Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- περιδιαβάζω,
- Καλλίμ. 1156, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. Παράρτ. Β́ 616, Χρον. Μορ. P 2495, Φλώρ. 319, 1468, Σαχλ. N 370, Σαχλ., Αφήγ. 44, 97, Λίβ. Sc. μετά στ. 2047, Θησ. Δ́ [125], Έ [314], Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 83, Αλεξ.2 431, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 855‑6, 871, 13533, Ιστ. Βλαχ. 1169, 2137, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 631, 933, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [579], Διγ. O 80, 84, 2401, Κονταρ., Ιστ. Αθ. 409.
Από το παραδιαβάζω με επίδρ. της πρόθ. περί. Η λ. στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ 714 και σήμ.
Ά Αμτβ. 1) Κάνω περίπατο, σερ(γ)ιανίζω: πηγαίνοντας συχνά η νία στο περιβόλι,| πολλές φορές με συντροφία, και πότε μοναχή της.| Εκεί περιδιαβάζοντας, όλο με τα τραγούδια,|πολλές φορές τα μάτια της, εσήκωνε και θώριε| προς το παρεθυρόπουλον Θησ. Γ́ [283]· την επαρακάλεσε (ενν. του βασιλέως τη θυγατέρα ο μισσέρ Τζεντεφρές) να έβγει έξω εις το κάστρον,| να περιδιαβάσει και να ιδεί τον τόπον,| και να αναπαυθεί ολίγας ημέρας από την ζάλην| της θαλάσσης, και τότε να μισεύσει Δωρ. Μον. XXV. 2) Διασκεδάζω: Όσοι με βλέπουν λέγουσιν ότι περιδιαβάζω| και ’γω με πίκρες, με χολές, την νιότη μου διαβάζω Ch. pop. 559· Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβάζω,| μα ’ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμάζω| και να ματώνω το σπαθίν εις των οχθρών τα στήθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1281. 3) Περιηγούμαι: αφόντις ήλθεν (ενν. ο άγιος Γεράσιμος Νοταράς) από τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ, και όθεν επεριδιάβασε από τα μέρη της Ανατολής και Ευρώπης, ..., έμεινεν εις αυτόν τον τόπον Ιερόθ. Αββ. 334. 4) Αναμετριέμαι, αγωνίζομαι: ας γένη ρέντα των πεζών και των καβαλλαρίων, (παραλ. 2 στ.) ... και ας δώσουν κονταρέας·| και αφού περιδιαβάσουσιν ομπρός οι εδικοί σου,| εγώ να ειπώ τον Λίβιστρον και συ τον Βερδερίχον| του να καβαλλικεύσωσι να δώσουν κονταρέας Λίβ. N 2863. Β́ Μτβ. 1) α) Κάνω βόλτα σε κάπ. τόπο, σερ(γ)ιανίζω κάπου: Εις τον καιρόν, οπού ετούτη επεριδιάβαζε το θέατρον με τον Αλμπάζαρ (...) με ετήραξε εις το πρόσωπον με ένα γλυκύ βλέμμα Καλόανδρ. (Δανέζης) 51 (16v)· β) πηγαίνω κάπ. βόλτα κάπου, συνοδεύω κάπ. σε κάπ. τόπο: Την επεριδιάβασα τριγύρου του θεάτρου Καλόανδρ. (Δανέζης) (18r)· γ) (προκ. για βοσκό) οδηγώ το κοπάδι (σε κατάλληλο τόπο) για να βοσκήσει: ο ιδιώτης βοσκός πρέπει να βόσκει το μανδρί οπού του εμπιστεύθη, να το περιδιαβάζει, να το φυλάγει και να το κυβερνά Χριστ. διδασκ. 394. 2) Διασκεδάζω κάπ.: Πανώρια, θυγατέρα μου, ...| (παραλ. 1 στ.) εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζεις,| να μη θωρείς τσι λυγερές, ...| ..., να μη τσι συντροφιάζεις| κι εις τό μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζεις Πανώρ. Αφ. 6. 3) Περνώ από κάπου, διέρχομαι: ήλθαμεν εις την Ληβαθόν, και επεριδιαβάσαμεν τους τόπους και τες γκρεμισμένες εκκλησίες Ιερόθ. Αββ. 335. 4) (Μεταφ.) α) βιώνω: Κι όποιος χαρές κι ανάπαυσες θε να περιδιαβάσει,| κόπους και κίνδυνα ομπροστά πρέπει να δοκιμάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [909]· β) ζω, περνώ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κάποιο χώρο: Αέρας δεν ευρίσκεται ’ς τση Κόλασης τα μέρη,| για να περιδιαβάσετε τάχα το καλοκαίρι,| περβόλια με τσι μυρωδιές εις τση πικράς τη χλώρη (παραλ. 2 στ.) αντίς σγουρούς βασιλικούς σκουλήκια φυτεμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 597. — Βλ. και παραδιαβάζω.πλάθω,- Χριστ. διδασκ. 293 σημ.· πλάσκω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 76, Κυπρ. ερωτ. 9329, 10623· πλάσσω — πλάττω — πλάθω, Βέλθ. 430, Χρον. Μορ. H 6098, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 105, Απολλών. (Κεχ.) 230, Λίβ. P 333, Λίβ. Esc. 581, 583, Λίβ. (Lamb.) N 233, 477, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 4, 10, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 293, 1296, Σκλέντζα, Ποιήμ. 53, Διήγ. Αλ. V 27, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1025, 1345, 1523, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 6, Ιωάνν. ιερ. 41, Πεντ. Γέν. Ι 21, ΙΙ 3, 4, V 1, Έξ. XXXIV 10, Βυζ. Ιλιάδ. 465, Αλφ. 1540, Διγ. Άνδρ. 38913, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 235, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 1, κ.α.· πλάττω, Δούκ. 292, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61v, 62r, 62v, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 4043, Ροδινός (Βαλ.) 163.
Από τον αόρ. έπλασα του αρχ. πλάσσω ‑ττω με μεταπλ. κατά το σχ. έκλωσα-κλώθω. Ο τ. πλάσκω από τον αόρ. του πλάσσω ‑ττω κατά τα ρ. σε ‑ίσκω >‑σκω· απ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., Χατζ., Λεξ., λ. πλάσκεται). Ο τ. πλάσσω και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης) και λόγ. (Κριαρ., Λεξ.). Ο τ. πλάττω και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.). Τ. πλάζω, πλάνω, καθώς και άλλοι τ., σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. πλάζω (II), Παπαδ. Α., Λεξ., λ. πλάνω, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πλάσσω). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Μαλάσσω, ζυμώνω εύπλαστη ύλη και κατασκευάζω κ. από αυτήν: έπαρε κομμίδι, ανάλυσέ το εις το νερόν και τρίψε, πλάσε το, κάμε το ωσάν κουρκούτι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 258· Ξύλα φέρνουν, να τα άψουν,| και το αλεύριν να ζυμώσουν,| και την πίταν να την πλάσουν Χρησμ. Ι 175· (σε μεταφ.): φίλε μου ...| και συμποθοπασχήτα μου εις την εμήν ανάγκην, (παραλ. 3 στ.) όπου εσυνεζυμώθημεν με τες δακροχυσίες| και με τα αναστενάσματα επλάσαμεν το χώμα Λίβ. N 3208· β) (απολ.) ζυμώνω (ψωμί): Ολημερνίς εμάζωνε χόρτ’ απού το λιβάδι| γή έπλαθε γή εκοσκίνιζε γή έφαινεν ως το βράδι Πανώρ. Β́ 94· γ) (προκ. για το ανθρώπινο σώμα) κάνω μαλάξεις: έναι αναγκαίον, το να γεννηθεί το παιδίον, η μάμμη να πλάθει και να ’σάζει τα χέρια και τα πόδια και όλα τα μέλη του παιδίου, διά να γένουσιν ορθά και αστράβωτα Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 2) α) Δημιουργώ: Ώσπερ το ρόδον άσπρον έν’ και κόκκινον και ωραίον,| ούτως το κάλλος έπλασεν η φύσις και των δύο (ενν. βρεφών) Φλώρ. 152· (προκ. για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου από το Θεό): Εις αρχή έπλασεν ο Θεός τον ουρανό και την ηγή Πεντ. Γέν. I 1· έπλασ’ ο Θεός τον άνθρωπον να έχει| πώς να γνωρίζει το καλόν και το κακόν ν’ απέχει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1031· Κάμποσον κάτω στη γη επιάστηκεν (ενν. η ψυχή),| πάλι πήγεν στα ψηλά που πλάστηκεν Rebâb-nâmè 15· β) (προκ. για πόλη) ιδρύω: χρόνοι από Χριστού γεννήσεως υκά επλάσθη αρχή η Βενετία Χρον. 314· γ) σχεδιάζω: Ήρξαντο συναθροίζειν χαλκόν τοίνυν και ο τεχνίτης τον τύπον της σκευής έπλαττεν. Εν τρισίν ουν μησί κατεσκευάσθη και εχωνεύθη τέρας τι φοβερόν και εξαίσιον Δούκ. 30916. 3) (Μεταφ.) διαπλάθω, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω: η νεότης έναι πράγμα απαλόν, και εύκολα πλάθεται και γίνεται ό,τι θέλει κανείς Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 4) α) Επινοώ, δημιουργώ κ. με τη φαντασία μου: Κονταρ., Ιστ. Αθ. 411· (με σύστ. αντικ.): έπεσα εις ύπνον, φίλε μου, και άκουσον πάλιν πλάσμα| τό έπλασεν ο Έρως δι’ εμέν, τό έπλασεν η νύκτα Λίβ. Esc. 616 δις· β) σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Σφρ., Χρον. (Maisano) 1568, Δούκ. 435. II. Μέσ. 1) Δημιουργούμαι, σχηματίζομαι: τούτο θαυμάζει ο Χρυσόστομος, πώς πλάττεται ο άνθρωπος εις την μήτραν της γυναικός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63r. 2) α) Επινοώ, σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Ιστ. πολιτ. 5916· β) υποκρίνομαι, προσποιούμαι: η αλουπού πολλές βολές πλάθεται να είναι άρρωστη, διά να παγιδεύσει τες πουλακίδες Μπερτόλδος 51· γ) παραποιώ, πλαστογραφώ: ουκ επλασάμην πρόσταγμα ποτέ των ημερών μου,| ακρόστιχον ουκ έφαγα, χρέος ουδέν φοβούμαι Γλυκά, Στ. 545. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) Ψευδής, αναληθής: καθώς εις τα περασμένα εφάνησαν αληθείς (ενν. εκείνοι οπού επροφήτευσαν και εκήρυξαν όσα έγιναν), και κανένα σκολιόν ή πεπλασμένον δεν μας εδίδαξαν, αλλά πάντα έλαμψαν ως ο ήλιος, ούτως είναι αληθινά και τα μέλλοντα, τα οποία και αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφανέρωσε Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1347-8· να αφανίζεται κάθε ειδωλολατρία και ψεματινή ..., πλασμένη θρησκεία Χριστ. διδασκ. 159· β) πλαστός, ψεύτικος: και να μεταγράψει ή να ξύσει χειρόγραφον άλλου, και ο σφραγίδα πλαστήν ποιήσας ..., και οπού σημάδια πεπλασμένα ποιεί και δόλια, ως πλαστογράφος κρίνεται και παιδεύεται Zygomalas, Synopsis 269 Π 64· γ) υποκριτικός, ανειλικρινής: αγάπη από καθαράν καρδίαν και από συνείδησιν αγαθήν και από πίστιν οπού δεν είναι πλασμένη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά ά 5. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = δημιούργημα του Θεού, πλάσμα· (ειδικότ.) άνθρωπος: Ποτέ ’δειξεν στον κόσμον τόσον κάλλος,| όσον έδωκεν στην κυράμ μου η φύση (παραλ. 4 στ.). Τίνας οτόσα κάλλη είδεν πλασμένος; Κυπρ. ερωτ. 717.συμμέτοχος,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. συμμέτοχος. Η χρ. ως ουσ. ήδη μτγν. (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ.
Α´ Επίθ. α) που μετέχει, που έχει δικαίωμα σε κ. μαζί με άλλους: Αγκαλά και τα παιδία ... των χριστιανών, δεν γνωρίζοντες ακόμη το μυστήριον του αγίου βαπτίσματος, να μηδέν τους είναι τίποτες εμπόδιον να βαπτισθούσιν, ωσάν συμμέτοχα οπού είναι της Διαθήκης Χριστ. διδασκ. 358· Δεν έναι πταίσμα τίποτε οπού δεν συμπαθείται,| μόνον συχνά εις πνευματικόν εκεί να συγχωρείται| και ν’ απολείψει εκ τα κακά και τα καλά να ποίσει| και παρευθύς ο Κύριος αυτόν να συμπαθήσει·| και κάμνει τον συμμέτοχον της άνω κληρουχίας,| της δόξης τε και της χαράς της άνω βασιλείας Νεκρ. βασιλ. 131· β) συνεργός, συνυπαίτιος σε κ.: Αν σ’ επανέλθει τίποτε πράγμα εξ αδικίας,| μην το χαρίσεις φίλου σου μηδέ αγαπημένου (παραλ. 1 στ.), ότι και αυτόν συμμέτοχον εις το κακόν εποίκες Κομν., Διδασκ. Δ 353. Β´ (Ως ουσ.) συνοδοιπόρος· σύντροφος: Νικόλαε, θεράποντα, άνθρωπε του Κυρίου,| συμμέτοχε, συνόμιλε μετά του Γρηγορίου,| του πατριάρχη του σοφού και όντως θεολόγου Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 6· μην έχουσα (ενν. η Φαίδρα) τι άλλο να κάμει, εθανατώθη κἀκείνη αφ’ εαυτής της, διά να γένει συμμέτοχη με τον Ιππόλυτον καν εις τον θάνατον Κονταρ., Ιστ. Αθ. 411.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Καλλίμ. 1156, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. Παράρτ. Β́ 616, Χρον. Μορ. P 2495, Φλώρ. 319, 1468, Σαχλ. N 370, Σαχλ., Αφήγ. 44, 97, Λίβ. Sc. μετά στ. 2047, Θησ. Δ́ [125], Έ [314], Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 83, Αλεξ.2 431, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 855‑6, 871, 13533, Ιστ. Βλαχ. 1169, 2137, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 631, 933, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [579], Διγ. O 80, 84, 2401, Κονταρ., Ιστ. Αθ. 409.