Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Καλορείτ., Στ.

  • επταμηνιαίος,
    επίθ.
    Το μτγν. επίθ. επταμηνιαίος (Βλ. L‑S).
    Που διαρκεί επτά μήνες: έχομεν δε κρατημένοι εν τη φυλακή νυν ταύτῃ| επταμηνιαίον χρόνον Καλορείτ., Στ. 41.
       
  • κάκωσις ‑ση
    η, Γλυκά, Στ. 88, Γλυκά, Στ. Β΄ 72, Λόγ. παρηγ. L 500, Καλλίμ. 1093, Καλορείτ., Στ. 30, Ασσίζ. 18826, 44014, Βέλθ. 53, Χρον. Μορ. H 5658, Φλώρ. 1206, Λίβ. Sc. 1461, 1740, 2575, Λίβ. Esc. 1466, 1944, 2636, Λίβ. N 1437, 2293, 2331, Θησ. Β΄ [328], Ζ΄ [83], Διήγ. αναιρεθ. 8581, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16393, Ιστ. Βλαχ. 2495 [= Γέν. Ρωμ. 117] κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. κάκωσις. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
    1) α) Κακοποίηση, κακομεταχείριση: Τας τηλικαύτας μου πληγάς ας βλέπεις και κακώσεις Καλλίμ. 701· πλείονας τῳ αυτῴ Γερμανῴ αρχιεπισκόπῳ και της εκκλησίας αυτού κακώσεις ενέργησεν Διάτ. Κυπρ. 5035· (μεταφ.): ήλλαξε τας κακώσεις της η τύχη σου απ’ εσένα Λίβ. Sc. 3111· β) κακή πράξη: ποτέ του ουκ ενθυμήθηκεν (ενν. ο Βελισσάριος) διά τον βασιλέα| εις απιστιά και κάκωσιν να βάλει ο λογισμός του Διήγ. Βελ. 338· γ) κακό, βλάβη: δεν τα έθεσες διά κάκωσιν (ενν. τα κοντάρια), ουδέ κακόν, οδι’ αγάπην τα ’θεκες Ερωτοπ. 242· πάντα εις χειρότερον αυξαίν’ η κάκωσή του (ενν. του φαρμακιού) Θησ. Γ΄ [335δ) καταστροφή: εις την κάκωσιν της Συρίας εφέραν τες (ενν. τες κεφαλάδες), εις την Κύπρον Μαχ. 3815· πολλαί μάχαι και πόλεμοι εμφύλιοι ... εγένοντο και κάκωσις και φθορά μεγάλη Ψευδο-Σφρ. 1845. 2) α) Κακοπάθεια, ταλαιπωρία· δυστυχία: όπου δεσμά και κάκωσις και νέφος αθυμίας| εκεί χαρά και άνεσις και θυμηδίας έαρ Γλυκά, Στ. 326· τας πολλάς κακώσεις μου συνεκακοπαθήσετέ τας,| τας συμφοράς μου τας πολλάς συνεπονέσετέ τας Λίβ. Esc. 900· η τύχη μου και πάλιν μετεμάνην| και πάλιν άλλην κάκωσιν θέλει να με κακώσει Καλλίμ. 1801· την κάκωσίν μου ορέγεσαι θέλεις τον πικρασμόν μου| θέλεις και συ την θλίψιν μου να την αυξήνεις πλέον; Λίβ. Sc. 1957· β) τιμωρία: Πάσαν ποινήν και κάκωσιν και μάστιγα νικώσι| οι φύλακες της φυλακής Γλυκά, Στ. 454. 3) α) Κακία, μίσος, έχθρα: επράυναν την κάκωσιν κι εβάλαν τους σ’ αγάπην Χρον. Μορ. P 4191· Έθεκαν τα κοντάρια οι δύο προς την μάχην| και πιλαλούν τα άλογα ...| με δύναμιν και κάκωσιν και μάχην του πολέμου Ιμπ. (Lambr.) 403· β) προσωποποίηση της κακίας: Έναι απεμπρός ο Φθόνος,| έν’ απέ τότε η Κάκωσις, κατόπισθεν ο Ζήλος Λόγ. παρηγ. L 360. 4) Οργή, θυμός: έποικε την καρδία μου να κακωθεί δι’ εσέναν| κάκωσιν τέτοιαν φοβεράν Λίβ. Esc. 1938.
       
  • μελενδύτης
    ο.
    Από το επίθ. μέλας και το ουσ. ενδύτης. Η λ. σε επίγραμμα του 13. αι. (Βλ. Τωμ., ΕΕΒΣ 33, 1964, 13· για τη λ. βλ. και Βαγιακ., ΕΕΒΣ 41, 1974, 249).
    Ρασοφόρος, μοναχός: ρακενδύτου, μελενδύτου τάχα μοναχού του δήθεν,| ού το όνομα τυγχάνει Μακάριος Χριστού δούλος Καλορείτ., Στ. 3.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης