Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 48 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών

  • δεκάπληγος,
    επίθ., Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών μθ́́.
    Από το αριθμητ. δέκα και το ουσ. πληγή. Η λ. τον 5. αι. (Steph., Θησ.). Το ουσ. δεκάπληγος (η) σε παπυρ. (L‑S).
    Που αναφέρεται στις δέκα πληγές της Αιγύπτου (Η σημασ. τον 5. αι., Steph., Θησ.): τότε άρχισεν η δεκάπληγος τιμωρία των Αιγυπτίων Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών μθ́́.
       
  • δίδω,
    Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 812, Hist. imp. Β́ 94, Ασσίζ. 877, 26223, Διγ. (Trapp) Gr. 859, Διγ. Esc. 703, Βέλθ. 1032, Χρον. Μορ. H 1772, 3028, Χρον. Μορ. P 3198, Βίος Αλ. 4149, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 1414, Διήγ. Βελ. 397, Ιμπ. 485, 536, 788, Φυσιολ. (Legr.) 1061, Βεν. 81, Παρασπ., Βάρν. C 457, Δούκ. 2134, Ch. pop. 844, Χούμνου, Κοσμογ. 606, Γεωργηλ., Θαν. 601, Γεωργηλ., Βελ. 152, 227, Ριμ. Απολλων. (Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ. 57), Κορων., Μπούας 61, 84, Πεντ. Δευτ. XI 26, Αχέλ. 1578, Χρον. σουλτ. 12019, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460, Πανώρ. Ά́ 207, 321, Γ́ 184, Ερωφ. Β́ 376, Κώδ. Χρονογρ. 49, Χίκα, Μονωδ. 69, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, 168, Ερωτόκρ. Ά́ 121, 532, Β́ 48, 761, 1397, 1496, 2415, Γ́ 240, 1315, Δ́ 243, 353, Έ́ 1513, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 287, Έ́ 189, Ζήν. Γ́ 321, Έ́ 31, Καλούδ., Προσκυν. πϛ́, Μαρκάδ. 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2815, 2863, 34017, 4582, Αγαπ., Γεωπον. 158, κ.π.α.· διδώ, Προδρ. III 338, Ασσίζ. 4927, 1579, 19710, 3375, 4653, Ελλην. νόμ. 5215, 5344, Μαχ. 8623, 11019, 18435, 24230, 2587, 27616, 32420, 32839, 43622, 56213, 6084, 6461, Αλφ. 1093, Κυπρ. ερωτ. 119, 141, 547, 6910, 826, 10538, 12725· δίνω, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15628, Πεντ. Λευιτ. XXIII 10, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42, Πανώρ. Β́ 492, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά́ [25], Β́ [1031], Δ́ [1434], Έ́ [291, 863, 1662], Χορ. έ́ [18], Ζήν. Έ́ 89, Διγ. O 957, Διακρούσ. 8324, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14210, 22619, 2688· διώ(;) Μαχ. 7816 (παρατ. εδούσανδούδω, Πανώρ. Ά́ 160, 458, Ζήν. Β́ 28· εδίδω; Σπαν. (Λάμπρ.) Va 536, Κορων., Μπούας 16· αόρ. (ε)δόθην και (ε)δόθηκα, Ασσίζ. 11520, 38414, Διγ. Z 1977, Χρον. Μορ. H 1444, Χρον. Τόκκων 3901, Μαχ. 67220, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 170, Πεντ. Γέν. XXXVIII 14, Λευιτ. X 14, Θρ. Κύπρ. M 140, Αλφ. 1090, Πανώρ. Β́́ 307, Γ́ 115, 127, Ερωφ. Ιντ. β́ 7, Παλαμήδ., Βοηβ. 138, 259, 449, Ερωτόκρ. Ά́ 199, 518, Γ́ 709, Βακτ. αρχιερ. 174, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [486], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 313, Τζάνε, Κρ. πόλ. 30120, 46916, 57711, κ.α.· αόρ. (έ)δωκα και (ή)δωκα, Τρωικά 5243, Λόγ. παρηγ. L 557, Λόγ. παρηγ. O 723, Ασσίζ. 926, 44815, Διγ. (Trapp) Gr. 279, Διγ. Z 83, 88, 525, Διγ. (Trapp) Esc. 1138, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 80, Χρον. Μορ. H 2419, Χρον. Μορ. P 99, 1708, Ερωτοπ. 67, Απολλών. (Wagn.) 642, Αχιλλ. L 186, 975, Αχιλλ. O 306, Ιμπ. 416, Χρον. Τόκκων 1532, Μαχ. 142, 8824, 9437, 17217, 22621, 42432, 42817, 52216, 6386, 11, Δούκ. 35321, Αρμούρ. 28, Βουστρ. 434, Κορων., Μπούας 5, 49, 86, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 221, Βεντράμ., Γυν. 162, Δεφ., Λόγ. 5 (υποτ. αορ. δώκω), Πεντ. Δευτ. XXVI 6, Αχέλ. 2080, Ιστ. πατρ. 9514, Αλφ. (Μπουμπ.) II 31 (υποτ. αορ. δώκω), Π. Ν. Διαθ. φ. 335β, 26, Δωρ. Μον. XXXVII, Κυπρ. ερωτ. 712, Πανώρ. Γ́ 208, 468, Ψευδο-Δωρ., Διον. Β′ 152, Ιστ. Βλαχ. 208, Διγ. Άνδρ. 3368 (υποτ. αορ. δώκω), 35815, 35911, Ερωτόκρ. Ά́982, 1547, Β́́ 2013, Γ́ 1361, Δ́ 292, Έ́ 1427, Διγ. O 483, 1261 και 2531 (υποτ. αορ. δώκω), Τζάνε, Κρ. πόλ. 1744, 1768, 2384, 2774, 30421, 33917, 42425, 52115, 56026, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 441· αόρ. έδωσα και ήδωσα, Σπαν. O 132, Προδρ. III 141, 168, Ασσίζ. 2628, 1051, 49128, Ελλην. νόμ. 5568, 5636, Διγ. (Trapp) Gr. 1671, Διγ. A 1000, Χρον. Μορ. H 5226, 7005, Λίβ. P 2188, Λίβ. Esc. 2926, Αχιλλ. L 203, 1141, Αχιλλ. N 1194, Rechenb. 74, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 17, Αργυρ., Βάρν. K 440, Μαχ. 25416, 36214, 4902, 6544, Χούμνου, Κοσμογ. 604, Νεκρ. βασιλ. 93, Γεωργηλ., Βελ. 734, Ριμ. Βελ. 518, Γαδ. διήγ. 458, Σκλάβ. 249, Κορων., Μπούας 121, 141, Πεντ. Γέν. XXXVIII 28, Έξ. XXI 22, Λευιτ. XVII 10, XX 15, XXIV 19, XXVI 19, 30, Δευτ. XIV 25, XV 10, 17, XVII 15, XXVIII 1, 13, 67, ΧΧΧΙΙ 3, Αχέλ. 39, 60, 845, Αιτωλ., Μύθ. 182, Θρ. Κύπρ. M 534, 775, Ιστ. πατρ. 9518, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 444, Κυπρ. ερωτ. 917, Πανώρ. Ά́ 384, Γ́ 186, 420, 645, Έ 113, 402, Ερωφ. Β́ 493, Δ́ 344, Έ́ 164, Ιστ. Βλαχ. 1231, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, 165, 172, 175, 180, Διγ. Άνδρ. 35417, Ερωτόκρ. Β́ 820, 1385, 1632, 2382, Γ́ 258, 806, 1068, 1316, 1453, Δ́ 129, 598, 978, Θυσ.2 272, 807, Στάθ. Β́ 207, 232, Ιντ. β́ 131, Ροδολ. Ά́ [491], Διήγ. ωραιότ. 392, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [554], Έ́ [1178], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 121, 180, 470, Έ́ 411, Ζήν. Ά́ 46, 249, Β́ 8, 87, 199, Λεηλ. Παροικ. 213, Διγ. O 32, Διακρούσ. 763, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13529, 14928, 20519, 21618, 24514, 28228, 31616, 3582, 39212, 42125, 47518, 56126· μτχ. δομένος, Ασσίζ. 4531, 2945, Μαχ. 53437, Κυπρ. ερωτ. 256, 9327, 10019, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 779, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών λδ́· μτχ. δοσμένος, Ριμ. κόρ. 627, Κορων., Μπούας 41, Δεφ., Λόγ. 354, Περί γέρ. 157, Αχέλ. 1271, Θρ. Κύπρ. K 712, Πανώρ. Δ́ 9, Έ́ 260, Ερωφ. Έ́ 44, Παλαμήδ., Βοηβ. 240, 1156, Ιστ. Βλαχ. 639, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 1, Ιντ. ά́ 3, Διακρούσ. 10818.
    Το αρχ. δίδωμι (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 309). Για τη λ. βλ. και Sophocl. Για τους τ. διδώ, δίνω, δούδω βλ. αντιστοίχως Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 287, 308 και Αθ. 24, 1912, 22. Η λ. και σήμ. στον τ. δίνω. Το δίδω και σήμ. στην Κρήτη και Κύπρο (Andr., Lex.). Ο τ. δούδω και σήμ. στην Κρήτη (Κοντοσόπ., Γλωσσογεωγρ. κρητ. 75, 79, 80).—Για τον τ. δάται (γ́ πρόσ. ενεστ. μέσ.;) βλ. Pitsillidès [Κυπρ. ερωτ. σ. 129 σημ.].
    I. (Ενεργ.) Α´ (Μτβ.) 1) (Με αντικ. που δηλώνει πρόσ. ή πράγμα) δίνω στο χέρι, δίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 1. Βλ. και L‑S, λ. δίδωμι Ι4): Εβγάνει το εγκόλπιον και δίδει το την κόρην Ιμπ. 536· τση καρδιάς τση τα κλειδιά να δώσει Ερωφ. Β́ 493· εδώκαν τας γραφάς του πάπα εις τας χείρας του ρε Πιέρ Μαχ. 9437· (με σύστ. αντικ.): δοσμό να δώσεις Πεντ. Δευτ. XV 10· φρ. δίδω χέρι = απλώνω το χέρι μου: ήτον όνταν εγέννησεν και έδωσεν χέρι Πεντ. Γέν. XXXVIII 28· φρ. δίνω και παίρνω = πολεμώ (Βλ. Πρωίας Λεξ.): Πολλάκις με παρότρυνε ο λογισμός να ποιήσω,| να έμπω εις την μέσην και να εβγώ, να δώσω και να επάρω Προδρ. III 168· ήρχοντα εις τον πόλεμον κι εδίδασι κι επαίρναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2863. 2) α) Παρέχω, χαρίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίδω 1· βλ. και L‑S, λ. δίδωμι I1): Ποτέ ’δειξεν στον κόσμον τόσον κάλλος,| όσον έδωκεν στην κυράμ μου η φύση Κυπρ. ερωτ. 712· εγώ απ’ τη σήμερο κι ομπρός το έχει μου του δίδω Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 189· ο Θεός να του δώσει ζωήν Μαχ. 4902· Ευχαριστώ του ριζικού, που σου ’δωκ’ έτοια γνώμη Ερωτόκρ. Έ́ 1427· Για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσό τους πόνον| και ήδωσεν στην ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον Διγ. O 32· Ο ρήγας επήγεν και επροσκύνησεν εις τα μοναστήρια και έδωκεν εις πασαέναν διά την ψυχήν του Μαχ. 22621· φρ. δίδω χάρισμαν = χαρίζω: «Εγώ να δώσω χάρισμαν εδώ να με θυμούνται» Αχιλλ. N 1194· β) παρέχω (ως προίκα) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 6): Περί προικός αδότου, οπού δεν έφθασε να δοθεί και απέθανεν ο ανήρ Βακτ. αρχιερ. 174· γ) προσφέρω στο Θεό (Βλ. και L‑S, λ. δίδωμι I3): Να σφάξει βόδια εκατόν και τον Θεόν να δώσει Αιτωλ., Μύθ. 182· δ) αφιερώνω (στίχους ή συγγραφή): με πολλήν ταπείνωσιν τους στίχους μου σου δίνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14210. 3) Κληροδοτώ (Βλ. και Preisigke-Kiessling, λ. δίδωμι 9): Περί εκείνου οπού δίδει εις την διαθήκην του κανέναν πράμαν απέ τα αγαθά της γεναίκας του Ασσίζ. 26223. 4) α) Πληρώνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 3): δω μας τα άσπρα οπού μας χρεωστάς Σουμμ., Ρεμπελ. 175· επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον Κώδ. Χρονογρ. 49· τά εβγάνου έξω της χώρας να δώσουν δικαίωμαν το δ́ τό αξάζουν Ασσίζ. 49128· β) τιμωρώ: ότι να δικαστούν αθρώποι και να σπρώξουν γεναίκα γκαστρωμένη και να έβγουν τα παιδιά της και να μη είναι κίντυνος, ζημιωμό να ζημιωθεί καθώς να βάλει απάνου του ο νοικοκύρης της γεναικός και να δώσει με τους κριτάδες Πεντ. Έξ. XXI 22· φρ. δίδω το κοινόν χρέος = πεθαίνω: όμως ως άνθρωπος και αυτός έδωκε το κοινόν χρέος, τον θάνατον Ιστ. πατρ. 9514. 5) α) Παραχωρώ (πρόσ. για μια υπηρεσία) (Βλ. και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 7): Τρεις βάιες την εδώκασιν να είναι μετ’ εκείνην Διγ. Z 83· πρόβοδον μ’ εδώκασιν την στράταν να με ορτώσει Λόγ. παρηγ. O 723· β) παραχωρώ (από εύνοια): «Ευχαριστώ τους έρωτας, καλόν άνδρα μ’ εδώκαν …» Διγ. (Trapp) Esc. 1138· Απού τη φύση εδόθηκε να σμίγωμεν ομάδι Πανώρ. Γ́ 127· Πούρι τ’ αθρώπου δόθηκε κι είναι το φυσικό ντου Ερωτόκρ. Ά́ 199· Τούτο εδόθη σ’ όλους μας: ό,τι κι αν πεθυμούμε,| μ’ όλον οπού ’ναι δύσκολο, εύκολο το κρατούμε Ερωτόκρ. Γ́ 709· γ) παραχωρώ (περιοχή): αυθέντην τον εκάμασι, την Άρταν του εδώκαν Κορων., Μπούαςδ) παραχωρώ (άντρες, στρατεύματα, πλοία, κλπ., για ένα έργο) (Πβ. Δημητράκ., λ. δίδω 4): Τριακοσίους Σαρακηνούς, γέροντας ατζουπάδας| έδωκεν να φυλάττωσιν τριγύροθεν τες πόρτες Διγ. Z 88· εδώκασίν του κάτεργα, να πάγει να τους πιάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2384. 6) α) Παραδίδω (πρόσ. ή την ψυχή μου στη διάκριση προσ. ή φαινομένου): Για να με δώσεις τση φωτιάς μ’ ενέθρεφες γονή μου …; Θυσ.2 807· εδώκαν τες αγίες τους ψυχές εις τας χείρας του Θεού του ζώντος Μαχ. 63811· φρ. δίδω την ψυχήν = πεθαίνω: προτού να δώσω την ψυχήν να βγω από τα βάρη Θρ. Κύπρ. M 534· β) παραδίδω (κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων): έδωκαν την περίφημη Κρήτην κι αγάπη εγίνη Τζάνε, Κρ. πόλ. 56026· το κάστρον εζητήσασιν κι εκείνοι ουδέν το δίδουν Χρον. Μορ. H 1772. 7) α) (Με αντικ. συν. αφηρημένο ουσ.) παρέχω (Βλ. και L‑S, λ. δίδωμι I2): Τα νέφελα τσ’ εδίδασι σκιανιό και δροσεράδα Πανώρ. Ά́ 321· «Κειν’ η φωτιά που μου ’φεγγε, μπλιό λάψη δε μου δίδει …» Ερωτόκρ. Β́ 761· Άκων και μη βουλόμενος έδωκ’ ελευθερίαν| του ευγενούς Μερκούριου Κορων., Μπούας 86· για αφεντάδες ακριβούς όλους σασε κρατούμε,| για την καλήν ακρόαση οπού ’χετε μας δώσει| σε τούτη μας την κωμωδιά Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 411· ουκ έδωκεν ανάπαυσιν τοις Ρωμαίοις τῃ νυκτί εκείνῃ Δούκ. 35321· να μας δώσεις καθαρά της σωτηρίας τον δρόμον Σκλάβ. 249· απολογιά της ήδωκε με χείλη πικραμένα Ερωτόκρ. Ά́ 982· βουλήν επήραν ενομού κι απόκρισιν του δίδουν Χρον. Μορ. P 3198· δώσε μου παρηγοριά να βλέπω το φεγγάρι Τζάνε, Κρ. πόλ. 56126· ούτε φίλημα μ’ έδωκεν, ούτε τινά λαλίαν Διγ. (Trapp) Gr. 279· β) (μαθημ.) δίνω ως εξαγόμενο: τότε διά της μεθόδου των τριών να λέγεις ότι, εάν τα αβ́ δίδουν γή, τα βέ τι θέλουν δώσει; Rechenb. 74· φρ. δίδω αναπνιά, βλ. αναπνιά Α φρ.· φρ. δίδω απάνου μου = βάζω απάνω μου κάπ., υποτάσσομαι σε κάπ.: να μη μπορέσεις να δώσεις απάνου σου ανήρ ξένος Πεντ. Δευτ. XVII 15· φρ. (προκ. για ιερέα) δίδω απόλυση = τελειώνω τη θεία λειτουργία: Εμείναμεν στις εκκλησίες ήως να ξημερώσει| και τον παπά ενεμέναμεν απόλυση να δώσει Διήγ. ωραιότ. 392· φρ. δίδω (απο)χαιρετισμόν = (απο)χαιρετώ: Τότες αποχαιρετισμόν ο αμιράς τως δίνει Διγ. O 957· απήτις τον χαιρετισμόν έδωκε πληρωμένο Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 221· φρ. δίδω τ’ αφτιά (μου) σε κ. = προσέχω κ., προσέχω τα λόγια κάπ.: να δώσεις εις τους στίχους μου τους ταπεινούς τ’ αφτιά σου Αχέλ. 60· φρ. δίδω βουλήν = (1) συμβουλεύω: όλοι βουλή μ’ εδώκασιν να σε απολησμονήσω Ερωτοπ. 67· (2) συσκέπτομαι, συζητώ: εδίδασιν βουλήν τί πράξει το φουσάτον Διήγ. Βελ. 397· τότε δίδουν την βουλήν το πού να παν να κλέψουν Βεν. 81· (3) αποφασίζω: Δίδου βουλή να κράξουσι ζιμιό την Αρετούσα Ερωτόκρ. Δ́ 243· Εν τούτῳ εδόθη η βουλή στην Κόρινθον να απέλθουν Χρον. Μορ. H 1444· φρ. δίδω γνώσιν (σε κάπ. για κ.) = συνιστώ: θέλουν με νοήσει και θέλω τους δώσει γνώσιν να φυλαχθούσιν Διγ. Άνδρ. 35417· φρ. δίδω δακτυλίδι = αρραβωνιάζομαι: Κερά μου, ν’ αρραβωνιαστείς, να δώσεις δαχτυλίδι Ερωτόκρ. Γ́ 1316· φρ. δίδω διαλαλημόν = διακηρύσσω: στη στράτα τον διαλαλημόν έγραψε για να δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 39212· φρ. δίδω δύναμιν = ενδυναμώνω, ενθαρρύνω: ο αποκρισιάρης έδιδε τον Βούλγαρην δύναμιν και έτασσέ τον να τον δώσει πολλά πράγματα Hist. imp. B́ 94· φρ. δίδω έξω = εκδίδω, δημοσιεύω (Η σημασ. στο Somav.): στας δέκα του Μαγιού ’δωσεν έξω τα ’δώ γραμμένα Αχέλ. 39· φρ. δίδομαι έξωθεν = δημοσιεύομαι: Εις χίλια πεντακόσια και θήτα εξετυπώθη (ενν. η ρίμα)| εις μήνα τον Δεκέμβριον και έξωθεν εδόθη Απόκοπ. (Παναγ.) 566· φρ. δίδω έπαινος (σε κάπ.) = επαινώ: είντα έπαινος του δώκασι όλοι μικροί μεγάλοι Ερωτόκρ. Δ́ 292· φρ. δίδω έργον = συμβάλλω, ενισχύω για κ.: Τον Ιωάννην έστειλεν Καρδόνας με κατέργων| τεσσάρων την συντροφιά, διά να δώσει έργον Αχέλ. 845· φρ. δίδω ερμηνείαν = καθοδηγώ: ως είδεν ο δημιουργός την τόσην προθυμίαν,| άγγελον έπεμψε σ’ αυτόν, δίδει του ορμηνείαν Χούμνου, Κοσμογ. 606· φρ. δίδω ζωήν στο θάνατο = θυσιάζω τη ζωή μου: την ζωήν οπ’ είχασι στον θάνατον να δώσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 28228· φρ. δίδω ζωήν = σώζω: εσύ, μητέρα μας γλυκειά (ενν. η Παναγία), ευρέθης ο γιατρός μας και τη ζωή μας έδωκες κι ευρέθης ο σωσμός μας Π. Ν. Διαθ. φ. 335β, 26· φρ. δίδω ζωήν (σε κάπ.) = προβλέπω παράταση ζωής: ουδετινάς δεν του έδιδε ζωήν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460· φρ. δίδω θέλημα, θέληση = συγκατανεύω: ωσάν του ’δωκα θέλημα, στην πρύμη ανεβαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 30421· φρ. δίδω καρδίαν = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω: Αληθινά εμπλάσαμεν την Πέφτην του Σφόρτζα, ο ποιος εκαυχίστην και επίασεν καμπόσους Σαρακηνούς διά να δώσει καρδίαν του λαού Μαχ. 6544· φρ. δίδω σε λάμψη = δίνω στο φως, δημοσιεύω: Ουδέ ποτέ δεν έπρεπεν σε λάμψην να το δώσω,| μα να το χώσω χαμηλά, να μην το φανερώσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 13529· φρ. δίδω λόγον = (1) απολογούμαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2 ): Πες μου, στον φοβερόν κριτήν τι λόγο θέλεις δώκεις Αλφ. (Μπουμπ.) II 31· (2) ανακοινώνω: να δώσουν λόγον της μητρός πως ήλθεν ο υιός της Διγ. A 1000· (3) υπόσχομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 9): δώσετε λόγο πως κανείς δε θέλω να τους βλάψει Στάθ. Ιντ. β́ 131· φρ. δίδω λαλιάν, λόγον, μιλιά, συντυχίαν, φωνήν = μιλώ: οι άρχοντες εσίγησαν, κανείς λόγον ου δίδει Γεωργηλ., Βελ. 152· ούτε μιλιά δεν έδωκε, μα εβγήκε η ψυχή του Τζάνε, Κρ. πόλ. 2774· ο δε φωνήν ουκ έδωκεν, ακρόασις ουκ ήτον Απολλών. (Wagn.) 642· φρ. δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μερωμένα = μιλώ με ευγένεια: Μηδ’ αποκρούσεις τον πτωχόν, δώσ’ τον καλόν τον λόγον Σπαν. O 132· εσύ ποτέ δεν του ’δωκες δυο λόγια μερωμένα Πανώρ. Γ́ 208· φρ. δίδω λόγον φοβερόν = δίδω αυστηρή διαταγή: λόγος εδόθη φοβερός ταχέως να πηγαίνουν Διγ. Z 1977· φρ. δίδω όρκον = ορκίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2. Βλ. και L‑S, λ. δίδωμι I5): ευτύς όρκον τους έδωκαν, ο πόλεμος επαύτη Χρον. Μορ. P 1708· φρ. δίδω μακάριον = μακαρίζω: δίδω μακάριον τους παλαιούς που ζήσαν μ’ άλλην τάξιν Γεωργηλ., Θαν. 601· φρ. δίδω το μικρόν μήνυμα = ανακοινώνω (ως αρχιεπίσκοπος) στον υποψήφιο την εκλογή του ως επισκόπου μετά τη σχετική συνεδρία: δώσαντες αυτού το μικρόν μήνυμα και το μέγα, εχειροτόνησεν αυτόν ο Ηρακλείας Ιστ. πατρ. 9518· φρ. δίδω το μέγα μήνυμα = επιβεβαιώνω (ως εκλέκτορας) κατά τη διάρκεια ειδικής ακολουθίας την εκλογή επισκόπου: δώσαντες αυτού το μικρόν μήνυμα και το μέγα, εχειροτόνησεν αυτόν ο Ηρακλείας Ιστ. πατρ. 9518· φρ. δίδω νίκην = νικώ: Να δώσει νίκην ως πιστός δούλος της αυθεντίας Κορων., Μπούας 121· φρ. δίδω τη νιότη μου = θυσιάζω, σπαταλώ τη νιότη μου· (από άποψη ευρωστίας) καταρρέω: Τη νιότη ντου ’διδε ζιμιό κι επλήθαιν’ ο καημός του·| τό ξέτρεχε για γιατρικό, ήτον αντίδικός του Ερωτόκρ. Ά́ 121· φρ. δίδω νώτα σε κάπ. = τρέπομαι σε φυγή μπροστά σε κάπ.: πάνυ φοβηθέντες νώτα δεδώκασιν ημίν φυγόντες παραυτίκα Βίος Αλ. 4149· φρ. δίδω πάθη = τιμωρώ: Πολλές φορές ερώτηξεν ο κύρης μου να μάθει| ο κλέφτης πού να βρίσκεται, για να του δώσει πάθη Ερωτόκρ. Β́ 820· φρ. δίδω μαρτύριον (σε κάπ.) = βασανίζω κάπ.: έτσι τον πιάνει και δίδει του μαρτύριον διά να ομολογήσει τις τον έβαλεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 319v· φρ. δίδω πίστιν = εμπιστεύομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): ωσάν θεόν αληθινόν, σ’ αυτόν να δώσει πίστιν Χούμνου, Κοσμογ. 604· φρ. δίδω το πλάγιασμα = συνευρίσκομαι: ανήρ ος να δώσει το πλάγιασμά του εις χτήνο θανατωμό να θανατωθεί και το χτήνο να σκοτώσετε Πεντ. Λευιτ. XX 15· φρ. δίδω πλέρωμα σε κ. = ανταμείβω για κ.: πάγω να τελειώσω| τα πάθη μου και πλέρωμα ’ς τσι κόπους μου να δώσω Πανώρ. Έ́ 402· φρ. δίδω πλερωμή = τιμωρώ: της απονιάς του εις τ’ άκταφα την πλερωμή να δώσει Ζήν. Ά́ 46· φρ. δίδω πνοή = ζωογονώ: τ’ αμμάτια που του δίδουσι πνοή και τονε ζούσι Ερωτόκρ. Β́ 48· φρ. δίδω το πρόσωπό μου = (1) στρέφω το πρόσωπό μου, κατευθύνω το βλέμμα μου: να δώσω τα πρόσωπά μου εις την ψυχή οπού τρώει το αίμα Πεντ. Λευιτ. XVII 10· (2) παρουσιάζομαι και δηλώνω τ’ όνομά μου: έδωκαν τα πρόσωπά τους και είπασιν την ατιμίαν Τρωικά 5243· φρ. δίδω πρόσωπο = αντιμετωπίζω (προκ. για εχθρό): διότι εις καιρόν οπού ήθελαν έλθει οι εχθροί να είμεσθε έτοιμοι να τους δώσομε πρόσωπο και να τους πολεμήσομε, ως πρέπει Σουμμ., Ρεμπελ. 158· φρ. δίδω στράτα σε κάπ. ή σε κ. = οδηγώ κάπ. ή κ., κατευθύνω: να ορίσεις να μας δώσουσιν στράταν διά να υπάμεν Χρον. Μορ. H 5226· τούτη τη στράταν έδωκε σήμερο των ποδιώ σου Πανώρ. Γ́ 468· φρ. δίδω συμβούλιο = συγκροτώ, κάνω συμβούλιο: τες γραφές σαν είδασι, συμβούλιον εδόθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 46916· φρ. δίδω τόπον = (1) παραχωρώ θέση (Βλ. Conomis Ν., Glotta 47, 1969, 214): όλοι της προσεγέρθησαν και δίδουσίν της τόπον Ριμ. Απολλων. (Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ. 57)· (2) παραμερίζω: Μα βλέπω πως ο βασιλιάς έρχεται και ας δώσω| τόπο Ζήν. Ά́ 249· (3) υποχωρώ (Η σημασ. και στο Βλάχ., λ. δίδω τόπον και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 9): διά τούτον φαίνεταί μου να δώσεις τόπον τους κακούς Μαχ. 25416· (4) εξαφανίζομαι: ώστε όπου η χλώρη στην πυρά χαθεί και τόπο δώσει Στάθ. Β́ 207· φρ. δίδω τόπον της οργής = συγκρατώ την οργή μου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 9): Δώσ’ τόπο, αύγουστε, τσ’ οργής κι άφησε τά λογιάζεις Ζήν. Β́ 199· φρ. δίδω υποταγήν = υποτάσσομαι: Ο πρεβεδούρος βλέποντας την άπρεπην τάξιν του λαού ετούτου και την ολίγην υποταγήν οπού έδιδε εις αυθεντικές ορδινίες Σουμμ., Ρεμπελ. 166· φρ. δίδω χάρη = ευνοώ: Ας δώσου χάρη οι γιοὐρανοί κι οι γνωστικές βουλές σου Ροδολ. Ά́ [491]· φρ. δίδω χέρι = βοηθώ (Πβ. Tabachovitz, Études sur le grec 77 και Κριαρ., Ελλην. 15, 1957, 196-7· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 9): Μια μέρα λοιπόν ’π’ τες πολλές καιρός τούς δίδει χέρι Μαρκάδ. 119· φρ. δίδω το χέρι = (1) συμφιλιώνομαι (Η σημασ. και σήμ.): θελώ ’ρθει με το Χρύσιππο, να δώσετε το χέρι Στάθ. Β́ 232· (2) επικυρώνω με χειραψία τη συμφωνία: τα χέρια τους εδώκασιν όλοι τους εις εκείνον Αχιλλ. L 186· όρκους εκάμασιν λοιπόν και ’δώκασιν τα χέρια Διγ. O 483· φρ. δίδω ψέγος σε κάπ. = κατηγορώ κάπ.: ανήρ ότι να δώσει ψέγος εις τον σύντροφό του χαθώς έκαμεν έτσι να γενεί αυτουνού Πεντ. Λευιτ. XXIV 19. 8) Απονέμω (αξίωμα, τιμή, προτίμηση, κ.λ.π.) (Βλ. Δημητράκ., λ. δίδωμι 7): τιμήν εγώ δεν δύναμαι αξίαν της ανδρειάς σου | για να σε δώσω, Άριστε, σαν πεθυμά η καρδιά σου Κορων., Μπούας 141· λέγει του: «Αποτουνύν δίδω σου την αξίαν …» Γεωργηλ., Βελ. 227· δώσω σοι και προτίμησιν των λοιπών μου παιδίων Διγ. (Trapp) Gr. 1671· ο αυτός ρε Πιέρ ορδινίασεν και έδωκεν τα ’φίκια Μαχ. 8824· φρ. δίδω άδικον = δεν αναγνωρίζω ότι έχει κάπ. δίκιο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 7): μηδ’ άδικον μου δώσεις Κυπρ. ερωτ. 917· τους έδιδε άδικο και το πως το πταίσιμο είναι από αιτία εδική τους Σουμμ., Ρεμπελ. 168· φρ. δίδω δίκαιον = απονέμω δικαιοσύνη (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 7): όταν η κρίσις να γένει, εντέχεται ο βισκούντης να δώσει το δίκαιον, ήγουν την απόφασιν Ασσίζ. 2628· φρ. δίδω καταδίκη = κατηγορώ: Γνωρίζω την πεισματερή γνώμη των κορασίδω και καταδίκη μέσα μου περίσσα δε σου δίδω Πανώρ. Γ́ 184. 9) Δίνω (ως σύζυγο) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. δίδωμι II2 και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 7): δίδουσίν με την ρήγαιναν γυναίκα να την έχω Ιμπ. 788· να έλθει εις την χώραν την εμήν και άνδρα να με τον δώσει Λίβ. P 2188· του Ρήγα του Βυζαντίου νύφη να τηνε δώσει Ερωτόκρ. Γ́ 1068· αυτή δεν εδόθην αυτουνού για γεναίκα Πεντ. Γέν. XXXVIII 14. 10) Αποδίδω ευθύνη σε κάπ. ή σε κ.: στη νιότη δώσ’ το φταίσιμο κι εις τη δική μου μοίρα Ερωφ. Δ́ 344· ήθελε πάγει να τους γράψει όξω από την χώρα διά να μην τους δώσει αιτία να τους κακοφανεί Σουμμ., Ρεμπελ. 165. 11) α) (Με υποκ. λ. όπως καιρός, ώρα, φύση, κ.λ.π.) επιτρέπω, παρέχω το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την ευκαιρία (Βλ. και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 6 και Sophocl., λ. δίδωμι 4): Πειν ήθελα και πλιότερα, μα η ώρα δεν το δίδει Ch. pop. 844· πλιά ρίζωσα κι εγέρασα παρά που δίδ’ η φύση Ερωτόκρ. Έ́ 1513· τέσσερεις μέρες μοναχά μου ’δωκε ν’ ανιμένω Ερωτόκρ. Γ́́ 1361· «μη το ορίσει ο Θεός ότι εγώ του έδωκα αυτού να το πουλήσει αυτόν τον βίον» Ασσίζ. 44815· έδωκέν μας να φύγομεν απού πάσα αμαρτίαν Μαχ. 142· τούτη (= η αγάπη) τση γλώσσας λεύτερη δίδει λαλιά και χάρη Πανώρ. Ά́ 207· β) συγκατανεύω (Βλ. και Sophocl., λ. δίδωμι 4): Ει δε η κόρη διαβεί τους κέ χρόνους και δώσει ανθρώπου μιγήναι μετ’ αυτής, ου δοκεί βία γενέσθαι εις αυτήν Ελλην. νόμ. 5568· γ) (με υποκ. ο Θεός, κ.λ.π.) ευδοκώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίδω 9· βλ. L‑S, λ. δίδωμι III1 και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 3b): να του δώσει ο Θεός μετά τον θάνατόν| του να εύρει τον παράδεισον Θρ. Κύπρ. M 775· μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις, να γεράσεις Ιστ. Βλαχ. 1231· φρ. δίδω πράξιν = δίνω ευκαιρία δραστηριότητας: εχειροτόνησεν αυτόν ο πατριάρχης και έτσι του έδωκε πράξιν Ψευδο-Δωρ., Διον. Β′ 152· φρ. δίδω το σάλβο κουντούτον = επιτρέπω την αναχώρηση: άνταν εστράφην ο σιρ … Βερνής εις την Κερυνίαν εις τον κοντοσταύλην και έδωκέν του το σάλβο κουντούτον Μαχ. 52216· φρ. δίδω ύπνον των ομματιών μου = αφήνω να με πάρει ο ύπνος: εκείνος ήτον οπού δεν έδιδε των ομματίων του ύπνον Χίκα, Μονωδ. 69. 12) α) Γνωστοποιώ: να σας δώσω μηχανήν και μέθοδον και τρόπον Λίβ. Esc. 2926· β) αρθρώνω, προφέρω: μα λείποντας η γλώσσα τ’ όνομα μόνο το γλυκύ δίχως λαλιάν εδώσα (ενν. τα χείλη) Ερωφ. Έ 164· φρ. δίδω απόφαση = (1) διατυπώνω γνώμη, κρίση: Μα εκείνην την απόφασιν οπού ’δωκεν ο Πάρης Γύπ. Δ́ 261· (2) αποφασίζω: διδοί ο κριτής ημέραν να δώσει την απόφασιν Ελλην. νόμ. 5636· ’δώκαν την απόφασιν για να παραδοθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 1744· (3) απολογούμαι: Όταν με πάν εις τον Κριτήν τι απόφασιν να δώσω Νεκρ. βασιλ. 93· φρ. δίδω κρίση, κρίσιμον = (1) εκφράζω γνώμη: αμέ εις την ρηγικήν αυλήν ουδέ εντέχεται, ουδέ πρέπει να δώσουν οι άνθρωποι κρίσιν επάνω κανενού κριτού Ασσίζ. 1051· Παύλος γαρ ταύτην δέδωκε την κρίσιν αποτόμως Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 812· (2) αποφασίζω: χαρτί να του ποιήσουσιν, να το έχουσιν βουλλώσει| το πώς εκρίναν κι είπασιν την κρίσιν οπού εδώκαν Χρον. Μορ. H 2419· (3) βασανίζω: ποιος είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση Ερωτόκρ. Ά́ 532· φρ. δίδω μαρτυρίαν = επιβεβαιώνω, ομολογώ: να δώσουν μαρτυριάν ψευδήν περί Βελισσαρίου Γεωργηλ., Βελ. 734· Νένα, γροίκησε και μαρτυριά να δώσεις Ερωτόκρ. Γ́ 1453· φρ. δίδω νόβα = ειδοποιώ: Μα τον μισέρ Γιαννούτσο ομπρός τη νόβα θε να δώσω Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 121· φρ. δίδω όρδινο, ορδινιά, ορισμόν = εκδίδω διαταγή, διατάσσω: εδώκαν όρδινον να κουρουνιαστεί η ρήγαινα Βουστρ. 434· Από την χώραν ορδινιά έδωκεν να μην βγούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 52115· ο ρήγας έδωκεν ορισμόν να έλθουν εις την Αμμόχουστον Μαχ. 17217. 13) α) Δείχνω (Η σημασ. στο Somav.): ως άρχισε να του μιλεί, σημάδι δίδει ετότες Ζήν. Γ́ 321· τιμής σημάδι κι ευγενειάς πάντα του θέλω δώσει Ερωτόκρ. Γ́ 258· β) προβάλλω: Θα δώσω και παράδειγμα στον κόσμον να θυμούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 21618· … δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ’ άσκημο στη χώρα Ερωτόκρ. Γ́ 806· εγώ γαρ λέγω, μαρτυρώ, ομολογιά το δίδω Παρασπ., Βάρν. C 457· για να μπορεί καλύτερα το πράγμα να πιστεύσει,| στον κόσμον και γι’ αληθινόν και βέβιο να το δώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [551]· γ) παρουσιάζω κ. σαν κ. άλλο: να τσακίσω την παρουσιά της δύναμής σας και να δώσω τους ουρανούς σαν το σίδερο και την ηγή σας σαν το χάρκωμα Πεντ. Λευιτ. XXVI 19· να σε δώσει ο Κύριος για κεφάλι και όχι για ουρά Πεντ. Δευτ. XXVIII 13· φρ. δίδω εις το φως = φέρνω στον κόσμο, γεννώ: Εις τον δέκατον έκτον χρόνον της αυτού βασιλείας έδωκεν εις το φως η Ολυμπιάς η γυνή του τον μέγαν θαυμαστόν Αλέξανδρον Φυλλ. Αλ. 73. 14) (Προκ. για αισθήματα, πόνο, κλπ.) εκδηλώνω, εκφράζω, φανερώνω (Βλ. και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 5α): του παντοδύναμου Θεού έδωκ’ ευχαριστίαν Ιστ. Βλαχ. 208· καρδιοαναστενάγματα και κοπετούς να δώσουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 17· του προλαβείν με εαυτόν και συγχαρίκια δούναι Διγ. (Trapp) Gr. 859· ακόμη αναθεματισμούς απάνω σας να δώσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 31616· εγώ δίδω όμπροστέ σας σήμερα ευλογιά και κατάρα Πεντ. Δευτ. XI 26· φρ. δίδω έξω = φανερώνω: έξω να δώσει την χαράν οπὄναι σφαλισμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1179]· φρ. δίδω δόξαν, δοξολογίαν, μεγαλότητα στον Θεό = δοξάζω, ευχαριστώ, υμνολογώ το Θεό: ’δώκαν δόξαν στον Θεόν όλοι πώς εγλυτώσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1768· επείν γαρ απεσώσασιν εις τον Χριστού τον τάφον| δόξαν και ύμνον έδωκαν τον ποιητήν και πλάστην Χρον. Μορ. P 99· δώσε μεγαλότητα του Θεού μας Πεντ. Δευτ. XXXII 3· φρ. δίδω προσκύνημα = προσκυνώ, είμαι υποτελής: προσκύνημα να δίδουσιν, δουλείαν των αρμάτων Χρον. Μορ. H 3028. 15) α) Προκαλώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 8): ο θάνατος ο ζωντανός μεγάλο πόνο δίδει Ερωτόκρ. Δ́ 353· ο πόθος δίδει μέρεμνας, έννοιάς τε και φροντίδας Διγ. (Trapp) Esc. 604· αντίδικα εις τον εχθρόν φόνον πολύν να δώσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 24514· οι Τούρκοι δίδουσι φωτιάν στο τείχος και το ρίκτου Τζάνε, Κρ. πόλ. 2815· και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι Ερωτόκρ. Ά́ 1547· ήκανε πως στη Σίφουνο οδεύγει| οδιά να δώσει απόγνωση Λεηλ. Παροικ. 213· να δώσει τέλος γλήγορα στα παραδάρματά μου Πανώρ. Ά́ 384· να συβαστεί ξετέλεψη να δώσωμε του γάμου Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 470· να δώσου ζάλη του οχθρού να φεύγει απάνω κάτω Ερωτόκρ. Δ́ 978· εδώκανε λαβωματιές του ’νού του ιερέως Τζάνε, Κρ. πόλ. 42425· τότες η σάλπιγγα ζιμιό πολλή βαβούρα δίδει Ερωτόκρ. Β́ 2415· φρ. (απρόσ.) δίδεται όφελος = προκαλείται, παρουσιάζεται ωφέλεια: αμ’ ήσφαλέν του ο λογισμός για τότες κι εκομπώθη| κι ουδένα ’ς κείνα που ’ρχισεν όφελος δεν εδόθη Ερωτόκρ. Ά 518· φρ. δίδω αρχή = κάνω αρχή, αρχίζω: άρχισαν να μαζώνουν ξύλα περισσά σωριάζοντάς τα διά να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων και έτσι επήγαν να δώσουν αρχή εις το σπίτι του Σ. Δε Σύλλα Σιγούρου Σουμμ., Ρεμπελ. 180· φρ. δίδω (τη) γνώρα = δίνω γνωριμία, γνωρίζομαι (με κάπ.): αγαφτικού δεν ήθελα ποτέ να δώσω γνώρα Πανώρ. Γ́ 186· β) δίδω κ. σε κ. = μεταβάλλω, μετατρέπω: τη χαρά οπού ’χανε σε θλίψη να τη δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 42125· να δώσεις εις το ασήμι και να δέσεις το ασήμι εις το χέρι σου Πεντ. Δευτ. XIV 25· φρ. δίδω (τον) γύρον = περικυκλώνω: τον γύρον να τους δώσωμεν όλοι με προθυμίαν Χρον. Μορ. H 7005· φρ. δίδω θάνατον = πεθαίνω (Η σημασ. και στο Somav.): οι δύο εδώκαν θάνατον διά τον γλυκύν Ιησούν Μαχ. 6386· έδωσε θάνατον κακό Σουμμ., Ρεμπελ. 172· φρ. δίδω θάνατον (του κορμιού μου), δίδω θάνατον (μοναχός μου), δίδω τον εδικόν μου θάνατον = αυτοκτονώ: όποιος εκείνος θάνατον ήδωκε του κορμιού του Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 441· κατά την επεθυμίαν του θέλει δώσει μοναχός του θάνατον Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 444· εις τάφο μέσα ζωντανός, θαμμένος θέλει δώσει| θάνατο κακορίζικο, μ’ αυτόνο να τελειώσει Ζήν. Β́ 87· τον εδικόν σου θάνατον προ οφθαλμών να δώσεις Ριμ. Βελ. 518· φρ. δίδω το τέλος της ζωής = αυτοκτονώ: ώστε να δώσω της ζωής το τέλος το κριμένο Πανώρ. Γ́ 645· φρ. δίδω το σώμα μου εις θάνατον = ακινητώ το σώμα μου, «κάνω τον ψόφιο»: όλον το σώμα γαρ αυτού εις θάνατον το δίδει, το δε κεφάλιν εαυτού πάντα τηρεί και βλέπει Φυσιολ. (Legr.) 1061· φρ. δίδω θρουν, φωνήν = διαδίδω (είδηση) (Βλ. και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 9): προ του περάσαι τους εχθρούς τον πορθμόν καν τε Λαμψάκου καν τε Σκουταρίου καν δούναι θρουν εν ταις επαρχίαις … Δούκ. 2134· Στον τόπον εδόθη η φωνή, ηκούστη εις την Ανδρούσαν Χρον. Τόκκων 3901· φρ. δίδω ’λασία (=ελασία) = αρχίζω πορεία, παίρνω δρόμο: ευθύς εσηκωθήκασιν, τότες ’λασία δώσαν,| κάτεργα και καράβια την θάλασσαν γεμώσαν Διακρούσ. 763· φρ. δίδω πόλεμον = πολεμώ: εδίδανε πόλεμον φριχτόν με τουφέκια και με λουμπάρδες με μουρτίρια Χρον. σουλτ. 12019· φρ. κάπ. δίδει βράδι = κάποιος φέρνει τη νύχτα: τις να δώσει βράδι; Πεντ. Δευτ. XXVIII 67. 16) Καθιστώ (Βλ. και Sophocl., λ. δίδωμι 6): των εχθρών δώκε γνωστόν το πώς εσυμβιβάσθη Κορων., Μπούας 49· να σε δώσει ο Κύριος ο Θεός σου υψηλόν ιπί όλα τα έθνη Πεντ. Δευτ. XXVIII 1. 17) α) Καθορίζω (πρόσ. ή πράγμα ή και χρόνο για εκτέλεση έργου) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίδω 8): έδωκεν εγγυτήν να έλθει εις την ημέραν να τελειώσει Ασσίζ. 926· δίκαιον εστί να αγνωρίζετε διά ποίαν αφορμήν δίδει η αυλή ημέραν τους αγκαλεμένους Ασσίζ. 877· ότι τύπος σου και τύπος των παιδιών σου εδόθηκαν από θεσιά ερηνικών παιδιών του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. X 14· έτσι επειδή εκ τον Ουρανόν εδόθητων οι δυο σας (ενν. οι καβαλιέροι),| μακρά εκ τον τόπο να ’ρθετε τόσα τον εδικό σας Ερωφ. Ιντ. β́ 7. Το ουδ. της παθητ. μτχ. δο(σ)μένο(ν) = καθορισμένο (από το Θεό ή τη φύση), επιτρεπτό, καθιερωμένο: είχα πολλές αγαφτικές, σαν είν’ τω νιω δοσμένο Πανώρ. Δ́ 9· δοσμένον είναι εκ Θεού όσοι επιβουλεύουν| δούλοι τους αφεντάδες τους ύστερα κινδυνεύουν Ιστ. Βλαχ. 639· Δομένον ήτον πάντα| απού την ώραν κείνην,| απού το σώμαν εις την γην επλάστην| να ’ναι … Κυπρ. ερωτ. 9327· β) επιβάλλω: Ήλθασιν εις τα στέφανα, καθώς το δίδ’ η τάξις Βέλθ. 1032· έδωκαν απάνου μας δουλειά σκληρή Πεντ. Δευτ. XXVI 6. 18) α) (Με αντικ. πρόσ. ή πράγμα) χτυπώ, πληγώνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δίνω 8· βλ. και Lampe, Lex., λ. δίδωμι 8 και Sophocl., λ. δίδωμι 3): ο Αλαμάνος έδωκεν τον Ιμπέριον εις το στήθος Ιμπ. 416· εύχου να μη σε δώσουσιν σαγίτες των ερώτων Αχιλλ. L 203· έδωκε τον μαύρον του με το πτερνιστήριον και ήλθεν επάνω του Διγ. Άνδρ. 35815· Διανυκτού τον έδωκεν πόνος εις τα νεφρά ντου Χρον. Τόκκων 1532· β) κάνω να ηχήσει κρουστό ή πνευστό όργανο, κρούω, παίζω (Βλ. και Sophocl., λ. δίδωμι 7): εδώκαν κιθάραν έμορφην κοντά εις το καστέλιν Αχιλλ. L 975· εδώκασιν τας σάλπιγγας, υπέστρεψαν ευθέως Διγ. Z 525· φρ. δίδω ήχον = με τη βοήθεια οργάνου ηχώ: τον ήχον γαρ έδωσεν μετά κραυγής μεγάλης| και τα φουσάτα εμάζωξεν εις το κατουνοτόπιν Αργυρ., Βάρν. K 440· γ) (με αντικ. λ. όπως κονταρέα, σπαθέα, λουμπαρδιά, κλπ.) δίνω, ρίχνω (Πβ. Πρωίας Λεξ.· βλ. και Du Cange, λ. διδόναι): έδωκέν του σπαθέα και έσχισέν τον εις την μέσην Διγ. Άνδρ. 35911· να σμίξουσιν, να δώσουσιν αντάμα κονταρέας Αχιλλ. L 1141· λουμπαρδιές ενούς τ’ αλλού εδίδα Τζάνε, Κρ. πόλ. 34017· κόλπον καλόν τον έδωκεν, πίστομα εξαπλώθη Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 80· δ) ρίχνω: να αφανιάσω τα ψηλώματά σας και να γλοθρέψω τους ήλιους σας και να δώσω τα κορμιά σας ιπί τα κορμιά των ειδώλων σας Πεντ. Λευιτ. XXVI 30· φρ. δίδω μια ή καμπόσες = χτυπώ ή χτυπώ επανειλημμένα: μια να μου δώσεις στην κοιλιά και τ’ άντερά μου χύσεις Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 180· Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει| και με το μπουσδουγένι του καμπόσες να της δώσει Γαδ. διήγ. 458. Β´ Αμτβ. 1) (Με υποκ. λ. όπως βουλή, γνώμη, καρδία, νους, φρονιμάδα, ψυχή, κλπ.) συμβουλεύω, παρακινώ: δίδει τον πάλι η βουλή να υπά προς τους γονείς του Ιμπ. 485· Κατά εχθρών ορμήθηκεν, ως το ’διδεν η καρδιά του Κορων., Μπούας 84· με είντα μόδο βούλεσαι κι ο νους σου πώς το δίδει Ερωτόκρ. Γ́ 1315· καθώς η φρονιμάδα σου σου δίδει Ζήν. Δ́ 43. 2) Ανταμείβω: ως πρέπει δεν μοι δίδουσι κατά τα έργατά μου Κορων., Μπούας 61. 3) (Με εμπρόθ. προσδιορ.) χτυπώ, κάνω κ. να ηχήσει: τότε εις την πόρταν έδωκεν εκείνης της εισόδου Λόγ. παρηγ. L 557. 4) α) (Με υποκ. λ. όπως βούκινο, τρομπέττα, σημαντήρι, «οι ώρες», κλπ.) ηχώ (Βλ. και Sophocl., λ. δίδωμι 7): τότε έδωκαν οι τρουμπέττες και τα τύμπανα και άρχισαν να πολεμούν Δωρ. Μον. XXXVII· Εδώκασιν τα όργανα ένδον του καστελίου Αχιλλ. O 306· τινάς να μεν τορμήσει να βρεθεί έξω του σπιτιού τό να δώσουν οι τρεις ώρες Μαχ. 36214· φρ. δίδουν τα τρία = χτυπά τρεις φορές το «τραπεζικόν ξύλον» (= σήμαντρο) για να καλέσει σε γεύμα τους μοναχούς (κατά Θ. Στουδίτη τρίκρουσμα): Τα δ’ άλλα πώς διηγήσομαι καταλεπτόν και μέρος, τα της τραπέζης λέγω δη, του γεύματος την ώραν, όταν τα τρία δώσουσι και πάντες συναχθώσι Προδρ. III 141· β) (με υποκ. λ. όπως κονταρά, κλπ.) χτυπώ: η κονταρά του Κρητικού ήδωκε στη μασέλα Ερωτόκρ. Β́ 2013· από την χώρ’ αντίκρυτα είχασιν εξαμώσει| λουμπάρδα και το βόλι της να πα να τωνε δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14928. 5) α) Επιτίθεμαι, χτυπώ (Η σημασ. και σήμ.· βλ. και Sophocl., λ. δίδωμι 3): τουφεκιές και σαϊτιές ερίκτα να του (δηλ. του γκενεράλη) δώσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 20519· Νένα μου, τούτο τ’ όραμα πρι δώσει μου βαρίσκει Ερωτόκρ. Δ́ 129· β) γκρεμίζω: όσες κι α ρίξουν λουμπαρδές δεν ημπορά του (ενν. του τειχιού) δώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 47518· γ) (μεταφ. με υποκ. λ. όπως πόνος, λιγοθυμιά, κλπ.) «χτυπώ», προσβάλλω (Βλ. και Δημητράκ. λ. δίνω 8): τ’ άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά συχνιά μου δίδει Ερωτόκρ. Γ́ 240· εδά ’χει πόνο στην καρδιά, παράτρομος τση δίδει Ερωτόκρ. Β́ 1496· Εδά του δίδει το κακό, λογιάζω, και ταράσσει Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 287· το ριζικό μου| χίλιες φορές καθημερνό δίδει τω γερατειώ μου Ερωφ. Β́ 376. 6) (Με υποκ. λ. όπως ήλιος, άνεμος, ψύχρα, κλπ.) χτυπώ· πέφτω (Βλ. Ανδρ., ΕΕΦΣΠΘ 12, 1973, 518): Ο ήλιος δίδει στ’ άρματα και φέγγουσι και λάμπου Ερωτόκρ. Β́ 1397· ο ήλιος να μην τονε δει κι άνεμος μην του δώσει Ερωτόκρ. Β́ 2382· σε μέρη τόσα μοναχά κι έτσι σκοτεινιασμένα| απού ήλιου ακτίνες, μηδέ φως δεν έχουσι δοσμένα,| γείς άγριος τόπος βρίσκεται Ερωφ. Έ 44· κείνο το τέκνο που ’βλεπα ήλιος να μην του δώσει Θυσ.2 272· τ’ απόγι βλέπασι κι οι δυο (ενν. πατέρας - μάννα) αξάφνου μη μου δώσει Ερωτόκρ. Δ́ 598. 7) α) Κατευθύνομαι: Αθούσα, δώσ’μου εσύ βουλή, πε μου πού θες να δώσω Πανώρ. Έ́ 113· β) ορμώ: εδώκαν μέσα σα θεριά, να κόπτουσιν αρχίζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33917· Προς τους εχθρούς εδώκασιν με ανδρειάν μεγάλην Αχέλ. 2080· το φουσάτο πίσω του και γιανιτσάροι τόσοι| να δώσουσίνε απάνω τους, όλους να τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3582· Ο πτωχός ο άντρας της γροικώντα την ταραχήν άνοιξεν έναν σεντούκιν και έδωκεν μέσα Μαχ. 42817· φρ. δίδω έξω = εγκαταλείπω την πόλη: πολλοί απουέξω δώκαν, εμπήκαν εις την χώραν Μαχ. 42432· γ) αφήνομαι, εμπιστεύομαι τον εαυτό μου: έδωκεν εις τους βραχίονές του και ευρέθη καβαλάρης Αρμούρ. 28· φρ. δίδω σε θάνατο = πεθαίνω: εισέ κακό θάνατο να μη δώσω Ζήν. Β́ 8· δ) (ενίοτε με το επίρρ. κάτω) πέφτω: εξάπλωσε τα χέρια ντου ογιά να δώσει κάτω Ερωτόκρ. Β́ 1632· δειλιώ και τρέμω σε γκρεμνό χειρότερο μη δώσω Πανώρ. Γ́ 420· όποιος ψηλά ψηλά πετά εύκολα δίδει κάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 45822· φρ. δίδω εις τα βύθη = κατακρημνίζομαι, καταστρέφομαι: αυτός ο δυνατός Σαμψών της Δαλιδάς συγκλίθη| σ’ αυτά τα λόγια τα γλυκιά κι έδωκε εις τα βύθη Βεντράμ., Γυν. 162· ε) (προκ. για θύελλα, κλπ.) ενσκήπτω: κατεβεί απ’ τα βουνιά ανεμική μεγάλη| και μ’ αστραπή μέσα στα δάση δώσει Ερωτόκρ. Β́ 1385· ϛ́́) (προκ. για υγρό) στάζω: ψήσε τον εις την σούβλαν και αποκάτω έχε ένα αγγείον να δίδει μέσα το παχύ οπού στραγγίζει Αγαπ., Γεωπον. 158. 8) (Προκ. για παράθυρο) «βλέπω»: έχει παράθυρον οπού δίδει εις την εκκλησίαν Καλούδ., Προσκυν. πϛ́. 9) Τρυπώ: να πάρεις το τρυπητήρι και να δώσεις εις το αφτί του Πεντ. Δευτ. XV 17. 10) (Με την πρόθ. προς) έχω θέα: η πεζούλα όπου δίδει προς ... το σύνορον Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 85333. II. Μέσ. 1) Παραδίδομαι (Βλ. και L‑S, λ. δίδωμι II4): στα χέρια τως θε να δοθώ ογιά να με μοιράσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 30120· εδόθην στην υποταγήν του βασιλέως πόλις Παλαμήδ., Βοηβ. 449· όλοι οι χωριάτες εδόθησαν εις την ’πόταξίν του Μαχ. 67220· μέλλει δώσω θάνατον και να δοθώ τον Χάρου Αλφ. 1090· αν ουδέν θελήσουν να δοθούν εις ρετιτζιούν, να γίνουνται μοναχοί ή συνάδελφοι, καθώς σύρνουν οι Λατίνοι Ασσίζ. 11520. 2) Παραδίδω τον εαυτό μου σε κ., αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι (Η σημασ. και στο Βλάχ., λ. δίδομαι εις τρυφαίς και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 13· βλ. και L‑S, λ. δίδωμι III): αν ήτον γυναίκα και εδόθη εις καμμίαν τάξιν μοναχικήν Ασσίζ. 38414· Στ’ άρματα μόνο εδόθηκα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 313· τρέχω σαν το μωρόν σ’ αυτήν δομένος Κυπρ. ερωτ. 256· εις τα κρασιά τα νόστιμα, εις χίλια παιγνιδάκια| δίδομαι Ζήν. Έ́ 31· στον πόθον ας δοθούσι| όποιοι περάσουσι απεδώ και τη φιλιά μας δούσι Πανώρ. Γ́ 115· Εδόθηκε με την καρδιάν και μ’ όλην την ψυχήν της Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [486]. 3) Ορμώ: θα πάγει το φουσάτο μου σε μάχη να δοθούσι| κι όσοι δεν προσκυνήσουσι όρισα να κοπούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 57711· πασένας για να χυμιστεί σαν άξιον παλληκάρι,| τους Τούρκους μέσα να δοθεί, μ’ αυτούς να πολεμήσει Παλαμήδ., Βοηβ. 259· Τον Δούναβιν επέρασεν και εις το φεύγα δόθην Παλαμήδ., Βοηβ. 138· τότε στο φύγι δίδεται και ρίκτει το γομάριν Αχέλ. 1578. 4) Φανερώνομαι, εκδηλώνομαι: σαν ηθέλησεν ο Θιός του πόθου, εταπεινώθη| και προς εσέν και προς εμέν καλόγνωμος εδόθη Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 170. Η μτχ. ενεστ. διδόμενοι ως ουσ. = προδότες (Για τη σημασ. βλ. Πιτσάκη [Αρμεν., Εξάβ. σ. 395]): Δούλος τον δεσπότην καταμηνύων, εις υπόδειγμα πάντων των διδομένων, αυστηροτάτῃ αποφάσει τιμωρείσθω Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 1414.
       
  • δοκοφροσύνη
    η, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σ. τθ́.
    Από το επίθ. δοκόφρων και την κατάλ. ‑σύνη.
    Υπερηφάνεια, αλαζονεία: Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σ. τθ́.
       
  • δυνατός,
    επίθ., Σπαν. A 603, Διδ. Σολ. Ρ 12, 115, Προδρ. III 16 (χφ g) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. 8912, 29516, 29918, Διγ. (Trapp) Gr. 2272, Διγ. Z 160, 324, Διγ. A 2968, Διγ. (Trapp) Esc. 1105, Ερμον. Η 290, Ωροσκ. 4521, Χρον. Μορ. H 869, 1045, 1774, 2153, 2168, 2734, 4427, 5847, 8141, Βίος Αλ. 2882, 3001, 4497, 4542, Διήγ. παιδ. 90, 98, Διήγ. Βελ. 88, Συναξ. γαδ. 31, Φλώρ. 507, 620, 1313, Απολλών. (Wagn.) 116, 451, Αχιλλ. L 964, Αχιλλ. N 260, 426 (έκδ. γενναιού και δυνατού· διόρθ. Lavagnini R., RSBN 6-7, 1970, 171 σε γενναίων και δυνατών), Ιμπ. 299, Καναν. 77C, Χρον. Τόκκων 1039, 1703, 1908, 2507, Παρασπ., Βάρν. C 226, Μαχ. 7229, 15211, 19222, 36830, 42419, 52619, 55410, 57212, 64227, Δούκ. 26323, Σφρ., Χρον. μ. 7810‑1, 1024, Θησ. Β́ [195], Ζ́ [256], Χούμνου, Κοσμογ. 1038, Βουστρ. 448, Γαδ. διήγ. 244, Συναξ. γυν. 211, 739, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15428, Σαχλ., Αφήγ. 247, Κορων., Μπούας 14, 126, 127, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 275, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 42, 50, Βεντράμ., Φιλ. 273, Πεντ. Γέν. XLIX 7, Εξ. VII, Δευτ. IV 34, XXI 4, XXVIII 52, XXXII 30, Αχέλ. 893, 918, Θρ. Κύπρ. M 106, Χρον. σουλτ. 287, 528, 9433, 11327, 12636, Μηλ., Οδοιπ. 641, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452, Κυπρ. ερωτ. 9023, 1435, Πανώρ. Ά́ 208, Γ́ 417, Ερωφ. Ά́ 413, Γ́ 26, 161, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υψϛ́, Επιστ. Ηγουμ. 175, Βλαστού, Επιστ. 177, Ιστ. Βλαχ. 1680, Διγ. Άνδρ. 32017, 39326, 41138, Ερωτόκρ. Ά́ 439, 1326, Β́ 1771, 2094, 2388, Γ́ 396, Δ́ 167, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 99, 167, Αποκ. Θεοτ. III 37, Διήγ. ωραιότ. 263, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1319], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 8, Διγ. O 2388, κ.π.α.· αδυνατός, Πανώρ. Δ́ 308, Ερωφ. Β́ 171, Γ́ 52, 136, 217, 336, Ιντ. γ́ 29, 66, Κατζ. Πρόλ. 29, Β́ 82, 103, Δ́ 351, Πιστ. βοσκ. I 1, 313· IV 8, 237 (έκδ. αδυνητό· διόρθ. Kriar., B-NJ 19, 1966, 279 σε αδυνατό)· V 5, 27, Ερωτόκρ. Έ́ 156, Θυσ.2 529, Στάθ. Ά́ 140, Ιντ. β́ 132, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 195, Ιντ. γ́ 102, Δ́ 196, Ιντ. δ́ 67, Ζήν. Γ́ 60, 371, Ε΄ 51, 135, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16818 (έκδ. αδύνατη· διορθώσ. σε αδυνατή), 2704, 30020, 31611 (έκδ. αδύνατε· διόρθωσ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 596 σε αδυνατέ), 40119 (έκδ. αδύνατο· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 596 σε αδυνατό), κ.π.α.
    Το αρχ. επίθ. δυνατός. Ο τ. αδυνατός και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ., λ. αδυνατός). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) α) (Προκ. για πρόσ.) ισχυρός, ρωμαλέος, ακμαίος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Ήτονε δυνατός στο κορμί Χρον. σουλτ. 287· εκείνον τον αδυνατό και φοβερό Τροχάλη| εγώ τον έκαμα κουτσό ’ς μια μας μαλιά μεγάλη Κατζ. Δ́ 351· σαν πύργος στέκω αδυνατός και τρέμω σαν καλάμι Ερωφ. Γ́ 217· β) γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος: τον φοβερόν και δυνατόν κατέλαβεν ο Άδης, τον οποίον δεν εδυνήθη να τον βοηθήσει η ανδρεία του και ο πλούτος Διγ. Άνδρ. 41138· ως δυνατοτέρους τοίνυν και μαχιμωτέρους έδωκεν αυτήν προς τους Ούγγρους, ίνα φυλάττωσιν Δούκ. 26323. 2) (Προκ. για πράγμα) α) ισχυρός, δυνατός (Βλ. L‑S στη λ. I1. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): τσι κονταρές τσι δυνατές και φοβερές περίσσα Ερωτόκρ. Β́ 2388· να σπάσουσι τ’ αδυνατό του γιού σου το δοξάρι Πανώρ. Δ́ 308· ’κράτει τοξάρι δυνατόν, μεγάλα κορδισμένον Διγ. Z 160· άρματα είχον δυνατά και άλογα καθάρια Διγ. A 2968· β) γερός, στερεός, ανθεκτικός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): δυναμεροί και απόκοτοι σ’ όλα τα τείχη πηαίνα,| θωρώντα πού ’ναι δυνατά και πού ’ναι χαλασμένα Αχέλ. 893· εις εκείνην την μερέαν δεν έβαλαν δυναμάρια δυνατά ωσάν έβαλαν εις τους νάρθηκους Διήγ. Αγ. Σοφ. 15428· Τα σίδερα για βλέπηση στο παραθύριν ήσα,| διπλά διπλά τα κάμασι και δυνατά περίσσα Ερωτόκρ. Γ́ 396· αγόρασεν έναν καράβιν δυνατόν Μαχ. 55410· γ) (προκ. για κρασί) που περιέχει πολύ οινόπνευμα (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Πίνει ο χωριάτης τα κρασιά τα δυνατά και ακράτα Σαχλ., Αφήγ. 247· δ) (προκ. για συναίσθημα) ισχυρός: εποίησαν στοιχήματα και δυνατήν αγάπην Διήγ. παιδ. 90· αλλά (ενν. να έχουσιν) αγάπην στερεάν και δυνατήν φιλίαν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 98· είχεν λύπην δυνατήν ο δούκας Χρον. Τόκκων 1908· γιατί πόσα ’ναι δυνατός γνώθουσιν ο θυμός μου Φορτουν. (Vinc.) Β́ 8. 3) Ικανός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 12 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): ώσιν δυνατοί του γράφειν και στιχίζειν Προδρ. III 16 (χφ g) (κριτ. υπ.)· δυνατούς προς πόλεμον εποίει και προς μάχην; Βίος Αλ. 3001. 4) Που μπορεί να γίνει, κατορθωτός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): Χωστό τον πόθο να κρατώ δεν είναι δυνατό μου Πανώρ. Γ́ 417· Η πτωχή η κερά Θεόκλητη, η αδελφή σου, αν ήτονε δυνατόν, ήρχετον να πέσει εις τους πανιέρους πόδας της πανιερότητός σου Επιστ. Ηγουμ. 175· έκφρ. κατά το δυνατόν = όσο είναι μπορετό (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II. Βλ. και Πρωίας Λεξ.): εγώ κατά το δυνατόν μου ήγραψα ό,τι εμπόρεσα Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452· Φουσάτα καλά σύναξε κατά το δυνατόν του Κορων., Μπούας 14. 6) Σκληρός, άτεγκτος (Βλ. Somav.): Εμέρων’ όλα τ’ άγρια, τα δυνατά ’παλαίνα Ερωτόκρ. Ά́ 439· Κόρη περίσσια βγενική, όσ’ είν’ η ομορφιά σου| πολλή, τόσ’ είν’ απόκοτη κι αδυνατή η καρδιά σου Ερωφ. Ιντ. γ́ 66· Έννοια γλυκειά, που τόσ’ αγαλιασμένη εποίκες και μετέχτηκα μιτά της,| θωρείς πώς έναι δυνατή καρδιά της| τόσον να πεις ότ’ είναι διαμαντένη Κυπρ. ερωτ. 9023. 7) (Προκ. για τόπο ) τραχύς, άγονος: να κατεβάσουν οι γέροντες του κάστρου εκείνου το μουσκάρι προς ποταμό δυνατόν, ός δε δουλεύγεται εις αυτόν και δε σπείρνεται Πεντ. Δευτ. XXI 4. 8) Άγριος, φοβερός: έχουν σκύλους δυνατούς κι ότινα πιάσουν τρων τον Γαδ. διήγ. 244. 9) (Προκ. για όρκο) σταθερός: Όρκον ποιούσιν δυνατόν να μη αποχωρισθούσιν Ιμπ. 299. 10) (Προκ. για τόπο, πόλη, κάστρα κλπ.) καλά οχυρωμένος· ασφαλής (Η σημασ. στο Βλάχ.): εβάλανε τις γυναίκες τους και τα παιδία τους εισέ δυνατούς τόπους Χρον. σουλτ. 9433· είμαι σαν έναν ακριβό πόχει τσι θησαυρούς του| χωσμένους ’ς τόπο αδυνατό Ερωφ. Γ́ 136· Ο πύργος είναι δυνατός, γύρωθεν έχει κάστρον Φλώρ. 1313· με την χάριν του Θεού επήραν την Αλεξάνδραν, οπού είναι περίτου δυνατή παρά ούλες τές έχουν οι Σαρακηνοί κοντά εις θάλασσον Μαχ. 15211· Κλεισούρες ήσαν δυνατές, στενώματα μεγάλα Χρον. Τόκκων 2507. 11) (Προκ. για καιρό) άσχημος, κακός, βαρύς: οι πραματευτάδες οπού παν της θαλάσσου ού έτεροι λας αν λάχει ότι έχουν δυνατό καιρόν και ρίπτουν διά εκείνον τον κακόν καιρόν απέ τον βίον τους Ασσίζ. 29918· αν έν’ η ελπίδα σου εις γην, σ’ αμπέλια και εις χωράφια| από χειμώνος δυνατού, από ανυδριάς και ξήρας| ξηραίνονται και χάνονται Διδ. Σολ. Ρ 12. 12) (Προκ. για πόλεμο) σφοδρός, φοβερός: εδώσανε πόλεμο με τα φουσάτα του Μαμαλούκου πολλά δυνατό Χρον. σουλτ. 12636· Από του πλήθους του λαού, του δυνατού πολέμου,| τινάς ουκ ίσχυσεν ποσώς να φύγει από την Πόλιν Χρον. Μορ. H 869· άρχισε μάχην δυνατήν να πολεμεί τους Φράγκους Χρον. Μορ. H 1045. 13) (Προκ. για ομιλία, φωνή) βροντερός, δυνατός: Σκιάς οχ την εμιλιά μου| ποιος είμαι, την αδυνατή, μπορείς να με γνωρίσεις Κατζ. Β́ 103· με μία φωνή αδυνατή όλοι τους εγυρίσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 16818. 14) α) Σπουδαίος, σοβαρός: αν έρτουν εις την γην, είναι πολλοί Συργιάνοι και ζαρπότηδες και δεν μας αφήνουν να συντύχωμεν τα ζητήματά μας και είναι βαρετά και δυνατά Μαχ. 36830· Υιέ μου, αν ίδεις γέροντας και μυστικώς λαλούσιν| και έχουν λόγους δυνατούς, μηδέν τους περικόψεις Διδ. Σολ. Ρ 115· ανέν και τώρας συμπαθήσεις τους, άλλην φοράν θέλουν ποίσειν δυνατόττερην παραβουλίαν Μαχ. 57212· ήρτεν του κίνδυνος δυνατός και εμποδίστην Ασσίζ. 8912· ελπίδαν είχεν δυνατήν και θάρρος μέγα εις αύτον Χρον. Μορ. H 2153· β) (προκ. για συνέλευση) μεγάλος (Βλ. Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 215): να ποίσει κούρτην δυνατήν, να ιδούν τες μαρτυρίες του Χρον. Μορ. H 8141. 15) Πολύς, υπερβολικός: τα χιόνια ηύρεν δυνατά, πολλά πηχτά εις τα όρη Χρον. Μορ. H 2168· εις όσα γαρ εκέρδισε ο αφέντης και πατήρ μας| με βίαν και μόχθον δυνατόν, το εξεύρουσιν οι πάντες Χρον. Μορ. H 2734. Το ουδ. ως ουσ. α) δύναμη: το ακέραιον του φρονήματος, το δυνατόν του πόθου Φλώρ. 507· ηθέλησε να δείξει το δυνατόν του, το δίκαιον και το σοφόν Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υψϛ́ βοήθησον τους πάντας,| όσον έν’ το δυνατόν σου Ερμον. Η 290· β) σκληρότητα: Τελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλαίνει Ερωτόκρ. Δ́ 167.
       
  • δυστυχώ,
    Σπαν. A 209, Κομν., Διδασκ. Δ 336, Γλυκά, Στ. 377, Λόγ. παρηγ. L 185, Μανασσ., Χρον. 2538, Διγ. A 2581, Ερμον. Ψ 287, Χρον. Μορ. P 1824, Συναξ. γαδ. 3, Φλώρ. 1221, Λίβ. N 875, Πένθ. θαν.2 375, Σοφιαν., Παιδαγ. 95, Αιτωλ., Μύθ. 5617, 13014, Χρον. σουλτ. 2637, 3432, 7910, Χίκα, Μονωδ. 18, Ιστ. Βλαχ. 1925, 1939, Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [50], Α΄[921], Γ΄[385]· μτχ. αδυστυχημένος, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 107, 124· δυστυχημένος, Λόγ. παρηγ. O 184, Αγν., Ποιήμ. Ά́ 70, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών λζ́, πά́.
    Το αρχ. δυστυχέω. Η μτχ. δυστυχημένος στο Somav. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Είμαι δυστυχισμένος (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. δυστυχέω και σήμ., Δημητράκ. στη λ. I): αν ευτυχείς, μη χαίρεσαι και αν δυστυχείς, μη κλαίεις Γλυκά, Στ. 377. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κακότυχος (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 5): δυστυχισμένο βασίλειο Χρον. σουλτ. 2637· (με ουσ. που δηλώνουν χρόνο) που φέρνει δυστυχία, δυσοίωνος: δυστυχημένους χρόνους Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών λξ́· πολλά μ’ εφλόγησες, Τρίτη αδυστυχημένη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 124· μιαν πικραμένη Παρασκή,| δυστυχημένη Κυριακή Αγν., Ποιήμ. Ά́ 70.
       
  • εγώ,
    αντων., Αχιλλ. O 372, Πεντ. Γέν. XV 2, Λευιτ. XXII 3, Ερωφ. Ιντ. γ́ 2, 85, Δ́ 89, 192, 357, 616, Βοσκοπ. 464, Ερωτόκρ. Ά́ 763, 995, Β́ 57, 794, 898, 905, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 95, κ.π.α.· ’γώ, Λίβ. N 63, Αχιλλ. L 901, Αλεξ. 1516, 1545, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 39, Κυπρ. ερωτ. 82, Ερωφ. Έ́ 244, Ερωτόκρ. Ά́ 633, Γ́ 121, 160, κ.π.α.· εώ, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17125· εν. γεν. εμενός, Χρον. σουλτ. 14012· μου (μου), Μακρεμβ., Υσμ. 16122, Ασσίζ. 15529, 15823, Απόκοπ. 77, Κορων., Μπούας 68, Φαλιέρ., Θρ. 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά 49, Κυπρ. ερωτ. 1086, Βοσκοπ. 244, Ερωτόκρ. Ά́ 1062, Β́ 57, 59, 63, 897, Θυσ.2 60, Ροδολ. Έ́ [15, 19], κ.π.α.· αιτ. (ενίοτε σε χρ. γεν.) (ε)μέ(ν), Σπαν. A 37, Προδρ. I 29, II G 23, 24, 26o, III 114, 115, 431, Καλλίμ. 2413, Ασσίζ. 43413, Διγ. (Trapp) Esc. 143, Χρον. Μορ. P 5352, Φλώρ. 1647, Λίβ. Sc. 657, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1197, Αχιλλ. O 458, Ανακάλ. 29, Μαχ. 4446, Απόκοπ. 65, Σαχλ., Αφήγ. 440, Ψευδο-Σφρ. 15019, 1562, Πεντ. Γέν. III 12, XII 12, 18, XIV 21, Αρ. VIII 14, Κυπρ. ερωτ. 686, 8513, 9465, 10411, Ερωφ. Δ́ 686, 695, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών τν́, Ερωτόκρ. Ά́ 1241, Γ́ 100, Διήγ. ωραιότ. 41, 42, κ.π.α. (ε)μένα(ν), Προδρ. I 105, II G 32, III 268 (χφφ g VCSA) (κριτ. υπ.), IV 21 (χφ g) (κριτ. υπ.), 185, Διγ. (Trapp) Esc. 394, 452, Πτωχολ. P 217, Μαχ. 40235, Σαχλ., Αφήγ. 318, 511, Κυπρ. ερωτ. 675, Ερωφ. Ιντ. γ́ 82, Δ́ 52, 185, 338, 382, 399, 422, 585, 650, 705, Βοσκοπ. 451, Σεβήρ., Διαθ. 191, 192, Ερωτόκρ. Ά́ 918, 931, 1342, Β́ 828, Ροδολ. Ά́ [26, 29], Διγ. O 1942, κ.π.α.· πληθ. ονομ. (ε)μείς, Προδρ. III 74a (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μαχ. 36814, 38024, Αλεξ. 1521, 2029, Ερωφ. Ιντ. γ́ 87, 119, Ρωσσέρ. 25, Λίμπον. Επίλ. 25, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 87, κ.π.α.· αιτ. (ενίοτε σε χρ. γεν.) (ε)μάς, Διγ. (Trapp) Esc. 1010, Χρον. Μορ. P 3652, 3658, Λίβ. P 1999, Αχιλλ. N 149, Μαχ. 38011, Γεωργηλ., Θαν. 208, Απόκοπ. 113, 146, Πένθ. θαν.2 102, Ερωφ. Ά́ 611, Ιντ. β́ 56, 133, γ́ 55, Ερωτόκρ. Ά́ 1301, 1596, Β́ 27, Θυσ.2 169, 293, 370, Λεηλ. Παροικ. 132, κ.π.α.· μάσε, Πανώρ. Δ́ 27, 40, 96, Έ́ 365.
    Η αρχ. προσωπική αντων. εγώ. Οι τ. εμέ(ν), εμέναν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ σ. 540) και στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 57. Ο τ. εμενός πιθ. από επίδρ. της κατάλ. του αυτός. Ο τ. εώ σε βυζ. παροιμ. (Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 154) και σήμ. σε ιδιώμ. (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 222). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) α) (Για έμφαση ή για αντιδιαστολή) (Η χρ. αρχ., Steph., Θησ. 149D και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): εγώ ’πηρέτης να γενώ τάσσω τση μάνητάς σου Ερωφ. Ιντ. γ́ 51· ήρθα κι εγώ στο κάλεσμα ετούτον οπού γίνη Ερωτόκρ. Β́ 794· Τότες εμείς εμείναμεν κάμποσον συγχυσμένοι Λίμπον. Επίλ. 25· πάλι εγώ λωλότερος είχα ’σται από κείνο Ερωφ. Δ́ 616· β) (για έμφαση με εκφορά συγχρόνως δύο διαφορετικών τ. της αντων.) (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Γλυτώνεις τον άντραν μου, ο ποίος μεγάλον κακόν και θάνατον θέλει μου δώσειν εμέναν Μαχ. 40235· οπού με παρεδώκασιν εις το σκολειόν εμέναν Προδρ. IV 21 (χφ g) (κριτ. υπ.)· μου ’χουν και πωμένα| πολλοί, πως κείνο το σπαθί είναι δικό μου μένα Ερωτόκρ. Β́ 828. 2) α) Η γεν. μού (μου) και η αιτ. (ε)μένα, (ε)μάς ως κτητ. αντων.) (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): εγώ στο νου μου το ’βαλα να κονταροχτυπήσω Ερωτόκρ. Β́ 57· Γιατ’ άλλος εις τη χώρα μας δεν είναι σαν εσένα Ερωτόκρ. Β́ 27· Το τέκνο μας δεν είν’ εμάς, μόν’ είναι πλιά δικό ντου Θυσ.2 169· «μην φοβάσαι,| γιατί εμένα η ψυχή εσένα αγαπά σε …» Διγ. O 1942· β) (με επίρρ.): ποτέ μου Ροδολ. Έ́ [15]· πλιό μου Ροδολ. Έ́ [19]· πάντα μου Κυπρ. ερωτ. 1086. 3) Ως αυτοπαθής αντων.: πάλιν εξαδιάγερνα και λέγω προς εμέναν Σαχλ., Αφήγ. 318· Τον ίδιο εμένα ντρέπομαι Ροδολ. Ά́ [29]· ανίσως κι εις εμέναν ποίσω στρέμμαν| ποτέ, θέλω να γράψω ν’ αγροικάται Κυπρ. ερωτ. 675. 4) Οι πλάγιες πτώσεις με ρ. ή με εμπρόθ. προσδιορ. (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): κατέχω τούτα που μου λες Ερωτόκρ. Β́ 63· μου πλήθυνε τη ζάλη Ερωτόκρ. Ά́ 1062· μόνην με καταλείψατε Καλλίμ. 2413· όλα τα κάστρη παρευτύς μας θέλουν προσκυνήσει Χρον. Μορ. P 3658· ο αφέντης μας ο ρήγας έπεψέν μας Μαχ. 38011· Γύρισ’, αφέντη μου, να ζεις, γύρισε προς εμένα Ερωφ. Δ́ 399· για μεν μηδέν θρηνήσεις Κυπρ. ερωτ. 10411.
       
  • ειδέ,
    σύνδ., Σπαν. (Ζώρ.) V 217, 267, Διδ. Σολ. Ρ 80, Προδρ. III 224 α (χφφ HgCSA) (κριτ. υπ.), 270, 270 (χφ g) (κριτ. υπ.), 364, 409, Ασσίζ. 12422, Διγ. Z 644, Πουλολ. Z 252, Διήγ. Βελ. 380, Διαθ. Ακοτ. 14831, 38, Μαχ. 12624, 1348‑9, 16037, 21218, 24427, 46616, 48031, 54819, 55225, 57428, 31, Σφρ., Χρον. μ. 11410, Χούμνου, Κοσμογ. 424, Άνθ. χαρ. 29112, Κώδ. Χρονογρ. 49, 5024, Ιστ. πατρ. 1886, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ριέ́, Έγγρ. του 1630 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 8217), Διγ. Άνδρ. 3233, 40825, 38, Βακτ. αρχιερ. 149, Διακρούσ. 8624· είδε, Ασσίζ. 1743· ειδές, Σπαν. (Ζώρ.) V 290 (έκδ. ιδές· διορθώσ.), Φορτουν. (Vinc.) Β́ 40, Ιντ. γ́ 123.
    Από τη συνεκφ. των συνδ. ει και δε (L‑S, λ. εί BVII3c). Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Δημητράκ., λ. εί 11).
    1) α) Έτσι και, σε περίπτωση που, αν: Ειδέ ο τόπος δεν ηθέλε σπέρνεται και ηθέλε έχειν ζώα μέσαν και εθέλασιν να σπέρνου, τα άνωθεν χωράφια να είναι κρατημένοι να τα φράζουν να είναι περιβολιασμένα Έγγρ. του 1630 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 8217β) έκφρ. ειδέ και = έτσι και, σε περίπτωση που, αν (Η σημασ. μτγν., Bauer, Wört., λ. εί VI 2 και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ́́ 614. Βλ. και Andr., Lex., λ. εί): Ειδέ και κάμεις αλλέως, γνώριζε καλά ότι από τα χέρια μας δεν γλυτώνεις Διγ. Άνδρ. 3233· γ) έκφρ. ειδέ και αν = σε περίπτωση που (Η σημασ. και σήμ. στην Κεφαλληνία, Andr., Lex., λ. εί): Υιέ μου, ειδέ και αν έπταισες ή φόνον εποιήσας,| υιέ μου, την γυναίκαν σου μηδέν τ’ ομολογήσεις Σπαν. (Ζώρ.) V 217. 2) α) Αλλιώς, ειδεμή (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εί BVII3c και σήμ. ιδιωμ., Δημητράκ., λ. εί 11): να μου δώσουν κάστρη, καθώς έδωκαν και του πατρός μου, ειδέ θέλω τους αφανίσει από το πρόσωπον της γης Κώδ. Χρονογρ. 5024. Ιδιάζ. χρ. ειδέ(ς) αλλιώς, ειδ(έ) αλλέως βλ. αλλέως 2 ιδιάζ. χρ.· β) έκφρ. ειδέ καν ου = (α) αλλιώς (Η σημασ. και σήμ. στην Κύπρο, Andr., Lex., λ. εί και Σακ., Κυπρ. Β́́ 538): «Μηδέν πας· ειδέ καν ου, σκοτώννου σε» Μαχ. 54819. (β) ειδεμή, ειδάλλως: έπαρ’ με ομπρός εις τον ρήγα, ουδέ καν ου, ποίσε του μαντατοφορίαν εις τον ρήγα να με αφήσει να πάγω ομπρός του Μαχ. 6462· Εάν γένηται ότι είς σκλάβος ή μία σκλάβα να την κλέψουν ... να μηδέν ένῃ κανείς τοιούτως απότορμος να χώσει ή να λάβει εκείνην την κακοπραθείαν, αμέ να το ποίσει νώσιν του αυθέντη του απού την έχασεν, ουδέ καν ου, εκείνος ή εκείνη απού να το κρύψει να πέσει εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη Ασσίζ. 15211. 3) Αλλά, όμως, ενώ: οι σκύλλοι είναι ολιγόζωτοι και δεν έχουν ζωήν όσον ς́́ χρόνους και ψοφούσιν, ειδέ ο θυμός του αφέντη πολομά πολλήν ζημίαν εις ρέντες Μαχ. 24427. 4) Είτε (Βλ. και Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.), σ. 268): διότι ουδέν εύρισκεν καμίαν μαρτυρίαν απού τον είδαν να το αγοράσει είδε εχαρίσαν τού το κανείς εις την Σαρακηνιάν, το δίκαιον ορίζει Ασσίζ. 1743. 5) (Με προηγ. άρνηση) ούτε (Πβ. τη μτγν. χρ. του ει ως αρν. μόρ. Δημητράκ., λ. εί 13): αν ουδέν ένι κελεφή (ενν. η γυναίκα) ειδέ σεληνιάζεται, ημπορεί καλά να τα αναγιώσει, … ως άνωθεν γέγραπται Ασσίζ. 12422. 6) Όταν, μόλις: Ειδέ οι παράνομοι Τούρκοι εμάθαν τα πικρά μαντάτα … ελυπήθησαν πολλά Μαχ. 1348‑9. 7) Τότε λοιπόν: Ειδέ οι Γενουβήσοι, ανθρώποι τζιγαριστάδες … αρχέψαν και εμουρμουρίζαν εις την Αμμόχουστον να έλθου να ζητήσουν του ρηγός δουκάτα κατά τα στοιχήματα της αγάπης Μαχ. 55225.
       
  • είδησις ‑ση
    η, Act. Lavr. 5627, 6535, Ασσίζ. 617, 277, 434, 718, 755, 7711, 9628, 1594, 1766, 20230, 22118, 25417, 31328, 31413, 32411, 36121, 38520, 41018, 44113, 47210, 4731, Ελλην. νόμ. 55420, Χρον. Μορ. H 5218, 8584, Αρμεν., Εξάβ. Γ́́ 322, Φλώρ. 283, Λίβ. P 909, Λίβ. Sc. 952, 1151, 1659, 2021, Λίβ. Esc. 591, 694, 2253, 2757, 2811, Λίβ. N 487, 569, 1989, Μαχ. 27836, Βεντράμ., Γυν. 2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 286, 1340, Ιστ. πατρ. 10510, 1403, 1587, 1829, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υς́́, Ιστ. Βλαχ. 488, 1011, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, Συναδ., Χρον. 46, Χριστ. διδασκ. 41, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26210, κ.π.α.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) α) Το να γνωρίζει κάπ. κ., γνώση, επίγνωση κάπ. πράγματος (Βλ. τη μτγν. σημασ., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): χωρίς γνώμης συνοδικής ή ειδήσεως των κληρικών Ιστ. πατρ. 1829· Άλλος κἀκείνος Πρόδρομος κληθήσεται και δώσει| την των πραγμάτων είδησιν τοις ανοήτοις γνώσιν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1340· εγώ τους είπα την πάσαν αλήθειαν το πως δεν έχω είδησιν, και αυτοί δεν με επίστευσαν Συναδ., Χρον. 46· β) (νομ. έκφρ.) εν ειδήσει = με επίγνωση (Η σημασ. τον 6. αι., Lampe, Lex. στη λ. 3): Ο μεν εν ειδήσει το αλλότριον αγοράσας ουδέποτε αυτού γίνεται δεσπότης Αρμεν., Εξάβ. Γ́́ 322. 2) Πληροφορία, μήνυμα, αγγελία (Η σημασ. το 10. αι., Sophocl. στη λ. 2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): κράτει, Λίβιστρε, διά αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε Λίβ. N 487· είδησιν δίδουν παρευθύς Χρυσόν (κριτ. υπ.) τον βασιλέαν Λίβ. Sc. 1151. 3) α) Απόλυση από μια εργασία: το δίκαιον ορίζει ότι ο κύρης ή η κυρά οπού τους εκράτησεν, ένι κρατούμενος να τους δώσουν είδησιν, ήγουν απολογίαν Ασσίζ. 718· β) διαταγή: «είδηση, αφέντη, βάλε,| να μηδέν γδύνουν τσ’ εκκλησιές, ήσυχα να περάσου,| κι όρισε τούτο να γενεί η Υψηλότητά σου» Τζάνε, Κρ. πόλ. 26210. 4) Συγκατάθεση, άδεια (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 44101): το δίκαιον ορίζει ότι ο νοικοκύρης ημπορεί να βάλλει κλειδίν και να κλειδώσει το εσπίτιν του επάνω εις παν πράγμα τό έχει ο οίκος και να τα πουλήσει με την είδησιν του βισκούντη Ασσίζ. 755· εκείνος να επήγεν εκεί να έσγαψεν, άνευ να επάρει είδηση απέ τον αφέντη της χώρας να σγάψει Ασσίζ. 47210.
       
  • ειδωλολάτρισσα
    η, Άνθ. χαρ. 29521, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών τν́́.
    Από το ουσ. ειδωλολάτρης και την κατάλ. ‑ισσα. Πβ. L‑S Κων/νίδη Συμπλ. (λ. ειδωλολάτρις). (Βλ. Δημητράκ., λ. ειδωλολάτρης).
    Αυτή που λατρεύει τα είδωλα (Πβ. L‑S Κων/νίδη Συμπλ., λ. ειδωλολάτρις): όταν ο Σολομών ήτον ομπρός εις το τέμπλος ηγάπησεν μίαν ειδωλολάτρισσα Άνθ. χαρ. 29521.
       
  • ειρηνεύω,
    Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 129, 234, Ασσίζ. 20425, Ιατροσ. 2081, Chron. br. (Loen.) 14, 27, Βίος Αλ. 5355, Αχιλλ. N 1785, Χρον. Τόκκων 1978, Δούκ. 24527, 27920, 3157, 40922, Σφρ., Χρον. μ. 14211, Αλεξ. 397, 513, Έκθ. χρον. 187, 217, 654, Διήγ. Αλ. G 270, 275, Ψευδο-Σφρ. 1983, Αχέλ. 1170, Θρ. Κύπρ. K 208, Θρ. Κύπρ. M 167, Χρον. σουλτ. 9811, 12515‑6, Ιστ. πολιτ. 3112, 732, 7, Ιστ. πατρ. 1125, Δωρ. Μον. XLIII, Μικρ. χρον. Yale 77, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών πή́, Ιστ. Βλαχ. 99, 139, 377, 549, 1026, 1271, 1476, 1482, 2624, Σουμμ., Ρεμπελ. 181 δις, 182, 191 δις, 192, Διγ. Άνδρ. 3256, 4088, Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. ά́ [51], Γ́́ [471], Δ́́ [783], Ζήν. Β́́ 424, Διακρούσ. 1155, Τζάνε, Κρ. πόλ. 40422, 5326, 55823· ειρηνεύγω, Ασσίζ. 26931· ερηνεύω, Ch. pop. 428, Φαλιέρ., Θρ. 285· ’ρηνεύω, Χούμνου, Κοσμογ. 911, 2046, Αλεξ. 394, 1897, 2420, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 161.
    Το αρχ. ειρηνεύω. Ο τ. ’ρηνεύω και σήμ. στη Χίο και ’ρηνεύομαι στην Κεφαλληνία (Andr., Lex., λ. ειρηνεύω). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Αποκαθιστώ την ειρήνη ανάμεσα σε διαμαχόμενους, συμφιλιώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ειρήνευσε τον τόπον του με όλα τα ρηγάτα| και έπαυσαν οι πόλεμοι Ιστ. Βλαχ. 99· η αγάπη ειρηνεύει φουσάτα, ελευθερώνει αιχμαλώτους Διγ. Άνδρ. 3256. 2) α) Γαληνεύω κάπ. ή κ. (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 1c): Ειρήνευσον τον κόσμον σου ως Θεός και Δεσπότης Διακρούσ. 1155· ο Παύλος ο απόστολος και πάντας ειρηνεύει Ιστ. Βλαχ. 2624· Τώρα, Μυρτίνε, το λοιπόν ειρήνευσε τον νουν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [471]· αν ειρηνεύσεις την ψυχήν, τον χόλον αν κοιμίσεις Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 234· ειρήνεψε τ’ αμμάτια σου, μέρωσε τον εαυτό σου Ζήν. Β́́ 424· β) καθησυχάζω κάπ. (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 2): δεξιώσας αυτόν συν δώροις και μειλιχίοις λόγοις, ειρήνευσεν αυτόν, άρας εκ μέσου πάντα παρεληλυθότα σκάνδαλα Δούκ. 27920· το παιδάκι (αντικ.) ερήνευε κι αντίς να κλαίγει εγέλα Χούμνου, Κοσμογ. 2046· γ) σταματώ, παύω: να ειρηνεύσουν και τα πταισίματά τους Σουμμ., Ρεμπελ. 182. Β´ Αμτβ. 1) Συνάπτω ειρήνη με κάπ., παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): εστράτευσε πάλιν κατά Πελοποννήσου … και ούτως ειρηνεύσας ανέστρεψεν Ιστ. πολιτ. 3112· τους άλλους βασιλείς …| με την πολλήν σου φρόνησιν| κάμε να ειρηνεύουν Ιστ. Βλαχ. 1482. 2) Συμφιλιώνομαι (Πβ. L‑S στη λ. II. Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1): Αυτείνοι σαν τον ήκουσαν, …| αφήκασι τα μαλωτά, τότε κι οι δυο ’ρηνεύουν Αλεξ. 2420. 3) α) Γαληνεύω, ησυχάζω: ούτως τα πάντα των Ρωμαίων ειρήνευσαν Ψευδο-Σφρ. 1983· β) (συν. προκ. για άνθρωπο ζωηρό, πολυτάραχο) αδρανώ, ησυχάζω (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 2. Βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 2a): ηυξήθη δε τόσον ότι ήρξατο αρπάζειν και καταπατείν τα όρια των Οτμανληδών. Αλλ’ ουν ο σουλτάν Σελίμης καίπερ ακούων ειρήνευε και μάχην και πόλεμον ουκ εκίνησεν Ιστ. πολιτ. 732· ποτέ σου δεν ειρήνευσες εις όλην την ζωή σου,| μόν’ σκάνδαλα και ταραχάς κάμνεις Ιστ. Βλαχ. 1271· γ) καταπραΰνομαι: τα πάθη των Ρωμιών σήμερον ειρηνεύσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 40422· δ) σταματώ, παύω: να ειρηνεύσουν τα περίσσια κακά και άσκημες πράξεις Σουμμ., Ρεμπελ. 191. II. Μέσ. 1) Συμφιλιώνομαι (Η σημασ. στον Αριστ., L‑S στη λ. II και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1): να μη σκοτώνουνται συχνιά και να ειρηνευτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 5326. 2) Ησυχάζω: ειρηνεύτη ο τόπος από τα τόσα κακά και σκάνταλα Σουμμ., Ρεμπελ. 92. Η μτχ. ειρηνεμένος ως επίθ. = γαλήνιος (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ. 3): ζωή ειρηνεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. ά́ [51].
       
  • εισόδημα
    το, Δούκ. 2618, Σφρ., Χρον. μ. 2021, 6012, 6827, 7626, Έκθ. χρον. 2420, 4720, 688, Χρον. σουλτ. 8624, Ιστ. πολιτ. 3510, Ιστ. πατρ. 16610, Δωρ. Μον. XIX, XXVI, XL, Συναδ., Χρον. 54· εισ(σ)όδεμα, Μαχ. 2634, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υλζ́́· εσόδημα, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 71, Crusius, Turcogr. 313, 314· σόδημα, Θησ. Ϛ́́ [71], Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 372.
    Από το εισοδεύω κατά το γέννημα (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και ο τ. σόδημα και σήμ. (Δημητράκ.).
    Έσοδα, εισόδημα (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): Ο δε ρήγας ηρώτησε διά τον τόπον του Μορέως, πώς είναι και τι εισοδήματα έχει Δωρ. Μον. XL· «Είχαν ’σοδήματα πολλά απέ τα γονικά τους» Θησ. Ϛ́́ [71].
       
  • είτι,
    αντων., Σπαν. A 502, Σπαν. (Ζώρ.) V 46, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 484, Λόγ. παρηγ. O 219 (χφ είτη· έκδ. ει τε· βλ. και Σβορ., Αθ. 47, 1937, 127), Καλλίμ. 672, Βέλθ. 890, Χρον. Μορ. P 393, 6364, Πουλολ. Z 357, Αρμεν., Εξάβ. Δ́́ 918, Φλώρ. 1332, Λίβ. P 2087, Λίβ. Sc. 1315, 1752, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 997, Αχιλλ. L 728, Χρον. Τόκκων 3278, Rechenb. 34, Διαθ. Ακοτ. 148, Μαχ. 1622, 2413, 26424, 33229, 33611, 3487, 40223, Θησ. (Foll.) I 18, 29 δις, 91, 108, Θησ. (Schmitt) 336 V 97, 98, Ch. pop. 335, Χούμνου, Κοσμογ. 1176, 1424, Βουστρ. 443, 450, 455, 488, 527, 536, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 418, Αλεξ. 801, 2193, Κορων., Μπούας 83, Ζήνου, Βατραχ. Πρόλ. 10, Σοφιαν., Παιδαγ. 103, Τριβ., Ρε 211, Αχέλ. 868, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 53, Χρον. σουλτ. 8737, 13220, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ρλή́, Σεβήρ., Διαθ. 19041, 42, Ιστ. Βλαχ. 32, 368, 2148, Έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 3227, 1948), Διήγ. ωραιότ. 153, Βακτ. αρχιερ. 210, Λίμπον. 279, Χριστ. διδασκ. 37, Αγαπ., Γεωπον. 136, κ.π.α.· είτιν, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 231· ούτι, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νζ́́.
    Από τη συνεκφ. του αρχ. συνδ. ει και του ουδ. της αντων. τις (Passow, Handwört., λ. ει I. C, 1). Η λ. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́́ 538).
    Ό,τι, όσο (Η σημασ. αρχ., Passow, Handwört., λ. ει I. C, 1 και σήμ. στην Κύπρο, (Σακ., Κυπρ. Β́ 538)): «… είτι πικρόν και επώδυνον εσέν το θέλω ποίσει» Λίβ. Sc. 1752· όρισεν τους μαντατοφόρους … να δώσουσιν τους Γενουβήσους τους φονιάδες τους Βενετίκους και είτι πράμαν τους επήραν Μαχ. 33229· οπόταν ίδεις γέροντας, ανθρώπους πειρασμένους,| είτι λαλούν υπόθεσιν μη περικόπτεις τούτους Σπαν. (Λάμπρ.) Va 484· από ξαυτής τους έμαθαν είτι εγίνην Μαχ. 3487· εγροίκησα είτι μου είπες και φαίνεταί μου και λαλείς καλά Βουστρ. 450· «… εις κάθε βιβλίον είτι το τιμήσετε να σας το πληρώσω» Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ρλή́· τα επίλοιπα, είτι θέλουν περισσεύσει Διαθ. Ακοτ. 148· Όλα διά μέσου του λόγου εγίνηκαν και χωρίς αυτόν δεν έγινε κανένα είτι έγινε Χριστ. διδασκ. 37· «… κάμε είτι σου αρέσει» Χρον. σουλτ. 8737· εμείς θέλομεν σου βουθήσειν είτι να ’ναι χρήση Βουστρ. 488· (με το και α(ν) πριν ή μετά το είτι): την τύχην ευχαρίστει την καν είτι σε ποιήσει Λόγ. παρηγ. O 219· να μου λέγεις, Δέσποινα, είτι και α σε ρωτήσω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 997· Είτι κι αν έναι η αφορμή, ας έναι είτι κι αν θέλει Θησ. (Foll.) I 29· «βάνε εις το ζουμί, είτι και αν είναι, δεκαπέντε μούσκλα …» Αγαπ., Γεωπον. 136· (έναρθρο): έφηκα του αντρός μου του άνω γεγραμμένου το είτι και αν είχα Έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 1948ο λόγος μας ακούεται, όταν παρακαλούμεν,| και γίνεται μετά χαράς το είτι σου ζητούμεν Ιστ. Βλαχ. 32· Τότες το είτι εγένηκε εγώ ουδέν το είδα Διήγ. ωραιότ. 153.
       
  • εκδικώ,
    Σπαν. A 252, Κομν., Διδασκ. Δ 219, Προδρ. I 39, Ασσίζ. 21330, 4667, Ελλην. νόμ. 51515, 57726, 5784‑5, 57917, Πόλ. Τρωάδ. 515, 539, 546, 786, Χρον. Μορ. H 5510, 6792, Βίος Αλ. 5371, Αχιλλ. N 1797, Χρον. Τόκκων 495, Μαχ. 35421, 47611, 54012, 54429, Δούκ. 3659, Θησ. Β́ [148], Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 339, Β́́ 127, Γ́́ 381, 83δίς, 612, Δ́́ 1050 σχόλ., 1114, 1514, Βυζ. Ιλιάδ. 1136, Αιτωλ., Μύθ. 698, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σμή́, Λίμπον. 455· γδικώ, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ [215], Ζήν. Γ́́ 330, Τζάνε, Κρ. πόλ. 49812· εξεδικώ, Σταυριν. 736, Ιστ. Βλαχ. 2524· εξεκδικώ, Θησ. Β́́ [386], Θησ. (Schmitt) 336, V 97, 98, Αλεξ. 1368, Ψευδο-Δωρ. 54· ’κδικώ, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 320, Θησ. IB́́ [104], Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [1409]· ξεγδικούμαι, Ευγέν. 408· ξεγδικώ, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιη΄ 5· ξεδικώ, Αλεξ. 1344, Αιτωλ., Μύθ. 14012, Σταυριν. 218, Ιστ. Βλαχ. 648, 662, 1210, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [1383], Διακρούσ. 7424· ξεκδικώ, Πόλ. Τρωάδ. 647, Θησ. Υπόθ. [4], Β́́ [378, 405], Αλεξ. 78, 84, 626, 2388, 2410, 2417.
    Το αρχ. εκδικέω. Το μέσ. και σήμ. (Δημητράκ.). Οι τ. γδικώ και ξεγδικούμαι και στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ́ 590 και Β́́ 402.
    I. Ενεργ. 1) Ζητώ εκδίκηση για κ. (Η σημασ. μτγν., L‑S, στη λ. I1): το αίμα εκδικήσαντες μεγάλου του Αχιλλέως Αχιλλ. N 1797. 2) α) Παίρνω εκδίκηση από κάπ. χάριν άλλου (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S, στη λ. ΙΙ1): θέλει τον Αντίγονον για να τονε σκοτώσει,| εκείνον τον πατέρα της να τονε ξεκδικήσει Αλεξ. 2388· Ειπές και τις σε φόνευσε κι εγώ για να ορίσω,| σ’ εκείνους οπού σ’ έσφαξαν να σε εξεκδικήσω Αλεξ. 1368· φρ. εκδικώ τινά από τινος = υπερασπίζω κάπ. για λογαριασμό άλλου (Η σημασ. μτγν., L‑S, στη λ. II1): ήλθαμεν ώδε να τον βάλομεν εις νομήν του ρηγάτου του και να τον εκδικήσομεν από τους εχθρούς του Μαχ. 47611· β) βοηθώ κάπ. που αδικείται, υπερασπίζω (Η σημασ. μτγν., L‑S, στη λ. II1): «Λαβέ την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν Κυρίου». Τότε τροπήν έξονται οι Τούρκοι και οι Ρωμαίοι καταδιώξουσιν αυτούς Δούκ. 3659· τον Θεόν ευχαριστώ …| αφότου με εξεδίκησεν ως το είδετε ατοί σας Χρον. Μορ. H 5510· γ) (νομ.) υπερασπίζω (Η σημασ. μτγν. και σε επιγρ., L‑S, στη λ. II2): ούτως άρξονται (ενν. οι συνήγοροι) λαλείν, συνηγορείν τῃ κρίσει| προσέχοντες, αμφότερα (κριτ. υπ.) τα μέρη εκδικούντες Ελλην. νόμ. 51515· Αυτός από την κάκηταν, τήν είχεν εις το δούκα,| εις τον Βρανέζην έστειλεν τάζοντα να του δώσει| το Αγγελόκαστρον αυτό μήνα τον εκδικήσει Χρον. Τόκκων 495. 3) Διεκδικώ, απαιτώ (Η σημασ. σε επιγρ., L‑S, στη λ. III): Τα εκ του προτέρου γάμου κερδαιθέντα, καν δευτερογαμήσωσιν οι γονείς δύνανται τα παιδία του πρώτου γάμου εκδικείν αυτά Ελλην. νόμ. 5784‑5. 4) Παίρνω εκδίκηση (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, στη λ. I1): μηδέ θελέσεις <εκδικείν> εις τον καθένα λόγον·| άνθρωπος είσαι και εσύ και καθ’ εκάστην σφάλλεις Σπαν. A 252. II. Μέσ. Α´ (Μτβ.) εκδικούμαι, τιμωρώ (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, στη λ. I1· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): στρατιώτη, εγνώριζε, εδάρι εξεδικήθην| τήν (ενν. κονταρέαν) εποίκες του Ραδινού Πόλ. Τρωάδ. 546· τότε τον εχθρόν υμών λαβόντες ανά χείρας| εκδικηθήσεσθε καλώς Βίος Αλ. 5371· (με σύστ. αντικ.): ελληνικά εγράφασιν γράμματα το σπαθίν του,| εκδίκησιν να εκδικηθεί απέ τον θάνατόν του Πόλ. Τρωάδ. 786. Β´ (Αμτβ.) τιμωρώ (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, στη λ. Ι1· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): εδώ ουκ έναι μέσα τους έχθρα θανατίσιμη,| ούτε γυρεύουν πταίσιμον να εξεκδικηθούσι Θησ. (Schmitt) 336 V 97, 98· «… εις τον εχθρόν σας και οι δυο τότε ξεκδικηθείτε,| εγώ που δε σας έφταισα εσείς εμέν αφείτε» Αλεξ. 2417.
       
  • εκεί,
    επίρρ., Γλυκά, Στ. 242, Ελλην. νόμ. 56222, Διγ. A 862, Διγ. Esc. 225, Χρον. Μορ. H 110, 1430, 1664, 2222, 3593, 3782, 4352, Απολλών. 418, Λίβ. Esc. 3576, Φυσιολ. (Legr.) 322, Φυσιολ. 3419, Μαχ. 4165, 6841, Πένθ. θαν.2 493, Πεντ. Δευτ. XIII 13, Αχέλ. 1576, Ιστ. πατρ. 14213, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462, Ερωφ. Ά́ 126, Σουμμ., Ρεμπελ. 184, Ερωτόκρ. Ά́ 364, 437, 456, Β́́ 119, 348, 372, 499, 563, 573, 635, 687, Ρωσσέρ. 53, Διγ. O 225, 303,1625, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2834, 51119, 5234, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ριβ́́ κ.α.· έκε, Άσμα σεισμ. 45· εκεία, Μαχ. 3421· (ε)κειά, Μαχ. 43, 3409, Κυπρ. ερωτ. 188· ’κεί, Διγ. (Trapp) Esc. 729, Απολλών. (Wagn.) 421, 425, Αλεξ. 546, 1555, Δεφ., Λόγ. 266, Θρ. Κύπρ. M 695, Ερωφ. Ά́ 208, Σταυριν. 398, Ερωτόκρ. Ά́ 536, 2001, Β́́ 754, Γ́́ 373, Στάθ. Γ́́ 81, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20424, 47622, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 328.
    Το αρχ. επίρρ. εκεί. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.). Τ. κεί αρχ. (L‑S Suppl., λ. εκεί) και σήμ. (Δημητράκ., λ. εκεί). Ο τ. εκειά και σήμ. στην Κάρπαθο (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. εκεί) και στην Κρήτη (Σπυριδ., Κρητικά 1, 1930, 47). Ο τ. κεια και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εκεί) και στην Κάρπαθο (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. εκεί).
    1) Εκεί, σ’ εκείνη τη θέση, σ’ εκείνο το μέρος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): « … πώς το γιγνώσκεις; ήσουν εκεί ή ήκουσές το;» Ελλην. νόμ. 56222· οκάτι ολίγον προς εκεί ένι η Καλαμάτα Χρον. Μορ. H 1664· εκάλεσαν το όνομα του τόπου ’κεί Πλατόνι Αλεξ. 546· (με επίρρ. για να προσδιορίσει ακριβέστερα τον τόπο): λαβωμένοι και άρρωστοι ’κεί όξω κοινωνούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 20424· 2) α) (Με ρ. που δηλώνει κίνηση) προς εκείνο τον τόπο, προς εκείνη την κατεύθυνση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): Εν τούτῳ ορμήσασιν εκεί, ολόρθα υπαγαίνουν Χρον. Μορ. H 1430· β) (προκ. για κίνηση) αποεκεί: Είς Τούρκος με αποκοτιάν μπαίνει να το (ενν. το γεφύρι) πατήσει κι η τύχη του τον ήφερεν εκεί να μην γυρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2834. 3) α) Έκφρ. εδώ κι εκεί, επά κι εκεί, ωδά κι εκειά, εδά κι εκειά = πέρα δώθε, πάνω κάτω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): οι κάμποι δεν τ’ αρέσουσι, κι ο τόπος δεν τον παίρνει,| κι επά κι εκεί με το φαρί συχνοπηαινογιαγέρνει Ερωτόκρ. Β́́ 348· γιατί γυρίζεις| το πρόσωπό σου εδώ κι εκεί, τι ’χεις και δεν αρχίζεις; Ερωφ. Ά́ 126· β) έκφρ. ώδε κι εκεί = από την μια και την άλλη μεριά: ώδε κι εκεί του ποταμού Μαχ. 4165. 4) (Χρον.) α) τότε (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): Εκείνοι δεν υποφέρασιν οράν θρήνον της αδελφής των,| λόγους της λέγουσιν εκεί να την παρηγορήσουν Διγ. A 862· εκεί βαθυαναστενάζοντας ο νεκρός λέγει, ώ εμένα Ρωσσέρ. 53· β) (με την αντων. που) την ώρα που, την στιγμή που, ενώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): εκεί που εκοιμάτονε ο νιότερος του φάνη|, πως ήρθε πόδας λιονταριού Ερωτόκρ. Β́́ 687· το μεν συκώτιν και η καρδία εκεί οπού να θυμιάσεις διώχνει τους δαίμονας Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ριβ́́· γ) (με το ως) μέχρι αυτό το σημείο: Κακός εχθρός η φυλακή, ποτέ πιστά ου φυλάσσει,| μεσίτην ου προσδέχεται, φίλον τινά ουκ έχει·| μακάρι μη λουρδίζεται με τα [δισ]σά ματίτσια,| ως εκεί παίζει μετ’ εσέν, ως εκεί μετριάζει,| ως ου να εμβείς εις κάρτζουκον και ως ου να εμπλάκης Γλυκά, Στ. 242· ελόγιαζε πως ως εκεί είναι το χάρισμα απού του εδόθη παρά της κυρίας του κόσμου Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462. 5) (Εναντιωμ.) (με την αντων. οπού) ενώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 9): εκεί οπού οι άρχοντες ήλπιζον να τον έχουν βοηθόν τους … εφάνη ενάντιος των αρχόντων κατά πολλά Σουμμ., Ρεμπελ. 184. 6) (Για να δηλώσει αποδοκιμασία, αγανάκτηση, κλπ.) (Η χρήση και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): Όφου! μαντάτο άπονον, κακόν εκεί μαντάτο,| οπού ’πεσεν στον Χάνδακα με τη φωτιά γεμάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 51119.
       
  • εκκυλίνδω,
    Ευγεν., Δρόσ. Ϛ́́ 147, Μανασσ., Χρον. 683, 2872, 5110, 5604, 6165, Παράφρ. Μανασσ. 312, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών κγ́́ δις.
    Το αρχ. εκκυλίνδω.
    I. Ενεργ. (προκ. για εξουσία) ανατρέπω: της αρχής εκκυλισθείς τάλας εταρταρώθη Μανασσ., Χρον. 5604. IΙ. Μέσ. 1) (Μεταφ.) κατρακυλώ, βυθίζομαι (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1): ου μην, αλλ’ εκκεκύλιστο και προς παρανομίαν Μανασσ., Χρον. 5110. 2) Παρεκτρέπομαι, παρεκκλίνω: ελεύθεροι στέλλεσθε συν καλῄ τύχῃ.| Μη γαρ τοσούτον εκκυλισθείη Χάγος| της συμπαθείας του καθήκοντος τρόπου| ως αιχμαλώτους μηδέν ηδικηκότας (παραλ. 2 στ.) δεσμούς βιαίοις συγκατασχείν εισέτι Ευγεν., Δρόσ. Ϛ́́ 147. 3) Κατρακυλώ: ο δικαστής ανέκραγεν, επεγγελών τῳ πάθει:| «Γινώσκεις, Ισοκάσιε, πόθεν εξεκυλίσθης| και πού σε νυν κατήγαγεν ο κύβος ο της τύχης;» Μανασσ., Χρον. 2872.
       
  • ελαττώνω,
    Λίβ. Sc. 2163, Λίβ. N 2974, Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 7, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σ. μ́́.
    Το αρχ. ελαττόω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Βλάπτω κ.: όλα τα ελαττώσασιν αφότου εχωρίσαν| από της Ρώμης εκκλησίας Χρον. Μορ. H 812. 2) (Μέσ.) στερούμαι, χάνω: ουκ ελαττώθης τίποτες ποσώς εκ της τιμής σου Λίβ. Esc. 3345.
       
  • εμβασία
    η, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών θ΄· εμπασά· εμπασία, Χριστ. διδασκ. 105· εμπασιά, Κρ. συμβόλ. 27· ʼμπασία, Αλεξ. 2904.
    Από το ουσ. έμβασις και την κατάλ. -ία. Ο τ. εμπασά και σήμ. στή Χίο (Andr., Lex.) και στην Κρήτη (Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 325, λ. εμπασιά). Ο τ. εμπασιά και σήμ. στη Λέρο (Andr., Lex., λ. εμβασία). Ο τ. ’μπασιά και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. εμβασία). Η λ. στο Du Cange.
    1) α) Είσοδος (βλ. και Du Cange· η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex.): την εμπασία Σουμμ., Ρεμπελ. 189· β) πέρασμα, δίοδος, δρόμος: εύρεν καλάμιν και νερόν (ενν. ο Βασίλειος) κι ήτον απέσω λέων| και τρίτον τον εγύρισεν κι εμπασίαν ουκ ηύρεν Διγ. (Trapp) Esc. 716· να του δώσουν τέσσαρα κάτεργα αρματωμένα διά να σφαλίσει τας εμπασίας να μην τους έρχονται βιτουάρια, ήγουν τροφή, εις αυτά τα κάστρη Δωρ. Μον. XXVII. 2) Σύνορα· παραμεθόρια περιοχή: Ορίζω για να πάρουσι εκ τες αρματωσίες οι στρατιώτες το λοιπόν για νά ’νιαι στες ’μπασίες· Αλεξ. 1436· τις είσαι (ενν. άνθρωπε), πόθε οδεύεις| της Παλαιστίνης εμπασάν και τ’ έναι τό γυρεύεις; Χούμνου, Κοσμογ. 706. 3) Έφοδος, επίθεση (Βλ. και Du Cange): τα κονδάρια τρίφθησαν σ’ εκείνη τη ’μπασία| και τα σπαθία βγάλασι, κάμνουν ’ματοχυσία Αλεξ. 853.
       
  • εμπροσθινός,
    επίθ., Rechenb. (Vog.) 35, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υιθ΄, Διγ. Άνδρ. 40710, Αγαπ., Γεωπον. 86· εμπροστινός, Πουλολ. 179, Λίβ. N 1243, Αργυρ., Βάρν. K 413, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 27· μπροστινός, Αιτωλ., Μύθ. 47· ομπροσθινός, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 177 χφ V κριτ. υπ.· ομπροστινός, Πουλολ. Z 168, Πουλολ. Αθ. 173.
    Από το επίρρ. έμπροσθεν και την κατάλ. ‑ινός. Ο τ. εμπροστινός και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εμπροστινός). Ο τ. μπροστινός και σήμ. (Δημητράκ., λ. μπροστινός). Ο τ. ομπροστινός στο Βλάχ. (λ. ομπροστινός).
    1) α) Μπροστινός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. μπροστινός 1): άλλους έβγαλεν οπίσω ν’ ακλουθούσιν,| τους μπροστινούς να βλέπουνε και να τους καρτερούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 52122· το άλογόν του έδωκεν στο μπροστινόν ποδάριν Παρασπ., Βάρν. C 410· έφας την ομπροστινήν την ζούπαν τήν εφόρεις| και προς το μέγα Σάββατον ουκ είχες άλλον ρούχον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 179· β) (προκ. για στρατιώτη) που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή: Δεν ήμουν πάντα μπροστινός οπὄκαμνα τη μάχη; Αλεξ. 1755· επήγαινε στον πόλεμον κι αυτείνος καβαλάρης| κι εκτύπα με τους μπροστινούς κι αυτείνος κονδαρέα Αλεξ. 249. 2) Προηγούμενος (Η σημασ. στο Βλάχ., λ. ομπροστινός): γράφε, γράφε, Λίβιστρε, γράφε μηδέν οκνήσεις·| έχει τα τα πιττάκια σου, μάλλον τα ομπροστινά σου·| κρατεί και αναγνώθει τα Λίβ. N 1435· να μάθω αν έναι δυνατόν να επάρετε την κόρην (παραλ. 2 στίχ.) και να την έχει ο Λίβιστρος, ο μπροστινός της άνδρας Λίβ. N 2648.
       
  • εναντιούμαι,
    (τ. του ρ. απ. και κατά τα ρ. σε ‑άομαι και ‑έομαι), Έγγρ. του 14. και 15. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 937), Θησ. IB΄ [261], Χρον. σουλτ. 8714, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ρκς́, Ιστ. Βλαχ. 817, Έγγρ. του 1641 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 9, 1971, 163), Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [560], Ε΄ [519].
    Το αρχ. εναντιόομαι.
    Α´ Μτβ. 1) (Με αιτ.) έρχομαι σε αντίθεση με … : σ᾽ εκείνον που τα λόγια του τα ίδια εναντιάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [640]. 2) Εμποδίζομαι: να έχεις εξουσίαν πουλείν και χαρίζειν πάκτα και έμφυτα ποιείν και εν τῳ θελήματί σου χαρίζειν τα σα και μη παρ᾽ εμού ή των ημετέρων μερών εναντιούμενος Έγγρ. του 14. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 928). 3) (Προκ. για εχθρό) αντιστέκομαι, προβάλλω αντίσταση: Ολίγον πάντας έλειψε τότε να σκοτωθούσι| διατί ο σινιόρ Μερκούριος πολλά τους εναντιήθη| κι ως λέων ανημέρωτος κατ᾽ αύτών εκινήθη Κορων., Μπούας 109· εμείς δεν είμεστ᾽ άξιοι Τούρκον να πολεμούμε,| Τατάρους, Βλαχομπόγδανον να εναντιηθούμεν Ιστ. Βλαχ. 512. Β´ Αμτβ. 1) Φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, σημασ. 1): να τους πληρώνουσι οι άρχοντες του Μορέως. Αμή αυτοί εναντιήθησαν και δεν ηθέλανε να πληρώσουνε Χρον. σουλτ. 5127. 2) Διαμαρτύρομαι, αγανακτώ: Λοιπόν, κόρη μ᾽, ειρήνευσε κι᾽ ανάπαψ᾽ την ψυχήν σου| και μην εναντιάσαι πλιο, μόνον ευχαριστήσου| σ᾽ εκειν᾽ οπού για λόγου σου ευρίσκεται γραμμένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [784].
       
  • ενθρονιάζω,
    Διήγ. Αγ. Σοφ. 1575.
    Από το ενθρονίζω με επίδρ. ρ. σε ‑ιάζω ή από την πρόθ. εν και το θρονιάζω, Η λ. στο Ευχολόγιο (Sophocl.). Βλ. και Δημητράκ. (λ. ενθρονίζω).
    1) (Εκκλησιαστικώς) εγκαθιστώ κάπ. στο θρόνο (Βλ. Sophocl., λ. ενθρονίζω 2 και Lampe, Lex., λ. ενθρονιάζομαι 1): εισήλθεν ο μητροπολίτης κυρ Θεοδόσιος εις την Τραπεζούντα και ενεθρονιάσθη Πανάρ. 7719. 2) Καθαγιάζω (Βλ. Sophocl., λ. ενθρονίζω 3): Πρόσταγμα εις το ενθρονιάσαι τράπεζαν ιεράν Έγγρ. του 14. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 65118ήταν κολόνες … και κάθε μίας το κεφαλοκόλονον και το υποπόδιον ήταν χρυσωμένον και ενθρονιασμένον με άγια λείψανα Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σοέ́́́́́́́́́́́.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης