Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν.

  • σερασέρι(ν)
    το, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330· σερασέρι, Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν. 102, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 339, 1218· σηρασέρι, Παϊσ., Ιστ. Σινά 613.
    Από το τουρκ. seraser (περσ. προέλ., Redhouse). Η λ. (‑ιν) στο Du Cange.
    Μεταξωτό χρυσοποίκιλτο ύφασμα: Έστι και έτερον χρυσούν, ωραίον σερασέρι,| όπερ κρεμούν τας εορτάς κι έχει έν μεσαστέρι Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 613· (εδώ σε θέση επιθ.): Έπειτα τον εφόρησαν (ενν. τον καπιτάν πασία) καφτάνι σερασέρι,| στο κάτεργον εσέβηκεν να πάγει στο σεφέρι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7417.
       
  • σίφωνας
    ο· σίφουνας, Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν. 36· πληθ. σιφούνοι, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1116, 7.
    Το αρχ. ουσ. σίφων. Ο τ. σίφουνας στο Βλάχ., σε έγγρ. του 19. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 5, 1977, 129) και σήμ. Ο πληθ. σιφούνοι και σήμ. ιδιωμ. (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. σίφουνας, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., λ. σίφουνας). Τ. ζίφωνας (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σίφωνας) και σίφφωνας (Λουκά., Γλωσσάρ.) σήμ. ιδιωμ. Θηλ. σίφωνα σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Η λ. σίφων σήμ. αρχιτ., ιατρ., κλπ. (Μπαμπιν., Λεξ.)· βλ. και ΑΛΝΕ.
    Ανεμοστρόβιλος: έκαμεν ανεμοταραχή μεγάλη, ήγουν φουρτούνα με σίφωνα, και τα κύματα εκτυπούσαν και έμπαιναν μέσα στο καράβι, οπού οραμάι εγέμιζεν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. δ́ 37 σημ. 5.
       
  • στρώσις
    η, Hagia Sophia ω 53519, 53622, 5373, Hagia Sophia ν 5568, 11· στρώση· στρώσις ‑ση, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 186, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 973, 1026, Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν. 33.
    Το αρχ. ουσ. στρώσις. Ο τ. στο Βλάχ. (γρ. στρώσση) και σήμ.
    1) Επίστρωση, πλακόστρωση δαπέδου· (συνεκδ.) δάπεδο: Η δε στρώσις του ναού είναι μετά λεπτών μαρμάρων πολυτίμων· ... Τα δε έξω του ναού τα έστρωσεν με πλάκες πέτρινες· και αυτές πολύτιμες και μεγάλες Hagia Sophia ω 52711· Εβουλήθην ακόμη ο βασιλέας να κάμει όλην την στρώσιν, ήγουν το πάτωμα της εκκλησίας, από ασήμι, αλλά δεν τον άφησαν οι άρχοντες Hagia Sophia ν 5586. 2) Το μέρος όπου κοιμάται ή ξαπλώνει κανείς· κρεβάτι ή στρώμα: Όταν επέρασεν εκείνη η νύκτα και εξημέρωσεν το ταχιά, εσηκώθην ο Ξάνθος από την στρώσιν και ενδύθην κατά την συνήθειαν οπού είχεν και εγύρεψεν να νιπτεί Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 26733· Κάποιος ήταν ασθενής και κείτουντον στην στρώση,| και λάλησ’ έναν ιατρόν μήνα τονε γλυτώσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 421· (για ζώα): το γουρούνι εγνωρίζει πότε θέλει να χιονίσει και συνάγει κομμάτια ξύλα και ψάθην και άλλα όμοια εις την στρώσιν του Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 131. 3) Στρώμα, σειρά από ορισμένο υλικό: πολλαπλασίασον τα ιβ́ με τα θ́ και γίνουνται ρη’. Και αυτά είναι η πρώτη στρώση εις το ένα τούβλο· και επειδή λέγει ότι θέλει να τον κάμει (ενν. τον πύργον) εις το ύψος με τούβλα τριάντα, πολλαπλασίασον τα ρη’ με τα λ́ Rechenb. 888. 4) Κατασκευή· κατάσταση: Οκάποιον ηύρεν (ενν. ο μισσίρ Ντζεφρές) τοπικόν άνθρωπον κι εφιλεύτη·| ερώτησέ τον ακριβώς να τον πληροφορέσει,| τα κάστρη όπου είναι εις τα Σκορτά, το Αράκλοβον, πώς στέκει,| ωσαύτως κι η Καρύταινα, πώς ένι καμωμένη,| και ποίον έν’ δυναμότερον και τι λαόν να επάρει.| Κι εκείνος, όπου έξευρεν των δύο καστρών την στρώσιν,| λεπτώς του τα εδιερμήνεψεν κι εκαθοδήγησέ τον| τον τόπον όπου ίστονται και τι λαόν να επάρουν Χρον. Μορ. Η 8194.
       
  • ταβανώνω.
    Από το ουσ. ταβάνι και την κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Επισκευάζω ή επενδύω την οροφή ενός κτηρίου: είδον οι πάντες ότι Θεού θέλημα εστί και των αγίων Ιεραρχών να γένει εκκλησία το αχούριον ... Τότε τοίνυν ημείς λαβόντες θάρρος εκαθαρίσαμεν πλέον καλλιότερα το οσπίτιον και ετουβλοπατώσαμεν αυτό ως έπρεπε, είτα εταβανώσαμέν το, επουλήσαμεν δε και ένα αμπέλιον, ένα λιβάδι και άλλα τινά πράγματα, και την τιμήν αυτών εξοδιάσαμέν την εις την βελτίωσιν του θείου ναού και ανακαίνισιν Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν. 37.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης