Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- νούμερον
- το, Καραβ. 4926 (δις), 8, Καβαλίστας 122· νούμερο, Διαθ. 17. αι. 558.
Από το ουσ. νούμερος (< λατ. numerus) με αλλαγή γένους ή το ιταλ. numero (Βλ. Ανδρ., Λεξ. και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 88). Για παλαιότ. μνείες βλ. Lampe, Lex., λ. νούμερος και Meursius, λ. νούμερα. Ο τ. και σήμ.
1) Αριθμός: πολλοί απέθανον ... εις νούμερον έως τριάκοντα χιλιάδες Byz. Kleinchron. Α΄ 51038· πίασε εκείνον το νούμερον οπού ανοίγει η μπούκα του λεγομένου καραβίου και μολτιπλικάρεις το με το νούμερον της καδένας Καραβ. 4924-5. 2) (Στον πληθ.) ονομασία φυλακής στην Κωνσταντινούπολη (Για το πράγμα, βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 228 και Du Cange, λ. νούμερα): Άδην καλώ τα Νούμερα, τα χείρω και του Άδου Γλυκά, Στ. 87.ξεκαθαρίζω,- Θησ. IB́ [345], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 246r, Αχέλ. 239, Αιτωλ., Μύθ. 554, Πανώρ. Β́ 353, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 195, Χριστ. διδασκ. 389, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2203, Διαθ. 17. αι. 120, 210, 411, 529, 1175, κ.π.α· εξεκαθαρίζω, Σαχλ., Αφήγ. 387, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 44v, 52v, 112v, 139v, 299v, 317r, 392r· ξεκαθερίζω, Χρον. σουλτ. 12610.
Από τον αόρ. του μτγν. εκκαθαρίζω (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. εξεκαθαρίζω σε έγγρ. του 17. και 19. αι. (Κονόμ., Εραν. 8, 1970, 234, 241, 242). Τ. εξηκαθαρίζω σε έγγρ. του 1668 (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 356) και τ. ξηκαθαρίζω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 685). Η λ. σε έγγρ. του 16.αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 162, Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16, τεύχ. Β́, 1961/2, 231, 259, 277, Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 156, όπου και τ. ξεκαθαρίζω), στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά́ Μτβ. 1) α) Διευκρινίζω, εξηγώ: Μα γιάντα να ʼρθετε εδεπά σας έκαμα θ’ αρχίσω,| γυναίκες μου ομορφότατες, να σας ξεκαθαρίσω Γύπ. Πρόλ. Διός 54· διατί λέγεται η έκτη ημέρα της εβδομάδος Παρασκευή του Πάσχα ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής το εξεκαθαρίζει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 261v· Ξεκαθάρισε μου αυτό το αίνιγμα Μπερτόλδος 32· β) (με αιτιατ. προσ. συνεκδ.) αντιμετωπίζω επιτυχώς, ξεμπροστιάζω: να μιλήσω εγώ ολίγον με τούτον τον χωριάτην, διατί εγώ θέλω να τον ξεκαθαρίσω Μπερτόλδος 28· (ειρων.-σκωπτ.): Δεν σου το είπα εγώ πως ... θέλεις διαβάσει το βιβλίον ανάποδα ... οπού εχθές είπες εις έπαινον των γυναικών; Τώρα ιδέ πώς αυτές σε εξεκαθάρισαν Μπερτόλδος 19· γ)(προκ. για όνειρο) εξηγώ, ερμηνεύω: ο βασιλεύς έκραξεν όλους τους σοφούς και τους ονειροκρίτας να του διαλύσουν τι πράγμα είναι τούτα τα όνειρα άπερ είδεν, και ουδένας εδυνήθη να του τα εξεκαθαρίσει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v· δ) (προκ. για γραμματικές και συντακτικές χρ. των μερών του λόγου) διασαφηνίζω: ας αρχίσομεν ... να ’ξετάσομεν μετ’ ακρίβειας και καταλεπτώς, ας ξεκαθαρίσομεν κατά τάξιν ένα ένα με τους κανόνας ... Σοφιαν., Γραμμ. 252· ε) (προκ. για το αποτέλεσμα διεκδίκησης, αγών διαλευκαίνω: το στεφάνι το χρουσό για ένα κορμίν εγίνη| κι αυτείνοι οι τρεις αν πεθυμού και θε να το νικήσου,| αλλήλως τως ας τρέξουσι να το ξεκαθαρίσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2232. 2) Κάνω κ. σαφές, προσδιορίζω: αμή δεν εξεκαθάρισεν (ενν. ο Μπερτόλδος) πού και εις τι τόπον εκείνοι (ενν. η γυναίκα του και το παιδί του) εκατοικούσαν Μπερτολδίνος 92. 3) α) Αναλύω, διασαφηνίζω κ. (μέσα από διδασκαλία): κανένα πράγμα δεν είναι οπού ... να πιστεύομεν ... οπού ο διδάσκαλός μας και δεσπότης ο Κύριός μας δεν το εσημάδευσε και εξεκαθάρισε διά των Ευαγγελιστών εκείνων Κύριλλ. Κων/π. 371· Η αληθινή ετούτη Εκκλησία ... κάμνει χρεία να είναι κυβερνημένη διαμέσου της πνευματικής πολιτείας, εκείνης οπού μας εδίδαξεν ο Θεός και οπού εξεκαθάρισεν εις τον θείον του λόγον Χριστ. διδασκ. 132· β) εκθέτω διεξοδικά, περιγράφω κ. αναλυτικά: οι άλλες ιστορίες απερνούν έτσι ολίγα, δεν ξεκαθαρίζουν τόσο πολλά πολυποίκιλα την ιστορίαν του Νώε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76r· θέλω να σας ξεκαθαρίσω πλέον καλύτερα την γενεαλογίαν της Άννας της μητρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 254v· Τα κάλλη τση πόσα ʼτανε δε θα ξεκαθαρίσω.| Σώνει να πω πως μ’ έκαμε τον ουρανό ν’ αφήσω Γύπ. Πρόλ. Διός 58. 4) α) Κάνω κ. γνωστό, φανερώνω: ανέν και βούλεσαι κι εσύ να μου ακολουθήσεις,| βλέπεσαι μην ειπείς τινός, να το ξεκαθαρίσεις Ιμπ. (Legr.) 542· Διά ταύτο επά με έστειλε να ’ρθω να διαλαλήσω,| την γκιόστραν εις την χώρα μας διά να ξεκαθαρίσω Ευγέν. 1022· β) (γραμμ.) δηλώνω: Ρήμα έναι έν από τα μέρη του λόγου οπού κλίνονται, τ’ οποίον ξεχωρίζει τα πρόσωπα αν ενεργούν ή πάσχουν, ξεκαθαρίζοντας και τους καιρούς με διαφόρους σχηματισμούς Σοφιαν., Γραμμ. 214. 5) α) Αποδεικνύω, τεκμηριώνω, αποκαλύπτω: να μην αφήσουσιν ποτέ να περάσει η πρόβα τση αρχοντιάς τως ... για να μην έχουσι περισσά πείραξη να ξεκαθαρίζομαι την αρχοντιάν τως Διαθ. 17. αι. 3172· εγώ δε την αλήθειαν θέλω να μαρτυρήσω| και με πολλές απόδειξες να την ξεκαθαρίσω Κρασοπ. (Eideneier) Β 30 (15Β)· β) βεβαιώνω, πιστοποιώ: Ξεκαθαρίζω ότι πως τα σογκόρα όλα όπου εγόρασα απού τον Πέρι Μπον είναι όλα λίμπερα Διαθ. 17. αι. 1054. 6) α) Ορίζω, διατάζω: εις της Ανατολής τα μέρη εδράμα, καθώς εξεκαθάριζε το γράμμα.| Λαό ξαναφορτώνει και γυρίζει| στον τόπον που ο βιζίρης τον ορίζει Λεηλ. Παροικ. 22· β) ορίζω, καθορίζω (μέσα από διαθήκη)· αποσαφηνίζω: αφήνω οδιά κομμισσάριό μου τον αφέντη Ζουάνε Μελισσινό, ο οποίος θέλει κάμει και να τελειώσει ό,τι εδώ κάτω θέλω ξεκαθαρίσει Διαθ. 17. αι. 1014· θέλω και ξεκαθαρίζω και του Γεώργη του Σαρβίρη, του καλού και μπιστικού μου φαμέγιου, το αυτό λεγάτο να λογάται υπέρπυρα εκατό Διαθ. 17. αι. 3303· εκράτηξα από κείνα απού ήταξα του άνωθεν Ντζαν Φραντζέσκο του εγγονού μου, καθώς εις τα προυκοχάρτια του ξεκαθαρίζονται, εβγάνοντας το εμισό λιόφυτο Διαθ. 17. αι. 390. 7) α) Διακρίνω, ξεχωρίζω: Κι ήσβησε κι εσκοτείνιασε ίτις πολλά το φως μου| ʼτί δεν εξεκαθάριζα καθόλου τι έναι ομπρός μου Φαλιέρ., Ιστ.2 260· τυχαίνει τσ’ ομορφιές καλά να τες ξεκαθαρίσεις,| πού στέκουνται και πώς περνού να δεις και να γνωρίσεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 63· β) καταλαβαίνω: Εκείνος είν’ ο δούλος μας, σώπαινε να γροικήσω·| είντα φωνιάζει δε μπορώ να του ξεκαθαρίσω Θυσ.2 1090. 8) Υπολογίζω· (εδώ την αντιστοιχία αριθμών σε γράμματα): τ’ όνομά μου γράφω το· που θε να το γροικήσει| σε νούμερον ρωμαϊκόν κι ας το ξεκαθαρίσει:| σαράντ’ ας βάλει ομπροσθά και δέκα κι εξακόσια (παραλ. 4 στ.) να εύρει την γενέαν μου και τ’ όνομά μου μένα Καβαλίστας 122. 9) (Προκ. για διαφορά) εξομαλύνω, διευθετώ: ογιά κριτήν τως εκλεχτό σε ʼχεν αποφασίσει,| τσι διαφορές απὄχουσι να τως ξεκαθαρίσεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 20· εις τα κορμιά τως ετουνώ να στέκει η διαφορά τως|, να την ξεκαθαρίσουσιν οι δυο με τ’ άρματά τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1274· φρ. ξεκαθαρίζω την δουλείαν = ξεμπερδεύω τα πράγματα, τακτοποιώ την υπόθεση: Τι έκαμεν η γυναίκα μου της βασίλισσας ...; ... Όρσου, εγώ θέλω να υπάγω να ξεκαθαρίσω την δουλείαν τώρα, τώρα Μπερτολδίνος 135. 10) Κάνω επιλογή (στρατιωτών) εκκαθάριση, ξεδιάλεγμα: Τότε εξεδιάλεξε το φουσσάτο του ο σουλτάν Μπαγιαζίτης, τους γιανιτσάρους και σπαχήδες και άλλους, και εξεκαθάρισε το φουσσάτο του Χρον. σουλτ. 12610· είτιναν είδεν (ενν. ο Αχιλλεύς) μαύρον, χλομόν, έλεγεν ότι πολλά φοβάται| και επεχώριζεν αυτούς απέ τους καλούς αγόρους| και επεκράτιζεν όσους ήθελεν και ηγάπαν.| Και όταν εξεκαθέριζεν όλον του το φουσσάτον,| στριγγιάν φωνήν εφώναξεν όλα τα παλληκάρια Αχιλλ. L 144. 11) Εξετάζω, ανακρίνω· (εδώ προκ. για το Χριστό· για τη σημασ. βλ. Μανούσ. ‑ Parlangeli, Κρ. Χρ. 8, 1954, 132): ήλθαμεν σ’ εσέν (ενν. τον Πιλάτο) να τον (ενν. τον Χριστόν) ξεκαθερίσεις| και τότες εις τα χέρια μας πάλιν να τον αφήσεις Μυστ. παθ. 71. 12) α) Εκδικάζω: κατηγορία κληρικού έχει άδειαν έως ένα χρόνον να εξεκαθαρίζεται Βακτ. αρχιερ. 158· β) (μεταφ.): Γιαύτος τά μ’ όρισε (ενν. ο Ζευς) κι εμέ χρειά μου ’ναι να τα κάμω| και τούτο το δικάσιμο ... ,| καθώς μπορώ και δύνομαι, να το ξεκαθαρίσω Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 51. 13) Δέχομαι, αποδεικνύω την αθωότητα κάπ.· (εδώ με το να μείνει αβλαβής): να ποτίσει τα νερά και ... αν εμαγαρίστην, ... να πρηστεί η κοιλία της ... και αν δεν εμαγαρίστην, η γεναίκα και καθάρια αυτή και να ξεκαθεριστεί και να σποριστεί σπορά Πεντ. Αρ. V 28. Β́ Αμτβ. 1) Μιλώ καθαρά, δεν τραυλίζω: Διατί ʼσαι συ βραδύγλωσσος και δεν ξεκαθαρίζεις,| δίδω σου εσένα την εξάν αυτούνον να ορίζεις Χούμνου, Κοσμογ. 2175. 2) (Προκ. για σύννεφο) διαλύομαι: έρχεται ένα γνέφος άσπρο και εσκέπασε όλο το βουνό του Σινά. Και ... εστάθηκε ο Μωυσής επτά ημέρες έως ότου να εξεκαθαρίσει και μετά τες επτά ημέρες εξεκαθάρισε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 175v. IΙ. (Μέσ. με ενεργ. σημασ.) διευκρινίζω, κάνω σαφές· προσδιορίζω: Ο περιβολάρης υπαγαίνει εις την χώραν διά να ξεκαθαρισθεί από την βασίλισσαν την αιτίαν του τοιούτου έργου Μπερτολδίνος 135· φρ. ξεκαθαρίζει η ημέρα = ξημερώνει: όταν ήλθε η τρίτη ημέρα και εξεκαθάρισεν η ημέρα, ήκουγαν τα όργανα και τα βούκινα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174v.ξεκαθαρίζω&tab=1#switch">
ξεκουμπίζω·- αόρ. εξηκούμπισα, Πηγά, Χρυσοπ. 184 (40).
Πιθ. από τον αόρ. εξεκόμισα του αρχ. εκκομίζω (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. στα Κυπρ. άσμ. 11114, στο Βλάχ. με άλλη σημασ. και στο Somav. Διάφ. τ. της λ. σήμ. σε ιδιώμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄ 163, λ. ξεκοbίζομαι, Μουσαίου, Βατταρισμοί 96, λ. ξηκουμπίννου και Κουκ., Αθ. 56, 1952, 313). Το μέσ. και σήμ. κοιν.
I. Ενεργ. 1) α) Εκδιώκω, καταδιώκω, απομακρύνω βίαια· (εδώ σε ιδιάζ. χρ.): Αμ’ η ευχή σου, άγιε, δεν τονε θέλ’ αφήσει (ενν. το σουλτάν Μουράτ),| καθώς όλοι τ’ ολπίζομεν να τονε ξεκουμπίσει Καβαλίστας 90· β) (μεταφ.) απομακρύνω κ., κάνω να χαθεί, να πάψει να ισχύει: Ακούεις χαλασμόν τόν παθαίνει η έρημη γυναίκα; Χαλάται από απόλαυσιν παραδείσου εις λύπες πολλές και στεναγμούς και από ισοκληρίας κυριότητα εις δουλείαν του ανδρός, το οποίον εξηκούμπισε τῃ αβουλίᾳ από την κυριότητα και δεσποτεία και της κτήσεως του παραδείσου Πηγά, Χρυσοπ. 184 (40). 2) α) Αφανίζω· (εδώ) σκοτώνω: εκεί απού επεριπάτει (ενν. ο Ιωάννης Μαρίας) σιμά της θαλάσσης εβάλθηκε να τονε ξεκουμπίσει (ενν. ο μισόκαλος και ανθρωποκτόνος διάβολος) ... και ρίκτουσίν τονε κάτω από τα τείχη Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460· β) (μεταφ.) εξοντώνω (ηθικά), καταστρέφω: σωρεύουσιν τα ξύλα των συκοφαντιών, βάλλουσι και την φωτιάν αποκάτω, το πυρ εκείνο και εκείνον τον αντίθεον ζήλον και φθόνον ή και την επιθυμίαν της κενής δόξης, διά την οποίαν ο ένας ξεκουμπίζει τον άλλον Πηγά, Χρυσοπ. 96 (4)· του εκακοφαινότανε (ενν. του πρεβεδούρου) να στρέψει το άσπρα οπίσω, τα οποία τον εξεκούμπισαν και του επήραν την τιμήν του Σουμμ., Ρεμπελ. 168. IΙ. (Μέσ.) τσακίζομαι από πέσιμο (Για τη σημασ. πβ. Βλάχ. στη λ., καθώς και λ. ξεχουμπισμενος): Εκείνος οπού κάθεται σε υψηλότερον θρονίον κινδυνεύει να πέσει κάτω και να ξεκουμπιστεί Μπερτόλδος 9.ξένος,- επίθ. και ουσ., Σπαν. A 363, Προδρ. III 196, 380, Καλλίμ. 1570, 1649, Ασσίζ. 104, 10026, Διγ. (Trapp) Gr. 1892, Διγ. Z 966, Βέλθ. 1171, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 17, Φλώρ. 698, 904, Ερωτοπ. 438, 673, Λίβ. P 301, Λίβ. Sc. 1775, Λίβ. Esc. 3086, Λίβ. (Lamb.) N 64, Λίβ. N 2619, Αχιλλ. N 1438, Αχιλλ. O 340, Ιμπ. 687, 692, Χρον. Τόκκων 591, 1556, Μαχ. 5206, Απόκοπ.2 366, Πεντ. Λευιτ. XX 2, Αρ. I 51, Πτωχολ. α 185, Κυπρ. ερωτ. 552, 9284, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 452, Δ́ 380, Διγ. Άνδρ. 40814, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 790, Β́ 52, Έ́ 345, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 90, 105, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 426, Ζήν. Β́ 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13922, 29317, κ.π.α.
Το αρχ. επίθ. και ουσ. ξένος. Η λ. και σήμ.
Ά́ Ως επίθ. 1) α) Προκ. για χώρα διαφορετική από την πατρίδα: Φαλιέρ., Ενύπν.2 84, Άσμα σεισμ. 12, Πεντ. Έξ. II 22, Λίβ. Sc. 2650· β) (σε μεταφ.): από την καρδιά την εδική μ’ εβγήκα,| για να μπορώ τση πρόσοψης ν’ αρέσω τσ’ όμορφής σου|κι εις ξένον τόπον περπατώ Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 26· γ) (μεταφ. για τον επίγειο κόσμο σε σχέση με τον παράδεισο): παραβάς την εντολήν δικαίως κατεδικάσθην (παραλ. 1 στ.) και δικασθείς εμάκρυνα Θεού και παραδείσου (παραλ. 6 στ.), διά τούτο πάντοτε θρηνώ εις τον ξένον κόσμον τούτον| και επαναλύσαι επιποθώ προς την αρχαίαν πατρίδα Νεόφ. Έγκλ. Β́ 13· (στο συγκριτ. βαθμό· προκ. για την κόλαση): και κατασπά με ο τύραννος προς την αυτού δουλείαν (παραλ. 1 στ.) βουλόμενος ξενώσαι με εις χώραν ξενοτέραν (παραλ. 3 στ.), εις πυρ το μη σβεννύμενον Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17. 2) Για πρόσωπα α) που κατάγεται από άλλη χώρα ή κατοικεί σε άλλη χώρα: είναι άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους (παραλ. 1 στ.) και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλιν, την Λεχιαν Ιστ. Βλαχ. 2155· ο Ρωτόκριτος στην ξενιτειά γυρίζει (παραλ. 4 στ.)·τις ξεύρει αν ειν’ κι αγάπησεν άλλη κοπέλα ξένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1720· είχεν αυτός και σύζυγον, εκ ξένων δε γονέων Αχιλλ. O 3· εβουήθησε το ριζικόν, ήλαχε ξένη γέννα| κι εγλύτωκε το βασιλιό, τη χώρα μας κι εσένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 329· ευρέθην άλλος έμπορος μακρόθεν ξένος, πλούσιος πραγματευτής Πτωχολ. α 297· β) (σε κλητ. προσφών.): Τα μέν εμά κατέλεξα, ξένε συνοδοιπόρε Λίβ. P 1819· γ) (με επόμ. το επίρρ. απεδώ, βλ. ά. απεδώ 3, ή την πρόθ. από + αιτιατ.): Είσαι ξένος απεδώ Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [521 ] βρίσκομαι ξένος ο πικραμένος| από τον τόπον| τούτονε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [455]· Ξένη έναι η ξενοδόχισσα, ξένε μου, απέ τον τόπον,| απέ την χώραν τήν θεωρείς και απέ το ξενοδοχείον Λίβ. Esc. 3086· δ) (συνεκδ.) που ταιριάζει σε ξένο: μετά ξένου σχήματος ώσπερ οδίτης ξένος| προς το παλάτιν έφθασεν, εκάθισεν ως ξένος Καλλίμ. 1570. 3) Αλλοεθνής: θεγατέρα ιεριά ότι να είναι εις άντρα ξένο Πεντ. Λευιτ XXII 12· και όλοι οι αθρώποι του σπιτιού του, γέννημα σπιτιού και αγορά ασημιού από υιόν ξένον επορτομήθηκαν μετ’ εκείνον Πεντ. Γέν. XVII 27. 4) α) Ξενιτεμένος: έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του (παραλ. 6 στ.)· έδε στρατιώτου συμφοράς τάς πάσχει διά φουδούλας,| ούτως είναι αιχμάλωτος, ξένος εις άλλον κόσμον Λίβ. Esc. 3825· (για τη χρ. μαζί με το επίθ. αλλότριος βλ. ά. αλλότριος): πώς την πατρίδα έφυγα και την ιδίαν χώρα| και ξένος επροέκρινα και αλλότριος να γένω; Βέλθ. 507· Εβγάλετε τα ρούχα του, δότε εις το μοναστήριν,| ίνα τον μνημονεύουσιν ως ξένον και αλλότριον Ιμπ. 680· β) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) που περιπλανάται (αφού απαρνήθηκε την πατρίδα του): δίχρονον είσαι αιχμάλωτος, Ροδάμνη, εκ τα δικά σου| και τούτος ξένος δίχρονον δι’ εσέν από τον κόσμον Λίβ. Sc. 3007. 5) (Μεταφ.· με γεν.) που έχει αποξενωθεί από κ.: Νύττει μου την καρδίαν εχθρός τε ο Βελιάρ, ξένον απέδειξε των εντολών Θεού μου| οίδα γαρ, οίδα, πάντως απεξενώθην Ιωάνν. ιερ. 14. 6) (Με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) διωγμένος, εξόριστος: Είδα μικρούς και ανέβησαν κι εγίνησαν ρηγάδες,| χώρες μεγάλες και όμορφες και κάστρη χαλασμένα (παραλ. 1 στ.)·ξένους από τα σπίτια τους και από τα γονικά τους| και αλλότριοι και κακοθελείς να ʼχουν τα πράματά τους Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 203. 7) α) Που ανήκει σε άλλον, που δεν είναι δικός μου: εκίνησε να κλέπτει (ενν. ο μύρμηξ)| και τας ξένας γεωργίας Πτωχολ. α 831· άδικον είναι και κακά περισσά καμωμένο| να τάξεις και να θες αλλού να δώσεις πράμά ξένο Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 48· δε μπορώ ν’ αναβατζάρω τίποτις, μόνε όσο πεσκουλάρω τα ξένα σολδία Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 172· Εμέν τα λέγεις, ελεεινέ, χαλκέα, κωπολάτα,| οπού έφας την ενθήκην σου, το στάμενον το ξένον; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 14 (Για το πράγμα βλ. και Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 132 και 136-7])· Περί θύρας οπού ανοίγουσιν εις ξένην αυλήν Βακτ. αρχιερ. 154· β) (εδώ προκ. για ξένες χώρες ή λαούς): Θάνατος είν’ σ’ εσένα (ενν. Αλέξανδρε), διατί γυρεύεις τα πράγματα τα ξένα; Όλα τα θες αφήσει εδώ, τίποτε δεν κερδαίνεις, άφες τους στρατιώτες σου, μηδέν τους παραδέρνεις Διήγ. Αλ. G 289· γ) γ1) (προκ. για εκκλησιαστική επαρχία) που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου επισκόπου: είτις ιερεύς υπάγει εις ξένην επαρχίαν και δεχθεί αυτόν ο επίσκοπος του τόπου εκείνου, χωρίς να έχει συστατικά γράμματα, να έναι καθηρημένος και αυτός ο αρχιερεύς Μαλαξός, Νομοκ. 169· Περίφευγάτων κληρικών, οπού παγαίνουν εις ξένην επαρχίαν χωρίς γράμμα του αρχιερέως αυτών συστατικόν και απολυτικόν και εκεί τους δεχθεί ο αρχιερεύς του τόπου Βακτ. αρχιερ. 184· γ2) (συνεκδ.) στου οποίου τη δικαιοδοσία δεν ανήκει κάπ.: Περί κληρικών κρίσεων οπού ζητούν να κριθούν εις πατριάρχην ξένον και βασιλικόν και κοσμικόν κριτήριον Βακτ. αρχιερ. 157· δ) (μεταφ. για να δηλωθεί ότι όλα ανήκουν στο Θεό και δίνονται από Εκείνον): ποια παρηγοριά (παραλ. 2 στ.) δύνεται ο κόσμος ο πτωχός ετούτος να μας δώσει;| Δεν γνώθεις πως δεν έχομε πράμαν εδώ κανένα| δικό μας, ουδέ θαρρετό τινάν, αμ’ όλα ξένα; Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 94· ε) (εδώ προκ. για την αθανασία, που δεν ορίζεται από τον άνθρωπο): Αυτοί δέ (ενν. οι Βραχμάνοι) πάντες έκραξαν: «Δος την αθανασίαν». Ο δ’ (ενν. Αλέξανδρος) απεκρίθη προς αυτούς: «Ούκουν δεσπόζω ταύτης·| κύριος ταύτης ουκ ειμί· ξένον το πράγμα, φίλοι·| βροτός τυγχάνω Βίος Αλ. 4868. 8) Που αφορά άλλον, που συμβαίνει σε άλλον: ν’ αφήνεις τσι ξένες δουλειές, να πιάνεις τσ’ εδικές σου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 166· Τας ξένας συμφοράς, υιέ, λυπού ως εδικάς σου Σπαν. A 514· ως ήτον αγαθότατη, ίδιον και φυσικόν της| τον ξένον πόνο να πονεί ωσάν τον εδικόν της Φαλιέρ., Ιστ.2 262· Μα γιάντα ξένα και παλιά ν’ αναθιβάνω τώρα ξόμπλια, μακρά που λείπουσιν εκ τη δική σας χώρα; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 59· (σε παροιμιακή φρ.· βλ. και Bakker W. F. - Gemert A. F. van [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 157]): από ʼδε- τίποτες σ’ έκαμεν ο Θεός σου (παραλ. 1 στ.) ... άνθρωπον ... Και τόσον πλέα του χρωστείς στον Θιο να φχαριστήσεις (παραλ. 1 στ.). Και θες ιδεί το τι έδωκες και τι έναι αυτό τό πήρες,| και οπού χρωστεί μηδέν κρατεί ποσώς τες ξένες μοίρες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 248· έκφρ. ξένον παραμύθιν = υπόθεση στην οποία είμαι αμέτοχος (η έκφρ. και σήμ. στη Β. Ελλάδα· προφορική μαρτυρία): ως πρωτύτερα ελέγα και ομιλούσαν ... και εγώ έστεκα και εθεώρουν τους, ωσάν ξένον παραμύθιν.| Εντρεέπομου να τους θωρώ ανθρώπους να πειράζουν Σαχλ., Αφήγ. 312. 9) α) Που δεν έχει δεσμό συγγένειας η φιλίας με κάπ.: αν γένηται ότι ο άνδρας έσφαξεν την γυναίκαν του, ... το δίκαιον κρινίσκει ... ότι πρέπει να κρεμασθεί ... ώσπερ να εσκότωσεν έτερον άνθρωπον ξένον Ασσίζ. 2274· αυτός το εποίκεν συγγενή του ού συγγενάτριάν του μίαν γυναίκα ξένην ού έναν άνθρωπον ξένον Ασσίζ. 39128,28-29· ξένες ελογαριαστήκαμε αντουνού, ότι επούλησέ μας και έφαγεν απατά φαγωμό το ασήμι μας Πεντ. Γέν. XXXI 15· (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.): αν ιδει (ενν. ο σύζυγος) ότι σμίξω νέαν,| ξένην από την γενέαν (έκδ. γενναίαν· διορθώσ.), λέγει; «φεύγε από την πολιτικήν| και ποσώς μην πας εκεί» Συναξ. γυν. 950· β) β1) (συχνά σε αντιδιαστολή με το εδικός): Χαίρονται οι άπαντες πολλά και εδικοι και ξένοι Ιμπ. 892· Πλούτη καταραμένα, ποιος σας φίλος| με ξένους, μ’ εδικούς, με την καρδιά του| δεν είναι λυσσασμένος κι άγριος σκύλος; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. γ́ 416· Το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο,| σαν τως μιλήσουν το πρεπόν εις πράμα κομπωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 135· β2) (σε σχ. υπαλλαγής): τότες από το χάλασμα εβγαίνου οι αντρειωμένοι| κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος σκολάζει και σωπαίνει·| και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 528· γ) (στο ουδ. για να προκληθεί συμπάθεια): Να ʼπιχαρείς, η λυγερή, μη με περηφανέσεις, διατ’ είμαι ξένον απ’ εσέ και συγγενής σ’ ουκ είμαι Ερωτοπ. 289· δ) (προκ. για άντρα άλλον από το σύζυγο): γυναίκα, πολλού καιρού κακοπαθισμένη, οπού σε εμάραναν οι άνδρες οι ξένοι και εγώ επεριεπάτουν και εχαίρομουν τον κόσμον Σπανός (Eideneier) Α 277· Εάν η γυναίκα υπάγει μετά ξένων ανθρώπων εις παραδιάβασιν ή να μείνει έξω του οίκου της άνευ του ορισμού του ανδρός αυτής, χωρίζεται Ελλην. νόμ. 5383· ε) (προκ. για παιδί) που γεννήθηκε από άλλους γονείς: Στα χέρια σου αναθράφηκα κι εις τη δική σου αγκάλη,| στο σπλάχνος, στην αγάπη σου την πλήσα και μεγάλη,| και δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 127· ς) (προκ. για τον κόσμο, τους ανθρώπους γενικά) που δεν αποτελείται από φίλους, που δεν είναι φιλικός: άλλο τινά δεν έχω στον κόσμο κανένα, πρώτα το Θεό και δεύτερα την πανιερότη σου ... Κύριος ο Θεός βοηθός στην πανιερότη σου, να σ’ έχω και εγώ η μοναχή στον ξένο κόσμο Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171. 10) (Συνεκδ.· εδώ προκ. για είδωλα, θεότητες) που λατρεύονται από ξένο λαό: Εβγάλετε τα είδωλα τα ξένα ος μεσοθιό σας και καθαριστείτε και αλλάξετε τα ρούχα σας Πεντ. Γέν. XXXIV 2· να σηκωθεί ο λαός ετούτος και να πορνέψει καταπόδον είδωλα ξένα της ηγής ος αυτός έρχεται εκεί μεσοθιό του και να με αφήσει και να χαλάσει τη διαθήκη μου ος έκοψα μετ’ αυτόν Πεντ. Δευτ. XXXI 16. 11) Που είναι άσχετος με κάπ. ή κ.: Είναι (ενν. η γυναίκα και το παιδί τον Μπερτόλδον) προσώπατα άγρια και ξένα από κάθε ευγένειαν Μπερτολδίνος 92· έκφρ. ξένον προνοίας = που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς: Επί δε τούτοις γέγονε ξένον προνοίας πράγμα.| Αιγύπτιος Νεκτεναβώ ... εις την Ελλάδα θάπτεται προς γην Μακεδονίας·| ο Μακεδών δ’ Αλέξανδρος ...| εις γην Αιγύπτου θάπτεται, τῃ του τοκέως χώρᾳ Βίος Αλ. 687. 12) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος (βλ. και ά. αλλότριος 4· με γεν.): αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω, ω κυρά μου Βέλθ. 557. 13) Που δεν είναι κατάλληλος για τη λατρεία του Θεού (εδώ των Εβραίων)· (συνεκδ.) ανίερος: επρόσφεραν (ενν. ο Ναδάβ και ο Αβιού) ομπροστά στον Κύριο ʼστιά ξένη, ος δεν επαράγγειλεν αυτουνούς Πεντ. Λευιτ. X 1· μη αναβάσετε απάνου του (ενν. στο θεσιαστήρι) κάπνισμα ξένο και ολοκαύτωμα και κανίσκι Πεντ. Έξ. XXX 9. 14) α) Παράδοξος, παράξενος: και την Λαμπρά την Κυριακή όνειρον ξένον είδα Κρασοπ. (Eideneier) L 67 (100)· μη πτοηθείς, ω γύναι· το πράγμα το συμβάν εν σοι ξένον και παρά γνώμην| προσεπεγένετο την σην Βίος Αλ. 423· άρξομαι διηγήσομαι τά γέγονεν εις Τροίαν,| τα ξένα και παράδοξα και τα μεγάλα εκείνα Βυζ. Ιλιάδ. 3· β) περίεργος, ασυνήθιστος: τις και πόθεν| και τις η ξένη σου μορφή και στολισμός ου φέρεις Βίος Αλ. 3400· επενδύθηκεν (ενν. ο βασιλεύς) εν πρώτοις| εν τοις πόδεσι κνημίδας| κι εν τοις στήθεσι χιτώνα,| σιδηρόφολον ουκάτι| ξένης φύσεως σουσάνιν Ερμον. Ξ 211· τι ξένον και παράδοξον λόγον να στιχοπλέξω| και ποίος νους και λογισμός λεπτογραφείν και λέγειν; Θρ. Κων/π. διάλ. 3· το καλάμι ...| του φόνον έναι φύτευμαν και σπέρματα της τύχης| να ʼχουν παράξενον ηχόν, μέλος οκάτι ξένον,| τό εγνωρίζουν τα κακά και τα πικρά του κόσμου Λόγ. παρηγ. L 176. 15) α) Που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: Όντως λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον·| άνθρωπος άοπλος, πεζός, ράβδον κατέχων μόνην| ημάς τους εν τοις άρμασι καλώς καθοπλισμένους (παραλ. 1 στ.) καθολικώς ενίκησεν Διγ. (Trapp) Gr. 2647· μακρόθεν εσκέψαντο άρκτους φοβεροτάτους (παραλ. 1 στ.). Βάλλει φωνήν ο θείος του: « Βασίλειε, άρτι ας ίδω,| πλην το ραβδίν σου έπαρον, ξίφος μηδέν βαστάσεις· άρκτους ουκ ένι επαινετόν πολεμείν μετά ξίφους».| Και ην θαύμα φρικτόν ιδείν και ξένον τοις ορώσι Διγ. (Trapp) Gr. 1063· δένδρα πανυπερθαύμαστα καρποίς πεπληθυσμένα,| ουχ ως παρ’ Έλλησιν αυτά, αλλά τι θαύμα ξένον·| ήσαν μηλέαι παρ’ αυτοίς χρυσίζουσαι την όψιν,| οπώρας όγκον έχουσαι μείζον μεγίστου κίτρου Βίος Αλ. 5200· συν τούτοις έρχομαι ειπείν διήγημά τι ξένον Διήγ. πόλ. Θεοδ. 12· βλέπε τότε πράγματα και ξένας οπτασίας Προδρ. III 295 χφ α κριτ. υπ.· Ποιούσιν πόρταν φοβεράν, γίνεται ξένον τέρας,| τον ρήγαν και τους άρχοντας φέρνουν της Εγγλιτέρας,| εκείνους οπού εσκύλευσεν ο μέγας Βελισάρις Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 481· β) που προκαλεί δέος: Ω παραδόξου συμφοράς, ω μυστηρίου ξένου,| ο κτίστης γαρ και Κύριος Θεός τε και δεσπότης| εις γην κατήλθεν σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου Αλφ. καταν. 116· γ) που προκαλεί απορία: αν ελυπήθην τίποτε και αν εκατεφρονήθην,| τίποτ’ ουκ ένι θαυμαστόν, τίποτ’ ουκ ένι ξένον Σπαν. P 283. 16) Που προκαλεί έκπληξη και φόβο: Και ην ιδείν θέαμα ξένον και θρήνους πολλούς και ποικίλους και αμέτρητους ανδραποδισμούς των ευγενών αρχουσών και παρθένων και αφιερωμένων τῳ Θεῴ Ψευδο-Σφρ. 43027· Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδιάν Καλλίμ. 326· Και τότ’ εκείνος έλαβε τον Διγενή και ήλθον| στο λησταρχείον ένδοθεν το φοβερόν και ξένον Διγ. Z 1571. 17) Φρικτός, φοβερός: ήτο ξένον θέαμα τα δόλια τα κορμιά τους| να κείτουνται επανωτά, δίχως την ομορφιά τους Διακρούσ. 825· ο Παρθένιος έστεκε και έβλεπεν εκείνον το ξένον θέαμα, το ανθρώπινον σώμα νεκρόν πώς το είχεν η θάλασσα καμωμένον Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432. 18) Που προκαλεί θλίψη, δυστυχία: Την πρώτην του μοναστηριού λαλεί την συνφοράν της,| το ξένον πράγμαν τό έπαθεν· πολλά την συμπονούσιν Ιμπ. 576. 19) Παράξενος, δυσνόητος: ξένον το πράγμα μοι δοκεί, ξένος ο λόγος ούτος· ευθύς γαρ απορήσει τις ...(παραλ. 3 στ.). Αλλ’ εύρον την επίλυσιν μόλις του ζητουμένου Γλυκά, Αναγ. 2. 20) Πρωτάκουστος, ασυνήθιστος: Αυτός πάγει να ʼπαντηθεί Ιμπέριος με τον ξένον,| δίχως βουλήν γονέων του, θαύμασμα ήτον ξένον Ιμπ. (Legr.) 114. 21) Ανάρμοστος: Και η της Εκκλησίας στάσις ουκ έληξε, αλλ’ ην ιδείν ξένην στάσιν εν τοις εμπιστευθείσιν ακούειν λογισμούς ανθρώπων Δούκ. 3239. 22) Που προκαλεί θαυμασμό εξαιτίας της ασυνήθιστης ομορφιάς του, πολύ ωραίος α1) (για πρόσωπο): είχε (ενν. η Ελένη) γαρ την σάρκαν όλην| υπέρ χίονα λευκόχρουν| κι υπερτρύφερον το σώμα| και την ηλικίαν ξένην Ερμον. Β 198· κρυσταλλοκιονοτράχηλη, ωριοχαριτωμένη,| στρογγυλομορφοπήγουνη και κάλλος είχε ξένον Αχιλλ. L 555· α2) (για κινήσεις) πολύ κομψός, χαριτωμένος: Πάντες γαρ ταύτην βλέποντες επί την γην βαδίζειν| τας κινήσεις εθαύμαζον ποδών αυτής ορώντες,| τας των χειρών διαστροφάς, γυρίσματά τε ξένα Διγ. Z 4076· β) (για τόπο): την κορυφήν εφθάσαμεν, του δράκοντας το κάστρον.| Είδαμεν τόπον εύμορφον, είδαμεν τόπον ξένον Καλλίμ. 2525· τερπνόν παράδεισον εφύτευσεν εκείθεν,| άλσος ξένον, ευθέατον τοις οφθαλμοίς τῳ όντι Διγ. (Trapp) Gr. 3152· γ) (γενικά για πράγματα ή κατασκευές): εθέκασίν τα στο φαρίν ξένα, τετιμημένα| τ’ άρματα του Ιμπέριου τα μυριοπλουμισμένα Ιμπ. (Legr.) 419· επαίρει, φέρει προς αυτήν λεπτόν χιτώνα ξένον Καλλίμ. 643· είχεν και άνθη πάμπλουμα, ξένα επταπλασίως Αχιλλ. O 478· τα δε εντεύθεν ποιος νους φράσαι όλως ισχύσει (παραλ. 7 στ.) των χορών το ενήδονον και ξένην μελωδίαν; Διγ. (Trapp) Gr. 1842· την βρύσιν κέκχηται (ενν. ο Ευφράτης) από του παραδείσου,| εκείθεν φέρει την τερπνήν και ξένην ευωδίαν Διγ. Z 3777· πορφυροχρυσομάρμαρον εποίησεν την τρούλλαν| μετά σαφείρων και σαρδιού και σμάραγδων ωραίων τα πλάγια και η σύνθεσις ξένη, παρηλλαγμένη Αχιλλ. N 783· Ην εν τῳ μέσῳ και βωμός χρυσίῳ και σμαράγδοις| καλώς ανοικοδομηθείς εν ξένῃ θεωρίᾳ Βίος Αλ. 5602. 23) (Για συναισθήματα) υπέρμετρος, υπερβολικός: Οι Γιαννινιώται άπαντες ... άρχισαν να ευφημίζουσιν το όνομα του δούκα (παραλ. 1 στ.). Αγάπην είχαν εις αυτόν ξένην και υπέρμετρου Χρον. Τόκκων 1432· Ξένην αγάπην είχασιν ο ένας εις τον άλλον.| Απ’ την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην άκρην| δύο αφέντες αδελφοί δεν είχαν πλέαν αγάπην| <από> τήν είχασιν αυτοί, οι δύο αυταδέλφοι Χρον. Τόκκων 3011· οίδα ότι ο πόθος φλέγει σε και η αγάπη η ξένη,| ο λογισμός εισπείθει σε δι’ εμού αποθνήσκειν Διγ. (Trapp) Gr. 1401· Εκείνη τον Καλλίμαχον περιεπλάκη πάλιν και λιποθύμημα γλυκύ εις τον καιρόν εκείνον και ξένην άλλην ηδονήν έγνωσαν εις τα δένδρη Καλλίμ. 1970. 24) α) Δυστυχής, ταλαίπωρος: Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! Ο Θεός να μας βοηθήσει! Μαχ. 58819· (με το επίθ. μοναχός· πβ. ά. μοναχός 5β): αλιμονον εις εμένα τον μοναχόν και ξένον Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 66v· νυν, δέσποτα, κἀμέ τον ταπεινόν και ξένον| των δυσχερών απάλλαξoν σοφών μηχανημάτων Προδρ. III 442· Ωραιά κυπαρισσόλικη, λυπήσου με τον ξένον,| εις τά πονώ συμπόνει με, δι’ εσέναν τυραννούμαι Ερωτοπ. 650· Οΐμέν’, οϊμέ, εσκοτώθηκε· βουηθάτε μου τση ξένης! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 531· εθέλησα κι εγώ η ξένη κι η πολυπρικαμένη να ’ρδινιάσω εκείνον το λίγο πράμα απ’ ορίζω Διαθ. 17. αι. 67· Να γράψω τόσα βάσανα της Κρήτης της καημένης,| της ξένης και της μοναχής και της πολλά θλιμμένης Διακρούσ. 11111· κλαίγασιν την νύκτα γιατ’ επεινούσαν (ενν. τα παιδιά) (παραλ. 3 στ.), γιατ’ ήτονε τα ξένα χωρίς την μάνναν,| στα χέρια των Τουρκών όλ’ αποθάναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 13726· β) (στο ουδ. για να δηλωθεί ή να προκληθεί συμπάθεια): όλα τούτα τά ʼπομένω,| το βαριόμοιρο, το ξένο,| εσείς τα φταίγετε ατοί σας Συναξ. γυν. 960· Ξένον είμαι και θλιμμένον και πολλά παραδαρμένο προς τον πόθον σου, κυρά μου Ch. pop. 138· (στον πληθ.): Έλα να παντρευτούμενε κι εμείς τα δυο τα ξένα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 594. 25) Που έχει στερηθεί, που έχει χάσει τα πάντα: στην λύπην πάντα βρίσκονται κι έχουν καρδιάν καμένην.| Εχάσαν τα σπιτάκια τους, έγιναν τέλεια ξένοι,| μακρά ʼπό την πατρίδαν τους βρίσκονται ’ξορισμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 519. 26) Μόνος, έρημος: τονε παρακάλεσα, σα με ’φηκεν αφέντης μας ο Θεός πολλά ξένη και κακορίζικη, να ’ρθει να στέκει επά με την αρχόντισσάν του Διαθ. 17. αι. 626· αφήνω τση και την εφική μου και πάγω με τον καημό τση στη γη, γιατί την αφήνω πολλά ξένη και μοναχή Διαθ. 17. αι. 683· (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.): το σκοτωμένο μου κορμί της μάνας μου το δώσε (παραλ. 2 στ.). Ω μάννα, ω μάννα μ’ ακριβή, μάννα μου πικραμένη,| πώς απομένεις από με γυμνή, τυφλή και ξένη! Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 150· (συνεκδ.): Ας κλάψου όλα τα νησά, Τσερίγο με την Τήνο, γιατί δεν είστε μετά με (ενν. την Κρήτη), μα ξένα σας αφήνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5668. 27) α) Άγνωστος: Ξένε άνθρωπε, διατί με καταράσαι; (παραλ. 1 στ.). Πού με γνωρίζεις άνθρωπε; Τις είσαι, πού με ηξεύρεις Λόγ. παρηγ. L 606· ήθελαν ίνα τον ερωτήσω τις ένι, πόθεν ο άνθρωπος και τι ένι τό στενάζει (παραλ. 2 στ.). «Καλώς υπάγεις», λέγω τον, «ξένε συνοδοιπόρε» Λίβ. P 35· τούτη (ενν. η χάρη τσ’ αδυνατής αποκοτιάς) τσι ποταμούς περνά και τα βοννιά ανεβαίνει,| τούτη με πλήσα δύναμη ’ς τσι ξένους τόπους μπαίνει,| τούτη τα κάστρη πολεμά, τούτη νικά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 342· τόσος επαρέδραμεν καιρός περιπατούντες| και εις τόπον κατηντήσαμεν ανέλπιστον και ξένον Καλλίμ. 978· β) (συνεκδ. για οδό) που οδηγεί σε ξένες, άγνωστες χώρες: τότε γουν ηθέλησε (ενν. ο Βέλθανδρος) εις το ν’ αποδημήσει,| μακρά που να ξενιτεύθει, όπου τον πάρ’ η τύχη.| Ξένην οδόν εζήτησε πατρί τῳ βασιλεί του Βέλθ. 41. 28) Που ανήκει στον εχθρό, εχθρικός: όλ’ η αρμάδα έρχεται κι ομπρός τα ξένα βάνει| τα κάτεργα οπού πιάσανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 34328· αλλά μηδέ το λόγιαζεν (ενν. ο Μιχαήλ) να βρεις Βλαχιάν φουσσάτα| ξένα που να τον καρτερούν Παλαμήδ., Βοηβ. 1034· (σε σχ. υπαλλαγής): Ω Κρήτη, χώρα μου χρυσή, λυπούμαι δι’ εσένα,| πώς εδουλώθης άθλια μέσα σε χέρια ξένα; Διακρούσ. 11316. 29) (Προκ. για στρατό) μισθοφορικός: ήλθε (ενν. ο Φράντζας) μ’ αμέτρητον στρατόν, ίδιόν του και ξένον| κι έκβαλε μ’ εκ τον τόπον μου Κορων., Μπούας 42· ερώτησαν να τους ειπούν το πού ένι ο Δεσπότης| κι αν έχει δύναμιν καμίαν, ξένον λαόν μετ’ αύτον.| Κι εκείνοι γαρ τους είπασιν ...| το πώς ήλθεν ο πρίγκιπας, εκείνος του Μορέως,| κι ο κόντος της Κεφαλονιάς με όλα τους τα φουσσάτα Χρον. Μορ. H 9142. 30) (Προκ. για τα μαλλιά) που δεν είναι φυσικά: αλείφουνται (ενν. οι γυναίκες) τον σουλιμάν, βάνουσιν το ψιμύθιν (παραλ. 1 στ.), κρεμούσιν κι εις τον τράχηλον καδένες με τα εγκόρφια| και πλέκουν τες πλεξούδες των με τα μαλλία τα ξένα Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 716. 31) (Στον υπερθ.) πολύ μακρινός: Πραγματεντάδες άρχοντες είναι από ξένην χώραν, από άλλην γην και θάλασσαν και ξενοτάτους τόπους Φλώρ. 905· όθεν ιέραξ προσελθών, ιπτάμενος ...| πολλώ τῳ διαστήματι μεγάλη μαγγανείᾳ, προς Φίλιππον υπάρχοντα τόποις τοις ξενοτάτοις, είπεν εν ύπνοις προς αυτόν άπαντα τα πραχθέντα Βίος Αλ. 370. 32) (Σε ιδιάζ. χρ.) που έχει αλλάξει, που εμφανίζει χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που είχε: θεωρεί εκείνο το ζαφείρι| μαύρον, θολόν, αγνώριστον, ξένον από την φύσιν,| να χάσει την λαμπρότητα την φυσικήν τήν είχε Φλώρ. 494. 33) Που δεν έχει συνείδηση ή συναίσθηση ή αισθήματα (ως σύνολο): Να μη είχα εγεννήθην και εις της γης το πρόσωπον άψυχος να είχα ευρέθην!| Ειδέ ευρέθην έμψυχος, ως ξένος να εγνωρίσθην!| Επει δ’ η φύσις έπλασεν και αίσθησιν μοι εδώκεν,| τον κόσμον, τόν εγνώρισα να μη είχα γνωρίσει Βέλθ. 429. 34) (Τριτοπρόσ.) φρ. ξένον υπάρχει (με επόμ. δοτ. προσ.) = δεν συνηθίζεται από ...: ξένον μοναχοίς υπάρχει| του να γράφουσι τοιαύτα| μυθικά και βίου λόγον Πτωχολ. α 24. Β́ Ως ουσ. 1) α) Αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο ή κατοικεί σε ξένο τόπο: Λίβ. P 2042, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 308· Ας είσαι εις την ξενιτειάν φίλος ηγαπημένος.| Έχε ταπείνωσιν πολλήν, υιέ μου, εις τους ξένους. Αλαζονείαν άπεχε Ιμπ. 206· Εξέβην και εμίσευσεν τον κόσμον να γυρίσει.| Έχει τους ξένους αδελφούς, τους αλλοτρίους φίλους Ιμπ. 250· Κι ως ήσαν πρώτα ύγιαναν, έμορφα και ʼπιδέξια,| οι ξένοι και οι τοπικοί τόσα τους ιατρέψαν Θησ. Γ́ [108]· έπαρ’ τον πόθον σου απ’ εμέ και δώσ’ τον όπου θέλεις| κι εγώ να στέκω να θωρώ ως ξένη και διαβάτρα Ερωτοπ. 481· β) (περιληπτικά): Εφτά μέρες προζύμι να μη βρεθεί εις τα σπίτια σας, ότι παν οπού τρώει ανάβατο και να γλοθρευτεί η ψυχή εκείνη από την συναγωγή του Ισραέλ, εις τον ξένο και εις τον κάθεδρο της ηγής Πεντ. Έξ. XII 19· γ) (μεταφ. προκ. να δηλωθεί η σχέση του ανθρώπου με τον επίγειο κόσμο· βλ. Bakker - v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 133]): Ξένοι κι εμείς πως είμεστεν δεν ξεύρεις και διαβάτες| και παραδέρνομεν εδώ στης ξενιτειάς τις στράτες; (παραλ. 1 στ.) εδώ στην κοσμικήν ζωήν Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 95· δ) (ως κλητ. προσφών.): Φλώρ. 1282, Λόγ. παρηγ. L 71· (σε ονομ.): Βασμίδιν βλέπω ότι πατείς της Ευτυχίας, ο ξένος Λόγ. παρηγ. L 271. 2) α) (Ως αντικείμενο της χριστιανικής φιλανθρωπίας συν. με το επίθ. πτωχός· βλ. Lampe, Lex., λ. ξένος, D· πβ. την αρχ. χρ. L-S, λ. ξένος A II): τους ξένους πάντα σύντρεχε, τους δε πτωχούς ελέει,| τους αδυνάτους, ασθενείς συνόδευε και δίδε Περί ξεν. A 446· Ξένον ποτέ δεν σε ’δαμεν εσέν (ενν. Κύριε) ν’ αποδεχθούμεν,| ουδ’ ασθενής μας έδειξας κι εις τούτο να σε δούμεν Ρίμ. θαν. 109· β) (στο ουδ. για να δηλωθεί συμπάθεια): Χαρά λοιπόν στον άνθρωπον οπού στο σπίτι του ’σαν| ξένα, πτωχά και αμάλωτα και από τον βιον του εζούσαν Πικατ. 235· Το λοιπόν όλ’ οι χριστιανοί τα θάρρη των σ’ εσένα| έχουσι κι οι αμαρτωλοί και τα φτωχά τα ξένα Καβαλίστας 64. 3) α) Αυτός που έχει ξενιτευθεί ή που επιστρέφει από την ξενιτειά: να βάλω λόγια θλιβερά, πικροφαρμακωμένα| περί των ξένων τες πικρές, πώς περπατούν στα ξένα Περί ξεν. A 5· εκατεφιλούσαν τον με πόθον πολύν ώσπερ ξένον, εις ένα τόπον η μητέρα του και εις άλλον οι συγγενείς και φίλοι, και επεριπλέκοντο εις αυτόν και τον χωρισμόν, οπού έλειπεν, ποσώς δεν τον ενθυμούνταν Διγ. Άνδρ. 33519· από ξενιτειάν έρχομαι, έβγα να δεις τον ξένον Διγ. A 1224· (με επόμ. την πρόθ. εκ + αιτιατ.): Άγουρος μυριόθλιβος, ξένος εκ τα δικά του,| τόν εκατεβασάνισεν κόρης ωραίας αγάπη και έφυγεν εκ την χώραν του και από τα γονικά του Λίβ. Sc. 2647· β) (μεταφ. προκ. γι’ αυτόν που αποξενώνεται από το Θεό): μη μακρυνθώμεν παντελώς και ξενωθώμεν άγαν·| ότι ο ξένος πάντα θλίβεται, ο ξένος πάντα κλαίει (παραλ. 1 στ.)· οι δε ενδημήσαντες προς Σε (ενν. Κύριε) από της ξενιτείας| χαράς πολλής πλησθήσονται και δόξης αενάου Νεόφ. Έγκλ. Β́ 33. 4) Εξόριστος, πρόσφυγας: ξένοι θε να γενούσινε όλοι μικροί, μεγάλοι, γιατί κι από τα σπίτια ντως μέλλει να τουσε βγάλει (ενν. ο Τούρκος) Τζάνε, Κρ. πόλ. 17715. 5) Αυτός που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.: Προτιμ’ αγάπην συγγενών παρά των ξένων, τέκνον Κομν., Διδασκ. Δ 192· Εγώ δε, ο ταλαίπωρος και δυστυχής και γέρων,| εθάρρουν εις το γήρας μου να σε ’χω βοηθόν μου (παραλ. 5 στ.). Οι ξένοι εβαρέθησαν πάντα να με λατρεύουν Σπαν. O 254· Γραία πολλά επόνεσε κακά τους οφθαλμούς της| και ξένον δεν εγνώριζε μηδέ τους εδικούς της Αιτωλ., Μύθ. 202· Αμή γιατί ’μαι άδικα ʼξ εσένα χωρισμένος,| σιωπώ και δεν αποκοτώ, σαν να ’μουν ένας ξένος Θησ. Πρόλ. [255]. 6) Πρόσωπο άγνωστο: να δώσουν κονταρέας·| και είτις εξέβει θαυμαστός, ’πιδέξιος να με αρέσει,| εκείνον θέλω από του νυν άνδρα να τονε πάρω,| μη πάρω ξένον πούπετε και ουκ έναι της καρδιάς μου Ιμπ. 314. 7) (Προκ. για πρόσωπο τρίτο σε αντιδιαστολή με τον εαυτό μας): Ιδές καν έφαγες, υιέ, ξένου τινός τι πράγμα Σπαν. A 638· ώσπερ τινές οι τρέφοντες ξένων τινών σκυλία Σπαν. A 231· Περί του ράφτη οπού ράφτει τα ρούχα τους ξένους και φεύγει με όλα τα ρούχα Ασσίζ. 7313. 8) Πολίτης, υπήκοος άλλης χώρας: Ποίσε ως γιον γροικώ απού ξένους και από τους λας σου τά ξηγούνται διά τα καλά σου καμώματα ... και παραγγέλλω σου, [μηδέν] βάλεις το κορμίν σου και την βασιλείαν σου εις δικιμήν Μαχ. 6443. 9) ? (Πιθ.) υποτακτικός, δούλος: Αποκρίνεται ο γέρων| μετά φόβου τε και τρόμου| προς τον βασιλέαν ως ξένος Πτωχολ. α 334· Αποκρίνεται ο γέρων| προς τον βασιλέα αυτίκα| μετά προσοχής μεγάλης| άπερ ήρμοζεν ως ξένος Πτωχολ. α 359. 10) α) Προσήλυτος (Βλ. και ΠΔ Έξ. XII 48, Δευτ. XXIX 10, Λευιτ. XVI 29· για το πράγμα βλ. Β. Μουστάκη, Λεξικό της Αγίας Γραφής, λ. προσήλυτος)· (περιληπτικά): και ότι να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσκα του Κύριου, πορτόμησε αυτουνού παν ασερνικό και τότες να σιμώσει να το κάμει και να είναι σαν τον καθισμένο της ηγής Πεντ. Έξ. XII 48· το νήπιο σας, οι γεναίκες και ξένος σου ος μεσοθιό τα φουσσάτα σου, από τόν κόπτει τα ξύλα σου ως τόν σύρνει τα νερά σου Πεντ. Δευτ. XXIX 10· εις τις δέκα του μηνού να κακουχήσετε τις ψυχές σας και παν δουλειά μη κάμετε, ο κάθεδρος και ο ξένος οπού κατοικάει μεσοθιό σας Πεντ. Λευιτ. XVI 29· β) αλλοεθνής: και παν ξένος να μη φάει άγιο· κάθεδρος ιεριάς και μισταργός να μη φάει άγιο Πεντ. Λευιτ. XXII 10. 11) (Στο θηλ.) ξενιτειά (σε γεν. με τις προθ. από και εις): Κτίσε ξενοδοχείον| καινούργιον, να ’χει και λουτρόν να λούω τους από ξένης Λίβ. Sc. 2213· Παύσε, κυρ Βελισάριε, μη ζητείς ώσπερ πένης,| ου γαρ υπάρχεις ενδεής, ου ξένος από ξένης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 924· βουνά, ξύλα, πέτρες, λιθάρια ... παρηγορήσετέ με τον ξένον εις ξένης Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 67r. 12) (Στο ουδ.) α) το ασυνήθιστο, το ιδιότροπο: Ην τοις γενάρχαις καταρχάς στοργή τις προς τον όφιν (παραλ. 1 στ.)· το ξένον γαρ του χρώματος, το βάμμα το ποικίλον| και τα λοιπά τα του θηρός έθελγε τάχα τούτους Γλυκά, Αναγ. 180· β) το παράδοξο, το δυσεξήγητο: Ώραν εστάθην περισσήν ο Βέλθανδρος προσέχων| του γρύψου την κατασκευήν και του νερού το ξένον·| πώς δε το εξερχόμενον εκ στόματος του γρύψου| χωρείται εις μικρολέκανον παντού μη έχον πόρον Βέλθ. 308· γ) (στον πληθ. ως σύστ. αντικ.) πράγματα αξιοθαύμαστα, που προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο: Άπαντες φοβηθέντες ουν οι μετά του Φιλίππου| άμα τε προσθαυμάζοντες, ξένα προσθεωρούντες,| τρόμῳ κατεξεπλήττοντο βλέποντες ακορέστως Βίος Αλ. 461· δ) η ασυνήθιστη ομορφιά: Τι πρώτον είπω του λουτρού, τι δη και γράψω πρώτον;| το μήκος, την λαμπρότηταν, την εκ του κάλλους χάριν ή την ολόφωτον αυγήν ή των φυτών το ξένον; Καλλίμ. 297. 13) (Στον πληθ. ουδ.) α) ξένη περιουσία: επιθυμά ο άτυχος (ενν. ο ζαριστής) με ξένα να πλουτήσει Σαχλ. N 121· β) ξένες υποθέσεις: Μηδέ τα ξένα αγαπάς, σώζουν σε τα δικά σου Σπαν. O 162· ο καθείς στα ίδιά του πρέπει| να πράττει, να στοχάζεται, τα ξένα να μην βλέπει Αιτωλ., Μύθ. 9510. Φρ. 1) Γίνομαι ξένος = (α) Απομακρύνομαι· (με γεν.): μέλλει (ενν. ο Λίβιστρος) του τόπου να γενεί του γονικού του ξένος| διά Ροδάμνης της καλής ερωτικόν τον πόθον Λίβ. Esc. 542· Βέλθανδρε, αν συ της χώρας μου θέλεις να γένεις ξένος,| ανάθεμά μοι, Βέλθανδρε, αν εγώ σε κρατήσω Βέλθ. 43· (με επόμ. τις προθ. από, εκ + αιτιατ.): ξένος δι’ εσέν εγένετο από τα γονικά του,| ήλθεν εις αναζήτησιν του εδικού σου κάστρου Λόγ. παρηγ. L 465· οκάποιος τώρα δυστυχής, χρονοθλιμμένος πάλαι (παραλ. 3 στ.), ξένος διά σε εγένετο ’κ τα γονικά του όλως Λόγ. παρηγ. O 479. (β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) αποξενώνομαι: από κόσμου την αρχήν γυναίκα είν’ αιτία| και έφερε τον θάνατον διά την αμαρτία| και τον Αδάμ εξόρισε απ’ τα καλά τα τόσα (παραλ. 1 στ. ) και ξένοι εγινήκαμεν από τοιαύτα κάλλη|και από χάριτος Θεού την λάμψη την μεγάλη Διακρούσ. 1161· (γ) (στο συγκριτ.·προκ. για την πατρίδα): σήμερον τάφος γίνεται ημών η Εγγλιτέρα| και η γλυκεία μας πατρίς γίνεται ξενοτέρα.| Ω πόλις η γεννήσασα, πατρίς η θρεψαμένη,| έχε τα τέκνα σου εγγύς και ας είσαι ευλογημένη Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 336. 2) Γίνομαι ξένος εκ τον λογισμόν = «τα χάνω», σαστίζω: ο καστελλάνος παρευθύς ετρόμαξεν και φρίττει| και ως ξένος εκ τον λογισμόν εγίνετον αυτίκα| ιδών τοιούτον ζήτημαν ότι να του ζητήσει Φλώρ. 1551. 3) Κάνω ξένον εκ ... = αποξενώνω κάπ. από κ., τον κάνω να το απαρνηθεί: Εμέναν εβουλήθηκες ξένον εσύ να κάμεις| εκ τους θεούς τούς σέβομαι, σ’ άλλον θεόν με βάνεις Χούμνου, Κοσμογ. 841. 4) Ποιώ ξένον εκ, από ... = απομακρύνω, στερώ κάπ. από ό,τι του ανήκει ή ό,τι αγαπά: συμπάθησε τόν έθλιψες, κυρά μου Δυστυχία,| σπλαγχνίσου τόν ελύπησες τώρα τοσούτους χρόνους.| Ξένον μ’ εποίκες εκ τα εμά και από τα εδικά μου Λόγ. παρηγ. L 598.οφ(φ)ικιάλος- ο, Χρον. Μορ. P 7935, 8524, Πτωχολ. B 41, 52, 130· οφ(φ)ιτσιάλος· ’φ(φ)ικιάλος, Χρον. Μορ. H 7935 χφ Τ κριτ. υπ.· ’φ(φ)ιτσάλος· ’φ(φ)ιτσιάλος, Απολλών. 629.
Από το ουσ. οφ(φ)ικιάλιος (Βλ. Triand., Lehnw. 22 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 343-4). Ο τ. οφ(φ)ιτσιάλος από το ιταλ. of(f)iciale (Zingarelli· πβ. Ανδρ., Λεξ., λ. οφιτσιάλος)· απ. σε έγγρ. του 17. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 523) και 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 12), στο Κατσαΐτ., Ιφ. Ε΄ 393 και σήμ. στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ. 141, λ. οφιτσιάλος, Kahane, Sprache 583). Ο τ. ’φ(φ)ικιάλος παλαιότ. στη Θήρα (Kahane, Sprache 531). Ο τ. ’φ(φ)ιτσιάλος στο Κατσαΐτ., Κλ. Β΄ 121, 129 και σήμ. ιδιωμ. (Kahane, Sprache 583). Τ. οφιτσάλος σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 12). Τ. ουφ(φ)ιτσιάλος <ιταλ. uf(f)iciale σήμ. στη Ζάκυνθο (Kahane, Sprache 583). Η λ. σε έγγρ. του 17. (Τωμ., Κρητολ. 9, 1979, 15163) και 19. αι. (Τωμ.-Παπαδάκη Α., Κρητ. έγγρ. Α′ 122) και σήμ. σπάνια (Kahane, Sprache 531).
Αξιωματούχος: να σε ομόσουν| να είναι πιστοί κι αληθινοί στον ρήγαν κι εις εσέναν,| ως οφφικιάλον του ρηγός κι αντίτοπός του που είσαι Χρον. Μορ. H 7926· Άρχοντες και μεγιστάνοι| και μεγάλ’ οφφικιάλοι Πτωχολ. B 98· οι φαντάδες, ήγουν οφιτσιάλοι αφεντικοί Σουμμ., Ρεμπελ. 171· (μεταφ. προκ. για τον «πρωτοκορυφαίο» απόστολο Παύλο): τον Παύλον,| απ’ ο Χριστός μας είχε τον για πρώτον του ’φιτσάλον Καβαλίστας 6. — Βλ. και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιάλιος.παγάνος- ο· πληθ. παγάνηδες.
Το μτγν. ουσ. παγανός προσαρμοσμένο από άποψη τόνου προς το λατ. paganus απ. στον Ευστάθιο (βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 270, 284), την Άννα Κομνηνή (βλ. Anne Comnène, Alexiade, éd. B. Leib, Paris 1967, XII 542, 562‑3, 7929, XIII 12611), σε έγγρ. του 12. αι. (Miklos.-Müller, Acta Γ΄ 13), κ.α. Για τη λ. βλ. Grégoire, Byz. 22, 1952, 333-335 και Grégoire, Mélanges G. Smets, 1952, 363-400.
Μη χριστιανός, αλλόθρησκος· (εδώ προκ. για μουσουλμάνο): να κάμεις παρακάλησιν στον Θεόν, να τους γλυτώσει| ’κ τα χέρια των παγάνηδων και να τους λευτερώσει Καβαλίστας 54.παρακάλεσις ‑ση- η, Τρωικά 5298, Ελλην. νόμ. 5219, Χρον. Μορ. H 143, 486, 5987, 6197, 6858, Χρον. Μορ. P 2891, Μαχ. 826, 15621, 15817, 17224, 2941, 47215, 59624, Θησ. Γ́ [831], Ζ́ [766], Θησ. (Foll.) I 59, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101, Διήγ. Αλ. G 27916, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 81v, 398r, Ξόμπλιν φ. 138r, Μαλαξός, Νομοκ. 80, Θρ. Κύπρ. M 97, Χρον. σουλτ. 7120, 8536, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1671, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 943, 16427, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5317, 9511, 11320, Διαθ. Νίκωνος 255, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [289], [1193], Έ́ [156], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 186, 360, Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [δ́], Ροδινός (Βαλ.) 83, Hagia Sophia ω 51227, Μπερτόλδος 14, Μπερτολδίνος 137· παρακάλησις, Ασσίζ. 11319, 47027, Μαχ. 62412, Ξόμπλιν φ. 138r, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 139, Καβαλίστας 53, 57· παρεκάλεσις, Θησ. Πρόλ. [187]· πληθ. παρακαλέσες, Βουστρ. (Κεχ.) 9614.
Από το παρακαλώ και την κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 324, σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 9) και σήμ. στο κύπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 716).
α) Παράκληση: να πέσεις εις τα πόδια τους με μεγάλες παρακαλέσες, να σ’ ελεημονηθούν Βουστρ. (Κεχ.) 9614· ελεημόνησε την παρακάλεσίν μου ... και ελευθέρωσέ με από τους ... Μακεδόνας Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28920· Αδώρημα φαίνεται εκείνον οπού αγοράζεται με παρακάλησες Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101· β) ικεσία, δέηση: ο Θεός έστειλεν δώδεκα αγγέλους διά την παρακάλεσιν του Αδάμ, να βοηθήσουν της Εύας εις τη γέννησίν της Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 5r· με παντοτινήν παρακάλεσιν να ζητούμεν από τον Θεόν την χάριν του Αγίου Πνεύματος Χριστ. διδασκ. 325. Φρ. κάμνω/ποιώ παρακάλεσιν = παρακαλώ, ικετεύω: να κάμνει παρακάλεσες εις όλες τες γυναίκες,| να θυμηθούν τό έταξαν, στερκτές να είναι εις αύτο Θησ. (Foll.) Ι 40· Να κάμω παρακάλεσιν με την ταπεινοσύνην,| γι’ αυτό το πράγμα στους θεούς, να κάμουν ελεημοσύνην Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [527]· όρισεν (ενν. ο ληγάτος) και εποίκαν παρακάλεσες εις τον Θεόν Μαχ. 15216‑7.παραχρυσωμένος,- μτχ. επίθ., Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 661, Καβαλίστας 44, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 529, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 28· παραχρουσωμένος, Πανώρ. Β́ 462, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 206, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 51, 786.
Η μτχ. παρκ. του παραχρυσώνω (<περιχρυσώνω με επίδρ. της πρόθ. παρά) ως επίθ.· πβ. τ. παραχρυσώννω σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Φαρμακ., Γλωσσάρ. 195). Ο τ. σε έγγρ. του 17. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 480). Η λ. σε έγγρ. του 16. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16, τεύχ. β́, 1961-62, 262), 17. αι. (Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 270 και Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 51) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ά́ 56.
1) α) Επίχρυσος: εις την μέσην έμπροσθεν του σταυρού κρέμεται ένα κανδήλιον ασημένον και παραχρυσωμένον μεγάλον Προσκυν. Κουτλ. 390 13117· β) στολισμένος με χρυσάφι: τα φορέματα τα παραχρουσωμένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 206. 2) (Προκ. για μαλλιά) χρυσαφένιος, κατάξανθος: Πώς να μαδήσου τα μαλλιά τα παραχρουσωμένα,| πώς να χυθού τ’ αμμάτια σου στη γη τα ζαφειρένια; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 569· στα σγουρά τση κεφαλής τα παραχρουσωμένα Πανώρ. Έ́ 52.πασάς- ο, Byz. Kleinchron. Ά́ 4089, 52318, Αχέλ. 1587, 1974, 1980, 2286, Χρον. σουλτ. 285, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373, Λεηλ. Παροικ. 63, 79, 97, 120, 124, 151, 158 κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1542, 16321, 16419, 1656, 16823, 1749, 1755 κ.π.α.· μπασάς, Byz. Kleinchron. Ά́ 44226, Αχέλ. 79, 296, 760, 1166, 2357, Καβαλίστας 85, 87, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296· μπάσιας, Byz. Kleinchron. Ά́ 4117· μπασίας, Byz. Kleinchron. Ά́ 26088, 51410, Έκθ. χρον. 271, 28, 3426, 3916, 407, 496, 17, Παλαμήδ., Βοηβ. 268, Ψευδο-Σφρ. 20231, 22223‑24· μπασιάς, Χρον. Τόκκων 3078, 3186, 3311, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28, Byz. Kleinchron. Ά́ 29426, Έκθ. χρον. 492, 5413, 15 δις, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 323v, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 17, Στ. Βοεβ. 9, 55, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825 κριτ. υπ., Παλαμήδ., Βοηβ. 111, 121, 146, 152, Ψευδο-Σφρ. 3821, 18· πασίας, Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 621, Δούκ. 16512, 28326, 29321, 30113, 3077, 31121, 3777, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28 κριτ. υπ., Βουστρ. (Κεχ.) 13219, 1343, Byz. Kleinchron. Ά́ 27734, 40017, Έκθ. χρον. 97, 1711, 2418, Αιτωλ., Βοηβ. 101, Hagia Sophia ω 5105 κριτ. υπ., Σταυριν. 199, Ψευδο-Σφρ. 32039, 40828, 4361· πασιάς, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 17, Κώδ. Χρονογρ. 5125 δις, 26 τρις, Ιστ. πολιτ. 386, 528, 676‑7, Ιστ. πατρ. 973, 16115, 16221, Μ. Χρονογρ. 361, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 46, Σταυριν. 75, 403, Ιστ. Βλαχ. 663, 753, 906, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 26r, 30v, 33r, 52r, 71r, Διακρούσ. 7713, 9126· παχίας, Βουστρ. (Κεχ.) 13218· παχιάς, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 240, 263, 391, 793, Κυπρ. χφ. 144, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 111, 685, 738, 744, 759, 795.
[Από το τουρκ. paşa. Ο τ. μπασάς στο Somav., λ. πασάς και bαšάs στο καππαδοκικό ιδίωμα (Dawk., Modern Gr. 638). Ο τ. μπασίας στο Meursius (βλ. και Du Cange) και ο τ. μπασιάς στο Somav., λ. πασάς και σε κείμ. του 18. αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 17)· πβ. και Μπασιάς σήμ. ως παρων. στη Θράκη (Τριαντ., Οικογ. ονόμ. 63). Για τους τ. μπασ‑ πβ. και παλαιότ. τουρκ. başa (Redhouse, EI, λ. pasha). Ο τ. πασίας σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Esph. 295) και στο Meursius, λ. μπασίας (βλ. και Du Cange, λ. μπασίας). Ο τ. πασιάς στο Somav., It.-gr., λ. passa, σε έγγρ. του 17. (Οικονομ., Σύμμ. 3, 1979, 245), του 17.-18. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 132) και κείμ. του 18. αι. (Γριτσόπουλος, Αθ. 71, <1969-70> 1970, 117) και σήμ. ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 127). Πληθ. πασιάδες το 15. αι. (Rödel, Chalkok.-Kritob. 3), σε κείμ. του 18. αι. [Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 17] και σε ελληνοεβραϊκά τραγούδια των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1987, 228). Ο τ. παχιάς σε χρον. σημείωμα των αρχών του 19. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 5, 1977, 127). Για τους τ. παχίας και παχιάς βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 24, 145-6, Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 58, ΛΔ 12, 1972, 6· πβ. και Παπαδόπουλλος [Θρ. Κύπρ. σ. 72]. Η λ. το 13. αι. (Mor., Byzantinot. 246), στο Du Cange, λ. μπασίας, σε έγγρ. του 15. (Lefort, Documents 77) και 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, <1968> 1972, 35) και σήμ.]
1) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της επαρχιακής διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον οποίο έφεραν κατά τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης του οθωμανικού διοικητικού συστήματος κάτοχοι διάφορων αξιωμάτων, όπως α) μπεϊλερμπέηδες και, αργότερα, άλλοι τοπικοί διοικητές (EI, λ. pasha): έπεσε δε και ο Καρατζιά πασίας μπεγλέρμπεης ων της Ανατολής, και εγένετο αφανισμός μέγας Έκθ. χρον. 916· εξελθών ο μπεγλερμπεής ονόματι Καραγκιόζ μπασίας αντιμαχήσασθαι αυτόν (ενν. το Σαχ Κουλή) ουκ ίσχυσεν Έκθ. χρον. 4819· Είναι δε εκεί (ενν. εν Ραϊθώ) … και κάστρον με αγάν, και φύλακας, εξουσιαζόμενοι υπό του μπασά του Μισιρίου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 174· Κατάστασιν εποίησαν να δίδουν το χαράτσι| και τα κανίσχια του μπασιά, και να κρατούν την Άρταν Χρον. Τόκκων 3087· β) τοποτηρητές απεσταλμένοι του σουλτάνου: επολέμησεν ο σουλτάν Μουράτης το Ρεβάνι και το επήρεν ... και έβαλεν ανθρώπους με πασιάν και το εφύλαγεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 45v· ήλθεν ο Κενάν πασιάς εις τας Σέρρας, επίτροπος του σουλτάν Μουράτη εις όλην την δύσιν να περιπατήσει ... Και έτσι εκάθισεν ο πασιάς αυτός ημέρες κ́ και ήρχονταν από τα όλα χωρία και από τα κάστρη και εύρισκαν μεγάλην δικαιοσύνη Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 32v. 2) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της κεντρικής διοίκησης, τον οποίο έφεραν οι βεζίρηδες (βλ. ά. και EI, λ. pasha): είχε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) βεζίρηδες τον τε Χαλή πασιά και Πρέι πασιά άνδρας φρονιμοτάτους και εις ουδένα πράγμα τους ήκουε ... και ελυπούντο πολλά αυτοί οι πασιάδες Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25· οι δύο μπασάδες και οι δύο δεφτερέγγηδες και ο κατηλισκάρης αυτοί εισίν πάντοτες με την Πόρταν (έκδ. μπ‑), όθεν υπάγει ο αμιράς, απαραιτήτως Τάξ. Πόρτ. 29· (εδώ για τον πρώτο βεζίρη, τον πρωθυπουργό του σουλτάνου): απελογησάμην ουν τῳ τότε πρώτῳ βιζίρη και άρχοντι, τῳ Μπραΐμ Πασιᾴ Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614· (εδώ για τους βεζίρηδες του ανώτατου κυβερνητικού συμβουλίου, το οποίο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες): Ο Τούρκος, σαν εκάθετον στην Πόλιν στο σκαμνίν του,| της Κύπρου ενθυμήθηκεν κι είπεν πως έν’ δική του.| Έκραξεν τους παχιάδες του, κονσέλιον να ποίσει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 5· εφανίσθη (ενν. ο Πατριάρχης) εις το διβάνι, και ... οι πασιάδες εδικαίωσαν αυτόν Ιστ. πατρ. 17018· έκφρ. μπασάδες του ντιβανίου = τα μέλη του κυβερνητικού συμβουλίου (βλ. και ά. ντιβάνι): Εγροικήθη δε το πράγμα εις τους γιανιτσάρους από τους τέσσαρας μπασάδες του ντιβανίου, και ευθύς άρχισαν μεγαλοφώνως να λέγουν, δεν θέλομεν άλλον βασιλέα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330. 3) Τίτλος που έφεραν οι επικεφαλής εκστρατειών α) στρατηγοί: ήτον ο τόπος λασπερός, οπού έκαμνεν χρεία| να τον περάσει ο μπασιάς μ’ όλην του την στρατεία Παλαμήδ., Βοηβ. 266· Στείλας (ενν. ο αυθέντης) τον Σουλεϊμέν μπασία μετά τρεις χιλιάδες γενιτσάρων … απέδρασεν εις τα εσώτερα μέρη της ηγεμονίας αυτού Έκθ. χρον. 837· β) ναύαρχοι: ͵ζογ́ έστειλεν ο αυτός αυθέντης τον Πιαλή πασιά με την αρμάδα εις την Μάλταν και εγύρισαν εκείθεν άπρακτοι και τσακισμένοι Byz. Kleinchron. Ά́ 40548· Εις δε την αρμάδαν ην καπετάνος ο Μουσταφά μπασίας, ος γέγονεν ύστερον και βεζίρης και ετελεύτησεν Έκθ. χρον. 4226· έκφρ. πασάς της θάλασσας = αρχηγός του στόλου: ο βασιλιός εμήνυσε του Χοσαΐν να δράμει,| κι ογιά πασά της θάλασσας θέλει να τονε κάμει| απάνω στην αρμάδα του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40217. 4) Κατ’ επέκταση τίτλος που έφεραν γενικότερα άρχοντες, ανώτεροι αξιωματούχοι (EI, λ. pasha, ο τιμητικός τίτλος συχνά στη θέση του αξιώματος): ήταν αυτός ο βεζίρης (ενν. ο Μουσταφά πασιάς) εις τα πάντα όλα της βασιλείας κύριος ... και κάν τε αγάδες, κάν τε πασιάδες, όλοι εις αυτόν έτρεχαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 74r· ηξιώθη τιμής μεγάλης εις τα βασίλεια (ενν. ο Πυριπασίας) κι έγινε και πασίας, οπού είναι τάξις πασάς να μη γίνεται, μόνον από τους σκλάβους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373· (συνεκδ.) προκ. για αξιωματούχους της αρχαιότητας ή της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Ο δε βασιλεύς (ενν. της Λυδίας, ο Κροίσος) ως είδε τον Αίσωπον, επικράνθη πολλά και λέγει προς τους μεγιστάνους αυτού, ήγουν τους πασιάδες του· «Ίδετε ποταπόν ανθρωπάριν …» Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825· Έκαμε δε και τες έξοδες ο Στρατήγιος, ο χασνατάρπασης αυτού, ο οποίος ήτον πασάς και αδελφοποιτός του βασιλέως (ενν. του Ιουστινιανού) Hagia Sophia ω 51722· Έγινε δε ανάμεσον αυτών (ενν. των χριστιανών) φιλονικία από έναν πατρίκιον, ήγουν πασά και από έναν υπάτιον, ήγουν γιανιτσάραγαν Hagia Sophia ω 5105.πάττα- η.
[Το ιταλ. patta (Battaglia, λ. patta5, βλ. και epatta, Battisti-Alessio, Diz. etim., λ. patta4, βλ. και epatta).]
Η ηλικία της σελήνης κατά την πρώτη Ιανουαρίου ή την εικοστή δεύτερη Μαρτίου βάσει της οποίας καθορίζεται η ημερομηνία του Πάσχα, επακτή (βλ. Battaglia, λ. epatta, Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. επακτός): ποιος είχε τόσην χάρην,| για να συνθέσει την λαμπράν πάτταν και το φεγγάριν; Καβαλίστας 28.ποδάριον- το, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Διγ. Άνδρ. 3221, 3458, 34628, 37012, 37523, 39326· ποδάρι, Ιατροσ. κώδ. τνζ́, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57r, 96r, 121r, 196r, 259r, 319v, Πεντ. Γέν. XLI 44, Έξ. III 5, Λευιτ. XXI 19, Δευτ. VIII 4, XIX 21, XXIX 4, XXXIII 24, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, 1347, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4364, Βίος Δημ. Μοσχ. 639, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1699, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 930, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155, 156, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 44r, 45r, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 1922, 48411, Hagia Sophia φ2 60131, κ.π.α.· ποδάριν, Σταφ., Ιατροσ. 11295, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 524, Σπανός (Eideneier) A 427, 516, Ιατροσ. κώδ. σνέ, σπ́, χλδ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 310, 748, Gesprächb. 9618, 9619, Παρασπ., Βάρν. C 410, 411, Αργυρ., Βάρν. K 413, Θησ. ΙΒ́ [632], Συναξ. γυν. 998, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Καβαλίστας 12, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3011, 23910· ποδάρι(ν), Τρωικά 53417, Λόγ. παρηγ. L 426, Λόγ. παρηγ. O 68, Διγ. Z 399, Διγ. A 2629, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 169 κριτ. υπ., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 239, Λίβ. P 2803, Λίβ. Sc. 1761, Λίβ. Esc. 2917, Λίβ. N 2605, Προσκυν. Κουτλ. 156 7727, Μπερτόλδος 46, Καραβ. 50211, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Διήγ. Αλ. V 26, Λεξ. Μακεδ. 112, Πορτολ. A 18816, Αχέλ. 644, Ιστ. πατρ. 11010, Zygomalas, Synopsis 210 K 32, Πηγά, Χρυσοπ. 226 (48), Hagia Sophia ω 53214, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 404, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6232, Δωρ. Μον. XXXVI, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 198, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 116, Φορτουν. (Vinc.) Έ 374, Διγ. O 2356, Αλφ. (Μπουμπ.) II 45, κ.π.α.· πoδάριο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 379, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10311, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10520, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Hagia Sophia φ2 58512, 5981.
Το αρχ. ουσ. ποδάριον. Ο τ. ποδάρι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 95 (178), Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 485) και του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 109, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227), και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. ποδάρι). Ο τ. ποδάριν από το αρχ. ποδάριον με αποβολή του -ο- της κατάλ. (Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 170). Ο τ. ποδάριν τον 4. αι. σε παπυρ. (LBG) και επιγρ. (L‑S Suppl.), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 21624, Κασιμ., Έγγρ. 35 (114), Γρηγορόπ., Έγγρ. Γλωσσ. 4627) και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και το κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Διασπ. 15), όπου και άλλοι τ. ιδιωμ. και με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Du Cange.
1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Ωσάν το παπούτσι, οπού βάζομεν εις το ποδάρι μας δίκαιον είναι, όταν μήτε του λείπει μήτε περισσεύει Ροδινός (Βαλ.) 134· έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς και ασβολωμένους,| ουκ έβαλα από κόπου σου πατίκιν (έκδ. τατίκιν· διόρθ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 417) εις ποδάριν,| ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν Προδρ. (Eideneier) I 49· να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις από το αίμα του και δώσεις ιπί τραγανό αυτί του Ααρων και ιπί τραγανό αυτί των παιδιών του το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του χεριού τους το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού τους το δεξιό Πεντ., Έξ. XXIX 20· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών ή εντόμων: ηύρε (ενν. ο Αλέξανδρος) τον Φίλιππον αποδαρμένον εκ το άλογον και σπαθέαν είχεν εις το κεφάλιν του, ήτον και εις το δεξιόν ποδάρι κομμένος βαρέα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1365· Το δε φαρίν επεριπάτιεν τόσον ότι όσοι έβλεπαν εφοβούνταν. Εμάζωνε τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι. Διγ. Άνδρ. 31916· σφήκες ... κάθηνται εις τας κοπρίας, και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων και ποιούσιν αυτήν στρογγύλην ίσα καρύδια και σύρουσιν ταύτα εις τα ποδάριά των Σταφ., Ιατροσ. 7176· φρ. (1) σκοντάφτω το ποδάρι μου/σκοντέφτει το ποδάρι μου = σκοντάφτω στη ζωή μου, πέφτω σε κάπ. ηθικού τύπου παράπτωμα, ολισθαίνω ηθικά: Θέλουν σε σηκώσει (ενν. οι άγγελοι) απάνου εις τα χέρια τους, να μην σκοντάψεις ποτέ εις πέτραν το ποδάρι σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6· Εμέν ξεγδίκωμα και πλέρωμα εις ώρα οπού σκοντέψει το ποδάρι τους· ότι σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· (2) φιλώ το ποδάρι κάπ. = προκ. για φίλημα σε ένδειξη σεβασμού ή δουλικότητας: Ο δε ευσεβής λαός, ως άκουσαν τούτο, έδραμαν και εφίλησαν το ποδάρι του πασιά, και έστερξαν την επανέβασιν Ιστ. πατρ. 1573. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους (που ισοδυναμεί στη μεσν. περίοδ. κατά κανόνα με 16 δακτύλους)· (βλ. και ά. πους· για το πράγμα βλ. Schilb., Byz. Metrol. 20, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 60, αλλά και Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80): Ελαίαν και συκέαν εννέα ποδάρια από τον ξένον τόπον μακρία πρέπει να φυτεύομεν. Τα δε λοιπά δένδρη πέντε ποδάρια (ενν. μακρία) και μόνον Zygomalas, Synopsis 167 Δ 19 δις· πάσα ποδάρι έναι ένα μπράτσο και δύο τρίτα του μπράτσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96r· κοντά εις τον κάβο έναι μία ξέρα και έχει νερό ποδάρια τρία και έναι ίσια με το βουνί οπού δείχνει ωσάν ψωμί Πορτολ. A 12920. 3) α) Καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο ή σκεύος: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια (ενν. του κρεβατίου) ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· και έχυσεν αυτουνού τέσσερα κρικέλια μαλαματένια και έδωσεν τα κρικέλια ιπί τις τέσσερις μεριές (ενν. του τραπεζιού) ος εις τα τέσσερα ποδάρια του Πεντ. Έξ. XXXVII 13· Έκαμε δε και άλλα μανουάλια πολλά κρυστάλλινα και είχαν τα ποδάρια ολόχρυσα και ετιμήθησαν κεντηνάρια δώδεκα Hagia Sophia ψ 61530· β) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κολόνας ή μιας κατασκευής: ανάγκη είναι να ηξεύρεις ότι, εάν πάθει τίποτες κίων της δημοσίας καμάρας ή εις την κεφαλήν ή εις το ποδάριν ή εις το κτίσιμον έως του πησού, ο δημόσιος χρεωστεί να φτειάνει Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 952 ρθ́, ρί 7· Και απ’ εκεί έκαμαν τας πολλά καλάς και θαυμαστάς ορθομαρμαρώσεις, κατεχρύσωσαν δε ... και τα κεφάλια και τα ποδάρια από τες κολόνες, αι οποίες ήτον μέσον και έξω εις την εκκλησίαν χίλιες Hagia Sophia φ2 59413. 4) α) (Πιθ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα στο εσωτερικό οικοδομήματος, ενισχυμένη σε δεύτερη φάση ως υποστήριγμα, υποστύλωμα: Και κάτωθεν απαυτού έναι το έδαφος και είναι και εκεί ετέρες οκτώ χοντρές κολόνες και κιόνια, ήγουν ποδάρια, κτισμένα ί Προσκυν. Ολυμπ. 177 8626· β) αντηρίδα, αντιτείχισμα: Και τότε θωρείς το σπίτι του Αγίου Αλεξίου και στέκει με τα ποδάρια και τους πύργους του λιμνιώνος Πορτολ. A 16811. Εκφρ. 1) Η απαλάμη του ποδαριού, βλ. ά. παλάμη 3. 2) Η απαλαμιά του ποδαριού, βλ. ά. παλαμέα 2. 3) Εις το/στο ποδάρι(ν) κάπ. = στη θέση κάπ. (βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 346 και 111 σημ. 11]): Απέθανε, λέγει, ο βασιλεύς Ιωάθαμ με τους γονέους του ... και εβασίλευσεν ο Άχαζ ο υιός του εις το ποδάριν του κυρού του Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448666. 4) Με ποδάριν = με τα πόδια, πεζός: Και ήτον μέγα το ποτάμιν, ότι ουδέν το απέρνα τινάς με ποδάριν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2555. Φρ. 1) Βάνω κάπ. αποκάτω εις τα ποδάρια μου = υποτάσσω κάπ.: Είπεν ο Αυθέντης τον Αυθέντη μου: Κάθου από την δεξιάν μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου αποκάτω εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κ́ 43. 2) Δεν έμεινε ποδάρι = προκ. για πλήρη αφανισμό ανθρώπων (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 115): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασιά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2475. 3) Πηγαίνω εις τα ποδάρια κάπ. = καταδέχομαι να πάω να συναντήσω κάπ. κατώτερό μου: εσηκώθην απατός του ο βασιλεύς και επήγεν εις το σπίτι της χήρας. Και ως είδεν η γυναίκα πως επήγεν απατός του ο βασιλεύς εις τα ποδάρια της, δραμούσα ταχέως προσέπεσε επί τους πόδας του βασιλέως Hagia Sophia v 54428. 4) Πέφτω/πίπτω εις τα/στα ποδάρια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: πέφτει αυτός ο γέρος πρόμυτα εις τα ποδάρια του Χατζή Αχμάτη ... και κλαίγει και παρακαλεί και λέγει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51r· Τις είν’ ο ευεργέτης μου δέομαι να γνωρίσω,| να πέσω στα ποδάρια του να τονε προσκυνήσω Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 178. — Βλ. και πόδας, πόδι(ον), πους.πρίγκιπος- ο, Χρον. Μορ. P 3192, 7359, Χρον. Τόκκων 564, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 285, Σφρ., Χρον. (Maisano) 604, 9, 6626, 6811, 14420, Byz. Kleinchron. Á 42839, Καβαλίστας 72, Δωρ. Μον. XXIII, XXVII πολλ., XXXVIII πολλ., XXXIX πολλ., Δωρ. Μον. (Hopf) 238, Σεβήρ., Ενθύμ. 2815, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 5· πρέντζιπος, Κατζ. Πρόλ. 11, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 57· πρέντσιπος, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 123, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 368, Β́ 155, Γ́ 11, Έ 307· πρίκιπος, Δωρ. Μον. XXXIX· πρίνζιπος, Byz. Kleinchron. Á 29632· πρίνκιπος, Χριστ. διδασκ. 439· πρίντζιπος, Κορων., Μπούας 112, 147, Χρον. σουλτ. 3611, 5832, 10517, 1345‑6, Επιστ. 16. αι. 1325, Διακρούσ. 1325· πρίντσιπος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 41723, 47019, 51716, 51910, 52318· γεν. εν. πρίντζιπο, Σουμμ., Ρεμπελ. 157.
Από το ουσ. πρίγκιψ αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ος. Ο τ. πρίντζιπος στο Meursius και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) όπου και τ. πρίτσιπος (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 288, λ. πρίντζιπος). Η λ. τον 4.-5 αι. (Lampe, Lex., λ. πρίγκιψ) και σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi).
1) α) Ηγεμόνας φεουδαρχικού κρατιδίου, άρχοντας: εγράψαμεν ορισμούς εις πάντας ... ίνα έλθωσι μετά αρμάτων και των πλειόνων ανθρώπων της αρχής ενός εκάστου αυτών, ίνα μετά του πρέποντος διέλθῃ τον τόπον του πριγκίπου και απέλθῃ εις τα περί την Ανδρούσαν ο νέος αυθέντης Σφρ., Χρον. (Maisano) 4222· Εχάρισε (ενν. ο Μεχεμέτης) και του πρίντζιπου της Βουλγαρίας έναν καλόν τόπον, διατί του εβοήθησε πολλά Χρον. σουλτ. 517· (ως προσφών. σε βασιλιά): Πρέντσιπε, αληθοσύνη| μας δείχνει πάντα ο ουρανός που ό,τι κι αν είπε εγίνη Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 167· (προκ. για το δόγη της Βενετίας και κατ’ επέκταση για τα μέλη του Βενετικού Συμβουλίου): τον γαληνότατον πρίγκιπον της Βενετίας Ιερόθ. Αββ. 336· έδωκε πάλι ο Ουρανός σ’ αυτή (ενν. την Βενετία) να βασιλεύου| οι πρέντζιποι οι ελεύθεροι και να την αφεντεύου,| οι πρέντζιποι οι δικαιότατοι που πάντοτες κρατούσι Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 54, 55· β) ανώτερος τίτλος ευγενείας: Ρηγάδες παίρνει ο θάνατος, πριντζίπους, βασιλιάδες,| μεγάλους γαρδενάληδες και μητροπολιτάδες Αλφ. 1533· (ως τιμητική προσφών.): Πρέντσιποι αδυνατότατοι, ....| ... γροικήσετε να δείτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 163. 2) Αρχηγός στρατεύματος: Ήθελενε κι ο πρίντσιπος που τσ’ έσερνε να έβγει,| κι ετύχαινε καλό καιρόν ετότες να γυρεύγει·| και το λαό του εδιάλεξε και καβαλιέρους παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5217· Χιλιάδες δύο βγαίνουσι και ο πρίντσιπος στη μέση| και τρέχουνε με τ’ άρματα ...| Κι οι Τούρκοι να τους δούσινε ...| εφύγανε από το φορτί Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5221. Ο τ. πρίντζιπος ως οικογ. επών. (πβ. και PLP 10, 23738, Πρίγγιπος): Προς βασιλέα τρέχουσιν, ...| οι άρχοντες οι πρώτιστοι ...| Ασάνης τε και Λάσκαρις ...,| Δούκας ...,|Διπλοβατάτζης, Πρίντζιπος, Σφραντζής και Λεοντάρης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 509. — Βλ. και πρίγκιψ.πτωχός,- επίθ. και ουσ., Σπαν. O 132, Διδ. Σολ. Ρ 94, Προδρ. (Eideneier) I 257, Καλλίμ. 2192, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 173, Οψαρ. 36248, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 263, 481, Απολλών. (Κεχ.) 140, Λίβ. διασκευή α 1091, Φαλιέρ., Ιστ.2 467, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 92, Διήγ. Βελ. χ 226, Λίβ. Va 876, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 186, Χειλά, Χρον. 351, Μαχ. 2087, 4607, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11412, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1126, Γεωργηλ., Θαν. 22, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 8, Χρονογρ. (Λαμψ.) 244, Συναξ. γυν. 29, Απόκοπ.2 216, Άνθ. χαρ. 29623, Ρίμ. θαν. 97, Πτωχολ. α 292, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 11512, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 377, Καβαλίστας 50, Χρησμ. (Brokkaar) N 1, Μορεζ., Κλίνη 137v, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14338, Ιστ. Βλαχ. 91, 2547 (= Γέν. Ρωμ. 137), Διακρούσ. (Κακλ.) 719, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 13316, Μπερτόλδος 39, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 5834, κ.π.α.· επτωχός, Χρον. Τόκκων 3294, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 34v, 102r, 149v, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 15, Προσκυν. Ιβ. 845 285, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ (Βασιλ.) 14339, Παλαμήδ., Βοηβ. 809, 1077, Σταυριν. 51, 56, Ιστ. Βλαχ. 427, 573, Μπερτολδίνος 115 δις, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 31r, 35v, 38r, Πτωχολ. A 329, κ.α.· φθωχός, Βεντράμ., Γυν. 75· φτωχός, Χρον. Μορ. H 5004, Χρον. Μορ. P 4522, 8557, Πεντ. Λευιτ. XXVII 8, Δευτ. XXVI 5, Καβαλίστας 64, Κυπρ. ερωτ. 13218, Πανώρ.2 Αφ. 55, Β́ 91, Γ́ 549, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 308, Έ 450, Φαλλίδ. (Παναγ.) 46, 70, 109, Βοσκοπ.2 354, 427, Μανολ., Επιστ. 17326, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17125, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 195, Β́ 2309, Έ 720, Στάθ. (Martini) Β́ 248, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 468, Λίμπον. 158, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 181, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 200, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18027, 21010, 4097, Τζάνε, Κατάν. 450, κ.α.
Το αρχ. επίθ. πτωχός. Τ. εφτωχός στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. φτωχός). Για τον τ. φθωχός πβ. Καραγιάννη, Διγενής 158. Ο τ. φτωχός στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ. (λόγ., κυρίως στην αρχαϊστική έκφρ. πτωχός τω πνεύματι).
1) Που στερείται τα αναγκαία για τη ζωή υλικά αγαθά, άπορος: Σπαν. O 69, Διδ. Σολ. Ρ 33, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 174, Διγ. Άνδρ. 36411· ο Μαρκιανός ήτονε επτωχός στρατιώτης και η Πουλχερία τον έκαμεν βασιλέα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 310r· ήτον (ενν. ο Ταξιάρχης) των επτωχών ιατρός Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 43r· (σε παροιμ. χρ., βλ. Ερωτόκρ., Παροιμ. 781· πβ. Βενιζέλος, Παροιμίαι 335): Φτωχή φτωχόν αγάπησε και πόνο δεν εγροίκα,| μα φτωχικά επεράσασι, τον πόθον εχαρήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 725· έκφρ. πτωχός υπερήφανος (πβ. Septuaginta, Sir. 25.2, TLG) = ψωροπερήφανος: ήτον πάνυ στενός, αλλά και πτωχός υπερήφανος Χειλά, Χρον. 355· (μεταφ.): από τιμές πολλά γδυμνοί, φτωχοί και ’ρημασμένοι Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 30. 2) (Για να εκφραστεί συν. συμπάθεια σε κάπ. ή κ.) κακόμοιρος, ταλαίπωρος, καημένος: άμποτε να ’βλεπα ο πτωχός και ας ήμουν δαιμονιάρης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 938· ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κυματίζει,| το δε ελάδιν το πτωχόν κείτετ’ αποθαμένον Κρασοπ. (Eideneier) AO 73· Βοσκοί φτωχοί, σκολάσετε το κλάημα και το θρήνο Πανώρ.2 Δ́ 151· (σε προσφών., για δήλ. συμπάθειας ή ειρωνείας/περιφρόνησης): επαίρνεις την (ενν. την αθερίναν) και τρώγεις την ολώμην,| ως έμαθες στο σπίτιν σου, πτωχή, εις το πατρικόν σου Πουλολ. (Τσαβαρή)2 349· Δε δύνομαι να σε θωρώ, φτωχέ, καλά το λέγεις,| γιατί σ’ οργίζομαι πολλά Πανώρ.2 Β́ 393· και σε, πτωχέ, τυχαίνει| να κλαίγεις όντα άλλοι| γελούν Πιστ. βοσκ. III 6, 343. 3) α) Αδύναμος, ανήμπορος: ουδένα δεν απέφυγεν το φλογερόν δοξάρι (παραλ. 1 στ.). Κι αν φύγει, φθάνει τον (ενν. ο Έρως) ταχύ με τα πτερά οπὄχει (παραλ. 1 στ.), τοξεύει τον εις την καρδιάν και ρίπτει τον στον άδην·| και αν γενεί φιλάνθρωπος ...,| δεσμεύει και δουλώνει τον, πτωχόν τον κατασταίνει Διγ. Z 185· β) ισχνός, αδύνατος: ηβλέπει ο Φαραώ ένα όνειρον πως επτά βόδια παχία έβγαιναν από τον ποταμόν ... και το ομοίως άλλα επτά εβγήκαν και ήσαν πολλά επτωχά Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 148v. Το ουδ. πληθ. του επιθ. ως ουσ. = (προκ. να δηλωθεί συμπάθεια) οι φτωχοί άνθρωποι: φαγιά εδίδαν ορφανών και τα φτωχά ταγίζαν Δεφ., Σωσ. 17· Γενού οικτίρμων στα πτωχά· πεινούσι και διψούσι| κι ελεημοσύνην σε ζητούν Αλφ. 155.ρωμιόπουλο(ν)- το.
Από το ουσ. Ρωμιός (βλ. ά. Ρωμαίος I) και την κατάλ. ‑πουλο(ν). O πληθ. σε κείμ. του 18.αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 34, 82, 84, 85)· η λ. (ρωμιόπουλο) στο ΑΛΝΕ.
Μικρής ηλικίας παιδί Ρωμιού (βλ. ά. Ρωμαίος I σημασ. 2): Αρχίζω πάλιν να ειπώ της αγιότητάς σου| τι λέσιν τα ρωμιόπουλα, άγιε, για όνομά σου,| ετούτα οπού βρίσκουνται εις το σκολειόν στην Ρώμαν,| και τι πράμα εγροίκησα ’πό το δικόν τους στόμα Καβαλίστας 94.σιωπώ,- Ασσίζ. 16716, 17,18, Βέλθ. 961, Βίος Αλ. 2732, Αχιλλ. (Smith) Ν 1570, Χρον. Τόκκων 1396, Λίβ. Va 1455, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97v, 161v, Δεφ., Λόγ. 507, Τριβ., Ρε 313, Αχέλ. 82, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2016, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 843, Μορεζ., Κλίνη φ. 16r, Ιστ. Βαρλαάμ 51, Κυπρ. ερωτ. 14011, Ιστ. Βλαχ. 1185, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 40115, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3012‑13, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 6469, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1075], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 84 δις, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5591, κ.α.· σουπώ, Σαχλ., Αφήγ. 638· σωπώ, Σπαν. (Ζώρ.) V 457, Πουλολ. (Τσαβαρή2) 53, Λίβ. διασκευή α 2961, 3830 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1597, 4152, Αχιλλ. L 1162, Φαλιέρ., Ιστ.2 183, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 191, Διήγ. Βελ. N2 115, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 8, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 58, Αχέλ. 2309, Πανώρ.2 Έ 301, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 19, Ά 238, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ μετά στ. 64, Πιστ. βοσκ. I 2, 14, 4, 280, V 4, 175 δις, Διγ. Άνδρ. 37735, Στάθ. (Martini) Β́ 95, 123, Γ́ 221, 435, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 51, Έ 61, 323, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [319]· απαρέμφ. σιωπεί, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 248v· μτχ. ενεστ. (άκλ.) σιωπώντα, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 659· μτχ. παρκ. σιωπημένος, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 6579, 91.
Το αρχ. σιωπάω. Ο τ. σωπώ, με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα στο σ και το φωνήεν, στο Meursius (γρ. σοπάν, λ. σοπάν. σωπέννειν), στο Κατσαΐτ., Θυ. Β́ 274, Δ́ 33 και σήμ. κοιν. (Κριαρ., Λεξ., λ. σιωπώ και σωπώ), καθώς και ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.· βλ. και Andr., Lex., στη λ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
Α´ Μτβ. 1) Αποσιωπώ, αποκρύπτω, παραλείπω να αναφέρω, κρατώ μυστικό κ.: Ήλιος, φεγγάριν κι ουρανός και τ’ άστρα να μιλούσαν,| κρίνω κι αυτά τες χάρες σου ποτέ δεν τες σωπούσαν Καβαλίστας 48· Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 190· Λέγεται γαρ λόγος παλαιός ότι τούτο το Μοναστήριον είχεν εισόδημα το τρίτον του νησίου, και να κατασταθεί εν ταις ημέραις ημών, ότι και τα προαύλια τούτου να μηδέν τα έχουν εκείνοι οπού φαίνονται και ψάλλουν τον ναόν κατά την σήμερον .... Αλλά σιωπούν της εκκλησίας το δίκαιον εν καιρῴ, ῃ ήρχον τούτων, και προς άρχοντας μη λέγειν· διά συγγενείς και φίλους καλύπτει αυτούς η φιλοπροσωπία Χειλά, Χρον. 353· Περί διαθήκης σιωπημένης δέκα χρόνους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 47137· (εδώ προκ. για πρόσωπο): Πλιο μη καυχάσαι, ω Καρχηδών, στους άξιους σου Φιλίνους,| διατί σ’ εμέ πιστότερος έτυχεν απ’ εκείνους·| τον Κύρτιον σιώπησε τον θαυμαστόν σου, Ρώμη,| διατί και άλλος ευρέθηκε θερμός σ’ αυτήν την γνώμη Λίμπον. 331. 2) Διακόπτω, σταματώ, παύω να κάνω κ.: ο διάβολος άρχισε ... και έκλαιγεν και έλεγεν: Ω Εύα, έβγα έξω από τον ποταμόν και σιώπησε το κλάμα και το κακόν οπού έχεις αυτού εις το νερόν μέσα … Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 78r· ΔΑΣΚΑΛΟΣ: ... τη φέστα ... μη τηνε λησμονήσεις.| ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Σώπα τα σάλια, βούβαλε! Γροίκα μου εδά να ζήσεις Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 298· Παίρνει (ενν. ο Μωυσής) τους πρώτους του λαού,| κτυπά στην πέτρα απάνω,| νερόν αρίφνητον πετά, λέγω και αναθιβάνω (παραλ. 2 στ.). Και πίνουν όλοι του λαού κι εισμιόν θαραπαήκαν,| σωπούσιν το μουρμούρισμαν και από την έγνοιαν βγήκαν Χούμνου, Κοσμογ. 2588· δεν τους απήντα να σιωπηθούν οι δουλειές ... πλέον διατί το διάφορο δεν τους άφηνε Σουμμ., Ρεμπελ. 182· (με βουλητική πρόταση): ήξευρε ότι δεν θέλω σιωπεί να μην σου αναθυμώ την θείαν Γραφήν και διά τον ημών Δεσπότην Χριστόν … διά να γένεις χριστιανός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 248v. B´ Αμτβ. 1) α) Μένω σιωπηλός, σωπαίνω, παύω να μιλώ: α δε σε βλέπω φλέγομαι και α δε σ’ ανεντρανίζω| και αν αγρυπνώ πειράζομαι κι ίτις όντε κοιμούμαι,| και όντε λαλώ και όντε σωπώ πάντα για σε θυμούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 634· Μάννα, το πόθεν είμεστεν και πόθεν πάλιν πάμεν,| από του νυν σιώπησε, μηδέ μας ερωτήσεις Λίβ. Va 2683· Νύκτες πολλές τσι πόνους τως στο παραθύρι λέσι| κι ώρες γελούν όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 664· (εδώ συνεκδ.): Παιδί, τι κλαις, τι θρήνεσαι; Τα χείλη σου ας σωπούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 95· Χέρα που δίχως να μιλεί σωπώντας μού το τάσσει| εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου μην το χάσει·| χέρα που επιάσε το κλειδί και μ’ όλο το σκοτίδι| ήνοιξε τον Παράδεισο και τσ’ ουρανούς μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1495· β) συχν. σε προστ. β1) για να σταματήσει κάπ. να μιλά: Και ο Λίβιστρος εγύρισεν και προς εμένα λέγει:| «Ακούεις, φίλε μου, ακριβέ, το τι μας διηγείται (ενν. η γραία);| «Ακούω την και σιώπησε, το τέλος της να ιδούμεν» Λίβ. Va 2580· σιώπα, μη βλασφήμει Γλυκά, Στ. 390· (εδώ σε επανάληψη για έμφαση): Λέγει τον ο βασιλέας| και γλυκά συνομιλεί τον:| «Σώπα, σώπα, γέροντά μου,| να υπάγω να ρωτήσω| και την εδικήν μου μάννα,| την ευγενικήν σουλτάνα» Πτωχολ. Α 257· β2) για καθησυχασμό ή ανακούφιση κάπ.: «Σώπα, τον λέγει (ενν. η γραυς), βασιλεύ, απάρτι μη μερίμνα·| εμέ μελήσει του λοιπού και συ μηδέν λυπήσαι …» Καλλίμ. 1194· ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Μα στάσου, κι ένα συντηρώ επώδες και προβαίνει.| Σύρσου κοντά, να στέκομε κι οι δυο συντροφιασμένοι.| ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ: Σώπα, και δε βαστά άρματα, τίβετσι μη φοβάσαι.| ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Καλό κακό, σύρσου κοντά.| ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ: Ω μυριανάθεμά σε! Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 209. 2) Αποφεύγω να εκφράσω τη σκέψη μου, δεν αποκαλύπτω κ. που γνωρίζω· δεν αντιδρώ φραστικά σε κάπ. ερέθισμα: Γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα κλάηματά μου| δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ’ς παρηγοριά μου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 461· ένι κίνδυνος ψυχής και κόλασις μεγάλη,| αν ακούσεις κατά του Θεού ρήματα βλασφημίας| και σιωπήσεις παντελώς και ουκ ελέγξεις μάλλον| ως βλάσφημον και κάκιστον εκείνον τον ειπόντα Σπαν. P 17· Περί πουλημένου είδους υπό ξένου, και τό βλέπει ο κύριος αυτού και σιωπά Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 158186· διά ταύτα σιωπώ έως να δω συμβάντα| παρά Κυρίου αγαθά, και να τα γράψω πάντα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5591. 3) α) Παύω, σταματώ: να βάλει μέσα την ζωοθροφίαν του (ενν. ο Νώε εις την κιβωτόν) τόση ότι να έχει να του σώσει έως ότου να σιωπήσει ο κατακλυσμός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97r· και μετά τον θάνατον ετουτουνού του αναθεματισμένου άνθρωπου εσιωπήσανε περίσσια σκάνδαλα και περίσσια κακά, οπού ήθελαν συνέβη, και δεν εγίνηκαν Σουμμ., Ρεμπελ. 173· Και ηβλέποντας ο Φαραώ πως εσιώπησε το χαλάζι, πάλιν εμετανόησεν και δεν ηθέλησεν να κάμει εκείνο οπού έταξε του Μωυσή Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 162r· Και ο άγγελος έκαμε και εξεκαβαλίκεψεν η Παρθένος Μαρία και ηπήρε την εις έναν σπήλαιον οπού έλαμπε πλέον παρά τον ήλιον φως θεϊκόν, οπού ποτέ του δεν εσιώπησεν ουδέ έλειψεν αυτό το φως έως ότου έμενεν εκεί η Θεοτόκος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 230r· (σε προστ.): Ξύπνα (ενν. Θεέ μου παντοδύναμε), σηκώσου, δίωξε κίνδυνον της θαλάσσης,| «σιώπα και φιμώθητι» ευθύς να την προστάξεις,| να μας εβγάλεις τους πτωχούς εκ την αιχμαλωσίαν| ωσάν τους Αποστόλους σου εκ την κλυδωνισίαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 13r· [= Γέν. Ρωμ. 136]· β) (εδώ προκ. για δικαστική καταγγελία) σταματώ, παραιτούμαι από την εκδίκαση της καταγγελίας μου: Όστις εγκαλέσει μόνον, και απέκει σιωπήσει, τεσσαράκοντα χρόνους δεν δύνεται πλέον να ζητά κρίσιν, αλλ’ ουδέ ο κληρονόμος του Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 742 λϚ́ 3. 4) (Προκ. για προσωποποιημένα στοιχεία της φύσης) ηρεμώ, ησυχάζω: Νύκτα ’τον κι εκοιμούντανε τα ζώα κι οι ανθρώποι (παραλ. 1 στ.), εις τα χαράκια, στα πτερά, στα δέντρη κι όπ’ αλλού ’σαν,| η γης, αήρ και θάλασσα, τα πάντα σιωπούσαν Αχέλ. 452. — Βλ. και σιωπάζω, σιωπαίνω.σκαμνίον- το, Αρσ., Κόπ. διατρ. [459], [461], [502]· σκαμνί, Χρον. Μορ. Η 490, 623, 788, Χρον. Μορ. Ρ 1906, Χρον. Τόκκων 1524, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2892, Αλεξ.2 2833, Θησ. Ζ́ [1364], Διήγ. Αλ. G 27520, Χρον. σουλτ., 346, 4323, Στ. Βοεβ. 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 259, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4865, 62620, Σταυριν. 135, 415, 487, 725, Ιστ. Βλαχ. 83, 374, 656, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 326, Μαρκάδ. 230, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κά́ 12, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2566, 3972, κ.α.· σκαμνίν, Καλλίμ. 517, 519, 528, Χρον. Μορ. Ρ 6187, Θρ. πατρ. Ο 5, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ.Κων/π. 238, 485, Ουζούχασαν 24 δις, Byz. Kleinchron. Á́ 25777, 47830, Απόκοπ.2 301, Διήγ. Aλ. Ε (Konst.) 8713, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 8614, Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 2732, Άσμα Μάλτ. 1, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 3, Καβαλίστας 69, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 60, 262, 628, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 9, 80, 291, 639, Παλαμήδ., Βοηβ. 331, 618, κ.α.
Από το μτγν. ουσ. σκάμνον (L‑S Suppl., <λατ. scamnum) και την υποκορ. κατάλ. ‑ίον (βλ. και Kahane, Sprache 519). Ο τ. σκαμνί στο Βλάχ. (γρ. σκαμνή) και σήμ. Ο τ. σκαμνίν τον 7. αι. (TLG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. τον 4. αι. (TLG) και στο Du Cange (λ. σκάμνον).
1) α) Χαμηλό ξύλινο κάθισμα χωρίς ράχη, σκαμνί: Είδα κι εφέρασι σκαμνιά, να κάτσουν οι νοδάροι· |κοντύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι Απόκοπ.2 473· ήδωκα (ενν. του υιού μου του Μάρκο): ... πιθάρια, σκαμνιά ... κρασολάγηνα, σκουτέλια, πάσα μασσαρία σπιτιού, υπέρπυρα ή́ Ολόκαλος 17341· σκαμνί διά να κάθεται Σπανός (Eideneier) D 1699· β) υποπόδιο· (εδώ μεταφ.): κάθου εκ δεξιών μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου σκαμνί εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. β́ 35· γ) (ειδικ.) κάθισμα στο οποίο κάθεται η επίτοκος για να γεννήσει (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 22 σημ. 4): Η τίκτοντα υπεστείρωσε κι εκ τα σκαμνιά εσηκώθη,| και όπου έσπειρεν, εθέρισεν, επλήρωσεν, τό ’πόθει Δευτ. Παρουσ. 347· και είπεν ο βασιλεάς της Αίγυφτος τις μάμμηδες τις Οβραιές …: όνταν μαμμεύγετε τις Οβραιές και να ιδείτε ιπί τα σκαμνιά, αν υιός αυτός και να θανατώνετε αυτόν και αν θεγατέρα αυτή και να ζήσει Πεντ. Έξ. I 16· δ) πεζούλι, χτιστό κάθισμα: Εάν γένηται ... ότι κανείς μπουργέζης ή καμμία μπουργέζαινα βάλλει κανέναν πράγμαν έξω τους τοίχους του εσπιτιού του, ή επάνω σκαμνίου ..., και γίνεται ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα … ή μία καμήλα, ή έναν γονικόν, ή έτερον κτήνος φορτωμένον διαβαίνοντα απαυτού και χαλά εκείνον τόν εκείνος ο μπουργέζης ή η μπουργέζαινα εβάναν έξω του εσπιτιού τους, το δίκαιον και το κείμενον ορίζει ... Ασσίζ. 11119. 2) α) Θρόνος: ο πατριάρχης έκατσεν εκεί εις έν σκαμνίον,| ομοίως και ο βασιλεύς εις έτερον σκαμνίον Αρσ. Κόπ. διατρ. [460]· ανέβη εις το βασίλειον (ενν. η Σεμίραμις) έκατσεν εις το σκαμνίν της.| Άκουσε πώς εσύντυχεν τους άρχοντας εκείνους: ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 285· (ως προσφών. της Παναγίας): χαίρε Συ, διότι είσαι του βασιλέως Χριστού η καθέδρα και το σκαμνί Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 13422· β) (συνεκδ.) β1) εξουσία (βασιλική, ιερατική κλπ): Και πάλιν απεκατέστη εις το σκαμνίν ο Καλοϊωάννης ο Κομνηνός Πανάρ. 633· Το λοιπόν, εις το σκαμνί σου άφησε έναν άρχοντα| να ορίζει την Συρίαν, και παράγγειλε αυτόν| να κυριεύει καλά τον τόπον,| και κάμνε, η αυθεντία σου, ογλήγορα να έλθεις,| να σε ιδούν τα μάτια μου και να διάβει η λύπη Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1277· Αφότου είδε ο πρίγκιπας του πάπα την συμπάθειον,| χαράς μεγάλας έποικεν και τον Θεόν δοξάζει.| Απαύτου γαρ εμήνυσε να έλθει ο μητροπολίτης,| εκείνος όπου λέγουσι ο της Παλαίας Πάτρας,| ωσαύτως και οι επίσκοποι όπου είναι του σκαμνίου του, ο κομεντούρης του Τεμπλίου, αυτός του Οσπιταλίου Χρον. Μορ. Η 2685· έκφρ. το σκαμνί(ν) της Ρώμης = η Αγία Έδρα: της οικουμένης οι αρχιερείς, Φράγκοι τε και Ρωμαίοι,| οι πατριάρχαι κι οι αρχιερείς, οι πρώτοι της οικουμένης,| επαίρναν την χειροτονίαν έκαστος από εκείνον,| όπου ήτον πάπας κι αρχιερεύς εις το σκαμνί της Ρώμης Χρον. Μορ. Η 793· να λείψουσιν τα σκάνταλα, οι τυραννίες που κάμνει,| κι εκείνος ν’ αναπεύεται εις το σκαμνίν της Ρώμης Χρον. Μορ. Ρ 6140· φρ. (1) αφήνω το σκαμνί = παραιτούμαι από την εξουσία: ο πατριάρχης οπού ήτον, θεληματικώς ζώντος του άφηκε το σκαμνί του, και από τότε άλλον δεν εκάμαμε Ιστ. πατρ. 7915· (1) κάθομαι ή στέκομαι εις το σκαμνίν = ανέρχομαι στην εξουσία, ασκώ εξουσία (βασιλική, ιερατική κλπ): και ήλθεν ο Αλέξανδρος εκ την μεγάλην χώρα,| με δόξαν και ευπρέπειαν, και με την παρρησίαν| εις το σκαμνίν εκάθισεν αφέντης στην Βλαχίαν Ιστ. Βλαχ. 836· απέθανεν ο Σελήμης και εστάθην ο υιός αυτού ο Σουλεϊμάνης εις το σκαμνίν Byz. Kleinchron. Á́ 48241· ο πάπας αγιότατος Γρηγόρης Μπανκομπάννιος,| που κάθεται εις το σκαμνίν, της Ρώμας καπετάνιος,| της Ρώμας και της Βενετιάς, της Φράντσας και της Σπάνιας … Καβαλίστας 14· (3) πιάνω το σκαμνί, βλ. ά. πιάνω φρ. 46)· β2) έδρα της εξουσίας, πρωτεύουσα: εις τα Ιωάννινα δεσπότες αφεντεύαν| και το σκαμνί των δεσποτών στα Γιάννινα ήτον πάντα,| ότι έχει κάμπους έμορφους, αέρα ευλογημένον,| νερά εκ τα καλύτερα όλου του δεσποτάτου Χρον. Τόκκων 2112· Του πρίγκιπα ήτον το σκαμνί η χώρα η Γλαρέντζα,| και ως ήτον βαρικός και στυπτικός ο τόπος,| το καλοκαίρι εδιάβαζεν εκ τα άλλα του τα κάστρη| και εις την χώραν άφηκεν εκ τους εξωχωρίτες·| και ήστεκαν εφύλαγαν όλον το καλοκαίρι Χρον. Τόκκων 540· Είτις βούλεται ίνα πάγει εις του Ουζούχασαν τον τόπον, μάλλον δε εις το σκαμνίν του, όθεν εστίν ο θρόνος της βασιλείας αυτού, ήγουν εις το Ταβρίς, διά να ηξεύρει εις πόσας ημέρας ημπορεί να υπάγει τινάς πεζός και καβαλάρης, γράφω σου ακριβέστατα ούτως Ουζούχασαν 29· β3) επικράτεια δικαιοδοσίας μιας αρχής· βασίλειο, κράτος: Εάν μου πέσει κίνδυνος και αποθάνω εκεί, όλα τα βασίλεια του κόσμου να τα ημοιράσετε τους εμαυτούς σας και το σκαμνί της Μακεδονίας να το φυλάξετε καλά Διήγ. Αλ. V 72· Γλήγορα πέμψ’ ανθρώπους σου όλους αρματωμένους| να ’χουσι σπαθοδόξαρα, σελοχαλινωμένους,| να δυνηθούν να στρέψουσιν οπίσω στο σκαμνί σου,| λέγω την θυγατέρα σου, και να ’χεις την τιμή σου Αιτωλ., Βοηβ. 108. — Βλ. και σκάνιο.σχολείον- το, Μορεζ., Κλίνη φ. 58r· σκολείο, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ.10v, 246r· σκολειό, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1138, 1718, 1722, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 928, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 412, Β́ 209, Δ́ 572, Ροδινός (Βαλ.) 209, 210, Διγ. O 1251, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1597· σκολείο(ν), Ροδινός, Ιγνάτ. Παφλαγ. 5425· σκολειό(ν)· σκολείον, Ασσίζ. 16019, 4125, Φλώρ. 239, Σαχλ., Αφήγ. 32, Απολλών. (Κεχ.) 408, Ριμ. κόρ. V 113, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ.10v, 244v· σκολειόν, Σαχλ., Αφήγ. 112, Ριμ. κόρ. Α 115, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1318, Καβαλίστας 95, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 43· σχολείο(ν), Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7029· σχολειό(ν), Λίμπον. 11, 21, 92.
Το μτγν. ουσ. σχολείον. Οι τ. σκ‑ με ανομ. τρόπου άρθρωσης (σχ> σκ). Οι τ. σκολείο (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν.), σκολείον (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 787, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. σκολειό, με συνίζ. (πβ. CGMG 609), στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Ρούσμ. - Σαβ. (Πρωτοπ. – Μπουμπ.) Ιντ. 192, 200, 350) και σήμ. Ο τ. σχολειόν στο Somav. Η λ. και σήμ. στους τ. σχολείο και σχολειό.
1) Ίδρυμα όπου παρέχεται εκπαίδευση· σχολείο: Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει,| ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,| οπού με παρεδώκασιν εις το σκολειόν εμέναν Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 87 χφ P κριτ. υπ· Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγκάρης, (παραλ. 1 στ.) εις το σκολείον εκάθηκα, κερά μου, απομικρόθεν,| έμαθα τάχα γράμματα φράγκικα και ρωμαίκα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1209· Ποιος να ’δωκε του αφέντη μου τόσα κακά μαντάτα (παραλ. 1 στ.), το πως γυρίζω οληνυχτίς, ρουφιάνες πως γυρεύω| και χίλιες άλλες μαριολιές και το σκολειό ’ξωφεύγω; Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 353· (σε παρομοίωση): εδασκάλευε τους ποπολάρους (ενν. ο Χριστόδουλος Τζίμας) καθημερινώς, ωσάν ο δάσκαλος τα παιδιά εις το σκολειό Σουμμ., Ρεμπελ. 170. 2) (Συνεκδ.) α) κτήριο που στεγάζει το σχολείο· το εκπαιδευτήριο: Μα ας πηαίνομε αποδεπά να πάμε στο σκολειό σου,| γιατί για κάποια μου δουλειά θέλω το δάσκαλό σου Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 71· Όταν, λοιπόν, εγύριζεν (ενν. ο Νεόφυτος) από το σκολειόν εις το σπίτι του, παίρνοντας αντάμα του τα παιδιά … τα πτωχά και ορφανά, έθρεφέν τα όσο ημπόριεν εκείνο όπου του έδιδαν οι γονέοι του Ροδινός (Βαλ.) 225· β) τα μαθήματα, η εκπαίδευση που παρέχει το σχολείο: Ερμήνευσέ με (ενν. η μοίρα) να αγαπώ πολλά την αμαρτία,| και αφήκα ο κακορρίζικος γράμματα και χαρτία (παραλ. 1 στ.) και φαίνετό μου το σκολειόν ωσάν κακόν θηρίον Σαχλ., Αφήγ. 52· με την ώρα του σκολειού εγώ ’θελα ξυπνήσει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 494. 3) (Μεταφ.) ό,τι προσφέρει γνώση και εμπειρία στη ζωή: Ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τα εξαφήκα| και εις το σκολειόν των πολιτικών εγύρεψα και εμπήκα Σαχλ., Αφήγ. 60· όλα της γνώσης το σκολειό καθάρια τ’ αρμηνεύει Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 87· σκολειό τση πρίκας και του πόνου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 4· οι εμιλιές του ήσα σκολειό και νόμος των ανθρώπω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 32. 4) Πορνείο: εισμίον την αγοράζει (ενν. ένας ρουφιάνος την Τάρσια)| κι επαίρνει τη με τη χαρά, στο σπίτιν του να στρέψει,| και βάνει την εις το σκολειό, να του τα ξεδουλέψει,| και τότες, ο παντέρημος, άρχισε να της λέγει (παραλ. 1 στ.) «Παιδί μου, εσύ ’χες ριζικό να τύχεις μετά μένα (παραλ. 3 στ.) να σε στολίσω φορεσιές, πολλά μαργαριτάρια,| μόνο να μ’ αποδέχεσαι όλα τα παλληκάρια!| Και κάμε να πλερώνεσαι, τινός μηδέ χαρίσεις» Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1298. 5) (Εδώ) σκηνή, τέντα: ήτον ο Εσαύ ανήρ ξέρει κυνήγι, ανήρ χωραφιού και ο Ιαακώβ ανήρ θέλειος, κάθεται εις τα σκολειά Πεντ. Γέν. XXV 27.τέσσερις,- αριθμητ., Χρον. Μορ. P 1996, 2000, 6514, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1050, 1341, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 270, Χρον. Τόκκων 49, 1749, 1937, Λίβ. Va 306, 1026, 2163, 2468, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2478, 2669, 2690, Κρασοπ. (Eideneier) V 64, Πεντ. Γέν. XIV 9, Καβαλίστας 132, Πανώρ.2 Ά́ 131, Β́́ 285, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 45, Κατζ. Γ́ 523, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 76, 2628, 6020, 12625, Στάθ. (Martini) Ά́ 41, 179, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 85r, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6727, 11820, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15025, 1909, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 361, Δ́́ 49, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3267, κ.α.· τέσσαρες, Χρον. Μορ. Η 6514, Λίβ. διασκευή α 1254, 1336, 2146, Γιατροσ. Ιβ. 76, 82, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 111, 122, Διήγ. Αλ. F (Κonst.) 143, Μαλαξός, Νομοκ. 294, κ.α.· τέσσαρις, Λίβ. διασκευή α 3084, Αχιλλ. L 16, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 543, 5718, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 124r, 140v, 211r, Μορεζ., Κλίνη φ. 10v, Χρον. βασιλέων 95, 153, 500, Ψευδο-Σφρ. 26816, 32419, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2159, 9765, κ.α.· τέσσαροι, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2819, 3319, 11813, Χρον. Μορ. Η 807, 1329, 6558, Χρον. Μορ. Ρ 1329, Διήγ. Αλ. V 32, Μαλαξός, Νομοκ. 290, 294, 301, Ιστ. πατρ. 1021, Αρσ., Κόπ. διατρ. [764], Διαθ. Νίκωνος 256, Κρασοπ. (Eideneier) S 108, 109, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4751, κ.α.· τέσσερες, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2375· τέσσεροι, Μπερτόλδος 25· τέτταροι, Ιστ. πατρ. 15517· ουδ. τέσσαρα, Χούμνου, Κοσμογ. 339, Διήγ. Αλ. V 32, Λίβ. διασκευή α 1983, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 111, 124, 257, Διγ. Άνδρ. 3199, κ.α.· τέσσερα, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 181, Ελλην. νόμ. 55626, Βεν. 17, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1352, 2485, Πανώρ.2 Δ́ 262, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1674, Δ́ 1977, Βουστρ. Μεταφρ. 257, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 71, 111, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3080, 3441, 4097, 6964, κ.α.
Από το αρχ. αριθμητ. τέσσαρες/αρχ. διαλεκτ. και μτγν. τέσσερες, κατά το τρεις (Ανδρ., Λεξ., γρ. ‑εις, Χατζιδ., Αθ., 24, 1912, 31· βλ. και CGMG 1242 κε.). Ο τ. τέσσαρις τον 5. αι. (TLG)· βλ. και LBG. Ο τ. τέσσαροι τον 11. αι. (CGMG 1243) και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Οι τ. τέσσερες (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. τεσσάροι) και τέσσεροι (Καραν., ό.π., Κωστ., Λεξ. τσακων., γρ. τέσσερι) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. (TLG), στο Somav. (γρ. ‑εις) και σήμ.
Τέσσερις: Αλέξανδρος όρισεν και εποίησαν στύλους τέσσαρες υψηλούς Διήγ. Αλ. G 26738· εβασίλευσεν ο Νέρωνας χρόνον ένα και μήνας τέσσαρους και ημέρας εννέα Χρον. βασιλέων 58· Και είδα εις τον θρόνον και ανάμεσα εις τα τέσσαρα ζώα ... ένα αρνί οπού έστεκεν ωσάν σφαγμένον Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 120. Εκφρ. 1) Εις τα τέσσαρα της γης μέρη, εις τους τέσσαρους τόπους του κόσμου, εις τες τέσσερες γωνίες της γης = παντού, σε όλη την οικουμένη: η διδασκαλία και φωνή των θείων Αποστόλων … ακούσθη εις όλα τα τέσσαρα της γης μέρη, εις την Ανατολήν, εις την Δύσιν, εις την Μεσημβρίαν και εις τον Αρκτικόν Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 67· κοίταξεν και εις τους τέσσαρους τόπους του κόσμου και προς βορράν και προς λίβαν και κατά ανατολάς και προς την θάλασσαν, ότι όλην αυτήν την γην οπού ηβλέπεις εσένα να την δώσω Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 123v· θέλει ... να πλανέσει (ενν. ο σατανάς) τα έθνη οπού είναι εις τες τέσσερες γωνίες της γης Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 269. 2) Ιπί τέσσερα = (για ζώο) στα τέσσερα πόδια: παν οπού πορπατεί ιπί κοιλιά και παν οπού πορπατεί ιπί τέσσερα Πεντ. Λευιτ. XI 42. 3) Με τα τέσσερα = πολύ γρήγορα· (εδώ σε μεταφ.): Ω νιότη, όταν σε θυμηθώ πως μέλλει να σε χάσω,| δράσσω και με τα τέσσαρα να σώσω να σε πιάσω Ch. pop. 478. 4) Τέσσαρα τόσα = τετραπλάσια: Αν δε και δεν κάμωσιν ούτω, να πληρώνωσι τέσσαρα τόσα, μετά των πραγμάτων που έχουσι Zygomalas, Synopsis 168 Δ 26.τετρακόσιοι,- αριθμητ., Χρον. Μορ. Ρ 6890, Χρον. Τόκκων 2378, Αργυρ., Βάρν. Κ 402, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 355r· τετρακόσοι, Καβαλίστας 124 (ουδ. τετρακόσα)· τετρακόχιοι, Έγγρ. 15.-17. αι. 154 (ουδ. τετρακόχια)· αιτιατ. πληθ. τετρακοσιούς, Παρασπ., Βάρν. C 399.
Το αρχ. αριθμητ. τετρακόσιοι. O τ. τετρακόσοι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. αι. (ουδ. τετρακόσα, Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, <1965>, 1968, 97) και σήμ. Για την κατάλ. ‑χιοι του τ. τετρακόχιοι βλ. Dawkins [Μαχ. ΙΙ σ. 35], Βαγιακ., ΛΔ 12, 1972, 6 και Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 57-58. Η λ. και σήμ.
Τετρακόσιοι: Εν πρώτοις απήρεν (ενν. ο πρίγκιπας Γυλιάμος) μετ’ αυτόν τον αφέντην της Καρυταίνου·| ομοίως επήρε μετ’ αυτόν τον αφέντην της Ακόβου (παραλ. 1 στ.), τον μισσέρ Ντζεφρέ ντε Ντουρνά κι άλλους καβαλαρίους,| εις αριθμόν τετρακοσίων απάνω εις τα φαριά τους Χρον. Μορ. Η 6890.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Καραβ. 4926 (δις), 8, Καβαλίστας 122· νούμερο, Διαθ. 17. αι. 558.