Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- εμπόνως,
- επίρρ., Καλορείτ., Περί ματ. Βίου 25, Έγγρ. του 17. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, 1962 <1965>, 1246, 13146).
Το μτγν. επίρρ. εμπόνως (Lampe, Lex.).
1) Προσεκτικά, με επιμέλεια (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex.): λόγους εγγράφως πέμπω σοι, υιέ μου, παραινών σε (παραλ. 1 στ.), ανάγνωσ’ εμπόνως, ω υιέ, συν προσοχῄ μεγάλῃ Σπαν. (Λάμπρ.) Va 50. 2) Με ζήλο: μάλιστα τους κληρικούς τους περί τον αρχιερέα καθ’ ημέραν, ως ώρισται, ευρισκομένους και αεί οφείλοντας υπέρ της χριστιανικής τάξεως εμπόνως υπερμαχείν Έγγρ. του 17. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, 1962 <1965>, 1246, 13146).ζοφώ ‑ώνω,- Ιερακοσ. 44418, Διγ. Z 4122, Ερμον. Ω 270, Βυζ. Ιλιάδ. 1065· μτχ. ζεζοφωμένος, Βίος Αλ. 4329.
Το μτγν. ζοφόω. Η λ. και σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 159).
Κάνω κ. σκοτεινό· (μεταφ.): Ω τάφε πανδεινότατε, ... εζόφωσες την ψυχήν μου! Ήρπασες την μητέρα, οπού με έθρεψεν! Διγ. Άνδρ. 40415. Η μτχ. ως επίθ.: τον δε θείον αυτού Κωνσταντίνον πιάσας εν ειρκτῄ εζοφωμένῃ έθετο Ψευδο-Σφρ. 1801· πώς φέρω| εκείνας δη τας σκοτεινάς ζεζοφωμένας όψεις Καλορείτ., Περί ματ. Βίου 9.ξηραίνω,- Σπαν. A 525, Κρασοπ. (Eideneier) V 37 (42), Ιερακοσ. 45929-30, Διγ. (Trapp) Gr. 2220, Ιατροσ. κώδ. χδ́, Θρ. Κων/π. διάλ. 7, Μαλαξός, Νομοκ. 181, Διγ. Άνδρ. 3716, Τζάνε, Κατάν. 104, Παλαμήδ., Ψαλμ. 427, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 187, 202, 219· ξεραίνω, Θρ. Κων/π. H 4, Θρ. Κων/π. B 4, Πανώρ. Γ́ 139, 143, Δ́ 120, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 504, Βοσκοπ.2 476, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 280, Ευγέν. 628, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 50, Ζήν. Έ́ 233, Διακρούσ. 6964, Τζάνε, Κρ. πόλ. 55211· μτχ. παθητ. παρκ. ξεραμμένος· ξηραμμένος, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 485.
Το αρχ. ξηραίνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.
Í. Ενεργ. Ά́ Μτβ. 1) Κάνω κ. να χάσει την υγρασία που έχει, αφυδατώνω, ξεραίνω: Το αλατισμένον κρέας είναι βλαβερόν, διατί δίδει ολίγην τροφήν, ξηραίνει την σάρκα και γεννά χοντρόν αίμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 191· (μεταφ.): Το φως σκοτίδι μου γεννά, το πλούτος με φτωχαίνει,| πρίκα μου προξενά η χαρά, το δρόσος με ξεραίνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 216. 2) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) κάνω να χάσει τους χυμούς του, να ξεραθεί, να μαραθεί: Παλαμήδ., Ψαλμ. 427, Διδ. Σολ. Ρ 13· ’ς καιρό που σ’ ανακρέμασην ο ήλιος τον κόσμο κάψει,| ανθούς, χορτάρια, λούλονδα, δέντρη, κλαδιά ξεράνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1309· (σε μεταφ.): ήπασκεν (ενν. η νένα) όσο το μπορεί να τηνε δυσκολέψει (ενν. την Αρετούσα),| να τση ξεράνει το δεντρό πρίχου να το φυτέψει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 670. 3) α) (Προκ. για καρπούς, άνθη, φύλλα) αποξηραίνω: ξηραίνουσι (ενν. οι πατέρες) το καλοκαίρι από τους καρπούς των δένδρων, φοινίκων δηλαδή και ετέρων όσα διά φαγί είναι χρήσιμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 114· Έπαρε άνθη χαμομήλης και φάκλας ..., ξέρανε και κάμε τα σκόνην λεπτήν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 234· Κολοκυθόφυλλα ξεράνας και τρίψας Σταφ., Ιατροσ. 10290· β) (γενικότερα): ειδέ σικχανθῄ τας χλωροσαύρας, εις τον ήλιον αυτάς ξήρανον και τρίψας εις κρέας χοίρειον δος τῳ ιέρακι φαγείν Ορνεοσ. αγρ. 55928. 4) Ψήνω κ. ώσπου να ξεραθεί εντελώς: Ξήρανε εις τον φούρνον δενδρολίβανον και ρίζαν της ατσικνίδας, κάμε τα σκόνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 228· Βάλε εις ένα αγγείον λαγόν ζωντανόν να ξηρανθεί εις τον φούρνον, κάμε τον σκόνην και πίνε την Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 236. 5) (Προκ. για τους ανθρώπους στην κόλαση): Νυν ώδε αγωνίσθητι ...,| ότι ενταύθα ο αγών, εκεί η αντιμισθία.| Ξηραίνονται και τήκονται πάντες εκεί, ως έφυν,| οι μήπω εις μετάνοιαν ελθόντες απεντεύθεν Καλορείτ., Περί ματ. Βίου 27. 6) α) Αδρανοποιώ, «νεκρώνω»: αφανίζει (ενν. το μαρούλιον) το σκάνδαλον της σαρκός, διατί ξηραίνει το σπέρμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 204· β) κάνω να ατονήσει ως προς τα συμπτώματα: ο περισσός ύπνος ψυχραίνει και ξηραίνει την θέρμην και αχαμνίζει την Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176. 7) (Μεταφ., με αντικ. τη λ. αίμα): Συν τούτοις συν και ετέροις κολακευτικοίς λόγοις, εχούσας εν τῳ μέσῳ των κολακειών και τας καρδίαν στυφούσας και το αίμα ξηραίνουσας δακνώδεις μνήμας απέλυσεν (ενν. ο ηγεμών) Δούκ. 31320. 8) Εξαντλώ, ταλαιπωρώ σωματικά: έφευγαν (ενν. οι Τρώες) εκ του πεδίου| ξηρανθέντες εκ του κόπου,| εκ της κάνης και της δίψης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ2 [199]. 9) Εξοντώνω: Η γυνή το θέλημά σου ου κάμνει,| αμή έμπροστεν εις τους εχθρούς βούλεται να σε μιάνει (παραλ. 1 στ.)· πάντα περιεργάζεται το πώς, να σε ξηράνει Συναξ. γυν. 308. Β́ Αμτβ. 1) (Προκ. για δέντρο) χάνω τους χυμούς μου, μαραίνομαι, ξεραίνομαι: εμείναν τα δεντρά γυμνά ως γιον τον χειμώναν, και κιτρομηλίες και ούλα, κι ελιές και κερατσιές και εξεράναν πολλά Μαχ. 6244. 2) (Με υποκ. τις λ. νερά, βρύσις) στερεύω: ούλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επηγαίνναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον ... να εύρουν νερόν Μαχ. 225· (σε μεταφ.): Αλλ’ όμως ουκ εκρύβηκεν η άδικος η κρίσις, το δίκαιον απέσβεσεν και εξήρανεν η βρύσις Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 590. IΙ. Μέσ. 1) Χάνω το νερό ή την υγρασία που έχω, στεγνώνω: εις το μήνα το δεύτερο, εις τις είκοσι εφτά μέρες του μηνού εξεράθην η γης Πεντ. Γέν. VIII 14. 2) (Με υποκ. λ. όπως βρύση, πηγάδι, λίμνη, θάλασσα) στερεύω, αποστραγγίζομαι, ξεραίνομαι: κι επήγαν (ενν. δύο βαθρακοί) εις πηγάδι (παραλ. 1 στ.). Ο ένας αποκρίθηκε ... (παραλ. 1 στ.) ... φοβούμαι ...| ότι σαν ξηρανθεί κι εδώ δεν έχω πώς να ξέβω Αιτωλ., Μύθ. 1910· Εις λίμνην άλλην πήγασι (ενν. δύο βαθρακοί) και πάλε εξηράνθη|, από την ζέστην την πολλή Αιτωλ., Μύθ. 193· (σε κατάρα): Αι βρύσες ας φυράξουσι κι όλες ας ξεραθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 22811· ποταμοί να φρύξουν,| η θάλασσα να ξηρανθεί, τα ψάρια να ψοφήσουν Περί ξεν. A 284· (σε μεταφ.): εις τας μεγάλας λύπας ξηραίνονται αι πηγαί των δακρύων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 250. 3) Αφυδατώνομαι, εξαντλούμαι από τη δίψα και τη ζέστη: Τη βρύση στέκω και θωρώ, δε θε να με δροσίσει| κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 214. 4) α) (Συνεκδ. για τη γλώσσα, το λάρυγγα) στεγνώνω: ήλθον εις αθυμίαν,| εστέγνωσαν τα χείλη μου, η γλώσσα μου ξηράνθη Κρασοπ. (Eideneier) ΑΟ 42· Ο θάνατος εσκέπασε τ’ αμμάτια τα δικά μου,| η γλώσσα μου εξεράθηκε, σβένετ’ η αναπνιά μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 260· αποκοτιά δεν έχω να μιλήσω,| μα η γλώσσα μου ξεραίνεται κι ο λόγος στρέφτει οπίσω Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 360· ο λάρυξ εξηράνθη μου από της ακρασίας Προδρ. III 419f χφ V κριτ. υπ.· (σε κατάρα): Αν εγώ, Ιερουσαλήμ, εσέ θέλω ξεχάσει (παραλ. 1 στ.), να ξηρανθεί η γλώσσα μου εκεί που σ’ αναβάλλω Παλαμήδ., Ψαλμ. 426· β) (ειδικά): τα μάτια μου εξηράνθησαν από της αγρυπνίας Προδρ. III 419v χφ g κριτ. υπ.· γ) (προκ. για την αναπνοή) «κόβομαι» (επειδή στεγνώνει η στοματική κοιλότητα): η γλώσσα μου η τρεμάμενη στο στόμα αποκρυγιαίνει| κι η αναπνιά ξεραίνεται κι ολόβουβο απομένει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 88. 5) α) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) χάνω τους χυμούς μου, ξεραίνομαι, μαραίνομαι: περισσές (ενν. ελαίαι) ξηραίνονται, διότι και τα νερά οπού τες ποτίζουσιν ολιγοστεύουσιν υπό της ανομβρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 171· Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει| στην πρώτη ντου ομορφιά ποτέ Πανώρ. Γ· 307· ένα δεντρόν ... μαραμένο (παραλ. 1 στ.) κι ήδειχνε πως ξεραίνονται οι κλώνοι και τα φύλλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 210· (σε κατάρα): Σήμερο οι κάμποι ας ξεραθού και τα βουνά ’ς βουλήσου Πανώρ. Δ́ 117' (σε μεταφ.): Τα ρόδα του προσώπου σου κι οι κρίνοι ας ξεραθούσι Πανώρ. Β́ 407· β) (μεταφ. για πρόσωπο) χάνω τη ζωντάνια, την ομορφιά μου· μαραίνομαι (πβ. Bauer, Wört., στη λ. 2b): ωσάν ένα δένδρον νεοφύτευτον, οπού να ξηρανθεΊ πριν του καιρού του έτσι και εγώ πριν του καιρού μου εξηράνθη το κάλλος μου Διγ. Άνδρ. 3717· Οίμοι λοιπόν παντάλαινα και παναθλία τύχη (παραλ. 1 στ.) η το γλυκύ προ του τυχείν ολέσασα του κάλλους,| ως δένδρον νεοφύτευτον ακαίρως ξηρανθείσα Διγ. Z 2625. 6) α) (Προκ. για νερό, υγρά) στεγνώνω, εξατμίζομαι: επέστειλεν (ενν. ο Νόαχ) τον κόρακα και εβγήκεν· εβγαίνοντα και στρέφοντα ως να ξεραθούν τα νερά αποπάνου την ηγή Πεντ. Γέν. VIII 7· Καύσε αβγόφυλλα, βάλε τα εισέ ολίγον ξίδι δριμύ να κάμουν έως να ξηρανθεί το ξίδι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· β) (εδώ προκ. για το υγρό στοιχείο του ανθρώπινου οργανισμού): δεν έχουσιν (ενν. τα γερατειά) αποκοτιά ...| και, το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγιαίνει·| ξεραίνεται η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 829. 7) Γίνομαι στερεός, συμπαγής, δύσκαμπτος: βαλε το εισέ λεκάνες απλωτές ... όσον να γένει το χόντρος του μόνον ένα δάκτυλον διά να ημπορείς ύστερα να το κόπτεις, διατί ξηραίνεται ωσάν την πετσόκολλα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 226. 8) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παραλύω, πιάνομαι: Αι γενεαί πάσαι, όλοι καθυβρίζουν σπανόν τον τραγογένην.| Αι χείρες σου και οι πόδες σου εξεράθησαν Σπανός (Eideneier) Α 387· τα μέλη ξηραίνονται και αχαμναίνει όλη η δύναμις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176· Εις του Μαχαιρά την εκκλησιάν ...| μια ρήγαινα ...| έσσω εδοκίμασεν να μπει κι ευρέθην ξεραμμένη| και κάμνόντας παράκλησες έβγην ιατρεμένη Θρ. Κύπρ. M 442. 9) Μένω αναίσθητος, λιποθυμώ: τον κάμει και ξεσχίζεται και αφρίζει ... και ξηραίνεται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18. 10) Αποσβολώνομαι, μένω σύξυλος: οι Ρωμαίοι ακούσαντες την πικράν ταύτην αγγελίαν ...| υπερήλγησαν, εξηράνθησαν Δούκ. 2976.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Καλορείτ., Περί ματ. Βίου 25, Έγγρ. του 17. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, 1962 <1965>, 1246, 13146).