 111, Ch. pop. (Pern.) 554, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 590, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 247, 792, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 190, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 210, Ε΄ 82.
    Το αρχ. επίθ. άκρατος. Η λ. και σήμ. σε πολλά ιδιώμ. (ΙΛ, λ. άκρατος) Για τον καταβιβασμό του τόνου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 127.
    α) Αμιγής, ανόθευτος, καθαρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άκρατος): και να ’τον ολογέματον καλόν κρασίν ακράτον Κρασοπ. 24· Χριστέ, τι τον ορέγομαι τον κοκκινοσκαρτσάτο,| οπὄχει και στον κόρφον του τον μόσχον τον ακράτο; Ch. pop. 554· Της Χιός, της Κρήτης, τω Χανιώ η αμβροσία ετούτη| και από την τόση μου χαρά ακράτη πίνω σού τη Ζήν. Ε΄ 82· β) (προκ. για ανθρώπινη αρετή) γνήσιος, πραγματικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άκρατος 1β): Λέγω πως παλληκάρι| ακράτον είσαι, σα θωρώ, μα κάμε στο φουκάρι| μέσα να βάλεις το σπαθί Φορτουν. Δ΄ 190.
       
  • ακροτραυλίζω·
    ακριοτραυλίζω, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 118 Β (κριτ. υπ.)· ακροτρευλίζω, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 118.
    Από το ακρο‑ και το αρχ. τραυλίζω. Για το ακρο‑ βλ. ακροβλαστημώ (ετυμ.).
    Τραυλίζω λίγο: ο φόβος με εξύπνησεν, όμως ακροτρευλίζω Κρασοπ. 118.
       
  • άλλοτε,
    επίρρ., ενιαχού· άλλοτες, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 47, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 642, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 1984, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 201· αλλότε, Πουλολ. (Krawcz.) 449 (χφφ VL) (κριτ. υπ.), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 66· αλλότες, Θησ. (Βεν.) Ϛ΄ [525], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1169, Σαχλ. (Vitti) N 59, 67, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 65, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 377, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 380, Γ΄ 303, 370, Ε΄ 6, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 32, Α΄ 247, Γ΄ 51, 148, Δ΄ 1, 314, Ε΄ 178, 245, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 469, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 25, 254, 940, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 600, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 37124.
    Το αρχ. επίρρ. άλλοτε. Για το τελ ‑ς και τον καταβιβασμό του τόνου βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1911, 80. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
    Άλλοτε: Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 32.
       
  • αλώνι(ν)
    το, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 82, 91, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 10, Gesprächb. (Vasm.) 495, Μαχ. (Dawk.) 65827, 67223, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 130, Πεντ. (Hess.) Γέν. L 10, Λευιτ. XXVI 5, Αρ. XV 20, XVIII 27, Δευτ. XV 14, XVI 13, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10711, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 66, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137 ρλη΄, 160 ρις΄.
    Από το μτγν. ουσ. αλώνιον. Για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 245-6 και Χατζιδ., Αθ. 45, 1933, 195. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
    1) Αλώνι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ο μυλωνάς τον μύλον του, ο γεωργός τ’ αλώνιν Κρασοπ. 10· άλλοι επήγαν εις το αλώνιν και επήραν δεματία σιταρένια Μαχ. 65827· και έστεκαν οι θημωνιές εις το αλώνι όλον τον χειμώνα έως το καλοκαίρι Συναδ., Χρον. 66. Πβ. άλωνα. 2) Ο καιρός του αλωνίσματος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4. Πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 253): και να φτάσει εσάς το αλώνι το τρύγος και το τρύγος να φτάσει το σπόρο και να φάτε το ψωμί σας εις χόρταση Πεντ. Λευιτ. XXVI 5. 3) Σοδειά σιταριού (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): χωρισμό να χωρίσεις αυτουνού από το ποίμνιό σου και από το αλώνι σου Πεντ. Δευτ. XV 14.
       
  • αναβιβάζω,
    Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 5, Σπαν. (Μαυρ.) P 224, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 86, Ασσίζ. (Σάθ.) 10820, 29422, 35223, 35726, 3593, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 255, Διήγ. Βελ. (Cant.) 456/7, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3155, Λίβ. (Lamb.) Esc. 91, Λίβ. (Lamb.) N 110, Λίβ. (Wagn.) N 3737, Δούκ. (Grecu) 1275, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2614, 2927, 468, 6918, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 409, 415, 706, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31629.
    Το αρχ. αναβιβάζω.
    1) α) Εξυψώνω κάποιον (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): και ο Θεός ο δίκαιος παιδεύει και αφανίζει| και ατυχίζει άδικους, δικαιούς αναβιβάζει Διήγ. Βελ. 456/7· β) ανεβάζω, προάγω κάποιον σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): εκβαλόντες ουν τον κύριον Μάρκον ληστρικώς ανεβίβασαν τον Συμεώνα τον Τραπεζούντιον Ιστ. πολιτ. 409· γ) (μέσ.) ανέρχομαι σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): Και ανεβιβάσθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο κύρι-Διονύσιος ορισμῴ του κρατούντος Έκθ. χρον. 2927. 2) Αυξάνω (το μισθό): Εζήτησαν ... και άλλο του μη καβαλικεύσαι Χριστιανόν και Εβραίον εντός της Πόλεως και ίνα μη έχωσι και εν τοις ιματίοις αυτών τραχηλίας και του αναβιβάσαι τα σιτηρέσια αυτών Έκθ. χρον. 6918. 3) (Μέσ.) Ανέρχομαι, φθάνω έως ένα ποσό χρημάτων: Αμμέ έχει πόλεμον εάν το έγκλημαν αναβιβάζεται έως έναν μάρκον ασήμιν Ασσίζ. 35223· Εάν το ζήτημαν αναβιβάζεται απού ένα μάρκον ασήμι και ανωμέρου Ασσίζ. 35726. 4) (Κατά παράλ. του «εις νουν») Φέρνω στο μυαλό, σκέπτομαι, κρίνω (Πβ. Ψάλτη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 27): αμ’ ως το γνώθεις έσω σου, ως το αναβιβάζεις Σπαν. P 224. — Πβ. αναβάλλω φρ. (1) Αναβιβάζει ο νους μου = φέρνω στο νου, κρίνω: αμή ως το γνώθεις πάντοτε και αναβιβάζει ο νους σου Διδ. Σολ. Ραν το αναβιβάζει ο νους σου Διγ. Άνδρ. 31629· (2) αναβιβάζω εις νουν = φέρνω στο νου, αναλογίζομαι, θυμούμαι: Αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και| εις νουν αναβιβάσω Λίβ. Sc. 3155. 5) Επιβιβάζω κάποιον (σε πλοίο) (Πβ. L‑S στη λ. 3): τον βασιλέα δε και πάντας τους άρχοντας αναβιβάσας εν πλοίοις έφερεν εν Κωνσταντινουπόλει Έκθ. χρον. 2614.
       
  • αναλαμβάνω,
    Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 1939, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 114, Καλλίμ. (Κριαρ.) 571, Ασσίζ. (Σάθ.)1746, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5348, Ιερακοσ. (Hercher) 48520, 4906, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 300, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1737, Βίος Αλ. (Reichm.) 2601, 3834, Αχιλλ. (Hess.) N 1796, Φυσιολ. (Zur.) I 13.
    Το αρχ. αναλαμβάνω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (ΙΛ, λ. αναλαμβάνω).
    Α´ Ενεργ. 1) Παίρνω στα χέρια μου: και το κλειδίν αναλαβών από των προσκεφάλων Καλλίμ. 571· ταύτα πάντα κόψας και σήσας αναλάμβανε και κόπρον όρνιθος και όξους τα αρκούντα Ιερακοσ. 4906. 2) (Προκ. για τροφή) παίρνω, γεύομαι (Πβ. και Κείμ. αγ. Δημ. 7): Πάλιν εμετεβρόντησεν η γη, διχώς ερράγη,| καθαρογλυκοπίπερος ανέβαινεν ο μούστος.| Το στόμα μου ενέλαβεν εκ τ’ ουρανού το μέλι,| αι χείρες μου εγέμισαν από της γης την σκάφην Κρασοπ. 114. 3) (εμαυτόν)· ξαναποκτώ τις σωματικές μου δυνάμεις (Η σημασ. αρχ.· πβ. και ΙΛ, λ. αναπαίρνω 2): εν τοις πολλοίς προσκρούσμασιν πάντοθεν αιμαχθέντων| εκείσε που κατέπεσον ως νεκρικώς υπτία·| και μεθ’ ημέρας εαυτήν μόλις αναλαβούσα| εν τῃ πηγῄ υπέστρεψα Διγ. Τρ. 1737. 4) Παίρνω στην εξουσία μου (Η σημασ. αρχ.): ανέλαβον την Τροία και ηφάνισαν τελείως Αχιλλ. N 1796· Αλέξανδρος ...|  ...ευθύς αναλαμβάνει| πάσαν την δύναμιν αυτού, ποιήσας την πορείαν Βίος Αλ. 3834. 5) Αναλαμβάνω να παραδεχτώ (κάτι) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. II): Γινωσκέτωσαν πάντες οι την παρούσαν πληρεστάτην απόφασιν αναλαβόντες και ακούσαντες, ότι ημείς ... επίσκοπος Αρσινόης ... Ελλην. νόμ. 5348. 6) Αποκτώ (κληρονομικώς), κληρονομώ: ρήτορας εκπέμπειν| προς Μακεδόνα μείρακα, τύραννον, τολμητίαν,| την του πατρός κακόνοιαν αυτόν αναλαβόντα Βίος Αλ. 2601. 7) (Με αιτ. αντικ. + επί με αιτ.) αντιλαμβάνομαι, θεωρώ (κάποιον, κάτι) ως ...: Τα μεν όρη, νοητέ άνθρωπε, αναλάμβανε επί τους προφήτας, τους βουνούς επί τους αποστόλους Φυσιολ. L 13. B’ Μέσ. (προκ. για την Ανάληψη του Χριστού) (Η λ. πολλ. στην ΚΔ): Ο Χριστός ανέστη, ο Χριστός ανελήφθη και εκατήργησεν πάντα πυρετόν Σταφ., Ιατροσ. 1939. — Πβ. ξαναλαμβάνω.
       
  • αναχασμώμαι,
    Κρασοπ. (Λάμπρ.) 4.
    Από την πρόθ. ανά και το αρχ. χασμώμαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναχασμειέμαι).
    Χασμουριέμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναχασμειέμαι 1): Ο μεθυστής εξύπνησε, τρίβει τους οφθαλμούς του. Κίτρινον είδεν ουρανόν, γεμάτον πεταλούδας.| Με το πουγούνι τες μετρά, φυσά και αναχασμάται Κρασοπ. (Λάμπρ.) 4.
       
  • ανδρίζω,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 341, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 86, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 3216, Καλλίμ. (Κριαρ.) 554, 1371, Ιερακοσ. (Hercher) 51036, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 248, VIII 112, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2182, Διγ. (Καλ.) A 911, 3182, Ακ. Σπαν. (Legr.) 38323‑4, Ερμον. (Legr.) X 288, Σ 294, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38214· αδρίζω, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 5514.
    Το αρχ. ανδρίζω. Η λ. και στον Πόντο με διαφ. σημασ. (ΙΛ, λ. αντρίζω).
    Α´ Ενεργ. (προκ. για την έκφραση του ματιού) δυναμώνω, ενισχύω: αναβιβάζεις πνεύματα, τους οφθαλμούς ανδρίζεις Κρασοπ. 86. —Συνών.: αναρριπίζω 1. Πβ. ανανεώ, ‑ώνω Α1, αναρριπίζω 2, ανασταίνω 7, ανατρέφω Α2. Μέσ. α) Δείχνομαι σαν άνδρας, δείχνω ανδρεία· τονώνομαι, ενισχύομαι ψυχικώς (Η σημασ. αρχ., L‑S): νεώτεροί μου, ανδρίζεσθε, φαρία, μην κατοκνείτε Διγ. A 311· —Η μτχ. ηνδρισμένος = ανδρείος, γενναίος: λεοντόψυχε Αχίλλη,| ηνδρισμένε παρά πάντας Ερμον. Χ 288· β) (προκ. για τον ιέρακα) παίρνω θάρρος: ακούων γαρ ο ιέραξ της φωνής σου, ην εξ έθους έγνω, τοσούτον ανδρίζεται, αλλ’ ουδέ τον αετόν φοβείται, τον τους ιέρακας εσθίοντα Ιερακοσ. 51036. Πβ. ανδρειώνω Β1, μτχ. (2).
       
  • ανοίγω,
    Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ H 19k, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 37, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34654, Ασσίζ. (Σάθ.) 1789, 33029, 43026, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5631, Ιερακοσ. (Hercher) 455, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 171, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2901, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 153 κβ΄, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1295, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1405, 2432, Λίβ. (Wagn.) N 2132, Ιμπ. (Κριαρ.) 693, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3108, 3448, 3470, Φυσιολ. (Zur.) XXIV12, Μαχ. (Dawk.) 28223, Θησ. (Foll.) Ι 21, 59, Καραβ. (Del.) 4925, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 364, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 496, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1012, 597, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 110, Ιμπ. (Legr.) 647, Συναξ. γυν. (Krumb.) 458, 600, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 57, 100, 104, 107, 130, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 206, 310, 703, 736, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 458, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 5, VΙΙ 11, ΧΧΙ 19, ΧΧΙΧ 31, ΧΧΧ 22, Έξ. ΧΧΙ 33, Αρ. XXVI 10, Δευτ. ΧΙ 6, XV 8, 11, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 12020, 15918, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 42, Ε΄ 384, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 326, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 4, Α΄ 123, Γ΄ 125, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 8, 30, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1443, 2717, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 192, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33726, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 684, 1419, Δ΄ 1394, 1699, 1701, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 13, 23, 156, Γ΄ 156, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 138, 164, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [708], Δ΄ [1460], Ε΄ [1302], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 33, Α΄ 187, Ιντ. α΄ 114, Γ΄ 465, 763, Δ΄ 307, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 61, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13422, 1383, 1704, 2162, 21711, 22221, 22617, 26323, 29911, 31013, 33718, 3404, 22, 37216, 38321, 38820, 40712, 43626, 46022, 47624, 49615, 5013, 10, 5041, 5064, 50922, 5161, 51918, 5264, 57216, Διακρούσ. (Ξηρ.) 765· αννοίγω, Μαχ. (Dawk.) 9020, 1865, 2008, 20225, 2529, 3668, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 13216, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 310· αννοίω, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1110, 683, 13216, 13821· ’νοίγω, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 460, Φλώρ. (Κριαρ.) 1697, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5154.
    Το αρχ. ανοίγω. Η λ. και οι τ. της και σήμ. κοιν. (ΙΛ).
    Α´ Μτβ. 1) α) (με παράλ. του αντικ.) ανοίγω την πόρτα (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. ανοίγνυμι Ι 1α και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Κερά, άνοιξε, να ζήσεις, γιατί ένα λόγο θα σου πω Κατζ. Δ΄ 42· φρ. ανοίγω το στόμα, τα χείλη (για να μιλήσω) (Πβ. ήνοιξε προς θεόν στόμα: «Ιδού ...» [= είπε] Θεοδόσ. Διάκ., Παναγιωτάκης, Α 58): άνοιξε και το στόμα σου και η γλώσσα σου ας λαλήσει Συναξ. γυν. 458· γαληνά τα χείλη της άνοιξεν, ταύτα λέγει Πόλ. Τρωάδ. 171· πβ. αναπτύσσω, αναχασκίζω α, αναχάσκω· βλ. και αθιβάλλω α, αναθιβάλλω Α1α· β) ξεκλειδώνω (Η σημασ. αρχ.): δίδει κλειδιά κι ενοίξασιν, ανέβηκεν επάνω Φλώρ. 1697· γ) (προκ. για εκκλησία) ανοίγω, επιτρέπω να λειτουργήσει (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 1β και ΙΛ στη λ. Β1): Εις δε το ημέτερον γένος ην αγαθός, ηνέωξε δε και ναούς, ούσπερ απέκλεισεν ο πατήρ αυτού Έκθ. χρον. 597· δ) ξεκουμπώνω: ανοίγουν τα τραχήλια Συναξ. γυν. 600· ε) παραβιάζω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α1γ): Κι οι Τούρκοι σαν εμπήκασι, τα μνήματα ανοίξαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 22617· Τα μαγατζιά ανοίξασι, τα πράγματα χαρίζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 22221. 2) α) Σχίζω (στα δύο): μα η κοπανιά έτσ’ αλάβωτο δε θε να τον αφήσει| και το σκουτάριν ήκοψε κι ως τα μισά τ’ ανοίγει Ερωτόκρ. Δ΄ 1699· την γην ανοίξασι κι εβγήκ’ απού τον Άδη Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 4· κι ας μου ’το μπορετό το στήθος μου ν’ ανοίξω Ερωφ. Γ΄ 125· β) (προκ. για πληγή) διανοίγω για να θεραπεύσω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α4): αν εκείνος ο σκλάβος μου είχεν την πληγήν εις την κεφαλήν εις οπλήν ότι είχεν οστία τσακισμένα και εκείνος ουκ εγίνωσκεν να το ανοίξει, αμμέ εκράτειν το Ασσίζ. 1789· Ίσως κι αν ήθελε ανοιχθεί περσότερο η πληγή της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1302]. Πβ. αναπτύσσω 2. 3) α) (Προκ. για λάκκο) σκάβω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3α): να ανοίξει ανήρ λάκκο Πεντ. Έξ. ΧΧΙ 33· —Συνών.: ανασκάπτω 1· β) τρυπώ, σπάζω: ύδωρ τούτο ήτησαν και ήνοιξε (δηλ. ο Μωυσής) την πέτραν Κρασοπ. 37· γ) φρ. ανοίγω τόπο = γκρεμίζω και δημιουργώ χώρο κενό: τα χώματα ερίξαν| οπού ’χανε στο χάλασμα κι όλον τον τόπον ’νοίξαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5154· δ) φρ. ανοίγω (τη) στράτα = προετοιμάζω την πορεία προς κάποιο γεγονός (Η φρ. και σε μεσν. παροιμ.: κατάφαγε τον βίον σου και ανοίγει ο Θεός την στράταν σου Krumb., Sprichw. 109): Εύκολον τρόπον και καλήν μιαν στράτα να μ’ ανοίξεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [708]. 4) Φρ. (προκ. για το Θεό) ανοίγω τη μήτρα = παρέχω τη δυνατότητα για σύλληψη παιδιού: άκουσεν προς αυτήν ο Θεός και άνοιξεν τη μήτρα της Πεντ. Γέν. ΧΧΧ 22. 5) Φρ. (μεταφ.) α) ανοίγω την καρδίαν (κάποιου) = κάνω να ευθυμήσει κάποιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α φρ.): Κι εμένα η γιἀναγάλλιαση μ’ ανοίγει την καρδιά μου Στάθ. Γ΄ 156· ανοίγει την καρδίαν του ανθρώπου το κυνήγι Χρον. Τόκκων 3470· β) ανοίγω με λόγους την καρδιά (μου) = εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι: Ω άγριε Άρη, ...| ... εντροπή έχω μεγάλην| διά να σε ανοίξω, κάκιστε, με λόγους την καρδιάν μου Θησ. Ι 59· γ) ανοίγω τα σπλάχνα = δείχνω συμπόνια (σε κάποιον), λυπούμαι (κάποιον): τα σπλάχνα το λοιπόν άννοιξε, θέα,| και κάμε ωσάν Πανώρια, όχι Μεδέα·| κείνη τον πληγωμένον ελυπήθην Κυπρ. ερωτ. 13821· —Συνών.: αγαπώ 1γ· δ) ανοίγω τους οφθαλμούς, τον νου (κάποιου) = κάνω κάποιον να δει καλά, διαφωτίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α1α, φρ.): ζήτησον και σοι τον ήλιον της δικαιοσύνης ... και αυτός ανοίξει τους οφθαλμούς της καρδιάς σου Φυσιολ. XXIV 12· τη στράτα είχε δείξει| απὄκουσε αληθινά, τον νου ντως είχε ανοίξει Τζάνε, Κρ. πόλ. 47624· ε) ανοίγω το φως (κάποιου) = τον κάνω να «δει φως», να «δει άσπρη μέρα»: να ’λθου να τους φονεύσουνε, ν’ ανοίξουνε το φως μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 5264. 6) α) (Προκ. για σημαία) ξεδιπλώνω: όσοι παντιέρες βάσταζαν τότεσον τες ανοίγαν Κορων., Μπούας 130· τα φλάμπουρα ν’ ανοίγουσιν και βόλια να πετούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51918· β) εκτείνω, απλώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α8): Η κόρη χείρας άνοιξε, δοξάζει τῳ Κυρίῳ Ιμπ. 647· Και τες αγκάλες σου άνοιξε και μέσα να τον βάλεις Δεφ., Λόγ. 458· γ) (προκ. για ναυτικό ταξίδι) φρ. ανοίγω τ’ άρμενα = απλώνω τα πανιά· ξεκινώ: και τ’ άρμενά του άνοιξε κι απού τον τόπον βγαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 37216· δ) φρ. ανοίγω άνοιγμα, ανοιγμόν = ανοίγω: ανοιγμό να ανοίξεις το χέρι σου του αδελφού σου Πεντ. Δευτ. XV 11. 7) Αποκαλύπτω, φανερώνω, ανακοινώνω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. ανοίγνυμι Ι 2): κι εκείνον το δεν πεθυμώ ανοίξουμ μου και μάθω Κυπρ. ερωτ. 13216· γράφει τινάς εις την διαθήκην του και την βουλώνει να την ανοίξουν μόνον μετά τον θάνατόν του Βακτ. αρχιερ. 164· Εις την ημέραν ότι τελειωθούν οι μάρτυρες όλοι, διδεί ημέραν και ανοίγουν τους μάρτυρας Ελλην. νόμ. 5631· έρωτα, ως ήσουν σπλαχνικός περίσσα και άνοιξές μου| το θησαυρό της χάρης σου Στάθ. Β΄ 13· Πβ. αβιζάρω· —Συνών.: αναδεικνύω γ, ανακαλύπτω, ανασκεπάζω Β, αναφέρω Α1α· ιδιάζ. χρ.: ανοίγω γραφή, γράμμα = αποσφραγίζω γράμμα (για να το διαβάσω): διά να ανοίξουν την γραφήν και να την αναγνώσουν Διακρούσ. 7627. 8) (Μεταφ.) προκαλώ, δημιουργώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): ν’ ανοίξει ανάμεσά σας έχθρητες Φορτουν. Ιντ. α΄ 114. Β´ Αμτβ. 1) Είμαι κλειστός και ανοίγω: ωσάν ανοίξει η χέρα σου, άνεμος είν’ γεμάτη Ερωτόκρ. Δ΄ 1394· Κι η πόρτα δε της πόλεως καθημερνώς ανοίγε Κορων., Μπούας 100. 2) Ξεχύνομαι: οι καταράχτες του ουρανού άνοιξαν Πεντ. Γέν. VΙΙ 11. 3) α) (Ενεργ. και μέσ.) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι· υφίσταμαι ρήγμα: κι επέσανε και τα τειχιά σε τόπους κι ανοικτήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 50110· «Σκόρπισε, χώμαν άλαλον· άνοιξε, γης» εκράξαν Απόκοπ. 110· κι εφάνη σου ήστραψ’ ουρανός κι η γης στα βάθη ανοίκτη Ερωτόκρ. Δ΄ 1701· και το καράβι από την βία ήλθε γοργά ν’ ανοίξει Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [593]· β) (ενεργ. και μέσ.) υφίσταμαι ρήγμα, τρυπιέμαι (Πβ. ΙΛ στη λ. Α4 αμτβ.): Εσκότωσε πολλότατους κι οι στέρνες ανῳκτήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 38321· γ) σπάζω: όλα στην ξέρα ήλθανε και τα μαδέρια ανοίγαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 34022. 4) (Προκ. για βόμβα) σκάζω, υφίσταμαι έκρηξη: Κι ο Τούρκος πάντα να πετά τσι μπόμπες για ν’ ανοίγουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5041. 5) (Προκ. για πληγή) ξεθυμαίνω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α4 αμτβ.): Εις πάθος προς το να ανοίξει Ιατροσ. κώδ. 153 κβ΄. 6) (Προκ. για άνθος) ανθίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11 αμτβ.): Δυο δροσινά τριαντάφυλλ’ αννοιμένα| πώς έναι μπορετόν να μεν μυρίζουν; Κυπρ. ερωτ. 683· ως ρόδον όταν ανοίγει την αυγήν να δέξεται δροσίαν Λίβ. Sc. 1295. 7) Παραμερίζω, κάνω τόπο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 10 αμτβ.): ώρμησε ... έμπροσθεν παντός του λαού· ανοίξαντες γαρ και δόντες αυτόν δρόμον οία στρατηγός ... Έκθ. χρον. 1012. —Συνών.: αδειάζω 3. 8) α) (Προκ. για καιρό) γίνομαι αίθριος, καλυτερεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2. Πβ. Sophocl. στη λ. 1): Κι αφότου άνοιξε ο καιρός από τον Μάρτιον μήναν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2901· Ως όπου ν’ ανοίξει ο καιρός θέλομεν ιδείν Μαχ. 28223· β) φρ. ανοίγει η μέρα = ξημερώνει (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α αμτβ. φρ.): κι είπε να δώσουσι φωτιά ωσάν ανοίξει η μέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 2162. 9) Φρ. ανοίγουν οι στράτες, οι σκάλες, ο τόπος = ξαναρχίζει η (εμπορική) επικοινωνία: ανοίγουσιν οι τόποι τους, ανοίγουσιν οι σκάλες,| εδώ κι εκείθες περπατούν και οι πραγματευτάδες Ιστ. Βλαχ. 1443. 10) Φρ. ανοίγουν τα μάτια (μου) = διαφωτίζομαι: μ’ ανέ και ανοίξει εθέλασι τα μάτια του νοός της Φορτουν. Πρόλ. 33· ξέρει ο Θεός ότι την ημέρα οπού φάτε από εκείνο και να ανοίξουν τα μάτια σας και να είστε σα Θεός Πεντ. Γέν. ΙΙΙ 5. 11) Φρ. ανοίνει η ζωή μου = ευοδώνεται, βελτιώνεται ο βίος μου: Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [655].
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης