Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κακή μάννα

  • γευματίζω·
    γεματίζω, Πουλολ. 118 (χφφ VLE) (κριτ. υπ.), 447, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 380, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [386], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2323· γιοματίζω, Πουλολ. Αθ. 110, Μαχ. 40626, 65930, 67223, Βουστρ. 428, Ερωτόκρ. Β΄ 434, Γ΄ 1760, Κακή μάννα 3.
    Από το ουσ. γεύμα. Για τη λ. βλ. Du Cange (λ. γεύεσθαι). Ο τ. γιοματίζω και στο Βλάχ. (λ. γιωματίζω). Η λ. και οι τ. της και σήμ. (Δημητράκ., λ. γεματίζω και γιοματίζω). Για τον τ. γεματίζω βλ. και Andr., Lex. (λ. γευματίζω).
    1) Γευματίζω, τρώγω (Βλ. Du Cange, λ. γεύεσθαι. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γεματίζω και γιοματίζω): μηδέ φαητόν εμπόρεσε ποσώς να γεματίσει Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [386]· να φάω τ’ όξινο γλυκύ, που εδά δε γιοματίζω Ερωτόκρ. Β΄ 434. 2) Δοκιμάζω, γνωρίζω (Η σημασ. και σήμ. στη Χάλκη, Andr., Lex. ): ουδέν την εγεμάτισε του Χάρου την αλμύραν Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 380.
       
  • γιόκας
    ο, Αρμούρ. (Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64, 140120‑1υγιόκας, Κακή μάνναυιόκας, Αρμούρ. 120.
    Από το ουσ. γιος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Γιος (θωπευτ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): όπου και αν ένι ο υιόκας σου| πιστάγκωνα και εξάγκωνα ομπρός σου να τον φέρουν Αρμούρ. 120.
       
  • ελαφινός,
    επίθ., Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7410, 7412, 754· αλαφινός, Κακή μάννα 27· ’λάφινος.
    Από το ουσ. έλαφος και την κατάλ. ‑ινός.
    Ελαφήσιος: το λάφινον κρέας είναι κακοχώνευτον Αγαπ., Γεωπον. 91.
       
  • θρονί(ον)
    το, Πόλ. Τρωάδ. 706, Χρον. Μορ. P 4204, Φλώρ. 1698, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 275, Βεν. 41, Χούμνου, Κοσμογ. 838, Γεωργηλ., Βελ. 88, Πικατ. 119, Πεντ. Έξ. X15, Αρσ., Κόπ. διατρ. [162], Παϊσ., Ιστ. Σινά 442, Κυπρ. ερωτ. 810, Ερωφ. Α΄ 604, 615, Ιστ. Βλαχ. 1506, Ερωτόκρ. Α΄ 1295, Δ΄ 370, Ε΄ 347, Θυσ.2 703, Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 128, Ροδολ. Α΄ [155], Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [144], Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 916, Λίμπον. 396, Ζήν. Α΄ 336, Β΄ 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. 57823, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44, Πανώρ. Δ΄ 351, κ.π.α.
    Από το ουσ. θρόνος και την κατάλ. ‑ιον. Η λ. στο Etymologicum Magnum (Steph., Θησ., λ. θρόνιον). Ο τ. θρονί και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄ 443) και στη λογοτ.
    1) α) Θρόνος βασιλικός ή ιερατικός: Ο βασιλεύς εκάθισεν επάνω στο θρονί του Αρσ., Κόπ. διατρ. [1443]· έξωθεν υπάρχει| νάρθηξ ωραίος και θρονί διά τον ιεράρχη Παϊσ., Ιστ. Σινά 1046· β) (μεταφ.) βασίλειο· βασιλική εξουσία: είπεν ότι χέρι ιπί θρονί τού Κύριου Πεντ. Έξ. XVII 16· μόνα το θρονί να μεγαλύνω από εσέν Πεντ. Γέν. XLI 40· γ) κυριαρχία· δύναμη: πως το θρονί τ’ Αγαρηνού ογλήγορα θα πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3874· να μην ψηφού το βασιλιό, μηδέ και το θρονί ντου Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 113· δ) πρωτεύουσα, βάση: να πάρει και την Ρώμα, λέγει, οπού ήτονε το θρονί της μοναρχίας του Καίσαρος Χρον. σουλτ. 11922. 2) α) Κάθισμα: [σ]το θρονί τον έβαλε και τάβλα φέρνει ομπρός του Κακή μάννα 25· βάνω θρονίν και λέγω της: «Έλα, κερά, να ζήσεις ...», Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 115· β) (μεταφ.) έδρα, βάση· στήριγμα: εις την Αθήνα, που ’τονε ...| ... το θρονί της αρετής Ερωτόκρ. Α΄ 26· Μεγάλε βασιλιέ, θρονί τση δικιοσύνης Ερωτόκρ. Ε΄ 1335· γ) θέση, αξίωμα: εις το ψηλότερον θρονίν να φτάσεις Κυπρ. ερωτ. 10443· εμέν έστρεψεν ιπί το θρονί μου Πεντ. Γέν. XLI 13.
       
  • κελάρι(ον)
    το, Διάλ. Ευθυμ. 131402β, Κακή μάννα 9, Πεντ. Γέν. XLIII 30, Δευτ. XXXII 25, Ιστ. πατρ. 1992, Παϊσ., Ιστ. Σινά 958· κελάριν, Διάλ. Ευθυμ. 131401α· κελλάριν, Μαχ. 40632, Θρ. Κύπρ. M 375.
    Το μτγν. ουσ. κελλάριον. Για τη λ. βλ. Kahane, Sprache 534. Για τον τ. πβ. λ. τζελλάριν σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ.). Η λ. και σήμ.
    1) Αποθήκη τροφίμων ή κρασιού: Πρόκειται και κελάριον ...| ένθα τους άρτους βάλλουσι και άλλο είτι φέρου(ν),| όπερ κατώτερον εστίν, ...| «ψωμίου» δε «κελάριον» καλούν οι καλογέροι Παϊσ., Ιστ. Σινά 962· κι εγίνην μάλλωμαν και ταραχή μεγάλη ομπρός εις τον πύργον όπου ήτον το κελλάριν Μαχ. 65818· Δεξιόθεν ... θεωρείς το κελάρι| και αν πεινάς, μηδέν λυπού· έχει φαγίν και θάρρει Παϊσ., Ιστ. Σινά 913. 2) Δωμάτιο, καμαράκι: να έρτουν (ενν. οι βατρακοί) εις το σπίτι σου και εις το κελάρι του πλάγιασμά σου Πεντ. Έξ. VII 28· είχεν μίαν εικόνα των Αγίων Πάντων και όποιος φίλος και αν επήγαινεν αρχάς τον εσέβαζεν μέσα εις το κελάρι και επροσκύναν την εικόναν Συναδ., Χρον. 56.
       
  • μαγαρίζω,
    Σπανός (Eideneier) Α 371, 374, D 1073, 1095, 1107, 1112, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 163, 215, 465, 572, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 625, Διήγ. Αλ. V 57, Συναξ. γυν. 78, Πεντ. Γέν. XXXIV 5, 13, Λευιτ. X 10, XI 44, XX 3, XXI 4, XXII 5, XXVII 11, Αρ. VI 7, 12, IX 7, XIX 13, 14, Δευτ. XII 15, XIV 8, XV 22, XXVI 14, Ιστ. Βλαχ. 653, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 18, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56310, κ.π.α.· μεγαρίζω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 263r.
    Από το αρχ. μεγαρίζω (Βλ. Ανδρ., Λεξ.), καθώς και Kahane, Graeca et Romanica A΄ 344 κε. T. μααρίζω και μαρίζω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 650, λ. μαρίζω). Η λ. τον 7. αι. (Sophocl.) και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Μολύνω: Διά ποίαν αφορμήν χαλάτε (ενν. εσείς, άνθρωποι) τες ψυχές σας και τες μαγαρίζετε με αίματα ; Ροδινός (Βαλ.) 229· εσθίεις (ενν. εσύ, μαϊμού) ψύλλους, ψείρας τε και πάντοτε δακώνεις (παραλ. 1 στ.). Φεύγε λοιπόν απέμπροσθεν, μη μαγαρίσεις πάντας Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 975· β) (προκ. για αντικ. λατρείας) μιαίνω, βεβηλώνω: Το ’κόνισμα δεν το ’χωσα, … μα έκαψά το (παραλ. 1 στ.) για να μην το βρου οι άπιστοι πλιο να το μαγαρίζου Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 53. 2) Λερώνω, βρομίζω: όσα κάμω ν’ ασπριστούν εσύ (ενν. καρβουνιάρη) τα θες μαυρίζει·| πάντοτε με τα κάρβουνα θέλεις τα μαγαρίζει Αιτωλ., Μύθ. 128. 3) Ντροπιάζω: εμολύνασι τσι ψυχές τως (ενν. οι καλόγεροι) και εμαγαρίσασι και σκήμαν τως, ήγου το ράσο Αποκ. Θεοτ. Ι 190. 4) Βιάζω: εμαγάρισαν γυναίκας παρά φύσιν Ανάλ. Αθ. 24· το βράδι να μένουσιν (ενν. οι αρχόντισσες) με τους μουσουλμάνους| και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν Ανακάλ. 84. Β´ Αμτβ. 1) Μολύνομαι, αμαρτάνω: «Μη φας, αφέντη μου, … και μαγαρίσεις … αφ’ του γιού σου το συκώτι» Κακή μάννα 29. 2) Λερώνομαι, λεκιάζομαι: Εις τσόχαν να μαγαρίσει από λάδιν· δοκιμή Ιατροσ. κώδ. φνζ΄. 3) Αλλαξοπιστώ: πολλές (ενν. γυναίκες) εοκλαβωθήκασι κι άλλες εμαγαρίσα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1818. 4) Έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: τα καπηλεία γυρεύουν (ενν. οι άνδρες),| τες πόρνες και πολιτικές κοιτάν και μαγαρίζουν Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 772· όσες (ενν. γυναίκες) αφήνουσιν κακώς τους άνδρες τους, …| υπάν και μαγαρίζουσιν με ξένους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 747. IΙ. Μέσ. 1) (Προκ. για θρησκευτικά θέματα) είμαι μιασμένος, ακάθαρτος: παν ος να ’γγίξει εις αυτό ο μαγαρισμένος να μαγαριστεί και η ψυχή οπού ’γγίζει να μαγαριστεί ως το βράδι Πεντ. Αρ. XIX 22. 2) Παρεκτρέπομαι σεξουαλικά, απιστώ: αν δεν εμαγαρίστην η γεναίκα και καθάρια αυτή Πεντ. Αρ. V 28· απέρασεν απάνου του (ενν. του ανδρός) πνοά ζήλιας και εζήλεψεν την γεναίκα του και αυτή δεν εμαγαρίστην Πεντ. Αρ. V 14. Η μτχ. ως επίθ.: 1) α) Μιαρός, μολυσμένος: κάμνει (ενν. η άθλιος γυναίκα) και τες προσφορές και είν’ αιματωμένες,| διότι τζαγκουρνίζεται,και είν’ μαγαρισμένες Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 530· β) (προκ. για θρησκευτικά θέματα) απαγορευμένος: παν σερπετό του πουλιού μαγαρισμένο αυτό εσάς, να μη φαγωθούν Πεντ. Δευτ. ΧΙV 19. 2) Λερωμένος, βρόμικος: όλον το πρόσωπόν του (ενν. του Αρκίτα)| απ’ αίμα και κορνιακτόν όλο μαγαρισμένον Θησ. Θ΄ [182]. 3) Αμαρτωλός, ανήθικος: εγύρευεν ο μαγαρισμένος Ηρώδης να φονεύσει αυτόν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 406· πόσοι ανδρειωμένοι, … απελάτες έπεσαν διά μίαν γυναίκα μαγαρισμένη Διήγ. Αλ. V 59. 4) Άπιστος: Εκίνησεν ο βασιλεύς Φίλιππος εκ Σπανίας,| Σαρακηνός την γενεάν, ήτον μαγαρισμένος Φλώρ. 29. 5) (Πιθ.) επικίνδυνος, δύσκολος: Ο Μαύρος Λάκκος έναι καλός λιμένας … και θέλεις να έμπεις μέσα του καναλίου ότι έναι δύο ακρωτήρια μαγαρισμένα Πορτολ. B 3724. 6) (Υβριστ.): Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε| … σκύλε μαγαρισμένε Γαδ. διήγ. 366· γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη Συναξ. γυν. 127. έκφρ. μαγαρισμένος εις ψυχήν = αμαρτωλός: παράγγειλε τα παιδιά του Ισραέλ και να απεστείλουν από το φουσσάτο … παν μαγαρισμένον εις ψυχή Πεντ. Αρ. V 2.
       
  • μάγειρας
    ο, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 185v, Αιτωλ., Μύθ. 251, Διγ. O 2143· μάγερας, Κακή μάννα 10.
    Το ουσ. μάγειρος αναλ. με τα ουσ. σε ‑ας. Ο τ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. μάγερος).
    Μάγειρος: μάγειρας να ’μαι μ’ έπρεπε εγώ να μαγειρεύω Αιτωλ., Μύθ. 9419· όρισα τον μάγερα προσφάγι να ’ρδινιάσει Αλεξ. 1703.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης