Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 12 εγγραφές  [0-12]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ιωάνν. ιερ.

  • αποξενώνω,
    Σπαν. B 37, Σπαν. V 29, Κομν., Διδασκ. I 27, 46, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 37, Ευγεν., Δρόσ. Α΄50, Βέλθ. 499, 1283, Φλώρ. 248, Λίβ. P 1031, 1826, 2575, Λίβ. Sc. 1528,1780, 2679, 2697, 3113, Λίβ. Esc. 3845, 3859, 4248, 4271, Λίβ. N 2167, 3695, Κολοφ. (Darrouzes, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄) 306, 307, Ιωάνν. ιερ. 15.
    Το μτγν. αποξενόω<αρχ. αποξενούμαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και ποθοαποξενώνω.
    I. Ενεργ. α) Απομακρύνω, αποχωρίζω (κάπ.) και τον καθιστώ ξένον (Πβ. την αρχ. σημασ. L‑S, λ. αποξενόω I 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α ): Τέχνη γυναικός δολεροκακογάμου | την κόρην τήν ολιγωρείς θέλει σε αποξενώσει Λίβ. Sc. 1528· καλώς την με απεξένωσεν η τέχνη της μαγείας Λίβ. Sc. 2697 (βλ. και αναγυρίζω Β1α, αναμερίζω α, αναχωρίζω Α, απαφήνω 3, αποβγάνω 1, αποδιαβάζω 1, αποδιώχνω β, αποκόπτω 4α, Αποκρούω , απομακρύνω Α1α1β) υπεξαιρώ: Το παρόν βιβλί(ον) υπάρχει της αγιοτ(ά)της μ(η)τροπόλε(ως) … και όστις βουληθεί αποξενώσει τούτο εκ της μονής ταύτης … Κολοφ. (Darrouzes, Χαριστ. Ορλάνδ. Ά́) 306. IΙ. Μέσ. 1) α) Φεύγω μακριά από ένα τόπο και κόβω τους δεσμούς μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. αποξενόω I 1): πώς από γης ρωμαϊκής και γονικής σου χώρας απεξενώθης και έφυγες, ελήλυθας ενταύθα Βέλθ. 499· Τά πάσχεις ως παντόρφανον και ως αποξενωμένον Σπαν. B 37 (βλ. και αποξενιτεύομαιβ) Απομακρύνομαι (από κ.), αποχωρίζομαι (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποξενόω I 1): της ειμαρμένης το κακόν αποξενώνεσαι το Λίβ. Sc. 1780 (βλ. και αλαργάρω, αλαργώ, αναμεριάζω, ανασπώ II 1, αναφεύγω, αναχωρίζω Β, απεκβαίνω α, αποβγαίνω 1, αποδιαβαίνω 1, απολείπω 1, απολύω Β1, απομακρύνω A3)· γ) (μέσ.) παύω να έχω σχέση με κάτι, λησμονώ: ζήσε και τας οπίσω συμφοράς αποξενώθησέ τας Λίβ. Esc. 4271 (βλ. και αθετώ , αμνημονώ, απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α). 2) Χάνω τις αισθήσεις μου και την επαφή με το περιβάλλον, λιποθυμώ: απεξενώθην, έφυγεν, εις Αδην εκατέβην Λίβ. Sc. 2679 (βλ. και αναισθητώ , ανακεφαλίζω β, απαφήνω 5 φρ. α, απολεγαίνω 2, απολιγώνω 2).
       
  • δυσωπώ,
    Στ. Αδάμ 41, Προδρ., Σεβ. 215, Προδρ. I 174, Μακρεμβ., Υσμ. 182, Μανασσ., Αρίστ. II 398 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 713], Μανασσ., Χρον. 1017, 1024, 1220, 2314, 2889, 3095, 3336, 3473, 5004, Διγ. (Trapp) Gr. 3482, Διγ. Z 4030, 4338, Διγ. (Trapp) Esc. 1779, Ερμον. Η 172, Βίος Αλ. 2645, Βίος οσ. Αθαν. 246, Ηπειρ. 2302, Δούκ. 1471, Σφρ., Χρον. μ. 9216, Ιωάνν. ιερ. 19, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 119, Διακρούσ. 11924.
    Το αρχ. δυσωπέω.
    Α´ Ενεργ. 1) Παρακαλώ επίμονα, ικετεύω κάπ. (Η σημασ. μτγν. και σε σχόλ., Δημητράκ. στη λ. 2. Βλ. και Sophocl., λ. δυσωπέω 4): Η δε μήτηρ τον Τζινεήτ ικετικώς δυσωπούσα ουκ επαύετο, μέχρις ου εισακουσθείσα Δούκ. 1471· δυσώπει τον Θεόν εκ βάθους της καρδίας Διγ. Z 4338. 2) Φοβίζω, τρομάζω, αναστατώνω (Η σημασ. τον 6. αι., Δημητράκ. στη λ. 4): Όπερ αίτιον και την μητέρα αυτού εδυσώπησεν ο λογισμός δηλονότι της μάχης Σφρ., Χρον. μ. 9216. Β´ Μέσ. 1) Θορυβούμαι, ταράσσομαι, φοβάμαι από κ. (Η σημασ. το 12. αι., Ευστ., Opusc. 60. Βλ. και L‑S, λ. δυσωπέω II1): ου δυσωπείται Φαραώ τοις λόγοις του προφήτου Μανασσ., Χρον. 1024· δυσωπούμενος (ενν. ο Κώνστας) το κήδος του τυράννου| αυτήν (ενν. την Ελένην) αποβαλλόμενος μίγνυται Θεοδώρᾳ Μανασσ., Χρον. 2314. 2) Σέβομαι: η γαρ τοι φιλοχρήματος και ρυπαρά καρδία| ου δυσωπείται τους θεσμούς τους της φιλαλληλίας Μανασσ., Χρον. 3336. 3) Λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι: κάμπτεται τοίνυν ο Θεός τοις στεναγμοίς εκείνων,| βλέπει τον μόχθον τον βαρύν, οικτείρει, δυσωπείται Μανασσ., Χρον. 1017. Γ´ (Παθητ.) υποκύπτω σε επίμονες παρακλήσεις (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 5): οις και το ζην εχάρισα δυσωπηθείς τοις λόγοις Διγ. (Trapp) Gr. 3482.
       
  • λύσις ση
    η, Διάτ. Κυπρ. 50113, 5041, Ιερακοσ. 5047, Δούκ. 7322, 2374, 25728, Μάρκ., Βουλκ. 34015, Πένθ. θαν.2 416, Βίος αγ. Νικ. 123.
    Το αρχ. ουσ. λύσις. Η λ. και σήμ.
    1) α) Απελευθέρωση: Ελλην. νόμ. 51422, Διγ. (Trapp) Gr. 2629· β) απαλλαγή: Ιωάνν. ιερ. 11, Δούκ. 2935· γ) λύτρωση: Καλλίμ. 1109, 2264· δ) ελευθερία, δικαιοδοσία: Διάτ. Κυπρ. 5118. 2) Άφεση: Διγ. A 4774, Δούκ. 3255. 3) Εξόφληση, πληρωμή δανείου, υποθήκης: Γλυκά, Στ. Β΄ 66. 4) Λύση, ερμηνεία: Μάρκ., Βουλκ. 34022, Προδρ. III 24, Βίος Αλ. 510. 5) Κατάργηση: Βακτ. αρχιερ. 163. 6) Έγγραφο που γνωστοποιεί την αυτοκρατορική θέληση (Για τη σημασ. βλ. Καραγ., Βυζ. διπλ.2 356): τα δε ιη΄ έτη, ών ο Δεκαπολίτης εν τῃ λύσει μέμνηται, ουκ από του καιρού της πρώτης ψηφίζονται νομοθεσίας Byz. Kleinchron. Β΄ 14055. Φρ. 1) έχω λύσιν = είμαι ελεύθερος: Ει δε και διαβεί η τριετία και ουδέν έλθει να πληρώσει τον γάμον, δύναται η κόρη να δείξει του αρχιερέως τα στοιχήματα, και ούτως να έχει λύσιν να ορμαστεί με άλλον Ελλην. νόμ. 52513. 2) λαμβάνω λύσιν (με απαρέμφ.) = αποφασίζω: λύσιν έλαβεν ελθείν αύθις προς κατοικίαν Πρέσβ. ιππ. 174. 3) λαμβάνω λύσιν(με γεν. αντικειμ.) = απαλλάσσομαι: των αμέτρων στεναγμών λύσιν ευθύς λαμβάνει Καλλίμ. 1931.
       
  • μερίς
    η, Δούκ. 2174· μερίδα, Βακτ. αρχιερ. 168.
    Το αρχ. ουσ. μερίς. Ο τ. στο Somav. και σήμ.
    1) α) Τμήμα, μέρος: Πανάρ. 7914, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 270· (μεταφ.): συγχωρήσεως μερίδα Ιωάνν. ιερ.β) (συνεκδ.) μερισμός, διαίρεση: εισίν ουν τα ιε΄ ώσπερ τις θεμέλ(ιος), εις ά μέλλει γενέσθαι και η μερίδα Rechenb. (Vog.) 275. 2) Μερίδα φαγητού: Ιερακοσ. 45114. 3) Τμήμα γης· τόπος, περιοχή: η της Ασίας μερίς Δούκ. 12532· Μαλσιανή η χώρα μου, του Δέλβινου μερίδα Σταυριν. 1302. 4) α) Τμήμα ιδιοκτησίας, «κλήρος»: ποτέ ουδέν εθάρρει να έχει μερίδαν ή αφεντιά (έκδ. αφεντία· διορθώσ.) στην μπαρονίαν Ακόβου Χρον. Μορ. P 7743· β) κληρονομικό μερίδιο (Για τη σημασ. πβ. Αρμεν., Εξάβ. Ε΄ 91): μαζί μου στην πατρίδα| να έλθεις για να πάρομεν την πατρική μερίδα Διγ. O 2256· γονικήν μερίδα Διγ. O 596· άλλον δεν έχομεν, …| μόνον εσέν, παιδάκι μου, ν’ αφήσομεν μερίδα Ιμπ. (Legr.) 152· γ) (σε ιδιάζ. χρ.)? κληροδότημα· δώρο: να τον επάρει ο δαίμονας στον Άδην διά μερίδα Περί γέρ. 124· στέργω να ʼναι (ενν. το όνειρον) για καλό, της τύχης μου μερίδα Φαλιέρ., Ενύπν.2 10. 5) α) Μοίρα τύχη: ο βλάσφημος ουκ έχει μέρος μετά τον Θεόν, … αλλά η μερίς αυτού υπάρχει μετά του προδότου Ιούδα Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 94· β) φρ. έχω μερίδα ανάμεσον σε κάπ. = συγκαταλέγομαι: θέλουμ’ έχειν μερίδα| ανάμεσον στους ακουστούς άνδρες που πολέμησαν Παλαμήδ., Βοηβ. 72. 6) α) Ομάδα, σύνολο (ανθρώπων): Διγ. Z 848, 4197· β) έκφρ. η δεξιά μερίς = το σύνολο των δικαίων που σώζονται στη Μέλλουσα Κρίση: Χριστέ, ελέησόν με· (παραλ. 1 στ.) αξίωσέ με να πορευθώ της δεξιάς μερίδος Δαρκές, Προσκυν. [248]. 7) (Νομ. συν. στον πληθ.) καθένα από τα αντίδικα μέρη, διάδικος: ιστέκουν και δικάζουνται διά την υπόθεσίν των.| Πάλι ο κριτής αφκράζεται τι λέγουν οι μερίδες Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1053. 8) α) Τμήμα του άρτου της Προθέσεως (Βλ. Μακρή, Θρησκ. και ηθ. εγκυκλοπ., λ. προσκομιζόμενα): Περί μεταλήψεως και κοινωνίας, ότι οι ιερείς δεν πρέπει να μεταδίδουν τοις πιστοίς από τας μερίδας, αλλά από το άγιον σώμα το δεσποτικόν και του τιμίου αίματος Βακτ. αρχιερ. 168· στη λειτουργιά να θυμηθεί (ενν. ο ιερεύς) να μου βάλει μερίδαν Δαρκές, Προσκυν. [150]· β) έκφρ. η άχραντος μερίδα = η Θεία Κοινωνία: να μεταλαμβάνουσι την άχραντον μερίδα Ιστ. Βλαχ. 2026.
       
  • μεσιτεύω,
    Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 548, 550, Λίβ. P 167, Δούκ. 2814, Ιωάνν. ιερ. 410, Πηγά, Χρυσοπ. 225 (46), Παϊσ., Ιστ. Σινά 2274, Δωρ. Μον. (Hopf) 237, Ιστ. Βλαχ. 1780, Ψευδο-Σφρ. 2309, Διακρούσ., Πένθος 221· μεσιτεύγω, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1220· μισιτεύγω, Λίβ. Esc. 407.
    Το μτγν. μεσιτεύω. Η μτχ. ενεστ. μεσιτεύων ως νομ. (= αιρετός δικαστής) στον Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 454 σχόλ.
    Α´ Μτβ. 1) Μεσολαβώ για χάρη κάπ.: Η Αγάπη μεσιτεύει τον, εγγυείται τον ο Πόθος Λίβ. (Lamb.) N 285· περιελθών εν τοις μεγιστάσιν εμεσίτευσαν αυτόν προς τον αυθέντην και ηλέησεν αυτόν Έκθ. χρον. 8216. 2) Σώζω: να τον παρακαλέσεις (ενν. τον Θεόν) να δώσει χάριν εις εσέν και να με μεσιτεύσει| εκ του θανάτου την φθοράν εις της ζωής το τέλος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 256. 3) Χρησιμοποιώ κ. ως μέσο για την επιτυχία κάπ. σκοπού: συντρέχουν πολλοί ασθενημένοι (ενν. εις το Όμοδος), οι οποίοι, μεσιτεύοντας νηστείες, προσευχές και άλλα καλά έργα, υγιαίνουσιν από τες ασθένειές των Ροδινός (Βαλ.) 199. Β´ Αμτβ. 1) Παρεμβαίνω, μεσολαβώ, παρακαλώ για κάπ.: πολλών λόγων γενομένων και σκανδάλων, τέλος εμεσίτευσεν ο αρχιερεύς και πάλιν εδέχθησαν και έστερξαν αυτόν είναι ως και το πρότερον Ψευδο-Σφρ. 20420· ετούτο σε παρακαλώ, αγία μου Κυρία,| να μεσιτεύσεις δι’ εμέ εις τον μονογενή σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 13314. 2) Παρεμβάλλομαι: άλλοι μεσιτεύουσιν ή χώρια τους μαλώνουν Σαχλ., Αφήγ. 236. 3) Ενεργώ για να συνάψω συνοικέσιο, προξενεύω: του Αλοϊσίου Διέδου εκείνου ποτέ μεσιτεύσαντος, ίνα ο μακαρίτης ο αυθέντης μου ο κυρ-Κωνσταντίνος … λάβει εις γυναίκα αυτού την τούδε του δουκός θυγατέρα Ψευδο-Σφρ. 47021· ίνα μεσιτεύσουν εις την αυτήν σινιόρα Μαρίαν να την παντρεύσουν με ένα γεντιολόμον εδικόν τους Δωρ. Μον. XXVIII.
       
  • μολύνω,
    Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [437, 620]· μολένω.
    Το αρχ. μολύνω. Μτχ. μολεμένος στο Κυριαζίδης Ν., Λεξ. Μακρυγ. 990 και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β΄ 228). Η λ. και σήμ.
    1) α) Λερώνω, ρυπαίνω· (εδώ σε ένδειξη πένθους): Κι εις την γην καθίσας τότε (ενν. ο Αχιλλέας)| το ωραίον πρόσωπόν του| ήσχυνε κι εμόλυνέ το Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ 31· β) μιαίνω (ως συνέπεια ερωτικής συνεύρεσης): η κακή γυνή, όταν βουληθεί, μολύνει| το σώμαν της το σιχαντόν και του ανδρός την κλίνη Συναξ. γυν. 297· των ιερέων τας στολάς συν γυναιξί μολύνουν (ενν. του Ισμαήλ τα τέκνα) Θρ. αλ. 29· γ) (μεταφ.) ντροπιάζω, ατιμάζω· αποδείχνομαι ανάξιος ενός πράγματος: λοιπόν πώς δεν εμόλυνες την πίστιν της παντρειάς σου,| αν συ το δείχνεις φανερόν με τα καμώματά σου; Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [651]· όστις εκείνος το επιτηρεί και προβλέπει και δεν το μολένει (ενν. το βάπτισμα), γίνεται κληρονόμος της βασιλείας του Χριστού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 304v· αληθώς υβρίζω σε, αγριότραγε, ότι το γένιν εμόλυνας, την τρίχαν εξύβρισες Σπανός (Eideneier) Α 35· δ) (προκ. για την ψυχή) αμαρτάνω: Άρχων Μιχαήλ δυνάμεως Κυρίου,| βοήθησον τῳ σῳ αμαρτωλῴ ικέτῃ| γηράσαντι κακοίς πολλοίς, μολύναντι ψυχήν τε Ιωάνν. ιερ. 1353· Ετούτοι … οπού εβάλασι το αγγελικό σκήμα … να γενούνε ιερείς … εμολύνασι τσι ψυχές τως και εμαγαρίσασι και σκήμα ντως Αποκ. Θεοτ. I 189-190. 2) (Προκ. για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω: τας εκκλησίας εμίωσαν (ενν. οι Πέρσες), εμόλυναν εικόνας Ανάλ. Αθ. 23. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός: ανατίθημι το … μεμολυσμένον μου σώμα εις την αυτού (ενν. του Ιησού Χριστού) αγίαν πρόνοιαν Σεβήρ., Διαθ. 18911-12.
       
  • μονάς
    η, Ιωάνν. ιερ. 12.
    Το αρχ. ουσ. μονάς. Λ. μονάδα στο Meursius και σήμ.
    1) Αυτοτελές σύνολο (εδώ θεολ. προκ. για την ενότητα της Αγίας Τριάδας): η αγάπη έναι παραγγελιά εκ της Αγιάς Τριάδος,| Πατρός, Υιού και Πνεύματος, ομοουσίου μονάδος Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 60. 2) (Μαθημ.· εδώ) μικτός κλασματικός αριθμός: αντί των ζ΄ και α/γ και ε΄ και α/β κρατήσωμεν ζ΄ και β΄/ς και ε΄ και γ/ς· ταύτας δε τας μονάδας αναλύσωμεν διά του υποκειμένου αριθμού Rechenb. 226.
       
  • ξένος,
    επίθ. και ουσ., Σπαν. A 363, Προδρ. III 196, 380, Καλλίμ. 1570, 1649, Ασσίζ. 104, 10026, Διγ. (Trapp) Gr. 1892, Διγ. Z 966, Βέλθ. 1171, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 17, Φλώρ. 698, 904, Ερωτοπ. 438, 673, Λίβ. P 301, Λίβ. Sc. 1775, Λίβ. Esc. 3086, Λίβ. (Lamb.) N 64, Λίβ. N 2619, Αχιλλ. N 1438, Αχιλλ. O 340, Ιμπ. 687, 692, Χρον. Τόκκων 591, 1556, Μαχ. 5206, Απόκοπ.2 366, Πεντ. Λευιτ. XX 2, Αρ. I 51, Πτωχολ. α 185, Κυπρ. ερωτ. 552, 9284, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 452, Δ́ 380, Διγ. Άνδρ. 40814, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 790, Β́ 52, Έ́ 345, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 90, 105, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 426, Ζήν. Β́ 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13922, 29317, κ.π.α.
    Το αρχ. επίθ. και ουσ. ξένος. Η λ. και σήμ.
    Ά́ Ως επίθ. 1) α) Προκ. για χώρα διαφορετική από την πατρίδα: Φαλιέρ., Ενύπν.2 84, Άσμα σεισμ. 12, Πεντ. Έξ. II 22, Λίβ. Sc. 2650· β) (σε μεταφ.): από την καρδιά την εδική μ’ εβγήκα,| για να μπορώ τση πρόσοψης ν’ αρέσω τσ’ όμορφής σου|κι εις ξένον τόπον περπατώ Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 26· γ) (μεταφ. για τον επίγειο κόσμο σε σχέση με τον παράδεισο): παραβάς την εντολήν δικαίως κατεδικάσθην (παραλ. 1 στ.) και δικασθείς εμάκρυνα Θεού και παραδείσου (παραλ. 6 στ.), διά τούτο πάντοτε θρηνώ εις τον ξένον κόσμον τούτον| και επαναλύσαι επιποθώ προς την αρχαίαν πατρίδα Νεόφ. Έγκλ. Β́ 13· (στο συγκριτ. βαθμό· προκ. για την κόλαση): και κατασπά με ο τύραννος προς την αυτού δουλείαν (παραλ. 1 στ.) βουλόμενος ξενώσαι με εις χώραν ξενοτέραν (παραλ. 3 στ.), εις πυρ το μη σβεννύμενον Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17. 2) Για πρόσωπα α) που κατάγεται από άλλη χώρα ή κατοικεί σε άλλη χώρα: είναι άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους (παραλ. 1 στ.) και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλιν, την Λεχιαν Ιστ. Βλαχ. 2155· ο Ρωτόκριτος στην ξενιτειά γυρίζει (παραλ. 4 στ.)·τις ξεύρει αν ειν’ κι αγάπησεν άλλη κοπέλα ξένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1720· είχεν αυτός και σύζυγον, εκ ξένων δε γονέων Αχιλλ. Oεβουήθησε το ριζικόν, ήλαχε ξένη γέννα| κι εγλύτωκε το βασιλιό, τη χώρα μας κι εσένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 329· ευρέθην άλλος έμπορος μακρόθεν ξένος, πλούσιος πραγματευτής Πτωχολ. α 297· β) (σε κλητ. προσφών.): Τα μέν εμά κατέλεξα, ξένε συνοδοιπόρε Λίβ. P 1819· γ) (με επόμ. το επίρρ. απεδώ, βλ. ά. απεδώ 3, ή την πρόθ. από + αιτιατ.): Είσαι ξένος απεδώ Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [521 ] βρίσκομαι ξένος ο πικραμένος| από τον τόπον| τούτονε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [455]· Ξένη έναι η ξενοδόχισσα, ξένε μου, απέ τον τόπον,| απέ την χώραν τήν θεωρείς και απέ το ξενοδοχείον Λίβ. Esc. 3086· δ) (συνεκδ.) που ταιριάζει σε ξένο: μετά ξένου σχήματος ώσπερ οδίτης ξένος| προς το παλάτιν έφθασεν, εκάθισεν ως ξένος Καλλίμ. 1570. 3) Αλλοεθνής: θεγατέρα ιεριά ότι να είναι εις άντρα ξένο Πεντ. Λευιτ XXII 12· και όλοι οι αθρώποι του σπιτιού του, γέννημα σπιτιού και αγορά ασημιού από υιόν ξένον επορτομήθηκαν μετ’ εκείνον Πεντ. Γέν. XVII 27. 4) α) Ξενιτεμένος: έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του (παραλ. 6 στ.)· έδε στρατιώτου συμφοράς τάς πάσχει διά φουδούλας,| ούτως είναι αιχμάλωτος, ξένος εις άλλον κόσμον Λίβ. Esc. 3825· (για τη χρ. μαζί με το επίθ. αλλότριος βλ. ά. αλλότριος): πώς την πατρίδα έφυγα και την ιδίαν χώρα| και ξένος επροέκρινα και αλλότριος να γένω; Βέλθ. 507· Εβγάλετε τα ρούχα του, δότε εις το μοναστήριν,| ίνα τον μνημονεύουσιν ως ξένον και αλλότριον Ιμπ. 680· β) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) που περιπλανάται (αφού απαρνήθηκε την πατρίδα του): δίχρονον είσαι αιχμάλωτος, Ροδάμνη, εκ τα δικά σου| και τούτος ξένος δίχρονον δι’ εσέν από τον κόσμον Λίβ. Sc. 3007. 5) (Μεταφ.· με γεν.) που έχει αποξενωθεί από κ.: Νύττει μου την καρδίαν εχθρός τε ο Βελιάρ, ξένον απέδειξε των εντολών Θεού μου| οίδα γαρ, οίδα, πάντως απεξενώθην Ιωάνν. ιερ. 14. 6) (Με επόμ. την πρόθ. από +  αιτιατ.) διωγμένος, εξόριστος: Είδα μικρούς και ανέβησαν κι εγίνησαν ρηγάδες,| χώρες μεγάλες και όμορφες και κάστρη χαλασμένα (παραλ. 1 στ.)·ξένους από τα σπίτια τους και από τα γονικά τους| και αλλότριοι και κακοθελείς να ʼχουν τα πράματά τους Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 203. 7) α) Που ανήκει σε άλλον, που δεν είναι δικός μου: εκίνησε να κλέπτει (ενν. ο μύρμηξ)| και τας ξένας γεωργίας Πτωχολ. α 831· άδικον είναι και κακά περισσά καμωμένο| να τάξεις και να θες αλλού να δώσεις πράμά ξένο Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 48· δε μπορώ ν’ αναβατζάρω τίποτις, μόνε όσο πεσκουλάρω τα ξένα σολδία Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 172· Εμέν τα λέγεις, ελεεινέ, χαλκέα, κωπολάτα,| οπού έφας την ενθήκην σου, το στάμενον το ξένον; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 14 (Για το πράγμα βλ. και Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 132 και 136-7])· Περί θύρας οπού ανοίγουσιν εις ξένην αυλήν Βακτ. αρχιερ. 154· β) (εδώ προκ. για ξένες χώρες ή λαούς): Θάνατος είν’ σ’ εσένα (ενν. Αλέξανδρε), διατί γυρεύεις τα πράγματα τα ξένα; Όλα τα θες αφήσει εδώ, τίποτε δεν κερδαίνεις, άφες τους στρατιώτες σου, μηδέν τους παραδέρνεις Διήγ. Αλ. G 289· γ) γ1) (προκ. για εκκλησιαστική επαρχία) που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου επισκόπου: είτις ιερεύς υπάγει εις ξένην επαρχίαν και δεχθεί αυτόν ο επίσκοπος του τόπου εκείνου, χωρίς να έχει συστατικά γράμματα, να έναι καθηρημένος και αυτός ο αρχιερεύς Μαλαξός, Νομοκ. 169· Περίφευγάτων κληρικών, οπού παγαίνουν εις ξένην επαρχίαν χωρίς γράμμα του αρχιερέως αυτών συστατικόν και απολυτικόν και εκεί τους δεχθεί ο αρχιερεύς του τόπου Βακτ. αρχιερ. 184· γ2) (συνεκδ.) στου οποίου τη δικαιοδοσία δεν ανήκει κάπ.: Περί κληρικών κρίσεων οπού ζητούν να κριθούν εις πατριάρχην ξένον και βασιλικόν και κοσμικόν κριτήριον Βακτ. αρχιερ. 157· δ) (μεταφ. για να δηλωθεί ότι όλα ανήκουν στο Θεό και δίνονται από Εκείνον): ποια παρηγοριά (παραλ. 2 στ.) δύνεται ο κόσμος ο πτωχός ετούτος να μας δώσει;| Δεν γνώθεις πως δεν έχομε πράμαν εδώ κανένα| δικό μας, ουδέ θαρρετό τινάν, αμ’ όλα ξένα; Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 94· ε) (εδώ προκ. για την αθανασία, που δεν ορίζεται από τον άνθρωπο): Αυτοί δέ (ενν. οι Βραχμάνοι) πάντες έκραξαν: «Δος την αθανασίαν». Ο δ’ (ενν. Αλέξανδρος) απεκρίθη προς αυτούς: «Ούκουν δεσπόζω ταύτης·| κύριος ταύτης ουκ ειμί· ξένον το πράγμα, φίλοι·| βροτός τυγχάνω Βίος Αλ. 4868. 8) Που αφορά άλλον, που συμβαίνει σε άλλον: ν’ αφήνεις τσι ξένες δουλειές, να πιάνεις τσ’ εδικές σου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 166· Τας ξένας συμφοράς, υιέ, λυπού ως εδικάς σου Σπαν. A 514· ως ήτον αγαθότατη, ίδιον και φυσικόν της| τον ξένον πόνο να πονεί ωσάν τον εδικόν της Φαλιέρ., Ιστ.2 262· Μα γιάντα ξένα και παλιά ν’ αναθιβάνω τώρα ξόμπλια, μακρά που λείπουσιν εκ τη δική σας χώρα; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 59· (σε παροιμιακή φρ.·  βλ. και Bakker W. F. - Gemert A. F. van [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 157]): από ʼδε- τίποτες σ’ έκαμεν ο Θεός σου (παραλ. 1 στ.) ... άνθρωπον ... Και τόσον πλέα του χρωστείς στον Θιο να φχαριστήσεις (παραλ. 1 στ.). Και θες ιδεί το τι έδωκες και τι έναι αυτό τό πήρες,| και οπού χρωστεί μηδέν κρατεί ποσώς τες ξένες μοίρες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 248· έκφρ. ξένον παραμύθιν = υπόθεση στην οποία είμαι αμέτοχος (η έκφρ. και σήμ. στη Β. Ελλάδα· προφορική μαρτυρία): ως πρωτύτερα ελέγα και ομιλούσαν ... και εγώ έστεκα και εθεώρουν τους, ωσάν ξένον παραμύθιν.| Εντρεέπομου να τους θωρώ ανθρώπους να πειράζουν Σαχλ., Αφήγ. 312. 9) α) Που δεν έχει δεσμό συγγένειας η φιλίας με κάπ.: αν γένηται ότι ο άνδρας έσφαξεν την γυναίκαν του, ... το δίκαιον κρινίσκει ... ότι πρέπει να κρεμασθεί ... ώσπερ να εσκότωσεν έτερον άνθρωπον ξένον Ασσίζ. 2274· αυτός το εποίκεν συγγενή του ού συγγενάτριάν του μίαν γυναίκα ξένην ού έναν άνθρωπον ξένον Ασσίζ. 39128,28-29· ξένες ελογαριαστήκαμε αντουνού, ότι επούλησέ μας και έφαγεν απατά φαγωμό το ασήμι μας Πεντ. Γέν. XXXI 15· (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.): αν ιδει (ενν. ο σύζυγος) ότι σμίξω νέαν,| ξένην από την γενέαν (έκδ. γενναίαν· διορθώσ.), λέγει; «φεύγε από την πολιτικήν| και ποσώς μην πας εκεί» Συναξ. γυν. 950· β) β1) (συχνά σε αντιδιαστολή με το εδικός): Χαίρονται οι άπαντες πολλά και εδικοι και ξένοι Ιμπ. 892· Πλούτη καταραμένα, ποιος σας φίλος| με ξένους, μ’ εδικούς, με την καρδιά του| δεν είναι λυσσασμένος κι άγριος σκύλος; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. γ́ 416· Το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο,| σαν τως μιλήσουν το πρεπόν εις πράμα κομπωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 135· β2) (σε σχ. υπαλλαγής): τότες από το χάλασμα εβγαίνου οι αντρειωμένοι| κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος σκολάζει και σωπαίνει·| και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 528· γ) (στο ουδ. για να προκληθεί συμπάθεια): Να ʼπιχαρείς, η λυγερή, μη με περηφανέσεις, διατ’ είμαι ξένον απ’ εσέ και συγγενής σ’ ουκ είμαι Ερωτοπ. 289· δ) (προκ. για άντρα άλλον από το σύζυγο): γυναίκα, πολλού καιρού κακοπαθισμένη, οπού σε εμάραναν οι άνδρες οι ξένοι και εγώ επεριεπάτουν και εχαίρομουν τον κόσμον Σπανός (Eideneier) Α 277· Εάν η γυναίκα υπάγει μετά ξένων ανθρώπων εις παραδιάβασιν ή να μείνει έξω του οίκου της άνευ του ορισμού του ανδρός αυτής, χωρίζεται Ελλην. νόμ. 5383· ε) (προκ. για παιδί) που γεννήθηκε από άλλους γονείς: Στα χέρια σου αναθράφηκα κι εις τη δική σου αγκάλη,| στο σπλάχνος, στην αγάπη σου την πλήσα και μεγάλη,| και δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 127· ς) (προκ. για τον κόσμο, τους ανθρώπους γενικά) που δεν αποτελείται από φίλους, που δεν είναι φιλικός: άλλο τινά δεν έχω στον κόσμο κανένα, πρώτα το Θεό και δεύτερα την πανιερότη σου ... Κύριος ο Θεός βοηθός στην πανιερότη σου, να σ’ έχω και εγώ η μοναχή στον ξένο κόσμο Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171. 10) (Συνεκδ.· εδώ προκ. για είδωλα, θεότητες) που λατρεύονται από ξένο λαό: Εβγάλετε τα είδωλα τα ξένα ος μεσοθιό σας και καθαριστείτε και αλλάξετε τα ρούχα σας Πεντ. Γέν. XXXIV 2· να σηκωθεί ο λαός ετούτος και να πορνέψει καταπόδον είδωλα ξένα της ηγής ος αυτός έρχεται εκεί μεσοθιό του και να με αφήσει και να χαλάσει τη διαθήκη μου ος έκοψα μετ’ αυτόν Πεντ. Δευτ. XXXI 16. 11) Που είναι άσχετος με κάπ. ή κ.: Είναι (ενν. η γυναίκα και το παιδί τον Μπερτόλδον) προσώπατα άγρια και ξένα από κάθε ευγένειαν Μπερτολδίνος 92· έκφρ. ξένον προνοίας = που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς: Επί δε τούτοις γέγονε ξένον προνοίας πράγμα.| Αιγύπτιος Νεκτεναβώ ... εις την Ελλάδα θάπτεται προς γην Μακεδονίας·| ο Μακεδών δ’ Αλέξανδρος ...| εις γην Αιγύπτου θάπτεται, τῃ του τοκέως χώρᾳ Βίος Αλ. 687. 12) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος (βλ. και ά. αλλότριος 4· με γεν.): αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω, ω κυρά μου Βέλθ. 557. 13) Που δεν είναι κατάλληλος για τη λατρεία του Θεού (εδώ των Εβραίων)·  (συνεκδ.) ανίερος: επρόσφεραν (ενν. ο Ναδάβ και ο Αβιού) ομπροστά στον Κύριο ʼστιά ξένη, ος δεν επαράγγειλεν αυτουνούς Πεντ. Λευιτ. X 1· μη αναβάσετε απάνου του (ενν. στο θεσιαστήρι) κάπνισμα ξένο και ολοκαύτωμα και κανίσκι Πεντ. Έξ. XXX 9. 14) α) Παράδοξος, παράξενος: και την Λαμπρά την Κυριακή όνειρον ξένον είδα Κρασοπ. (Eideneier) L 67 (100)· μη πτοηθείς, ω γύναι· το πράγμα το συμβάν εν σοι ξένον και παρά γνώμην| προσεπεγένετο την σην Βίος Αλ. 423· άρξομαι διηγήσομαι τά γέγονεν εις Τροίαν,| τα ξένα και παράδοξα και τα μεγάλα εκείνα Βυζ. Ιλιάδ.β) περίεργος, ασυνήθιστος: τις και πόθεν| και τις η ξένη σου μορφή και στολισμός ου φέρεις Βίος Αλ. 3400· επενδύθηκεν (ενν. ο βασιλεύς) εν πρώτοις| εν τοις πόδεσι κνημίδας| κι εν τοις στήθεσι χιτώνα,| σιδηρόφολον ουκάτι| ξένης φύσεως σουσάνιν Ερμον. Ξ 211· τι ξένον και παράδοξον λόγον να στιχοπλέξω| και ποίος νους και λογισμός λεπτογραφείν και λέγειν; Θρ. Κων/π. διάλ.το καλάμι ...| του φόνον έναι φύτευμαν και σπέρματα της τύχης| να ʼχουν παράξενον ηχόν, μέλος οκάτι ξένον,| τό εγνωρίζουν τα κακά και τα πικρά του κόσμου Λόγ. παρηγ. L 176. 15) α) Που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: Όντως λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον·| άνθρωπος άοπλος, πεζός, ράβδον κατέχων μόνην| ημάς τους εν τοις άρμασι καλώς καθοπλισμένους (παραλ. 1 στ.) καθολικώς ενίκησεν Διγ. (Trapp) Gr. 2647· μακρόθεν εσκέψαντο άρκτους φοβεροτάτους (παραλ. 1 στ.). Βάλλει φωνήν ο θείος του: « Βασίλειε, άρτι ας ίδω,| πλην το ραβδίν σου έπαρον, ξίφος μηδέν βαστάσεις· άρκτους ουκ ένι επαινετόν πολεμείν μετά ξίφους».| Και ην θαύμα φρικτόν ιδείν και ξένον τοις ορώσι Διγ. (Trapp) Gr. 1063· δένδρα πανυπερθαύμαστα καρποίς πεπληθυσμένα,| ουχ ως παρ’ Έλλησιν αυτά, αλλά τι θαύμα ξένον·| ήσαν μηλέαι παρ’ αυτοίς χρυσίζουσαι την όψιν,| οπώρας όγκον έχουσαι μείζον μεγίστου κίτρου Βίος Αλ. 5200· συν τούτοις έρχομαι ειπείν διήγημά τι ξένον Διήγ. πόλ. Θεοδ. 12· βλέπε τότε πράγματα και ξένας οπτασίας Προδρ. III 295 χφ α κριτ. υπ.· Ποιούσιν πόρταν φοβεράν, γίνεται ξένον τέρας,| τον ρήγαν και τους άρχοντας φέρνουν της Εγγλιτέρας,| εκείνους οπού εσκύλευσεν ο μέγας Βελισάρις Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 481· β) που προκαλεί δέος: Ω παραδόξου συμφοράς, ω μυστηρίου ξένου,| ο κτίστης γαρ και Κύριος Θεός τε και δεσπότης| εις γην κατήλθεν σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου Αλφ. καταν. 116· γ) που προκαλεί απορία: αν ελυπήθην τίποτε και αν εκατεφρονήθην,| τίποτ’ ουκ ένι θαυμαστόν, τίποτ’ ουκ ένι ξένον Σπαν. P 283. 16) Που προκαλεί έκπληξη και φόβο: Και ην ιδείν θέαμα ξένον και θρήνους πολλούς και ποικίλους και αμέτρητους ανδραποδισμούς των ευγενών αρχουσών και παρθένων και αφιερωμένων τῳ Θεῴ Ψευδο-Σφρ. 43027· Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδιάν Καλλίμ. 326· Και τότ’ εκείνος έλαβε τον Διγενή και ήλθον| στο λησταρχείον ένδοθεν το φοβερόν και ξένον Διγ. Z 1571. 17) Φρικτός, φοβερός: ήτο ξένον θέαμα τα δόλια τα κορμιά τους| να κείτουνται επανωτά, δίχως την ομορφιά τους Διακρούσ. 825· ο Παρθένιος έστεκε και έβλεπεν εκείνον το ξένον θέαμα, το ανθρώπινον σώμα νεκρόν πώς το είχεν η θάλασσα καμωμένον Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432. 18) Που προκαλεί θλίψη, δυστυχία: Την πρώτην του μοναστηριού λαλεί την συνφοράν της,| το ξένον πράγμαν τό έπαθεν·  πολλά την συμπονούσιν Ιμπ. 576. 19) Παράξενος, δυσνόητος: ξένον το πράγμα μοι δοκεί, ξένος ο λόγος ούτος· ευθύς γαρ απορήσει τις ...(παραλ. 3 στ.). Αλλ’ εύρον την επίλυσιν μόλις του ζητουμένου Γλυκά, Αναγ. 2. 20) Πρωτάκουστος, ασυνήθιστος: Αυτός πάγει να ʼπαντηθεί Ιμπέριος με τον ξένον,| δίχως βουλήν γονέων του, θαύμασμα ήτον ξένον Ιμπ. (Legr.) 114. 21) Ανάρμοστος: Και η της Εκκλησίας στάσις ουκ έληξε, αλλ’ ην ιδείν ξένην στάσιν εν τοις εμπιστευθείσιν ακούειν λογισμούς ανθρώπων Δούκ. 3239. 22) Που προκαλεί θαυμασμό εξαιτίας της ασυνήθιστης ομορφιάς του, πολύ ωραίος α1) (για πρόσωπο): είχε (ενν. η Ελένη) γαρ την σάρκαν όλην| υπέρ χίονα λευκόχρουν| κι υπερτρύφερον το σώμα| και την ηλικίαν ξένην Ερμον. Β 198· κρυσταλλοκιονοτράχηλη, ωριοχαριτωμένη,| στρογγυλομορφοπήγουνη και κάλλος είχε ξένον Αχιλλ. L 555· α2) (για κινήσεις) πολύ κομψός, χαριτωμένος: Πάντες γαρ ταύτην βλέποντες επί την γην βαδίζειν| τας κινήσεις εθαύμαζον ποδών αυτής ορώντες,| τας των χειρών διαστροφάς, γυρίσματά τε ξένα Διγ. Z 4076· β) (για τόπο): την κορυφήν εφθάσαμεν, του δράκοντας το κάστρον.| Είδαμεν τόπον εύμορφον, είδαμεν τόπον ξένον Καλλίμ. 2525· τερπνόν παράδεισον εφύτευσεν εκείθεν,| άλσος ξένον, ευθέατον τοις οφθαλμοίς τῳ όντι Διγ. (Trapp) Gr. 3152· γ) (γενικά για πράγματα ή κατασκευές): εθέκασίν τα στο φαρίν ξένα, τετιμημένα| τ’ άρματα του Ιμπέριου τα μυριοπλουμισμένα Ιμπ. (Legr.) 419· επαίρει, φέρει προς αυτήν λεπτόν χιτώνα ξένον Καλλίμ. 643· είχεν και άνθη πάμπλουμα, ξένα επταπλασίως Αχιλλ. O 478· τα δε εντεύθεν ποιος νους φράσαι όλως ισχύσει (παραλ. 7 στ.) των χορών το ενήδονον και ξένην μελωδίαν; Διγ. (Trapp) Gr. 1842· την βρύσιν κέκχηται (ενν. ο Ευφράτης) από του παραδείσου,| εκείθεν φέρει την τερπνήν και ξένην ευωδίαν Διγ. Z 3777· πορφυροχρυσομάρμαρον εποίησεν την τρούλλαν| μετά σαφείρων και σαρδιού και σμάραγδων ωραίων τα πλάγια και η σύνθεσις ξένη, παρηλλαγμένη Αχιλλ. N 783· Ην εν τῳ μέσῳ και βωμός χρυσίῳ και σμαράγδοις| καλώς ανοικοδομηθείς εν ξένῃ θεωρίᾳ Βίος Αλ. 5602. 23) (Για συναισθήματα) υπέρμετρος, υπερβολικός: Οι Γιαννινιώται άπαντες ... άρχισαν να ευφημίζουσιν το όνομα του δούκα (παραλ. 1 στ.). Αγάπην είχαν εις αυτόν ξένην και υπέρμετρου Χρον. Τόκκων 1432· Ξένην αγάπην είχασιν ο ένας εις τον άλλον.| Απ’ την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην άκρην| δύο αφέντες αδελφοί δεν είχαν πλέαν αγάπην| <από> τήν είχασιν αυτοί, οι δύο αυταδέλφοι Χρον. Τόκκων 3011· οίδα ότι ο πόθος φλέγει σε και η αγάπη η ξένη,| ο λογισμός εισπείθει σε δι’ εμού αποθνήσκειν Διγ. (Trapp) Gr. 1401· Εκείνη τον Καλλίμαχον περιεπλάκη πάλιν και λιποθύμημα γλυκύ εις τον καιρόν εκείνον και ξένην άλλην ηδονήν έγνωσαν εις τα δένδρη Καλλίμ. 1970. 24) α) Δυστυχής, ταλαίπωρος: Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! Ο Θεός να μας βοηθήσει! Μαχ. 58819· (με το επίθ. μοναχός· πβ. ά. μοναχός 5β): αλιμονον εις εμένα τον μοναχόν και ξένον Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 66v· νυν, δέσποτα, κἀμέ τον ταπεινόν και ξένον| των δυσχερών απάλλαξoν σοφών μηχανημάτων Προδρ. III 442· Ωραιά κυπαρισσόλικη, λυπήσου με τον ξένον,| εις τά πονώ συμπόνει με, δι’ εσέναν τυραννούμαι Ερωτοπ. 650· Οΐμέν’, οϊμέ, εσκοτώθηκε· βουηθάτε μου τση ξένης! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 531· εθέλησα κι εγώ η ξένη κι η πολυπρικαμένη να ’ρδινιάσω εκείνον το λίγο πράμα απ’ ορίζω Διαθ. 17. αι. 67· Να γράψω τόσα βάσανα της Κρήτης της καημένης,| της ξένης και της μοναχής και της πολλά θλιμμένης Διακρούσ. 11111· κλαίγασιν την νύκτα γιατ’ επεινούσαν (ενν. τα παιδιά) (παραλ. 3 στ.), γιατ’ ήτονε τα ξένα χωρίς την μάνναν,| στα χέρια των Τουρκών όλ’ αποθάναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 13726· β) (στο ουδ. για να δηλωθεί ή να προκληθεί συμπάθεια): όλα τούτα τά ʼπομένω,| το βαριόμοιρο, το ξένο,| εσείς τα φταίγετε ατοί σας Συναξ. γυν. 960· Ξένον είμαι και θλιμμένον και πολλά παραδαρμένο προς τον πόθον σου, κυρά μου Ch. pop. 138· (στον πληθ.): Έλα να παντρευτούμενε κι εμείς τα δυο τα ξένα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 594. 25) Που έχει στερηθεί, που έχει χάσει τα πάντα: στην λύπην πάντα βρίσκονται κι έχουν καρδιάν καμένην.| Εχάσαν τα σπιτάκια τους, έγιναν τέλεια ξένοι,| μακρά ʼπό την πατρίδαν τους βρίσκονται ’ξορισμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 519. 26) Μόνος, έρημος: τονε παρακάλεσα, σα με ’φηκεν αφέντης μας ο Θεός πολλά ξένη και κακο­ρίζικη, να ’ρθει να στέκει επά με την αρχόντισσάν του Διαθ. 17. αι. 626· αφήνω τση και την εφική μου και πάγω με τον καημό τση στη γη, γιατί την αφήνω πολλά ξένη και μοναχή Διαθ. 17. αι. 683· (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.): το σκοτωμένο μου κορμί της μάνας μου το δώσε (παραλ. 2 στ.). Ω μάννα, ω μάννα μ’ ακριβή, μάννα μου πικραμένη,| πώς απομένεις από με γυμνή, τυφλή και ξένη! Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 150· (συνεκδ.): Ας κλάψου όλα τα νησά, Τσερίγο με την Τήνο, γιατί δεν είστε μετά με (ενν. την Κρήτη), μα ξένα σας αφήνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5668. 27) α) Άγνωστος: Ξένε άνθρωπε, διατί με καταράσαι; (παραλ. 1 στ.). Πού με γνωρίζεις άνθρωπε; Τις είσαι, πού με ηξεύρεις Λόγ. παρηγ. L 606· ήθελαν ίνα τον ερωτήσω τις ένι, πόθεν ο άνθρωπος και τι ένι τό στενάζει (παραλ. 2 στ.). «Καλώς υπάγεις», λέγω τον, «ξένε συνοδοιπόρε» Λίβ. P 35· τούτη (ενν. η χάρη τσ’ αδυνατής αποκοτιάς) τσι ποταμούς περνά και τα βοννιά ανεβαίνει,| τούτη με πλήσα δύναμη ’ς τσι ξένους τόπους μπαίνει,| τούτη τα κάστρη πολεμά, τούτη νικά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 342· τόσος επαρέδραμεν καιρός περιπατούντες| και εις τόπον κατηντήσαμεν ανέλπιστον και ξένον Καλλίμ. 978· β) (συνεκδ. για οδό) που οδηγεί σε ξένες, άγνωστες χώρες: τότε γουν ηθέλησε (ενν. ο Βέλθανδρος) εις το ν’ αποδημήσει,| μακρά που να ξενιτεύθει, όπου τον πάρ’ η τύχη.| Ξένην οδόν εζήτησε πατρί τῳ βασιλεί του Βέλθ. 41. 28) Που ανήκει στον εχθρό, εχθρικός: όλ’ η αρμάδα έρχεται κι ομπρός τα ξένα βάνει| τα κάτεργα οπού πιάσανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 34328· αλλά μηδέ το λόγιαζεν (ενν. ο Μιχαήλ) να βρεις Βλαχιάν φουσσάτα| ξένα που να τον καρτερούν Παλαμήδ., Βοηβ. 1034· (σε σχ. υπαλλαγής): Ω Κρήτη, χώρα μου χρυσή, λυπούμαι δι’ εσένα,| πώς εδουλώθης άθλια μέσα σε χέρια ξένα; Διακρούσ. 11316. 29) (Προκ. για στρατό) μισθοφορικός: ήλθε (ενν. ο Φράντζας) μ’ αμέτρητον στρατόν, ίδιόν του και ξένον| κι έκβαλε μ’ εκ τον τόπον μου Κορων., Μπούας 42· ερώτησαν να τους ειπούν το πού ένι ο Δεσπότης| κι αν έχει δύναμιν καμίαν, ξένον λαόν μετ’ αύτον.| Κι εκείνοι γαρ τους είπασιν ...| το πώς ήλθεν ο πρίγκιπας, εκείνος του Μορέως,| κι ο κόντος της Κεφαλονιάς με όλα τους τα φουσσάτα Χρον. Μορ. H 9142. 30) (Προκ. για τα μαλλιά) που δεν είναι φυσικά: αλείφουνται (ενν. οι γυναίκες) τον σουλιμάν, βάνουσιν το ψιμύθιν (παραλ. 1 στ.), κρεμούσιν κι εις τον τράχηλον καδένες με τα εγκόρφια| και πλέκουν τες πλεξούδες των με τα μαλλία τα ξένα Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 716. 31) (Στον υπερθ.) πολύ μακρινός: Πραγματεντάδες άρχοντες είναι από ξένην χώραν, από άλλην γην και θάλασσαν και ξενοτάτους τόπους Φλώρ. 905· όθεν ιέραξ προσελθών, ιπτάμενος ...| πολλώ τῳ διαστήματι μεγάλη μαγγανείᾳ, προς Φίλιππον υπάρχοντα τόποις τοις ξενοτάτοις, είπεν εν ύπνοις προς αυτόν άπαντα τα πραχθέντα Βίος Αλ. 370. 32) (Σε ιδιάζ. χρ.) που έχει αλλάξει, που εμφανίζει χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που είχε: θεωρεί εκείνο το ζαφείρι| μαύρον, θολόν, αγνώριστον, ξένον από την φύσιν,| να χάσει την λαμπρότητα την φυσικήν τήν είχε Φλώρ. 494. 33) Που δεν έχει συνείδηση ή συναίσθηση ή αισθήματα (ως σύνολο): Να μη είχα εγεννήθην και εις της γης το πρόσωπον άψυχος να είχα ευρέθην!| Ειδέ ευρέθην έμψυχος, ως ξένος να εγνωρίσθην!| Επει δ’ η φύσις έπλασεν και αίσθησιν μοι εδώκεν,| τον κόσμον, τόν εγνώρισα να μη είχα γνωρίσει Βέλθ. 429. 34) (Τριτοπρόσ.) φρ. ξένον υπάρχει (με επόμ. δοτ. προσ.) = δεν συνηθίζεται από ...: ξένον μοναχοίς υπάρχει| του να γράφουσι τοιαύτα| μυθικά και βίου λόγον Πτωχολ. α 24. Β́ Ως ουσ. 1) α) Αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο ή κατοικεί σε ξένο τόπο: Λίβ. P 2042, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 308· Ας είσαι εις την ξενιτειάν φίλος ηγαπημένος.| Έχε ταπείνωσιν πολλήν, υιέ μου, εις τους ξένους. Αλαζονείαν άπεχε Ιμπ. 206· Εξέβην και εμίσευσεν τον κόσμον να γυρίσει.| Έχει τους ξένους αδελφούς, τους αλλοτρίους φίλους Ιμπ. 250· Κι ως ήσαν πρώτα ύγιαναν, έμορφα και ʼπιδέξια,| οι ξένοι και οι τοπικοί τόσα τους ιατρέψαν Θησ. Γ́ [108έπαρ’ τον πόθον σου απ’ εμέ και δώσ’ τον όπου θέλεις| κι εγώ να στέκω να θωρώ ως ξένη και διαβάτρα Ερωτοπ. 481· β) (περιληπτικά): Εφτά μέρες προζύμι να μη βρεθεί εις τα σπίτια σας, ότι παν οπού τρώει ανάβατο και να γλοθρευτεί η ψυχή εκείνη από την συναγωγή του Ισραέλ, εις τον ξένο και εις τον κάθεδρο της ηγής Πεντ. Έξ. XII 19· γ) (μεταφ. προκ. να δηλωθεί η σχέση του ανθρώπου με τον επίγειο κόσμο· βλ. Bakker - v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 133]): Ξένοι κι εμείς πως είμεστεν δεν ξεύρεις και διαβάτες| και παραδέρνομεν εδώ στης ξενιτειάς τις στράτες; (παραλ. 1 στ.) εδώ στην κοσμικήν ζωήν Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 95· δ) (ως κλητ. προσφών.): Φλώρ. 1282, Λόγ. παρηγ. L 71· (σε ονομ.): Βασμίδιν βλέπω ότι πατείς της Ευτυχίας, ο ξένος Λόγ. παρηγ. L 271. 2) α) (Ως αντικείμενο της χριστιανικής φιλανθρωπίας συν. με το επίθ. πτωχός· βλ. Lampe, Lex., λ. ξένος, D· πβ. την αρχ. χρ. L-S, λ. ξένος A II): τους ξένους πάντα σύντρεχε, τους δε πτωχούς ελέει,| τους αδυνάτους, ασθενείς συνόδευε και δίδε Περί ξεν. A 446· Ξένον ποτέ δεν σε ’δαμεν εσέν (ενν. Κύριε) ν’ αποδεχθούμεν,| ουδ’ ασθενής μας έδειξας κι εις τούτο να σε δούμεν Ρίμ. θαν. 109· β) (στο ουδ. για να δηλωθεί συμπάθεια): Χαρά λοιπόν στον άνθρωπον οπού στο σπίτι του ’σαν| ξένα, πτωχά και αμάλωτα και από τον βιον του εζούσαν Πικατ. 235· Το λοιπόν όλ’ οι χριστιανοί τα θάρρη των σ’ εσένα| έχουσι κι οι αμαρτωλοί και τα φτωχά τα ξένα Καβαλίστας 64. 3) α) Αυτός που έχει ξενιτευθεί ή που επιστρέφει από την ξενιτειά: να βάλω λόγια θλιβερά, πικροφαρμακωμένα| περί των ξένων τες πικρές, πώς περπατούν στα ξένα Περί ξεν. Aεκατεφιλούσαν τον με πόθον πολύν ώσπερ ξένον, εις ένα τόπον η μητέρα του και εις άλλον οι συγγενείς και φίλοι, και επεριπλέκοντο εις αυτόν και τον χωρισμόν, οπού έλειπεν, ποσώς δεν τον ενθυμούνταν Διγ. Άνδρ. 33519· από ξενιτειάν έρχομαι, έβγα να δεις τον ξένον Διγ. A 1224· (με επόμ. την πρόθ. εκ + αιτιατ.): Άγουρος μυριόθλιβος, ξένος εκ τα δικά του,| τόν εκατεβασάνισεν κόρης ωραίας αγάπη και έφυγεν εκ την χώραν του και από τα γονικά του Λίβ. Sc. 2647· β) (μεταφ. προκ. γι’ αυτόν που αποξενώνεται από το Θεό): μη μακρυνθώμεν παντελώς και ξενωθώμεν άγαν·| ότι ο ξένος πάντα θλίβεται, ο ξένος πάντα κλαίει (παραλ. 1 στ.)· οι δε ενδημήσαντες προς Σε (ενν. Κύριε) από της ξενιτείας| χαράς πολλής πλησθήσονται και δόξης αενάου Νεόφ. Έγκλ. Β́ 33. 4) Εξόριστος, πρόσφυγας: ξένοι θε να γενούσινε όλοι μικροί, μεγάλοι, γιατί κι από τα σπίτια ντως μέλλει να τουσε βγάλει (ενν. ο Τούρκος) Τζάνε, Κρ. πόλ. 17715. 5) Αυτός που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.: Προτιμ’ αγάπην συγγενών παρά των ξένων, τέκνον Κομν., Διδασκ. Δ 192· Εγώ δε, ο ταλαίπωρος και δυστυχής και γέρων,| εθάρρουν εις το γήρας μου να σε ’χω βοηθόν μου (παραλ. 5 στ.). Οι ξένοι εβαρέθησαν πάντα να με λατρεύουν Σπαν. O 254· Γραία πολλά επόνεσε κακά τους οφθαλμούς της| και ξένον δεν εγνώριζε μηδέ τους εδικούς της Αιτωλ., Μύθ. 202· Αμή γιατί ’μαι άδικα ʼξ εσένα χωρισμένος,| σιωπώ και δεν αποκοτώ, σαν να ’μουν ένας ξένος Θησ. Πρόλ. [255]. 6) Πρόσωπο άγνωστο: να δώσουν κονταρέας·| και είτις εξέβει θαυμαστός, ’πιδέξιος να με αρέσει,| εκείνον θέλω από του νυν άνδρα να τονε πάρω,| μη πάρω ξένον πούπετε και ουκ έναι της καρδιάς μου Ιμπ. 314. 7) (Προκ. για πρόσωπο τρίτο σε αντιδιαστολή με τον εαυτό μας): Ιδές καν έφαγες, υιέ, ξένου τινός τι πράγμα Σπαν. A 638· ώσπερ τινές οι τρέφοντες ξένων τινών σκυλία Σπαν. A 231· Περί του ράφτη οπού ράφτει τα ρούχα τους ξένους και φεύγει με όλα τα ρούχα Ασσίζ. 7313. 8) Πολίτης, υπήκοος άλλης χώρας: Ποίσε ως γιον γροικώ απού ξένους και από τους λας σου τά ξηγούνται διά τα καλά σου καμώματα ... και παραγγέλλω σου, [μηδέν] βάλεις το κορμίν σου και την βασιλείαν σου εις δικιμήν Μαχ. 6443. 9) ? (Πιθ.) υποτακτικός, δούλος: Αποκρίνεται ο γέρων| μετά φόβου τε και τρόμου| προς τον βασιλέαν ως ξένος Πτωχολ. α 334· Αποκρίνεται ο γέρων| προς τον βασιλέα αυτίκα| μετά προσοχής μεγάλης| άπερ ήρμοζεν ως ξένος Πτωχολ. α 359. 10) α) Προσήλυτος (Βλ. και ΠΔ Έξ. XII 48, Δευτ. XXIX 10, Λευιτ. XVI 29· για το πράγμα βλ. Β. Μουστάκη, Λεξικό της Αγίας Γραφής, λ. προσήλυτος (περιληπτικά): και ότι να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσκα του Κύριου, πορτόμησε αυτουνού παν ασερνικό και τότες να σιμώσει να το κάμει και να είναι σαν τον καθισμένο της ηγής Πεντ. Έξ. XII 48· το νήπιο σας, οι γεναίκες και ξένος σου ος μεσοθιό τα φουσσάτα σου, από τόν κόπτει τα ξύλα σου ως τόν σύρνει τα νερά σου Πεντ. Δευτ. XXIX 10· εις τις δέκα του μηνού να κακουχήσετε τις ψυχές σας και παν δουλειά μη κάμετε, ο κάθεδρος και ο ξένος οπού κατοικάει μεσοθιό σας Πεντ. Λευιτ. XVI 29· β) αλλοεθνής: και παν ξένος να μη φάει άγιο· κάθεδρος ιεριάς και μισταργός να μη φάει άγιο Πεντ. Λευιτ. XXII 10. 11) (Στο θηλ.) ξενιτειά (σε γεν. με τις προθ. από και εις): Κτίσε ξενοδοχείον| καινούργιον, να ’χει και λουτρόν να λούω τους από ξένης Λίβ. Sc. 2213· Παύσε, κυρ Βελισάριε, μη ζητείς ώσπερ πένης,| ου γαρ υπάρχεις ενδεής, ου ξένος από ξένης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 924· βουνά, ξύλα, πέτρες, λιθάρια ... παρηγορήσετέ με τον ξένον εις ξένης Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 67r. 12) (Στο ουδ.) α) το ασυνήθιστο, το ιδιότροπο: Ην τοις γενάρχαις καταρχάς στοργή τις προς τον όφιν (παραλ. 1 στ.)· το ξένον γαρ του χρώματος, το βάμμα το ποικίλον| και τα λοιπά τα του θηρός έθελγε τάχα τούτους Γλυκά, Αναγ. 180· β) το παράδοξο, το δυσεξήγητο: Ώραν εστάθην περισσήν ο Βέλθανδρος προσέχων| του γρύψου την κατασκευήν και του νερού το ξένον·| πώς δε το εξερχόμενον εκ στόματος του γρύψου| χωρείται εις μικρολέκανον παντού μη έχον πόρον Βέλθ. 308· γ) (στον πληθ. ως σύστ. αντικ.) πράγματα αξιοθαύμαστα, που προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο: Άπαντες φοβηθέντες ουν οι μετά του Φιλίππου| άμα τε προσθαυμάζοντες, ξένα προσθεωρούντες,| τρόμῳ κατεξεπλήττοντο βλέποντες ακορέστως Βίος Αλ. 461· δ) η ασυνήθιστη ομορφιά: Τι πρώτον είπω του λουτρού, τι δη και γράψω πρώτον;| το μήκος, την λαμπρότηταν, την εκ του κάλλους χάριν ή την ολόφωτον αυγήν ή των φυτών το ξένον; Καλλίμ. 297. 13) (Στον πληθ. ουδ.) α) ξένη περιουσία: επιθυμά ο άτυχος (ενν. ο ζαριστής) με ξένα να πλουτήσει Σαχλ. N 121· β) ξένες υποθέσεις: Μηδέ τα ξένα αγαπάς, σώζουν σε τα δικά σου Σπαν. O 162· ο καθείς στα ίδιά του πρέπει| να πράττει, να στοχάζεται, τα ξένα να μην βλέπει Αιτωλ., Μύθ. 9510. Φρ. 1) Γίνομαι ξένος = (α) Απομακρύνομαι· (με γεν.): μέλλει (ενν. ο Λίβιστρος) του τόπου να γενεί του γονικού του ξένος| διά Ροδάμνης της καλής ερωτικόν τον πόθον Λίβ. Esc. 542· Βέλθανδρε, αν συ της χώρας μου θέλεις να γένεις ξένος,| ανάθεμά μοι, Βέλθανδρε, αν εγώ σε κρατήσω Βέλθ. 43· (με επόμ. τις προθ. από, εκ + αιτιατ.): ξένος δι’ εσέν εγένετο από τα γονικά του,| ήλθεν εις αναζήτησιν του εδικού σου κάστρου Λόγ. παρηγ. L 465· οκάποιος τώρα δυστυχής, χρονοθλιμμένος πάλαι (παραλ. 3 στ.), ξένος διά σε εγένετο ’κ τα γονικά του όλως Λόγ. παρηγ. O 479. (β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) αποξενώνομαι: από κόσμου την αρχήν γυναίκα είν’ αιτία| και έφερε τον θάνατον διά την α­μαρτία| και τον Αδάμ εξόρισε απ’ τα καλά τα τόσα (παραλ. 1 στ. ) και ξένοι εγινήκαμεν από τοιαύτα κάλλη|και από χάριτος Θεού την λάμψη την μεγάλη Διακρούσ. 1161· (γ) (στο συγκριτ.·προκ. για την πατρίδα): σήμερον τάφος γίνεται ημών η Εγγλιτέρα| και η γλυκεία μας πατρίς γίνεται ξενοτέρα.| Ω πόλις η γεννήσασα, πατρίς η θρεψαμένη,| έχε τα τέκνα σου εγγύς και ας είσαι ευλογημένη Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 336. 2) Γίνομαι ξένος εκ τον λογισμόν = «τα χάνω», σαστίζω: ο καστελλάνος παρευθύς ετρόμαξεν και φρίττει| και ως ξένος εκ τον λογισμόν εγίνετον αυτίκα| ιδών τοιούτον ζήτημαν ότι να του ζητήσει Φλώρ. 1551. 3) Κάνω ξένον εκ ...  = αποξενώνω κάπ. από κ., τον κάνω να το απαρνηθεί: Εμέναν εβουλήθηκες ξένον εσύ να κάμεις| εκ τους θεούς τούς σέβομαι, σ’ άλλον θεόν με βάνεις Χούμνου, Κοσμογ. 841. 4) Ποιώ ξένον εκ, από ...  = απομακρύνω, στερώ κάπ. από ό,τι του ανήκει ή ό,τι αγαπά: συμπάθησε τόν έθλιψες, κυρά μου Δυστυχία,| σπλαγχνίσου τόν ελύπησες τώρα τοσούτους χρόνους.| Ξένον μ’ εποίκες εκ τα εμά και από τα εδικά μου Λόγ. παρηγ. L 598.
       
  • οχυρός,
    επίθ., Καλλίμ. 1034, Διγ. Z 3484, 3547, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2443 (Δωδώνη 8, 1979, 372), Ερμον. Μ 58, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 251, Αχιλλ. N 234, 1075, Έκθ. χρον. 1120, 443, Ιωάνν. ιερ. 18· οχερός, Χρον. Τόκκων 778, 3521.
    Το αρχ. επίθ. οχυρός. Η λ. και σήμ.
    α) Δυνατός, στερεός: Αχιλλ. N 922· β) (για τόπο) ασφαλής: Χρον. Τόκκων 1705· γ) οχυρωμένος, εξοπλισμένος: Παρασπ., Βάρν. C 351· δ) ισχυρός, φοβερός, εξοντωτικός: Αλλά τάχιον άπελθε, ευρέ τους απελάτας| και από πάντων εκατόν έκλεξαι τους δοκίμους,| ίππους τε έχοντας καλούς, οχυρότατα όπλα Διγ. (Trapp) Gr. 2769· Λιμός τους ήλθεν (ενν. τους Αλβανίτες) οχυρός, ασθένεια και νόσος,| οι πάντες εξαλείφθησαν οπού και αν υπήγαν Χρον. Τόκκων 3214· Το ουδ. ως ουσ. = οχύρωση: παρακαθημένου του σουλτάνου και του στόλου επί πολλάς ημέρας και πολεμούντων και μη δυναμένων τι ποιήσαι διά το οχυρόν της πόλεως, … εφάνησαν … κάτεργα Βενετίκων φέροντα διατροφάς και όπλα και ανθρώπους βοήθειαν Ιστ. πολιτ. 571.
       
  • πλάθω,
    Χριστ. διδασκ. 293 σημ.· πλάσκω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 76, Κυπρ. ερωτ. 9329, 10623· πλάσσω — πλάττω — πλάθω, Βέλθ. 430, Χρον. Μορ. H 6098, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 105, Απολλών. (Κεχ.) 230, Λίβ. P 333, Λίβ. Esc. 581, 583, Λίβ. (Lamb.) N 233, 477, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 4, 10, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 293, 1296, Σκλέντζα, Ποιήμ. 53, Διήγ. Αλ. V 27, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1025, 1345, 1523, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 6, Ιωάνν. ιερ. 41, Πεντ. Γέν. Ι 21, ΙΙ 3, 4, V 1, Έξ. XXXIV 10, Βυζ. Ιλιάδ. 465, Αλφ. 1540, Διγ. Άνδρ. 38913, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 235, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 1, κ.α.· πλάττω, Δούκ. 292, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61v, 62r, 62v, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 4043, Ροδινός (Βαλ.) 163.
    Από τον αόρ. έπλασα του αρχ. πλάσσω ‑ττω με μεταπλ. κατά το σχ. έκλωσα-κλώθω. Ο τ. πλάσκω από τον αόρ. του πλάσσω ‑ττω κατά τα ρ. σε ‑ίσκω >‑σκω· απ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., Χατζ., Λεξ., λ. πλάσκεται). Ο τ. πλάσσω και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης) και λόγ. (Κριαρ., Λεξ.). Ο τ. πλάττω και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.). Τ. πλάζω, πλάνω, καθώς και άλλοι τ., σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. πλάζω (II), Παπαδ. Α., Λεξ., λ. πλάνω, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πλάσσω). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Μαλάσσω, ζυμώνω εύπλαστη ύλη και κατασκευάζω κ. από αυτήν: έπαρε κομμίδι, ανάλυσέ το εις το νερόν και τρίψε, πλάσε το, κάμε το ωσάν κουρκούτι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 258· Ξύλα φέρνουν, να τα άψουν,| και το αλεύριν να ζυμώσουν,| και την πίταν να την πλάσουν Χρησμ. Ι 175· (σε μεταφ.): φίλε μου ...| και συμποθοπασχήτα μου εις την εμήν ανάγκην, (παραλ. 3 στ.) όπου εσυνεζυμώθημεν με τες δακροχυσίες| και με τα αναστενάσματα επλάσαμεν το χώμα Λίβ. N 3208· β) (απολ.) ζυμώνω (ψωμί): Ολημερνίς εμάζωνε χόρτ’ απού το λιβάδι| γή έπλαθε γή εκοσκίνιζε γή έφαινεν ως το βράδι Πανώρ. Β́ 94· γ) (προκ. για το ανθρώπινο σώμα) κάνω μαλάξεις: έναι αναγκαίον, το να γεννηθεί το παιδίον, η μάμμη να πλάθει και να ’σάζει τα χέρια και τα πόδια και όλα τα μέλη του παιδίου, διά να γένουσιν ορθά και αστράβωτα Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 2) α) Δημιουργώ: Ώσπερ το ρόδον άσπρον έν’ και κόκκινον και ωραίον,| ούτως το κάλλος έπλασεν η φύσις και των δύο (ενν. βρεφών) Φλώρ. 152· (προκ. για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου από το Θεό): Εις αρχή έπλασεν ο Θεός τον ουρανό και την ηγή Πεντ. Γέν. I 1· έπλασ’ ο Θεός τον άνθρωπον να έχει| πώς να γνωρίζει το καλόν και το κακόν ν’ απέχει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1031· Κάμποσον κάτω στη γη επιάστηκεν (ενν. η ψυχή),| πάλι πήγεν στα ψηλά που πλάστηκεν Rebâb-nâmè 15· β) (προκ. για πόλη) ιδρύω: χρόνοι από Χριστού γεννήσεως υκά επλάσθη αρχή η Βενετία Χρον. 314· γ) σχεδιάζω: Ήρξαντο συναθροίζειν χαλκόν τοίνυν και ο τεχνίτης τον τύπον της σκευής έπλαττεν. Εν τρισίν ουν μησί κατεσκευάσθη και εχωνεύθη τέρας τι φοβερόν και εξαίσιον Δούκ. 30916. 3) (Μεταφ.) διαπλάθω, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω: η νεότης έναι πράγμα απαλόν, και εύκολα πλάθεται και γίνεται ό,τι θέλει κανείς Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 4) α) Επινοώ, δημιουργώ κ. με τη φαντασία μου: Κονταρ., Ιστ. Αθ. 411· (με σύστ. αντικ.): έπεσα εις ύπνον, φίλε μου, και άκουσον πάλιν πλάσμα| τό έπλασεν ο Έρως δι’ εμέν, τό έπλασεν η νύκτα Λίβ. Esc. 616 δις· β) σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Σφρ., Χρον. (Maisano) 1568, Δούκ. 435. II. Μέσ. 1) Δημιουργούμαι, σχηματίζομαι: τούτο θαυμάζει ο Χρυσόστομος, πώς πλάττεται ο άνθρωπος εις την μήτραν της γυναικός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63r. 2) α) Επινοώ, σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Ιστ. πολιτ. 5916· β) υποκρίνομαι, προσποιούμαι: η αλουπού πολλές βολές πλάθεται να είναι άρρωστη, διά να παγιδεύσει τες πουλακίδες Μπερτόλδος 51· γ) παραποιώ, πλαστογραφώ: ουκ επλασάμην πρόσταγμα ποτέ των ημερών μου,| ακρόστιχον ουκ έφαγα, χρέος ουδέν φοβούμαι Γλυκά, Στ. 545. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) Ψευδής, αναληθής: καθώς εις τα περασμένα εφάνησαν αληθείς (ενν. εκείνοι οπού επροφήτευσαν και εκήρυξαν όσα έγιναν), και κανένα σκολιόν ή πεπλασμένον δεν μας εδίδαξαν, αλλά πάντα έλαμψαν ως ο ήλιος, ούτως είναι αληθινά και τα μέλλοντα, τα οποία και αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφανέρωσε Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1347-8· να αφανίζεται κάθε ειδωλολατρία και ψεματινή ..., πλασμένη θρησκεία Χριστ. διδασκ. 159· β) πλαστός, ψεύτικος: και να μεταγράψει ή να ξύσει χειρόγραφον άλλου, και ο σφραγίδα πλαστήν ποιήσας ..., και οπού σημάδια πεπλασμένα ποιεί και δόλια, ως πλαστογράφος κρίνεται και παιδεύεται Zygomalas, Synopsis 269 Π 64· γ) υποκριτικός, ανειλικρινής: αγάπη από καθαράν καρδίαν και από συνείδησιν αγαθήν και από πίστιν οπού δεν είναι πλασμένη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά ά 5. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = δημιούργημα του Θεού, πλάσμα· (ειδικότ.) άνθρωπος: Ποτέ ’δειξεν στον κόσμον τόσον κάλλος,| όσον έδωκεν στην κυράμ μου η φύση (παραλ. 4 στ.). Τίνας οτόσα κάλλη είδεν πλασμένος; Κυπρ. ερωτ. 717.
       
  • σέβω,
    Διγ. Z 1062, Ερμον. Ω 160, Χρον. Μορ. H 729, 816, Χρον. Μορ. P 2995, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 18, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 657, Χούμνου, Κοσμογ. 842, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1223, Δεφ., Λόγ. 18, 304, Μορεζ., Κλίνη φ. 316v, 332vτρις, 429v, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 165, Διγ. O 1114, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2, 204, 1246, 3279, 4450, 4662, 5548, 8218, 8532, 8912, 10106, 10204· σέβουμαι.
    Το αρχ. σέβω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Τ. σέβουμι σήμ. ιδιωμ. (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ. 206, Τζιαμούρτας, Γλωσσ. Καραγκούνηδων, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ.). Το ενεργ. σέβω και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) καθώς και νομ. στον ενεστ. (ΛΚΝ)· το μέσ. σέβομαι και σήμ.
    I. Ενεργ. α) (Προκ. για θρησκ. πίστη) λατρεύω, τιμώ, πιστεύω: Διήγ. Αλ. G 26617· σέβω και τιμώ Τριάδα την αγίαν Ιωάνν. ιερ. 12· β) υπακούω σε κ.· τηρώ, αποδέχομαι κ.: Στέργω τό ’ρίζεις, Υιέ Θεού, σέβω και προσκυνώ το| λόγον αληθινότερον άλλον ουκ εκρατώ τον Σκλέντζα, Ποιήμ. 67. II. Μέσ. α) (Προκ. για θρησκευτική πίστη) α1) λατρεύω, τιμώ, πιστεύω: Ιστ. Βλαχ. 2511, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [508]· Εκαταδόθησαν ουν τούτοι όλοι οι ασκηταί εις κάποιον άρχοντα, Ούρσον λεγόμενον, ότι σέβονται τον Χριστόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 207· τα γένη των χριστιανών, ... | Τριάδα ομοούσιον σέβονται και δοξάζουν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 10042· «Πρε ψεύτη, μιαρότατε, μπέστια, φορφάντη, κλέπτη,| που σέβεσαι τον μιαρόν κείνον τον Μεχεμέτην! ...» Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6104· (παθητ.): Από το οποίον περιέχει μέρος τι της των Αγαρηνών πίστεως και του σεβομένου αυτών θεηλάτου Μωάμεθ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) Πρόλ. 19· ο οποίος (ενν. ο Σαλέχ) φέρεται λόγος να ήτον χριστιανός και ο τάφος του είναι προς βορράν του μοναστηρίου, κτισμένος ως οσπίτιον μικρόν, σεβόμενος και τιμώμενος ... καταπολλά, ώστε του κάνουσι και θυσίαν κάθε χρόνον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 435· είναι καλόν και ωφέλιμον να σέβουνται αι αγίαι εικόνες Μορεζ., Κλίνη φ. 430v· Τριάδα την αΐδιον, μονάδα σεβομένην,| που εις αυτήν εκλήθημεν κι είμασθεν βαπτισμένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4499· α2) ευλαβούμαι: Τις να θαρρέψει εις αυτούς (ενν. τους Ρωμαίους), όρκον να τους πιστέψει,| αφόν Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσιν; Χρον. Μορ. P 729· β) (για πρόσωπο με εξουσία) αναγνωρίζω, τιμώ, υποτάσσομαι: Δούκ. 18527, Χρον. Μορ. H 472, Χρον. Μορ. H 2995, Χρον. Μορ. H 7873.
       
  • συγχώρησις —ση
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 553, 1986, Διγ. Z 835, 1034, 2255, 4276, Συναξ. γαδ. (Moennig) 221, Ιμπ. (Yiavis) 537, Σκλάβ. 264, Πένθ. θαν.2 400, 402, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 391r, Ιωάνν. ιερ. 9, Μαλαξός, Νομοκ. 136 δις, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 637, Ιστ. πατρ. 1831, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1386], Μορεζ., Κλίνη φ. 174v, 452r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1176, 5614, Σεβήρ., Διαθ. 19020, Ιστ. Βλαχ. 383, 2311, Διγ. Άνδρ. 3338, Ψευδο-Σφρ. 45411, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145, Διαθ. 17. αι. 519, Διήγ. ωραιότ. 458, 556, Χριστ. διδασκ. 258, 458, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2701, 3808, 9916, Διακρούσ. (Κακλ.) 1310, 1311, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14410, κ.α.· συγχώρεσις ‑ση, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1053, Δαρκές, Προσκυν. 201, Διαθ. 17. αι. 318, 22, Διήγ. πανωφ. 56 δις, Διήγ. ωραιότ. 434, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38118, 38216· συχώρεση, Χρον. σουλτ. 6916, 7128, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 54, 636, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 254, Διαθ. 17. αι. 610, 11, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27028, 56716· συχώρησις ‑ση, Ασσίζ. 36427, Αλεξ.2 2824, Ολόκαλος 288, 316, 518, 526, 675, 1096, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. συγχώρησις. Ο τ. συγχώρεσις στο Somav. και σε έγγρ. του 16. αι. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1978, 47). Ο τ. συχώρεση και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συχώρησις‑ση σε έγγρ. του 13. (Act. Xér. 9A76, TLG), 16. (Bakk.-v. Gem., ό.π., 73, Έγγρ. Σαντορ. 19, κ.α.) και 17. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/1975, 112) και συχώρηση σε έγγρ. του 18. αι. (Τούρτογλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968, 31) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συχώρηση και Σακ., Κυπρ. Β́ 812, λ. συχώρησις). Ο τ. συγχώρεση και η λ. συγχώρηση και σήμ.
    1) Άδεια· συναίνεση, συμφωνία, συγκατάθεση: πολλά λυπήθηκεν άρχων κυρός Μπορούσης,| το πως δεν είναι δυνατόν να μείν’ ο πατριάρχης| και έλαβε συγχώρησιν να πάγει στο παλάτι| του πατριάρχου λόγια τον βασιλιά να είπει Αρσ., Κόπ. διατρ. [254]· των καλογραιών το κοινόν της τροφής και φορεμάτων και το μη έχειν τι ίδιον και το μη ποιήσαι το μικρότερον ή προς κοινήν ή προς ιδίαν χρείαν, ει μη μετά συγχωρήσεως, ... και τ’ άλλα, όσα της αρετής εισίν εκμαρτύρια, των περισσών εστί διηγείσθαι Σφρ., Χρον. (Maisano) 5018· Διά νομικής παραγγελίας γίνονται όσα μετά προτροπής των δικαστών εκτελούνται, μετά συγχωρήσεως και προσταγής αυτών Zygomalas, Synopsis 210 Κ 30. 2) α) Παροχή συγγνώμης: τα κατά γνώμην πταίσματα συγχώρησιν παράσχειν| και μη οργίζεσθαι τινά προ τούτον ερευνήσαι Διγ. Z 2353· Ο Καμπανέσης όρισεν, διαλαλημόν εποίκαν·| όσοι ...| θέλουν να προσκυνήσουσιν, να τον δεχτούν αφέντη,| να έχουν τιμήν και αναδοχήν κι ευεργεσίαν μεγάλην·| οι δε ειπούν να πολεμούν, συγχώρησιν ουκ έχουν Χρον. Μορ. P 1495· Ο Ιμπέριος ως φρόνιμος και τας Γραφάς νοούντα| δίδει τον πάλι η βουλή να υπά προς τους γονείς του,| να πάρει και συγχώρησιν πατρός του και μητρός του Ιμπ. 486· (σε στερεότυπη διατύπωση συχνή στις διαθήκες): αφίημι πάσι τοις χριστιανοίς την κατά Χριστόν συγχώρησιν Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· αφίει πασών των ορθοδόξων χριστιανών τελείαν συγχώρησιν, την αυτήν δε και αυτή παρ’ αυτών ζητεί Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16410· β) άφεση αμαρτιών: αυτούνος (ενν. ο Λάμεχ) έδειξε την πρώτην εξαγορίαν| και από Θεού συγχώρησιν έλαβε σωτηρίαν Χούμνου, Κοσμογ. 280· κράζει τον αρχιερέα ... και εξομολογείται τα αμαρτήματα απού είχεν και ζητά συγχώρησιν Μορεζ., Κλίνη φ. 453r· (εδώ πιθ. προκ. για την εξομολόγηση ή τον εξομολόγο): εσώθην ηγουμένη,| συγχώρησην εκάλεσε, και τότες αποθαίνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) E 1052.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης