Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαπώ,
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. A 6· κι εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.αγάς- ο, Mevlānā (Burg.-Mantran) 7α, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 45, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5117, 18, 5512, 699, 30, 8223, Αχέλ. (Pern.) 194, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. (Λάμπρ.) 18, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5419, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1077, 1169, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16619, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 681, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 400, Σταυριν. (Legr.) 376, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1191, Λίμπον. (Legr.) 419, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14720, 1616, 35024, 37726 37925 38417, 19, 3899, 40817, 46517, 5082, 53117, 5518, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8028.
Το τουρκ. ağa. Βλ. και Mor., Byzantinot. Β́ λ. αγάς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ο επικεφαλής, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός, βλ. και Baştav, Ordo portae σ. 28): Ο αγάς των γιανιτσάρων, ο οποίος έναι είς μόνος, έναι μεγαλύτερος παρά όλας τας τάξεις τους πρώτους αγάδες Τάξ. Πόρτ. 45· ην γαρ αγάς των γιανιτσάρων ο Γιονούς αγάς Έκθ. χρον. 5118. Η λ. ως επωνυμία: Δούκ. (Grecu) 21112.αγιορείτης- ο, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 6820.
Από το τοπων. Άγιο Όρος. Η λ. και στον Du Cange και σήμ. (ΙΛ).
Μοναχός του Αγίου Όρους: Εγένετο ο Σερρών πατριάρχης ο Μανασσής, ος μετωνομάσθη Μάξιμος, και ην αγιορείτης Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 6820.αγνωσία- η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 40, Διγ. (Mavr.) Gr. II 246, Διγ. (Καλ.) A 241, Βίος Αλ. (Reichm.) 4552, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [837], Έκθ. χρον. (Lambr.) 291, Συναξ. γυν. (Krumb.) 219, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 73, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 332, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 407, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1047, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 478, 11214, 12213, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 201, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 191, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31714, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1284· αγνωσιά, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 56 (διόρθ. Ξανθ. από απαγνωσιά ΕΕΒΣ 3, 1926, 344), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, 126, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 337, Ροδολ. (Βάλσ.) Πρόλ. Έ́ Προσφών. 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Γ́́ πράξη) 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 803, Β́́ 1297, Γ́́ 240, Δ́́ 1070, 1324, Μαρκάδ. (Legr.) 656· αγνωσά, Κάτης (Băn.) 26· αναγνωσία, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 49, 79.
Το αρχ. ουσ. αγνωσία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Απερισκεψία, ασυνεσία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): επήγα με καλήν καρδιά και βρίσκουσιν τον κάτη,| κι εχαιρετήσασίν τονε την αγνωσά γεμάτοι Κάτης 26· Από την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (παραλ. 2 στ.) ότι δεν είχε μυαλά ποσώς η κορυφή του Ιστ. Βλαχ. 201· β) μωρία, ανοησία: Λυπείται η καρδία μου εις τόσην αγνωσίαν| το πώς ουκ ετολμήσασιν κρασίον του αιτήσαι Κρασοπ. 40. 2) Αχαριστία (πβ. άγνωρος 4): Ο μύθος λέγει· μερικοί έχουσι αγνωσία,| τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία Αιτωλ., Μύθ. 12213.άδεια- η, Τρωικά (Praecht.) 52721, Σπαν. (Hanna) A 45, 137, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 141, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 575, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 306, Ασσίζ. (Σάθ.) 6626, 28026, Διγ. (Mavr.) Gr. I 55, Διγ. (Καλ.) A 2488, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 590, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1701, Αχιλλ. (Hess.) N 1313, Ιμπ. (Κριαρ.) 409, 410, 630, Καναν. (PG 156) 73 A, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 6721, 28, Δούκ. (Grecu) 2771, 3736, Θησ. (Βεν.) Ϛ́́ [678], Ζ́́ [1366], Ή́ [438], Έκθ. χρον. (Lambr.) 7416, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5227, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 1319, 2921, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1484, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36917, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 782, Γ́́ 400, Δ́́ 1805, Ευγέν. (Vitti) 1140, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 38722, 48914 κ.π.α.· αδεία, Ερμον. (Legr.) Φ 216, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 614, Αχέλ. (Pern.) 1205, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 875, Διγ. (Lambr.) O 1768· αδειά, Ch. pop. (Pern.) 30, Αχέλ. (Pern.) 2077, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 1, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 2, 23, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 318, 346, Στάθ. (Σάθ.) Β́́ 83, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 91, 96, 261, 1369, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3221, 3584, 46716· ’δειά, Ασσίζ. 1291 (έκδ. διάν).
Το αρχ. ουσ. άδεια. Ο τ. αδεία απ. και σήμ. στην Κ. Ιταλία (Rohlfs, Et. Wört. σ. 12). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ελευθερία να κάνει κανείς κάτι, δικαίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl., και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): Ουδέν εντέχεται ποτέ να τελειωθεί εις κοσμικήν αυλήν, χωρις να τους δώσουν άδειαν οι λεγάδες Ασσίζ. 28626· να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των Επιστ. Μωάμ. 6721· άδειαν να τα έχουσιν (ενν. τα εδάφη) κατά κληρονομιάν Χρον. Τόκκων 2285· β) απόλυτη ελευθερία, ασυδοσία: αυθέντην τον εποίησεν … Δίδει τόν άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 630. 2) α) Ευχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος (πβ. Άννα Κομν. II, IV 3 και ΙΛ στη λ. 3): και όταν ευρίσκεις άδειαν, και ψάλλε και προσεύχου Σπαν. V 141· β) ευκαιρία: η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο από την αγρυπνίαν την πολλήν και τον κόπον … απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5227· ολονυκτίς σέ πάντεχα εγώ με αγρυπνία| να φύγωμεν κι ευρίσκουντον σ’ εμάς πολλή αδεία,| γιατ’ όλοι εκοιμούντανε Διγ. O 1768 (πβ. αδειάση)· γ) ευκαιρία, δυνατότητα: τούτο το παιγνίδι,| καθώς θωρώ, καμιάν αδειά δε βλέπω να μου δίδει| που να μπορώ ο βαριόμοιρος στό πεθυμώ να σώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 96· ιδών ο λαός τα κακά οπού έκαμνε ο Ιουστινιανός ο Κοψομύτης ευρόντες άδειαν τον αποκεφάλισαν Χρον. βασιλέων 802. 3) Άνεση, ξεκούραση: Ω Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδίν της δυστυχίας,| έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας Γλυκά, Στ. 575· πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά γαϊδάρα όντας γλακά και κόβει τη το γάλα (παραλ. 2 στ.)· δαμάκι ακροστάθηκα για νά βρω την αδειά μου Στάθ. Β́́ 83. 4) α) Άνεση χρόνου, ευρυχωρία (πβ. ΙΛ στη λ. 4): ο Αχιλλεύς εδιέβαινεν· όλοι άδειαν του κάμνουν Πόλ. Τρωάδ. 590· ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν Ιμπ. 409· για να σταθεί τόπο πολύ, μεγάλη αδειά γυρεύγει Ερωτόκρ. Β́́ 346· Ορκίζω σε εις τον Θεόν να φύγεις απ’ ομπρός μου.| Άδεια οκ το δάσος τούτονε παρακαλώ σε δώσ’ μου Ευγέν. 1140· β) κενός χώρος, δίοδος: Τραπέντες γαρ εις φυγήν ουχ εύρισκον άδειαν ως ότι εκ τριών μερών απέκλεισαν αυτούς Έκθ. χρον. 7416· Πέντ’ ώρες εμαχόντανε κι οι Τούρκοι τότ’ ευρήκαν| σε τρία μέρη την αδειάν και απόκοτοι σεβήκαν Αχέλ. 2077· γ) το κενό: Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά κι ώρες την άδειαν βρίσκα Ερωτόκρ. Δ́́ 1805.αιχμαλωτίζω,- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.
Το μτγν. αιχμαλωτίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και ως δημ. στο Λιβύσσι (Λυκίας) (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S και σήμ, ΙΛ στη λ. 1): Αλλά δη και αυτοί οι Τούρκοι ... τους μεν ηχμαλώτιζον τους δε απέκτεινον, τους δ’ αυθέντας και τους άρχοντας κατεγέλων Σφρ., Χρον. μ. 11418· Ορίζει αιχμαλωτίζουν τους και σιδηρώνουσίν τους Αχιλλ. N 588· ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους ’χμαλωτίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 863· αυτός ην ο προ τεσσάρων ετών ελθών εν τῃ Λέσβῳ και αιχμαλωτίσας αιχμαλωσίαν άπειρον Δούκ. 33710· και έκλαιεν εκείνον οπού την ήρπασεν από τους γονείς της και έφερέν την εκεί να αιχμαλωτισθεί Διγ. Άνδρ. 37132· και καθ’ εκάστην τους εχθρούς πάντα να πολεμούμεν,| να τους αιχμαλωτίζομεν και να τους κατελούμεν Αχιλλ. N 653· παρού ότι αιχμαλωτίζομαι διά πόθον ιδικόν σου Λίβ. N 1371. (πβ. ιδιάζουσα χρήση): Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 105. 2) α) Υποδουλώνω, κυριεύω: Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Ηχμαλωτίσθη δε υπό των Τούρκων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. Πρόλ.· όπως δουλώσομεν τους Ρωμαίους και αιχμαλωτίσομεν και την Πόλιν Καναν. 69C· να πάρομεν και να αιχμαλωτίσομεν την Κερυνίαν Μαχ. 4444. β) κυριεύω, κατακτώ (μεταφ.): το κάστρον της καρδίας μου μόνη να το υποτάξεις| και αυθεντικά να το διαβείς, τον πύργον της ψυχής μου,| του φθόνου το επιβούλευμα να λείψει από την μέσην| και από το αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ, να μη νικήσει ο φθόνος Λίβ. Sc. 298· και το πτερό σου οπού πετά και αιχμαλωτίζει ανθρώπους Λίβ. Sc. 3983. 3) Λεηλατώ: να αιχμαλωτίσουν τα χωρία και να σφαγούν ανθρώποι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623· τες χώρες σου κουρσεύουν,| καταπατούν και καύτουν τες, αιχμαλωτίζουσίν τα Αχιλλ. L 103· να λυπηθεί από καρδιάς και να αναστενάξει| και τα λοιπά περίχωρα πώς αιχμαλωτισθήκαν| από το γένος των Τουρκών και καταρημασθήκαν Διακρούσ. 719. 4) (Προκ. για πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αιχμαλωτίσας πάμπολλα πρόβατα της Περσίδος (παραλ. 2 στ.) προσέταξεν ακολουθείν όπισθεν στρατοπέδου Βίος Αλ. 3333· Έρριψαν δε και πολλά ων εκείθεν ηχμαλώτισαν μη έχοντες φέρειν αυτά Ιστ. πολιτ. 7413. 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κάτι (διανοητικώς): τούτον τον λόγον ει μεν τις ούτω απλώς νοήσει,| προς μόνον το φαινόμενον, ουδέν σπουδαίον έχει (παραλ. 6 στ.)· εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 254. II. (Παθητ.) δε σημειώνω ανάπτυξη, πρόοδο, μαραζώνω: τα μεν ουν σωματικά ηύξανεν ως αι ημέραι ..., τα δε ψυχικά λίαν ηχμαλωτίζετο και εις άκρον επτώχευε Εξήγ. πέτρ. 275. Η μτχ. παρακ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος: Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα από τους εδικούς σου και έγινες αυθέντρια Διγ. Άνδρ. 33116· Τότε λοιπόν εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι Διακρούσ. 1059. — Πβ. και αιχμαλωτεύω.αιχμάλωτον- το, Ασσίζ. (Σάθ.) 24911, Διγ. (Mavr.) Gr. I 124, 333, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9722, Πανάρ. (Λαμψ.) 7919, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2117, 6225, 722, 11620, 14231, 14414, 14525, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 347, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 5221, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 152 Ϟς΄· αιγμάλωτον, Ασσίζ. (Σάθ.) 4042· αιμάνωτο, Ασσίζ. (Σάθ.) 4225 (πιθ. εσφαλμ. γραφή αντί αιμάλωτο)· αμάλωτον, Ασσίζ. (Σάθ.) 15021, 1722, 24626, 4021, 40527, 43412, 43517, 25, Διγ. (Καλ.) Esc. 462, 570, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1259, 1261, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3996, Μαχ. (Dawk.) 1645, 17414, 46425 (και στα τρία χωρία έκδ. τα μάλωτα), 58818, 62211 (έκδ. τα μάλωτα), 64033, Πικατ. (Κριαρ.) 235, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 147, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΙΙ 29, Αρ. ΧΧΧΙ 19, ’χμάλωτο(ν), Κορων., Μπούας 145, Μαχ. 1645, 17434, 62211. ομάλωτο, Διγ. (Hess.) Esc. 570.
Το ουδ. του επιθ. αιχμάλωτος ως ουσ. Από τη χρήση αιχμάλωτα χρήματα (όπως στον Αισχ., Ευμ. 400)· πβ. Ξενοφ., Ελλ. 2, 3, 8, και Ανάβ. 4, 1, 13, και 5, 9, 4: αιχμάλωτα = λάφυρα και Διόδ. Σικ. 13, 57: το αιχμάλωτον, ανδράποδον. Ίσως και από επίδρ. του ουδ. ανδράποδα. Ο τ. αιγμάλωτος και σε πρωτοβουλγ. επιγρ. (Beševl., Protobulg. Inschr. 41, 13), καθώς και στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 435). Ο τ. αμάλωτον από τον τ. αιγμάλωτον> αιμάλωτον (πβ. τον τ. αιμαλωτεύω στο λ. αιχμαλωτεύω) στην εκφορά του πληθ. τα *αιμάλωτα > τα ’μάλωτα> τ’ αμάλωτα (Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 144)· πβ. και αμαλωτίζω. Ο τ. ’μάλωτον στο Du Cange, λ. μάλωτον. Η λ. με διάφορους τ. συχνή σε ιδιώμ. (ΙΛ)· στην ποντιακή διάλεκτο χρησιμοποιείται προκ. για κατάρα (Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ Β΄ 6, 1955-6, 235, Κουκ., ΒΒΠ Ε΄, παρ. 28 και Ανδρ., Αθ. 44, 1932, 218 και Ανδρ., Σημασ. εξ. 19).
1) (Συνήθ. στον πληθ.) αιχμάλωτος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αιχμάλωτος 1α): απεσύναξεν αυτός πάσαν αιχμαλωσίαν| και με τα ομάλωτα αρίφνους ανδρειωμένους Διγ. Esc. 570· άνδρα ... ος ... και ήνεγκεν εκείθεν αιχμάλωτα πολλά και πλούτον και άλλα Ιστ. πολιτ. 5221· βλέποντας τα αιχμάλωτα που του ’συρναν δεμένα Κορων., Μπούας 6225· ότι τοιαύτην συνήθειαν αρχαίων είχομεν διά τα αιχμάλωτα, ότι να γίνεται ανταλλαγή και να απολύομεν ημείς εξ ων έχομεν, και η βασιλεία σου πάλιν εξ ων έχει αφ’ ημών σκλάβων να πέμπει Ορισμ. Μαμελ. 9722. 2) Δούλος: τιμωρίαν εντέχεται να έχει εκείνον το αιχμάλωτον οπού αγκαλέ τον αφέντην του Ασσίζ. 24911· έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν Ασσίζ. 43412· ει δε κανείς ανηύρεν το αιγμάλωτον εις κανένα σπίτιν εύκαιρον, ου αν ένι ότι ο σκλάβος εκρυβήθην Ασσίζ. 4042· να τους πουλούν ως αμάλωτα μόνον και τους Ρωμαίους; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1261· ημπορούν καλά να ποίσουν διαθήκην και να ελευθερώσουν τα αμάλωτά τους Ασσίζ. 4021· κρατεί εις τον οίκο του ένα αμάλωτον κλεψιμίον Ασσίζ. 26426. 3) Ταλαίπωρος, δυστυχισμένος, κατατρεγμένος (Βλ. και ΙΛ λ. αιχμάλωτος 2): χαρά λοιπόν στον άνθρωπον οπού στο σπίτι του ’σαν| ξένα, πτωχά και αμάλωτα και από τον βίον του εζούσαν Πικατ. 235· εδάρε ποίαν τ’ αμάλωτο να πιάσω πάλιν στράταν Λίβ. Esc. 3996· ναύτες πτωχούς κι αμάλωτα αυτείνους να ’χεις φίλους| να μπεις εις την παράδεισον με τους αγίους αλλήλως Δεφ., Λόγ. 147. — Πβ. και αιχμάλωτος, καθώς και δούλος, σκλάβος.αιχμάλωτος,- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 425, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 727, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) A΄ 257, Καλλίμ. (Κριαρ.) 606, 1843, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5557, Διγ. (Καλ.) A 554, 807, 2710, Ερμον. (Legr.) Ψ 296, Ω 205, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1259, Σωσ. (Legr.) 484, Λίβ. (Μαυρ.) P 1459, 1665, Λίβ. (Lamb.) Sc. 427, 2650, 3195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1473, 1543, 1736, 1910, 3818, 4174 (χφ αιχμάλωτον), Λίβ. (Wagn.) N 1389, 3777, 3811, Επιστ. Μουρ. Β′ (Λάμπρ.) 58, Δούκ. (Grecu) 3523, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10423, 12229, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 611, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 973, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3012, 3312, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 146, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 46, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 467, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32533, 3246, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 147 ρκβ΄, 187 νζ΄, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11127· αιγμάλωτος, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 70· αμάλωτος, Ασσίζ. (Σάθ.) 40315-16, 43517, Πεντ. (Hess.) XII 29· ηχμάλωτος, Χρον. Τόκκων 3194.
Το αρχ. επίθ. αιχμάλωτος. Για τον τ. αιγμάλωτος βλ. αιχμάλωτον. Ο τ. ηχμάλωτος από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Τ. ομάλωτος σε ενθύμ. του 16. αι. (Darrouzès, Κυπρ. Σπ. 15, 1951, 43 = Νεκρολ. φ. 43). Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. στους τ. αχμάλωτους και αγμάλωτος (ΙΛ λ. αιχμάλωτος).
1) Δούλος: Αιχμάλωτον σ’ εκράτησα και αυθέντρα εγεγόνεις Διγ. A 807. —Συνών.: δούλος, σκλάβος . 2) Που δεν έχει πατρίδα, που περιπλανάται: και διά τον φθόνον τον πολύν, την ’περοψιάν την τόσην| την βασιλειάν εχάσασι και την τιμήν την τόσην| και περπατούν αιχμάλωτοι και γέμουν και της ψώρας Ριμ. Βελ. 973· σήμερον ήλθεν μετ’ εμέν εις την εμήν πατρίδα| αιχμάλωτος ολόξενος Λίβ. Sc. 3195· ελθόντες γαρ ασυνήθεις αιχμάλωτοι εκ διαφόρων τόπων, γέγονε τοσαύτη φθορά ως ουκ εστί δυνατόν διηγήσασθαι Έκθ. χρον. 3312· εγίνονταν αιχμάλωτοι όλης της οικουμένης Χρον. Μορ. P 1259· άγουρος εκ την χώραν του διά πόθον ωραιωμένης| αιχμάλωτος εξέβηκεν απέ τα γονικά του Λίβ. Esc. 1736· ο κόπος ήτον περισσός και μισθαργόν επήρα·| και μισθαργόν αιχμάλωτον, ξένον, εξ άλλης χώρας Καλλίμ. 1843· άγορος εκ την χώραν του και από τα γονικά του| αιχμάλωτος εξέβηκεν και μυριοτυραννείται Λίβ. N 1389· και έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του| και εις ξένον κόσμον περπατεί (χφ περιπατεί) και αιχμάλωτος διαβαίνει Λίβ. Esc. 3818. 3) Δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κατατρεγμένος (Για τη σημασ. βλ. και Bauer, Wört. λ. αιχμάλωτος. Η σημασ. και στη διάλεκτο του Πόντου, ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Άμ., ΛΑ 5, 60): Νεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην Καλλίμ. 606. — Πβ. και αιχμάλωτον.ακαταστασία- η, Φυσιολ. (Zur.) XLV 215, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 14, M 14, Δούκ. (Grecu) 42727, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3421, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6215, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3328, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 7214-15, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 437, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1334, 2200, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3339 (έκδ.: ταις καταστασίαις· Ξανθ., BZ 18, 1909, 596, διόρθ. τσ’ ακαταστασίες).
Το μτγν. ουσ. ακαταστασία. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. με κάπως διαφορετικούς τ. (ΙΛ).
α) Ανώμαλη κατάσταση, ταραχή, έλλειψη τάξης (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. Ι, και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ότι εγένετο η ηγεμονία εν ακαταστασίᾳ και ουκ έστι γνήσιος αυθέντης, αλλά γέγονε πολυαρχία και σύγχυσις Έκθ. χρον. 6215· σκανδάλων πολλών και ακαταστασιών γενομένων εν Περσίᾳ Ιστ. πολιτ. 7214-15· τους ενίκησε ο Τούρκος από την ακαταστασίαν και φθόνον οπού είχανε οι χριστιανοί Χρον. σουλτ. 3328· στην εκκλησίαν σύγχυσες και ακαταστασίες.| Οι ιερείς δεν ξεύρουσι τα βρέφη να βαπτίσουν Ιστ. Βλαχ. 2200· β) ανακολουθία, αστάθεια στο χαρακτήρα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ. 2): ει και τελούντες ήσαν, αλλά την ακαταστασίαν αυτού γινώσκοντες ετρόμαξαν Δούκ. 42727.ακατάστατος,- επίθ., Ch. pop. (Pern.) 36, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 7010.
Το αρχ. επίθ. ακατάστατος. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. με κάπως διαφορετικούς τ. (ΙΛ).
Ακατακάθιστος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ, και σήμ., ΙΛ στη λ. ΙϚ΄): ως ουρανός ταράσσομαι κι ως νέφη κρούγω, παίρνω| και ως μούστος ακατάστατος κρούγω και κατασταίνω Ch. pop. 36. Το ουδ. ως ουσ. = ανωμαλία, ατασθαλία (πβ. Sophocl.): δαπανήσαντες φλωρία πεντακόσια εισελθείν και πατριαρχεύσαι πάλιν εποίησαν, ος και εν ολίγῳ επορεύθη προς τον Μπογδανίας άρχοντα. Ουδόλως δε κατεδέξατο καν θεάσασθαι αυτόν, ενωτισάμενος τα ακατάστατα ταύτα Ιστ. πολιτ. 7010.αλυκάριος- ο, Rechenb. 311 (πληθ. αλυκαροί <αλυκάριοι), Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 3514, 19, 21· αλυκάρης, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 199, 218, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 243, 262.
Από το ουσ. αλυκή και την παραγ. κατάλ. ‑άριος. Ο τ. αλυκάρης από το αλυκάριος κατά άλλα ουσ. σε ‑άρης <‑άριος (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 421). Ο τ. αλυκάρης και σήμ. (ΙΛ, λ. αλυκάρις).
α) Αυτός που εργάζεται σε αλυκή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλυκάρις 1): ῳ και ειπόντες οι αλυκάριοι, ίνα κλέψωσι τα άσπρα (έκδ. ασπρά) της αλυκής Ιστ. πολιτ. 3514· β) αυτός που έχει αλυκές: και αγόρασες την αλυκήν κι εγίνης αλυκάρης Πουλολ. Z 199.αλυκή- η, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 199, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 243, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2325, Αχέλ. (Pern.) 2251, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 359· αλκή, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10718.
Το θηλ. του αρχ. επιθ. αλυκός ως ουσ. Η λ., καθώς και ο τ. αλκή, και σήμ. (ΙΛ).
Μέρος της παραλίας όπου περιορίζεται θαλασσινό νερό και, καθώς εξατμίζεται, αφήνει αλάτι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): να παίρνει την εσοδεία της Αίνος, τα όσα εμπάζουνε οι αλκές Χρον. σουλτ. 10718. — Πβ. και αλύκι.αναβιβάζω,- Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 5, Σπαν. (Μαυρ.) P 224, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 86, Ασσίζ. (Σάθ.) 10820, 29422, 35223, 35726, 3593, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 255, Διήγ. Βελ. (Cant.) 456/7, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3155, Λίβ. (Lamb.) Esc. 91, Λίβ. (Lamb.) N 110, Λίβ. (Wagn.) N 3737, Δούκ. (Grecu) 1275, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2614, 2927, 468, 6918, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 409, 415, 706, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31629.
Το αρχ. αναβιβάζω.
1) α) Εξυψώνω κάποιον (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): και ο Θεός ο δίκαιος παιδεύει και αφανίζει| και ατυχίζει άδικους, δικαιούς αναβιβάζει Διήγ. Βελ. 456/7· β) ανεβάζω, προάγω κάποιον σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): εκβαλόντες ουν τον κύριον Μάρκον ληστρικώς ανεβίβασαν τον Συμεώνα τον Τραπεζούντιον Ιστ. πολιτ. 409· γ) (μέσ.) ανέρχομαι σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): Και ανεβιβάσθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο κύρι-Διονύσιος ορισμῴ του κρατούντος Έκθ. χρον. 2927. 2) Αυξάνω (το μισθό): Εζήτησαν ... και άλλο του μη καβαλικεύσαι Χριστιανόν και Εβραίον εντός της Πόλεως και ίνα μη έχωσι και εν τοις ιματίοις αυτών τραχηλίας και του αναβιβάσαι τα σιτηρέσια αυτών Έκθ. χρον. 6918. 3) (Μέσ.) Ανέρχομαι, φθάνω έως ένα ποσό χρημάτων: Αμμέ έχει πόλεμον εάν το έγκλημαν αναβιβάζεται έως έναν μάρκον ασήμιν Ασσίζ. 35223· Εάν το ζήτημαν αναβιβάζεται απού ένα μάρκον ασήμι και ανωμέρου Ασσίζ. 35726. 4) (Κατά παράλ. του «εις νουν») Φέρνω στο μυαλό, σκέπτομαι, κρίνω (Πβ. Ψάλτη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 27): αμ’ ως το γνώθεις έσω σου, ως το αναβιβάζεις Σπαν. P 224. — Πβ. αναβάλλω 2· φρ. (1) Αναβιβάζει ο νους μου = φέρνω στο νου, κρίνω: αμή ως το γνώθεις πάντοτε και αναβιβάζει ο νους σου Διδ. Σολ. Ρ 5· αν το αναβιβάζει ο νους σου Διγ. Άνδρ. 31629· (2) αναβιβάζω εις νουν = φέρνω στο νου, αναλογίζομαι, θυμούμαι: Αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και| εις νουν αναβιβάσω Λίβ. Sc. 3155. 5) Επιβιβάζω κάποιον (σε πλοίο) (Πβ. L‑S στη λ. 3): τον βασιλέα δε και πάντας τους άρχοντας αναβιβάσας εν πλοίοις έφερεν εν Κωνσταντινουπόλει Έκθ. χρον. 2614.αναθεωρώ,- Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 13431, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2911-2.
Το μτγν. αναθεωρώ. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
Επιθεωρώ, επισκέπτομαι (τόπο): απήλθον ... εις την Αγίαν Μαύραν, ... ίνα και τον τόπον και τους εκείσεν αναθεωρήσω Σφρ., Χρον. μ. 13431.ανάκτισις- η, Βίος Αλ. (Reichm.) 2386, 2397, Χειλά, Χρον. (Hopf) 347, 348, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3115, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 58, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 4215, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1114, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137.
Το μτγν. ουσ. ανάκτισις. Για τη λ. βλ. Lampe, Lex. και Sophocl.
1) Ανέγερση κτηρίων: εποίησεν (ενν. ο πατριάρχης) ανακτίσεις και καλλιεργείας ουκ ολίγας Έκθ. χρον. 3115· ως ευεργεσίαν ηγούμεθα τούτου του ναού την προσπάθειαν και την ανάκτισιν Χειλά, Χρον. 348. 2) Ανοικοδόμηση: ει που και πόλις των Θηβών ανάκτισιν ευρήσει Βίος Αλ. 2397.ανάξιος- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 447, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52622, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 86, VIII 167, Διγ. (Hess.) Esc. 1837, Διγ. (Καλ.) A 2959, Ερμον. (Legr.) Ω 37, 111, Βίος Αλ. (Reichm.) 2468, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 35515, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 14415, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 766, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ́ [133], Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 495, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 384, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 18311, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 2, 143, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 155, 217, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) A΄ [83, 560], Γ΄ [403], Δ΄ [1038], Χορ. δ΄ [74]. E΄ [216], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 135· ανάξος, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [330], Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Β́ 8.
Το αρχ. επίθ. ανάξιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που δεν αξίζει την προστασία (κάποιου προσώπου) ή δεν είναι άξιος κάποιας εκδήλωσης (Η σημασ. αρχ.): τρις των αχράντων μυστηρίων με εκοινώνησαν τον ανάξιον Σφρ., Χρον. μ. 14415· κι εσύ, κοπέλι πελελόν, ανάξιο τέτοιας χάρης Σουμμ., Παστ. φίδ. A΄ [83]· και παντελώς ανάξιοι εσμέν του σου ελέους Διγ. Gr. VIII 167. 2) Ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κάτι) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εις την μάχην ουκ εμβαίναν ως ανάξιοι πολέμου Ερμον. Ω 111· ανάξιος παντάπασιν πολεμείν τα θηρία Διγ. Gr. IV 86. 3) Ευτελής, ταπεινός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Πάντα της (ενν. η γυναίκα) τον ανάξιον ποθεί και τον ψηλώνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1038]· και δούλος ων ανάξιος τολμήσας εδεήθην Προδρ. ΙΙΙ 447. 4) Αναξιοπρεπής (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): μ’ όλο απού ’ναι κάμωμα σφαλτό και ντροπιασμένο| κι ανάξο Ροδολ. Δ΄ [330]. 5) (Προκ. για γεγονότα ή πράγματα) αταίριαστος, αποτυχεμένος: Επί των αναξίων γάμων ... εάν λάβει άνθρωπος ... και μεταμεληθεί ... οι αρραβώνες ... στρέφουνται ως εδόθησαν Ελλην. νόμ. 52622· Λύσετέ την και τ’ ανάξια| ρίξετε τα σκοινιά Πιστ. βοσκ. V2, 143· έπαινους ανάξιους που μου δίνεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [403].αναρίθμητος,- επίθ., Τρωικά (Praecht.) 52518, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 678, 723, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 4, ΙΙΙ 224, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 348, Καλλίμ. (Κριαρ.) 993, 1508, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 52, Βέλθ. (Κριαρ.) 514, 945, 1284, Βίος Αλ. (Reichm.) 78, Λίβ. (Μαυρ.) P 2576, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2158, 2283, 2892, 3137, 3201, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1475, 2730, 3340, 3467, 3894, 4186, Λίβ. (Wagn.) N 1325, 2969. 3499, 3783, Καναν. (PG 156) 68, 73, Δούκ. (Grecu) 9116, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 22δις, Έκθ. χρον. (Lambr.) 517, 1218, 133, 2514, 4417, 7425, Ιμπ. (Legr.) 42, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 19, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9723, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 171, 3621, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Σταυριν. (Legr.) 372, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1129, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36411, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [929], Διγ. (Lambr.) O 1992, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7822, 794· αναρίφνητος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1547, 4682· ανερίφνητος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3208, 47423· αρίθμητος, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1408, Διγ. (Καλ.) A 2272, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 554, Ιμπ. (Κριαρ.) 509, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 647, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 663, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 484, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 224, Ιμπ. (Legr.) 569, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 150, 151, Αχέλ. (Pern.) 609α, 2287, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2532, Διγ. (Lambr.) O 481, Διακρούσ. (Ξηρ.) 794, 10623· αρίφνητος, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3600, 4660, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3600, 4660, Διήγ. Βελ. (Cant.) 395, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 988, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 153, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 144, Θησ. (Βεν.) Β΄ [797], Κάτης (Băn.) 56, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) IV 82, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 376, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 80, Πικατ. (Κριαρ.) 260, Ιμπ. (Legr.) 988, Αχέλ. (Pern.) 569, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 28, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 120, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 45, Α΄ 421, Γ΄ 142, 230, Δ΄ 6, 660, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 5, 213, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 28, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 517, 638, 1216, Δ΄ 1123, Ε΄ 297, 398, 1227, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 61, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 6 Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 41925, 5351.
Το αρχ. επίθ. αναρίθμητος. Ο τ. αρίθμητος κατά το σχήμα αγγίζω-άγγιχτος· βλ. όμως και Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 138 και ΙΛ. Ο τ. αρίφνητος από το αρίθμητος. Η λ. με όλους τους τ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δε μετριέται (1) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αρίθμητους χριστιανούς εφόνευσεν αδίκως Ιστ. Βλαχ. 2532· Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος Ερωτόκρ. B΄ 517· Έφταξε ως τον Αρμυρό αρίφνητον φουσσάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 41925· πλήθος πολλών καβαλαριών αρίφνητον και μέγαν Διήγ. Βελ. 395· επήγε κι ηύρε συντροφιά αρίφνητον κομμάτι Κάτης 56· πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια Ερωτόκρ. B΄ 638· πλείστην την ύλην εύρομεν δένδρων αναριθμήτων Βίος Αλ. 78· (2) (προκ. για αντικείμενα γενικώς) απειράριθμος, αμέτρητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): σαΐτες ανερίφνητες, φουρνέλα και τους καίγα Τζάνε, Κρ. πόλ. 47423. μπαστούνια αναρίθμητα, πολλήν αλτελαρία Διακρούσ. 7822· (3) (προκ. για πλούτο, «χρυσίον, λογάριν», κλπ.) άφθονος, άπειρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): χρυσίον αναρίθμητον και ακριβά λιθάρια Διγ. O 1992· εγώ ’χασα τ’ αρίφνητά μου πλούτη Ζήν. A΄ 6· χρυσάφιν έχει αρίθμητον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 647· (4) (προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς, μακρός: έστεκε αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσει Ερωφ. Αφ. 45· η συντροφιά ’τονε πολλή κι αρίφνητ’ ώρα κράτει Ερωτόκρ. B΄ 1216· (5) (προκ. για κάλλος) υπερβολικός (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): Τα κάλλη σου τ’ αρίφνητα καμιά φορά μη χάσω Ερωφ. Γ΄ 142· (6) (προκ. για ψυχικά ή άλλα γεγονότα) σημαντικός, σπουδαίος: αρίφνητος μεταγνωμός με κάνει να θυμούμαι ... Ερωφ. A΄ 421· με χαλασμόν αρίθμητον εις όλες τες ομάδες Αχέλ. 2287· Ω θαύμασμα αρίφνητο· να ’χουν τα μάγια τόση| χάρη Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 61. — Πβ. άμετρος.αναρχία- η, Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 2333, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 614, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 7217, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137.
Το αρχ. ουσ. αναρχία. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
1) Ανακατωσούρα, φασαρία (Πβ. ΙΛ): η κατά την τραγωδίαν και πυρός κρείττων αναρχία ναυτική μικρού δειν και τον Κρατισθένην παρεδίδου τοις κύμασι Μακρεμβ., Υσμ. 2333. Πβ. αναβουβάριασμα, ανακάτωμα(ν) 1, ανακατωμός 1, ανακάτωσις ‑ση 2. 2) Αυθαιρεσία: Περί αναρχίας, ήγουν οπού επάρει τινάς χρεωφειλέτης τίποτες τινός| ανθρώπου χωρίς κρίσιν Βακτ. αρχιερ. 137.αναφέρω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) III 289r (χφ V) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 1403, 1595, Ασσίζ. (Σάθ.) 1531, 39118, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55322, Λίβ. (Wagn.) N 3296, Φυσιολ. (Legr.) ΧΧΧΙΙ, 82, Φυσιολ. (Zur.) IV 15, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34113· αναφέρνω, Αχιλλ. (Hess.) N 161, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10310, 14115, Ιμπ. (Legr.) 241, 750, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 3, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Πρόλ. Αναγν. 62, 1190· αναφέρω ή αναφέρνω, Ασσίζ. (Σάθ.) 39024, 31, 40415, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8149, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2474, Λίβ. (Wagn.) N 3091, Ιμπ. (Wagn.) 119, Μαχ. (Dawk.) 27228, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [152], Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 14115, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 169, Συναξ. γυν. (Krumb.) 440, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 129, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 518, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 6711.
Το αρχ. αναφέρω. Για τον τ. αναφέρω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Á 291.
Ά Μτβ. 1) α) Ανακοινώνω, κάνω λόγο (για κάτι) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B3): εσύντυχαν πολλά κι είπαν και αναφέραν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8149· όμως, ως μ’ ερωτήσετε, θέλω σας τ’ αναφέρει,| στον κόσμο πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι Απόκοπ. 169· και ταύτα μεν ο δούλος σου τολμών σοι αναφέρει Προδρ. III 289r (χφ V) (κριτ. υπ.)· τούτα ούλα ανάφερέν τα ομπρός του πρίντζη Μαχ. 27228· κι ήρχισε να δημηγορεί κι εις αυτούς ν’ αναφέρνει Κορων., Μπούας 24· άπαντες υποσχόμεθα και σύρ’ αναφερέ το Κορων., Μπούας 129· β) εκθέτω, διηγούμαι: μακραίνω την διήγησιν πολλά την αναφέρνω·| άκουσον και του καραβιού που σας την αναφέρνω Ιμπ. 750· περί έρωτος αναφέρω και περί αγάπης Διγ. Άνδρ. 341· αν ορεχτείς και τ’ άρματα εις ρίμην ν’ αναφέρεις,| κάμνει σου γαρ τον Όμηρον να πάρεις και να φέρεις Κυπρ. ερωτ. 14115· γ) κάνω καταγγελία, καταγγέλλω, μηνύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): τούτο διώρισται παρά του ευσεβεστάτου βασιλέως κυρού Λέοντος του Σοφού, εάν μη γένεται η ορμασία εξ αρεσκείας αμφοτέρων, πρώτον αναφέρωσιν την ορμασίαν τῃ βασιλείᾳ Ελλην. νόμ. 55322· δ) συμβουλεύω: αλήθεια αναφέρνω σε, καν τολμηρός ο λόγος,| χώρισον ίππους έμορφους, φαριά δοκιμασμένα| και των αλόγων τας μονάς να είναι φυλαγμένα Αχιλλ. N 161. 2) Ομολογώ, παραδέχομαι (κάτι): να τον βάλει εις το κριτήριον διά να εγνωρίσει αν έν ότι να στρέψει εκείνον το επήρεν απ’ εκείνον τον σκλάβον και το αναφέρει εντέχεται να τον κρίνουν οι κριτάδες Ασσίζ. 1531· αφειδήν το ανάφεραν ότι έμπροστέν του το έδωκεν Ασσίζ. 39031. 3) Μνημονεύω, θυμούμαι (κάποιον) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 10): διά την νίκην που ’καμεν και πως μικροί μεγάλοι| άλλον δεν αναφέρνασιν μόν’ τ’ όνομα Μιχάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 1190· να ’χει να ειπεί η γλώσσα μου και ο νους μου ν’ αναφέρει Φαλιέρ., Ιστ. V 518· αρχίζει λόγους εκ καρδιάς υιού της ν’ αναφέρνει,| να θρήνεται με κλάημα και το κορμί να δέρνει Ιμπ. 241· δεν αναφέρνω το λοιπόν τες Μούσες των Ελλήνων Φαλιέρ., Λόγ. 3. 4) Μεταφέρω (κάτι): μη δυναμένη τεκείν, απέρχεται ο άρρην κατά νότον και λαμβάνει λίθον ονόματι ευτόκιον και αναφέρει αυτόν και θέτει εν τῃ κοιλίᾳ αυτής και ευκόλως γεννᾴ η θήλη Φυσιολ. (Legr.) ΧΧΧΙΙ· 5) Υποφέρω, ανέχομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. I3): την σην πικρήν υστέρησιν πώς να την αναφέρω; Ιμπ. (Wagn.) 119. 6) Κάνω (κάτι) να γυρίσει στην προηγούμενη κατάσταση (Πβ. ΙΛ στη λ. B1): και αναφέρει την πνοήν έσω εις την οπήν του Φυσιολ. (Legr.) 82· περιπλακέντες τον νεκρόν ωσεί νεκροί σιγώσι,| αφαιρεθέντες την φωνήν από των στεναγμάτων.| Και πάλιν αναφέρουσιν μόλις την όψιν τούτων Καλλίμ. 1403. B´ (Αμτβ.) Συνέρχομαι, αναλαμβάνω (από λιποθυμία ή άλλη σωματική αλλοίωση) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 66· πβ. ΙΛ στη λ. B1): ει μη την φθάσει το νερόν, ποσώς ουκ αναφέρει Καλλίμ. 1595· πιάνω νερόν, ραντίζω την, ανήφερεν η κόρη Λίβ. N 3091. —Συνών.: αναφυλλίζω.αναχωρώ,- Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 92, Φυσιολ. (Zur.) ΧΙ 16, 7, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 6314, 6721, 683‑4.
Το αρχ. αναχωρώ. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (ΙΛ).
1) Παραμερίζω, υποχωρώ (σε κάποιον): Ο δε σουλτάν Σελίμης έφθασεν εν Ανδριανουπόλει ουδενός όντος του κωλύοντος, αλλά πάντων αναχωρούντων αυτῴ ως κυρίῳ Ιστ. πολιτ. 6314. 2) Αποχωρώ (από αξίωμα) (Πβ. L‑S στη λ. III, χωρίο Πολυβίου): άκων της αρχής ανεχώρησε Ιστ. πολιτ. 6721. 3) Αποσύρομαι από την κοινωνική ζωή για να ζήσω σαν ερημίτης (Η σημασ. ήδη στον Επιφάνιο, 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2): Η τρυγών αναχωρείν αγαπά, οι δε γενναίοι χριστοφόροι το αναχωρείν αγαπάτωσαν Φυσιολ. ΧΙ 16, 7. 4) Φρ. όλον αναχωρώ = σπεύδω: γοργόν στην πόρταν έφθασεν όλον αναχωρούντα Πόλ. Τρωάδ. 92.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.