Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κολοφ.

  • αποξενώνω,
    Σπαν. B 37, Σπαν. V 29, Κομν., Διδασκ. I 27, 46, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 37, Ευγεν., Δρόσ. Α΄50, Βέλθ. 499, 1283, Φλώρ. 248, Λίβ. P 1031, 1826, 2575, Λίβ. Sc. 1528,1780, 2679, 2697, 3113, Λίβ. Esc. 3845, 3859, 4248, 4271, Λίβ. N 2167, 3695, Κολοφ. (Darrouzes, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄) 306, 307, Ιωάνν. ιερ. 15.
    Το μτγν. αποξενόω<αρχ. αποξενούμαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και ποθοαποξενώνω.
    I. Ενεργ. α) Απομακρύνω, αποχωρίζω (κάπ.) και τον καθιστώ ξένον (Πβ. την αρχ. σημασ. L‑S, λ. αποξενόω I 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α ): Τέχνη γυναικός δολεροκακογάμου | την κόρην τήν ολιγωρείς θέλει σε αποξενώσει Λίβ. Sc. 1528· καλώς την με απεξένωσεν η τέχνη της μαγείας Λίβ. Sc. 2697 (βλ. και αναγυρίζω Β1α, αναμερίζω α, αναχωρίζω Α, απαφήνω 3, αποβγάνω 1, αποδιαβάζω 1, αποδιώχνω β, αποκόπτω 4α, Αποκρούω , απομακρύνω Α1α1β) υπεξαιρώ: Το παρόν βιβλί(ον) υπάρχει της αγιοτ(ά)της μ(η)τροπόλε(ως) … και όστις βουληθεί αποξενώσει τούτο εκ της μονής ταύτης … Κολοφ. (Darrouzes, Χαριστ. Ορλάνδ. Ά́) 306. IΙ. Μέσ. 1) α) Φεύγω μακριά από ένα τόπο και κόβω τους δεσμούς μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. αποξενόω I 1): πώς από γης ρωμαϊκής και γονικής σου χώρας απεξενώθης και έφυγες, ελήλυθας ενταύθα Βέλθ. 499· Τά πάσχεις ως παντόρφανον και ως αποξενωμένον Σπαν. B 37 (βλ. και αποξενιτεύομαιβ) Απομακρύνομαι (από κ.), αποχωρίζομαι (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποξενόω I 1): της ειμαρμένης το κακόν αποξενώνεσαι το Λίβ. Sc. 1780 (βλ. και αλαργάρω, αλαργώ, αναμεριάζω, ανασπώ II 1, αναφεύγω, αναχωρίζω Β, απεκβαίνω α, αποβγαίνω 1, αποδιαβαίνω 1, απολείπω 1, απολύω Β1, απομακρύνω A3)· γ) (μέσ.) παύω να έχω σχέση με κάτι, λησμονώ: ζήσε και τας οπίσω συμφοράς αποξενώθησέ τας Λίβ. Esc. 4271 (βλ. και αθετώ , αμνημονώ, απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α). 2) Χάνω τις αισθήσεις μου και την επαφή με το περιβάλλον, λιποθυμώ: απεξενώθην, έφυγεν, εις Αδην εκατέβην Λίβ. Sc. 2679 (βλ. και αναισθητώ , ανακεφαλίζω β, απαφήνω 5 φρ. α, απολεγαίνω 2, απολιγώνω 2).
       
  • αρχηγούμενος
    ο, Κολοφ. (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄) 309.
    Από το αρχι‑ και το ουσ. ηγούμενος.
    Ηγούμενος (μονής): Οσιώτατε εν ιερεύσι και αρχηγούμενε της αγιωτάτης μονής της Νέας κυρ Ιωασάφ Κολοφ. (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄) 309.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης