Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγνωσία
- η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 40, Διγ. (Mavr.) Gr. II 246, Διγ. (Καλ.) A 241, Βίος Αλ. (Reichm.) 4552, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [837], Έκθ. χρον. (Lambr.) 291, Συναξ. γυν. (Krumb.) 219, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 73, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 332, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 407, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1047, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 478, 11214, 12213, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 201, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 191, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31714, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1284· αγνωσιά, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 56 (διόρθ. Ξανθ. από απαγνωσιά ΕΕΒΣ 3, 1926, 344), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, 126, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 337, Ροδολ. (Βάλσ.) Πρόλ. Έ́ Προσφών. 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Γ́́ πράξη) 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 803, Β́́ 1297, Γ́́ 240, Δ́́ 1070, 1324, Μαρκάδ. (Legr.) 656· αγνωσά, Κάτης (Băn.) 26· αναγνωσία, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 49, 79.
Το αρχ. ουσ. αγνωσία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Απερισκεψία, ασυνεσία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): επήγα με καλήν καρδιά και βρίσκουσιν τον κάτη,| κι εχαιρετήσασίν τονε την αγνωσά γεμάτοι Κάτης 26· Από την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (παραλ. 2 στ.) ότι δεν είχε μυαλά ποσώς η κορυφή του Ιστ. Βλαχ. 201· β) μωρία, ανοησία: Λυπείται η καρδία μου εις τόσην αγνωσίαν| το πώς ουκ ετολμήσασιν κρασίον του αιτήσαι Κρασοπ. 40. 2) Αχαριστία (πβ. άγνωρος 4): Ο μύθος λέγει· μερικοί έχουσι αγνωσία,| τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία Αιτωλ., Μύθ. 12213.αγριώνω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. B´ Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.άγωμε(ν),- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 633 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 555 σημ. 1 διόρθ.: άγωμε), Προδρ. (Hess.-Pern.) III 263 (χφ H) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 1626, Διγ. (Καλ.) Esc. 525, 1352, Ακ. Σπαν. (Legr.) 286, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 101, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3787, 4127, 7700, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1387, 6547, 8209, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 768 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 366-367 διόρθ.: άγωμε), Gesprächb. (Vasm.) 561089, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 304, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1532, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 618, Αχιλλ. (Hess.) L 783, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1436, Μαχ. (Dawk.) 15834, 50216, Καραβ. (Del.) 49521, Κάτης (Băn.) 49, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 29, Βίος γέρ. (Schick) V 130, 518, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 351, Β́́ 295, Δ́́ 395, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 399, Γ́ 395, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 555, Β́́ 425, Έ́ 378, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 2, 278, III 2, 102, IV 7, 44, Θυσ. (Μέγ.)2 397, 442, 526, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 184, 223, 269, 519, 675, Δ́́ 517, Ε΄ 230, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 27028· αγώμεν, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 115· άμε, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 635, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 123, Διγ. (Καλ.) Esc. 1280, Βέλθ. (Κριαρ.) 1193, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 305, Ερμον. (Legr.) I 105, II 267, Σ 217, Βίος γέρ. (Schick) V 154, 542, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8209, Απολλών. (Wagn.) 145, 697, Λίβ. (Wagn.) N 1378, 2658, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 420, 1080, 1199, 2024, 2454, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 389, Μαχ. (Dawk.) 24227, 26615, 41012, 45613, Ch. pop. (Pern.) 53, Βουστρ. (Σάθ.) 535, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 307, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8639, 15319, Συναξ. γυν. (Krumb.) 592, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙ 1, ΧΧVII 9, XXXVII 14, Έξ. ΙΙ 9, ΙΙΙ 16, ΧΙΧ 24, Αρ. Χ 29, ΧΧΙΙΙ 13, Δευτ. Χ 27, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 629· [έκδ. κι άμε· γράφε κάμε βλ. Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 673], Αλφ. (Κακ.) 1087, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά 330, Β́ 227, 288, Γ́ 404, Δ́ 297, Έ 38, 48, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 45, Ά́́ 402, Γ́́ 338, 354, Δ́́ 383, Έ́ 176, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 8, 173, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 56, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 281, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 91, 1274, 1340, Γ́́ 624, 1583, 1638, Δ́́ 437, Έ́ 245, 629, 1133, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 398, 399, 495, 532, 975, 1037, 1132, Ευγέν. (Vitti) 1364, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́́ 353, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 109, Δ́́ 49, 137, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 119, 520, Δ́́ 238, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 301, Δ́́ 352, Έ́ 114, Διγ. (Lambr.) O 789, 857, 1636, 2128· άμες, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 49· άμετε, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310, Αρμούρ. (Κυριακ.) 22, Αλφ. (Κακ.) 1530, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 41, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIX 7, XLI 55, XLV 17, Έξ. V 4, VIII 21, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 407, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 189· αγώμετε, Αχιλλ. (Hess.) L 1045, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 293 (διορθώσ. από αγωμέτε)· αμέτε, Ερμον. (Legr.) Ρ 326, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799, 4245, Φλώρ. (Κριαρ.) 923, Αχιλλ. (Hess.) L 177, 825, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 504, 558, Μαχ. (Dawk.) 2821, 52810, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) II 33, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 570, 645, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 765, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 401, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 97, 401, 407, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 1, 5, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 554, Θυσ. (Μέγ.)2 549, Ευγέν. (Vitti) 294, 533, 955, 1475, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 208, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 143, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19327 δις, 19626, 22424, 53821, 56117, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10411· αμέστε(ν), Διγ. (Lambr.) O 185, 1422.
Ο τ. άγωμε(ν) υποτ. του άγω. Ο τ. αγώμεν από μετρ. αν. Ο τ. άμε από το άγωμε κατά συγκ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 111). Ο τ. άμες κατά το δες, πες. Ο τ. άμετε από το άμε κατά το λέγε-λέγετε (Hatzid., BZ 4, 1895, 419). Ο τ. αμέτε από επίδραση προστ. που τονίζονται στην παραλήγουσα και όχι από το αγωμέτε κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 98. Ο τ. αμέστε από το αμέτε κατά το πέστε. Οι τ. άγωμε, έμε, άμετε, αγωμέτε, αμέτε, αμέστεν και σήμ. (ΙΛ λ. άγω).
Α´ Προστ. β΄εν. προσ. 1) μετάφερε (κάτι) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Πέζευσε σύντομα, γοργόν να επάρεις το δερμάτιν| και τους οδόντας του …| και απέκει άγωμέ τα τον Διγενήν Ακρίτην Διγ. (Hess.) Esc. 525· και συ άμε ’ς τση μαστόρισσας τα ρούχα Φορτουν. Γ́́ 119. 2) α) Πήγαινε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Άγωμε, ατός σου, φέρε εδώ τη ντάμα Μαργαρίτα (παραλ. 1 στ.). Κι ο λογοθέτης παρευτύς απήλθεν κι έφερέν την Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7700· λέγει μου, αγώμε εις το χωριόν να κάμεις τες δουλειές σου Σαχλ., Αφήγ. 115· Άμε κι εσύ, ψυχούλα μου, όπου ’ν’ του ποθητού σου Βέλθ. 1193· άμε καλώς, η κόρη Απολλών. (Wagn.) 697· Μ’ ἀμες την προξενήτρα μου να βρεις για να γροικήσεις| το πράγμα αν εκατήστεσε Στάθ. Ά́ 49. σε φρ. για να δηλωθεί ευχή, προτροπή ή κατάρα : αγώμετε καλώς Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 293· άμε καλώς Απολλών. (Wagn.) 697, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1199, Πανώρ. Ά́ 402, Πιστ. βοσκ. IV 8, 173· άγωμε στο καλό Κατζ. Δ́ 395, Πανώρ. Ά́ 399, Φορτουν. Δ́́ 517· άμε στο καλό Κατζ. Δ́́ 297· αμέτε στο καλό Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327· άγωμε στη δουλειά σου Κατζ. Β́́ 295· άγωμε στην ευκή μου Θυσ.2 526· αμέτε στην κατάρα μου Πανώρ. Δ́́ 97· άμε στον κακό χρόνο Φορτουν. Δ́́ 238· άμε στ’ ανάθεμα Ch. pop. 53· άγωμε στ’ ανάθεμα Ακ. Σπαν. 286. άγωμε στα κομμάτια Φορτουν. Γ́́ 184· πβ. ύπα καλώς Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 190 κ.α. β) σε δήλωση αποχαιρετισμού (πβ. χαίρε): κι ά στερευτώ τό δείσ σου,| εννοιάζομαι στο σκότος να πεσώσω·| Άμε, ζωή Κυπρ. ερωτ. 8639· γ) έλα: άμε εδά μετ’ εμέν προς τόπον άλλον Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 13. Β´ Προστ. β΄ πληθ. προσ. 1) α) Οδηγήσετε (κάποιον) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Άρχοντες, άμετέ μας εκείσε| όπου ένι γαρ ο πρίγκιπας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310· β) μεταφέρετε (κάτι): Αμέτε τον στο σπήλαιον οπὄναι στο χαράκι| και μέσα αυτόνον θάψετε, τ’ άγιον παλληκαράκι Χούμνου, Π.Δ. ΙΙ 33. 2) Πηγαίνετε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Αγώμετε, αδέλφια μου, εις τους γονείς σας Αχιλλ. L 1045· Άμετε στο πυρ, κατηραμένοι Αλφ. 1530· Αμέτε εις τον πρίγκιπα κι ειπέτε του … Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799· Όμως αν θέλετε να πάτε, αμέτε εις το καλόν Μαχ. 52810· αμέστεν εις τα σπίτια σας Διγ. O 1422. Γ´ Παρακελευσματικά: άγωμε, καλέ πατέρα, καλοϊδές τήν την γυναίκα Βίος γέρ. V 518· Άμε να πας Μαχ. 41012· Φορτώσετε τ’ αγγά σας και άμετε, ελάτε εις την ηγή του Κεναάν Πεντ. Γέν. XLV 17· Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι| … του κυνηγιού Πιστ. βοσκ. Ι 1, 1.αλλαπαβάνα- η, Κάτης (Băn.) 77.
Από την ιταλ. έκφραση alla pavana (βλ. Garz., Diz., λ. pavana).
Χορός που συνηθιζόταν στο 16.-17. αι.: οι μποντίκοι εχορεύγασι, επαίζαν την αλλαπαβάνα Κάτης (Băn.) 77.αμάλακτος,- επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5336· αμάλαγος, Λίβ. (Μαυρ.) P 1022, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1322, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2458, Λίβ. (Wagn.) N 2159, Κάτης (Băn.) 18 (έκδ. αμάλλαγα· Dölger, BZ 35, 1935, 446, διόρθ.: αμάλαγα), Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 77, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 10, 14, Γ΄ 1132, Ευγέν. (Vitti) 721.
Το αρχ. επίθ. αμάλακτος. Κατά Κακρ., Αθ. 38, 1926, 199, το γ του τ. αμάλαγος από τη μτχ. του παρκ. μαλαγμένος (πβ. και Kretschmer, Glotta 17, 1929, 233). Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 109-10.
1) Άθικτος, ανέπαφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αμάλαχτος 2α): Βυζιά σφιχτά, αμάλαγα, σκουλήκια θα σας φάσι Ευγέν. 721. 2) Καθαρός, διαυγής (Πβ. ΙΛ, λ. αμάλαχτος 3): πλην τέτοιον ήτον το γιαλί, φίλε μου, της φισκίνας| ως έν’ κρύον το αμάλαγον, το άδολον ποτάμιν Λίβ. Esc. 2458. 3) Αγνός, απονήρευτος (Πβ. ΙΛ, λ. αμάλαχτος 2δ και 9): σε μια φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι Ερωτόκρ. Α΄ 10. 4) (Μεταφ.) άκαμπτος, σκληρός (Η σημασ. ήδη σε σχόλ., L‑S στη λ. ΙΙ): αλλ’ ην εκείνος άτεγκτος, αμάλακτος ως πέτρα Μανασσ., Χρον. 5336.αμάλλαγος,- επίθ., Κάτης (Băn.) 18,
βλ. αμάλακτος.αμιράς (I)- ο, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 30, 100, IV 21, Διγ. (Καλ.) Esc. 129. 205, 719, 723, 1613, 1639, Διγ. (Hess.) Esc. 7, 126, 132, 196, 340, 348, 485, 494, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 122, 173, 272, 287, 321, 465, 467, 531, 705, 716, Διγ. (Καλ.) A 53, 281, 283, 301, 314, 514, 615, 1131, 1139, 1448, 2468, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 796, 921, 1066, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 494, 879, Φλώρ. (Κριαρ.) 1088, 1311, 1584, 1593, 1602, 1610, 1682, 1816, Πανάρ. (Λαμψ.) 7022, 7611, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1241, 1307, 1316, 1319, 1321, 1322, 1327, 1339, 1348, Ιμπ. (Κριαρ.) 649, Καναν. (PG 156) 64 C, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 611, Ανακάλ. (Κριαρ.) 44, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 660, 827, Μαχ. (Dawk.) 10821, 17631, 1785, 30, 18223, 18420, 18831, 2181, 28819, 29021, 6221, 6427, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9622, Δούκ. (Grecu) 20914, 41715, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 404, 14, 4410, 9611, 33, 9820, 1027, 11630, 12022, 15218, Θησ. (Βεν.) Z΄ [1052], Θησ. (Schmitt) 337 VII 99, Αρμούρ. (Κυριακ.) 104, Κάτης (Băn.) 79, Βουστρ. (Σάθ.) 442, Πικατ. (Κριαρ.) 284, Ιμπ. (Legr.) 722, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1222, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8315, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31316, 31811, 33, 3295, 36613, 3687, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 2045, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 266, Διγ. (Lambr.) O 52, 2121· αμεράς, Διγ. (Hess.) Esc. 530.
Από το αραβ. amir ή emir (Triand., Lehnw. 148 = Τριαντ., Άπ. Ά́ 451, Χατζ., Ξέν. στοιχ., 59, Mor., Byzantinot. B́ 66· βλ. και Nissen, BZ 38, 1938, 372). Ηλ. ήδη σε παπυρ. του 7. αι. (Preisigke-Kiessling, λ. αμίρ), στο Du Cange, λ. αμέρ., και σήμ. (ΙΛ).
α) Άρχοντας, στρατηγός, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός) (βλ. BZ 38, 1938, 372 και Έρ. Βρανούση, Τα αγιολογ. κείμ. οσ. Χριστοδούλου 160 σημ. 3· πβ. και ΙΛ): Ην αμιράς των ευγενών πλουσιότατος σφόδρα Διγ. Gr. I 30· αμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι,| οι άρχοντες, οι ευγενείς, μεγάλοι αμιράδες Διήγ. παιδ. 879· ο δε στρατάρχης ο μέγας και πάντων εκείνων αμιράς και δεσπότης έφθασεν Καναν. 64 C β) (ως θωπευτική προσφών.· πβ. αμίρισσα) = άρχοντά μου, αφέντη μου: Να ζήσεις, αμιρά μου Φορτουν. Ά́ 266. Απαντά και βυζ. επών. Αμιράς (BZ 11, 406)· πβ. και το βυζ. επών. Αμιρούτσης. Το Αμιράς (και το Αμίρισσα) και ως βαπτιστ. σήμ. (Μπούτουρα, Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα 108-9). — Πβ. αγάς, πασάς.αναδακρυώνω,- Κάτης (Băn.) 62, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 267, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 394, 1963, Β΄ 998, 1162, 1450, 1734, 2020, Γ΄ 65, 614, 818, 1375, Δ΄ 914, 1200, 1485, 1578, 1662, 1730, 1823, 1834, Ε΄ 167, 337, 603, 716, 931, Θυσ. (Μέγ.)2 93, 548· αναδακρώνω, Ιμπ. (Legr.) 970 (έκδ. αναδρακώσει· διορθώσ.), Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 85.
Από την πρόθ. ανά και το δακρυώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Δακρύζω: μ’ έναν ομμάτι αναγελά, με τ’ άλλο αναδακρυώνει Απόκοπ. 267· κάθε καρδιά να του γροικά, κλαίει κι αναδακρυώνει Ερωτόκρ. A΄ 394. — Πβ. αναδακρύζω.ανακάτωσις ‑ση- η, Ερμον. (Legr.) Φ 182, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1461, Μαχ. (Dawk.) 30212, Κάτης (Băn.) 6, Αχέλ. (Pern.) 816, 1129, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 976, 1222, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 166, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 3, 164, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 165, 177, 191, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [821], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15810, 1694, 18423, 28015, 2819, 29817, 3832, 3873, 39812, 4184, 52120, 54523, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10326· ανεκάτωση, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 459, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2130.
Από το ανακατώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανακάτωσι).
1) Ταραχή των στοιχείων της φύσης (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανακάτωσι A2): Ωσάν το μαύρο νέφαλο ... (παραλ. 1 στ.). φυσά το ’χ την Ανατολή και πάει το στη Δύση,| κάνει τ’ η ανεκάτωση να βρέξει να χιονίσει Ερωτόκρ. B΄ 2130. Πβ. ανακατωμός 1. 2) Αναταραχή, αναστάτωση, σύγχυση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): να πιάσουν όλοι τ’ άρματα κι οι Τούρκοι έχουν νά ’ρθουν.| Κι εγίνη ανακάτωση σ’ όλους κι εραζονάραν| κι εκλαίγασι πολλότατοι κι είχασι πλήσι’ αντάραν Τζάνε, Κρ. πόλ. 18423· πιάνει στην ανακάτωση συχνιά τω νιω η αγάπη Ερωφ. A΄ 166· Θεωρώντα ο αμιράς ... πως η Κύπρος ευρίσκεται εις μεγάλην ανακάτωσην εγύρεψε να πάρει την χώραν του Μαχ. 30212· θέλει τους κακοφανεί και θέλει γίνει ανακάτωσις Σουμμ., Ρεμπελ. 165. Πβ. αναβουβάριασμα, ανακάτωμα(ν) 1, αναλοχή, αναμιγή, ανακατωσιά, ανακατώνω Α6. 3) Συμπλοκή, μάχη, σύγκρουση (Πβ. ΙΛ, λ. ανακάτωσι B6): έπεσαν από τσ’ άρχοντες τότες εκεί καμπόσοι| μέσα στην ανακάτωση, οπού ’χανε μαλώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1694· Φωνές εβγήκαν παρευθύς και κλάματα και πόνοι| σ’ αυτήν την ανακάτωσην κι ένας τον άλλο αμπώνει Διακρούσ. 10326. Πβ. ανακάτωμα(ν) 4, ανάμειξι 3. 4) Κοινωνική σχέση, συναναστροφή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανακάτωσι B4· βλ. Καψ., ΕΕΚΣ 1, 1938, 570): σύντεκνε πιστέ τσ’ αγάπης τσ’ εδικής μας,| τυχαίνει σου να χαίρεσαι στην ανακάτωσή μας Κάτης 6.αναπνιά- η, Κάτης (Băn.) 41, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 172, Γ΄ 542, Δ΄ 396, Ε΄ 78, Ερωφ. (Ξανθ.) E΄ 31, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 81· ΙV 3, 209, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1487, Γ΄ 344, Δ΄ 310, 1005, 1315, 1749, Ε΄ 7, 559, 962, 1051, Θυσ. (Μέγ.)2 1072, Ευγέν. (Vitti) 1252, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [174, 278, 375, 421, 464], Ε΄ [260], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [1264], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 596, Δ΄ 201, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 184, Ε΄ 360, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14017· ανεπνιά, Φαλιέρ., Ιστ.2 297.
Κατά Χατζιδ., ΜΝΕ B΄ 105 και 227 από το αναπνέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναπνοιά).
Α´ (Κυριολ.) αναπνοή, ανάσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναπνοιά 1): ασπρίσανε τα χείλη ντης, η αναπνιά τζ’ εχάθη Ερωτόκρ. E΄ 559· οπού μου εχάθη η εμιλιά κι εσβήστη η γιαναπνιά μου Ζήν. Γ΄ 184. Πβ. αναπνοή 1α, ανασασμός 3· φρ. (Προκ. για πνευστό όργανο) δίδω αναπνιά = φυσώ: Δίδου στα βούκινα αναπνιά, τσι σάλπιγγες φυσούσι Ερωτόκρ. Δ΄ 1005. B´ Μεταφ. 1) Αναπνοή, ζωή, υπόσταση: το Φορτουνάτο βλέποντας, οπού ’ναι η αναπνιά μου Φορτουν. Γ΄ 596. 2) Ανακούφιση: Τότες οι πρικιαμένοι (παραλ. 4. στ.) λίγη αναπνιάν επήρασι Πιστ. βοσκ. ΙV 3, 209. —Συνών.: ανακουφισμός, ανάπαυσις 1β, αναπνοή 3, ανασασμός 2, κουφισμός.αναρίθμητος,- επίθ., Τρωικά (Praecht.) 52518, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 678, 723, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 4, ΙΙΙ 224, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 348, Καλλίμ. (Κριαρ.) 993, 1508, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 52, Βέλθ. (Κριαρ.) 514, 945, 1284, Βίος Αλ. (Reichm.) 78, Λίβ. (Μαυρ.) P 2576, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2158, 2283, 2892, 3137, 3201, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1475, 2730, 3340, 3467, 3894, 4186, Λίβ. (Wagn.) N 1325, 2969. 3499, 3783, Καναν. (PG 156) 68, 73, Δούκ. (Grecu) 9116, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 22δις, Έκθ. χρον. (Lambr.) 517, 1218, 133, 2514, 4417, 7425, Ιμπ. (Legr.) 42, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 19, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9723, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 171, 3621, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Σταυριν. (Legr.) 372, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1129, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36411, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [929], Διγ. (Lambr.) O 1992, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7822, 794· αναρίφνητος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1547, 4682· ανερίφνητος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3208, 47423· αρίθμητος, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1408, Διγ. (Καλ.) A 2272, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 554, Ιμπ. (Κριαρ.) 509, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 647, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 663, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 484, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 224, Ιμπ. (Legr.) 569, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 150, 151, Αχέλ. (Pern.) 609α, 2287, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2532, Διγ. (Lambr.) O 481, Διακρούσ. (Ξηρ.) 794, 10623· αρίφνητος, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3600, 4660, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3600, 4660, Διήγ. Βελ. (Cant.) 395, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 988, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 153, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 144, Θησ. (Βεν.) Β΄ [797], Κάτης (Băn.) 56, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) IV 82, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 376, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 80, Πικατ. (Κριαρ.) 260, Ιμπ. (Legr.) 988, Αχέλ. (Pern.) 569, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 28, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 120, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 45, Α΄ 421, Γ΄ 142, 230, Δ΄ 6, 660, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 5, 213, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 28, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 517, 638, 1216, Δ΄ 1123, Ε΄ 297, 398, 1227, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 61, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 6 Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 41925, 5351.
Το αρχ. επίθ. αναρίθμητος. Ο τ. αρίθμητος κατά το σχήμα αγγίζω-άγγιχτος· βλ. όμως και Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 138 και ΙΛ. Ο τ. αρίφνητος από το αρίθμητος. Η λ. με όλους τους τ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δε μετριέται (1) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αρίθμητους χριστιανούς εφόνευσεν αδίκως Ιστ. Βλαχ. 2532· Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος Ερωτόκρ. B΄ 517· Έφταξε ως τον Αρμυρό αρίφνητον φουσσάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 41925· πλήθος πολλών καβαλαριών αρίφνητον και μέγαν Διήγ. Βελ. 395· επήγε κι ηύρε συντροφιά αρίφνητον κομμάτι Κάτης 56· πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια Ερωτόκρ. B΄ 638· πλείστην την ύλην εύρομεν δένδρων αναριθμήτων Βίος Αλ. 78· (2) (προκ. για αντικείμενα γενικώς) απειράριθμος, αμέτρητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): σαΐτες ανερίφνητες, φουρνέλα και τους καίγα Τζάνε, Κρ. πόλ. 47423. μπαστούνια αναρίθμητα, πολλήν αλτελαρία Διακρούσ. 7822· (3) (προκ. για πλούτο, «χρυσίον, λογάριν», κλπ.) άφθονος, άπειρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): χρυσίον αναρίθμητον και ακριβά λιθάρια Διγ. O 1992· εγώ ’χασα τ’ αρίφνητά μου πλούτη Ζήν. A΄ 6· χρυσάφιν έχει αρίθμητον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 647· (4) (προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς, μακρός: έστεκε αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσει Ερωφ. Αφ. 45· η συντροφιά ’τονε πολλή κι αρίφνητ’ ώρα κράτει Ερωτόκρ. B΄ 1216· (5) (προκ. για κάλλος) υπερβολικός (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): Τα κάλλη σου τ’ αρίφνητα καμιά φορά μη χάσω Ερωφ. Γ΄ 142· (6) (προκ. για ψυχικά ή άλλα γεγονότα) σημαντικός, σπουδαίος: αρίφνητος μεταγνωμός με κάνει να θυμούμαι ... Ερωφ. A΄ 421· με χαλασμόν αρίθμητον εις όλες τες ομάδες Αχέλ. 2287· Ω θαύμασμα αρίφνητο· να ’χουν τα μάγια τόση| χάρη Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 61. — Πβ. άμετρος.ανασηκώνω,- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 602, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 624, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1883, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 102, Διγ. (Καλ.) A 540, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 335, 784, Ερμον. (Legr.) Λ 159, Λίβ. (Μαυρ.) P 1323, Λίβ. (Wagn.) N 1165, Αχιλλ. (Haag) L 774, Αχιλλ. (Hess.) L 754, Αχιλλ. (Hess.) N 245, 1060, Βεν. (Λάμπρ.) 76, Θησ. (Βεν.) Ι΄ [835], Κάτης (Băn.) 83, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 548, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32424, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1470, Β΄ 425, 1389, Δ΄ 1653, Ε΄ 1439, Θυσ. (Μέγ.)2 291· ’νεσηκώνω, Hist. imp. (Mor.) 100.
Από την πρόθ. ανά και το σηκώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 79, Ο τ. ’νεσηκώνω και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ).
Α´ Ενεργ. 1) Σηκώνω προς τα επάνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1)· (1) (κάτι) (Βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ B΄ 6, 1955/6, 236): την τένταν ανεσήκωσαν και ένδοθεν εισήλθον Διγ. Τρ. 102· ανασηκώνει το σπαθίν, δείχνει διά να το χάσει Βεν. 76· Εμπήκε μέσα μοναχή και τ’ αρμαριού σιμώνει·| την πρώτην άνοιξη θωρεί, ’πιτήδεια ανασηκώνει Ερωτόκρ. Α΄ 1470· πβ. ανασταίνω 1· (2) (κάποιον): αφού την ανασήκωσαν κι εγροίκησεν ολίγον| κλαίοντα άρχισε να πει: Αλίμονο σ’ εμένα! Θησ. Ι΄ [835]· (3) (μέλος του σώματος, κλπ.): ο όφης ανασήκωσεν το όμμα του προς αύτον Πόλ. Τρωάδ. 335· την χείραν του ανασήκωσεν, Έλληνας φοβερίζει Πόλ. Τρωάδ. 784. Β´ Μέσ. 1) Σηκώνομαι (από τη θέση μου ή από τη γη): οχ το θρονί ντου το χρουσό λιγάκι ανεσηκώθη Ερωτόκρ. B΄ 425· εκείνη απέ την κλίνην της πάλιν ανεσηκώθην Αχιλλ. (Hess.) N 1060· εξελιγώθη η κερά οπού ’το λιγωμένη·| και πάσκει ν’ ανεσηκωθεί να ρθεί να σ’ εύρει θέλει Θυσ.2 291· Ηνεσηκώθη και ήστεκεν κλινοτραχηλισμένος Λόγ. παρηγ. L 602. 2) (Προκ. για τη γη) σείομαι: εδέτσι βρόντηξ’ ουρανός κι η γης ανεσηκώθη Ερωτόκρ. B΄ 1389.αναστενάζω,- Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 281, Λίβ. (Μαυρ.) P 2443, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2631, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3798, Κάτης (Băn.) 73, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 43, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 62, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 635, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) B΄ [407], Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 360· ανεστενάζω, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 443, Διγ. (Lambr.) O 106· ’νεστενάζω, Ακ. Σπαν. (Legr.) 31104, Λίβ. (Wagn.) N 1363, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 622, E΄ 1003.
Το αρχ. αναστενάζω. Η λ. σε όλους τους τ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Αναστενάζω (όπως και σήμ.): να αναστενάζει, να πονεί, να καίγεται η καρδιά της Φορτουν. Δ΄ 360· χίλιες φορές εγροίκησα για σε ν’ αναστενάζει Πανώρ. Γ΄ 493· β) (προκ. για ζώα που προσωποποιούνται): απήτις μέσα εμπήκασι, αναστενάζει ο κάτης Κάτης 73· γ) (προκ. για τα άψυχα: γη, βουνά, Άδη, κλπ.) (Η χρήση και σε δημ. τραγούδια, ΙΛ στη λ., Παροιμ.): τα όρη να χαλάσουσιν, η γης να αναστενάξει Περί ξεν. A 281· Αναστενάζουν τα βουνά, πάσχουν δι’ εμέ οι κάμποι Λίβ. Sc. 2631· και Άδης αναστέναξε ’ς τόσον κακόν που γίνη Τζάνε, Κρ. πόλ. 20613.ανυδρισμένος,- μτχ. ως επίθ., Κάτης (Băn.) 109 (Πβ. Καψ., ΕΕΚΣ, 1, 1938, 571).
Η μτχ. του *ανυδρίζω ως επίθ. Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (ΙΛ, λ. ανυδρίζω).
Διψασμένος (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανυδρίζω): τότεσας αποσώνουσι δυο κάτες ανυδρισμένοι Κάτης (Băn.) 109 (Πβ. Καψ., ΕΕΚΣ, 1, 1938, 571).αξιώνω,- Σπαν. (Μαυρ.) P 363, Διγ. (Hess.) Esc. 1290, Διγ. (Καλ.) A 2229, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 330, 2494, Διήγ. Βελ. (Cant.) 247, Φλώρ. (Κριαρ.) 1813, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 144, Ιακ., Παραιν. (Ζώρ.) 9, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1994, Θρ. πατρ. (Krumb.) 94, Μαχ. (Dawk.) 46810, Θησ. (Foll.) Ι 110, Θησ. (Βεν.) Β΄ 246, 433, 444, 812], Ζ΄ [1448], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1122, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1195], Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 349, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 757, Πικατ. (Κριαρ.) 193, Ιμπ. (Legr.) 522, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 89, Συναξ. γυν. (Krumb.) 48, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, 75, 104, 150, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 151, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 8, Πεντ. (Hess.) Έξ. XV 2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 233, Αχέλ. (Pern.) 921, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 299, Αλφ. (Κακ.) 2110, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 84, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 418, Β΄ 244, Γ΄ 348, Δ΄ 660, Ε΄ 392, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 287, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 251, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 91, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 777, Σταυριν. (Legr.) 376, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1829, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36430, Ευγέν. (Vitti) 418, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 132, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 47, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 217, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [578, 1236], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 257, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 382, Διγ. (Lambr.) O 372, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 34625, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8028· ’ξιώνω, Ασσίζ. (Σάθ.) 8722, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 47, Ιμπ. (Legr.) 26· αξώνω, Κάτης (Băn.) 19, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 252, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [217, 439], Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 244α 17, Γύπ. Πρόλ. Διός 36, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 55, 348, Β΄ 437, 444, 494, Δ΄ 391, 411, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 46, Β΄ 521, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 263, Β΄ 18, 56, Γ΄ 516, Φορτουν. (Ξανθ.) Αφ. 1, 22, Πρόλ. 50, Ιντ. γ΄ 78, Ε΄ 412, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 295, Γ΄ 46, 90, Δ΄ 330, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 250, 465, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 41118, 5807· ’ξώνω, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 11, 147, Θυσ. (Μέγ.)2 387, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 13, Ε΄ 40.
Το αρχ. αξιόω. Η λ. στο νεώτερ. τ. ήδη στον 9. αι. (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 290), στο Du Cange, λ. αξιώννειν και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Ενεργ. 1) α) Θεωρώ ή καθιστώ (κάποιον ή κάτι) άξιο (για κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. Α1): να τσ’ αξώσει και να δούν παιδί που πεθυμουσα Ερωτόκρ. Α΄ 46· ο Κύριος να σ’ αξώσει| στις πίκρες κι εις τους πόνους σου τέλος γοργό να δώσει Πανώρ. Α΄ 55· Εσείς και με αξιώσετε να εύρω άνεσην καμπόση Διήγ. ωραιότ. 47· ο Θεός ... να σε αξιώσει να χαίρεσαι τα πάντερπνά σου κάλλη Διγ. Άνδρ. 36430· β) γίνομαι άξιος, αποκτώ τιμή: τον Παλαμών’ αν νικήσετε, αξιώσει τ’ όνομά σας Θησ. Ζ΄ [1448]. 2) α) Τιμώ (παρέχοντας τιμές, αξιώματα) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3): τιμά και αξιώνει τους σεβαστοκρατορίας Φλώρ. 1813· τιμά και αξιώνει τον και στήνει τον ομπρός του Ριμ. Βελ. 757· αξίωσαν κι εδόξασαν κι ως ρήγα τον τιμήσαν Κορων., Μπούας 75· β) επευφημώ (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): φημίζει και αξιώνει τους εις όλον τον λαόν του Γεωργηλ., Βελ. 349· γ) (προκ. για το Θεό) δοξάζω (Πβ. και δοξάζω αυτόν ΠΔ, Tisch., Έξ. XV 2): Θεός του πατρός μου και να τον αξιώσω Πεντ. Έξ. XV 2. 3) Παρέχω, προξενώ (καλό ή κακό) (Πβ. ΙΛ στη λ. Α4): πόνους άξωσές με Πανώρ. Β΄ 444· τη χαρά οπού μ’ άξωσες Στάθ. Β΄ 18. 4) Παρακαλώ θερμά: παρακαλεί κι αξιώνει την στην γην να έχει πεζέψει Χρον. Μορ. H 2494· τον αξιώνουσιν ως φίλον κι αδελφόν τους| να ποιήσει να έχουν πλευτικά Χρον. Μορ. H 330. 5) Δίνω αξία, σημασία (σε κάποιον): μηδέ αξιώνεις τον, αλλά άφηνέ τον και ας φλυαρεί Ιακ., Παραιν. 9. 6) Αναγνωρίζω και επανορθώνω (κάτι): τώρα το σφάλμα αξιώνω το περίσσιο Πιστ. βοσκ. Ι 2, 287. B´ Μέσ. 1) α) Θεωρούμαι άξιος (για κάτι): μεγάλης τιμής αξιώνουνται Βακτ. αρχιερ. 217· αξώθηκες τιμές στα ύστερά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 41118· β) γίνομαι άξιος (για κάτι) (Πβ. ΙΛ στήλ. Β2): ν’ αξιωθείς, να χαίρεσαι τα έτη της ζωής σου Διγ. Esc. 1290. 2) Κατορθώνω, πετυχαίνω (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β3): χαίρε, διότι ’ξιώθηκες να βρείς τόν εστερεύθης Σκλέντζα, Ποιήμ. 47. 3) Υποχρεώνομαι: Περί εκείνου οπού μέλλει να ξημερωθεί εις την αυλήν και ουδέν έρχεται εις την τακτή ημέραν και τι μέλλειν ’ξιωθεί να δώσει εις την αυλήν Ασσίζ. 8722. Η μτχ. αξ(ι)ωμένος ως επίθ. 1) Άξιος, ικανός, γενναίος (Πβ. ΙΛ στη λ. Α1 μτχ.): κορμί αξωμένο Ερωτόκρ. Β΄ 521· αξωμένος στρατηγός Ροδολ. Γ΄ [217]· αφέντρα αξιωμένη Ερωφ. Α΄ 418. 2) Σπουδαίος, σημαντικός: μαντάτον αξωμένον Κάτης 19.αποθέτω,- Διγ. (Hess.) Esc. 1116 (έκδ. αποδέρνει· διόρθ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 559 σε αποθέτει ή απολέρνει· πβ. Καλονάρο, Διγ. Β΄ 174 σημ. στ. 1116), 1666, Διγ. Esc. 937, Διγ. Z 1996, Απόκοπ. 214, Διήγ. Αλ. G 2814, 2886-7, Πεντ. Δευτ. XXVI 4, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1335], Φορτουν. Ιντ. β́ 39· ’ποθέτω, Κάτης 59, Πικατ. 171, Διγ. O 1855.
Από το αρχ. αποτίθημι. η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Τοποθετώ, βάζω (πβ. L‑S, λ. αποτίθημι 11. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 ): του Πώρου το λείψανο ηπήρεν το εις χρυσό κρεβάτι και απόθηκέν το εις το σκαμνί του την Ηλιόπολιν Διήγ. Αλ. G 2886-7· μέσα επόθηκέν την| εις τες αγκάλες του τες δυο κ’ εκατεφίλησέν την Διγ. O 1855. Βλ. και ακουμπιζω Β3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α. 2) Κληροδοτώ: Τον βιόν οπού σου βρίσκεται, πράγματα τα φυλάσσεις,| απόθεσέ τα εις εκκλησιές και σύντομα ν’ αγιάσεις Απόκοπ. 214. Βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποδίδω 2β. 3) Αναθέτω (πβ. ΙΛ στη λ. Α4β): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα| να θέλου ν’ αποθέσουσι τη διαφοράν εκείνη Φορτουν. Ιντ. β́ 39. Βλ. και αναγράφω 4β. 4) Βάζω κάπ. να πλαγιάσει· τον ρίχνω κάτω: Έθεσεν και αποθέσεν τους, κανένα δεν αφήκε Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 90.αποσώνω,- Προδρ. ΙΙ Η 25G, Καλλίμ. 2597, Διγ. Esc. 527, 836, 846, Διγ. Τρ. 901, Χρον. Μορ. H 500, 847, 2024, 2108, 3302, 3489, 4200, 4804, 5303, 6732, 6895, 6982, 8024, 8199, 8614, 9135, Χρον. Μορ. P 3730, Ορισμ. Μαμελ. 9616, Διήγ. Βελ. 73, Φλώρ. 87, 511, 1391,1648,1743, Περί ξεν. A 516, Λίβ. Sc. 1658, 2610, 2620, 2660, Λίβ. Esc. 3774, Λίβ. N 1778, Αχιλλ. N 1365 Ιμπ. 729, 880, Χρον. Τόκκων 1450, Μαχ. 1721, 1827, 41626, 6068, Σφρ., Χρον. μ. 2415, 3824, 5621, 6621, 8019, 8210, 9814, 12214, 13010, 1321, Θησ. Β΄ [507], Δ΄ [501], Γαδ. διήγ. 287, Κυπρ. ερωτ. 1311, 1713, 8638, Απόκοπ. 396, Κορων., Μπούας 136, Φαλιέρ., Ιστ. V 32, 38, Ψευδο-Σφρ. 24612, 28833, 29212,30626, 33434, 3387, 45810, 54625, Βίος γέρ. V 187, Θρ. Κύπρ. K 50, Άλ. Κύπρ. 1732, Κατζ. Ε΄ 299, Πανώρ. Β΄ 83, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 77, Γ΄ 60, Βίος αγ. Νικ. 141, Ερωτόκρ. Δ΄ 1738, Λίμπον. 214 Φορτουν. Ε΄ 223, Λεηλ. Παροικ. 580, Ιωακ. Κύπρ. 512, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15811, 23713, 2522, 26611, 36314, 43317, κ.π.α.· απεσώνω, Χρον. Μορ. P 2117, Απολλών. 830, Θησ. (Foll.) I 22, Βουστρ. 428, 447, Μαχ. 27430· ’πεσώνω, Βουστρ. 456, Κυπρ. ερωτ. 613, 8811· ’πεσών(ν)ω ή ’ποσών (ν )ω, Λίβ. Sc. 2107, Μαχ. 18622, 19019, 29213, 34031-2, 49233, 65215, Ριμ. Βελ. 810, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 505, 704· ’ποσώννω, Κυπρ. ερωτ. 12713 ’ποσώνω, Κάτης 87, Θρ. Κύπρ. M 232, Στάθ. Β΄ 241· μτχ. ’πεσωμένος, Κυπρ. ερωτ. 251· μτχ. ’ποσωσμένος, Θρ. Κύπρ. K 274.
Από το αρχ. αποσώζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) Μεταδίδω (κ.) αμέσως, ανακοινώνω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4): τους λόγους του απεσώσαν Χρον. Μορ. H 2108· και τόσα τους απόσωσαν φεματινά μαντάτα Χρον. Μορ. P 3730 (βλ. και αβιζάρω α, ανατίθημι Β, αναφέρω Α1α). 2) α) Περατώνω, τελειώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): άλλες δουλειές επόσωσα μεγάλες στον καιρό μου Στάθ. Β΄ 241 (βλ. και αποκάμνω Β2)· β) συμπληρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): μα πάλι του Ρωτόκριτου η αντρειά της χάρης | απόσωνε σ’ ό,τι ήλειπε του άλογου ο καβαλάρης Ερωτόκρ. Δ΄ 1738 (βλ. και αναπληρώνω Α1α, ανασώνω 2α, αποκάμνω Β2)· γ) εξαντλώ (μέσ.) πεθαίνω (Πβ. ΙΛ στη λ. Β2): Σέρνοντας πόσοι πέφτανε τότες κι αποσωθήκαν, | πόσ’ αποθάναν με ραβδιές και πόσοι εκοπήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26611 (βλ. και απεκδύομαι, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω 1Α2, απομένω 8, απομεριμνώ 2, απορίχνω Α1 Φρ.)· δ) φθείρω, σπαταλώ: επέσωσες την άχαρήν μου νιότην Κυπρ. ερωτ. 613. 3) Επαρκώ: Αλήθεια, δίδεις με πολλά … (παραλ. 2 στ.)· τρισκαίδεκα γαρ είμεθα η πάσα φαμίλια | και αν εξετάσεις ακριβώς έμπροσθεν και τοις άνω, | και να νόησεις και τα πρόλοιπα το πώς με αποσώνουν Προδρ. II Η 25c. 4) α) Οδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): Έννοια γλυκειά με την πικριά σμιμένη | τους αγαπούν εις τούτον αποσώνει | και δεν νιώθουν πώς ζουν αποθαμίνοι Κυπρ. ερωτ. 1713, 1311· απέσωσές μας ώδε να μας σκοτώσουν Μαχ. 41626· στην Θήβαν τους απέσωσεν και κατησφάλισέν τους Χρον. Μορ. H 3302· β) οδηγώ (κάπ.), στέλνω: πώς της θαλάσσου ο κίνδυνος, πώς η φορά τ’ ανέμου | στον Άδην μας απέσωσεν δίχως αιτίαν πολέμου Απόκοπ. 396 (βλ. και αναπέμπω 2, απομακρύνω Α1α1). Β´ Αμτβ. 1) α) Φτάνω, έρχομαι (Η σημασ., και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): χίλια καλώς απέσωσεν το παρηγόρημά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 32· αφότου αποσώσασιν κι επιάσασιν κατούνες Χρον. Μορ. H 6732· Εις το Βρεντήσι απέσωσεν, ηύρεν τα πλευτικά του Χρον. Μορ. H 8614· επήγανε προπατηκτοί στη Σούδα αποσώσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 15811 (βλ. και ανασώνω 1, αναφαίνω Β β, αντεπέρχομαι)· β) (μέσ.) καταλήγω, βρίσκω καταφύγιο, θαλπωρή: μαννίτσα, το κεφάλι μου, το πολυπονεμένο | να ήτον και ν’ αποσώνετον εις τα γλυκά σου χέρια Περί ξεν. A 516· γ) (προκ. για πλοίο) προσορμίζομαι, καταπλέω: αφότου απεσώσασιν εκείσε εις τον λιμιώνα, την χώραν ετριγύρισαν της γης και της θαλάσσης Χρον. Μορ. H 847. 2) Προφταίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 11): Σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματιώ αποσώνω | και δίχως λύπηση καμιά τον άνθρωπο σκοτώνω Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 77 (βλ. και ανασώνω 2β). 3) (Ενεργ. και μέσ.) φτάνω στο σκοπό, κατορθώνω, πετυχαίνω: ’πέ το και πώς απέσωσες, πως ηύρες την Ροδάμνην Λίβ. Esc. 3774· επεσώθησαν τα κάτεργα να ρίψουν την παλαμάραν Μαχ. 34031-2 (βλ. και άκρα 9 φρ). 4) (Ενεργ. και μέσ.) καταλήγω, καταντώ: αρχή κακή πολλές φορές εις το κακό τελειώνει | και διά το τέλος το κακό και η αρχή κακά αποσώνει Λίμπον. 214· α στερευτώ το δεις σου εννοιάζομαι στο σκότος να ’πεσώσω Κυπρ. ερωτ. 8638· λέγει «κακά άπεσώθηκες» πρός Φλώριον η κόρη | και διά σε ολιγωρώ, πονώ, διχοτομούμαι Φλώρ. 1743 (βλ. και απογίνομαι 2γ, αποδίδω 6γ, αποκαταντώ, απομένω 7β).αρχοντικός,- επίθ., Παράφρ. Μανασσ. 306, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 442 σχόλ·, Β΄ 164, Διγ. Z 4039, Θρ. Κων/π. B 112, Θρ. Κων/π. διάλ. 118, Μαχ. 9234, Κάτης 99, Γαδ. διήγ. 247, Σκλάβ. 21, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Κατζ. Ε΄ 437, Πιστ. βοσκ. III 6, 252, Φαλλίδ. 5, Σουμμ., Ρεμπελ. 186, Διγ. Άνδρ. 40222, Ερωτόκρ. Α΄ 702, Β΄ 1322, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [700], Γ΄ [423], Ζήν. Β΄ 143.
Το μτγν. επίθ. αρχοντικός (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που ανήκει σε άρχοντα, που προέρχεται από άρχοντα (Πβ. L‑S στη λ. 1. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): ήσαν από αρχοντικήν ρίζαν και από ευγενικούς και μεγάλους και ονομαστούς προπάππους Παράφρ. Μανασσ. Β 306· Είχα κύρη ευγενικό,| μάννα από αίμα αρχοντικό Φαλλίδ. 5· με το σπαθί ξετρέχει| και κόβει ογια να χαθού τ’ αρχοντικά κλωνάρια Ζήν. Β΄ 143. 2) α) Που ταιριάζει σε άρχοντα, σε ευγενή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να έχει τάξεις και ήθη αρχοντικά και ρωμαϊκά Σοφιαν., Παιδαγ. 100· Είχε δε και τάξεις αρχοντικάς, τας οποίας δεν είχεν τινάς εις τον κόσμον Διγ. Άνδρ. 40222· β) που ταιριάζει σε άρχοντα· μεγαλοπρεπής (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): στ’ αρχοντικά αναρίματα κι εις της αντρειάς το νάττο Ερωτόκρ. Β΄ 1322· χορός αρχοντικός Κάτης 99· εγίνην … φέστα και αρχοντικόν παναγύριν οκτώ ημέρας Μαχ. 9234. 1) Που έχει τα ήθη, τους τρόπους ή την εμφάνιση του άρχοντα (Πβ. ΙΛ στη λ. 4, 5): Μια αρχοντική νεράιδα| και ευγενική περίσσια μέσα σ’ όλες Πιστ. βοσκ. III 6, 252· αρχοντικά κοράσια τιμημένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [423]· έν’ τους εδώ που κλαίσινε οχ τη χαρά! θωρείς τσι,| πλούσοι κι αρχοντικοί πολλά Κατζ. Ε΄ 437. 4) (Ως ουσ.) ευγενής νέος: νιούτσικοι κι αρχοντικοί χίλιοι τες πεθυμούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [700].αυτός,- αντων., Σπαν. B 181, Προδρ. I 166, 178, ΙΙΙ 5, 69, 138b (κριτ. υπ.), 216m (χφ. g) (κριτ. υπ.), 229, 416, IV 24, 130α (χφ. g) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. 39314, 47424, 48211, 51124, Ιερακοσ. 43612, Διγ. Z 721, 1106, 1236, 2851, 2933, 3994, Βέλθ. 59, 250, 278, 759, 782, 813, 822, 862, 885, 930, 958, 968, 976, 1037, 1062, 1066, 1086, 1221, 1236, 1281,1252, 1259, Χρον. Μορ. H 6464, Χρον. Μορ. P 3602, 8295, Gesprächb. 658, Πανάρ. 6712, Περί ξεν. V 55, 109, 111, 118, 119, 510, Απολλών. (Wagn.) 56, Απολλών. 9, Λίβ. Sc. 2759, Μαχ. 287, 4638, 18427, 23020, 2325, 3045, 39015, 35, 47023, 47215, 35, 54818, 62019 δις, Σφρ., Χρον. μ. 626, 13233, 15627, Βουστρ. 473, 494, Γαδ. διήγ. 482, Διήγ. Αλ. V 68, 76, Αλεξ. 1491, Κυπρ. ερωτ. 98, 194, 438, 518, 587, 695, 842, 874, 914, 9445, 9610, 10026, 1047, 10625, 1452, 1534, Έκθ. χρον. 3133, 6112, 14, 7218, 738, 7823, 8031, 83, 8214, 20, 8316, Απόκοπ. 139, 140, 189, 183, 205, 237, 283, 315, 366, 367, 382, 433, 436, 460, Απόκοπ. Επίλ. I 219, 552, 553, Πένθ. θαν.2 559, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 311, Ψευδο-Σφρ. 5822, Πεντ. Έξ. XXXII 1, ΧΧΧΙΙΙ 7, Ρίμ. θαν. 53, Χρον. σουλτ. 8236, Πιστ. βοσκ. II 4, 76, Διήγ. ωραιότ. 11, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [24], Δ΄ [528], Λίμπον. 165, κ.π.α.· ατός, Προδρ. III 410, Διγ. A 1808, Διγ. Z 784, Ερμον. Ζ 297, Θ 72, Ο 137, Χρον. Μορ. H 770, 4346, 4439, 5155, 5187, 6143, 7435, 7578, 7700, 8223, 9012, Χρον. Μορ. P 328, 2061, 4086, 6250, Πουλολ. Αθ. 437, Πτωχολ. N 630, Διήγ. Βελ. (Cant.) 60, Φλώρ. 85, 647, 1711, Περί ξεν. A 174, 223, Περί ξεν. V 506, Αχιλλ. (Haag) L 368, Αχιλλ. L 641, Αχιλλ. N 464, 1415, Αχιλλ. O 121, 239, 313, Ιμπ. 143, 181, 464, Χρον. Τόκκων 1972, 2123, 2168, Παρασπ., Βάρν. C 307, 341, 347, Αργυρ., Βάρν. K 162, Θησ. (Foll.) I 68, 113,120, Θησ. Πρόλ. [165], Β΄ [451], Ch. pop. 418, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1182, Ριμ. Βελ. 93, Αλεξ. 930, 1101,1237, 1534, Απόκοπ. 318, Πικατ. 536, Συναξ. γυν. 592, 959, Κορων., Μπούας 12, 68, Φαλιέρ., Λόγ. 206, 413, Φαλιέρ., Ρίμ. L 160, Βεντράμ., Φιλ. 251, Σοφιαν., Παιδαγ. 113, Δεφ., Λόγ. 34, 38, 183, 242, Τριβ., Ρε 329, Περί γέρ. 123, Αχέλ. 54, 1077, Χρον. σουλτ. 258, 14127, Δωρ. Μον. XXII, Γύπ. Πρόλ. Διός 52, Παλαμήδ., Βοηβ. 630, 700, Ιστ. Βλαχ. 577, 1259, Σουμμ., Ρεμπελ. 165,169,189, Διγ. Άνδρ. 31423, 33119, 34628, 35329, 37020, Ερωτόκρ. Δ΄ 9, Ευγέν. Πρόλ. 133· 1059, 1411, Συναδ., Χρον. 42, Ροδολ. Α΄ [339], Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [100, 211, 1241], Δ΄ [639], Ε΄ [526, 819], Φορτουν. Β΄ 403 (έκδ. ατίστωνε· διόρθ. Κουκ., Αθ. 36, 1924, 317 σε ατές τωνε), Ιντ. γ΄ 31, Ζήν. Ε΄ 323, Διγ. O 2090, 2902, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5079, κ.π.α.· αύτος, Σπαν. A 148, Σπαν. B 94, 181, Σπαν. V 266, Σπαν. (Ζώρ.) V 103, 268, Προδρ. (Μαυρ.) 33339, Καλλίμ. 1804, Διγ. (Hess.) Esc. 1261, Διγ. (Trapp) Esc. 193, 1203, 1259, Βέλθ. 521, 711, Πόλ. Τρωάδ. 46, 207, 254, 284, Ερμον. Β 231, Χρον. Μορ. H 36, 236, 352, 368, 518, 830, Χρον. Μορ. P 36, 664, 747, 8402, Πουλολ. Z 412, Φλώρ. 24, 76, 91, 303, 307, 337, 803, 893, Περί ξεν. V 268, Απολλών. (Wagn.) 290, Λίβ. P 2449, Αχιλλ. O 22, Ιμπ. 162, 272, Χρον. Τόκκων 1974, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 1372, 1771, Θησ. (Foll.) I 1, 4 δις, 31, 72, Ριμ. Βελ. 328, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 540, Γαδ. διήγ. 208, Διήγ. Αλ. V 29, 32 δις, 46, 53, 54, Αλεξ. 26, 123, 302, 1004, 1653, 2520, 2551, Ριμ. κόρ. 133, 728 (κριτ. υπ.), Σαχλ., Αφήγ. 668, Κυπρ. ερωτ. 67, 74, 741, 8, 7547, 8114, 847, 8716, 9752, 1407, 1556, 1564, Απόκοπ. 21, 63, 219, 303, 307, Πικατ. 463, Ιμπ. (Legr.) 128, Κορων., Μπούας 59, 63, 64, 122, Βεντράμ., Γυν. 105, 188, Μυστ. παθ. 54, Τριβ., Ρε 82, 338, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 1024, Θρ. Κύπρ. K 251, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 371, 414, 418, Άλ. Κύπρ. 1545, Κατζ. Ε΄ 414, Σταυριν. 723, 1077, 1128, Βίος αγ. Νικ. 58 (έκδ. αυτόν διόρθ. Κριαρ., B-NJ 19,1966, 87 σημ. 1), Ιστ. Βλαχ. 192, Θυσ.2 56, 238, Συναδ., Χρον. 52, κ.π.α.· ταύτος, Κάτης 29, Αλεξ. 1468, 2340, Σταυριν. 495, 591, Ιστ. Βλαχ. 1151, Ευγέν. 766, κ.π.α.· ταυτός, Τριβ., Ρε 340, Διγ. O 380· (γεν.) τού ή του, Διγ. (Trapp) Esc. 296, Βοσκοπ. 393, Στάθ. Β΄ 326 (έκδ. το· διόρθ. Πολ. Λ., Κρ. ποίησ. σελ. 109), κ.α.· ντου, Ερωτόκρ. Α΄ 161, 162, 443, 801, κ.α.· τής ή της, Ερωτόκρ. Β΄ 550, Θυσ.2 778, κ.π.α.· τσή ή τση, Πανώρ. Β΄ 237, 438, 452, Ερωτόκρ. Α΄ 183, Θυσ.2 1042, 1051, Λεηλ. Παροικ. 397, 458, κ.π.α.· τζή ή τζη, Πανώρ. Β΄ 176, Ερωτόκρ. Α΄ 469, Θυσ.2 116, 821, κ.π.α.· των, Βεν. 33, κ.π.α.· (από συμφ. γεν. και αιτ.) τώς ή τως, Αλεξ. 1618, Πανώρ. Α΄ 421, Δ΄ 298, 375, 379, Βοσκοπ. 21, Ερωτόκρ. Α΄ 585, Διήγ. πανωφ. 58, Λεηλ. Παροικ. 285, κ.π.α.· ντως, Πανώρ. Δ΄ 323, 375, Θυσ.2 871, κ.π.α.· (αιτ.) τόν ή τον, Αλεξ. 1492, κ.π.α.· τήν ή την, Βεν. 29, Ευγέν. 963, κ.π.α.· τό ή το, Σπαν. A 159, Αρμεν., Εξάβ. Παρ. 344, 45, σχόλ., Διήγ. Βελ. 42, 496, Ιμπ. 132, Κυπρ. ερωτ. 10934, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 30, Στάθ. Γ΄ 414 (έκδ. τον· διόρθ. Πολ. Λ., Κρ. ποίησ. σ. 114), Διήγ. πανωφ. 57, Βακτ. αρχιερ. 146, Φορτουν. Ιντ. γ΄ 166, Ζήν. Ε΄ 379, κ.π.α.· τούς ή τους, Αλεξ. 1491, 1738, Πανώρ. Δ΄ 298, Ζήν. Ε΄ 381 (έκδ. του· διόρθ. Πολ. Λ., Κρ. ποίησ. σ. 73), κ.π.α.· τσί ή τσι, Πανώρ. Δ΄ 297, 370, Ερωτόκρ. Δ΄ 433, Φορτουν. Α΄ 152, Λεηλ. Παροικ. 341, Τζάνε, Κρ. πόλ. 39115, κ.π.α.· τες, Αλεξ. 1270, κ.π.α.· τσις, Ερωτόκρ. Α΄ 642, τά ή τα, Προδρ. III 404, Βεν. 35, Κυπρ. ερωτ. 1086, Θυσ.2 918, κ.π.α.
Η αρχ. οριστική ή αντιδιασταλτική αντων. αυτός. Ο τ. ατός από την αυτοπαθή αντων. εατού <εαυτού (Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 13 κε.). Ο τ. αύτος με επίδρ. των αντων. ούτος ή τούτος (Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 155). Ο τ. ταύτος από τον πληθ. του ουδ. ταύτα. Οι συγκεκομμένοι τ. που αρχίζουν από τ προήλθαν από τις πλάγιες πτώσεις του τ. ατός (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 221). Από τους τ. αυτούς οι άτονοι είναι εγκλινόμενοι. Ο τ. τώς ή τως από συμφ. της γεν. των και της αιτιατ. τους (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 577). Το ν των ντου, ντως είναι προηγούμενο τελικό ‑ν. Ο φθόγγος τζ από προηγούμενο ν. Βλ. και γιαύτο(ς), δαύτος.
1) Ως αντιδιασταλτική (ενίοτε με το άρθρο. Η λ. με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, του, της, μας, σας, των για έμφαση. Βλ. και L‑S στη λ. I, ΙΙΙ· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1) αυτός, αυτός ο ίδιος, μόνος (μου, κλπ.), με τη θέλησή (μου): όνταν εγροίκησεν τον ορισμόν του ρηγός, εκατέβην ο αυτός πρίνζης να καβαλικεύσει Μαχ. 54818· κι αυτόν το δείν της δύνεται να δώσει! Κυπρ. ερωτ. 194· Τῴ αυτῴ πάλιν Γερμανῴ τῳ Γραίκῳ Ασσίζ. 51124· εφόνευσα και τον αυτόν εκ του θυμού πυρ πνέων Διγ. Z 2933· Σ’ αυτό άνθρωπος δεν δύνεται να μάς παρηγoρήσει,| μόνον αυτός ο Ποιητής· αλλ’ ούδ’ αυτός το θέλει| στην πρώτην τάξιν να στραφούν του σώματος τα μέλη Πένθ. θαν.2 559· τότ’ ο πρώτος αδελφός αυτός ο Κωνσταντίνος Διγ. Z 721· ατοί τους γάρ και μοναχοί αλλήλως επαινούνται Χρον. Μορ. H 770· η αγκαλιά του γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει,| μα κάνουσί τ’ ατές τωνε (έκδ. ατίστωνε· διόρθ. Κουκ., Αθ. 36, 1924, 317) μόνο για το τορνέσι Φορτουν. Β΄ 403· αυτός μου υπάγω Gesprächb. 658· ατός μου με τα χέρια μου εσένα να φονεύσω Παρασπ., Βάρν. C 307· όλοι επαρεδόθησαν κι ο πρίγκιπας ατός του Χρον. Μορ. P 4086· εκείνο τό μισά κανείς εις αύτο να γυρίζει Τριβ., Ρε 338. Επιρρ. έκφρ. επί το αυτό = στο ίδιο μέρος (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. IV): αι χώραι συνήχθησαν επί το αυτό και γέγονε διωγμός βαρύς Πανάρ. 6712. 2) Ως επαναληπτική (Βλ. και L‑S στη λ. I· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2) αυτός: Και όλους γάρ τους όρισα αυτόν να ονομάζουν| ωσάν θεόν επίγειον, να τόνε θυσιάζουν Αλεξ. 1491· τά μου τα κάνει σήμερα δε με ’χε μαθημένο Θυσ.2 918· τό ντρέπεσαι να πολεμείς, εντρέπου να το λέγεις Σπαν. A 159· το δένδρον έπεσε κι εγώ μετ’ αύτο επήγα Απόκοπ. 63. 3) Ως προσωπική, για να δηλωθεί το γ΄ πρόσ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II και σημερ., ΙΛ στη λ. 3. Για την περιφραστική χρ. στην Κύπρο βλ. Pitsillidès [Κυπρ. ερωτ. σ. 348]) αυτός: είπαν προς αυτόν Πεντ. Έξ. XXXII 1· ήφερεν με αυτόν την θυγατήρ του Χρον. Μορ. H 6464· ουδέ φελά με ανείν και παραδώσω| σ’ αυτόν της ταπεινά τον εμαυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 98· τότε όλοι έναν στόμαν είπαν εις αυτόν του Μαχ. 2325· πληθαίνει τως την όρεξη και δύναμη τως δίδει Ερωτόκρ. Α΄ 585· Την αφορμή του ’πε πως την εχάσε Βοσκοπ. 393· Νά ’ναι πρός αύτονε πιστός Κορων., Μπούας 59. Στην Κύπρο η γεν. του θηλ. αυτής και η γεν. του αρσ. αύτου αμετάβλητες για όλα τα γένη και τους αριθμούς σε συνεκφ. με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, σας, τους, για να δηλωθούν τα τρία πρόσωπα της προσωπικής αντων. (Βλ. Pitsillidès [Κυπρ. ερωτ. σ. 348, λ. αυτός]): αμέ καρδιά μου πάντά ’ναι σ’ αυτής σου Κυπρ. ερωτ. 438· αν τα εξηγήθηκα ως γιόν εγινήκαν, ήτον πολλά βαρετά εις αυτόν μου να γράφω και εις αυτής σας να τ’ αγροικάτε Μαχ. 62019· αφέντη κοντοσταύλη, πολλά θαυμάζομαι εις αυτής σου Βουστρ. 494· να δω τα δυό σου ’μμάτια να βιγλίσουν| εις αύτου μου στεριά και ταπισόντα| βαθιά ν’ αναστενάξεις Κυπρ. ερωτ. 847· ως και τον Χάρον απού μεν ελείψασιν| και να ’ρτει δεν αφήννουσιν εις αύτου μου Κυπρ. ερωτ. 9752· παίρνοντας αχ την κρυότημ μου μπορείς να ποίσεις| η βράστη να ’ν’ εις αύτου σου συγκερασμένη Κυπρ. ερωτ. 748· Μαχ. 18427, 39033, 47023, Βουστρ. 473, Κυπρ. ερωτ. 518, 695, 9445, 1407, 1534, 1556, 1564. 4) Ως δεικτική (Πβ. τη μτγν. χρ., ΠΔ Γέν. III 15 και ΚΔ Λουκ. 5,14· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4) αυτός: ποίησε τά και τά και ας γίνεται και τάδε Προδρ. III 404· Εσάς ουδέν ψηφούμε| για τούτους που ’ν’ ολόγυρα για ταύτ’ απιλογούμαι Αλεξ. 1468· ευθύς προς αύτους όρμησεν έξω του γεφυρίου Κορων., Μπούας 64· όρισε γάρ ο νόμος επί εκάστῳ αμαρτήματι τας ποινάς· οίον τον κλέπτην διδόναι τό, τον δολερόν διδόναι ή πάσχειν τόδε ή τόδε Αρμεν., Εξάβ. Παρ. 345 (σχόλ.). 5) Ως κτητική (προκ. γιά το γ΄ πρόσ.) (Συνήθως η γεν. των εγκλινόμενων τ.· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3β): τώρα τ’ όνομ’ αυτουνού που το μισάς ατή σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1241]· τα παιδιά και τσι αδελφούς τως Λεηλ. Παροικ. 285· τα δένδρη να μην κόπτωμε, ουδέ τη μυρωδιά τως … Αλεξ. 1618. — Βλ. και αυτείνος, αυτόνος, αυτούνος, τούτος.αφιδάρομαι,- Κατζ. Γ΄ 16· αόρ. αφιδαρίστην ή αφιδαρίστηκα, Κάτης 10, Κατζ. Β΄ 76,
Από το ιταλ. affidare.
α) Εμπιστεύομαι (κ. σε κάπ.): αμή και τη ζωή μου| στα χέρια σου αφιδάρουμου Κατζ. Γ΄ 16· βλ. και ανάβομαι, ανατίθημι Β, απηθώνω β, αποθαρρώ 2β, αφιδαρεύ(γ)oμαι, παραδίδω, πιστεύω· β) εμπιστεύομαι τον εαυτό μου (σε κάπ.): Βλέπε, μην αφιδαριστείς σ’ εμένα. Ξεσπαθώνω Κατζ. Β΄ 76.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 40, Διγ. (Mavr.) Gr. II 246, Διγ. (Καλ.) A 241, Βίος Αλ. (Reichm.) 4552, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [837], Έκθ. χρον. (Lambr.) 291, Συναξ. γυν. (Krumb.) 219, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 73, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 332, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 407, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1047, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 478, 11214, 12213, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 201, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 191, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31714, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1284· αγνωσιά, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 56 (διόρθ. Ξανθ. από απαγνωσιά ΕΕΒΣ 3, 1926, 344), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, 126, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 337, Ροδολ. (Βάλσ.) Πρόλ. Έ́ Προσφών. 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Γ́́ πράξη) 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 803, Β́́ 1297, Γ́́ 240, Δ́́ 1070, 1324, Μαρκάδ. (Legr.) 656· αγνωσά, Κάτης (Băn.) 26· αναγνωσία, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 49, 79.