Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κάτης (Χόλτον)

  • παράταξις ‑ξη
    η, Καλλίμ. 94, Διγ. (Trapp) Gr. 1439, Ερμον. Ε 320, Ν 202, Βίος Αλ. 1936, 2874, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 119, Απολλών. 178, Αχιλλ. L 133, Δούκ. 6915, 35921, Θησ. ΙΒ́ [704], Κάτης (Χόλτον) 15, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 229, 641, Πικατ. 376, Lucar, Sermons 111, Βίος Δημ. Μοσχ. 445, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ιά́ 34, Διγ. O 1178.
    Το αρχ. ουσ. παράταξις. Η λ. στον τ. παράταξη και σήμ.
    1) α) Τοποθέτηση, σχηματισμός στρατιωτών σε σειρά: Διγ. O 1640· β) σύνολο, ομάδα παραταγμένων για μάχη στρατιωτών, (παραταγμένη) στρατιωτική δύναμη· (γενικ.) στράτευμα: Δούκ. 2274, Καλλίμ. 1048, Βίος Αλ. 4599, Δούκ. 42718· έκφρ. η παράταξις της θαλάσσης = ναυτική δύναμη· στόλος: Περί την σύναξιν των Ελλήνων εις τον βασιλέα τον Αγαμέμνων, ίνα ποιήσουσιν βουλήν ίνα υπάγωσιν εις τας πατρίδας αυτών διά την παράταξιν της θαλάσσης Ερμον. Ψ πριν στ. 123. 2) Μάχη: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4473, Γλυκά, Στ. Β́ 15. 3) α) Τιμητική στρατιωτική πομπή ή τελετή: τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει| αυθέντη, τον Μερκούριον, για να τονε τιμήσει| μετά φουσσάτου περισσού, παράταξης μεγάλης Κορων., Μπούας 116· ετάφη (ενν. ο Θωμάς) εις την μητρόπολιν χωρίς καμίαν παράταξιν αυθεντικήν Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 2812· β) (μεταφ.) επισημότητα, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια: την ενδεκάτη έβγηκεν (ενν. ο αμιράς) από την Ρωμανία| με δόξαν και παράταξιν, με πολλήν ευμορφίαν,| με τούμπανα και άρχοντες είχεν εις συντροφίαν Διγ. O 953. 4) Μεγαλοπρεπές, επίσημο ένδυμα, περιβολή: βασιλικές παράταξες εφόρουν (ενν. μεγιστάνοι και άρχοντες) και στολίδια Διγ. Z 1901. 5) Ιεραρχική θέση: όρισε (ενν. ο ρήγας) και τους άρχοντας, κριτάς και μεγιστάνους| να έλθουν εις συγκάθεδρον εις μέγα το παλάτιν,| αλλά και του κοινού λαού πλήθος αναριθμήτου.| Ιστάθην η παράταξις του καθενός ως ήτον Βέλθ. 946. 6) Γιορτή: Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες; Απόκοπ.2 99. 7) α) Ψυχαγωγία, διασκέδαση: του λέγει (ενν. του Ρωτόκριτου ο φίλος του), μια από τσι πολλές, να πα να ξεφαντώσου,| του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσου Ερωτόκρ. Ά́ 1092· δεν ξεύρει (ενν. του Πεζοστράτη η γυνή) είντα παράταξη της Αρετής να δώσει,| πού να την πάγει για να δει, να παραξεφαντώσει Ερωτόκρ. Ά́ 1391· β) φροντίδα, περιποίηση: Αυτείνη (ενν. του Φαραώ η θυγατέρα) τον παρέλαβεν (ενν. τον Μωσήν) υιόν ηγαπημένον,| και με παράταξες πολλές τον είχε βλεπημένον Χούμνου, Κοσμογ. 2052.
       
  • περιπατώ,
    Σπαν. O 7, Λόγ. παρηγ. L 251, Προδρ. (Eideneier) II 90 χφ H κριτ. υπ., Καλλίμ. 880, 977, 1214, 1467, 1755, Ασσίζ. 286, Διγ. (Trapp) Gr. 1785, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 297, 911, 1086, Βέλθ. 269, 318, 1135, Χρον. Μορ. P 2469, 3041, 6794, Λίβ. P 1091, 2069, 2547, 2600, Λίβ. Sc. 45, Λίβ. (Lamb.) N 508, Λίβ. Esc. 2728, Λίβ. N 2726, 3654, Αχιλλ. (Smith) N 414, Αχέλ. 1511, Διγ. Άνδρ. 32118, 36221, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 718, Ροδινός (Βαλ.) 122, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 3922, κ.π.α.· παρπατώ, Μαχ. 1922, 59034, 64812, Κυπρ. ερωτ. 9523, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177, 194, 250, 365, 406, 698· περβατώ, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 120 χφ Χ κριτ. υπ., Μπερτόλδος 46, Μπερτολδίνος 101, 105 (τετράκις), 141· περπατώ, Γλυκά, Στ. 155, Λόγ. παρηγ. L 625, Λόγ. παρηγ. O 485, Καλλίμ. 1471, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 821, Χρον. Μορ. H 1051, Χρον. Μορ. P 1051, 5816, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 304, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 175, Λίβ. P 20, 1723, 2592, Φλώρ. 1127, Σαχλ., Αφήγ. 97, Ερωτοπ. 663, Λίβ. Sc. 2354, Λίβ. Esc. 22, 790, Λίβ. (Lamb.) N 667, Λίβ. N 2827, Αχιλλ. L 283, Αχιλλ. (Smith) O 191, Ιμπ. 521, Χούμνου, Κοσμογ. 2531, Πικατ. 206, Κορων., Μπούας 90, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 163, Ιστ. πατρ. 1151, Ιστ. Βλαχ. 1990, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [97], Διγ. O 2428, κ.π.α.· προστ. αορ. περπάτηξε, Πεντ. Γέν. XVII 1· πορπατώ, Ερωτοπ. 380, 384, 422, Ανακάλ. 27, Απόκοπ. (Παναγ.) 532, Πεντ. Γέν. XXX 14, Αχέλ. 895, Πανώρ. Ά 439, B́ 48, 151, Γ́ 644, Έ 57, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 632, Β́ 215, Δ́ 18, Έ 356, Κατζ. Β́ 213, Βοσκοπ.2 315, 454, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 184, 1738, 1916, Β́ 1414, 1915, Γ́ 938, Δ́ 769, Έ 97, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 740, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 97, Έ 172, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [16], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 101, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 156, Γ́ 348, Διγ. O 930, 1164, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25927, 57024· κ.π.α.· αόρ. επορπάτηξα, Πεντ. Γέν. XXXV 3, Δευτ. I 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1719, Δ́ 1099· μτχ. μέσ. ενεστ. (πληθ. ουδ.) πορπατούμενα, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896· προβατώ, Σοφιαν., Παιδαγ. 109, Ερωτόκρ. Ά 1738 χφ Χ κριτ. υπ.· υποτ. αορ. (να) προβατήξω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 1574 χφ Χ κριτ. υπ.· προπατώ, Χρον. Τόκκων 1092, Rechenb. 7815, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 75, 78, Πιστ. βοσκ. I 5 236, III 6 257, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1512, 1547, 2142, Β́ 1977, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 605, Στάθ. (Martini) Β́ 144, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 132, Δ́ 570, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20422, 4978, Τζάνε, Κατάν. 110.
    Το αρχ. περιπατέω. Ο τ. παρπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και παρετυμ. επίδρ. της παρά (Hatzid., Einleit. 154) ή τροπή του ‑ε‑ σε ‑α‑ με αφομ. (Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 147, Dawkins [Μαχ. ΙΙ σ. 32]) (βλ. και Φαρμακ., Γλωσσάρ. 195, λ. παρπατητός)) στο Meursius (‑είν) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 719, Λουκά, Γλωσσάρ. 360, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. Δ́ 258, λ. πορπατώ). Ο τ. περβατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και πιθ. επίδρ. των ρ. βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100, βλ. όμως και Hatzid., Einleit. 158)) και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. περπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 257, Hatzid., Einleit.  154, Κοραή, Άτ. Ά 313, Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219)) στο Du Cange (‑είν) και σήμ. Ο τ. πορπατώ (με επίδρ. του ρ. πορεύομαι (Ανδρ., Λεξ., Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214) ή με (συγκ. του ‑ι‑ και) παρετυμ. επίδρ. της πρόθ. προ (Hatzid., Einleit.  154, 158, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 674], Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 407) (βλ. και Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. xxviii-xxx]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά, προπατώ, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. περπατώ, Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν.) καθώς και στο ΑΛΝΕ. Η μτχ. παρκ. πορπατούμενα (ως ουσ.) και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά· πβ. και Πλατάκης, Κρητολ. 9, 1976, 111). Ο τ. προβατώ (πιθ. με επίδρ. ρ. όπως (προ)βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100 , βλ. όμως και Hatzid., Einleit., 158)) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.) καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ)· πβ. και προστ. προβάτα σήμ. ιδιωμ. (Δομένικος, [Ραντεβού] (Γλωσσ.) σ. 123). Ο τ. προπατώ (με παρετυμ. προς την προ (Hatzid., Einleit., 154, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 514, Χαραλαμπάκης (Προμηθεύς Πυρφόρος 25, 1981, 266)), Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 674]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.), καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Τ. πουρπατώ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. περπατώ, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Τ. πιρβατάου, προυβατάου, πραουτώ, πρατώ κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 300, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. πιρπατάου, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., πιρπατώ, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
    Ά Αμτβ. 1) α) Βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ· (πεζός): Αχιλλ. (Smith) N 653, το να δει ο αμιράλλης την φούσταν ..., εφοβήθην και απεζεύσαν τον εις την γην, και από τον φόβον του επαρπάτησεν τόσον ότι εποστάθην Μαχ. 2721· Δεν ημπορώ τα πόδια μου καλά να τα πατήσω| μ’ αγάλια αγάλια προπατώ και κάνω ό,τι θελήσω Ζήν. Πρόλ. 152· έτυχεν τα Σάββατα και επέρναν μέσα από τα σπαρτά, και άρχισαν οι μαθηταί του (ενν. του Ιησού) περιπατώντας εις την στράταν να μαδούσι στάχυα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 23· (εδώ με το επίθ. πεζός για να δηλωθεί φτώχεια): βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,| και τώρα έν’ διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος Προδρ. (Eideneier) III 58· (με το εμπρόθ. στην στράτα): λιοντάρια άγρια να με κατασπαράσσουν,| στην στράτα οπού πορπατώ θεριά να με μοιράσουν Διγ. O 930· (με το επίρρ. κλιτά ως ένδειξη υποταγής, παράδοσης): Δυο Τούρκους πέμπουν τ’ αφεντός, κι οι Φράγκοι να τους δούσι| φλάμπουρο άσπρο να βαστού, κλιτά να πορπατούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38912· (σε παροιμ. φρ.): βλ. λ. παπούτσι· (έφιππος): ο καθείς ανέβηκαν στ’ άλογον το δικόν του (παραλ. 2 στ.). Εκείθεν δ’ εξέβηκαν κι ολονυκτί περπάτουν,| κι εις τα βουνά τα άβατα τ’ άλογά τους επάτουν Κορων., Μπούας 77· πηδούν, καβαλικεύουσιν ώσπερ γοργούς πετρίτες| ... οι θαυμαστοί αγούροι ... (παραλ. 3 στ.). Εκίνησαν, περιπατούν, εφθάσασιν συντόμως Αχιλλ. (Smith) O 515· όρισε ... (ενν. ο αυθέντης) και δέδωκαν ίππον εκ των εκλεκτών, και εκαθέσθη (ενν. ο δεσπότης Δημήτριος) περιπατών έμπροσθεν αυτού Έκθ. χρον. 256·   β1) αρχίζω την πορεία, ξεκινώ: Σκορπάται η ορδινιά απάνω κάτω| να αρχίσει να μαρκιάρει τo φουσσάτο (παραλ. 1 στ.) και όλοι να περπατούσι αρματωμένοι Λεηλ. Παροικ. 44· Προστάσσει τότ’ ο καππικής όλοι να ’ρδινιαστούσιν,| τ’ άλογα και τα ρούχα τους, γιατ’ έν’ να (για τη γρ. αυτή βλ. Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 240) παρπατούσιν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 698· β2) συνεχίζω την πορεία: Εκεί γουν επεδιάβασαν την άπασαν ημέραν,| το καύμα γαρ ουκ ίσχυνεν διά να περπατούσιν Αχιλλ. (Smith) O 191· γ) (με τις προθ. εις, προς και αιτιατ.) πηγαίνω, κατευθύνομαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Επαίρνουν οι πραγματευθαί τον Ιωσήφ ετότες| στην στράταν οπού εις Αίγυπτον εκείνοι επερπατούσαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 459· ο Μιχαήλ, πως είν’ θνητός διατί ήξευρε και εκράτιε,| στον ιατρόν του πνεύματος χαρούμενα επερπάτιε Λίμπον. 346· Μέραν και νύκτα πορπατεί προς της Εδέμ τον τόπον| και σώνει στην παράδεισον μετά μεγάλον κόπον Χούμνου, Κοσμογ. 313· (εδώ σε προστ. ως προτροπή) εμπρός πήγαινε: καν ας με εγεμίζασιν το εμποτόπουλόν μου,| αμή λαλώ, και λέγουν με «περιπάτει εις το πηγάδιν» Προδρ. (Eideneier) IV 301· δ) (με τις προθ. διά και αιτιατ. ή με τελική πρόταση) προχωρώ, πορεύομαι για κάπ. συγκεκριμένο σκοπό: Λέγει (ενν. η αρχόντισσα) «Δεν είναι εδώ στο σπίτι μέσα, αμ’ όξω περπατεί διά τα τορνέσα Λεηλ. Παροικ. 386· Ημέρας τρεις περιπατούν να εύρουν ξενοδοχείον Φλώρ. 1230· ε) φρ. (1) περπατώ/πορπατώ διά να πολεμώ = πηγαίνω στον πόλεμο, εκστρατεύω: να κάθονται (ενν. οι γυναίκες) στο σπίτι τους, να γνέθουν, να κεντούσι·| και οι άνδρες τους ας περπατούν διά να πολεμούσι Ιστ. Βλαχ. 708· Διότι δεν εδόθηκεν των γυναικών στρατεία,| ... ότ’ είναι αταξία| να διαγέρνουν πόλεμο ...|, αλλά ...| να κάθουνταιν στα σπίτια τους να κλώθουν, να κεντούσι| κι οι άνδρες των να πορπατούν διά να πολεμούσι Διγ. O 2910· (2) περιπατώ εις τον πόλεμον/εν πολέμοις = εκστρατεύω: Τούτος ήτον εις τον καιρόν Αλεξάνδρου του βασιλέως, με τον οποίον επεριπάτιεν εις τον πόλεμον, και ήτον από τους ονομαστούς του φίλους Ροδινός (Βαλ.) 170· εποίησαν βουλήν οι γενίτσαροι, όπως αιτήσονται τον σουλτάν Σελίμην αρχηγόν του στρατεύειν και περιπατείν εν πολέμοις, λέγοντες γαρ ότι ο αυθέντης εστί γέρων και ασθενής και ου δύναται στρατεύειν μεθ’ υμών Έκθ. χρον. 5219· στ) φεύγω (από κάπ. μέρος): απήτις μ’ έναι του φτωχού γραμμένο| να πορπατώ από δω, μακρά να πηαίνω,| παραγγελιά σ’ αφήνω να θυμάσαι·| και πάντα ο νους σου μετά μένα να ’σαι Βοσκοπ.2 298· ζ) (με το επιρρ. γλήγορα) επισπεύδω την πορεία μου: πόδια μου, δυναμώσετε, γλήγορα πορπατείτε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1049 κριτ. υπ.· φρ. περιπατώ σπουδαίως = επισπεύδω, βιάζομαι: επήρεν το πιττάκιν κι εβάλθην εις τον δρόμον·| σπουδαίως επεριπάτησεν εις τον Δεσπότην ήλθεν Χρον. Μορ. P 3738· η) πατώ στη γη, περπατώ: από το ερωτοκίνημα και το χάδιον δεν εφαίνετον (ενν. η κόρη) ποτέ πως περπατεί, μόνον εφαίνετον ως ότι τάχατες πως παίζει και γελά Διγ. Άνδρ. 3155· κατακαημένα| πρόβατα, εκεί απού πορπατώ χόρτο μη φάτε ουδ’ ένα,| γιατί τα φαρμακεύγουσι τα δάκρυα τα δικά μου Πανώρ. Ά 10· (σε μεταφ.): ψυχή γαρ ερωτότρωτος, όσα αν ψυχοπονέσει,| χάνει τους πόνους αν γλυκύν μάθει του πόθου λόγον.| Έλεγα εις γην ου περιπατώ, τον ουρανόν διαβαίνω Λίβ. Esc. 2038· θ) βαδίζω, περπατώ πηδώντας και χορεύοντας: Βαρδαριώται έμπροσθεν αυτών περιπατούντες τραγῴδιον γελοίον ετραγῴδουν αρμόδιον προς την πομπήν αυτών Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 235· Εδόκουν γαρ, ως και η γη, εν ῃ περιεπάτουν,| και αυτή συνετέρπετο περιπατούντων πάντων,| και πας, όστις ετύγχανεν εις την χαράν εκείνην,| άλλος εξ άλλου γέγονεν από της θυμηδίας Διγ. (Trapp) Gr. 1786· ι) (συν. με τα επιρρ. αποπίσω, εξοπίσω κ.τ.ό.) ακολουθώ (κάπ.): το λαμπρό σου πρόσωπο μου δίδει την ημέρα (παραλ. 1 στ.). Για τούτον από λόγου του δεν ημπορά μακρύνω,| μα πορπατώ αποπίσω σου και βλέπω σε κλεφτάτα Πανώρ. Γ́ 565· Υιέ μου, βλέπε από πτωχόν δάνειον μηδέν επάρεις·| ότι αν ου το στρέψεις σύντομα, γοργόν να του το δώσεις,| και περπατεί εξοπίσω σου και τρέχει και φωνάζει Διδ. Σολ. Ρ 145· ια) (συν. με τα επιρρ. έμπροσθεν, εμπροστά, ομπρός) προπορεύομαι: διεχώρισεν χιλίους Αραβίτας| ολολουρίκους και καλούς, χρυσοκλιβανιασμένους,| ως διά να περιπατούσιν έμπροσθεν του αγούρου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 580· επεριπάτιεν (ενν. ο Δαβίδ) ... εμπροστά της κιβωτού χαρούμενος Ροδινός (Βαλ.) 96· Εγώ παγαίνω· φίλοι μου, ομπρός μου πορπατείτε,| το βασιλιά οπού εκάμετε σήμερο να χαρείτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 207· ιβ) (με τα επιρρ. αντάμα, μαζί, ομάδι) συμπορεύομαι: Τότε οι δυο (ενν. ο λύκος με την αλουπού) συβάστησαν και συντροφίαν εκάμαν| και μέρα νύχτα ’μόσασι να περπατούν αντάμα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 36· Σύντροφοι κάπου γίνησαν μαζί να περπατήσουν| μι’ αλεπού και γάδαρος, να παν να κυνηγήσουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1151· Ομάδι συνοδεύγομε, ομάδι πορπατούμε| και τα καλά και τα ’μορφα ομάδι πα να βρούμε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 569· ιγ) (προκ. για ζώο) βαδίζω, περπατώ (με τον τρόπο που χαρακτηρίζει το κάθε ζώο): το λιοντάριν, τσακίζοντας τες πόρτες του θεάτρου, εβγήκεν έξω και επήγεν εις το όρος ωσάν να επερπάτιεν ένα πρόβατον Ροδινός (Βαλ.) 233· είχασι (ενν. οι καρκίνοι) και τα μάτια τους στα στήθη που θωρούσαν,| οκτώ ποδάρια έχανε, στραβά επερπατούσαν Ζήνου, Βατραχ. 452· η γαρίδα τότες επερβάτουνε εμπροσθινά, σαν κάνουν και τα άλλα ζα Μπερτόλδος 45· ιδ) (εδώ σε αντιδιαστολή με τα ρ. κάθομαι, κοιμάμαι, τρέχω): Αν πορπατεί γή αν κάθεται γή αν είναι κοιμισμένη| βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη Πανώρ. Ά 453· Αν περπατεί, αν κάθηται και νύκτα όντα κοιμάται,| άλλο ουδέν συλλογίζεται, μόνον χρυσόν θυμάται Πένθ. θαν.2 541· Νύκτας ημέρας, άνθρωπε, αν περιπατείς και τρέχεις,| και καβαλάρης και απεζός τον κόσμον ανατρέχεις,| την καλλονήν την άμετρον του κόσμου και εάν την έχεις,| ώραν στιγμήν εχάσες την και τίποτε ουκ έχεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 49· ιε) (εδώ προκ. να δηλωθεί κ. το ασυνήθιστο, αδιανόητο, αδύνατο): τις είδε και τις ήκουσε στην θάλασσαν γιοφύρι,| να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 101· με την ανδρείαν την περισσήν, τήν ο Θεός μού εδώκεν,| στον ουρανόν και αν ανεβεί, εις τα νέφη κι αν δράμει,| στην θάλασσαν και αν περπατεί, η κόρη ουκ εξεγλεί μου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1398· Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι (παραλ. 7 στ.), τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει Ριμ. κόρ. 587· ιστ) (συν. με προηγ. τα επιρρ. όθεν, όπου, οπού) πηγαίνω, βρίσκομαι: βάσανα να ’χει ωσάν κι εμέ στον κόσμο δεν εκράτου| άλλος κιανείς κι έτσι ήμνογα όθεν κι αν επορπάτου Πανώρ. Ά 42· Η Πίστις ήτον απ’ αυτήν και είχεν το σχήμαν τούτο,| το σχήμαν τό σύρνουν οι ευγενείς όπου και αν περιπατούσι Λίβ. (Αγαπητός) 23· θυμούμαι ... | ... την αγάπη και φιλιά που μετά μένα εκράτιε (ενν. ο φίλος)| με πίστη πάντ’ ατσάκιστη, όπου κι αν επορπάτιε Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 312· Εσάς πάλιν παρακαλώ, ώστε οπού να ζείτε,| κάμνετε διά τον Χριστόν αυτού οπού πορπατείτε Απόκοπ. Επίλ. Ι 532· ιζ) (μεταφ.): Παιδάκι μου, ας εγνώριζες πού πορπατείς και πηαίνεις| και σ’ είντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 155· κερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα,| κι έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 181· (σε προσωποπ.): με τση τιμής περιντυμένη (ενν. η Περηφανειά)| τ’ όνομα, πορπατεί και βασανίζει| πλια από θανατικό την οικουμένη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 507· Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· ιη) (προκ. για άρρωστο ή τραυματία) περπατώ ως ένδειξη του ότι είμαι πια υγιής: Ωσάν εκαλυτέρεψε κι εντύθη κι επορπάτει,| ο βασιλιός αγκαλιαστό με σπλάχνος τον εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 151· έδερεν ανήρ τον σύντροφό του ... και να μην απεθάνει και να πέσει εις πλάγιασμα. Αν σηκωθεί και να πορπατήξει όξω ιπί το ανακουμπιστήρι του και να καθεριστεί ο δάρτης Πεντ. Έξ. XXI 19· ιθ) σέρνομαι, έρπω: Αλήθεια τόσο στους εχθρούς, τόσο σιμά οπού ’σαν,| με την κοιλίαν χαμηλά πάντοτε περπατούσαν,| και διατί ’χαν μπούλμπερη, λουμπάρδες, βόλια, βρώσιν,| στην μάχην αντιστέκουνταν μόν’ να ’χουνε να τρώσιν Διακρούσ. 10726· (εδώ προκ. για τον όφη, το διάβολο): επικατάρατον εσέν τον όφην να λαλούσιν.| Στο στήθος σου να πορπατείς, να τρίβεις την κοιλιάν σου Πικατ. 516· κ) (προκ. για σχοινοβάτες) σχοινοβατώ: κάστρη άλλοι στένου ξύλινα κι άλλοι τα σγουραφίζου (παραλ. 1 στ.)· ψηλά ξαπλώνου άλλοι σκοινιά κι απάνω πορπατούσι,| σαν εις τη γη χορεύγουσι κι ωσάν αετοί πετούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 303· κα) (προκ. για κάτεργο, αρμάδα) πλέω, αρμενίζω: Αλήθεια το δεύτερον (ενν. κάτεργον) ήθελεν πορπατεί ώρες ί και το τρίτον ήθελεν προπατεί ώρες ή Rechenb. 7815· Διεμηνύσατο δε άμα πρωί ο Χαϊρατίνης τον αυθέντην, ότι γνωστόν έστω σοι ως η αρμάδα των Βενετίκων η εις ημάς μη φαινομένη περιπατούσα νυκτός εγύρευε πού αν εύρει την του Τόρια αρμάδα Έκθ. χρον. 809· κβ) (προκ. για ουράνιο σώμα): ταύτην την στήλην άνεμοι πνεύσαντες λίβαι εξανέσπασαν ... και εις την γην έρριψαν του ηλίου τότε εν τῳ ζωδίῳ τῳ ταύρῳ περιπατούντος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 197· να κοκκινίζει ο ουρανός και ο ήλιος να μαυρίζει,| στην στράταν του να προπατεί και να μηδέν φωτίζει Τζάνε, Κατάν. Ποίημα 110· κγ) συνεχίζω, «προχωρώ» τη διήγησή μου: Ας έρτομεν στον λογισμόν, εμείς να παρπατούμεν,| το πώς επήρεν θέλημαν και τούτον να το πούμεν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177· κδ) (προκ. για το Θεό) «κατοικώ» στον άνθρωπο, τον γεμίζω με τη θεία χάρη (πβ. ΚΔ, Παύλ. Κορ. Β́ 6, 16): Θέλω κατοικήσει μέσα εις αυτούς· και θέλω περιπατήσει μέσα εις αυτούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Κορ. Β́ Ϛ́ 16· κε) (με υποκ. το ανάβλεμμα) = διατρέχω: Στο πρόσωπό τως ολωνώ τ’ ανάβλεμμα επορπάτει| με τη ρηγατικήν εξά που ’τρεμε το παλάτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1311· κστ) (προκ. για τα δάκρυα) κυλώ, τρέχω: στα ρόδα, στα τριαντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα,| στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 649· κζ1) (προκ. για χρόνο, διάστημα χρόνου, ηλικία)· (1) διανύομαι, περνώ: Τρεις μήνες επεράσασι, τέσσερις πορπατούσι| οπού όσοι σ’ εγνωρίσασι, κλαίσι να σε θωρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 803· πληρουμένης της ενδίκτου| περπατούσης της ογδόης,| αρχομένης της ενάτης Λέοντ., Αίν. I 52· με τη φούστα το παιδί επήρα κι ήρθα απάνω-| δεκάξι χρόνοι σήμερο θα προπατού, α δε σφάνω Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 570· (2) διανύω: Είχεν τάχα μελετημένα ο πατήρ γάμους και χαρές της θυγατρός επειδή δώδεκα χρονών επερπάτει το κορίτσι Πηγά, Χρυσοπ. 233 (7)· φρ. πορπατεί/προπατεί ο καιρός/οι μέρες = περνάει ο χρόνος: Ζύγωσε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα| κι άφς τον καιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1626· πούρι ο καιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,| μήπως και ξελησμονηθεί ο πόθος, σα γεράσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1711· ας πορπατούνε οι μέρες σας κι ο κύκλος θέλει αλλάξει·| με τον καιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κι η τάξη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1323· κζ2) (εδώ προκ. για την αιωνιότητα κατά τη μεταθανάτια ζωή): χρόνοι εδώ δεν περπατούν, μήνες ουδέν θυμούνται,| ουδέ στου Χάρου την αυλήν ώρες ουδέν μετρούνται Πικατ. 148· κη) (μεταφ.) προκ. για υποθέσεις, καταστάσεις· φρ. πορπατεί η δουλειά/το πράμα ή τα πράματα = οι καταστάσεις, τα πράγματα εξελίσσονται: να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γροικήσει,| ώστε να πάνε στου ρηγός, να τωσε συμπαθήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 877· αν ...| προπατεί το πράμα ομπρός κι έτοιας λογής τ’ αφήσω,| τούτο ’χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1706· με τον καιρόν τως πορπατού τα πράματα και πάσι,| του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 331. 2) Διανύω μια απόσταση· (συν. με την προθ. εκ και γεν. ή αιτιατ. (που δηλώνει αφετηρία) και με επόμ. τα εις, σε και αιτιατ. (που δηλώνουν πρόσωπο ή τόπο τέρματος) μεταβαίνω από ένα τόπο ή πορεύομαι διαμέσου ενός τόπου και πηγαίνω σε κάπ. άλλο τόπο ή πρόσωπο: εκείνος (ενν. ο φαμιλίτης του δουκός) επερπάτησεν απέ την χώραν όλην| εις άρχοντες όπου ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει Χρον. Τόκκων 1355· ούτως εκαβαλίκευεν μετά την φαμελίαν του| και επερπάτει εκ τα χωρία του μέρου της Μονοβασίας| στο Έλεος κι εις τον Πασσαβάν κι εις τους εκείσε τόπους Χρον. Μορ. H 2982· όταν εκ τόπου εις έτερον θέλεις περιπατήσαι,| αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1155. 3) Πηγαίνω από τόπο σε τόπο, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανώμαι: εκυρίευσε και εδούλωσεν όλον τον τόπον του Μωρέως και τότε επερπάτει από τόπον εις τόπον ως αφέντης και πρίγκηπος οπού ήτον Δωρ. Μον. XXXI· εφοβήθην ο Ξάνθος τον Αίσωπον να μηδέν το ειπεί των ανθρώπων πορπατώντας εδώ και εκεί Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 8019· εις τα βουνά να περιπατεί, σαν λέοντας να φωνάζει,| και διά τα παιδία του κλαίγει και αναστενάζει Θρ. Κύπρ. M 529· απόσταν τση καρδιάς μου| εκάμασινε την πληγή τα μάτια τση κεράς μου,| μέρα και νύχτα πορπατώ σε κάμπους, σε λιβάδια,| σε δάσητα κι εισέ γκρεμνά, σε όρη, σε λαγκάδια Πανώρ. Β́ 157. 4) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι διάφορους τόπους: πολλά μεν έμαθα από ανθρώπους πολυμαθείς ... εισέ διαφόρους χώρας και κάστρη όπου επεριπάτησα, και άλλα πάλιν από βιβλία Ιταλών και Ελλήνων φιλοσόφων Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 131. 5) Κάνω περίπατο, σεργιανίζω: Η δέσποινα περιπατεί περί τον κήπον μόνη| και περιτρέχει τα φυτά, παραβιβάζει τάχα Καλλίμ. 2037· Ο βασιλέας των μηνών ο Μας λογιάζω είναι (παραλ. 3 στ.), στολίζει δένδρα με ανθούς, κάμνει τα περιβόλια| να είναι ωριοστόλιστα, γυναίκες και κοπέλια| μέσα σ’ αυτά να πορπατούν και να περιδιαβάζουν Διγ. O 2401· αγάλι αγάλι επήγαινα, σιγά σιγά επερπάτουν| τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του Απόκοπ.2 17. 6) (Μεταφ.) α) ζω, υπάρχω: Άνθρωπος όταν περπατεί κόσμος μικρός υπάρχει Σπαν. O 141· φρ. (1) περπατώ/προπατώ στον κόσμον/στον δίσκον του κόσμου/εις γην = ζω στη γη: οπὄχει φρόνεσιν και περπατεί στον κόσμον| ας ενθυμείται θάνατον Περί ξεν. (Μαυρομ.) 473· φαίνεταί μου, δύσκολον και αδύνατον υπάρχει| οπού εις τον κόσμον περπατούν να φεύγουν τέτοια πάθη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1537· Ας μάθει ο νιος οπ’ αγαπά σ’ εκείνο τό γυρεύει,| στον κόσμον όπου περπατεί, με τι τρόπο να οδεύει Φαλιέρ., Ενύπν.2 126· « ... όσοι στο δίσκον», έλεγε, «του κόσμου προπατούσι,| όλοι για μένα ας κλάψουσι κι όλοι ας με λυπηθούσι ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1793· (εδώ προκ. για τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού): όταν ήτον ο Χριστός και εις γην περιπάτει Χρον. Μορ. H 809· (2) περβατώ ημέραν από ημέραν = ζω, περνώ τη ζωή μου: ημέραν από ημέραν περβατούν (ενν. οι κουρούνες) ακαρτερώντας να των δοθεί πάλιν η χάρις να μιλούν Μπερτολδίνος 113· β) (με το ρ. ζω για να τονιστεί η σημασ. του) είμαι ζωντανός και κινούμαι: ήδη ζω και περιπατώ και τον αέρα πνέω Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 114· Εμένα ο χρόνος είπε με ποτέ να μη ευτυχήσω| ως πότε ζω και περπατώ και κοσμοαναγυρεύω Λόγ. παρηγ. O 283· δι’ εκείνην (ενν. την Πλάτζια-Φλώρην) ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω Φλώρ. 785. 7) (Μεταφ.) α) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι: ο πατέρας ο καλός υπομονήν ουκ είχεν,| σκοπώντα πώς να πορπατεί στα ξένα το παιδί του,| μη μάθει στράτες άτακτες και τον Θεόν αφήσει Σπαν. V Suppl.να χαίρω τούτον βλέπουσα εις έτη της ζωή μου,| να περπατεί αφρόντιστος, να χαίρει εις τον κόσμον Διγ. Z 1797· Ίδε, μεταμελήθησε και τήρησε την κρίσιν.| Φέρε τον νουν σου, πρόσεξε, πώς περπατείς, πώς πράττεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 81· πρωτύτερα επεθύμει να χορτάσει ψωμί, και τώρα εντύθη εύμορφα και περιπατεί ωσάν ένας από τους πλουσίους Θαύμα αγ. Νικ. 264· Εξέπεσαν οι άνθρωποι, σαν ζώα περπατούσι,| γράμματα δεν ηξεύρουσι και πώς να φωτισθούσι; Ιστ. Βλαχ. 2225· φρ. (1) περπατώ άτυχα = ζω άσχημα, δυστυχώ: όποιος σμίγεται μ’ αυτές (ενν. τες πολιτικές) χρειά κάμνει να ψωριάσει,| κι αν έχει πράγμα τίποτες, όλον να το ξοδιάσει.| Και μερικοί ιατρεύουνται ...| και περπατούσιν άτυχα πάντα καθήν ημέραν Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 345· (2) προπατώ εις/σε οδόν = ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, κάνοντας συγκεκριμένες πράξεις: όλους τους ψευδομάρτυρας οπού ’χασι ’φιορκήσει| για δώσια ή για έχθρητα και ανθρώπους καταλύσει,| να ’ταν τυφλοί και ολόβουβοι τον κόσμον να μη δούσι,| παρά σ’ εκείνην την οδόν πάλιν να προπατούσι Τζάνε, Κατάν. 364· (3) περιπατώ εις την ασέβειαν = ζω μακριά από το Θεό: μεγάλα και θαυμάσια είναι των χριστιανών τα μυστήρια ότι δεν λέγουσι λόγια ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Τα δε λοιπά έθνη πλανώνται και πλανώσιν ένα το άλλο περιπατούντες εις την ασέβειαν Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1741· (4) περιπατώ εις ασελγείες = ζω ακόλαστα, διάγω έκλυτο βίο: φθάνει μας ο απερασμένος καιρός της ζωής να εκάμαμεν το θέλημα των εθνών περιπατώντες εις ασελγείες, επιθυμίες, μέθες ... Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. ά Δ́ 3· (5) περιπατώ εις καλήν βουλήν = ακολουθώ την καλύτερη γνώμη, συμβουλή: απ’ όλους έπαιρνε βουλήν και την δικήν σου κράτει,| όποια σου φανεί καλή σ’ εκείνην περιπάτει Ιστ. Βλαχ. 1468· (6) περιπατώ/πορπατώ όμορφα/ορθά = διάγω, συμπεριφέρομαι σωστά, δίκαια: Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,| πολλά επορπάτιες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 806· το φίδι πάντα δίδασκε (ενν. ο κάβουρας) να ’χει δικαιοσύνη| και να περιπατεί ορθά, χωρίς ατυχοσύνη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 694· (7) περιπατώ λοξά = ακολουθώ λάθος δρόμο ζωής: Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσομεν την στράταν που κρατούμεν Πένθ. θαν.2 569· (8) πορπατώ ευγενικά = διάγω, συμπεριφέρομαι όπως ταιριάζει σε άρχοντα: Δίδει του στάμενα πολλά ... (παραλ. 2 στ.), να πορπατεί ευγενικά εκεί στην ξενιτεία Τριβ., Ρε 96· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τους θεϊκούς νόμους και κανόνες): εις τα περισσότερα να κάμνει ως θέλει, αν έχει την γνώμην του να περιπατήσει ως λέγουν οι θείοι νόμοι Zygomalas, Synopsis 298 Φ 1· να γνωρίσουν όλοι ότι εκείνα οπού άκουσαν διά λόγου σου δεν είναι τίποτες, αλλά περιπατείς και εσύ φυλάττοντας τον Νόμον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά 24· Όσοι περιπατούσι με το πνεύμα του Θεού, ετούτοι είναι υιοί του Θεού, λέγει ο θείος Απόστολος Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2910· φρ. (1) περιπατώ καλά/κατά δικαιοσύνην = ζω ενάρετα: εάν συ περιπατείς καλά, θέλεις είσθαιν εις τον λαόν σου πρόξενος σωτηρίας Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 114· τους δικαίους, τους κατά δικαιοσύνην περιπατήσοντας Φυσιολ. 36125· (2) πορπατώ με τον Θεόν = ζω σύμφωνα με το θέλημα του Θεού:  με τον Θεό επορπάτηξεν ο Νόαχ Πεντ. Γέν. VI 9· (3) πορπατώ ομπροστά (ενν. του Κυρίου) = γίνομαι ευάρεστος στο Θεό: ο Κύριος ος επορπάτηξα ομπροστά του ν’ απεστείλει τον αγγελό του μετ’ εσέν Πεντ. Γέν. XXIV 40· β) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με κάπ.: άλλος έλεγεν ότι « από την σήμερον εάν ιδούμεν ή εις την εκκλησίαν ή έξω στο Κάστρον να περιπατεί πάλιν με τους χριστιανούς τον σκοτώνομε ...» Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61V· με τους καλούς συνόδευε, με τους καλούς περπάτει Σπαν. V Suppl. 26· Ορέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες,| με τους παιγνιώτας τους καλούς, τους παραδιαβαστάδες Σαχλ., Αφήγ. 57· εκρέμασαν οι Τούρκοι τον Αλεξανδρή τον Ταταρχάνη, δι’ αιτίαν τοιαύτη· με το είναι νεκπετής και ακαμάτης επήγεν με τον βοϊβόδα και επεριπάτεν με τους χασάσηδες, και έτσι επάτησαν ένα οσπίτι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v· γ) συμβαδίζω: κατά αλήθειαν δεν δύνεται να περιπατεί η κακία ομού με την αρετήν Βίος Ιωσήφ 269. Μτβ. 1) βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ α) (συν. με αντικ. τις λ. δρόμον, οδόν, στράτα(ν)): φαίνεται εις την θείαν Γραφήν πως δεν επεριπάτησαν (ενν. οι Εβραίοι) ένα ίσον δρόμον μήτε γλήγορον, αλλά επάγαιναν εμπρός και πάλιν εγύριζαν οπίσω προς το Σίναιον όρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 52· εν τοις τοσούτοις λογισμοίς και τοις τοσούτοις λόγοις| περιπατούσι την οδόν, πληρούσι μόλις ταύτην Καλλίμ. 1378· τα χέρια ενούς τ’ αλλού μας εκρατούμα,| πασίχαροι τη στράτα επορπατούμα Βοσκοπ.2 136· το ταχύ εσηκώθηκεν και ευρίσκει μονοπάτιν.| Ώραν πολλήν περιπατεί την στράταν μοναχή της Ιμπ. 571· την προς δρακοντόκαστρον οδόν επεριπάτουν Καλλίμ. 2547· επεί εν ονείρῳ σου σε το είπεν ο προγνώστης,| την στράταν οπού εις Αίγυπτον υπάγει ας περιπατούμεν Λίβ. N 2367· (εδώ με σύστ. αντικ.): έρχεται ακόμη αντάμα του η μάνα του και είναι εδώ ογλήγορα, διατί αυτή περβατεί καλόν περβάτημα Μπερτολδίνος 104· φρ. (1) περπατώ μίαν στράταν = ακολουθώ τον ίδιο δρόμο, συμπορεύομαι: απήν ενταμωθήκαμεν μίαν στράταν περπατούμαν| και ένας τον άλλον μας θωρώ και όλοι μοιρολογούμεν Διήγ. ωραιότ. 455· (2) (μεταφ.) προπατώ ένα ζάλο = (προκ. για ερωτευμένους) αισθάνομαι το ίδιο ερωτικό συναίσθημα: το πράμα πλιο δεν είν’ κρυφό στον ένα κι εις τον άλλο,| γιατί εγνωρίσασι κι δυο πως προπατού ένα ζάλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 2142· β) (εδώ σε προτρεπτική υποτ.) αρχίζω, ξεκινώ την πορεία: λοιπόν απάρτι την οδόν σύρε ας περιπατούμεν| και α λάχει να επιτύχομεν κάστρον να ερμηνευθούμεν Λίβ. Esc. 2726· γ) βαδίζω, πατώ στη στεριά, στη γη: ως είδα ότι την θάλασσαν επ’ αληθείας εξέβην| και την στερέαν περιπατώ ...|, ίδ’  ούτως νεύω τον Λίβιστρον να έμπει να περάσει Λίβ. Sc. 1888· εκείνη δε ουκ εγνώθει τον (ενν. τον δάον) να περπατεί τον δρόμον Λίβ. N 2237· δ) (εδώ προκ. για κ. αδύνατο, ακατόρθωτο) ανεβαίνω: Δέντρο ροζάρικον στραβόν να ’σάζεις με τα λόγια| και δίχως σκάλες θέλω ’γώ να περβατώ τ’ ανώγια Δεφ., Λόγ. 118· ε) (μεταφ. με αντικ. το κάστρον, τον πύργον της καρδίας, της ψυχής κάπ.) ανταποκρίνομαι στον έρωτα κάπ.: Πότε το κάστρον να περπάτησες το της εμής καρδίας!| πότε τον πύργον της εμής ψυχής περιπατήσεις; Λίβ. P 1364, 1365· Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου; Λίβ. Sc. 278. 2) α) Διανύω μια απόσταση, διαβαίνω, διατρέχω, περνώ: ωσάν επεριπάτησα πολύ διάστημα,| έφθασα εις ένα κάμπον λιβαδιαίον Διγ. Άνδρ. 36732· όρη επερπατήσαμεν, τά ενέγγιζαν εις νέφη Λίβ. P 1876· Καβαλικεύουσιν και οι δυο ...| Όλην την νύκταν περπατούν λιβάδια, ποταμίνες| και την ημέραν άπασαν λαγκάδια και βουνίτσια Ιμπ. 511·     β) περιτρέχω, διατρέχω, διανύω την περίμετρο κάπ. χώρου: Αν εξ’ οικείων των χειρών φυτεύσει τις αμπέλιν| και σκάψει και κλαδεύσει το, φράξει τον γύρον όλον (παραλ. 1 στ.) και την ημέραν στήκεται με την σφενδόνην πάσαν| να φοβερίζει τα πτηνά να μη το καταλούσιν,| την νύκταν πάλιν περπατεί τον γύρον και φυλάσσει ... Καλλίμ. 2462· Ο Αλέξανδρος επιστεύθην τους λόγους του και υπάγει προς το νησίν ... Και επερπάτησε το γύρον και μέσα ουδέν ετόλμησε να κοιτάξει Διήγ. Αλ. E (Konst.) 471·  γ) πηγαινοέρχομαι, βαδίζω πάνω κάτω: την τσάμπραν της περιπατεί, άνω και κάτω υπάγει·| συχνά ετήρει και έβλεπεν από μικρόν τρυπάριν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 463. 3) α) Περιέρχομαι, διατρέχω:  Εις τούτο επεριπάτησεν όλην την Αλαμάνιαν,| όλους επαρακάλεσεν τους αρχηγούς κι αφέντες (παραλ. 1 στ.) να τον βοηθήσουν να υπάν μετ’ αύτον εις την Πούλιαν Χρον. Μορ. P 6794· β) (με αντικ. τη λ. κόσμος) πηγαίνω από τόπο σε τόπο, περιπλανώμαι: γονείς του απεστράφηκεν διά την εμήν αγάπην.| Εξέβην απ’ την χώραν του και κόσμον επερπάτειν.| Δίχρονον επερπάτησεν, πικριάς πολλάς υπέστην Λίβ. P 2182· γ) τριγυρίζω, περιφέρομαι ψάχνοντας: Περιπατεί τον αιγιαλό μη νά ’βρει να περάσει·| μη νά ’βρει βάρκαν πούπετε εις το νησίν να υπάγει Ιμπ. 554· Τούτος ο δαίμων, λέγω σε, του ζήλου και του φθόνου| ακαταπαύστως περπατεί την οικουμένην όλην,| να ψηλαφά όσον δύνεται να ευρίσκει απολεσμένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 314· δ) πηγαίνω να συναντήσω κάπ.: πάλιν εκ την τέντα μου πρόσχαρος εσηκώθην,| εβγαίνω εις τους αγούρους μου, περιπατώ τους όλους Λίβ. Esc. 832· ε) περιφέρω κάπ. προς χλευασμό: τῃ δε άλλῃ ημέρᾳ επρόσταξε και τον εκάθησαν απάνω εις ένα μικρόν και πενιχρόν καμήλι με ένα παλαιόν και ξεσκισμένον φόρεμα ... και τον επεριπάτησαν από όλες τες ρούγες της χώρας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425. 4) α) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι κάπ. τόπο: οπού έναι φρόνιμος και βλέπει και επεικάζει| τον κόσμον ουδετίποτε και πλάνον ας τον κράζει,| διατί, αν επερπάτησεν Ανατολήν και Δύση,| ο Χάρων εξευρίσκει τον, όπου και αν κατοικήσει Νεκρ. βασιλ. 79· Ξεύρεις πολλά καλότατα πως εγώ πολλά κάστρη| και χώρες επερπάτησα σαν τ’ ουρανού τα άστρη| και γράμματα εδιάβασα πολλών λογιώ και γλώσσες Διγ. O 1044· β) ταξιδεύω, μετακινούμαι από τόπο (προκ. για τους πραματευτές): είναι (ενν. οι πραγματευτάδες) άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους, (παραλ. 1 στ.), και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλιν, την Λεχίαν Ιστ. Βλαχ. 2157. 5) Κάνω περίπατο: Τη στράτα επορπατούμα· ’ς περβολάκι| βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι Βοσκοπ.2 137· Είχεν γαρ (ενν. ο Κύρος) και συνήθειαν τες εορτές ημέρες| αμάξι να ευτρεπίζουσιν και να καθίζει απάνω| και να τον σύρνουν τα φαρία, να περπατεί τον δρόμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 572· 6) (Μεταφ.) ζω: Στου κόσμου τούτη τη ζωή οπού την πορπατούμε,| όπου θωρούμενε χαρές πλήσες και τραγουδούμε ... Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33416· 7) (Μεταφ.) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο: Άκουσε ... να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι (ενν. οι αβουγαδούροι)| και εις τι νουν, εις ποίον σκοπόν και στράταν περπατούσιν Σαχλ., Αφήγ. 351· πιάνει και γράφει (ενν. ο Ιωάσαφ) μίαν επιστολήν προς τον λαόν, γεμάτην φιλοσοφίαν και ανακηρύττουσαν πάσαν την ευσέβειαν ... και είντα ζωήν να περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14718· εκεινού οπού μέλλει να περιπατήσει καμίαν δύσκολην στράταν τού κάνει χρεία τινάς οπού να τον παρηγορά και να του δείχνει με έργον πως και άλλοι πολλοί την επεριπατήσασιν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 306, 8· πορπατείς δρόμο κακό και τον καλόν αφήκες; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 812· φρ. περιπατώ την ίσαν στράταν = (εδώ για τους κριτές) εφαρμόζω τους νόμους, κρίνω σύμφωνα με το δίκαιο: Τό εντέχεται να ποίσουν οι κριτάδες ..., και πώς δει περιπατείν την ίσην στράταν Ασσίζ. 49· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τη χριστιανική ζωή): πάντες οι άγιοι δεν λείπουν να μας δείχνουσι την απλανή ταύτην οδόν, αν ίσως και εισίν και ολίγοι εκείνοι οπού την περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6922· αυτή είναι η στράτα της αληθείας, η οποία χειραγωγεί και φέρνει όσους την περιπατήσουν εις βασιλείαν αιώνιον Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17232· δώσε του (ενν. του αμαρτωλού) κανόνα τον πρέποντα της μετανοίας ... να τον βαστά διά να ισάσει και να περπατήσει την ίσην στράταν της σωτηρίας Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 244113· την πίστην την αληθινήν, και αυτήν να την κρατείτε,| της σωτηρίας την οδόν καλά να περπατείτε Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 53· οι μεν (ενν. άγιοι) με πολλά μαρτύρια βασανισθέντες εχύσασι το αίμαν τως διά να αντισταθούσι της αμαρτίας, οι δε ηγωνίσαντο ασκητικώς περιπατούντες την στενήν και τεθλιμμένην οδόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2920 (πβ. ΚΔ, Ματθ. 7, 14). 8) (Μεταφ. με αντικ. που δηλώνει χρόνο, ηλικία) διανύω, διατρέχω: απεδά εξέβημαν τους παραπίσω χρόνους,| τούς επεριεπατήσαμεν μυριοκαταθλιμμένοι Λίβ. Esc. 4072· Σαράντα χρόνους πορπατώ, αμέ τα βασανά μου| ασπρίσανε παράκαιρα, σα βλέπεις, τα μαλλιά μου Πανώρ. Γ́ 303. Φρ. 1) Εις τούτον πορπατώ = θεωρώ κ. ως δεδομένο (βλ. και Vincent [Φορτουν. σ. 244]): πάντα μου σ’εκράτου| πως είσαι ντόπιος αποδώ, κι εις τούτον επορπάτου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 288. 2) Πορπατώ τον κάβον = σέρνω το χορό· βλ. ά. κάβος (I) 2φρ. Ο σύντεκνος ο μποντικός τον κάβον επορπάτει| και εις κάθα λόγον ήλεγε: «Αλί χαημός τον κάτη! ...» Κάτης (Χόλτον) 81. Η μτχ. πορπατούμενα ως ουσ. = ζώα που πορεύονται μόνα τους (βλ. και Bakker-v. Gemert [Βαρούχ. σ. 842]): θέλει και αφήνει του κυρ-Κωσταντή, ..., ό,τι πράμα και αν έχει έτις στάμπελε ωσάν και μόμπελε, συρνούμενα πορπατούμενα, και τούτο διά να έναι οπλεγάδος να πλερώσει ό,τι χρέη θέλει φανεί και έκαμεν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896.
       
  • πηδώ,
    Ασσίζ. 2059, 45714, 4759, Διγ. Z 1467, 1551, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 456, 566, 674, Σπανός (Eideneier) A 171, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908, Χρον. Μορ. H 1107, Χρον. Μορ. P 1060, 1107, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 125, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 280, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 402, Σαχλ., Αφήγ. 669, Λίβ. P 1444, Λίβ. Sc. 401, 3081, Λίβ. Esc. 1517, 1685, Λίβ. N 1364, Αχιλλ. L 52, 120, Αχιλλ. (Smith) N 1151, 1171, Αχιλλ. (Smith) O 79, 182, 670, Ιμπ. 395, Χρον. Τόκκων 2385, Δούκ. 572, Κάτης (Χόλτον) 12, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 121, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 477, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 88, Συναξ. γυν. 233, 588, Πικατ. 251, Κορων., Μπούας 40, 120, Βεντράμ., Φιλ. 97, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 586, Ρίμ. θαν. 131, Αχέλ. 1094, 2088, 2471, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1012, Ακρ. τραγ. 4, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 122, Διγ. Άνδρ. 3303, 33417, 37533, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 236, Δ́ 1692, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 123, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 85, Διγ. O 2595, 2726, Διακρούσ. 10625, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14511, 22510, 2713, 53913, κ.π.α.· απηδάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v· απηδώ, Ασσίζ. 213, 2122, 26815, 18, 4575, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 759, Λίβ. Sc. 967, Χρον. Τόκκων 618, 1067, Θησ. (Foll.) I 57, Διήγ. Αλ. V 34 δις, Κορων., Μπούας 137, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 595, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 245v, Τριβ., Ταγιαπ. 123, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [148], Πεντ. Λευιτ. XI 21, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 410, 615, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 14, Χρον. σουλτ. 6826, 11017, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10713, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 2, Προσκυν. Ιβ. 845 1369, 1370, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [276], Δ́ [944], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 401, Ροδινός (Βαλ.) 217, 233, Μπερτολδίνος 150, κ.π.α.· αππηδώ, Μαχ. 11031, 17230, 19032, 43410‑11, 44031, 45417, 4944, 5508, 5565‑6, 60031, 63626, 6527, 65634, 66217, Βουστρ. (Κεχ.) 3046· ππηδώ, Μαχ. 46619· γ́ εν. πρόσ. παρατ. απήδουνε, Μπερτολδίνος 160.
    Το αρχ. πηδάω. Οι τ. απηδώ, αππηδώ και ππηδώ και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 460, λ. απηδώ, 467, λ. αππηδώ, 761, λ. ππη(δ)ώ, Λουκά, Γλωσσάρ., λ. αππηδώ, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. αππη(δ)ώ). Τ. αππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 468, Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 7, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) και ππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 761,  Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) α) Υψώνομαι πάνω από το έδαφος τινάζοντας το σώμα μου προς τα πάνω, πραγματοποιώ επιτόπιο άλμα: Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 455, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1391· β) μετακινούμαι, διασχίζω με άλμα μια απόσταση στο χώρο: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, Διγ. Άνδρ. 37114· β1) εδώ κι εκεί (χωρίς συγκεκριμένο προορισμό): τα άλογα των Κουζιλμπάσηδων εξαγρέψανε από τις λουμπάρδες και τα πολλά τουφέκια και απηδούσανε εδώθεν κείθεν Χρον. σουλτ. προσθ. 602· Έπεσε κάτω εις την γην πουλάκι νυκτερίδα| ’ς τόπον που ’πέτα το πτωχόν, κι εδώ κι εκεί επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082· β2) (για κίνηση από έξω προς τα μέσα και αντίστροφα) εισέρχομαι ή εξέρχομαι από ένα χώρο με ορμή: ανέβηκα την σκάλαν μου τῃ τούτων οδηγίᾳ (ενν. των παίδων)| και ευθύς πηδήσας και εισελθών και προτραπείς καθίσαι,| το πότε να με κράξωσι να φάγω προσεδόκουν Προδρ. (Eideneier) I 262· Και, νυκτός μέσης ελθούσης,| ηύραν τον καιρόν αρμόζων,| κι εκ τον δούρειον τον ίππον| επηδήσασιν αυτίκα Ερμον. Χ 206· Απήδησε τούτο το θηρίον από το κλουβί του με πολλήν ορμήν Ροδινός (Βαλ.) 233· Η γαρίδα απηδά συχνά όξω από το τηγάνιον δια να ελευθερωθεί, και ευρίσκεται εις τα κάρβουνα Μπερτόλδος 22· θέλω να υπάγω να μαζώξω ένα από τ’ εκείνον το ψάριον, το οποίον απήδησεν όξω από το βιβαρόπουλον Μπερτολδίνος 144· (σε προσωποπ.): Είδα απέσω από γραφήν ...| το να πηδήσει θάνατος σωματεμψυχωμένος| και να νεκρώσει αυθεντικά την όλην μου καρδίαν Λίβ. Sc. 683· γ) μεταφ. γ1) (προκ. για τις σπίθες της φωτιάς): Όταν άπτει πυρ εις πλήθος (παραλ. 3 στ.), αν πηδήσει φως εκ ταύτης,| οίον εύρει πλέον των άλλων| πλησιέστερον των πάντων| εκεινού τα γένια ανάπτει Πτωχολ. α 93· γ2) (προκ. για το μούστο που βράζει κατά τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης): ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει,| το δε ελάδι το πτωχό κείτεται αποθαμένο Κρασοπ. (Eideneier) V 70. 2) Ανεβαίνω κάπου ή κατεβαίνω με άλμα· α) (προκ. για άλογο) καβαλικεύω ή ξεκαβαλικεύω με ορμή: Και εγλήγορα επήδησεν από το άλογόν του| και σύρνει το σπαθίτσιν του και σύντομα εκατέβην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1244· (συχνά πλεοναστικά σε σχ. ασύνδετο με το καβαλλικεύω): Και παρευθύς εκείνος γε πηδά, καβαλλικεύει Διγ. Z 1141· Ο βασιλεύς ως ήκουσε την άφιξιν εκείνων,| ότι και πως εστράφηκαν Έλληνες κατ’ εκείνου (παραλ. 1 στ.), αν εθυμώθηκε πολλά, τινάς μηδέν ηρώτα.| Ευθύς βαρούν τα βούκινα, πηδούν, καβαλλικεύουν| και παραχρήμα εξήλθασι της πόλεως Τρωάδος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908· Όρισεν γαρ ο βασιλέας τον πρωτοστράτοράν του| και τα σαλπίγγια ελάλησαν, πηδούν, καβαλλικεύουν Χρον. Μορ. H 1107· β) πέφτω, ρίχνομαι κάτω (από ψηλά): κι απείτις εσκοτώνουντα, ’πίκουπα εγυρίσα| να φεύγου και να τρέχουσι και κάτω να πηδούσι| απού τα τείχη τα ψηλά Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2875· γ) (προκ. για πλοίο) αποβιβάζομαι: Σιμώνουν εις τον αιγιαλόν, κρούγουν τα πλοία έξω,| και ο λαός επήδησεν εκ τα κάτεργα έξω Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270. 3) α) Σηκώνομαι απότομα από τη θέση μου, πετιέμαι πάνω: Ο γέρων ως εγροίκησε τα έκλαμπρα μανδάτα,| από του θρόνου του πηδά, τους άρχοντας συνάγει Βέλθ. 1317· Γνωρίζει ταύτα ο Φλώριος, εγέρνεται συντόμως| τον λόγον ενθυμούμενος κόρης της Πλάτζια-Φλώρης| «όταν ιδείς δε θολωθέν το ζάφειρον, αυτίκα| γνώριζε ότι θλίβομαι και ότι κακά παθάνω».| Γοργά συχνά επήδησεν απέκει όπου εκοιμάτον Φλώρ. 503· Και ωσάν ήκουσα εγώ της φωνής σου επήδησα από της κλίνης μου και παρευθύς έφθασα το θηρίον και εσκότωσά το Διγ. Άνδρ. 40735·   β1) χοροπηδώ από χαρά ή πόνο: Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα| και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 472· Εις τόπον ήτον γάδαρος στην ράχην πληγωμένος, (παραλ. 1 στ.) κόρακας εδιάβηκεν απάνω του κι εστάθη,| ετσίμπα τον εις την πληγήν, ...| επήδα και εχόρευε ’κ τον πόνον ο καημένος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1145· κι ερίχτασινε (ενν. οι Τούρκοι) τ’ άρματα ...| ... κι επροδίδανε μ’ είντα χαρά μεγάλη (παραλ. 1 στ.)· κι άλλοι εβαφτίζοντα γιαμιά ... (παραλ. 2 στ.) ... κι ο Χοσαῒν επήδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32114· β2) αναπηδώ από φόβο: εξέστην (ενν. ο Φίλιππος) από τον φόβον του και επήδησεν επί το σελίν του Διήγ. Αλ. F (Lolos) 10614· Είδες ποτέ σου βατραχούς εις των λιμνών τα χείλη, (παραλ. 1 στ.) όταν διαβάτες απερνούν κι αυτοί γροικήσουν μόνον| τον κτύπον πώς όλοι πηδούν φοβούμενοι τον φόνον Παλαμήδ., Βοηβ. 800. 4) (Μεταφ.) α) (προκ. για δάκρυα, αίμα) αναβλύζω, πετάγομαι ορμητικά: Και ταύτα η κόρη ως ήκουσεν, βαρέα αναστενάζει| και επήδησαν τα δάκρυα της και εχάθηκεν ο νους της Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 312· Ήκουσεν πάλι ο Λίβιστρος, εθλίβην εκ του λόγου,| στενάζει από καρδίας του, τα δάκρυα του πηδούσιν Λίβ. Esc. 4242· Το φουσσάτον της Μακεδονίας έκοπταν και έσφαζαν τους Αθηναίους και τα αίματα απηδούσαν αποπάνω τους Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1757· β) εμφανίζομαι, ξεπετιέμαι: ο άγιος κτυπώντας την γην επήδησεν έξω ένα Ευαγγέλιον Ροδινός (Βαλ.) 213· 5) Κινούμαι (με ορμή) εναντίον, επιτίθεμαι: Ο δε ιέραξ ακούων το πρόσεχε προσέχει τον νουν τῃ των περδίκων πτήσει, και ητοιμάσθη πηδήσαι Ιερακοσ. 51219‑20· Εκείνος δε (ενν. ο δράκων) επήδησεν άτακτα και εβίαζε την κόρην Διγ. Άνδρ. 37529· φρ. πηδώ από περιστηθίου, βλ. ά. από 17 φρ.· (συχνά σε παρομοίωση): εγύριζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) ως αετός και πήδαν ωσάν πάρδος Αχιλλ. L 996· επήδησα ωσάν αετός, οπού πέτεται εις τας πέρδικας Διγ. Άνδρ. 3785· (μεταφ., προκ. για έντομα· βλ. και πήδημα 2α): παρευθύς θέλουν έβγει τόσα κουνούπια, ότι θέλουν απηδάγει εις τους άνδρες και εις τες γυναίκες και εις τα ζώα να μην τους αφήνουν να αναπεύονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v. 6) (Προκ. για πολεμικές επιχειρήσεις) α) κάνω επίθεση, εφορμώ: Ο πόλεμος ο φοβερός ...| εκράτει από το ταχύ έως το μεσημέρι.| Ολημερίς εκρούγασιν, αργά πηδούσαν πάλι| με τόσον πλήθος π’ είχασι η μια μεριά κι άλλη Διακρούσ. 7917· κι έστεκε να πηδήσουνε, τη χώρα να νικήσου,| μηδέ γυναίκα γή παιδί κι άντρα να μην αφήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54313· (σε παρομοίωση): την ώραν ου θεωρούσιν| πότε να δώσουν τα όργανα και πότε να κτυπήσουν| και ως λέοντες προς τους εχθρούς οι πάντες να πηδήσουν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 310· β) (προκ. για τείχη) κάνω έφοδο: Τοιαύτα λόγια ακούσαντες όλοι από τον βασιλέαν, εγίνηκαν προθυμότεροι, παρά άλλην φοράν· όθεν έστεκαν να ιδούσι σημάδι, και τότε να πηδήσουσιν απάνω εις τα τειχία Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 413· γ) (προκ. για πλοίο) εφορμώ και κυριεύω, κυριεύω με ρεσάλτο: εππηδήσαν εις το κάτεργον και εκόψαν πολλούς Κυπριώτες Μαχ. 12615· (με τελική πρόταση): Οι Γενουβήσοι εμάθαν το και αρματώσαν δύο κάτεργα ... και εβγήκαν γυρεύγοντά τους, και ήρταν ομπρός να πηδήσου να τους πάρουν Μαχ. 55414· δ) περνώ ορμητικά και με εχθρική διάθεση στην απέναντι ακτή· (εδώ προκ. για τα Στενά των Δαρδανελλίων): Συχνάκις ουν οι Τούρκοι πηδώντες επόρθουν Χερρόνησον Δούκ. 677· ε) επεκτείνομαι γρήγορα και ορμητικά σε ξένα εδάφη: παρακαλώ ... (παραλ. 1 στ.) μόνον να ομονοιάσουσιν, αν θέλουσιν και μόνον,| τον Τούρκον ξεριζώνουν τον σύρριζον εκ την Δύσιν, (παραλ. 4 στ.)· ότι βλέπω και πήδησε και ’κάτσε κι εις την Δύσιν,| ως πάρδος λεοντόπαρδος, ως λέων πεινασμένος Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 444· (με εμπρόθ. προσδιορ. που δηλώνει το σημείο εκκίνησης): Εκ του Ηρακλείου τον καιρόν εγέρθην ο Μωάμεθ·| και απ’ εξαύτου την αρχήν εφάνη τέτοιον έθνος,| και πάτησεν εις Ρωμανιάν ...| την άτυχον κι ελεεινήν την Κωνσταντίνου πόλιν· (παραλ. 1 στ.) ’ξ Ανατολών επήδησεν και ’κάτσεν κι εις την Δύσιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 484· και του Δαν είπεν (ενν. ο Μοσε)· ο Δαν κουτάβι λιοντάρι, να απηδήσει από το Βασάν Πεντ. Δευτ. XXXIII 22. στ) (προκ. για ξαφνική, αιφνιδιαστική κίνηση για ανατροπή της ισχύουσας πολιτικής κατάστασης, πραξικόπημα· βλ. και πήδημα 2β): τότε αππήδησαν οι Βενετίκοι και επιάσαν το ρέτινον του αλόγου του το δεξιόν Μαχ. 30833. 7) Xορεύω με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού: ας ψάλλουν άλλοι σ’ όργανα, με τύμπανα ας πηδούσι| και με κιθάρες όμορφα παντόθε ας τραγουδούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 71· Τα ρόδα, τα τραντάφυλλα κι οι μυρισμένοι κρίνοι,| κι οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ’ν’ εκείνοι,| να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε,| κι άλλοι να ρίχτουν τουφεκιές κι άλλοι να τραγουδούνε; Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 57015. 8) (Μεταφ., προκ. για δυσάρεστο γεγονός, συμφορά, κακό) πηγάζω, γεννιέμαι: πολλά κακά ήθελεν απηδήσουν μετά ταύτα Ασσίζ. 19512. 9) (Με υποκ. τη λ. μέλη) τινάζομαι, τρέμω: αν είδες (ενν. βεργόλικη) και τα μέλη μου το πώς πηδούν και φεύγουν,| την ώραν να λυπήθηκες, να μ’ έγραψες πιττάκιν Ερωτοπ. 584. 10) (Με το επίρρ. χάμαι) πατώ στο έδαφος: από την βίαν ο μαύρος του ουδέν επήδα χάμαι Πικατ. 249. 11) (Μεταφ., με εμπρόθ. προσδ.) τολμώ: αν είχε να ’καμε με σας, εις τούτο δεν επήδα,| ότι να τον χαλάσετε δύνασθ’ εν ευκολίᾳ Κορων., Μπούας 24. 12) (Προκ. για βλήμα πυροβόλου όπλου) πέφτω με ορμή: Τέσσερις ώρες μοναχάς λουμπάρδες εκτυπούσα (παραλ. 2 στ.), κι οι μπάλες εκεί επέφτασιν ωσά χοντρό χαλάζι.| Κι όλοι εκολούσαν του φορτιού, να σπάσουν τα κανόνια,| κι οι μπάλες επηδούσανε, κι επέφταν τα παβιόνια Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19014· εμπαίνασι (ενν. γυναίκες) καθημερνό να κουβαλούσι χώμα,| πέτρες και τράβες στα τειχιά ογιά να χτίσου δώμα,| να ’ν’ αποκάτω ο λαός, η μπάλα οπ’ επήδα,| οπού χιλιάδες ήρχονταν καθ’ ώρα και τους δίδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2713. Β́ Μτβ. 1) Περνώ με άλμα πάνω από κ., πηδώ πάνω από κάπου: Διγ. Z 1988· (με σύστ. αντικ.· βλ. και πήδημα 1α): Είς άνθρωπος εξενιτεύθη και πάλιν εγύρισεν εις την πατρίδα του. Και έλεγεν ότι εις πολλούς τόπους έκαμεν αδραγαθίες μεγάλες, ομοίως και εις την Ρόδον απήδησεν ένα απήδημα μέγα, το οποίον τινάς δεν ημπόρεσε να το απηδήσει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 14 δις. 2) α) Ορμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι σε κάπ.: Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται λέγει:| «Αν τους πηδήσω αρμάτωτους, πάντα καυχάσθαι θέλουν,| ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν» Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 69· Κι ως έλθει νά ’μπει στην σπηλιάν, θέλω να τον πηδήσω,| οχ το πλευρόν, και παρευθύς ξάφνου να του καρφώσω,| ετούτο τ’ άρμα που βαστώ, και να τον θανατώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1282]· (με αντικ. σε γεν.): Περί εκείνου του ανθρώπου οπού απηδά άλλου να τον δέρει ή να τον σκοτώσει Ασσίζ. 20430· Και τῃ ις́ Μαΐου ηύραν τους Φράγκους απού αππήδησαν του Τζουανή εις την στράταν Βουστρ. (Κεχ.) 3046· (με γεν. και είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων απού απηδά είς άνθρωπος ετέρου Ασσίζ. 212· (με είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων οπού απηδᾴ είς άνθρωπος επάνω εις άλλον άνθρωπον και δέρνει τον και ανασπᾴ τα γένεια του και λαβώνει τον Ασσίζ. 20326· (μεταφ., προκ. για την επίθεση του διαβόλου εναντίον του ανθρώπου): Και ημείς νοητοί νοήσωμεν ότι ηνίκα ο πατήρ ημών Αδάμ γυμνός ην, ουκ ίσχυσεν (ενν. ο όφις) αυτόν πηδήσαι. Εάν ουν και συ έχῃς το ένδυμα του παλαιού ανθρώπου, τουτέστιν τα σύσκηνα της ηδονής, ως πεπαλαιωμένος ημερών επέρχεταί σοι Φυσιολ. (Zur.) XIV 3a5· β) (προκ. για πολιορκία τειχών) επιτίθεμαι, κάνω έφοδο: Έπειτα οι Τρώες εμοιράσθησαν ... κι απηδούσι τα τείχη των Ελλήνων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ Υπόθ.· 3) α) (Προκ. για άνδρα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Και κείνος οπ’ ορέγεται πολλά να την πηδήσει (ενν. την πολιτική)| ανάκειται ο κακότυχος να την καλοκαρδίσει·| δίδει της ρούχα να φορεί, δηνάρια να ξοδιάζει Σαχλ. N 310· β) (παθητ., προκ. για γυναίκα): με τους καύχους αποκλείται| εις το σπίτι και κουνιέται·| δείχνει τάχα ότι μαδιέται,| αλλ’ αυτή πολλά πηδιέται Συναξ. γυν. 1174· γ) (προκ. για αρσενικό ζώο) βατεύω: Εγώ έστειλα και ήφεράν μου από την Ρούμελην άλογα και έβαλα και επήδησαν εδώ φοράδια· μόνον να ακούσουν τα άλογα της Βαβυλωνίας οπού χλιμιτρούν εγγαστρώνονται αυτά τα φοράδια Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 454· (απαξιωτικά, προκ. για γυναίκα ελευθερίων ηθών): εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι γυναίκες)| να ποπεύονται κρυφά,| και όταν έλθει να την εφτάσει,| θέλει διά να την πιάσει,| έναι νόμος διά να χάσει| το προίκιόν της, αν πλαντάξει·| τότες απομένει γδούρια,| και πηδούν τη τα γαδούρια Συναξ. γυν. 800· 4) (Μεταφ., προκ. για γραπτή αφήγηση γεγονότων) παραλείπω, προσπερνώ κ.: Αλλά τι το ποιήσαν με πηδήσαι πέντε μηνών διάστημα; Δούκ. 31931. 5) (Τριτοπρόσ.) κατά τη διάρκεια μιας ενέργειάς μου με βρίσκει ξαφνικά ένα φυσικό φαινόμενο (βροχή, φουρτούνα, κλπ.) (Για τη σημασ. βλ. Μανούσ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1963, 309): ωσάν μου τ’ όρμησεν ο νους, έπιασα μονοπάτι·| κι εκεί βροχή μ’ επήδησεν και ολημερίς μ’ εκράτει Νεκρ. βασιλ. 10· πηγαίνοντας η αρμάδα, την απήδησε μεγάλη φουρτούνα εις την Μαύρη Θάλασσα και επνίγησαν πολλά πλεούμενα Χρον. σουλτ. 6724. Φρ. 1) Aπηδά κ. εις το κεφάλι(ον) κάπ. = περνά κ. από το μυαλό κάπ., σκέφτομαι ξαφνικά κ.· (εδώ προκ. για ανοησία, τρέλα): Αλλά τι λωλάδα είναι ετούτη οπού του απήδησεν εις το κεφάλιον; Μπερτόλδος 17· Τι ζουρλαμάδα σου απήδησεν εις το κεφάλι; Μπερτόλδος 18. 2) Μου (σου, του) απηδά φαντασία = με πιάνει έντονη διάθεση για κ., μου έρχεται όρεξη για κ.: και δεν ήθελα ότι μιάν ημέραν να του απήδουνε καμία φαντασία να μου έκαμνε καμία μεγαλύτερη, οπού να με εμάδουνε περισσότερον από τούτες Μπερτολδίνος 160. 3) Παίζω και πηδώ, βλ. παίζω Φρ. 5. 4) Πηδά η ψυχή μου = επιθυμώ πολύ, λαχταρώ, ποθώ: Του Μερκουρίου δε ο νους δεν ήτον στο τραπέζι (παραλ. 1 στ.). Μα μέσα εις το κούφος του επήδαν η ψυχή του,| να πάγει εις τον πόλεμον ν’ αυξήσει την τιμήν του Κορων., Μπούας 15. 5) Πηδώ στη μέση/στο μέσον = (α) (προκ. για ομήγυρη/συνάθροιση) προχωρώ στο κέντρο προκ. να εκφράσω την άποψή μου: ο μπούφος πήδησεν ως βαρύκωλος στο μέσον| και την πτωχήν την κίχλαν ήρξατο καθυβρίζειν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 597· (β) παρεμβαίνω για να υπερασπιστώ κάπ., μπαίνω στη μέση: Δεμένην κι εις τον θάνατον, θυσιά διά να γένει.| Αύτη ο Μυρτίνος βλέποντας, στην μέση είχε πηδήσει (παραλ. 1 στ.). Του λόγου του ήλθε κι έταξε, στον θάνατον να δώσει,| για να μπορέσει την ζωήν της κόρης να γλυτώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [211]. Η μτχ. παρκ. απηδημένος ως ουσ. = αυτός που δέχεται επίθεση: το δίκαιον κρίνει και κελεύει, ότι εκείνος οπού του απήδησεν, τουτέστιν ο απηδημένος, ημπορεί να δείξει ... ότι εκείνος οπού ένι λαβωμένος επήδησέν του πρωτύτερα Ασσίζ. 45712.
       
  • ποντικός (Ι)
    ο, Ασσίζ. 43030, Ορνεοσ. αγρ. 55926, Σπανός (Eideneier) B 205, D 113, Ωροσκ. 427, Χρον. Μορ. H 2932, P 1661, 2932, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 382, 572, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 34, 58, Χρησμ. I 110, Rechenb. 771, 773, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 646, Απόκοπ.2 49, Πορτολ. A 734, 22525, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 732, Διγ. O 1795· μποντικός, Χρον. Μορ. P 1674, Κάτης (Χόλτον) 1, 74· πονδικός, Χρον. Μορ. H 1661, 1674, 1677, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 572 κριτ. υπ., Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 58 κριτ. υπ.· πόντικος, Πεντ. Λευιτ. XI 29.
    Το αρχ. επίθ. ποντικός στην αρχ. έκφρ. ποντικός μυς (= ένα είδος νυφίτσας) με αποσιώπηση του ουσ. και ουσιαστικοπ. του επιθ. (ΛΚΝ· πβ. Θαβώρ., Ουσιαστ. 78). Ο τ. μποντικός (από ηχηροποίηση του αρχικού συμφώνου λόγω συμπροφοράς με το άρθρο στην αιτιατ., βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 89) και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 89). Ο τ. πονδικός, από υπερδιόρθωση του συμπλέγματος ‑ντ‑ (Κουκ., ΕΕΒΣ 19, 1949, 79), ως κύρ. όν. σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi, λ. Πονδικός). Ο τ. πόντικος με αναβιβ. του τόνου πιθ. από επίδρ. του πόντικας (βλ. λ.). Η λ. στο Meursius (λ. ποντίκιν) και σήμ.
    1) Το ποντίκι: «Ω Δελφοί, ... μυς», ήγουν ποντικός, «έκαμε φιλίαν με βάτραχον» Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 4930· όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη| κι η κάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη Ριμ. κόρ. 589· Πιάσαντές με ουν ... έβαλόν με εις τον κουλάν εις οσπίτιον σκοτεινόν έχον μύρμηκας και σιταρόψειρας και ποντικούς διά το είναι εν αυτῴ προ του σιτάριον Σφρ., Χρον. (Maisano) 4616. 2) Μυς του ανθρώπινου σώματος, κυρίως των άκρων, ο μυώνας (για το πράγμα βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 74): εάν εκείνος μου ο σκλάβος είχεν την πληγήν εις την κεφαλήν, ή εις τον ποντικόν του χερίου, ή εις έτερον τόπον οπού είχεν κίνδυνον ... Ασσίζ. 17814· εάν ... εκείνος ο ιατρός ... έβαλεν εποσαύτα πράγματα θερμά απέ τα ποία ο ποντικός του χερίου του (ενν. του σκλάβου) ή του ποδιού του τού μερίου εσάπην ... και εκείνος ετελεύτησεν απ’ αυτόν ... ο ιατρός ένι κρατημένος να μου τον ικανώσει ετεσαύτα εις όσα έχρηζεν εκείνος μου ο σκλάβος Ασσίζ. 17817. 3) (Ως ζώδιο) η πρώτη από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του δωδεκαετούς ζωδιακού κύκλου στο κινεζο-τουρκικό ωροσκόπιο (για το πράγμα βλ. Mercier, Almanac 150, 155 σημ. 8): Περί του πρώτου στοίχου των Τατάρων, του ποντικού Ωροσκ. 421· Εν τούτῳ τῳ χρόνῳ έστι χρονοκράτωρ της αυθεντίας των Τατάρων ο ποντικός, και δηλοί (ενν. τούτο, το έτος) είναι ειρηνικόν και καλόν Ωροσκ. 422. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 23431 δις, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15027, Χρον. Μορ. P 1677.
       
  • πόρος (I)
    ο, Διγ. Z 3280, 3454, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 385, Λίβ. P 2103, 2464, 2476, Λίβ. N 2728, Λίβ. Sc. 2724, 2743, 2744, Φαλιέρ., Ιστ.2 279, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 32, Κορων., Μπούας 76, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΆ [2], Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 9113, 30821, 7765, Διγ. Άνδρ. 38927, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 167, 244, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [482], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1582, 30914, 3183, 3259, 36111, 3651, 37120, 3959, 40910, 42214.
    Το αρχ. ουσ. πόρος. Η λ. και σήμ.
    1) Το μέρος από όπου μπορεί κάπ. να περάσει στην απέναντι όχθη ποταμού, διάβαση: Διγ. Z 3435, Δούκ. 22326‑27, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 922, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28520· (εδώ προκ. για θαλάσσιο πέρασμα): στράταν περιεπατήσαμεν ημέραν ακεραίαν,| να έχομεν συντυχίας μας, τους λόγους μας, μέριμνάς μας,| της γραίας το κατευόδωμα, τον πόρον της θαλάσσης Λίβ. Sc. 1894. 2) (Στενή) θαλάσσια διάβαση· πορθμός: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 378, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39712. 3) α) Πέρασμα, διάβαση, δρόμος: Παϊσ., Ιστ. Σινά 1754· β) (ειδικ.) το μέρος από όπου μπαίνει ή βγαίνει κάπ. σε ένα χώρο, είσοδος ή έξοδος: στο σπήλιον έδραμα, στον σκοτεινόν τον τόπο (παραλ. 2 στ.) και θε να στρέψω, πάραυτα κι ο δράκος έν’ στον πόρο! Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 59· Τότες αποσώνου δύο κάτες ανδρισμένοι| τον πόρον τως εφράξασι και ο κάτης μέσα μπαίνει Κάτης (Χόλτον) 110· τον πόρον θα σφαλίξω| του σπήλιου Πιστ. βοσκ. III 9, 27· (προκ. για λιμάνι): παρευθύς επιάσασιν τους πόρους του λιμένα,| με τα δοξάρια τα έμορφα, οπού βαστούσαν όλες Θησ. (Foll.) I 49. γ) στενό πέρασμα σε είσοδο μάνδρας όπου στέκουν και αρμέγονται τα γιδοπρόβατα (για τη σημασ. βλ. Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πόρο, Λαογρ. 16, 1956, 33-34, Χατζ., Λαογρ. 11, 1934-37, 104)· εκφρ. πρόβατα/αίγες του πόρου = πρόβατα και κατσίκες που χρησιμοποιούνται για παραγωγή γάλακτος (για το πράγμα βλ. Bakker-van Gemert [Βαρούχ. σ. 842], Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 497· κατά Δετοράκη, Θησαυρ. 19, 1982, 159 σημ. 45: «πρόβατα της νέας γενιάς που βγαίνουν στη βοσκή μετά τον απογαλακτισμό»): πρόβατα μεγάλα ενενήντα του πόρου και κριγίους μουνούχους τέσσερις ... και αίγες μεγάλες του πόρου πενήντα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1594· να του δίδει πρόβατα μεγάλα του πόρου πέντε Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 9117. 4) (Ιατρ.) οπή, κοιλότητα ή αγωγός του σώματος (από όπου περνούν υγρά, εκκρίσεις ή αέρας)· (προκ. για το δέρμα): Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176· (προκ. για το ορθόν ή απευθυσμένο έντερο· η σημασ. στον Αριστοτέλη)· φρ. ανοίγω τους πόρους = προκαλώ, διευκολύνω την κένωση του εντερικού σωλήνα: Αύτη η αντίδοτος ... εις ψυχρόν στόμαχον των γερόντων ανοίγει τους πόρους Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 53· (προκ. για το γυναικείο αιδοίο): Περί εχιδνών ...  Ουκ έχει πόρον η γυνή (ενν. έχιδνα) να δέχεται τον γόνον Φυσιολ. (Legr.) 410· φρ. ποιώ πόρον, βλ. ποιώ φρ. 80. 5) α) Στόμιο: κρέμασε μέσα εις το βουτσί (ενν. ένα κίτρον ή γλυκονέρατζον), ... και φράξε καλά τον πόρον να μην εβγαίνει η ευωδία Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 164· εις τον πόρον του βουτσού Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 165· β) οπή, τρύπα: μικρολέκανον ... μη έχον πόρον,| ή και τινά κατατροπήν εις τον νερόν εκστάζειν Βέλθ. 310· γ) σωλήνας (υδραγωγείου): κτίσαι την πόλιν … υδραγωγούς ποιήσαι τε, οχετηγούς και πόρους Βίος Αλ. 1361. 6) Τρόπος, μέσο για την επιτέλεση ή την επίτευξη κάπ. πράγματος: Ιερακοσ. 4827. 7) (Στον πληθ.) εισοδήματα, πρόσοδοι: Προδρ. (Eideneier) II 79. Η λ. ως τοπων. (όν. ποταμού): Πορτολ. B 4630, 31.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης