Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κάτης (Τικτοπούλου)

  • ριζικόν
    το, Σπαν. A 577, Σπαν. (Ζώρ.) V 344, 348, Διδ. Σολ. Ρ 52, Ασσίζ. 501, 14610, κ.α., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 597, Χρον. Μορ. H 6648, Χρον. Μορ. P 4904, 5098, 6648, Φλώρ. 217, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1217, Αχιλλ. L 8, Ιμπ. 63, 366, 769 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 437, 519, 600, κ.α., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 23 κριτ. υπ., Lettres 1453 15, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 46, 84, 87, Μαχ. 2626, 62232, Θησ. Γ́ [682], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 483, Βουστρ. (Κεχ.) 11415, 30010, Διήγ. Αλ. V 27, 42, 84, Κακοπ. 71, Βυζ. Ιλιάδ. 531, 632, Μαλαξός, Νομοκ. 417, 447, Αχέλ. 861, 1831, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 618, 3111, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2818-9, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) (τετράκις), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8336, Κυπρ. ερωτ. 91, 7818, 9729, κ.α., Πιστ. βοσκ. IV 4, 57, IV 5, 96, Ιστ. Βλαχ. 1226, Διγ. Άνδρ. 32322, 36624, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 715, 1538, Β́ 2091, 2243, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 859, Νομοκ. 38624, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [394], [427], [892], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 134, Μπερτόλδος 54, 62 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 20915, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2973, 8107· εριζικό, Χρον. Μορ. P 2482· εριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5627· εριζικόν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4899, 11181, 11605, Χρον. Μορ. H 1373, 1601, 2482, 5098, 7946, Χρον. Μορ. P 167, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 309, 697, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10514, 1075, 1257, 28716‑17· ριζικό, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2740, Χρον. Μορ. P 280, 1373, Φαλιέρ., Ιστ.2 137, 152, 299, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224, Θησ. Γ́ [636], Έ [111], Ί [803], Ch. pop. 557, Κάτης (Τικτοπούλου) 106, Αλεξ.2 269, 2356, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 650, 1301, Βεντράμ., Φιλ. 17, 278, Διήγ. Αλ. G 28530, 34, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 190v, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 523, 809, 1929, Πανώρ.2 Ά 27, 190, 269, Β́ 63, 244, Γ́ 118, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 48, 105, 447, 565, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 91, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 86, 105, Δ́ 53, 156, Πιστ. βοσκ. I 2, 72, Ι 2, 371, Ι 4, 15, Βοσκοπ.2 270, 308, 456, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 211, 592, 1320, 1877, κ.α., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 97, Στάθ. (Martini) Ά 236, Β́ 280, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Στ. Φιορέντζα Ά 4, Ά 108, 363, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 31, Ά 154, 258, κ.α., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 99, 173, 208, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 5, 601, Διγ. O 1624, 2242, 2872, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22226, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1794· ριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5525, Φαλιέρ., Ιστ.2 245, Θησ. Θ́ [745], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3532, 4121, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) δις, (4), Πανώρ.2 Έ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 115, Πιστ. βοσκ. IV 5, 93, Κανον. διατ. Α 227, 1085, Β 505-6, 739, Παλαμήδ., Βοηβ. 627, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1829. ρίζικον·
    Το ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός ως ουσ. (Ανδρ., Λεξ., Κουκ., ΒΒΠ Ε’ Παράρτ. 44-45, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Χατζιδ., ΛΑ 6, 1923, 486-87)· κατά Κοραή, Άτ. 2, 138, Meyer, NS 4, 76-77, Τριαντ., Άπ. 1, 397-8, 439 από ιταλ. risico (<υστλατ. risicum <ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός)· για διαφορ. ετυμ. από το αραβ. rizq βλ. Kahane, Sprache 378, 452-453, Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216, 218, 6, 1981, 399· συνοπτική έκθεση των διαφορ. ετυμολ. βλ. Kahane, Graeca et Romanica I 483-491. Για το προθετ. ε στους τ. εριζικό, εριζικόν βλ. Τριαντ., Άπ. 1, 344 και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 684-685]. Ο τ. ριζικό στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ρίζικον (<ιταλ. risico, Kahane, Graeca et Romanica I 489) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 4, 76)· πβ. τ. ρίζικο (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 359 σημ. 11, Meyer, NS 76) και επίθ. ρίζικος (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) σήμ. ιδιωμ.· τ. ρίζιγο (<ιταλ. risico, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 685] ή <βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 281) σε έγγρ. του 17. αι. (Κουρσάρ. 811), του 18. αι. (Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, 1966, 643, 645, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 230, Κολιός, Θησαυρ. 18, 1981, 330) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ρέζεγο στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76-77), όπως και τ. ρέζιγο και ρίζεγο (<βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 489· πβ. και γενουατ. rezego, Meyer, NS 77). Τ. ριτσικόν σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76). Η λ. στον Ευστάθιο, στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Φυλλ. Αλ. 88, 89, 136) και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ριζικός, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ριζικό(ν)).
    1) α) Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο: εκάλεσεν ο βασιλεύς όλους τους μάγους, αστρονόμους και αστρολόγους και φιλοσόφους ... και ... λέγει τους: ... θέλω να στέκεστεν εδώ έως να γεννηθεί το παιδίον, να μου ειπείτε το ριζικόν του Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 7523· Τον άνθρωπον λέγεις, πως δεν έχει αυτεξούσιον; Ασεβίζεις! Οι ασεβείς λέγουσιν πως είναι ... το ριζικόν, την μοίραν, οπού μου εκάμασι θεάν Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2)· εκείνοι οπού ... τύχην, τουτέστιν ριζικόν, λέγουν ότι έχει ο άνθρωπος, ... να κανονίζονται χρόνους πέντε Μαλαξός, Νομοκ. 418· (συχν. με τα επίθ. καλό, πικρό, κακό, άτυχο, άπονο κλπ.): θωρούμεν ότι ριζικόν καλόν και τύχην έχεις Συναξ. γαδ. (Moennig) 69· Ο Τάρειος πολλά αρίθμητα φουσσάτα ήφερεν απάνω μας· αμή το φουσσάτον το πολύν ουδέν νικάει, αμή το καλόν εριζικόν νικάει Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24925· Δεν έχω παραπόνεσην απού σέναν| αμμέ ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· τούτον τον πόνον μ’ έδωκεν … το ριζικόν μου το κακό Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 380· τ’ άτυχό μας ριζικό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ´ 290· τ’ άπονον ριζικό μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [339]· (σε αναδίπλωση με τη λ. μοίρα, τύχη κλπ.· βλ. όμως και A. F. van Gemert [Mαρίνος Φαλιέρος, Iστορία και Όνειρο, σ. 24-25]): Ως δε είναι τα εριζικά κι η τύχη των ανθρώπων,| άλλα σκοπούσιν να γενούν και άλλα τους ευρίσκουν Χρον. Μορ. P 5627· κι αγανακτά την μοίραν του, και κλαι το ριζικόν του Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182· εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ´ 734· τούτον τον πόνον μού ’φερεν η τύχη μου η καμμένη,| το ριζικόν μου το κακόν ετούτο μου προξένει Σαχλ., Αφήγ. 605· Λοιπόν την τύχην μέφου αυτήν, ψέγε το ριζικόν σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 81· Το ριζικό κι η μοίρα σας πάντα ας παιδογγονούσι Στάθ. (Martini) Γ́ 521· προκ. για τον τροχό της τύχης (για μεταβολή, αλλαγή μιας κατάστασης, βλ. και έκφρ. 4): Λίγος καιρός απέρασε, άρχισε να γυρίζει| ξανέστροφα το ριζικόν κι η τύχη ν’ αφανίζει Βεντράμ., Φιλ. 254· εγύρισεν το ριζικό κι η τύχης με τα πάθη Βεντράμ., Φιλ. 314· Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβη εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2017· σε μεταφ.: φυσούσι και τα ριζικά σαν κάνου κι οι γιανέμοι Στάθ. (Martini) Ά 64· με εγέλασεν το εριζικόν μου και εφάνη μου ώσπερ της όχεντρας το φαρμάκιν! Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2599· μεστό το ’πωρικό του ριζικού σου Πιστ. βοσκ. I 2, 132· σε προσωποπ.: Το ριζικό ’μαι, ως βλέπετε Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 25· Τα ονόματά μου είνιαι πολλά: Τύχη πολλοί με κράζου| κι άλλοι πάλι Ριζικό και Μοίρα μ’ ονομάζου Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 18· εφάνη μου στον ύπνο μου κι ήλθε το Ριζικό μου Φαλιέρ., Ιστ.2Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· σε αποστροφή: Ω μαυρισμένο ριζικό, ω τύχη θαμπωμένη Λίμπον. 405· Ωφού, πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,| πόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 485· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1179]· Καταραμένο ριζικό! Στάθ. (Martini) Ά 83· σε (γαμήλιες) ευχές: ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας Φορτουν. (Vinc.) E´ 351· Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου (παραλ. 2 στ.) Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (παραλ. 11 στ.). Το ριζικό κι η μοίρα σας να τρέχουσι μοσκάτα,| και πάντα νά ’ναι τα βουτσά, να πίνομε, γεμάτα Στάθ. (Martini) Γ́ 509, 513, 525· σε παροιμ. φρ. (βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 774-782]): όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, ... (παραλ. 1 στ.) ... κι αν τρώγει κι αν κοιμάται,| του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 620· οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι·| κι οπού κατέχει και γροικά, εις έτοια πάθη α λάχει,| αντριεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 692· Ω ριζικό ακατάστατο, αναπαημό δεν έχεις,| μα επά κι εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.| Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,| κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότε μας φαρμακεύγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 717· δεν είν’ στον Άδη ριζικά, δεν είν’ στον άδη μοίρες,| δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σ’ ό,τι πήρες Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1033· β) καλή, ευνοϊκή τύχη: Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος Φλώρ. 668· ουδέν έχουν ριζικόν να έχουν καλόν αφέντη Χρον. Μορ. P 7946· ει μεν τους έλθει το ριζικόν τον πόλεμον κερδίσουν,| ελπίζουν να ενεμείνουσιν της Ρωμανίας αφέντες Χρον. Μορ. H 3692· τον Θεόν πρέπει να ευχαριστάς ομοίως και το ριζικόν σου Χρον. Μορ. H 280· (εδώ σε αναδίπλωση): Εβασίλευσεν αυτός εις ευτυχίαν και ριζικόν των Ρωμαίων Hist. imp.γ) κακή, δυσμενής τύχη, ατυχία: ως είδεν (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) γαρ το εριζικόν, τον θάνατον του κόντου,|ανέλαβεν την υπόθεσιν το του πασσάτζου εκείνου Χρον. Μορ. H 167. 2) (Προκ. για ανύπαντρη κοπέλα) γάμος, τυχερό: την ομορφιά της καταλεί και φθείρετ’ η καημένη (ενν. η κοπελιά)·| κι εις τέτοιον τρόπον το λοιπόν χάνοντας τον καιρόν της,| ομάδι με την νιότη της χάνει το ριζικόν της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1080]· ΣΤΑΘΗΣ: Θα ξετελειώσω την παντρειά τση Φέντρας μου, να ζήσω,| ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ: (παραλ. 2 στ.) Σήμερο εθώρουν απατά, να ζήσω, τ’ όνειρό ντης,| μόνο γιατ’ είναι ογλήγορα, θαρρώ, το ριζικό ντης Στάθ. (Martini) Ά 236. 3) Ρίσκο, κίνδυνος: της μάχης τα εριζικά κοινά είναι εις τους πάντας Χρον. Μορ. H 5525· ου ξεύρεις εις εριζικόν κοίτεται η στρατεία;| κι όποιος εξεύρει μηχανίαν και πράττει με πονηρίαν| τους αντρειωμένους καταλυεί κι επαίρνει την αντρείαν τους Χρον. Μορ. H 4904· και όταν ήλθε ο Δαβίδ ομπρός εις τον Σαούλ και ηβλέπει τον έτσι νέον έμορφον, ... τον εψυχοπονέθη και δεν ηθέλησε να τον βάλει εις το ριζικόν, να μην τον σκοτώσει ο Γολιάθ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 190r· Και τότες λέγει ο Ιούλιος: Αδελφοί και φίλοι, ει τις θέλει να πάγει, ας υπάγει εις καλήν ώραν, και είτις θέλει να μείνει, ας μείνει ... Και πολλοί απ’ αυτούς εμίσεψαν, αμή οι περισσότεροι έμειναν μετ’ αυτόν εις το ριζικόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 222v. 4) Μερίδιο, μερτικό: χρυσάφιον … και σπίτια θαυμαστά … έλαχαν εις το ριζικόν της πολυαγαπημένης μου θυγατρός, και τα άλλα πάλιν κρύβω τα διά τα άλλα μου παιδία Διγ. Άνδρ. 36018· να υπάμεν την νύκτα να τον πλακώσομεν εύκολα και εξαφνικά. ... Και η κόρη εκείνη η ωραία να είναι εις το ριζικόν σου, σένα, Ιωαννίκιε, να την έχεις διά το γήρας σου Διγ. Άνδρ. 38429. Η γεν. του ριζικού ως επίρρ. (τροπ.) = στην τύχη (για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Ερωτόκρ. σ. 431], Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 683], Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216-17): Παν τα μαντάτα εδώ κι εκεί, παντόθες το μαθαίνου,| πολλοί κινούν του ριζικού κι εις τα φουσσάτα πηαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 872. Εκφρ. 1) (Συν. με προηγ. αν γένηται/γίνεται/λάχει) από/απού (αφορμάς του) (ε)ριζικού, από/απού κανέναν ριζικόν, διά κανενός ριζικού, εις/με κανέναν ριζικόν = (αν) κατά τύχη (συμβεί) (βλ. και από I 17 φρ.): Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν ... Ασσίζ. 43412· Εάν γένηται απού ριζικού ότι είς κλέπτης εμπαίνει εις κανέναν σπίτι ... Ασσίζ. 1905· ... ειδέ απού αφορμάς του ριζικού, ουδέν ένι εκείνος κρατούμενος ... Ασσίζ. 2948‑9· αν λάχει από του εριζικού τον πρίγκιπα να πιάσεις,| κι αφόν τον πιάνεις, έχε τον, κερδαίνεις και τον τόπον Χρον. Μορ. H 4969· Εάν γένηται από κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1824· Εάν γένηται από κανέναν κακόν ριζικόν ... Ασσίζ. 16218· αν γίνεται απού κανένα κακόν ριζικόν, ότι ο υιός ού η κόρη βάλλει χείραν επί τον πατέρα του ... Ασσίζ. 43812· Εάν γένηται ότι απού κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 10721· Εάν γίνεται διά κανενός ριζικού ότι οκάτινες άνθρωποι, ού οκάτινες γυναίκες, παίρνει ού κλέπτει τας όρνιθάς μου ... Ασσίζ. 45023· Εάν γένηται εις κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1775· Εάν γένηται με κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 14031. 2) Διά του ριζικού μου, του κλπ., διά/με το ριζικόν/ρίζικόν μου, του κλπ. = για/κατά καλή/κακή μου, του κλπ. τύχη (βλ. και σημασ. 1β, 1γ): εάν εκείνος ο βαπτισμένος, ή βαπτισμένη είχαν κάμειν αφού ελευθερώθησαν, χωρίς πράγμα του κυρίου τους, αμμέ παρά του νου τους, και διά του ριζικού της ... ορίζει το δίκαιον ότι όλον να ένι των τέκνων του εκείνον το είχεν, με δίκαιον Ασσίζ. 14511· διά τα γραψίματα, απού έπεψα, ετραβενίασεν το σκάνταλον, διά το ρίζικόν μου. Έχετε ολλίγην απομονήν! Βουστρ. (Κεχ.) Β 3019‑10· ο είς έχει πλείον παρά τον άλλον απέ τό έκαμεν, ... ή εδόθην του, ή εύρεν τα με το ριζικόν του Ασσίζ. 1694. 3) Εις εριζικόν = στην τύχη: Μετά μεγάλης των χολής, μετά πολλής πικρίας| υπάγουσι εις εριζικόν όπου και ως τους ρίψει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13056. 4) Κύκλος του ριζικού, βλ. κύκλος 5 έκφρ. Φρ. Σύρε εις το (ε)ριζικό(ν) (το δικό) μου/πάγω στο ριζικό σου (προκ. για εκτέλεση διαταγής, βούλησης ανωτέρου): σύρε, όπου εύρεις τον υιόν του Φιλίππου τον Αλέξανδρον, και να μου τον φέρετε εις την βασιλείαν μου ... Και σύρε εις το ριζικό το δικό μου και ο Θεός της Περσίας μετά σου Διήγ. Αλ. G 2698‑9· σύρε εις το εριζικόν μου και ο θεός της Περσίας να ένι βοηθός σου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24320· Με δύναμιν του Ιησού Χριστού πάγω στο ριζικό σου,| αυθέντα μου εκλαμπρότατε, ο δούλος ο δικός σoυ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2115.
       
  • σάλιο
    το, Κάτης (Τικτοπούλου) 42, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 856, Κατζ. Ά́ 162, 244, Β́ 99, 287, Γ́́ 96, Φαλλίδ. (Παναγ.) 217, Στάθ. (Martini) Ά́ 167, Β́́ 70, 86, 94, Γ́́ 4, 384, 478, 545, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1009, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 110, 139, Β́ 303, 328, Δ́ 162, 298· σάλιο(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 132-1 χφ GM κριτ. υπ., Δ́ 219.
    Από το ουσ. *σιάλιον (υποκορ. του ουσ. σίαλον, που απ. στον Ιπποκράτη· βλ. Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. σάλιον στο Steph., Θησ., στο Meursius (λ. σάλος), σε κείμ. του 18. αι. (Ιατροσόφ. 18. αι. 122) και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., σάλ΄#12ον)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ.
    1) Υγρό που εκκρίνεται στο στόμα από τους σιελογόνους αδένες και διευκολύνει την κατάποση της τροφής: Και μη θεωρείς τους βαθρακούς, τας ύσκας, τα ψησσία,| και τρέχουσιν τα σάλια σου και συχνοκαταπίνεις,| μαθόν ου μη τα γεύσεσαι, ξηρά να τα διαβάσεις Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 107· (σε παρομοίωση): Κλέπτης τον κλέπτην αγαπά, κλέπτης τον κλέπτην θέλει,| τα σάλια του κι οι μύξες του τού φαίνονται σαν μέλι Ιστ. Βλαχ. 1144· (σε υπερβολή): Για, ποια ’ναι αυτείνη η φωτιά; Τα σάλια μου τη σβήνου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 259. 2) (Μεταφ. στον πληθ. μειωτ.) α) φλυαρίες, ανοησίες, ψευτιές: Τι είν’ η τιμή που λέγουσι και τι είν’ η πίστη αυτείνη| ’π’ ο κόσμος τόσον την κρατεί για πλήσια καλοσύνη;| Τι άλλο είναι παρά μοναχά σάλια και παραμύθια,| και των ζηλιάρων ποθητών λόγια χωρίς αλήθεια; Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [773]· β) σαλιαρίσματα, ερωτικές διαχύσεις: Όσες τ’ ακούγουσιν καλά, θέλουσιν κάμει κάλλια| να βλέπουν, να προσέχονται του γέροντος τα σάλια,| να μην ζυγώνουσιν πολλά στου γέροντος το βρώμα,| ότι όλος ο κακότυχος έναι κοπριά και χώμα Κακοπ. 192. Φρ. Τρέχουν τα σάλια μου = (μεταφ.) (α) μου γεννιέται η έντονη επιθυμία να απολαύσω ή να αποκτήσω κ.: Και τούτος ο κορδόγερος ο κακομοίρης πάλι,| τση Πετρονέλας τσ’ ομορφιές βλέποντας και τα κάλλη,| τρέχουσίνε τα σάλια του ίδια σαν του αφορμάρη,| κι ως και αντιπρούκια τσ’ ήταξε μεγάλα να την πάρει Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 73· (β) για δήλ. μεγάλης οργής, παραφοράς, μίσους κ.τ.ό.: Οι Εβραίοι, το να τ’ ακούσουσι να τον ελευτερώσει (ενν. ο Πιλάτος τον Ιησού),| τα σάλια τωνε ετρέχασι, τσι σάρκες τωνε τρώσι,| μ’ αρίφνητες καταβαλσές Χριστό εξατιμάζα,| μονόφωνο, μονόλαλο το θάνατόν του εκράζα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3333.
       
  • σηκώνω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 254, 381, Ασσίζ. 91, 19816, 21523, 46728, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7166, Ερμον. Μ 90, Χρον. Μορ. H 1952, 4208, 9234, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 355, Ιμπ. 869, Χρον. Τόκκων 1890, Φυσιολ. (Legr.) 801, Rechenb. 785, Φαλιέρ., Ιστ.2 291, Διήγ. Βελ. χ 279, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 273, 274, Μαχ. 5208, Σφρ., Χρον. (Maisano) 5813, Θησ. Ζ́ [1143], ΙΒ́ [238], Κάτης (Τικτοπούλου) 61, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 830, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2695, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 450, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1043, Πεντ. Γέν. XVIII 16, XXI 16, L 13, Έξ. XXVIII 12, Λευιτ. XI 25, Αρ. VII 9, Δευτ. I 9, XXIX 21, Κώδ. Χρονογρ. 6911, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1513], Μορεζ., Κλίνη φ. 9v, 39v, 107r, Κρασοπ. (Eideneier) S 3, Δωρ. Μον. XXIII, Πανώρ.2 Ά 328, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 195, Έ 91, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 135, 1009, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 44, Παλαμήδ., Βοηβ. 328, 424, Ιστ. Βλαχ. 239, 2117, Διγ. Άνδρ. 3208, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3728, 15237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 583, Γ́ 84, 534, Δ́ 1954, Διαθ. 17. αι. 3157, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 535, Β́ 378, Έ 617, Διήγ. πανωφ. 56 δις, 60, Λίμπον. 38, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 185, Δ́ 87, Ιντ. ά 142, δ́ 1, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6516, Ροδινός (Βαλ.) 128, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 211, Β́ 62, Έ 381, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14714, 5475, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. γ́ 9, κ.π.α.· ασηκώνω, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 6, 47, Αλεξ.2 633, 1619, Επίλ. 42, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2357, Ζήνου, Βατραχ. 374, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 60r, 76v, 81v, 167v, 243r, 250r, 318r, κ.α., Τριβ., Ρε 251, Τριβ., Ταγιαπ. 101, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ [325], [360], Ή [103], κ.α., Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 44r, 50r, 53r, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 15, 35, Κατζ. Ά 325, Γ́ 536, Μπερτόλδος 6, 19, Μπερτολδίνος 115, 167, Ιερόθ. Αββ. 331, Εγκ. αγ. Δημ. 10519, Καλόανδρ. (Δανέζης) 75 (1v), Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1274], Χριστ. διδασκ. 78, 80, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 23, 31, Διακρούσ. (Κακλ.) 137· ασκώνω, Επιστ. 16. αι. 2512‑13· εσηκώνω, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3411-12· σηκών(ν)ω, Μαχ. 631, 2012, 2619, 15430-31, 27627, 31632, 47630, 52019, 53810, 58013, 60830, 66631, κ.α.· σηκώννω, Μαχ. 20632, 24834, Ξόμπλιν φ. 134v, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 97, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 290, Θρ. Κύπρ. M 248, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 267, 269, 281, 483· σκώνω, Διγ. A 2319, Διγ. Z 222, Φυσιολ. (Legr.) 53, Χρον. σουλτ. 10819, Επιστ. 16. αι. 255, Βοσκοπ.2 261, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26817· γ́ πρόσ. εν. ενεργ. αορ. ασήκουσε, Αλεξ.2 957· γ́ πρόσ. εν. μέσ. αορ. εσήκωθαν, Πεντ. Αρ. XXV 7· β́ εν. πρόσ. ενεργ. προστ. ασήκω, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1172]· σήκα, Sprachlehre 190· σήκω, Πεντ. Δευτ. III 27· β́ εν. πρόσ. μέσ. προστ. σήκου, Αχιλλ. L 843, 916, Sprachlehre 88, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 527· σηκώθησαι, Σφρ., Χρον. (Maisano) 586· β́ πληθ. πρόσ. μέσ. προστ. σήκωτε, Πεντ. Γέν. XIX 14 (έκδ. σήκωμε· διορθώσ.), Έξ. XII 31, Δευτ. II 13, 24· σηκώτε, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιζ́ 7.
    Από το μτγν. σηκόω. Ο τ. ασηκώνω (με προθετ. α) στο Βλάχ. (λ. ασικώνω), καθώς και μτχ. ασηκωμένος στο Meursius (λ. ασικομένος), και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 140). Ο τ. ασκώνω σήμ. ιδιωμ. (Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Ο τ. σηκώννω σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 780, λ. σηκόννω, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Τ. #13’κώνου σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 343). Τ. σ’κώνω (με συγκ. του ‑η‑) καθώς και τ. εσ’κώνω στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Meursius (λ. σικόννειν) και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Μεταφέρω από χαμηλά ψηλότερα, μετακινώ προς τα επάνω· υψώνω, ανεβάζω: Ευθύς την σπάθην εσήκωσε και προς θηρίον τρέχει Διγ. A 1492· εξέβη ο ευνούχος·| βλέπει, γινώσκει την γραφήν ...| σκύπτει, εκ την γην σηκώνει την Λίβ. Esc. 1425· είδε (ενν. ο Κτεναβώ) τους πλανήτας και τα ζώδια· και ουδέν ήτον ώρα καλή· και είπε των γυναικών και ασήκωσαν τα ποδάρια της, να μηδέν πέσει το παιδίν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1053· Η δε κόνις εσηκώθη εκ πεζών τε και ιππέων| ... έως εις τα νέφη απάνω Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ́ [11]· (προκ. για σημαία): αφνίδιως, ως ευρέθησαν, εκίνησαν κι υπάγουν,| ούτε φλάμουρα εσήκωσαν, ούτε αλλάγια εποίκαν Χρον. Μορ. H 9020· β) (προκ. για μέλος του σώματος ανθρώπου ή ζώου) κινώ προς τα πάνω, υψώνω: τας χείρας του εσήκωσε και τον Θεόν δοξάζει Χρον. Μορ. H 4810· συχνά πηδά (ενν. ο γάδαρος), τσιλιπουρδά και την οράν σηκώνει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 455· εσήκωσε τον δάκτυλόν του και έσεισεν και εφοβέρισέν τον Διγ. Άνδρ. 32023· φρ. (1) σηκώνω τα αμμάτια/βλέμμαν/τα μάτια/τα ομμάτια = (α) στρέφω τα μάτια μου προς τα πάνω, υψώνω το βλέμμα μου: Κλαίγει, θαρρώ, κι ο βασιλιός, για κείνο δε σηκώνει| τ’ αμμάτια του να τηνε δει κι όσο μπορεί τα χώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 397· Βλέμμαν ουδέν εσήκωσεν (ενν. ο Φλώριος) καμίαν ν’ αντρανίσει Φλώρ. 844· να αφήσει (ενν. η ψυχή) πάσαν βιοτικήν μέριμναν και να σηκώσει τα ομμάτια της εις τον ουρανόν Βουστρ. Μεταφρ. 254· από την εντροπήν του δεν αποκότουνε να ασηκώσει πλέον τα μάτια του Μπερτόλδος 32· (β) στρέφω την προσοχή μου, βάζω στο μάτι κάπ.: και ήτον ύστερα τα λόγια ετούτα και εσήκωσεν η γεναίκα του αφεντός του τα μάτια της προς το Ιωσεφ και είπεν: «πλάγιασε μετά μεν» Πεντ. Γέν. XXXIX 7· (2) σηκώνω την χείρα/το χέριν = (α) χειροδικώ: αν σηκώσει (ενν. ο λαός ο πτωχός) το χέριν του καταπρόσωπα του ψουμάτου, να χάννει το χέριν το δεξιόν Μαχ. 2428· (β) επιτίθεμαι: Και δεν τους έσωσαν αυτά π’ όρισαν και επήραν,| αμή και εις την Βενετιάν εσήκωσαν την χείρα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5550· γ) μεταφ. γ1) προκ. για κοινωνική άνοδο: αν κάμεις τό σου θέλω πει, μπορώ να σε σηκώσω| και να σε κάμω άνθρωπον τον πρώτον εις τη χώρα Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1222· κάποιο ριζικό τον κόσμο ανακατώνει| και πλούσους ρίχνει χαμηλά κι ανήμπορους σηκώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 566· γ2) προκ. για ηθική άνοδο: ο περιστάτης σου λαός ζητά να τονε σώνου,| να ξεπλυθεί τα πταίσματα και οπόθεν έχει κρίμα| να τον σηκώσ’ η χάρις σου εκ του βυθού το φρίμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 542· Έχεις το βάπτισμα οπού σε σηκώνει, έλα και εις την θείαν μετάληψιν, και αν σου φαίνεται δύσκολον, έχεις την εξομολόγησιν οπού σε κρατεί Lucar, Sermons 110· δ) (με υποκ. το Θεό ή το Χάρο) ανεβάζω την ψυχή κάπ. στον ουρανό, παίρνω την ζωή κάπ.: ας απομεινίσκομεν ώστι να θέλει ο Θεός να σηκώννει τους γονίους μας και να παίρνομεν την κληρονομίαν Μαχ. 210· Αν μέλλεται ποτέ να με σηκώσεις,| Χάρε, μηδέν ιστέκεις ν’ ασκοπίζεις| καλλιότερον καιρόν για να με σώσεις Κυπρ. ερωτ. 521· ε) (συνεκδ.) βαπτίζω: η δείνα ... εμνηστεύσατο εαυτήν μετά του δείνα, μη γινώσκουσαν ότι υπήρχεν αδελφός αυτής πνευματικός, διατό εσήκωσεν αυτήν ο δείνα και πατήρ αυτού από της αγίας κολυμβήθρας Ελλην. νόμ. 55726. 2) α) Φέρνω κάπ. ή κ. που έχει πέσει στην όρθια θέση: ως ... είδεν ότι έπεσον, ήρξατο του γελάν με,| εκβαίνει και σηκώνει με γοργόν από του πάτου Προδρ. (Eideneier)2 Ά 191· Και αφότου επαρεκάλεσα μετά πολλών δακρύων,| σκύπτει η Αγάπη, από την γην σηκώνει με και λέγει Λίβ. διασκευή α 416· (με σύστ. αντικ.): μη διεις το γαϊδούρι του αδερφού σου γή το βοΐδι του πέφτουν εις τη στράτα ...· σηκωμό να σηκώσεις μετ’ αυτόν Πεντ. Δευτ. XXII 4· β) (μεταφ.) επαναφέρω κ. στη σωστή θέση, διορθώνω: εντέχεται εκείνος (ενν. ο δεσπότης) απαύτα να ’σάσει πολλά και να σηκώσει, πάντα τον καλόν ποιών, και μετά ταύτα εντέχεται να εξεύρει ότι εις τοιούτην τάξιν ως κρίνει τους άλλους κριθήσεται Ασσίζ. 2746. 3) α) Κρατώ το βάρος κάποιου πράγματος, υποστηρίζω κ.: ανάγναντις την κλειδαριά να είναι τα κρικέλια ... να σηκώνουν το τραπέζι Πεντ. Έξ. XXV 27· (εδώ προκ. για το βάρος των αμαρτιών που επιρρίπτονται στον αποδιοπομπιαίο τράγο): και να σηκώσει το ’ρίφι απάνου του όλα τα κρίματά τους ... και να απεστείλει το ’ρίφι εις την έρημο Πεντ. Λευιτ. XVI 22· (προκ. για τον αμνό του Θεού): ελπίζοντες εις τον μεσίτην μας Ιησούν Χριστόν, ο οποίος είναι το αρνίον οπού σηκώνει και εβγάνει την αμαρτίαν του κόσμου Χριστ. διδασκ. 431· β) μεταφ. β1) αντέχω το βάρος κάπ. πράγματος· αντιμετωπίζω: Φρόνιμος έναι και καλός όπου φρονεί το τέλος,| και αν τον έλθει τίποτε, να το σηκώσει ως άνδρας Κομν., Διδασκ. Δ 374· β2) επαρκώ, φτάνω: και δεν εσήκωσεν αυτουνούς (ενν. τον Αβραμ και τον Λωτ) ηγής να κάτσουν αντάμα, ότι ήτον το πλούτος τους πολύ Πεντ. Γέν. XIII 6· β3) ανέχομαι: μη σηκώσεις άκουσμα ψοματένιο Πεντ. Έξ. XXIII 1. 4) α) Κουβαλώ, μεταφέρω, φέρνω: Έσω εις κοφίνια βάλλουσι τα ρόδα των ανθέων,| βάγιλοι τα σηκώνουσιν, τον αμιράν τα πάσι Φλώρ. 1593· και είς σοφός διδάσκαλος μετά των μαθητών του| ευρέθηκεν εις τον γιαλόν, θωρούσιν το κιβώτιον,| σηκώνουν το οι μαθηταί, εις το σκολείον το παίρνουν Απολλών. (Κεχ.) 408· το πουρνό ήτον και ο άνεμος ο ανατολικός εσήκωσεν την ακρίδα Πεντ. Έξ. X 13· φρ. σηκώνω την κατούνα(ν) = διαλύω το στρατόπεδο (βλ. και ά. κατούνα Φρ. (και Επιτομή)): εδώκαν τα σαλπίγγια,| τα τούρκικα τα βούκινα, όπου είχαν μέγα πλήθος,| σηκώνουν τες κατούνες τους, εβάλθησαν στον δρόμον Χρον. Μορ. H 5202· β) μεταφέρω κάπ. σε πλοίο, επιβιβάζω: επήγεν εις το καράβιν τους Βενετίκους και παρακάλεσέν τους να τον σηκώσουν να τον βάλουν εις το καράβιν του το γενοβήσικον Μαχ. 22819· γ) (προκ. για νεκρό) μεταφέρω στον τόπο ταφής: και έκαμαν ... και πολλά αμάξια και μουλάρια οπού τους ασήκωναν (ενν. τους απεθαμένους) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 312v· όταν απέθανεν, εγύρεψαν εις το οσπίτιόν του και δεν ευρήκασι πανί να τον σαβανώσουσι, μήτε ξυλοκράβατον να τον σηκώσουσι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 292. 5) Ξυπνώ κάπ. που κοιμάται: κουτάβι λοντάρι Ιουδα· από άρπαγμα, υιέ μου, ανέβεις, εγονάτισεν, εστάλισεν σαν λοντάρι και σαν λονταρίνα· τις να τον σηκώσει; Πεντ. Γέν. XLIX 9· Χήρα γυναίκα ήτονε κι αγάπα την δουλεία| και είχε σκλάβες περισσές διά υπηρεσία·| νύκτα πολλά τες σήκωνε πάντα εις την δουλεία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 793· φρ. σηκώνω τον ύπνο τινος = ξυπνώ κάπ.: Αμέ φοβούμαι αληθινά ο χτύπος τση καρδιάς μου| μην ασηκώσει ογλήγορα τον ύπνο τση κεράς μου Πανώρ.2 Β́ 242. 6) Ξεσηκώνω κάπ.: Και συ τούτο μου έκαμες, τ’ αδέλφια να σηκώσεις;| τάχατες εβαρέθης με και θες να με σκοτώσεις; Διγ. O 825. 7) α) Κάνω καλά κάπ. που είναι άρρωστος: ο Θεός εις δοκιμήν της ώρας σήκωσέ τον,| απέκει οπού κείτουντον ευθύς ανάστησέ τον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 183· Αφήνω να ειπώ όσους ύγιανεν ... και όσους παραλύτους εσήκωσε και όσους ζουγλούς και κουτσούς ύγιανεν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12116· φρ. σηκώνω αρρωστιάν = θεραπεύω ασθένεια: Και ο άρρωστος θέλει να γλυτώσει, θωρεί (ενν. το πουλλίν ο καλανδρίνος) τον στεριά και συχνά και σηκώνει πάσαν αρρωστιάν απού πάνω του Άνθ. χαρ. 29028· β) συνεφέρνω: τι ήτον αυτόν το καλομύρωδον είδος, οπού με εσήκωσεν από την λιγοθυμίαν; Σπανός (Eideneier) A 278· γ) (προκ. για νεκρό) ανασταίνω: Ω καλή μου χριστιανή, βούλεσαι να αποθάνεις| δι’ άνδραν, όπου έχασες; Πρέπει να τον σηκώνεις; Συναξ. γυν. 395. 8) (Προκ. για κατασκευή) ορθώνω, στήνω: Οι Έλληνες εξόρθωσαν και του Επιού τον ίππον| εις τέσσαρας χοντρούς τροχούς, φοβερούς εν μεγέθει,| εσήκωσαν απάνου τους την μαλαγήν της τέχνης Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12042· (εδώ μεταφ.): Σκοπός μας εδώ δεν είναι να σηκώσομεν άλλην βαθμίδα, διά να σώσομεν εις την θεωρίαν του Θεού Βουστρ. Μεταφρ. 256. 9) (Προκ. για κτίσμα) α) κτίζω: Οι Ιουδαίοι λοιπόν είπαν: «Ο ναός ετούτος εκτίσθη εις σαρανταέξι χρόνους —και εσύ εις τρεις ημέρες να τον σηκώσεις;» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. β́ 20· β) κατεδαφίζω, γκρεμίζω: Εάν κανείς άνθρωπος ... πακτώνει μία εδικήν μου γην διά να οικονομήσει οικίαν ... και γίνεται μετά ταύτα ότι ... ουδέν θέλει πλείον να το κρατήσει εκείνον το έφυτον, το δίκαιον κρίνει ότι ... ημπορεί καλά να σηκώσει απέ την γην μου, ού να το πουλήσει αν θέλει Ασσίζ. 45318· (εδώ μεταφ.): παρακαλούμεν τον Θεόν να δει την ταπείνωσίν μας και να σηκώσει την σουπερπίαν τους (ενν. των Γενουβήσων) Μαχ. 45621. 10) α) Παίρνω, αφαιρώ κ. από κάπ.: αν λάχει ότι κανείς άνθρωπος επιάστην εις κανέναν άσχημον αμάρτημαν, ώσπερ εμοιχίαν, και διά τον φόβον σηκώνουν του κανέναν πράγμαν απέ το εδικόν του ... ένι κρατημένος να το στρέψουν με κείμενον, διότι διά φόβον το έδωκεν Ασσίζ. 16231· Καί έρισεν ο ρήγας και εσήκωσάν του (ενν. του αποστολέ) την αρχιεπισκοπήν Βουστρ. (Κεχ.) 1017· (με δύο αιτιατ.): εθελήσαν οι Γενουβήσοι δυναστικώς να σηκώσουν τα άρματα τους Λευκωσιάτες και ... αρχέψαν ταραχάς μεγάλες Μαχ. 4168· (σε παροιμ. φρ.): Του γουρουνίου και του βαθράκου μην ασηκώσεις την λάσπην Μπερτόλδος 28· φρ. (1) σηκώνω την ζωήν τινος = αφαιρώ τη ζωή κάπ., σκοτώνω κάπ.: εκείνη ελόγιασεν ότι να του ασηκώσει την ζωήν ολότελα Μπερτόλδος 51· (εδώ προκ. για αυτοκτονία): Το χέριν του σήκωσεν την ζωήν του Κυπρ. ερωτ. 10131· (2) σηκώνω τινός την ιεροσύνην = καθαιρώ ιερέα: τον ιερέαν οπού τους όρμασεν ... πρέπει να του σηκώσουν όλας τας ημέρας της ζωής του την ιεροσύνην Ασσίζ. 36524· (3) σηκώνω τον αθό τση παρθενιάς = παίρνω την παρθενιά, διακορεύω: λέγει μου: «Η βασιλική πίστη απ’ εσύ έδωκές μου| και τον αθό τση παρθενιάς τσ’ άξας εσήκωσές μου ...» Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 280· (4) σηκώνω τη φιλιά τινός = στερώ τη φιλία μου από κάπ., παύω φιλική σχέση: Μάλλιος φοβούμαι να τση πω πως καίγομ’ ογιά κείνη| μη μου σηκώσει τη φιλιά κι ο πόνος μου πληθύνει Πανώρ.2 Ά 174· β) αρπάζω, κλέβω: Αυτός την βασιλείαν σου ταχέως θέλει πάρει,| να μη περάσει τρίμερον και να σε την σηκώσει Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 452· ως είδαν και την ωραιοτάτην εκκλησία, οπού εξέστραπτε μέσα και έξω, την εξεσκέπασαν οι άνομοι και εσήκωσαν εκείνη τη σκέπη τη χρυσοπάμφυλο Ιστ. Βατοπ. 39· ό,τι και αν ηύρισκεν (ενν. ο ιατρός) εις το σπίτι της γραίας, όλα τα ασήκωνε Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 19. 11) α) (Προκ. για αντικείμενο πώλησης) παίρνω κ. πίσω, αποσύρω: Ανίσως είς άνθρωπος επούλησεν έναν πράγμαν ..., και γίνεται ότι ο πουλητής θέλει να μετανώσει ..., το δίκαιον ... ορίζει ότι ουδέν ημπορεί να του το σηκώσει εκείνον το πράγμαν απ’ εκείνον οπού το αγόρασεν Ασσίζ. 3819· β) κατάσχω: το δίκαιον ορίζει ότι εκείνος ή εκείνη του ποιού ένι εγγυητής ή χρεωφελέτης, ημπορεί καλά να του σηκώσει το κτηνόν του διά το χρέος του Ασσίζ. 7011· γ) απαγορεύω να γίνει κ.: απέ την Κυριακήν του Ασώτου άχρι της Κυριακής του Θωμά ένι οι ημέρες και σηκώνουνται οι ορμασίες Ασσίζ. 12527· δ) καταργώ: μετά το ελθείν τον ρε Ζακ έμαθεν το πως ο αδελφότεκνός του εχάρισεν πολλά χαρίσματα και εποίκεν πολλές ελευθερίες και ... εσήκωσέν το Μαχ. 55019. 12) (Προκ. για χρήματα) α) αναλαμβάνω, παίρνω: Την σήμερον φανερά, έστοντας και η κερά Ζαμπέτα Φιλιμοπούλα ... να θέλει να πιάσει και να σηκώσει το προυκίο τση, το οποίον, ως λέγει, είναι υπέρπυρα φ́ ... Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 24· ο ίδιος μισσέρ Σταμάτης ... να πάγει με δύναμιν του προυκοχαρτίου ... να σηκώσει απού την κάμεραν τσ’ Αφεντίας ... υπέρπυρα χίλια διακόσια Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 17327· φρ. σηκώνω το μερτικόν μου (σου, του ...) = (προκ. για περιουσία) παίρνω το μερίδιό μου: ορίζει το δίκαιον ότι τα παιδιά ουδέν ημπορούν να σηκώσουν το μερτικόν τους (ενν. εκ της κληρονομίας της μητρός τους) απέ τον πατέρα τους εωσπού ζει Ασσίζ. 1322· β) έχω αξία (σε χρήματα), στοιχίζω: λόγιασε, υψηλότατη δικαιοσύνη, είντα σηκώνουνε τα τριανταδύο μουζούρια η ταγή και τα εφτά μουζούρια το στάρι Κατά ζουράρη 35. 13) Απομακρύνω κ., διώχνω: ήρτεν έναν κοπάδιν ακρίδα και ... με λιτανείες και ελεημοσύνες και παρακάλησες εσήκωσέν την ο Θεός από το νησσίν Μαχ. 62412· Δίωξε και σήκωσε έξω απέ την ψυχήν σου πάσαν θλίψιν και πόνον Ξόμπλιν φ. 122r. 14) Αναδεικνύω: Προφήτη απομεσοθιό σου από τα αδέρφια σου σαν εμέν να σηκώσει ο Κύριος ο Θεός σου· προς αυτόν να ακούγετε Πεντ. Δευτ. XVIII 15· και πήραν τον κυρ Γαβριήλ έτσι καθώς ευρέθη,| αφέντην τον εσήκωσαν (ενν. οι άρχοντες και οι στρατιώτες) και κείνος εβαρέθη Ιστ. Βλαχ. 790. 15) α) Δημιουργώ: Διατί είναι γραμμένον πως ο Θεός ημπορεί από ετούτες τες πέτρες να σηκώσει παιδία του Αβραάμ Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11231· φρ. (α)σηκώνω ελπίδες = γεννώ, δίνω ελπίδες: με τες ανεμικές ελπίδες π’ ασηκώνεις (ενν. συ, Αφροδίτη)| πρώτα με γαλιφιές πλανάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1103]· β) προκαλώ: Δεν με εκόμπωσες, ω επικατάρατε απατεών, να μην εγνωρίσω ποίος είναι οπού μου τα σηκώνει ετούτα (ενν. τα κακά) Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15326. 16) Καταργώ (τα όρια του ουρανού), ανοίγω τον ουρανό: Οι άγγελοι καθημερνόν σ’ εσέναν (ενν. Μαρία) εσιμώναν| επτά φορές των ουρανών το ύψος εσηκώναν.| Άκουες ύμνους, ψαλμωδιές και γλυκομελωδίες Σκλέντζα, Ποιήμ. 1190. 17) (Απρόσ., προκ. για φυσικά φαινόμενα) γίνεται, συμβαίνει: και τα μεσάνυκτα πάλε εσήκωσε ωσάν και την ημέραν με φωτιές και με βροντές Διήγ. πανωφ. 57· τῃ Κυριακῄ μετά τον όρθρον εσήκωσεν ένα σύννεφον ωσάν ένα φοβερόν και μέγα βουνόν Διήγ. εκρ. Θήρ. 10913. II. Μέσ. 1) α) Έρχομαι σε όρθια θέση: Και παρευθύς τον βασιλιάν βλέπει ότι εσηκώθην,| στέκεται εις πόδας όρθιος Φλώρ. 406· Ωσάν ουν καθῃρέθη ο αυτός κύρης Ιωάσαφ, εσηκώθη από του θρόνου και έκαμε μετάνοιαν των αρχιερέων δεξιά και αριστερά Ιστ. πατρ. 18710. φρ. σηκώνεται η αυλή = λήγει η συνεδρίαση του δικαστηρίου: εκείνος ο πουργέζης ουπού ουδέν έλθει εις την ημέραν του πριν να σηκωθεί η αυλή, θέλει χάσει την ημέραν του με το δίκαιον Ασσίζ. 887· β) η προστ. (α)σήκω/σηκώσου σε σχ. ασύνδετο ή με δευτερεύουσα πρόταση δηλώνει προτροπή ή επιθυμία να γίνει κ. άμεσα: Ασήκω, φύγε, μίσευσε, μην κάθεσαι εις τον γάμον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 173 κριτ. υπ.· Πατέρα μου, ασηκώσου να φάγεις από το κυνήγι μου διά να με ευλογήσει η ψυχή σου πριν παρά να αποθάνεις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 137v· Το λοιπόν σηκώσου, φύγε από τα ομμάτια μου και να μην σε ιδώ πλέον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3721‑2. 2) α) Υψώνομαι, ανεβαίνω: και το φεγγάρι ας χαθεί και τ’ άστρα ας σκοτεινιάσου| κι ας σηκωθούσι νέφαλα τον κόσμο να σκεπάσου Πανώρ.2 Δ́ 126· (εδώ μεταφ.): η μακαρία Παρθένος ήτονε εβγαλμένη από την γην ..., αλλά ωσάν απού έγινε του Θεού μητέρα εσηκώθη υπεράνω των ουρανών Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405· Πνεύμα κράζεται, καθότι σηκώνεται επάνω από τις σωματικές ετούτες ενέργειες Ροδινός (Βαλ.) 94· φρ. σηκώνονται οι τρίχες μου = προκ. για σωματική αντίδραση σε αίσθημα φόβου, τρόμου ή φρίκης: και ετρόμαξα τόσον, ότι εσηκώθησαν αι τρίχες μου Διγ. Άνδρ. 36811· β) (προκ. για ζύμη) φουσκώνω· (εδώ σε παρομοίωση): Ο δε Μωσής εισδύς ευθύς τῃ πέτρᾳ εκρυβήθη (παραλ. 2 στ.) κι η πέτρα εκ της στενωσιάς ως ζύμη εσηκώθη Παϊσ., Ιστ. Σινά 102. 3) Αφήνω το κρεβάτι που κοιμήθηκα, ξυπνώ: Οκάποτε εξημέρωσε, σηκώνομαι εκ του ύπνου Λίβ. διασκευή α 1473· Ζούσιν οι ξένοι πανταχού και ζουν ωσάν δε θέλουν (παραλ. 1 στ.) κοιμούνται και σηκώνονται πικρά, φαρμακωμένα Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 36. 4) α) (Προκ. για άρρωστο) γίνομαι καλά: Περί μετανοούντων και εξομολογουμένων και κανονισμένων πόσους χρόνους, αν έλθωσιν εις θάνατον, να μεταλάβουν, και αν σηκωθούσι, πάλιν δουλεύουσι Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1072 κέ 3· β) συνέρχομαι, συνεφέρνω: μέγαν καιρόν οπίσω| ποτέ δεν εσηκώθησαν από τον τόσον πόνον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7311· γ) (προκ. για νεκρό) ανασταίνομαι: Να σηκωθούσιν οι νεκροί, άνδρες, γυναίκες κι όλοι| και οι άγγελοι να ’ναι δεξιά, ζερβά οι διαβόλοι Τζάνε, Κατάν. 95. 5) α) (Προκ. για πλοίο) σηκώνω άγκυρα, αποπλέω: Θωρώντα τα κάτεργα πως διάφορος δεν είχαν, εσηκώθησαν. Και επήγαν εις την Πάφον Βουστρ. (Κεχ.) Μ 1311· (μετων.): Αν είσαι καταβολάρης, κάτεχε ότι με τρεμουντάνα δυνατήν ουδέν σε αφήνει να σηκωθείς Πορτολ. A 4012· β) (προκ. για οδοιπόρο ή ταξιδιώτη) ξεκινώ (ή συνεχίζω) ταξίδι, αναχωρώ, φεύγω: έπειτα δε από την Τρίπολιν σηκώνεται πεζός άνθρωπος και υπάγει έως το Χάμα οδιά ημέρες τρεις Ουζούχασαν 24· εσηκώθη από την Φιορέντσα μετά λύπης μεγάλης ... και ήλθεν εις την Βενετίαν Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18· (μεταφ.): στο μίσεμάν της (ενν. της κυράς μου) εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 9410. 6) α) (Προκ. για καιρικό φαινόμενο) εκδηλώνομαι, ξεσπώ: τότες εσηκώθην ένας κακός καιρός και εφοβήθησαν διά τα κάτεργα Μαχ. 27410· Την νύκταν εκείνην ... σηκώνεται ένας άνεμος και αγριεύγεται η θάλασσα Μορεζ., Κλίνη φ. 388r· μερικούς καιρούς σηκώνεται δυνατός νότος και σηκώνει τα βουνά του άμμου ολόκληρα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 256· (σε μεταφ.): εσηκώθηκε αέρας σωτηρίας εις τον λαόν του Θεού, ο Μεθόδιος, ο καλός αληθινά βοσκός των προβάτων του Χριστού Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 677· β) (προκ. για ουράνιο σώμα) ανατέλλω: Ακόμη ο ήλιος δεν ήτονε καλά σηκωμένος από την ανατολή ... και οι Τούρκοι επεριλάβανε την ελεεινή Πόλη Χρον. σουλτ. 9210· Εκείνο το ψοματινό και το μισό φεγγάρι,| που ’γέρθη και σηκώθηκε μ’ έτοια μεγάλη χάρη ... Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 106· γ) (προκ. για χρονικό διάστημα) ακολουθώ· φτάνω: και να σηκωθούν εφτά χρόνια πείνας καταπόδου τους και να λησμονηθεί όλη η χόρταση εις την ηγή την Αίγυφτο, και να αποτελέψει η πείνα την ηγή Πεντ. Γέν. XLI 30. 7) α) Ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι: να σηκωθώμ’ απάνω του, να τον ’πιβουλευτούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 734· ο λαός όλος της χώρας του άνωθεν νησιού εσηκώθηκαν καταπάνου του Πρίντζιπό τους και των αρχόντων τους Σουμμ., Ρεμπελ. 157· β) επιτίθεμαι, ορμώ σε κάπ.: και ήτον όνταν ήτον εις το χωράφι και εσηκώθην ο Κάιν προς τον Έβελ τον αδερφό του και εσκότωσέ τον Πεντ. Γέν. IV 8. 8) Δημιουργούμαι: και ιδού εσηκωθήκετε κατωθιό τους γονεούς σας ανάθρεμμα αθρώπων φταισμένων Πεντ. Αρ. XXXII 14· Μαλιές εσηκωθήκασι κι έχθρητες εγενήκα Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 35. 9) Παρουσιάζομαι, φανερώνομαι: Τῳ αυτῴ χρόνῳ εσηκώθη ένας άνθρωπος μαύρος και εκήρυττε τον εαυτόν του, ότι είναι κι αυτός προφήτης μέγας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 275· τον αυτόν καιρόν οπού εις τους Μωαμεθίτας εσηκώθη η αίρεσις του Χαϋντάρ, τον αυτόν και εις τους χριστιανούς η αίρεσις του Λουτέρου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 318. 10) Ανεβαίνω σε αξίωμα: και εσηκώθην βασιλεάς καινούριος ιπί την Αίγυφτο, ός δεν ήξερεν τον Ιωσεφ Πεντ. Έξ. I 8. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = επηρμένος, αλαζόνας: Οι πρησμένοι και σηκωμένοι, τουτέστιν οι υπερήφανοι Ροδινός (Βαλ.) 60. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κουβαλητός: έρχονται προς αυτόν (ενν. τον Ιησού) βαστώντες έναν παράλυτον σηκωμένον από τεσσάρων Πηγά, Χρυσοπ. 49. Φρ. 1) Σηκώνω το αίτιον = αναιρώ την αιτία: αφόν να σηκώσεις το αίτιον, παύουν και τα τούτων ακόλουθα Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 527. 2) Σηκώνω ανακάτωμαν/ζάλην/θόρυβον/ταραχήν κ.τ.ό. = προκαλώ αναστάτωση, κάνω φασαρία: Ως το ήκουσαν, ως το έμαθαν οι άνθρωποι της χώρας,| σηκώνουν ανακάτωμαν και ταραχήν και ζάλην Διήγ. Βελ. χ 356· εκάμνασι συμβούλια θόρυβον να σηκώσουν Λίμπον. 291. 3) Σηκώνω άρματα απάνω εις τινά = παίρνω τα όπλα εναντίον κάπ., επιτίθεμαι: εις αυτούς (ενν. τους μοναχούς του Σίναιου Όρους) απάνω να μη σηκώνει τινάς άρματα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 273. 4) α) Σηκώνω το γεμάτο = κάνω πρόποση: εις του Θεού το όνομα σηκώνουν το γεμάτο Ιστ. Βλαχ. 2115· β) σηκώνω το ποτήρι, βλ. ά. ποτήριον 1. 5) Σηκώνω το γεφύριον/γιοφύρι = (προκ. για κινητή γέφυρα) μαζεύω: προλαβόντες οι εν τῳ Ευρίπῳ εσήκωσαν το γεφύριον, και ακουσίως εμείναμεν εις τας έξωθεν του γεφυρίου πέτρας Σφρ., Χρον. (Maisano) 761· Σιμώνει μέσα για να μπει και βλέπει το γιοφύρι| πως σηκωμένο του ’χανε, κι έπρεπε να γιαγείρει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2528. 6) Σηκώνω δόγμα = προκαλώ θρησκευτικό ζήτημα: οι Τούρκοι ... εσήκωσαν δόγμα μεγάλο και εγίνη σύγχυσις και ταραχή Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 19r. 7) Σηκώνω το έκκλημαν = αντιμετωπίζω κατηγορία στο δικαστήριο: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος θελήσει να σύρει μαρτυρίαν ... δι’ αγάπην εκείνου οπού θέλει να σηκώσει το έκκλημαν, το δίκαιον ορίζει ότι οι κριτάδες ουδέν εντέχουνται να τους δεχτούν διά μάρτυρας τοιούτους ανθρώπους Ασσίζ. 1012. 8) Σηκώνω την ελπίδαν = σταματώ να ελπίζω: Τούτον ούλον εγίνετον, διατί εσήκωσεν την ελπίδαν απέ τον Θεόν και εθάρρησεν εις το νουν του και εις την αγάπην του ρηγός Μαχ. 57614. 9) Σηκώνω το καταλόγι μου = (αρχίζω να) απαγγέλω προφητεία, προφητεύω: Και εσήκωσεν το καταλόγι του και είπεν· «λέει ο Βιλεάμ υιός του Βεορ ...» Πεντ. Αρ. XXIV 15. 10) Σηκώνω κατάστιχο/ινκάντο = δηλώνω στο κτηματολόγιο/βγάζω σε δημοπρασία (περιουσιακό στοιχείο): οι λεγόμενοι πουλητάδες ... δίδουν θέλημα του άνωθεν αγοραστή να το καταστιχάρει γή να το ’καντάρει (ενν. το αμπέλι) και σηκώνοντας κατάστιχο γή ικάντος να το ντελιμπεράρει απάνω του Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6138. 11) Σηκώνω κέρας σωτηρίας = στέλνω βοήθεια (πβ. Κ.Δ., Λουκ. 1, 69: ήγειρε κέρας σωτηρίας): να ζητήξομεν την βοήθειαν του Θεού ... να σηκώσει κέρας σωτηρίας να έλθει πάλι η Κωνσταντινούπολις εις τα πρώτα της Μορεζ., Κλίνη 23v. 12) α) Σηκώνω κεφάλι, βλ. ά. κεφάλι(ν) Φρ.· β) σηκώνονται κεφάλια = γίνονται εξεγέρσεις, επαναστάσεις: από τους πολλούς πολέμους και τες πολυαρχίες και τα πολλά κεφάλια οπού εσηκώνουντα και εκεί συχνά, εκλείοντο οι δρόμοι και δεν εδύνοντο οι οικονόμοι ... να στείλουσιν τίποτες εις το μοναστήριον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 201. 13) Σηκώνω το κεφάλι/τον λογαριασμό/το ψήφος = καταμετρώ πληθυσμό, κάνω απογραφή: να σηκώσεις τον λογαριασμό παιδιών του Ισραελ εις τους αναγραμμένους τους Πεντ. Έξ. XXX 12· Σήκωσε το κεφάλι παιδιά του Κεαθ απομεσοθιό παιδιά του Λεβη εις τις γενεές τους Πεντ. Αρ. IV 2· ανάγραψε παν πρωτόκοκο ασερνικό εις τα παιδιά του Ισραελ ... και σήκωσε το ψήφος ονόματά τους Πεντ. Αρ. III 40. 14) Σηκώνω κόπια = αντιγράφω κείμενο, αποκτώ αντίγραφο κειμένου: Δέξου τα (ενν. τούτα τα βέρσα) το λοιπόν α θες και απήτις τα αναγνώσει| ότις ζητήξει κόπια δος του να την σηκώσει| διά να μπορούν να δούσινε και άλλοι την δούλεψίν μου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 28. 15) Σηκώνω το κρίμα/(το) φταίσιμο = διαπράττω αμαρτία, είμαι ένοχος αμαρτίας: αυτός μάρτυρας γή είδεν γή ήξερεν, αν δεν αναγγείλει, και να σηκώσει το κρίμα του Πεντ. Λευιτ. V 1· μη μισήσεις τον αδερφό σου εις την καρδιά σου ... και να μη σηκώσεις απάνου του φταίσιμο Πεντ. Λευιτ. XIX 17· ανήρ ότι να καταριστεί τον Θεό του και να σηκώσει το φταίσιμό του Πεντ. Λευιτ. XXIV 15. 16) α) Σηκώνω την κρίση = (πιθ., προκ. για το εβραϊκό αρχιερατικό επιστήθιο) φέρω τα διακριτικά σημάδια του θελήματος του Θεού: και να σηκώσει ο Ααρων τη κρίση παιδιών του Ισραελ ιπί την καρδιά του ομπροστά στο Κύριο πάντοτες Πεντ. Έξ. XXVIII 30· β) σηκώνεται η κρίσις = (τριτοπρόσ.) ανακοινώνεται καταδικαστική απόφαση (πβ. ΚΔ, Πράξ. Αποστ. 8, 32, ΠΔ, Ησ. 53, 8): Με την ταπείνωσίν του ασηκώθη η κρίσις του, αμή το γένος του τις να το λογαριάσει; Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 72r. 17) Σηκώνω το λαμπρόν = σβήνω τη φωτιά· (εδώ μεταφ.): Έναι χρήση να σηκώσεις| το λαμπρόν από ’ξαυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 11842. 18) Σηκώνω μαχαίριν απάνω εις κάπ. = επιτίθεμαι σε κάπ. με μαχαίρι: Έκοψεν (ενν. ο ρε Τζάκες) το κόμμαν του χεριού εκείνου όπου να σηκώσει μαχαίριν απάνω εις καβαλλάρην ή λιζίου Μαχ. 886. 19) α) Σηκώνω (τη) μάχη/σεφέρι = ξεκινώ σύγκρουση, αρχίζω πόλεμο: Ήλθε καιρός και εσηκώθησαν μάχαι ανάμεσον των χριστιανών και των βαρβάρων Μορεζ., Κλίνη φ. 479v· Μα αλήθεια σου όποιος βασιλιός λογιάζει να σηκώσει| τη μάχη, πρέπει ολονομπρός βλέπηση να ’χει τόση Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 9· εγώ ωσάν οργισθώ και σηκώσω σεφέρι, όλος ο κόσμος ... δεν δύναται να με αντισταθεί Βίος Αλ.2 113· β) σηκώνομαι εις μάχην = ξεκινώ για πόλεμο: Κι ο βασιλεύς μετά στρατού εις μάχην εσηκώθη Κορων., Μπούας 114. 20) Σηκώνω μοιρολόγι, βλ. ά. μοιρολόγιον Φρ. 2. 21) Σηκώνω νερόν, βλ. ά. νερόν Φρ. 7. 22) α) Σηκώνει ο νους, βλ. ά. νους Φρ. 59· β) σηκώνω τον νου(ν), βλ. ά. νους Φρ. 60. 23) Σηκώνω πόλεμον/(εις) πόλεμον, βλ. ά. πόλεμος Φρ. 18α, β. 24) Σηκώνω πουλία = εκτρέφω κατοικίδια πτηνά: ο Σατούρνος ήτονε ο πρώτος οπού έδειξεν να δουλεύουν την γην και να φυτεύουν δενδρά και να ασηκώνει πουλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 7r. 25) α) Σηκώνω (τα) πρόσωπα κάπ. = φέρομαι σε κάπ. ευνοϊκά, παίρνω το μέρος κάπ.: μη σηκώσεις πρόσωπα φτωχού και μη διαπρέψεις πρόσωπα μεγάλο· με δίκο να κρίνεις τον σύντροφό σου Πεντ. Λευιτ. XIX 15· ιδού, εσήκωσα τα πρόσωπά σου απατά για το πράμα ετούτο να μη γυρίσω το κάστρο ος εσύντυχες Πεντ. Γέν. XIX 21· β) σηκώνω τα πρόσωπα προς κάπ. = στρέφω το βλέμμα μου σε κάπ., κοιτάζω κάπ.: να σηκώσει ο Κύριος τα πρόσωπά του προς εσέν και να βάλει εσέν ερήνη Πεντ. Αρ. VI 26. 26) Σηκώνω τον σταυρόν = οργανώνω σταυροφορία: ω πάπα αγιότατε, της πίστεως ο στύλος (παραλ. 1 στ.) ποίσε ...| όλοι αυθέντες της Φραγκιάς να κάμουσιν αγάπην (παραλ. 1 στ.) και να σηκώσουν τον σταυρόν εσύ πρώτος και κείνοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 544· οι χριστιανοί ήλθαν εις τα μέρη της Συρίας και της Παλαιστίνης ... διά να ελευθερώσουν την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και εσήκωσαν τον σταυρόν δι’ αυτήν την υπόθεσιν Ροδινός (Βαλ.) 190. 27) Σηκώνω το στοίχημα = κερδίζω στοίχημα: μάντευσέ το εσύ ... διά να ημπορέσω εγώ να ξεκαθαρίσω το άνωθεν αίνιγμα και να ασηκώσω το στοίχημά μου Μπερτολδίνος 138. 28) Σηκώνω το τραπέζι(ν) = μαζεύω τα σκεύη του φαγητού μετά το γεύμα, καθαρίζω το τραπέζι: και όταν σηκώσουν το τραπέζι, να λογαριάζει (ενν. ο βδελυρός) πως επερίσσευσαν μισού ασπρού ρεπάνια, διά να μην τα φάγουν οι δούλοι του Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126· ο Μανόλης ήτον άνθρωπος ως νέ χρονών ... και τόσος ήτον φιλόξενος ότι το τραπέζιν του δεν το εσήκωνεν από μία εβδομάδα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 56r. 29) Σηκώνω φουσσάτα = συγκεντρώνω στρατεύματα: Δεν ηθέλησε την αυτήν σύβαση και εκοίταζε να σηκώσει φουσσάτα ... διά ν’ αντισταθεί του σουλτάνου Χρον. σουλτ. 10135. 30) Σηκώνω την φωνήν = ανεβάζω την ένταση της φωνής μου, φωνάζω: Ιδέ μου εκείνους τους άλλους κατακειτάμενους εις τα καπηλεία, να τρώγουσι, να πίνουσι, να μεθύουσιν, έπειτα να μου σηκώσουσι την φωνήν εις το τραγούδι Πηγά, Χρυσοπ. 305· Φωνή εσηκώθη φοβερή από όλον το φουσσάτον| ότι Έκτορας εκρέμνισεν Έλληναν βασιλέα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7062. 31) Σηκώνω τσι ψύλλους μου και φεύγω = (ειρων., προκ. για άτακτη υποχώρηση) τα μαζεύω και φεύγω: και ό,τι ώρα οι Τούρκοι εκούσασι ...| τον ερθομό μου εμένα εδώ, πάραυτας εσηκώσα| τσι ψύλλους τως κι εφύγασι Φορτουν. (Vinc.) B́ 88. 32) Σηκώνω την ψυχή μου προς κ. = έχω την ελπίδα μου σε κ.: Μη αδικήσεις μισταργόν φτωχόν και πένητον ... Εις την ημέρα του να δώσεις το μιστάρι του ... ότι φτωχός αυτός και προς αυτό αυτός σηκώνει τη ψυχή του Πεντ. Δευτ. XXIV 15.
       
  • σκοπός
    ο, Σπαν. Α 395, Σπαν. Β 291, Κομν., Διδασκ. Δ 57, Γλυκά, Στ. 540, Λόγ. παρηγ. L 205, Λόγ. παρηγ. Ο 210, Καλλίμ. 976, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1421, Βέλθ. 1069, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5933, Χρον. Μορ. H 638, Χρον. Μορ. P 4351, Σαχλ., Αφήγ. 351, Λίβ. διασκευή α 2622, Λίβ. Esc. 2492, Λίβ. Va 2815, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1038, Χρον. Τόκκων 2651, Rechenb. 8613, Φαλιέρ., Ιστ.2 747, Μαχ. 1845, Σφρ., Χρον. (Maisano) 5814, Θησ. Δ́ [486], Ζ́ [1216], Θησ. (Foll.) I 22, Ch. pop. 341, Κάτης (Τικτοπούλου) 103, Βουστρ. (Κεχ.) 610, Συναξ. γυν. 343, Απόκοπ.2 274, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 121, Πένθ. θαν.2 515, Πεντ. Γέν. VI 5, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 478, Αχέλ. 1718, Μορεζ., Κλίνη φ. 480r δις, Κυπρ. ερωτ. 829, Πανώρ.2 Γ́ 622, Lucar, Sermons 143, Ιστ. Βλαχ. 1035, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1367, Γ́ 228, Ψευδο-Σφρ. 15016, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2506, 5594, κ.π.α.· σκόπος, Πεντ. Έξ. ΧΧΧΙ 3, ΧΧΧV 31, Αρ. XXIV 16.
    Το αρχ. ουσ. σκοπός. Η λ. και σήμ.
    1) α) Φρουρός: Οι δε σκοποί του Ορχάνου … τριακόσιοι έφιπποι στρατιώται όντες, την ασύντακτον φυγήν και θόρυβον ορώντες, μετά φωνών μόνον αυτούς εδίωχνον Ψευδο-Σφρ. 18021· β) (συνεκδ.) φύλαξη, προστασία: μένει μ’ εσέν για ’θύμιον η καρδιά μου| κι ας είναι κηβεμένη αχ τον σκοπόσ σου Κυπρ. ερωτ. 626. 2) Πρόθεση, επιδίωξη, στόχος· σχέδιο: ο αμιράς … Μεχεμέτης … έχει σκοπόν και μελέτην ελθείν κατά της Πόλεως Σφρ., Χρον. (Maisano) 1415· άλλα πολλῴ πλείονα διά την σην αγάπην,| εμή ψυχή, πεποίηκα, ίνα σε εκκερδίσω,| και του σκοπού απέτυχον, ήμαρτον της ελπίδος Διγ. (Trapp) Gr. 3490· άπασα η δύναμις και ο σκοπός ην του μη αφείναι τοις Τούρκοις την είσοδον γενέσθαι εκ των καταπεσόντων τειχέων Δούκ. 3591· Τον γουν σκοπόν τον κάκιστον ον είχεν ο Πηλέος| προς τον αυτού ανεψιόν, τον Ιασούν εκείνον,| πάντα κρυφά εγύρευε πώς να τον εξορθώσει,| και πάσαν δολιότητα έθησε στον σκοπόν του Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 33, 36. 3) Τέχνασμα: κοπιάζετε μέραν και νύκταν με πολλές παραβουλίες και με τείντα σκοπό να πάρετε το κάστρον και το δελοιπόν ρηγάτον, όπου να μεν σας αξιώσει ο Θεός! Μαχ. 47633· εφεύρε (ενν. η αυτοκρατόρισσα) τρόπον και σκοπόν, ότι το μονωθήναι| και ξενωθήναι των πολλών ανάπαυσιν ευρίσκει (παραλ. 1 στ.), τούτο δε τέχνασμαν σοφόν και πλάσμαν μηχανίας (παραλ. 2 στ.). Ημείς, μη γνόντες τον σκοπόν, λοιπόν ανεχωρούμεν.| Εκείνη δε μηχάνημαν εσκεύασε και δόλον Καλίμ. 2262, 2268· σκοπόν ο νους μου εγύρευεν το πώς να επιχειρήσει| της κόρης την υπόθεσιν και μετά τέχνης ποίας Λίβ. διασκευή α 1250· Οποίον γαρ εποίησε μετά σκοπού και τρόπου,| ίνα, εφόσον μάχονται, εκείνος εκ του τόπου| περάσαι και τον ποταμόν, όπως εκ του κινδύνου| ρυθείη κι από τον θυμόν του καίσαρος εκείνου Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 315. 4) α) Σκέψη, συλλλογισμός: Σαχλίκη, εσέν η μοίρα σου τά σου έχει καμωμένα (παραλ. 1 στ.) πολλά κακά και απλήρωτα και αριφνημόν δεν έχουν (παραλ. 1 στ.)· άμε καρτέρει, βάσταζε, παρηγορού και θάρρει (παραλ. 3 στ.)· δύναται η τύχη τον τροχόν πάλιν να τον γυρίσει| και εις τα κακά τά σ’ έκαμε να σε παρηγορήσει.| Και μετά τούτον τον σκοπόν εβάστουν την πικρίαν| και ανάμενα την τύχην μου να πέμπει ιατρείαν Σαχλ., Αφήγ. 11· βλέποντα τό ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζει,| πώς εις τον Άδην έβλεπεν τούς ήξευρεν κι εζούσαν| και πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κι επονούσαν.| Και μετά τούτον τον σκοπόν έστεκεν κι εσυντήρα| τα δύσπιστα να μην ’ξαργεί και να πιστεύγει μοίρα Απόκοπ.2 377· (ως σύστ. αντικ.): Ως το ήκουσεν ο αντρειότατος ο αφέντης Καρυταίνου,| πολύν σκοπόν εσκόπιζεν το πώς να έχει πράξει,| εις ποίον πρώτον ν’ απελθεί να του έχει βοηθήσει Χρον. Μορ. Ρ 3228· β) έγνοια, ανησυχία: ο νους μου δε εις την αρπαγήν κείτεται της Ροδάμνης,| το να μη ηρπάγη μαγικώς παρά του Βερδερίχου·| φίλε μου, εις αύτον τον σκοπόν κείτεται πλέον ο νους μου Λίβ. διασκευή α 2808· ο δε πνευματικός είπεν αυτῄ: «Συγχωρημένον εστίν· ο Θεός συγχωρήσει σοι. Άπελθε, κοινώνησον αποβαλούσα πάντα σκοπόν …» Δούκ. 3252· όλες (ενν. οι κορασίδες) οπού ’σαν ’ξάκουστες κι εις δύναμη ’νδρειωμένες| σκοπόν πολύ ’χαν μέσα τους, όλες αλλοχροιασμένες·| κι αφόν ολίγον άργησαν, Ιππόλυτα ζητάει| να της ακούσουν, λέγει τους, να τους ειπεί το βάι Θησ. (Foll.) I 116· Εκεί να είδες συγκοπήν και έννοιαν εις τους πάντας,| θλίψιν μεγάλην και σκοπόν αμφότερα τα μέρη,| διά τον πόλεμον, φημί, τόν έστησαν οι δύο Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5645·   γ1) νους, μυαλό· αντίληψη: Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου,| σκοτίζεται ο σκοπός μου| και δεν ηξεύρω πόθεν ν’ αρχινίσω Κυπρ. ερωτ. 9117· όλον σε κακόν έχουσιν τον σκοπόν τους| από τον γέρον Σατανάν και τον διδάσκαλόν τους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5321· να διαβώ ατός μου εκεί μέλλω| στο Φαγαράσιν, που εκεί ευρίσκουνται πιασμένοι| ο υιός και η γυναίκα μου, ’κ τους εχθρούς κρατημένοι,| να τους λυτρώσω απεκεί ’κ τας χείρας των εχθρών μου,| ’πού την μεγάλην έννοιαν να βγάλω τον σκοπόν μου Παλαμήδ., Βοηβ. 1244· Τον πλέον χρόνον της ζωής ταύτης της επικήρου| εις λογικά μαθήματα γύμναζε τον σκοπόν σου Κομν., Διδασκ. Δ 227· είναι ακριβότερος εκείνος ο λογαριασμός του σκοπού παρού εκείνου οπού γίνεται με την τέχνην (ενν. της αριθμητικής) Rechenb. 8614· ανισώς και οι γυναίκες ετσερζιάζουντα εις τα γράμματα και εις τες τέχνες του κόσμου ως γιον πολομούν οι άνθρωποι, ήθελαν ποίσει μεγάλα πράματα από την δύναμιν του σκοπού τους του φυσικού Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 84· γ2) προσοχή: Όνταν ο ήλιος λάμψει την εσπέραν,| βοήθειαν θέλω δειν τότ’ αξ αυτόσ σου (παραλ. 2 στ.)· όνταν να δεις ν’ αφταίννει πάσα έραν,| τότες σ’ εμέν γυρίζεις τον σκοπόσ σου Κυπρ. ερωτ. 366· δ) γνώμη, άποψη: ζήσωμεν χρόνους μετ’ αυτήν (ενν. την κόρην), χαρώμεν, γλυκανθώμεν,| εστάνε Πόθος τον σκοπόν τόν έχει μη αλλάξει| και Έρωτας ποίσει το γλυκύν να γυριστεί φαρμάκιν Λίβ. διασκευή α 996· Ταύτα και άλλα πλείονα είπον οι στρατιώται| προς τον καλόν και εύμορφον Βέλθανδρον τον ανδρείον.| Ποσώς ουκ εμετέστρεψαν καν όλως τον σκοπόν του Βέλθ. 158. 5) α) Κατεύθυνση, οδός: επίασα στράταν και σκοπόν, και εκείνη η στράτα, φίλε,| εκόπτετον εις εκατόν μικρά μονοπατίτσια Λίβ. Esc. 2569· φρ. χάνω τον σκοπόν μου = χάνω το δρόμο μου, τον προορισμό μου: Δεν έχουν οι ταλαίπωροι και αυτοί το εύκολόν τους,| η δυσθυχία ηύρε τους και χάσαν τον σκοπόν τους (παραλ. 2 στ.). Το πώς να κάμουν δεν ξεύρουν διά το σύμφερό τους,| διατί αυτοί ασέβησαν και χάσαν τον σκοπόν τους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5222, 5226· Τότες αυτός επάρθηκεν από τον λογισμόν του| και από τον βίον τον πολύν εχάσεν τον σκοπόν του Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6996· β) (μεταφ.) εξέλιξη, προοπτική: Μικροί, μεγάλοι, άπαντες τον πόλεμον αφήκαν| και γοργόν εις άλλον σκοπόν να υπάγαινε το πράγμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 8906· εις τα παλάτια τα λαμπρά, οπού έκτισεν εκείνος (ενν. ο βασιλεύς),| την κόρην εσεβάσασιν μετά πολλών δακρύων,| ίν’ αποφύγει τον σκοπόν της ερωτοληψίας Διγ. Ζ 82· γ) (μεταφ.) τρόπος ζωής, συνήθειες: Εξέπεσα και πτώχαινα κι έχασα το εδικόν μου,| και τότε σκόπησα καλά τον πελελόν σκοπόν μου Σαχλ., Αφήγ. 84. 6) Μελωδία, ρυθμός μουσικού κομματιού: ένα τραγούδιν έλεγε πηαίνοντας την οδό τση| κι εστέκασιν οι ορανοί κι ακούγα το σκοπό τση Πανώρ.2 Ά́ 324· Η πρώτη νύχτα επέρασε και δε γροικά (ενν. η Αρετούσα) λαγούτο| ουδέ σκοπό του τραγουδιού, πρίκα τση φέρνει τούτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 742· πολλές φορές η Τάρσια έλεγε μοιρολόγια (παραλ. 1 στ.), με της κιθάρας το σκοπόν να λε τα βάσανά της Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1421· (προκ. για το κελάιδημα των πουλιών): το σκοπό του κιλαδεί κάθε λογής πουλάκι,| και με τη σιγανή λαλιά τον ήλιο προσκαλούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1254. Εκφρ. 1) Από σκοπού = σκόπιμα, όχι τυχαία, επιτούτου: Προσέχωμεν· από σκοπού μετοίκησις δρακόντων| ή των δαιμόνων σύναγμα εντός του κάστρου μένει Καλλίμ. 1035. 2) Με δίχως σκοπό/σκόπο = ακούσια: ος να δείρει τον σύντροφό του με δίχως σκοπό και αυτός δεν μισάει αυτόν Πεντ. Δευτ. ΧΙΧ 4· ος να φονέψει το σύντροφό του με δίχως σκόπο Πεντ. Δευτ. IV 42. Φρ. 1) α) Βάλλω/βάνω ή θέτω ή στήνω τον σκοπόν (μου) (εις) = επικεντρώνομαι, δίνω ιδιαίτερη σημασία και προσοχή σε κάπ. ή κ.: Τέτοιας μηχανάς είχαν στον λογισμόν τους (ενν. οι Τούρκοι),| στην Κρήτην πως να κάμουσιν έβαλαν τον σκοπόν τους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5330· Εις αύτον βάνει τον σκοπόν (ενν. ο Αχιλλεύς εις τον Έκτορα), εις αύτον την βουλήν του,| όλα τα άλλα αφήνει τα, σ’ αυτόν μόνον σκοπίζει,| τον νουν του καλά έθεσε, σκοπάει να τον πληρώσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7018· Την δύναμιν και τον σκοπόν εις εσένα τον βάνω,| χαράν ή παρηγόρημα ου μη να έχω εις τον κόσμον,| έως ότου την αγάπην σου μπορέσω να κερδίσω Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5830· γράφω σε στίχους εκλεκτούς, στίχους εκ τούς ηγάπας,| και όταν εύρεις άδειαν, κάθου κι ανάγνωθέ τους,| και θες τον νουν σου εις αυτούς και βάλε τον σκοπόν σου,| και οίον εύρεις αγαθόν, θες τον εις την ψυχήν σου| κι έχε τον εις ενθύμησιν και κράτει τον στον νουν σου Σπαν. Α 46· Ώδε λαλώ του πόθου τα κακά μου| κι όλες μου οι έννοιες ώδε ’ναι γραμμένες.| Ω παίδιοι, βάρτε το σκοπόν σ’ αυτόν μου,| μάθετε σεις απού τον όξοδόν μου Κυπρ. ερωτ. 27· λόγους εγγράφως πέμπω σοι, υιέ μου, παραινών σε,| και, όταν αδειάσεις, κάθησε μόνος και τούτους, τέκνον,| ανάγνωσ’ εμπόνως, ω υιέ, συν προσοχῄ μεγάλῃ,| και εις σκοπόν του γράμματος θες τον σκοπόν σου, τέκνον Σπαν. (Λάμπρ.) Va 51· Γίνεσαι μέγας, άνθρωπε, βλέπεις τους άνω κάτω·| τούς έβλεπες απάνω σου τώρα τους βλέπεις κάτω.| Θες τον σκοπόν σου, πρόσεξε, τούς είδες άνω κάτω| πώς τους γυρίζει ο τροχός τους κάτω πάλιν άνω Αλφ. 1413· Επεί δε λόγος είς αρκεί τον φρόνιμον και μόνος,| αρκούσι τά σε έγραψα, μόνον να τα προσέξεις| και προς τον νουν του γράμματος στήσεις και τον σκοπόν σου Κομν., Διδασκ. Δ 403· β) βάλλω εις τον σκοπόν μου = σκέφτομαι, αναλογίζομαι: Τούτον ας βάλει εις τον σκοπόν του πασαείς οπού διστάζει εις τα λεγόμενα, ότι … Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 448· γ) βάνω (κάπ.) εις σκοπόν, βλ. βάνω Ά́ 21 ιβ. 2) Βγαίνω εκ τον σκοπόν μου = χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι: Θαύμα ουκ ένι τίποτε τα κάλλη σου όστις βλέπει| να μη εκ τον νουν του χάνεται και εβγαίνει εκ τον σκοπόν του Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5829. 3) Έχω τον σκοπόν (μου) = προσέχω, επαγρυπνώ: Πολλά τυχαίνει να τηρά και να ’χει τον σκοπόν της| οπού βαλθεί να αγαπά στρατιώτην εις τον κόσμον,| ότι πολλές εμπαίχθησαν από ψευδολογίες Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5858· εγώ πάντα είχα τον σκοπόν και πάντα απάντεχά τους (ενν. τους απελάτας)·| ορίζω τους αγούρους μου και φέρνουν μου φαρία Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1421. 4) α) Παίρνω (εις) τον σκοπόν μου = αποφασίζω: Αφότου ταύτα ήκουσεν, επήρεν τον σκοπόν του,| εκίνησεν προς τον Μορέαν Χρον. Μορ. Ρ 8197· εβουλήθηκα κι επήρα εις τον σκοπόν μου| να της αφήκω το ήμισον της μπαρουνίας εκείνης,| και πάλε το άλλο ήμισον να δώσω …| της θυγατρός μου της μικρής, να το έχει εις γονικόν της Χρον. Μορ. Η 7657· β) παίρνω μέγαν σκοπόν = σκέφτομαι πολύ, αποφασίζω καλύτερα: γροικώντα οι καβαλλάρηδες … εκάτσαν εις την βουλήν είντα πράμαν να ποίσουν διά τα πράματα τους αφέντες, και εφάνην τους όλους να πάρουν μέγαν σκοπόν, παρά ’πού επαίρναν Βουστρ. (Κεχ.) 9211· γ) παίρνω σκοπόν (κ.) (βλ. και φρ. παίρνω τον σκοπόν μου, ά. επαίρνω σημασ. 1α φρ.) = (α) παρατηρώ, επαγρυπνώ: οι καπετάνοι εμπαίνναν και κατεβαίνναν και επαίρναν σκοπόν μεν τους αναφάνει φουσσάτον Μαχ. 41431· (εδώ προκ. για κατασκόπους): αναφάναν δ́́ Αλαμάνοι όπου είχαν μηνίον τους Γενουβήσους και έρκουνταν ομπρός και παίρναν σκοπόν Μαχ. 4401· (β) φροντίζω, διευθύνω, επιστατώ: αφήκεν (ενν. ο ρήγας) να παίρνει σκοπόν το σπίτιν του έναν πολλά αντρειωμένον καβαλλάρην, ονόματι σιρ Τζουάν Βισκούντην Μαχ. 1965· η κυρά η Τσαρλόττα είπεν του να τον έχει ακριβόν, … και να παίρνει σκοπόν το ρηγάτον, ότι δεν είχεν τινάν περίτου αγκαρδιακόν παρά κείνον Βουστρ. (Κεχ.) 484· (γ) προσέχω: Ο Πλάτος λαλεί: Έπαρε σκοπόν μηδέν κατηγορήσεις τον φίλον σου ομπρός άλλους αντά να ’ναι θυμωμένος Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 107· έπαρε σκοπόν και ευρίσκονται πολλές λογές ψέματα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 125· γροικώντα τους ο μισέρ Τζουάν τε Ρρας και λαλεί τους: «Παιδιά μου, επάρτε σκοπόν! Και η κυρά μας είναι ζωντανή και, αν το μάθει κι εποίκαν καμίαν παραβουλίαν, θέλειν τους παιδεύσειν» Βουστρ. (Κεχ.) 30018· (δ) έχω υπόψη μου, σκέφτομαι, αναλογίζομαι: Αφέντη, έπαρε σκοπόν, και ’ξηλοθρεύγεις μας, διότι ό,τι και αν έχομεν εις τον κόσμον είναι εις την Συργιάν Μαχ. 1583· λαλεί του η αδελφή του: «Μαρκίο, έπαρε σκοπόν ότι εκείνοι οπού σου το είπαν δεν το είπαν διά πολλήν αγάπην απού αγαπούν τον τον υιόν μου, αμμέ είπαν το διά διπροσωπίαν εκείνοι οπού τον μισούν …» Βουστρ. (Κεχ.) 441.
       
  • σκοτεινιάζω,
    Απολλών. (Κεχ.) 629, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 916, 2751, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 432, Φαλιέρ., Ιστ.2 259, Αργυρ., Βάρν. K 318, Κάτης (Τικτοπούλου) 51, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 93, Χούμνου, Κοσμογ. 2391, Βουστρ. (Κεχ.) 546, Αλεξ.2 2077, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 287 VNE, 1707 N, Πένθ. θαν.2 246, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή́ [286], Πεντ. Έξ. X 15, Αχέλ. 1530, 2498, Θρ. Κύπρ. Μ 506, 508, Ιστ. πατρ. 16616, Πηγά, Χρυσοπ. 211 (62), Πιστ. βοσκ. IV 3 278, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1247, κ.α., Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 20532, Πανώρ.2 Πρόλ. Απόλλων. 48, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 11, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 121, κ.α., Διγ. Άνδρ. 36924, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2001, κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1043, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 975, 981, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 142, Σουμμ., Παστ. φίδ. B́́ [817, 1157], Χορ. β́́ [24], Γ́ [1318], Χορ. δ́ [15], Έ́ [1061], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 414, Ζήν. (Αλέξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 34, Β́ 273, Διακρούσ. (Κακλ.) 361, κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16625, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 29, κ.α., Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3215, κ.α., Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 136, κ.α.· σκοτειγνιάζω, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [57].
    Από το επίθ. σκοτεινός (βλ. Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σκοτειν#05ζω) ή από το ουσ. σκοτεινιά (βλ. και Ανδρ., Λεξ.) και την κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. (λ. σκοτινιάζομαι, σκοτινιάζω (λ. σκοτίζω), λ. σκοτινιασμένος) και σήμ.
    A´ Μτβ. 1) α) Κάνω κ. σκοτεινό, θολό: τα μέλη μου τρομάσσουσι διά το κακόν ετούτο,| ότι υβρίζεται ο Θεός σήμερον εις τον κόσμον.| Ω γη, πώς ουδέν σχίζεσαι, να μας διαβάσεις κάτω,| και σύ, ουρανέ κατάστερε, πώς φέγγεις εις τον κόσμον,| και συ, το φως σου, ήλιε, πώς δεν το σκοτεινιάζεις; Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 451· η κακοσύνη του καιρού τες αστραπές ερίκτα·| και ’σκοτεινιάσεν ο καιρός τ’ άστρα και το φεγγάρι| και, από την τόσην ομορφιά, εχάσασι την χάρη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) A 287· β) βυθίζω κάπ. στο σκοτάδι, σε θολό σύννεφο: μέσα στο μεσάνυκτον βλέπου φουσσατεμένον| τον Φαραώ κι εις τ’ άρματα λαόν καβαλκεμένον.| Άγγελος εσκοτείνιασεν αυτούς και δεν θωρούσιν,| αμ’ ο λαός του Ισραήλ καλά τους συντηρούσιν Χούμνου, Κοσμογ. 2481 (πβ. ΠΔ, Έξ. ί́ 22-23, ιδ́ 20)· (σε παρομοίωση): Έφθασεν τότε η αυγή, αντάρα ήταν περίσσα,| σαν σκοτεινιάζει ο καπνός τες μύες στα μελίσσια.| Οι Τούρκοι δεν ηβλέπασιν τίποτας ’πό μακρόθεν,| ’πό την ομίχλην την πολλήν οπού ’χεν πανταχόθεν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1080· γ) (εδώ) σκιάζω: σκοτεινιάζει με το σπίτιν του γειτόνου Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 593. 2) (Μεταφ. με τα ουσ. μάτια/φως, νου, καρδιά) θολώνω (τα μάτια/το φως, το νου, την καρδιά κάπ.): Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,| τα μάτια του εσκοτείνιασε κι εις την καρδιά του σώνει·| ήτρεμεν όλο το κορμί κι η δύναμή του εχάθη,| τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμαν εβουβάθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 976· η πεθυμιά το φως μου σκοτεινιάζει Κυπρ. ερωτ. 9035· το φως μου εσκοτείνιασε τόσος θυμός μεγάλος Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 193· Ω, πώς ο οίνος πάσα νου τ’ αθρώπου σκοτεινιάζει,| και φέρνει του το θάνατο, χαρά όντας λογιάζει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 333· να σκορπίσω το πυκνόν σύγνεφον της αγνωσιάς οπού πολύν καιρόν εσκοτείνιασε τον νουν των πολλών Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5822. Ω σκότος πλια βαθύτερο, σκότος που σκοτεινιάζει| και μου πλακώνει την καρδιά, πάντα ν’ αναστενάζει! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 303. 3) Μαυρίζω, ασχημίζω κ.: Γίνεται μελανόμαυρος που ’τον ξαθός περίσσα (ενν. ο Ερωτόκριτος)| και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα.| Σ’ ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει| και λέγει του, όντε του φανεί τη ’στόρηση ν’ αλλάξει,| νά ’ρθει στην πρώτη του ασπριγιά, νά ’ρθει στα πρώτα κάλλη,| εκείνο το ’στερο νερό στο πρόσωπό του ας βάλει.| Και πρι μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει| κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε κι ώρες το σκοτεινιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 908. B´ Αμτβ. 1) (Ενεργ. και μέσ.) α) γίνομαι σκοτεινός: τα νέφη να σκοτεινιασθούν, βροχές να μην στραγγίζουν,| μ’ αστροπελέκια κρύσταλλα στον κόσμον να χιονίζουν Τζάνε, Κατάν. 107· τα νέφαλα ν’ αστράφτουσι και να συχνοβροντούσι,| και να σκοτεινιαστούσινε κι όλα να θολωθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33425· βούλεται νά ’ρθει το βραδίν, να σκοτεινιάσει η νύκτα Παρασπ., Βάρν. C 315· (προκ. για έκλειψη): διά να έναι το φεγγάρι πλέον χαμηλότερον παρά τον ήλιον, πολλές φορές συναπαντάγει τες ακτίνες του ηλίου και σκεπάζει τες και γίνεται λέγουν τότες εις ημάς, οπού σκοτεινιάζει ο ήλιος, έκλειψις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 49v· β) (προκ. για τον ουρανό) μαυρίζω, συννεφιάζω: εσκοτεινιάσεν ο ουρανός κι εμαύρισεν η μέρα,| και όλος ο κόσμος έλεγεν: «Η Παρουσία Δευτέρα» Σκλάβ. 121· πως κιντυνεύγει … τσ’ εφάνη στ’ όνειρό τση (ενν. της Αρετούσας)| και σκοτεινιάζει ο ουρανός ...| και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλυτώσει,| όντες θωρεί πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη| μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει·| φωνιάζει της «μη φοβηθείς» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 63· γ) καλύπτομαι από σκοτάδι, βυθίζομαι στο σκοτάδι: πέμπει (ενν. ο Θεός) σεισμόν με την βοή, ο κόσμος σκοτεινιάζει,| και από τον φόβον ο λαός το «Κύριε ελέησον» κράζει Σκλάβ. 19· (προκ. για έκφρ. θλίψης): στη χώρα είναι σύγχυσες … (παραλ. 1 στ.)· όπου περάσεις τα κορμιά κείτουνται αποθαμένα,| και τα σκυλιά τα τρώγουσι, σ’ τσι τράφους είν’ ριμμένα.| Η Πόλις εσκοτείνιασε και κλάηματα γροικούνται,| όλοι οχ τα σπίτια να ’βγουσι τρέμουσι και φοβούνται Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́́ 137· (σε αποστροφή): Ημέρα, που ξημέρωσες κακά για όνομά μου,| σκοτείνιασε να μη θωρώ πως φεύγουν τα παιδιά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22726· Μαύρισε τώρα, χάλασε, Ρέθεμνος, σκοτεινιάσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20819· Βουνά και όρη και λαγκοί, τώρα συχαλασθείτε,| τρομάξετε τα σύμπαντα, όλα σκοτεινιασθείτε Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 93. 2) (Ενεργ. και μέσ.· μεταφ. προκ. για τους οφθαλμούς, το νου, κλπ.) «θολώνω»: του άρχοντος δείχνει αληθινά ποία είναι, και, ως εμπήκεν εις την θύραν, ξανοίγει το πρόσωπον της Παρθένου έτις λαμπρόν και ένδοξον όσον είναι, και από την λαμπρότητα εσκοτείνιασαν οι οφθαλμοί του Μορεζ., Κλίνη φ. 281v· Καλά και ταραχή πολλή μὄδωκε, θυγατέρα,| το σφάλμα σου τ’ αμέτρητο τη σημερνήν ημέρα,| κι ο νους μου να σκοτείνιασε, και ν’ άψεν η καρδιά μου,| και να ’λεγα το πως ποτέ δεν παύτει η μάνητά μου,| μ’ όλον ετούτο, ... (παραλ. 2 στ.) σε καλοσύνην έστρεψα τη μάνητα την τόση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 335· Ο νους τως σκοτεινιάζεται κι ο λογισμός τως πάλι| των προμηνά κακομοιριά πως θα τους βρει μεγάλη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5115. 3) (Απρόσ.) βραδιάζει, νυχτώνει: αλίμονον, εβράδιασε, παίρνει να σκοτεινιάζει,| τα παρεθύρια σφάλισαν, τήν αγαπώ δεν είδα| κι είμαι θλιμμένος, το ’λεεινό, και παραπονεμένος Ch. pop. 412· παγαινάμενος ο Ιακώβ ενύκτωσε εις την στράταν και όταν εσκοτεινίασεν καλά και έγινε νύκταν, έπεσεν εις έναν κάμπον έμορφον διά να κοιμηθεί και βάνει μίαν πέτραν διά προσκέφαλον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 144v. 4) (Μέσ.) με βρίσκει το σκοτάδι κάπου, βραδιάζομαι: δεκάξι από τες αλυκές ξύλα νερόν επαίρναν,| αλλά ουδέν ηξεύρασιν να πουν το πού διαβήκαν,| διατ’ ήσαν ως το πάρωρον κι εκεί σκοτεινιαστήκαν Αχέλ. 2253· Μισεύγει η νένα μου αποδώ και πλιότερα τρομάσσω,| παρά να σκοτεινιάζουμου μόνια μου σ’ άγριο δάσο Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 332. Φρ. Σκοτεινιάζει/εται το φως μου, σκοτεινιάζονται τα (αμ)μάτια μου = παθαίνω σκοτοδίνη, χάνω τις αισθήσεις μου· (συνεκδ.) πεθαίνω: ας τ’ αποχαιρετήσομεν όλα στο μισεμό μας,| απής πρικιά χωρίζει μας γρήγορα ο θάνατό μας.| Μα, οϊμέ, το φως μου εγροίκησα και θε να σκοτεινιάσει! Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 443. Μα, οϊμένα, πώς ’λιγαίνω;| Εχάθηκε το αίμα μου κι όλος αποκρυγαίνω·| σκεπάσετέ με, πιάστε με, το φως μου σκοτεινιάζει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 177· εχάθηκε των αμματιώ το φως μου, εχάθη η σκέπη| της βασιλειάς, το στράτεμα πλιο του δεν τονε βλέπει·| εχάθη το κεφάλι σας κι όλη η παρηγοριά σας,| το φως σας εσκοτείνιασε οχ τα μάτια τα δικά σας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 298· Ώφου, με ποιαν αποκοτιά να δυναστείς να σφάξεις| τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μηδέν τρομάξεις;| Θέλεις το να σκοτεινιαστού τα μάτια σου, το φως σου,| και να νεκρώσει το παιδί, να ξεψυχήσει ομπρός σου; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 343. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Σκοτεινός, θολός: Του Ψηλορείτη τα βουνά τα παχνοχιονισμένα| σήμερον ας σκορπίσουσι κι ας είν’ σκοτεινιασμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2288· αέρας από νέφαλα μαύρα, σκοτεινιασμένα| τον κόσμον όλο εσκέπασε κι έδειχνε βραδιασμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 247· έναν ανεμοστρόβιλο θωρού σκοτεινιασμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1917· (σε παρομοίωση): Ως ότε δεις τον ουρανόν να ’ναι σκοτεινιασμένος,| και λάμψες βγαίνουσι συχνά γιατ’ έναι θυμωμένος,| τοιουτοτρόπως άστραπτον οι κτύποι των αρμάτων Κορων., Μπούας 64· (σε σχ. αδύνατον): Πρώτας του ήλιου θέλει ιδείς τσ’ ακτίνες ματωμένες| κι οι μέρες να γενούσινε νύκτες σκοτεινιασμένες, |παρά κιανείς στο πρόσωπο τούτο μου να θ’ αρχίσει| ’ς καθώς μιλείς, ω πρέντσιπε, να με κατηγορήσει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 116· (σε μεταφ.): έλειωσε το φως κι ο ήλιος είχε σβήσει| κι απόμεινα εις παντοτινή σκοτεινιασμένη δύση.| Μήδ’ ένα καλορίζικον άνθρωπο πλιο μην πούσι,| αν την κατάστασή του ομπρός, στα τέλη του, δε δούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 408· (συχν. προκ. για φυλακή και τον Άδη): Στην πλια χερότερη φλακή, στην πλια σκοτεινιασμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 585· εις την μαύρην φυλακήν και την σκοτεινιασμένην Ντελλαπ., Ερωτήμ.Να δεις εκεί τσι Χριστιανούς και κάθα φύσης γένο| στον Άδη πώς πορεύγουνται, ’ς τόπο σκοτεινιασμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 72· Απού τον Άδη το σκληρό και το σκοτεινιασμένο,| με θέλημα του Πλούτωνα τούτη την ώρα βγαίνω| στο φως τση μέρας το λαμπρό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 243. 2) (Προκ. για το παρουσιαστικό κάπ.) μαύρος, σκοτεινόχρωμος: Μαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα και μαύρο το κοντάρι,| μαύρη ήτονε κι η φορεσά τουνού του καβαλάρη (παραλ. 4 στ.). Η αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος| και με πολλούς οπού φορού μαύρα συντροφιασμένος,| Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη| από το Χάρο που ποτέ χαρά δε μας αφήνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 591· Ποιος είν’ τόν βλέπω και έρχεται μαύρος, σκοτεινιασμένος,| ασούσσουμος και ανέγνωρος και ξεκοκαλισμένος;| Πε μου ποιος είσαι, να χαρείς, και εις μέγα φόβο είμαι·| ο φόβος σου αποθαίνει με, η θωριά σου καταλυεί με Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2Λογγίνο μου, για ποια αφορμή, σαν ήλιο σκεπασμένο| από τα νέφη, τ’ όμορφο και το χαριτωμένο| πρόσωπο βλέπω κι είν’ κλιτό;| Και γιάντα μαυρισμένη| στολή έχει αυτόνο το κορμί, τόσα σκοτεινιασμένη; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 244· σκοτεινιασμένοι δαίμονες Τζάνε, Καταν. 403. 3) (Μεταφ.) α) στενόχωρος, θλιβερός: χαμπάρια ήλθαν τους, μαύρα, σκοτεινιασμένα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2201· σκοτεινιασμένες θύμησες! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 5· ημέρα θλιβερή, μέρα σκοτεινιασμένη Εβρ. ελεγ. 166· μέρες σκοτεινιασμένες,| πλήθιες των αναστεναγμών και δάκρυα γεμισμένες Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [47]· εις τόπους| σκοτεινιασμένους θα διαβεί μακρά ’πού τους ανθρώπους Πανώρ.2 Ά́ 36· β) δύστυχος· (εδώ σε αποστροφή): Ω μαυρισμένη μου ψυχή, πολλά σκοτεινιασμένη,| κι εις ποιο κορμί ευρίσκεσαι κακά κατοικημένη! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́́ 1· γ) (προκ. για την έκφραση του προσώπου) κατηφής, σκυθρωπός: αλλού το ευγενικότατο πρόσωπο συντηρίζει,| σκοτεινιασμένο και θολό, γή χάμαι το γυρίζει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 672· Το πρόσωπό σου το λαμπρό πώς είν’ σκοτεινιασμένο;| Πώς είσαι δέντρο από τσ’ αθούς και φύλλα μαδισμένο; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 377· δ) δυσοίωνος: Σημάδι … κακό, σκοτεινιασμένο Λίμπον. 211. 3) (Μεταφ.) με θολωμένο μυαλό, αμβλύνους: ολίγον σκοτεινιασμένος και βλαμμένος από τον μυελόν Μπερτολδίνος 140. 4) (Μεταφ.) λιπόθυμος, αναίσθητος: το ’δείν την ο Στρακιλιός, εχάθη ο λογισμός του·| απόμεινεν, ο ταπεινός, τυφλός σκοτεινιασμένος,| ασάλευτος αμίλητος, ’σαν να ’τον μαρμαρένος Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 1707. Ο πληθ. του ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = ο Άδης: Εζήτουν πάντα να σας δω ...,| πριν παραδώσω την ψυχήν και πάγει ’στορημένη| και δεν σας δουν τ’ αμμάτια μου, παιδάκια μου καμένα,| πριχού στον Άδην κατεβώ κι εις τα σκοτεινιασμένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 550.
       
  • στήθι
    το, Φυσιολ. (Legr.) 273 (ή στήθος), Πιστ. βοσκ. I 5, 56, IV 8, 222, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 722, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1048, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 59· αστήθι, Κάτης (Τικτοπούλου) 40· ?στήθις, Πιστ. βοσκ. I 4, 181 (διορθωτέο κατά Kriar., BNJ 19, 1966, 279 σε στήθι).
    Από τον πληθ. στήθη ‑ια του ουσ. στήθος κατά το σχήμα μάτια – μάτι (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. αστήθι (με προθετ. α‑, Κατσουλέας, Πρακτ. Ά Συμπ. Γλωσσολ. βορειοελλ. χώρου 196) στο Somav. (λ. στήθος) και σήμ. ιδιωμ. (Σύρκου, Μεγαρ. ιδίωμ., κ.α.) και στο ΑΛΝΕ. Τ. στήθιν σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 799). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων.) καθώς και στο Ανδρ., Λεξ.
    Στέρνο, στήθος: πιάνει το μαχαίρι,| που τότες ήτο ακόμη από το αίμα| τ’ Αμύντα τ’ αστηθιού, του πληγωμένου| και αργιά πολλά ’πό κείνη αγαπημένο,| και σφάζεται Πιστ. βοσκ. I 2, 293· γυναικείο στήθος· μαστοί: από της φύσης τα καλά, θροφή έχει του κορμιού της (ενν. η βοσκοπούλα)| και με το γάλα συμβοηθά το γάλα του στηθιού της Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 810 (ή ως γεν. του στήθος). — Βλ. και στήθος.
       
  • στροφαλίζω·
    στρουφταλίζω.
    Το αρχ. στροφαλίζω. Ο τ. με στένωση του ο σε ου και επίδρ. του στρίφτω (βλ. ά. στρίφω), αν δεν πρόκ. για εσφαλμ. γρ. αντί στρουφαλίζω· βλ. όμως και Τικτοπούλου [Κάτης σ. 71]· πβ. ουσ. στρουφάλισμα (13.-14. αι., TLG).
    Περιστρέφω, στριφογυρίζω· (εδώ προκ. για κίνηση των ματιών): Τα μάτια του στρουφτάλιζε (ενν. ο Κάτης) και την οράν του εκούνει| κι ήλεγεν απομέσα του: «Έχω καλό μπουκούνι» Κάτης (Τικτοπούλου) 93.
       
  • συγκλίνω,
    Λίβ. διασκευή α 256, 1687, 1788, 1796, 1805, 1884, 4453, Λίβ. Esc. 3210, Λίβ. Vα 1226, 1538, 1554, 1559, 1632, 2084, 2957, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1179, 1755, 1898, 2462, Φαλιέρ., Ιστ.2 504, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 800, Χούμνου, Κοσμογ. 519, 632, 1537, 1771, 1872, 2786, 2819, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 43, 1217, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Ν 465, Τριβ., Ρε 11, Αχέλ. 1456, 1650, 2297, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2924, 3446, 4578, 4583, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 450, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 18, 287, Πιστ. βοσκ. V 3, 120, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, 162, 163, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 535, Στάθ. (Martini) Ά́ 57, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 590, 654, Β́ 228, Γ́́ 3, Διήγ. ωραιότ. 111, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Πρόλ. 77, Έ́ 1612, Πρόλ. άγν. κωμ. 19, 25.
    Tο αρχ. συγκλίνω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Χαμηλώνω, κατεβάζω, σκύβω: το πρόσωπό μου εσύγκλινα και ταπεινά αρχινούσι| τα χείλη μου τέτοιας λογής να τση γλυκομιλούσι ... Πανώρ.2 Ά́ 337· Στάσου σα με θωρείς εμέ, έχ’ έτσι το σπαθί σου,| κράτει ψηλά την πόντα σου, σύγκλινε το κορμί σου,| στάσου στη βάρδια τουτηνέ Κατζ. Β́ 78· (εδώ προκ. για κίνηση που δηλώνει υπακοή): στη χάρην του (ενν. του Θεού) κάμε την προσευκή σου| και σύγκλινε την κεφαλή μ’ όλη την όρεξή σου Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 848· Εστρίγγιζα εις τον ουρανόν και ελάλουν εις τα νέφη (παραλ. 1 στ.), ποτέ εις του πόθου τον δεσμόν τράχηλον ου συγκλίνω Λίβ. διασκευή α 1803· β) λυγίζω: σκύπτω κεφαλήν και γόνατα συγκλίνω| και με πολλήν ταπείνωσιν τους στίχους μου σου δίνω Τζάνε Εμμ., Αφ. 1429. 2) α) Κάνω κάπ. να συγκατανεύσει, να συναινέσει σε κ.: η δύναμή σου (ενν. νόμε του πόθου) η γλυκιά κι αγαπημένη (παραλ. 2 στ.) τες όρεξες και τες καρδιές συγκλίνει,| στη φύση δυναστεύει και προστάσσει| να κάμου σα ζητά και θέλει αυτείνη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Χορ. ά́ 1367· (με εμπρόθ. αντικ.): μ’ ένα δίκιο λογισμό είχα καταπραῢνει| την αίσθηση, στο θάνατον ετούτον να συγκλίνει| κι είχα περάσ’ ειρηνικά, μ’ απομονή μεγάλη,| ίσως με κάλλιο ριζικό, εις τη ζωή την άλλη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́́ 628· νιότη κι ομορφιά, σπλάχνος και καλοσύνη| μου κάμασινε την καρδιά στον πόθο να συγκλίνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 668· β) συγκατανεύω, συμφωνώ, αποδέχομαι κ.: έστεκ’ αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσω| να κάμω τό ’χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.| Πούρι τό θέλ’ η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 47· η ανθρωπότη η σπλαχνική της αγαθότητάς σου| θέλει συγκλίνει να δεχτεί το δώρος το λιγάκι Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 47· Θωρείς την κακοσύνη| της θάλασσας και είναι χρειά θυσία ν’ απομείνεις| γή αποδεπά δεν βγαίνομε. Για τούτο, να συγκλίνεις| το θάνατο, κοράσιο μου, πολλά παρακαλώ σε Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 122· (με εμπρόθ. αντικ.): ήθελε συνέβη και κανένας άρχοντας ήθελε έλθει εις σύγχυσιν με κανέναν ποπολάρον ..., εσυμμαζονόντανε τριακόσιοι εις ενάντιον ... και στενεμένος ο άρχοντας εσύγκλινε εις την αγάπην Σουμμ., Ρεμπελ. 182. Β´ Αμτβ. 1) Χαμηλώνω, γέρνω: ήτον η κόρη πλια αχαμνή κι εσύγκλινε να πέσει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 527. 2) Γονατίζω, υποκλίνομαι: Εσέ να προσκυνήσουσι τα τέκνα του πατρός σου,| όλοι των να συγκλίνουσι, να προσκυνούν ομπρός σου Χούμνου, Κοσμογ. 2010· στα πόδια τα δικά του| θέλω συγκλίνει η ταπεινή να πέσω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 59· Συγκλίνω και παρακαλώ τη γαληνότητά σου| τα πάθη κάμε μου γνωστά τα τόσ’ αντίδικά σου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 43. 3) Υποχωρώ σε κ.: Άνομο, μηδέ ’πίβουλο, μηδέ προδότη λέσι,| όποιον ο πόθος γή ο θυμός τση μάνητας κερδέσει,| γιατ’ είναι τση ανθρωπότητας δοσμένο να συγκλίνει| και να νικάται απού τα δυο πάθη … Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 343. 4) α) Προχωρώ, πλησιάζω: Ήτον η μέρα τρυφερή κι εσύγκλινεν το ’λιάτσι| κι ο Κάτης εδιαλογίζεντο να ’βρει δροσό να κάτσει Κάτης (Τικτοπούλου) 31· (εδώ μεταφ.): Βούθησε, Πάτερ μου αγαθέ, πριν φθάσει να συγκλίνει (ενν. η καρδιά μου)| εις χρόνον αγανάκτησης και χάσω την κι εκείνη Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 301· β) (μεταφ.) τείνω, στρέφομαι: και ο νους μου φυσικά του| συγκλίνει προς εσένα Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 3, 188. 5) Καταλήγω σε συμφωνία ή κοινή απόφαση: Εάν γίνεται ότι β́ άνθρωποι έχουν δυσκεψίαν μέσον τους, ώσπερ απού τοίχον κοινόν ...· ει δε και οι κριταί ουδέ συγκλίνουν, διατί ουκ έχει σημείον εις τον τοίχον παρά του ιδείν και κρίνει δίκαια, το δίκαιον ορίζει ότι, απετώρα και να πάει, δύο βουργέσηδες χρη ελθείν ενώπιον του βισκούντη Ασσίζ. 35926· και τότε να συγκλίνουσιν οι έσω με τους έξω Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 950. II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω: συγκλίνεται ο κύρης της τό βούλεται να ποίσει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 666· Κι εγώ ’χω κιόλας, Γύπαρη, πολλότατην ολπίδα (παραλ. 1 στ.) να συγκλιθεί (ενν. η Πανώρια), σαν πεθυμάς, άντρα τση να σε πάρει Πανώρ.2 Β́ 551· Εσένα πάλι ευχαριστώ, μυριοχαριτωμένη,| διατί, κερά, συγκλίνεσαι κι εμέν τον δουλευτήν σου| τον αμαθή και χωρικόν να με διδάσκεις, κόρη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1528. 2) Υπακούω, πειθαρχώ: Και όσοι ου θέλουν συγκλιθήν τσ’ αυτής παραγγελίας,| ουδεποσώς τους θε δεχθεί η γη τσ’ επαγγελίας Χούμνου, Κοσμογ. 779. Και αυτός ο δυνατός Σαμψών της Δαλιδάς συγκλίθη| σ’ αύτα τα λόγια τα γλυκιά κι έδωκε εις τα βύθη Βεντράμ., Γυν. 161. 3) Κοιμάμαι με κάπ., συνευρίσκομαι ερωτικά: Νύκταν και μέραν πειρασμόν είχε (ενν. ο Ιωσήφ) με την κερά του| διατ’ ήθε’ να του συγκλιθεί κουρφά η νοικοκερά του Χούμνου, Κοσμογ. 1662· είδε την γυναίκα σου (ενν. ο θεός) και μ’ αύτην εσυγκλίθη Αλεξ.2 171. Β´ Αμτβ. 1) α) Σκύβω (για τη σημασ. βλ. Knös [Βεντράμ, Γυν. σ. 155]): Ακόμη και η Παρασκευή μαρτύρισσα εσυγκλίστη,| έκοψαν το κεφάλι της, με αίμα εβαπτίσθη Βεντράμ., Γυν. 233· β) κάμπτομαι, λυγίζω: πλήττει (ενν. ο Αίας) τούτον Έκτωρ πάλιν| εν τῳ σκουταρίῳ μέσον,| και το σίδηρον ου κόπτει| και συγκλίνεται το δόρυ Ερμον. Μ 81. 2) α) Συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω: Γράφε, μη οκνήσεις τας γραφάς, η κόρη ορέγεταί τας·| και ουκ ένι οδός να συγκλιθεί μετά έναν σου πιττάκιν Λίβ. διασκευή α 1455· β) κάνω πίσω, υποχωρώ: δίδουν την κόρην είδησιν περί του Βερδερίχου·| ήκουσεν, ου συγκλίνεται, μάχεται τον πατέρα Λίβ. διασκευή α 2417· Παρακαλώ σε, ορωτική, εξαίρετη κουρτέσα (παραλ. 1 στ.) ποσώς να μη αλαζονευτείς και θέλεις με φονεύσειν,| αλλά συγκλίθητι μικρόν, πόνεσε πόθον πόνον| και την καρδίαν μου δρόσισον Αχιλλ. (Smith) N 938. 3) Συντάσσομαι με κάποιον: Εκ την θωριάν σου φαίνεσαι αγγελική θωρία,| μα πώς εσύ συγκλίθηκες με τ’ άνομα θηρία; Χούμνου, Κοσμογ. 1626· Αυτοί λιγοψυχήσασι (ενν. ο Αδάμ και η Εύα), το φως ογιά να δούσι·| λέσι τα τέκνα τως και αυτοί μ’ αυτόν (ενν. τον δαίμονα) να συγκλιθούσι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1243. 4) (Προκ. για το νου) στρέφομαι σε κ., απασχολούμαι με κ.: Ο δε βασιλεύς ... ευθύς εκέλευσε να ορδινιάσουσιν άλογα εύμορφα ... παραγγέρνοντας εκεινών οπού του ακολουθούσαν ... να δείχνουσι του παιδός, και να στένουσιν εις τες στράτες χορούς με αρμονίες και γιόστρες πολλών λογιών, οδιά να συγκλίνεται ο νους του εις εκείνα και να ορέγεται Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4519.
       
  • συκώτι(ον)
    το, Περί διαίτης 48· συκώτι, Αχιλλ. (Haag) L 1263, Χρον. Τόκκων 3389,   Αλεξ.2 2762, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63v, 209r, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 177, 178, Γιατροσ. Ιβ. 96, 106, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8507· συκώτι(ν), Θησ. Ζ́́ [824συκώτιν, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 401, Ασσίζ. 1844, 43417, 4365, Λεξ. ΙΙ 60, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 40· συκώτι(ο)(ν), Ιατροσ. κώδ. ιή́· συκώτι(ο)ν, Ερμον. Η 232· σκώτι, Ιατροσ. κώδ. τλζ́, Πεντ. Λευιτ. III 4, 10, 15, IV 9, VII 4· σκώτι(ν), Κάτης (Τικτοπούλου) 102, Ζήνου, Βατραχ. 406, Διακρούσ. (Κακλ.) 1222, Τζάνε, Κατάν. 322.
    Από το ουδ. επιθ. συκωτόν (στη (μτγν.) φρ. συκωτὸν ἧπαρ) ουσιαστικοπ. (ήδη μτγν., LBG). Πληθ. συκώτια τον 6. αι., Lampe, Lex., γρ. συκότια· βλ. και LBG, λ. συκώτιον, TLG (γεν. πληθ. συκωτίων τον 4.-6. αι.;). O τ. σκώτι σε έγγρ. του 16. αι. (Κασιμ., Έγγρ. 283 (391)), στο Du Cange (σκό‑) και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συκώτιν (βλ. και LBG, λ. συκώτιον) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. συκώτι(ν)). Η λ. στο Du Cange (γρ. σικότι) και σήμ.
    1) Συκώτι: Παύουσι (ενν. τα ρόγδια) την δίψαν και ωφελούσι το σκώτι και τα εντόσθια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215. 2) (Μετων.· πληθ.) σπλάχνα: άμπωσε την χάρπαν εκείνην μέσα εις τα σπλάχνα του Αγίου, το οποίον σαν έγινε, … τα συκώτια του αγίου εβγήκαν έξω Ροδινός (Βαλ.) 218. 3) Φαγώσιμο (μαγειρεμένο) συκώτι ζώου: πολπέτες και τηγανιστό σκώτι και μουρταδέλες Φορτουν. (Vinc.) Β́́ 321. 4) Λοβός, τμήμα του ήπατος ζώου (που προοριζόταν για ολοκάρπωση, θυσία): να πάρεις όλο το ξύγγι οπού σκεπάζει την κοιλιά και το περσότερο ιπί το σκώτι και τα δυο νεφριά (ενν. του δαμαλιού) και το ξύγγι ος απάνου τους και να καπνίσεις εις το θεσιαστήρι  Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 13. 5) α) (Μετων.) ως έδρα συναισθημάτων κλπ.· «σωθικά· καρδιά» (και πληθ.): να ξέβαινεν η λάβρα| εκ τα σκώτια μου τα μαύρα Ch. pop. 195· εσύ ’σαι το συκώτι μου και η ανάπαυσίς μου Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 1172· β) φρ. β1) να φάγω τα σκώτια των (πβ. νεοελλ. φρ. θα του φάω τα συκώτια, ΛΚΝ, λ. συκώτι· βλ. και Κριαρ., Λεξ., λ. συκώτι): βούλομαι ν’ αρματωθώ …| … κι εις τους εχθρούς να πάγω,| με μέρος μου στρατιωτών τα σκώτια των να φάγω Κορων. Μπούας 114·  β2) χέζω το συκώτιν (μου) = φοβούμαι υπερβολικά, «τα κάνω» πάνω μου (βλ. και λ. ουσία 3β φρ.): να σας δει (ενν. ο Μαχουμέτ), να ξεσπασθεί, να φοβηθεί, να σκάσει,| να χέσει το συκώτιν του και όλην την ουσιάν του Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 562.
       
  • συνήθιον
    το, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1341, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6465, Χρον. Μορ. H 1250, 2095, 2611, κ.α., Χρον. Μορ. P 2611, 4290, 7412, κ.α., Συναξ. γαδ. (Moennig) 182, Θησ. Ζ́ [1401], Διήγ. Αλ. V 23, Διήγ. Αλ E (Konst.) 2118, Χρον. σουλτ. 4324, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 111· συνήθι, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 347, κ.α., Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 79, Κάτης (Τικτοπούλου) 71, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1878, κ.α., Ολόκαλος 1713, 848, Προσκυν. Ιβ. 845 1277, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 338, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 105, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 45, 2637, 4815, 21, 1328, Πιστ. βοσκ. Ι 1, 46, Διαθ. 17. αι. 353 72, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 699, κ.α., Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά 3, Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 22, Ιντ. β́ 3, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14821, 40311· συνήθιν, Ασσίζ. 4229, κ.α., Απολλών. (Κεχ.) 504, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1146, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 58, 194, 474, 580, Μαχ. 1305, 1744, κ.α., Κάτης (Τικτοπούλου) 68, Βουστρ. (Κεχ.) 4418, 747, 24213, 29214‑15, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 82, 135, 152, Ξόμπλιν φ. 126r, Αχέλ. 1707, Ολόκαλος 778, 877, Κυπρ. ερωτ. 77, 11410· συνήθιο, Θησ. Δ́ [637], Χρον. σουλτ. 3724, Κατζ. Πρόλ. 10, Ά́ 91, 148, Β́́ 148· συνήθι(ο)(ν), Μαλαξός, Νομοκ. 412, Κανον. διατ. Α 235, 744, Αγαπ., Γεωπον. (Kωστούλα) 138, 251, 267, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 516 λ́ 1, 4, 1450 ά́ 13, 22, 1451 ά́ 29, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 1262· πληθ. συνηθία, Μαχ. 2436, 26014, 60028.
    Από το συνηθίζω και την κατάλ. –ιον ή από το ουσ. συνήθεια (>συνήθειον) με μεταπλ. (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 65, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Ά́ 215, Georgac., Glotta 31, 1951, 203-205, CGMG 531, 612, 631). Ο τ. συνήθι στο Somav. (λ. συνήθεια), σε έγγρ. του 16. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-4, 125) και του 17. αι. (v. Gem., Ελλην. 38, 1987, 422, Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 12, 1981, 67, Δετοράκης, ό.π., 136), σε κείμ. του 18. αι. (Ιστορ. Αθέσθη 98) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. συνήθιο). Ο τ. συνήθιν σε έγγρ. του 16. αι. (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 156). Ο τ. συνήθιο (παράλλ. γρ. συνήθειο) στο Κατσαΐτ., Ιφ. Β́ 333 και σήμ. λαϊκ. Η λ. στο Somav. (λ. συνήθεια, γρ. συνήθειον), σε έγγρ. του 16. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 496 (γρ. συνήθειον), Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά́ 326, 7, 16, Γ́ 24610, 34611) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συνήθεια (γρ. συνήθειον), Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (γρ. συνήθειον), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
    1) Ενέργεια ή τρόπος συμπεριφοράς που με την επανάληψη παγιώνεται, συνήθεια, έξη: Και έχει ψέματα να μηδέν ατεντιάσει ο άνθρωπος εκείνον τό προυμουτιάζει. Και έχει ψέματα τά λαλούσιν διά συνήθιν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 125· διατ’ έχει αυτή συνήθιον πάντοτε και παγαίνει| εκεί, όταν θε να κοιμηθεί, και με τον ύπνον μένει Αχέλ. 1376· καλά και να κατέχω πως λαλούσι| των νιω ολονών τα χείλη, όπ’ αγαπούσι,| πως ν’ αποθαίνου θέλου, σαν συνήθι| και όχι ογιατί ’τσι θέλ’ αποφασίσει Πιστ. βοσκ. III 3, 395· τούτον οπού εκέρδαισα εγώ, εσείς να το ξοδιάσετε πλατιά εκεί οπού πρέπει, διατί εγώ δεν έθελα εμπορήσειν ποττέ να βαστάξω να τα ξοδιάσω διά το μακρόν και κακόν συνήθιν του βίτσιου της ακριβειάς Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδωνια) 106. 2) Τρόπος συμπεριφοράς, νοοτροπία, που χαρακτηρίζει κάπ. ή ένα σύνολο ανθρώπων: Ο έρωτας που μια καρδιάν ορίζει, έχει συνήθι| κι αλλάσσει τση την όρεξη σ’ άλλα καινούργια τση ήθη Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 479· Σύρου από δω μη μας ιδεί εις το στενό κι αρχίσει,| σαν είναι το συνήθιο του, σάλια να μας γεμίσει Κατζ. Ά́ 244· Συνήθιν έν’ των κορασώ, Πανάρετε, να κλαίσι,| όντα τσι προξενεύγουσι κι «όχι» ολωνώ να λέσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 299· συνήθιν έχουν οι μαντατοφόροι να μεγαλυνίσκουν τους αφέντες τους Μαχ. 29420· Συνήθιν έν’ τω βασιλιώ πολέμους να σηκώνου,| τ’ άρματα να σαλεύγουσι, φουσσάτα να μαζώνου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 1. 3) Έθιμο, παράδοση: ημείς να ποιήσομεν το ομάτζιο,| επεί ετέτοιον έχομεν συνήθιον ’κ των γονέων μας Χρον. Μορ. H 8643· συνήθιν ήτονε πάντα τση βασιλειά μας,| σαν αποθάνει ο κύρης μας, τ’ αδέλφια τα δικά μας| να θανατώνομε ζιμιό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 277· Να γενούσι τα μνημόσυνά μου ορδινάρια κατά το συνήθι απού ξέρομε εμείς οι αρχόντισσες Διαθ. 17. αι. 940· οι αμιράδες τους τόπους εκείνους επέψαν του ρηγός κανισκία άξια με τους μαντατοφόρους τους κατά το συνήθιν Μαχ. 18832. 4) Κανόνες δικαίου, νόμοι, που στηρίζονται στο εθιμικό δίκαιο: η οικία ένι εδική μου, ότι εχάρισάν μου την, ού εγώ εγόρασά την ... με το κείμενον και κατά το συνήθιν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 4229· εστάθην, αφυρώθηκεν (ενν. ο πρίγκιπας) εις το κεφάλαιο εκείνο| κι απόδειξε με το βιβλίον, του τόπου τα συνήθια,| ό,τι με δίκαιον χρεωστικόν εχρεώστη να ποιήσει Χρον. Μορ. P 7589· να μας οδηγά κατά τες ασσίζες μας (ενν. ο ρήγας), τες ποίες οι μακαρισμένοι ρηγάδες οι προκάτοχοί του εποίκαν τούτα τα καλά συνηθία του αυτού ρηγάτου Μαχ. 2624. 5) (Στον πληθ.) έμμηνος ρύση: Όταν της γυναικός τα συνήθη κρατώνται, ήτοι τα λεγόμενα παρά των ιατρών έμμηνα και καταμήνια και συνήθια, ... τι δε να ποιήσουν να κινήσουν πάλι; Σταφ., Ιατροσ. 5139· γυναίκες οπού καρφώνουν τα συνήθιά τους εις το να μη κάμνουσι παιδία Νομοκ. 3882.
       
  • συντεκνία
    η, Χρον. Μορ. H 4337, 4427, 5491, Χρον. Μορ. P 4427, 5491, Χρον. Τόκκων μετά στ. 839, 845, Χειλά, Χρον. 354, Κάτης (Τικτοπούλου) 48, Zygomalas, Synopsis 282 Σ 22, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 254· συντεκνιά, Κάτης (Τικτοπούλου) 15, 107.
    Από το ουσ. σύντεκνος και την κατάλ. ‑ία. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) και ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. συdικνιά σήμ. ιδιωμ. (Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Η λ. τον 4.-5. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. σύντεκνος) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Συγγενική σχέση από βάφτιση ή γάμο, κουμπαριά: Ο βασιλεύς είχεν υιόν μειράκιον να βαφτίσει·| τον πρίγκιπαν εζήτησεν κι εποίκαν συντεκνίαν Χρον. Μορ. P 4337· Έστι και ετέρα συγγένεια, από του στεφανώματος, η λεγομένη κοινώς συντεκνία Μαλαξός, Νομοκ. 302. — Βλ. και συντεκνοσύνη.
       
  • σύντεκνος
    ο, Αιν. άσμ. 23, Σπανός (Eideneier) A 526, Χρον. Μορ. Η 3936, 4561, Χρον. Μορ. P 4561, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 98, 337, 361, Συναξ. γαδ. (Moennig) 97, 103, 287, Διαθ. Ακοτ. 1463, Σφρ., Χρον. (Maisano) 12021, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 480, Κάτης (Τικτοπούλου) 11, 12, 20, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 41, 149, 479, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 672 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 724, Σεβήρ., Σημειώμ. 58, Επιστ. Κρ. 1574 147, 150 δις, Ολόκαλος 994, 17313, Μαλαξός, Νομοκ. 261, Κώδ. Χρονογρ. 5321 δις, Ιστ. πολιτ. 108, Κανον. διατ. Α 1215, Αποκ. Θεοτ. I 67, Λίμπον. Αφ. 50, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1231, κ.α.· σύντεκνος η, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων./π. 222, Ψευδο-Σφρ. 3687.
    Το μτγν. ουσ. σύντεκνος ο και η (Montanari, Λεξ.). Η λ. στο Meursius (λ. σύντεκνοι) και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ) και ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 809, Παπαδ. Α., Λεξ., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., κ.α.· βλ. και Κριαρ., Λεξ.).
    Κουμπάρος/α (από βάφτιση ή γάμο): διά πλέον βεβαιότερον της αγάπης, είχεν ο βασιλεύς παιδί μικρόν και το εδέχθη (ενν. ο πρίγκιπος) από το άγιον βάπτισμα και έγιναν σύντεκνοι Δωρ. Μον. XXXIX· όσα ... παιδία, οπού να τα εβάπτισεν αυτός (ενν. ο πνευματικός πατήρ του παιδίου), ένας βαθμός έναι προς αυτόν· όσα δε παιδία δεν εβάπτισεν τρίτου βαθμού είναι προς αυτόν, τον σύντεκνον, ωσάν αδελφού του παιδία, επειδή, καθώς είπαμεν, αδελφοί πνευματικοί είναι (ενν. ο πνευματικός και ο σαρκικός πατήρ του παιδίου) Μαλαξός, Νομοκ. 301· Εάν γυνή πέσει με τον σύντεκνόν της, ήγουν τον κουμπάρον της, ή με τον άνδραν της κουμέρας αυτής, ακοινώνητη χρόνους ς’ Κανον. διατ. Β 598.
       
  • συντεκνοσύνη
    η, Κάτης (Τικτοπούλου) 2.
    Από το ουσ. σύντεκνος και την κατάλ. ‑σύνη.
    Κουμπαριά· (εδώ σε σχ. αδύνατον): όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη| κι η κάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,| όντεν ο γάδαρος γενεί άγγελος να πετάξει (παραλ. 4 στ.), τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει Ριμ. κόρ. 589. — Βλ. και συντεκνία.
       
  • ταλαίπωρος,
    επίθ., Σπαν. O 247, Λόγ. παρηγ. L 229, Λόγ. παρηγ. O 232, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 77, Δ́ 620, Καλλίμ. 1083, Σπανός (Eideneier) A 98, Ερμον. Ψ 285, Πρέσβ. ιππ. 221, Βίος Αλ. (Aerts) 2454, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 798, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 22, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 500, Λίβ. διασκευή α 2899, Λίβ. Esc. 2761, Φαλιέρ., Ιστ.2 706, Θρ. Κων/π. Πολλ. 2503, Θρ. πατρ. M 36, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 208, Χειλά, Χρον. 353, Κάτης (Τικτοπούλου) 41, Συναξ. γυν. 80, Λίβ. Va 2530, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1207, Έκθ. χρον. 3320, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 419, Διήγ. Αλ. F (Κonst.) 20414, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΣΤ́ [58], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 10011, Αιτωλ., Βοηβ. 93, Ιστ. πολιτ. 2222, Ιστ. πατρ. 1153, Μ. Χρονογρ. 3419, Μορεζ., Κλίνη φ. 73r, Κυπρ. ερωτ. 1547, Σταυριν. 659, Ιστ. Βλαχ. 702, Ψευδο-Σφρ. 1748, Συναδ., Χρον. - Διδαχ. φ. 65r, Αποκ. Θεοτ. I 39, Πτωχολ. A 116, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1004, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 88, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 273, Διγ. O 2871, Διακρούσ. (Κακλ.) 1115, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2987, κ.π.α.
    Το αρχ. επίθ. ταλαίπωρος. Η λ. και σήμ.
    Βασανισμένος, δύστυχος, κακόμοιρος: Ζώον ταλαίπωρον είμαι εγώ (ενν. ο γάδαρος) του κόσμου,| οπού με ταλαιπώρησεν αφέντης ο δικός μου.| Απάνου μου ουδέν βαστώ σάρκα, αλλ’ ουδέ αίμα (παραλ. 1 στ.). Και περπατώ κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,| ουδέ γιατρός, ωσάν γροικώ, θέλει με ωφελέσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 63· αν ήτονε καλή πίστις η εδική σας,| δεν σας επεριόριζαν εις τέλος οι εχθροί σας,| και δεν σας εκυρίευαν να είστε σκλαβωμένοι,| άθλιοι και ταλαίπωροι και τεταπεινωμένοι Ιστ. Βλαχ. 2676· Ω αυθέντα μου, και ποίος είσαι εσύ, οπού με ελευθέρωσες την ταλαίπωρον από τα χέρια των Αράβων; Διγ. Άνδρ. 37137· Ο Πέτρος ... έστοντας να τους εύρει μεγάλη φουρτούνα εις τον κόλφον της Σκλαβουνιάς επνίγηκεν ο ταλαίπωρος και εχάθην Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10410· (σε προσφών.): Δεν σ’ έλεγα, ταλαίπωρη, μηδέν καταπιαστούμεν| με τους ευγενικότερους, μήπως κι εντροπιαστούμεν; Αιτωλ., Βοηβ. 38· Ω Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδίν της δυστυχίας,| έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας Γλυκά, Στ. 574· (σε θέση ουσ.): τρώγετε γαρ και πίνετε και δίδετε και ξένους,| ελεημοσύνην δίδετε πτωχούς και ταλαιπώρους Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 1338· (προκ. για τη ζωή): εις αυτήν την ταλαίπωρην ζωήν είναι δύσκολον πράγμα να ζει κανείς μετρημένα και τακτικά, έχοντας τα καλά του θελήματα Ροδινός (Βαλ.) 92· (σε μετων.): Ως πότε θέλω αθθυμηθήν κι ως πότε θέλω κλάψειν| και πόσον το ταλαίπωρον κοντύλιν θέλει γράψειν; Κυπρ. ερωτ. 1402.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης