Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κατάλ. οικουμ. συν.

  • βλέπω,
    Σπαν. A 384, 550, Σπαν. (Ζώρ.) V 60, Διδ. Σολ. Ρ 123, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 441, Γλυκά, Στ. 152, 304, Λόγ. παρηγ. L 19, Προδρ. I 88, II H 96b, III 81, 103, 186, 216t (χφ g) (κριτ. υπ.), 296, 325i (χφ g) (κριτ. υπ.), 325l (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), 346, 403, IV 9, 198, Μανασσ., Χρον. 1260, Καλλίμ. 1456, Ασσίζ. 3448, 3532, 47014, Διγ. Z 155, 1820, 3424, Διγ. (Hess.) Esc. 758, Βέλθ. 250, Απολλών. 109, Λίβ. P 726, 2367, 2545, Αχιλλ. (Haag) L 365, Καναν. 81 A, Χρησμ. I 338, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 816, 841, Μαχ. 217, 821, 10029, 3981, 50829, Ριμ. Βελ. 847, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 317, Αλεξ. 2535, Απόκοπ. 53, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15130, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 412, Έκθ. χρον. 5022, Πένθ. θαν.2 507, Πένθ. θαν. (Knös) S 5f 6r, Φαλιέρ., Ιστ. V 30, 80, Βεντράμ., Γυν. 258, Δεφ., Σωσ. 171, Πεντ. Έξ. III 7, Δευτ. XI 26, Αχέλ. 2374, Αιτωλ., Μύθ. 1236, Άρχ. Μεγ. P 3, Μ. Χρονογρ. 3523, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412, Άλ. Κύπρ. 1284, Πανώρ. Δ΄ 93, Ερωφ. Β΄ 231, Ιντ. β΄ 25, δ΄ 29, 91, Βοσκοπ. 11, 98, Ιστ. Βλαχ. 2139, Σουμμ., Ρεμπελ. 173, Διγ. Άνδρ. 35225, Ερωτόκρ. Α΄ 1119, 2023, 2215, Β΄ 1026, Γ΄ 528, 856, 876, Ε΄ 724, 970, Μεταξά, Επιστ. 47, Ροδολ. Ε΄ [426], Ζήν. Β΄ 221, Ε΄ 219, Διακρούσ. 8821, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28511, 35415, 39520, 45416, 4953, 52414, 52923, 5651, 57320, Τραγ. Σούσ. B 110, κ.π.α.· βλέπω ή βλεπίζω, Ασσίζ. 1630, 262, 354, 3629, 5927, 12811, 13721‑2, 1382, 21812, 27416, 28325, 30924, 34026, 38924, 47018, Ελλην. νόμ. 52613‑4, Διάτ. Κυπρ. 5059, 5088, Μαχ. 4431, 5029, 2304, 2604, 37637, 38031, 40435, 40624, 42211, 4308, 55419, 56831, 65225, 6808, Βουστρ. 431, 499, Αχέλ. 904, 945, 1455, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 412, Κυπρ. ερωτ. 11849, Ερωτόκρ. Α΄ 1228, Β΄ 1139, Γ΄ 1578, Δ΄ 1697, 1775· εβλέπω, Σπαν. (Ζώρ.) V 193, 520, Σπαν. O 232, Προδρ. III 81, Ασσίζ. 4759‑10, Διγ. (Trapp) Esc. 110, Πόλ. Τρωάδ. 415, Χρον. Μορ. H 1131, Χρον. Μορ. P 4519, 8883, Πουλολ. Αθ. 75, Αχιλλ. O 146, Βεν. 55, Θησ. Πρόλ. [130], Δ΄ [435], Αλεξ. 2424, Διήγ. Αλ. FE 12, Άνθ. χαρ. 2918, Σκλάβ. 227, Πένθ. θαν.2 40, 461, Τριβ., Ρε 91, Πεντ. Δευτ. III 21, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 702, Ιστ. Βλαχ. 1531, Διγ. Άνδρ. 34519, κ.α.· ηβλέπω, Χρον. Μορ. P 5410, Διήγ. Αλ. FE 38, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [28], Κατάλ. οικουμ. συν. 99v, 100r· μπλέπω (αν δεν πρόκειται για το αναβλέπω), Μαχ. 4627· ενεστ. προστ. βλέπεσαι, Διγ. (Trapp) Gr. 3506, Μαχ. 2025, Γαδ. διήγ. 153, 243, 321, Χούμνου, Π.Δ. VI 27, Ιμπ. (Legr.) 542, Δεφ., Λόγ. 438, Πανώρ. Β΄ 113, Γ΄ 132, Ερωτόκρ. Α΄ 349, Β΄ 1869, Γ΄ 1317, Δ΄ 697, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 20, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 111, 416, Δ΄ 267, Ευγέν. 284· βλέπουσαι, Πανώρ. Β΄ 251· αόρ. προστ. γιδέ, Συναξ. γυν. 864· διε, Πεντ. Δευτ. XI 26· μτχ. βλεπημένος, Ασσίζ. 318, 9029, Μαχ. 28726, Χούμνου, Π.Δ. XIII 22, Βουστρ. 474, 511, Αχέλ. 922, Θρ. Κύπρ. K 397, Ερωφ. Αφ. 16, Ε΄ 234, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 6· εβλεπημένος, Έγγρ. του 1603 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 2719ιδόντα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 599, 1072.
    Το αρχ. βλέπω. Η λ., καθώς και οι τ. βλέπεσαι, βλέπουσαι, βλεπίζω, εβλέπω και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. της προστ. γιδέ = ιδέ βλ. ΙΛ. Βλ. και Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 141, ΕΕΒΣ 3, 1926, 341 (πβ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 391]), Χατζιδ., Ερωτόκρ. σ. 466 και ίδιο, ΛΑ 6, 1923, 493, Pern., Ét. linguist. Β΄ 300-1, Ν. Εστ. 12, 1932, 986, Τζάρτζ., Ν. Εστ. 12, 1932, 986-7, Κριαρ., Ν. Εστ. 12, 1932, 1108-9, B-NJ 10, 1933, 408 και Πολ. Λ., Κρ. Χρ. 12, 1958, 312.
    1) α) Βλέπω, έχω την αίσθηση της όρασης (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): μα κείνη παραλόησε κι ουδ’ ήβλεπ’, ουδ’ εγροίκα Ερωτόκρ. Γ΄ 528· αλλά την γην σκιάζομαι, καλά την βλέπω τώρα Αχέλ. 2374· ως ουν οι Τρώες έβλεψαν τον τηλικούτον στόλον ... Μανασσ., Χρον. 1260· Βλέπει το πλήθος του λαού που ήρχετον με βία Διακρούσ. 8821· και ευθύς το ιδείν τα ο Διγενής τον θείον του ούτως λέγει ... Διγ. (Hess.) Esc. 758· Κι εγώ το δειν ετρόμαξα, να κατεβώ εβιάσθην Απόκοπ. 53· βλ. και θωρώ· β) έχω την ικανότητα να βλέπω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I): τα μάτια θαμπωθήκασι, δε βλέπου μπλιο να δούσι Ερωτόκρ. Ε΄ 970· εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1119· γ) αντικρίζω: ας ήτο μπορετό τον ήλιο να μη βλέπω Ζήν. Ε΄ 219· Το πράμαν απού μια φορά του ’λιου οι ακτίνες δούσι Ερωφ. Β΄ 231· τα γενόμενα| οπού ’δανε κι επάθανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 52414· δεν εδυνήθη να υπομένει το και να βλέπει το κάλλος του νέου Διγ. Άνδρ. 35225· βλ. και αγναντεύω, ανατηρώ, αντιπροσωπώ, βιγλίζω 5α· δ) στρέφω το βλέμμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1δ): εκ δε το στόμα των αυτών, αν έβλεψες, να είδες ... Βέλθ. 250· Εντροπιαρία σε φαίνεται και χαμηλά εβλέπει Σπαν. O 232. Βλ. και βιγλίζω 5. 2) Φρ. βλέπω την ημέραν = α) ξυπνώ: ολίγον εκοιμήθημεν· βλέπομεν την ημέραν Λίβ. P 2545· βλ. και αποσπώ ΙΙ3 φρ., αφυπνώβ) ζω: και ζω και φαίνομαι και βλέπω την ημέραν Καλλίμ. 1456. 3) Φρ. βλέπω καλήν ημέραν = βρίσκω χαρά στη ζωή μου: και όπου το ετροπολόγησε μη ιδεί καλήν ημέραν Προδρ. II H 96b. 4) Φρ. βλέπω ημέραν = κατά τη διάρκεια της ημέρας: βλέπεις ημέραν, θλίβεσαι, φοβείσαι, ως ου [πρέπει]·| πάλιν τη νύκτα δειλιάς, το τι να φέρει ουκ οίδες Γλυκά, Στ. 152. 5) Φρ. (προκ. για μοναχό) βλέπω τον κόσμον = ζω προσωρινώς έξω από τη μονή: και εκ της μονής εκβαίνοντες βλέπομεν και τον κόσμον Προδρ. III 346. 6) Φρ. βλέπω το θάνατο, αγγέλους = πεθαίνω: ου μη ίδω θάνατον έως ου ιδώ την Πόλην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 816· Γλυκά, Στ. 149. Βλ. και αποβάλλω 5 φρ., αποδίδω 6α φρ., αποθαίνω, αποθνήσκω, αποκάμνω IA2, απομένω 8, απομεριμνώ 2, απονεκρώνω A1, B1, αποστερώ 2, αποφυσώ A φρ. β, αρπάζω A7 φρ., αφήνω φρ. 6, βγαίνω 1β, παίρνω, παραδίδω, τελειώνω. 7) Φρ. βλέπω εις τον ύπνον μου (κάπ.) = ονειρεύομαι (κάπ.): πολλές φορές εβλέπω σας εις τον ύπνον μου Διήγ. Αλ. FE 12. Βλ. και ανιστορώ 7, αποφαντάζομαι. 8) Φρ. δεν βλέπω ύπνον = αδυνατώ να κοιμηθώ, να ησυχάσω: εγώ διά την ποθετήν ύπνον ποσώς δεν βλέπω Διγ. Z 1820. 9) Φρ. δε βλέπω την ώρα να ... = ανυπομονώ να ...: Την ώραν δεν εβλέπασι πότε να εσμιχθούσι Άλ. Κύπρ. 1284. Βλ. και αραθυμώ A4. 10) α) Παρακολουθώ με το βλέμμα: και αποκείθεν έβλεπε τον πόλεμον εκείνον Διγ. Z 3424· βλ. και βιγλίζωβ) προσέχω με το βλέμμα (κ.), κοιτάζω (Η σημασ. αρχ., Δημητράκ. στη λ. 2, 9 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): απλώνει [και] παίρνει, βλέπει το Λίβ. P 2367· γ) περιμένω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II3 και σήμ., ΙΛ στη λ. 13): έβλεπε και τον καιρόν οπίσω να γυρίσεις Ιστ. Βλαχ. 2139. Βλ. και αναμένω 1, απαντεχαίνω α, αποκαρτερώ, απομενίσκω 2, απομένω 10, ασπεττάρω α, βαστάζω I12, εκδέχομαι, καρτερώ. 11) Διακρίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ολίγον εχωρίζονταν και ουκ εβλέπασίν τους Αχιλλ. (Haag) L 365. Βλ. και διαχωρίζω. 12) α) (Ενεργ. και μέσ.) προσέχω, προσέχω (κ.), προσέχω μήπως (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. A5 και σήμ., ΙΛ στη λ. 12β): Υιέ μου, βλέπε τι λαλείς και τι το συντυχαίνεις Διδ. Σολ. Ρ 123· εσύ υιούτσικε, βλέπε το τι σε λέγω Σπαν. A 384· κι εστέκασι κι εβλέπασι ο Τούρκος να μην πάει Τζάνε, Κρ. πόλ. 45416· βλέπε πτωχόν σου συγγενήν μη τον περιφρονήσεις Σπαν. A 550· Και ανισώς και πέψει αρμάδαν κατάδικά σου, να έχεις νώσι να βλέπεσαι Μαχ. 2025· Ιδές, θυμήσου τα καλά και μην αλησμονήσεις| κι απ’ όλα σου τα κρίματα κανένα μην αφήσεις Γαδ. διήγ. (Wagn.) 317· εφοβάτονε κι εβλέπουντο μη σφάλει Ερωτόκρ. Α΄ 2215· βλέπε μ’ αυτάν’ έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις Ερωτόκρ. Ε΄ 724· Βλέπεστε μην πλανεθείτε εις την πρόσκαιρον ζωήν Άρχ. Μεγ. P 3· βλ. και ντηρώ. Οι τ. βλέπεσαι, βλέπουσαι = πρόσεχε: βλέπεσαι μην έρθουσι καιροί να μετανοιώσεις Πανώρ. Γ΄ 132· Βλέπεσαι μην το βουληθείς, βλέπεσαι μη θελήσεις Ερωτόκρ. Γ΄ 1317· βλέπεσαι μη πλανηθείς εις πλούτον ή εις δόξαν Διγ. (Trapp) Gr. 3506· βλέπεσ’, αδέρφι, όσο μπορείς· έβγ’ απ’ αυτήν τη ζάλη Ερωτόκρ. Α΄ 349· Μα βλέπεσαι όντας κυνηγάς, Πανώρια, εις τα δάση Πανώρ. Β΄ 113· β) (ενεργ. και μέσ.) προσέχω να αποφύγω (κ.) (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II4, Lampe, Lex. στη λ. B6): Αμ’ ο Κορνάρος Κατερής με τ’ άλογον να τρέχει| τρίγυρα σ’ όλα τα τειχιά και να μηδέν κατέχει,| ούτε να βλέπει τουφεκιές ή βόλι να του δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 4953· με τέχνη τ’ αρμηνεύγει| ποιες κοπανιές να βλέπεται και ποιες να δυσκολεύγει Ερωτόκρ. Β΄ 1026· γ) δίνω σημασία (σε κ.): ιδέ τό λέγουσιν τινές, εάν σπουδάζεις, κάτσε Προδρ. III 325i (χφ g) (κριτ. υπ.)· δ) (ενεργ. και μέσ.) τηρώ: εάν τοιούτον πράγμαν ένι, ότι τα πράγματα ουδέν δυνηθούν να βλεπηθούν χρόνον και ημέρα Ασσίζ. 38924· το δίκαιον κρινίσκει ότι, ανένι ότι εκείνος ημπορεί να δείξει απ’ αυλής του βισκούντη πως εβλέπησεν την ημέραν του ως εντέχεταί τον Ασσίζ. 21812· Βλ. και ακολουθώ 8, αποκρατώ A6, βαστάζω I9, κρατώ. 13) α) Εξετάζω (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. B5): κι εστήσαν όλοι μέσα τους να στείλουσι να δούσι Ριμ. Βελ. 847· βλ. και ακριβολογώ 1, βιγλίζω 7, εζαμινάρω, ξομπλιάζω· β) εξετάζω (ιατρικώς) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 9): ορίζει: «Φέρετε ιατρούς τον δείνα και τον δείνα».| Έρχονται, βλέπουσιν ευθύς, κρατούσι τον σφυγμόν του Προδρ. III 403. 14) α) Αναγνωρίζω, παραδέχομαι, λαμβάνω υπόψη μου: Και είπε του Αλεξάνδρου: «Αγάπουν να ’σουν γιος μου·| εβλέπομε τη γνώση σου, κύριος είσαι κόσμου» Αλεξ. 2424· δεν βλέπ’ η κρίση ευγένεια, μηδέ τα μεγαλεία Δεφ., Σωσ. 171· βλ. και αναλαμβάνω A5, ανέχω, A2α, ασπάζομαι 3, αφυρώνω β· β) (με αντ. λ. όπως θάνατος, κ.λ.π.) υπολογίζω, φοβούμαι: Θάνατον δεν εβλέπανε, μα σαν λέοντες αράσσαν| απάνω στους Αγαρηνούς Τζάνε, Κρ. πόλ. 28511. Βλ. και αγροικώ I3β, Προσθ. Β΄ τόμου (ακροσκιάζομαι), αναμνιάζω 1, αποδειλιάζω 2, αποκτυπώ 2β, αραθυμώ B, δειλιώ, λογιάζω, ’ντηρώ, τρέμω, τρομάσσω, ψηφώ. 15) α) Θαυμάζω (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. B3): και βάλλουσι κρομμύδια καν είκοσι κολέντας| και τότε βλέπε, δέσποτα, καλήν φιλοτιμίαν Προδρ. III 296· ήτονε δεκατέσσερες. Δέτε τον κατεχάρη Τζάνε, Κρ. πόλ. 39520· και απαλαρέα μουχρούτινον γλυκύν κρασίν επάνω| και ανακομπώματα τρανά και βλέπε τότε βούκκας! Προδρ. III 186· βλ. και αποθαυμάζω, θαυμάζω, καμαρώνω· β) καμαρώνω: να είμαι πάντα κοντά σας και να βλέπω τα ιλαρά σας και αιδέσιμα πρόσωπα Μεταξά, Επιστ. 47. Βλ. και αποκαμαρώνω α, βιγλίζω 5β. 16) Αισθάνομαι: και τι δροσιάν οπού ’δεν το κορμί μου! Βοσκοπ. 98. Βλ. και αισθάνομαι I4α, κατέχω, πράσσω. 17) α) Ξέρω: Το ριζικόν, ως βλέπετε, και τύχη μ’ ονομάζου Ερωφ. Ιντ. β΄ 25· βλ. και απεικάζω I7, γνωρίζω, κατέχω, ξέρω· β) φρ. ου μπλέπω = δεν ξέρω τι κάνω: αρκέψαν απουπάνω και απέ την παρπακάναν εις τιτοίαν λογήν ότι εφύγαν με μεγάλην αντροπήν ως ουκ εμπλέπαν Μαχ. 4627. 18) Πληροφορούμαι: Οι Αμαζόνες είδασι Αλέξανδρος τι μηνάει·| γραφή τότες εκάμασι σ’ αυτόν για να υπάει Αλεξ. 2535. Βλ. και αγροικώ III3α, ακοή 2, αναμανθάνω, ανερωτώ. 19) α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. A1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): όλους, ωσάν εβλέπομεν, βούλεσαι να μας φάγεις Πένθ. θαν. (Knös) S f 6r· βλ. και αγροικώ, απεικάζω· β) διαπιστώνω: Κομμάτιν βλέπω απέδειρας τρανόν και γωνιδάτον| και μαγειρίαν ... Προδρ. III 103· Οκάτι τώρα, βλέπω σε, πολλά είσαι βαρεμένη Γλυκά, Στ. 304· για την χαράν τήν έλαβες βλέπω το κρύο δεν γνώθεις Φαλιέρ., Ιστ. V 30· Λοιπόν τον χρόνον βλέπομεν ’τι τρέχει ωσάν ποτάμι Πένθ. θαν.2 507· (με σύστ. αντικ.): ειδωμό είδα τη φτώχεια του λαού μου Πεντ. Έξ. III 7. Βλ. και απεικάζω I6β, βιγλίζω 9, θωρώ. 20) Σκέπτομαι να ..., αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3, 15): φέρετε τους καβαλάρηδες και τον κοντοσταύλην απέ την Λευκωσία να συντύχομεν και να δούμεν είντα να ποίσομεν Μαχ. 3981. Βλ. και αποφαίνω Aα, B1, αφυρώνω 3α, βιγλίζω 10, βουλεύω B1, 2, βούλομαι, βούλω. 21) Απολαμβάνω (Η σημασ. αρχ., Δημητράκ. στη λ. 10 και σήμ., ΙΛ στη λ. 7): όσοι καλά της είδατε, έχετε γλυκασμούς της Λόγ. παρηγ. L 19. Βλ. και απολαμβάνω α1, βυζάνω 5 μεταφ. 22) Θεωρώ: εποίκαν όρκον του υιού του του ρε Τζουάνη, διά να τον βλεπήσουν ως γιον αφέντην τους Μαχ. 6803. Βλ. και απογράφω (Ι) 1, βαστώ (Ι) Ι17, γνωρίζω, έχω κρατώ, κρίνω, πιάνω, τάσσω. 23) α) Φροντίζω, προσπαθώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 10): Δέτε λοιπό να δώσετε σημάδι του πολέμου Ερωφ. Ιντ. δ΄ 29· με την αφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις Ερωτόκρ. Γ΄ 856· βλ. και αγωνίζομαι 3, αγωνίζω· β) προστατεύω, διαφυλάττω κάπ. ή κ. (Πβ. ΙΛ, ό.π. 12α): διά τούτο παραγγέλλω σοι να βλέπεις την ζωήν σου Απολλών. 109· ήβαλε το σκουτάριν του ογιά να τη βλεπήσει Ερωτόκρ. Δ΄ 1697· τρίγυρα έβλεπεν αυτήν το τόξον της αγάπης Διγ. Z 155· Έβλεπα τους χριστιανούς, τώρα τους Τούρκους σκέπω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5651· Μην την καταδικάσετε την πρικαμένη κόρη| ανείναι και να βλεπηθεί σ’ ετούτα δεν εμπόρει Ερωτόκρ. Γ΄ 1578· εκείνος ο άνθρωπος οπού καταποντίζει τα πράγματά του ουδέν εντέχεται να ένι άλλου προκουρούρης εις την αυλήν, εφειδή τα εδικά του πράγματα ουδέν ηξεύρει να βλεπήσει Ασσίζ. 354· βλ. και αντιστηρίζω, απαντώ 4δ, αποσκεπάζω 6, βοηθώ Αβ·   γ1) (μέσ.) προφυλάσσομαι, παίρνω τα μέτρα μου, προσέχω τον εαυτό μου (Βλ. και ΙΛ στη λ. 12β): εκείνη η σωφρονεστάτη γυναίκα εβλέπεντονε και ετήρα την παρθενία της Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412· γ2) (μέσ.) διασώζομαι, γλυτώνω: εβλεπήθησαν από εκείνον τον φοβερόν κατακλυσμόν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404. Βλ. και απογλυτώνω 2, αποσπώ II1, γλυτρώνω. 24) α) Επιτηρώ, εποπτεύω, εφορεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 12): των πάντων είμαι δραγάτης| και ήλθα εδώ να βλέπω| τους τριάκοντα έξ χρόνους Χρησμ. I 338· εσπούδαζεν μετά επιμελείας να γένει το έργον και υπήγαινε κάθε ώρα και έβλεπε τους τεχνίτας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15130· Και ογιά να μη θανατωθεί πασακιαμιά ’ς τη βλέπει Ροδολ. Ε΄ [426]· Ο εμπαλής της χώρας απάνω του ποίου ένι ενέργεια να βιγλίσει και να βλεπήσει τους λας Ασσίζ. 27416· Και επαρακαλέσα να βάλει κανέναν καβαλάρην να βλεπήσει την ανορίαν και να ποίσει τους χωριάτες να υποτάσσουνται τους προεστούς Μαχ. 4308· βλ. και βιγλίζω 2, 4, βλέπησις 3γ, φρ.· β) βόσκω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 11): έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση Βοσκοπ. 11. Βλ. και βοσκίζω, βοσκώ. 25) Επιθεωρώ: Τότε ο βασιλεύς εβγήκε γεγυμνωμένος της βασιλείας και υπήγεν μετά των αρχόντων αυτού και έβλεπε τα τείχη διά τους εχθρούς Μ. Χρονογρ. 3523· Ως είχεν γαρ επιθυμίαν να ιδεί και να γυρέψει| τα κάστρη και τες χώρες του ... (παραλ. 2 στ.), υπήγαιμεν εβλέποντα τα κάστρη και τες χώρες Χρον. Μορ. P 4519. Βλ. και βιγλίζω 8. 26) Φρουρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 16α): εσυμβουλεύθησαν να το ποίσουσι νώσιν του βασιλέως να πέψει λας των αρμάτων να βλέπουν τον τόπον Μαχ. 821· εμηνύσα να βλέπεται το κάστρον εις το καλύτερον τό να μπορεί ωσόπου να παν οι Γενουβήσοι Μαχ. 50829. Βλ. και βίγλα 3 φρ. α, βιγλίζω 1. 27) α) Περιποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 14): Βλέπουν σε τα ψυχάρια μου και έχουν σε ως αυθέντην Προδρ. I 88· ωσάν τες κόρες μ’ έβλεπε πάντα των ομματιών του Τζάνε, Κρ. πόλ. 57320· βλ. και βαγιλίζω, κανακίζω· β) φροντίζω (Βλ. ΙΛ στη λ. 14): «Ζητώ σου να μου το δώσεις (δηλ. το ’σσώκαστρον) να σου το βλεπίσω και δεν θέλεις;» Μαχ. 40435· Περί του ανδρός του τεθνεώτος αξηγόρευτος και αδιάτακτος και οπού ουκ έχει πατέραν ή μητέραν, ουδέ έτερον άλλον συγγενήν και πως χρη η αυλή να βλεπίσει το εδικόν του Ασσίζ. 1630. Βλ. και αναγράφω 5, αναπαύω Aε, αποβλέπω 2, αποκοιτάζω 2, αποκρατώ A7. 28) Επισκέπτομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 12): Καλά κι οι άνδρες το συχνιό επηαίναν και τους βλέπαν,| αμή ’χα φόβον περισσό στο έβγα και στο έμπαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 52923. Βλ. και αναθεωρώ. 29) Αποβλέπω, προσβλέπω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 8): προς το θρασύτερον ο νους των νέων βλέπει Σπαν. (Λάμπρ.) Va 441· προς φυγήν έβλεψαν και εις πόλεμον ουδεόλως Καναν. 81A. Βλ. και αγροικώ I3γ, προθωρώ. 30) «Οραματίζομαι»: Αν αρρωστώ και κείτομαι, την παλαμίδαν βλέπω Προδρ. III 216t (χφ g) (κριτ. υπ.). 31) Ακούω: Πρόβαλε, μάννα, πρόβαλε να δεις ένα χαμπέρι Τραγ. Σούσ. B 110. Βλ. και αγροικώ, ακοντίζομαι, ακούω A1, αναφουκράζομαι. 32) Ζω ένα γεγονός: για να το πει του βασιλιού κι ως του φανεί ας το πιάσει,| παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υγιό να χάσει Ερωτόκρ. Γ΄ 876. 33) (Προστ. αορ. β΄ πρόσ.) να!, ιδού: «ίδε ο παπάς οπού έφαγεν το ακρόπαστον απάκιν» Προδρ. IV 198· διε εγώ δίδω όμπροστέ σας σήμερα ευλογιά και κατάρα Πεντ. Δευτ. XI 26· ιδέτε θέαμα μέγα Προδρ. III 325l (χφφ CSA) (κριτ. υπ.)· Γιδέ ο χωριάτης| θέλει κιόλα να ’χπαιδεύει Συναξ. γυν. 864. Βλ και έδε, έν. — Βλ. και ιδείν.
       
  • δομικός,
    επίθ., Κατάλ. οικουμ. συν. 101v.
    Από το ουσ. δομή και την κατάλ. ‑ικός.
    Κτιστός: την Αγίαν Σοφίαν την είχεν πρώτα κάμειν ο Μέγας Κωνσταντίνος με ξύλα την τρούλλαν και δομικήν Κατάλ. οικουμ. συν. 101v.
       
  • μετακτίζω,
    Αχέλ. 360, Χρον. σουλτ. 5117· ματαχτίζω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 308v.
    Από την πρόθ. μετά και το κτίζω. Πβ. μτγν. μετακτίζω.
    1) Ξανακτίζω: εδιάβησαν εις τον τοίχο του αυτού Εξαμιλίου και τον εμετακτίζανε, οπού ήτονε χαλασμένος Χρον. σουλτ. 11520· Ζημίαν κι αν εγίνετον στα σπίτια, δεν το χρήζαν,| γιατί σαν εμισεύγανε, πάλε τα μετακτίζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 40826· διά να την μετακτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος την λέγουσιν Κωνσταντινούπολις Κατάλ. οικουμ. συν. 96r. 2) Οικίζω ξανά: θέλουσι μετακτισθεί (ενν. οι χώρες) εκείνες οπού είναι έρημες Χριστ. διδασκ. 95.
       
  • μετζίτιον
    το, Ιστ. πολιτ. 291· μετζέτι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 312r· μετζίτι(ν), Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 426, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1625, Διακρούσ. 9914, 113, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1778, Κατάλ. οικουμ. συν. 102r.
    Από το τουρκ. mescid. Κατά Μενάρδ., Τοπων. μελ. 311 από το αραβ. mesgit και κατά Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 44, 1980, 70 από το αραβ. masdjid· βλ. και ά. μασγίδιον. Άσχ. το νεότ. μετζίτι (<τουρκ. mecit = νόμισμα) που απ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαγεωργίου Σ., Λαογρ. 2, 1910, 434 και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. μετζίτιν).
    Μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί: Ναούς και μοναστήρια είπε να τα χαλάσουν, να βγάλουν τα ’κονίσματα, μετζίτια να φτιάσουν| διά να βάλει χόντζηδες Διακρούσ. 9814.
       
  • πρόσωπον
    το, Σπαν. (Ζώρ.) V 341, Λόγ. παρηγ. L 231, Προδρ., Δεητ. 222, Ελλην. νόμ. 57321, Ασσίζ. 2759, Διγ. (Trapp) Gr. 1449, 2848, Διγ. A 258, Διγ. Z 200, 3398, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 83, 192, Βέλθ. 613, 634, Χρον. Μορ. H 1046, Χρον. Μορ. P 1374, Βίος Αλ. 889, Φλώρ. 8, Απολλών. (Κεχ.) 625, Λίβ. διασκευή α 289, 492, Λίβ. Va 458, 739, Λίβ. Esc. 836, Ιμπ. 814, Χρον. Τόκκων 1324, Rechenb. 8710, 886, Φαλιέρ., Ιστ.2 212, 405, Μαχ. 16216, 26621, 33835, Διήγ. Βελ. N2 207, Ch. pop. 795, Γεωργηλ., Θαν. 594, Βουστρ. (Κεχ.) 266, 506, 7617, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3110, 3133, Κορων., Μπούας 129, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 4, Κώδ. Χρονογρ. 5310, Hagia Sophia ω 5191, Κυπρ. ερωτ. 364, 496, Βουστρ. Μεταφρ. 257, Σουμμ., Ρεμπελ. 185, Διγ. Άνδρ. 3828, 40413, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11618, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1250, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18345, Διγ. O 2028, 2438, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 1, κ.π.α.· πρόσωπο, Εβρ. ελεγ. 174 δις, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 510, 1525, 1927, 2249, 2535, 3417, 3597, 3879, 5319, Πανώρ.2 Αφ. 40, Πρόλ. 68, Β́ 388, 407, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 246, Έ 56, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 122, Δ́ 129, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1156, Έ 24, Στάθ. (Martini) Γ́ 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 24, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 71, Διακρούσ. (Κακλ.) 1113, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53717· πρόσωπο(ν), Σπαν. A 166, Σπαν. B 167, Κομν., Διδασκ. Δ 215, Σπαν. P 91, 104, Αιν. άσμ. 28, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 106, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 566, Ερμον. Δ 116, 149, Η 181, Ψ 291, Αχιλλ. (Smith) O 18, Συναξ. γυν. 542, Σκλάβ. 270, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 310r, Πεντ. Γέν. I 2 δις, ΙΙ 6, XVI 12, Έξ. X 28, XX 3, Λευιτ. VI 7, XVII 10, Αρ. VIII 2, XII 3, XIX 4, Δευτ. IV 37, VII 10, XXXI 11, κ.α., Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1004, Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 405, Ψευδο-Σφρ. 2223, Διακρούσ. (Κακλ.) 1097· γεν. εν. πρόσωπου, Πεντ. Έξ. XXV 37· πληθ. προσώπατα, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2752, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 679, Μαλαξός, Νομοκ. 87, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 430100‑1, Πανώρ.2 Β́ 463, Μπερτολδίνος 92.
    Το αρχ. ουσ. πρόσωπον. Ο τ. προσώπατα ήδη αρχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.·  για τον πληθ. σήμ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 43-5, αλλά και Προμπονάς, Γλωσσ. ομηρ. 42). Ο τ. πρόσωπο και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πρόσωπο(ν), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
    1) α) Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου από το μέτωπο μέχρι το πιγούνι: Διγ. (Trapp) Gr. 1149, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 523, Λίβ. Va 2231, Ch. pop. 232· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.· βλ. και Belleli, REG 3, 1890, 304): είδε την ο Ιουδα και ελογάριασέ την για κούρβα, ότι εσκέπασεν τα πρόσωπά της Πεντ. Γέν. XXXVIII 15· (σπανιότ. προκ. για ζώο· η χρ. ήδη αρχ.): Ορνεοσ. αγρ. 56410· β) (συνεκδ.) μορφή, όψη· φυσική παρουσία: Λίβ. διασκευή α 3450, Χάρο, και τις αξώθηκε να δει το πρόσωπό σου| να μην τον πάρεις μετά σε εις κατοικητήριό σου; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 17, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10525· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): είπεν ο Μωσέ· αλήθεια εσύντυχες μη να προσμίξω πλια να ιδώ τα πρόσωπά σου Πεντ. Έξ. X 29· (μεταφ.): εβάλθην προς εσέ ...| με της γραφής το πρόσωπον προθυμερώς να στείλω| εκείνην την παρηγοριά Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 16. 2) Συνεκδ. α) έκφραση, ύφος: Συναξ. γυν. 403, χαιράμενο είδα το πρόσωπό ντου Στάθ. (Martini) Γ́ 420· ομπρός του εσταλάρανε ...| με πρόσωπο λυπητερό, τα μάτια βουρκωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17414· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): και ερώτηξεν τους μουνούχους του Φαρω ός μετ’ αυτόν ... του ειπεί· γιατί τα πρόσωπά σας κακά σήμερα; Πεντ. Γέν. XL 7· β) η όραση· τα μάτια: Νεράιδα μου ομορφότατη ...,| θαράπειο του προσώπου μου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 464. 3) Αναπαράσταση στην τέχνη της μορφής ανθρώπου, ζώου ή πράγματος: έχει τριγύρου ο τροχός πρόσωπα ιστορισμένα Λόγ. παρηγ. L 427· ειπέτε του να με γυρεύει όπου είναι τα αμάξια τα χρυσά, οπού είναι γραμμένα των λεόντων τα πρόσωπα Διήγ. Αλ. G 26831· (με την πρόθ. εις): Είχεν γραμμένους εις το παλάτι του και τους δώδεκα μήνες εις πρόσωπα έμορφα ανθρώπινα Διήγ. Αλ. G 28825. 4) (Προκ. για πράγμα) α) μπροστινή πλευρά· πρόσοψη: να κάμεις τα λυχνάρια της εφτά και να ανάψει τα λυχνάρια της και να φέγξει ιπί μεριά του πρόσωπού της Πεντ. Έξ. XXV 37· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): να διπλώσεις το βηλάρι το έξατο προς ανάγναντις πρόσωπα της τέντας Πεντ. Έξ. XXVI 9· (μεταφ.): άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα Θρ. Κων/π. B 77· β) εξωτερική πλευρά: Είς πύργος είναι κτισμένος με τούβλα και με ασβέστην ... Και έναι πρόσωπα δ́, ήγουν τετράγωνος Rechenb. 872·   γ1) (στις εκφρ. πρόσωπον της γης/του νερού) επιφάνεια, έκταση: εις του νερού το πρόσωπον πάλιν να τ’ ανηβάσω (ενν. τα ομμάτια) Βέλθ. 634· Επικατάρατος λοιπόν να τρέμεις και να φεύγεις,| κι από το πρόσωπον της γης όρη, βουνά να οδεύγεις Χούμνου, Κοσμογ. 200· εξολοθρευθήκασιν όλοι κακούς θανάτους,| από το πρόσωπον της γης εσβήσθη τ’ όνομά τους Ιστ. Βλαχ. 1324· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): Ιδού, έδιωξες εμέν σήμερα αποπάνου τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. IV 14· επορεύτην το κιβωτό ιπί πρόσωπα των νερών Πεντ. Γέν. VII 18· γ2) η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος (για το πράγμα βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 33): ο ιεριάς ... να ραντίσει εφτά φορές ομπροστά στο Κύριο εις τα πρόσωπα της κουρτίνας Πεντ. Λευιτ. IV 17. 5) Ο άνθρωπος ως ξεχωριστή οντότητα, άτομο: εγώ γαρ και η εμή αδελφή υπάρχομεν προσώπατα δύο Ελλην. νόμ. 56829· Έρως εις την ασχόλησιν πρόσωπα ου διακρίνει Λίβ. διασκευή α 926· ο δίκαιος Κριτής γυρεύει να χωρίσει| το δίκαιο από το άδικο και πρόσωπον δεν βλέπει Πένθ. θαν.2 497· (στη θέση αντων.): οι αυτοί νόμοι και συνήθειαι να είναι οι αυτοί ... και να τους διαφεντεύω, ως καθώς διαφεντεύω το πρόσωπόν μου όλον Επιστ. Μωάμ. 6713· πάντα πλούτη και χαρές να ’ναι στ’ αρχοντικό σας| κι όλες του κόσμου τες τιμές να ’χει το πρόσωπό σας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13610· (σε περίφραση): από ομπροστά γερατειό να σηκωθείς και να διαπρεπίσεις πρόσωπα γέρου Πεντ. Λευιτ. XIX 32. 6) Το «πρόσωπο» του Θεού, ο Θεός (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. IB): Έχομε θάρρος στο Θεό ...| να τωσε δώσει κόλαση, κρίση πολλά μεγάλη,| γιατί μας εχωρίσασι απού το πρόσωπόν Του| κι επέψασί μας εδεπά εις τον αφορεσμόν Του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 239· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): επαρακάλεσεν ο Μωσε τα πρόσωπα του Κύριου του Θεού του και είπεν Πεντ. Έξ. XXXII 11· (προκ. για το Χριστό): έστειλε (ενν. ο Ιησούς) μαντατοφόρους μπροστά εις το πρόσωπόν Του ... και εμπήκαν εις μίαν χώραν των Σαμαρειτών διά να τον ετοιμάσουν τόπον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. θ́ 52. 7) (Θεολ., προκ. για την αγία Τριάδα) υπόσταση: Πιστεύομεν ότι εισίν εν τῳ Θεῴ άλλα τρία ιδιώματα ... Και ταύτα τα τρία ιδιώματα ονομάζομεν τρεις υποστάσεις, ήγουν τρία πρόσωπα Ιστ. πατρ. 854· (εδώ προκ. για το θεό Έρωτα): λέγει με διά τα πρόσωπα του Έρωτος τα τρία Λίβ. Va 735. 8) Διάθεση, τρόπος συμπεριφοράς: ο βισκούντης εντέχεται ... με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· φρ. δείχνω πρόσωπον (+επιθετ. προσδ.) = συμπεριφέρομαι (με ορισμένο τρόπο): επεί λείψουν χαρίσματα και τα δωρήματά σου,| δείχνει (ενν. η κοπέλα) σε άλλον πρόσωπον και σκυθρωπόν και μαύρον Σπαν. (Ζώρ.) V 380· να δείξει (ενν. η βασίλισσα Ευδοκία) πρόσωπον καλόν και αγάπην εις την χώραν Χρον. Τόκκων 1269· Διά καλόν πρόσωπον όπου τους έδειξεν ο κύρης της Τύρου εκόμπωσέν τους Μαχ. 4213· (προκ. να δηλωθούν ντροπή ή ενοχές): Εις εκατόν επιλεκτούς ποτέ ουκ εφοβήθην| και εδάρτε εις έναν μοναχόν θέλω στέκειν να εβλέπω;| Και μετά ποίον πρόσωπον την Μαξιμού να ιδούμεν; Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1438. 9) (Γραμμ.) κάθε τύπος αντωνυμίας ή ρήματος, που φανερώνει εκείνον που μιλά: η αντωνυμία, διά να γενεί τέλειος ο λόγος, δίδει τα πρόσωπα εις τα ρήματα Σοφιαν., Γραμμ. 77. Εκφρ. 1) α) Από προσώπου + γεν. = μπροστά από, ενώπιον: ηνίκα την εμήν ράβδον ετιναξάμην,| έφυγον ωσεί πρόβατα από προσώπου λύκου Διγ. Z 3093· β) από προσώπου μου, σου, του ... = δικός μου, σου, του ... (πβ. και Επιτομή, από (I) 5α): έτσι του κάμνει εκείνη η θαυμαστή Πουλιχερία η αδελφή αυτού· γράφει τον μίαν γραφήν ως από προσώπου του Κατάλ. οικουμ. συν. 98v. 2) Εις πρόσωπον + αιτιατ. = με τη μορφή κάπ.: να σμιχθεί (ενν. ο Κτεναβώ) με την βασίλισσαν την Ολυμπιάδα εις πρόσωπον τον θεόν των Ελλήνων τον Ναβόν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1036. 3) α) Εις (το/τα)/στο πρόσωπον/α = (α) βλ. ά. εις Εκφρ. 31· (β) μπροστά, ενώπιον: καθένας εις το πρόσωπον του βασιλέως επολέμα προθυμότερον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424· β) εις πρόσωπον + γεν. = για λογαριασμό, για όφελος κάπ.: το μεν άρρεν (ενν. παιδίον) ανδρωθέν λαμβάνομεν ενταύθα| εις πρόσωπον αυτού πατρός, εκεί δε προς μητέρα| το θήλυ συναυλίζεται Βίος Αλ. 4829. 4) Ιπί (τα) πρόσωπα + γεν. = (α) βλ. ά. επί Ά1 εκφρ.· (β) μπροστά· απέναντι· ενώπιον: επλίκεψαν από την Χαβιλα ως τη Σουρ ος ιπί πρόσωπα της Αίγυφτος ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18 δις· να μην είναι εσέν είδωλα άλλα ιπί τα πρόσωπά μου Πεντ. Δευτ. V 7· (με χρον. σημασ.): και απέθανεν ο Αραν ιπί πρόσωπα του Θεραχ, του πατρός του Πεντ. Γέν. XI 28. 5) Ιπί πρόσωπα + αιτιατ. = εις βάρος κάπ.: την ημέρα οπού κλερονομήσει τα παιδιά του το ός να είναι αυτουνού, να μη μπορέσει να πρωτοκοκίσει τον υιόν της αγαπημένης ιπί πρόσωπα υιόν της μισισμένης τον πρωτόκοκο Πεντ. Δευτ. XXI 16. 6) Με πρόσωπον = από πολύ κοντά: ουδείς πυρός πολλού την καύσιν δεν ’πομένει| με πρόσωπον να την ιδεί, αλλά μακρά πηγαίνει Κορων., Μπούας 58. 7) Προς πρόσωπα = μπροστά, απέναντι: να σιμώσουν αυτήν τα παιδιά του Ααρων ομπροστά στο Κύριο προς πρόσωπα το θεσιαστήρι Πεντ. Λευιτ. VI 7. 8) Πρόσωπον προς πρόσωπον = (προκ. να δηλωθεί άμεση επικοινωνία δύο ατόμων) πρόσωπο με πρόσωπο, αντικριστά: Των μαρτύρων οι λόγοι πιάνονται, ουχί των ανθρώπων εκεινών, οπού ακούσουν λόγους από τους μάρτυρας ...· πρόσωπον γαρ προς πρόσωπον ερωτώνται οι μάρτυρες Μαλαξός, Νομοκ. 95· τοιούτος (ενν. ο Μωυσής γίνεται), ώστε να μιλεί στόμα κατά στόμα με τον Θεόν και πρόσωπον προς πρόσωπον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48· (στον πληθ.): Και δεν εσηκώθην προφήτης πλια εις τον Ισραελ σαν το Μωσε, ός τον ήξερεν ο Κύριος πρόσωπα προς πρόσωπα Πεντ. Δευτ. XXXIV 10. Φρ. 1) Βάνω τα πρόσωπά μου εις, προς ... = στρέφω το πρόσωπό μου προς μια κατεύθυνση· κατευθύνομαι: εσηκώθην και απέρασεν το ποταμό (ενν. ο Ιαακωβ), και έβαλεν τα πρόσωπά του εις το όρος του Γιλεαδ Πεντ. Γέν. XXXI 21· έβαλεν προς την έρημο τα πρόσωπά του (ενν. ο Βιλεαμ) Πεντ. Αρ. XXIV 1. 2) Βγαίνω από το πρόσωπο της γης, βλ. ά. βγαίνω 1β φρ. (α). 3) Βγαίνω από τα πρόσωπα κάπ. = φεύγω, απομακρύνομαι από κάπ.: εβγωμό εβγήκεν ο Ιαακωβ από τα πρόσωπα του Ιτσχακ του πατρός του Πεντ. Γέν. XXVII 30. 4) Γελώ (μέσα/ομπρός) στο πρόσωπον κάπ. = κοροϊδεύω, εμπαίζω φανερά: εσύ γελάς μας φανερά μέσα στο πρόσωπόν μας Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 60· εσύ γελάς μας φανερά ομπρός στο πρόσωπόν μας Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 107. 5) Γνωρίζω/θωρώ πρόσωπον/α = κάνω διακρίσεις, ξεχωρίζω, μεροληπτώ: μη κλίνεις κρίση, μη γνωρίσεις πρόσωπα και μη πάρεις φιλοδωριά Πεντ. Δευτ. XVI 19· να κρίνεις (ενν. βασιλεύ) την αλήθειαν με την δικαιοσύνην,| να μην θωρείς εις πρόσωπον, μηδέ να παίρνεις δώρα Ιστ. Βλαχ. 1389. 6) Δείχνω πρόσωπον, βλ. ά. δείχνω IÁ2. 7) Δίδω (το/τα) πρόσωπο/α, βλ. ά. δίδω IÁ7β φρ. 8) Δίδω εις πρόσωπον = μονομαχώ πρόσωπο με πρόσωπο: ει βούλει, ανάστηθι και λάβε σου τα όπλα| και δώσομεν εις πρόσωπον, ως δοκεί τοις ανδρείοις Διγ. (Trapp) Gr. 2601. 9) Έχω δύο πρόσωπα = είμαι υποκριτής, διπρόσωπος: όσ’ είχασι δυο πρόσωπα ανθρώπους να κομπώνου,| θέλουσι να ’χουν κατοικιά στο σπίτι του δαιμόνου Τζάνε, Κατάν. 429. 10) Έχω πρόσωπον = (α) έχω το θράσος, έχω τα μούτρα να ...: έχεις λοιπόν και πρόσωπον και στέκεις και δηγάσαι| και δε θυμάσαι τά ’καμες, να τρέμεις να φοβάσαι; Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1703· έχεις πρόσωπον και βλέπεις,| ουδέ χάριτας μοι λέγεις ...; Πτωχολ. α 773· (β) έχω το θάρρος, το κουράγιο να ...: κακορίζικες εμείς, πώς έχομεν πλέον πρόσωπον να γυρίσομεν ομπροσθά εις τον βασιλέα ...; Μπερτόλδος 39· (γ) έχω αξία, κύρος: πλέον εις τον βασιλέα δεν έχω πρόσωπον, μόνον εντροπήν και ονειδισμούς Δωρ. Μον. XXXVII. 11) Δε θωρώ Θεού πρόσωπο, βλ. ά. θεωρώ (Ι) IÁ1γ φρ. 12) Κάνω πρόσωπον = προσποιούμαι: Ο δε βασιλεύς, κάνοντας πρόσωπον πως μανίζει, λέγει ... Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 905. 13) Πέφτουν τα πρόσωπά μου, βλ. ά. πέφτω Φρ. 10. 14) Πηγαίνω στο πρόσωπο(ν) + γεν. = φθάνω κοντά σε κάπ.· παρουσιάζομαι: αυτός υπάρχει, γνώριζε, όπου κρατεί την κόρην·| ας μην πηγαίνομεν λοιπόν στο πρόσωπον εκείνου,| αλλά ας ερευνήσομεν ένθα την κόρην έχει Διγ. A 3462· Πούρι να πέψει η χάρη Του, σαν πάει στο πρόσωπό Του| τούτη η θυσία που μελετώ, να πάψει το θυμό Του Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 371. 15) Ποιώ πρόσωπον = (στρατ.) παρατάσσομαι μετωπικά: πρόσωπον εποίκασιν κοντά στο παραγιάλιν| κι εβλέπαν την αρμάδαν του έξω να μην την βγάλει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 63. 16) Ποιώ καλόν/κακόν πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Φρ. 83. 17) Ποιώ το πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Ά9β. 18) Σηκώνω (τα) πρόσωπα, βλ. ά. σηκώνω. 19) Φέγγω τα πρόσωπά μου, βλ. ά. φέγγω. Η λ. ως επίρρ. = μετωπικά: στην χώραν ήταν καταυτού χωσμένοι μες στ’ αργάκιν,| και πρόσωπον εμπήκασιν σ’ όλον το παραγιάλιν Θρ. Κύπρ. M 21.
       
  • πρωτόθρονος,
    επίθ., Κατάλ. οικουμ. συν. 96v, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 308v.
    Το μτγν. επίθ. πρωτόθρονος. Η λ. και σήμ. εκκλ.
    α) Που κατέχει τον πρώτο θρόνο, την πρώτη θέση· ο πρώτος τη τάξει: Βαρνάβας. Ο απόστολος του Χριστού, πρωτόθρονος αυτής της νήσου και κορυφή των επιλοίπων Κυπριωτών αγίων, ήτον από την Κύπρον Ροδινός (Βαλ.) 175· (ως επων. των αποστόλων Πέτρου και Παύλου· για το πράγμα βλ. και Matzukis [Άλ. Κων/π. σ. 197-8]): Ερίκος κόμης έτερος Παύλου του πρωτοθρόνου Άλ. Κων/π. (Matzukis)μεγίστης εκκλησίας| του πρωτοθρόνου και σεπτού Πέτρου του κορυφαίου Άλ. Κων/π. (Matzukis) 695· β) (εκκλ.) που κατέχει τον πρώτο τη τάξει επισκοπικό ή μητροπολιτικό θρόνο (για το πράγμα βλ. και ODB, λ. protothronos): ο ταπεινός μητροπολίτης Καστορίας Ιωάσαφ και πρωτόθρονος πάσης Βουλγαρίας Ιστ. πατρ. 1874· έδωκεν εξουσίαν του αυτού επισκόπου (ενν. του θρόνου Ιεροσολύμων) ... να είναι τέταρτος από των τριών πρωτοθρόνων Hagia Sophia ψ 61917.
       
  • πτέρυξ
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 915, 1103, 2395, Διγ. A 2857, 2858, Διγ. Z 908, 1435, 2786, Δευτ. Παρουσ. 114, Ιστ. Βλαχ. 1900, Διγ. Άνδρ. 34515· αιτιατ. πληθ. πτερύγες, Κατάλ. οικουμ. συν. 99v.
    Το αρχ. ουσ. πτέρυξ. Η λ. και σήμ. στον τ. πτέρυγα (7.-11. αι., TLG).
    Φτερούγα, φτερό: Διγ. (Trapp) Gr. 663· (μεταφ.): αλλ’ ουν η μήτηρ του Χριστού να τα ’χει σκεπασμένα (ενν. τα νήπια),| στην σκέπην των πτερύγων της να τα ’χει φυλαγμένα Θρ. Κύπρ. M 487.
       
  • στρατεία
    η, Κομν., Διδασκ. Δ 151, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 127, Ερμον. Η 373, Χρον. Μορ. H 1646, 1976, 3702, 4173, 4946, 8932, 9061, Χρον. Μορ. P 951, 1080, 1646, 1976, 3702, 4173, 4946, 8932, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 134, Βίος Αλ. (Aerts) 4518, Αχιλλ. (Smith) O 52, Ιμπ. 91, Χρον. Τόκκων 2081, Κατάλ. οικουμ. συν. φ. 99v, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 258, Αλεξ.2 11, 479, Ιμπ. (Yavis) 93, Κορων., Μπούας 113, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1235, Αχέλ. 90, 308, 2154, Διγ. O 2905, κ.α.· στρατειά, Ερμον. Β 67, Χρον. Μορ. H 951, 4012, Καναν. (Pinto) 485-6, Rechenb. 8821, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 336, Αλεξ.2 838, Πεντ. Αρ. I 20, 22, 24, 26, IV 23, 39, VIII 25, Δευτ. XXIV 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 123.
    Το αρχ. ουσ. στρατεία. Για τη διαφορ. γρ. του τ. (‑ιά) βλ. και L‑S, στη λ. Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Εκστρατεία: Ρωμανός ο Διογένης ... στρατεύσας κατά Περσών διαφόρως, εν τη γ́ αυτού στρατείᾳ εκρατήθη αιχμάλωτος παρά του σουλτάνου Byz. Kleinchron. Á́ 16119· Πάραυτα εκατέβηκε στην Λακεδαιμονία,| εκεί απόμεινε καιρόν και κάμνει και στρατεία.| Εις νήσον εκατέβηκε, την λέγουν Σικελία,| εδούλεσέ τους και αυτούς δίχως καμιά μαλία Αλεξ.2 500· β) στρατιωτική, πολεμική επιχείρηση: με πονηρίαν και μηχανίαν, ως το έχουν οι Ρωμαίοι,| τους Φράγκους εμαχόντησαν, επαίρναν τους και εδίδαν,| καθώς το έχουν πανταχού οι μάχες και οι στρατείες Χρον. Μορ. H 1080. 2) α) Στρατιωτική εκπαίδευση: από μικρόθεν και μικρόν τ’ άλογον διά να τρέχει (ενν. το παιδάκι),| και την στρατείαν καθολικά ηγάπα να ξετρέχει Κορων., ΜπούαςΣτρατεία επεζήτησεν (ενν. ο Αχιλλεύς), ην ήθελεν και ηγάπαν| και παίδευσιν στρατιωτικήν υπερεπόθει πλέον Αχιλλ. (Smith) N 101· β) στρατιωτική τέχνη· στρατηγική ικανότητα: Εις το κυνήγιν σπούδαζε και τρέχε και γρηγόρει,| ότι ωφελεί τον άνθρωπον μεγάλως εις στρατείαν Σπαν. P 53· Εκείνος ο κυρ Θεόδωρος, ο δούκας της Βλαχίας (παραλ. 1 στ.), ο εξάκουστος εις την στρατείαν και δόκιμος εις όλα ... Χρον. Μορ. H 3698· Ήφερε και τους γέροντας που ’ν’ κακοπαθημένοι| κι εις του πολέμου την στρατειά είναι διαρμηνεμένοι Αλεξ.2 478· γ) (μεταφ.) μέθοδος: με τοιαύτην στρατειάν γίνουνται οι τοιούτοι λογαριασμοί Rechenb. 758. 3) α) Στρατιωτική υπηρεσία, στράτευση: όσα υποκτήσωσιν από της στρατείας, ίδια δικά τους έχουσι και παντελώς ο πατήρ τα τοιαύτα δεν τα ορίζει Zygomalas, Synopsis 173 Ε 4· δεν εδόθηκε των γυναικών στρατεία,| πολέμους, μάχες να κρατούν· ότ’ είναι αταξία| να διηγείρουν πόλεμον, και να γενούν σερδάροι Ιστ. Βλαχ. 703· (εδώ σε αντιδιαστολή προς την πνευματική στράτευση): ώστε οπού επροστάσσομέσθαν από την βασιλείαν σου εις την κοσμικήν στρατείαν, δεν ελείψαμεν τίποτες από τα χρειαζόμενα ... Μα τώρα οπού ηθέλησες ... να μας ξενίσεις από τον Θεόν ... ανίσως και ειπώ πως είσαι αμάθητος του καλού, καλά το θέλω ειπεί Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3528· φρ. (1) εβγαίνω στρατιά, βλ. βγαίνω 19 φρ.· (2) γράφω κάπ. εις την στρατείαν = εγγράφω κάπ. στους στρατιωτικούς καταλόγους: Όταν ουν ετράνευσε (ενν. ο Νικόλαος), τον έγραψαν εις την στρατείαν, διατί ήτον περισσά ανδρειωμένος και χρήσιμος Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16113· β) (γενικ.) υποχρεωτική υπηρεσία (βλ. και ά. στρατεύω (Ι) Ά́ σημασ. 2): από υιόν τράντα χρόνω και απάνου και ως υιόν πενήντα χρόνω παν οπού έρχεται εις την στρατειά να κάμει δουλειά εις την τέντα του τάρωμα ... Πεντ. Αρ. IV 3· (με σύστ. αντικ.): ετούτο ος των Λεβιμ· από υιόν είκοσι πέντε χρόνω και απάνου να έρτει να στρατέψει στρατειά εις δούλεψη τέντα του τάρωμα Πεντ. Αρ. VIII 24. 4) Φόρος για τη συντήρηση του στρατού: τῃ αυτῄ ημέρα ... έκοψε τους καλογέρους της μονής ονόματα ιή́ από στρατείαν και καπνικόν Νεκρολ. φ. 69r· έππεσεν πασανού τον χρόνον από τρία πέρπυρα χρυσά ... και εκράκτην στρατεία διά τους στρατιώτες Μαχ. 832· έκφρ. τόποι της στρατείας = τα κτήματα των οποίων οι ιδιοκτήτες επιβαρύνονταν με το φόρο της στρατείας (για το πράγμα βλ. και ODB, λ. strateia): Αν δε είναι στρατιώτης (ενν. ο φονεύς) και έχει τόπους της στρατείας και οικονομίας υπέρ της στρατείας, προς τους κληρονόμους αυτού παραπέμπονται Zygomalas, Synopsis 302 Φ 23.
       
  • συγκοινωνώ,
    Κατάλ. οικουμ. συν. 96v, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 309v, Zygomalas, Synopsis 200 Θ 10, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1604, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3624‑25, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 902, 9828, 10330, 1054, 29, 10632 10721, 30, 1095, 1266, 9, 1279, Ψευδο-Σφρ. 2968, Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [ζ́], 153, 264, 298, Διακρούσ., Πένθος 130· υποτ. ?(να τον) εσυγκοινωνεί, Μαλαξός, Νομοκ. 111.
    Το αρχ. συγκοινωνέω. Η λ. και σήμ.
    1) α) Συνδέομαι, ομονοώ· συμπροσεύχομαι· (εδώ με είδος σύστ. αντικ.): ίνα μη και αυτοί καθαιρέσει και τῳ αυτῴ αναθέματι ώμεν υπόδικοι ως συγκοινωνούντες τῳ ακοινωνήτῳ, ήδη αυτόν ανάξιον εκρίναμεν της αρχιεροσύνης … και καθαιρούμεν Ιστ. πατρ. 18311· β) ακολουθώ· δέχομαι τη διδασκαλία: ανάγκαζεν (ενν. ο Κωνσταντίνος) τον Πατριάρχην τον Αλέξανδρον να συγκοινωνήσει με τον Άρειον, και κάμει το ήθελεν, αμή ο Θεός του ηπήρε την ζωήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 309r. 2) Συμμαχώ· συνεννοούμαι: τῳ ͵σωϞ́ έτει ινδικτιώνος έ έφερε τον Κωστήν μετά Τούρκων τεσσαράκοντα και τους Ζουλαναίους ῃχμαλώτευσε, και τις σοφός αυτόν προσηγόρευσεν ούτως ειπών· «Θωμάς ο δεσπότης αστοχήσας τους Λατίνους τοις Τούρκοις συγκοινωνεί»· αποστάτην γαρ αυτόν εμαρτύρει λέγων ότι … Ιστ. Ηπείρ. XXIV3. 3) (Συμ)μετέχω: Εβγάτε απ’ αυτήν ο λαός μου διά να μη συγκοινωνήσετε εις τες αμαρτίες της και διά να μην πάρετε από τες πληγές της Χριστ. διδασκ. 123 (πβ. Κ.Δ. Αποκ. ιή δ́)· ως καθώς με είχες κοινωνόν εις ετούτα τα αγαθά, τέτοιας λογής να με έχεις και εις τα λυπηρά, οδιά να συγκοινωνήσω με του λόγου σου και εις τα μέλλοντα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4215. 4) (Μέσ.) συνδέομαι, ενώνομαι: ο τρόπος του φαγητού ετούτου είναι πνευματικός και δεν το υπερετά το σαρκικόν στόμα, αμή το πνευματικόν στόμα … Έτσι λοιπόν και ο Χριστός, ο οποίος έστοντας και να κάθεται παντοτινά εις τα δεξιά του Πατρός εις τους ουρανούς, όμως, δεν απολείπει να συγκοινωνάται με του λόγου μας πνευματικά Χριστ. διδασκ. 152. 5) (Προκ. για το Αίμα του Κυρίου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας) δίδω, προσφέρω: το ψωμί του Κυρίου οπού κόφτεται διά λόγου μου και το ποτήριον οπού μου συγκοινωνάται Χριστ. διδασκ. 264.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης