Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 175 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ιστ. Ηπείρ.

  • αδαπάνητος,
    επίθ., Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XII 15.
    Το μτγν. επίθ. αδαπάνητος (Sophocl.).
    Αυτός για τον οποίο δεν πλήρωσε κάποιος, απλήρωτος: Προς μεν των επισήμων τεχνιτών ζημίαι και αγγαρείαι μετά των δασμών, προς δε των ατέχνων και ελευθέρων ανθρώπων δουλεία άμισθος και κόπος αδαπάνητος Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XII 15.
       
  • αιχμαλωσία
    η, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) ΙΙ 64, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 354, Hist. imp. (Mor.) 18, Διγ. (Mavr.) Gr. I 197, III 76, Διγ. (Hess.) Esc. 568, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 668, 3076, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 691, 1627, Βίος Αλ. (Reichm.) 4082, Πανάρ. (Λαμψ.) 7222, Καναν. (PG 156) 68A, 73B, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 29235, Δούκ. (Grecu) 9116, 10121, 10720, 33710, 35117, 3774, 3856, 39328, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5814, 9812, 10413, 13435, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 378, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 6514, Έκθ. χρον. (Lambr.) 512, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XXVII2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 679, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49 δις, 51, 61, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 12517, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3315, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 10, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2547 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 137], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32028, 33419, 33831, 40514, Διγ. (Lambr.) O 1161, Διακρούσ. (Ξηρ.) 673, 7090, 11014, 11720· αιχμαλωσιά, Διήγ. Βελ. (Cant.) 162, Αχιλλ. (Hess.) N 589, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 410, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 589· αμαλωσιά, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXXI 12, Δευτ. ΧΧΙ 10, ΧΧVIII 41, XXXII 42· ηχμαλωσία, Χρον. Τόκκων 3837.
    Το μτγν. ουσ. αιχμαλωσία. Για τον τ. αμαλωσιά πβ. το σημερ. τ. αμαλουσία (ΙΛ στη λ. αιχμαλωσία). Ο τ. από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Σύλληψη αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 1): Παρεδόθην η πόλις εις διαγουμάν και αιχμαλωσίαν Καναν. 68Α· Και ήλθεν εις τους τόπους του αφέντη μου και εποίκεν πολλήν αιχμαλωσίαν εις την Αλεξάνδραν και εις άλλους πολλούς τόπους Μαχ. 29235· Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου …, η οποία περιέχει την σκληρότητα και αιχμαλωσίαν των αθέων Αγαρηνών και πώς εκυρίευσαν όχι μόνον τα Χανιά Διακρούσ. 673 . Πβ. αιχμαλωτισμός. 2) Κατάσταση του αιχμαλώτου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ουκ εις δουλείαν ουν ημείς ή προς αιχμαλωσίαν υπάρχομεν, αι πρότερον προστεταπεινωμέναι Βίος Αλ. 4082· Αλούς ουν εγώ και πάντα τα δυσχερή και κακά της αιχμαλωσίας υπενεγκών ο άθλιος Σφρ., Χρον. μ. 9812. 3) Σύνολο αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ): Και ωσάν έλαβε τον λαόν της Αιγίνης, ... υπήγε και αιχμαλώτισε και άλλα νησία πολλά του Αρτζιπελάγου. Και εγέμισεν όλην την αρμάδα αιχμαλωσία Κώδ. Χρονογρ. 49· Και έφεραν προς τον Μωσέ και προς τον Ελεάζαρ τον ιεριά και προς τη συναγωγή παιδιά του Ισραέλ την αμαλωσιά και το έπαρμα και το κρούσος Πεντ. Αρ. ΧΧΧΙ 12· να χορτάσω τις σαγίτες μου από αίμα και το σπαθί μου να φάει κρεάς· από αίμα σκοτωμένου και αμαλωσιά από αρχή αποβγάλματα του οχτρού Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙ 42. 4) Λάφυρα: Εισήλθεν εις την Ματζούκαν ο Χατζημίρης, ο υιός του Παϊράμη, μετά φοσάτου πολλού και εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν Πανάρ. 7222.
       
  • αλβανιτοκτόνος
    ο, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XX8.
    Από το εθν. Αλβανίτης <Αρβανίτης κατά τα αρχ. σε ‑κτόνος (κτείνω).
    Εκείνος που σκοτώνει, δεκατίζει τους Αλβανούς: τους Αλβανίτας ... κακώς και ανηλεώς ... ετυράννησε, ως και αλβανιτοκτόνος επεθύμει γενέσθαι και ονομάζεσθαι Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XX8.
       
  • αντίτυπον
    το, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41421, 42424, 427, Λίβ. (Μαυρ.) P 1501, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 527, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XXIV 4.
    Το ουδ. του αρχ. επιθ. αντίτυπος ως ουσ. Η λ. σε επιγρ. και σε παπυρ. (L‑S, λ. αντίτυπος Ι 2c) και σήμ. (ΙΛ, λ. αντίτυπος 3)· και ως παλαιογρ. όρος.
    1) Αυτό που είναι απόλυτα όμοιο, απαράλλακτο (σαν κάτι άλλο), αντίγραφο, ομοίωμα (Πβ. L‑S, λ. αντίτυπος Ι 2c και ΙΛ, λ. αντίτυπος 3β): Μαγαρίζομέν σε, τραγογένη σπανέ, και υβρίζομεν το άσχημον βλέμμα σου ως αντίτυπον γαδάρας την ουράν Ακ. Σπαν. 41421· Χριστού αντίτυπον (ενν. σε, Φραγκίσκε) σ’ έχει προμηνυτέψει (ενν. ο Ιωάννης) Σκλέντζα, Ποιήμ. 527. 2) Απαντητική επιστολή: τα χέρια σου ας κρατήσωσιν πιττάκιον εδικόν μου·| ανάγνωσέ το από ψυχής και αντίτυπον με γράψε Λίβ. P 1501. Βλ. και αντιγραφή, αντιπίττακον, αντίσηκος ουδ. 1.
       
  • απείρακτος,
    επίθ., Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) ΧΙΙΙ 9.
    Από το στερ. α‑ και το πειράζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απείραχτος).
    Ανενόχλητος (Η σημασ. και στη Διαθ. Νίκων., Λάμπρ., 22713, 30, 22822 και σήμ., ΙΛ στη λ.1α): η πόλις των Ιωαννίνων γίνεται απείρακτη από των Αλβανιτών χρόνους πέντε Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) ΧΙΙΙ 9.
       
  • αποστάτης
    ο, Βίος Αλ. 1891, 3951, Ιστ. Ηπείρ. XXIV3-4, XXVI9, XXVIIΙ7, Φυσιολ. (Zur.) VIII 414, Ιστ. πολιτ. 2210· αποστάτας, Φαλιέρ., Λόγ. 52, Δεφ., Λόγ. 52, Κατζ. Πρόλ. 33.
    Το μτγν. ουσ. αποστάτης. Ο τ. αποστάτας από επίδρ. του ίταλ. apostata· βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 274-5). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Επαναστάτης (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): Τον Μακεδόν’ Αλέξανδρον, τον παίδα του Φιλίππου, | αποστατούντ’ ανέμαθον συν Μακεδόσι πλείστοις (παραλ. 2 στ.)· Λαβόντες ουν αυτόν υμείς αγάγετε το τάχος | μηδέν κατεργασάμενοι κακόν ως αποστάτην Βίος Αλ. 1891 (βλ. και αντάρτης 1, αντιστάτης 1)· β) (προκ. για το διάβολο) (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 1α): η δε καλιά αυτού ο παράδεισος, ο δε όφις ο αποστάτης διάβολος Φυσιολ. VIII 414 (βλ. και αντίπαλος 2, αντιστάτης 3). 2) (Επιθετ.) απείθαρχος, ανυπάκουος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και αποστάτα κι άδικο κι άσπλαχνο μ’ ονομάζου Κατζ. Πρόλ. 33 (βλ. και αντιστάτης 2, απαίδευτος 2, άπιστος Α1γ). 3) (Προκ. για άνθρωπο που αρνείται τη θρησκεία του) αρνησίθρησκος (Η σημασ., μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): τον άγιον τον φοβερόν μάρτυρα τον Νικήτα, | υιόν του Ιουλιανού, του παράνομου αποστάτα Δεφ., Λόγ. 52.
       
  • αποφεύγω,
    Φυσιολ. M 1525, Σπαν. A 157, 301, Κομν., Διδασκ. Δ 199, Λόγ. παρηγ. L 101, 310, Καλλίμ. 2590, Ασσίζ. 8627, 2787, Ελλην. νόμ. 51625-6, Κυνοσ. 5987, Διγ. (Hess.) Esc. 1599, Διγ. A 85, 183, Διγ. Z 1411, Βέλθ. 14, 211, Ερμον. Ρ 189, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 74, Ϛ΄ 211, 81, Διήγ. παιδ. 451, Διήγ. Βελ. 149, Φλώρ. 1555, Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΙ10, Απολλών. (Wagn.) 610, Λίβ. Sc. 1129, Φυσιολ. (Legr.) 566, 677, Φυσιολ. 34918, Θησ. Ϛ΄ [66], Μάρκ., Βουλκ. 34713, Αλφ. (Μπουμπ.) III 37, Πένθ. θαν.2 28, 221, Δεφ., Λόγ. 124, Ιστ. πολιτ. 4619, Διγ. Άνδρ. 3161, 37227, 39935, Αλφ. (Mor.) II37 κ.π.α. απεφεύγω (’πεφευγω?), Δεφ., Λόγ. 129.
    Το αρχ. αποφεύγω. Η λ. και σήμ. από τη λόγια παράδοση και σε ιδιώμ. (ΙΛ).
    1) Κρατιέμαι μακριά (από κ. η κάπ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): εκ το παιγνίδι απέφευγε,να έχεις την ευχήν μου Δεφ., Λόγ. 124· αποδιώκω την παράνομον σμίξιν μήπως και δυνηθώ να αποφύγω την αμαρτίαν Διγ. Άνδρ. 37227· απόφευγε τας ταραχάς, φεύγε και τους κινδύνους Σπαν. A 301 (βλ. και αποστρέφω Γ2). 2) Αρνούμαι να εκτελέσω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): ουκ αποφεύγω το όμοσα, θέλω να το πληρώσω Φλώρ. 1555 (βλ. και αποκρούω 2β). 3) Διαφεύγω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): δαίμων γαρ ούσα της φλογός συντόμως αποφύγει Καλλίμ. 2590· τίποτες δεν αποφεύγει εις την κρίσιν του Θεού Αλφ. (Mor.) ΙΙ37· της τύχης το κακόγνωμον ον θέλεις αποφύγειν Λόγ. παρηγ. L 101. 4) Απομακρύνομαι: εχάσε την ανδρείαν της | και πομπεμένη απόφευγεν από τον Μιλιμίτζην Διγ. (Hess.) Esc. 1599· απέφυγεν αυτής της γονικής του χώρας Βέλθ. 14· διάβολος ο όφις να αποφεύγει εξ ημών διά την αρετήν μας Φυσιολ. (Legr.) 677· οικειοθελώς εξωρίζοντο και απέφευγον Ιστ. Ηπείρ. XXI10· απ’ οσ’ ορίζει δεν μπορεί τινάς μας ν’ αποφύγει Πένθ. θαν.2 28 (βλ. και αποφοιτώ). 5) Δεν πετυχαίνω το στόχο, ξαστοχώ: ουδένα δε απέφυγεν το φλογερόν δοξάρι Διγ. A 183 (βλ. και αποτυγχάνω 1, αποτυχαίνω 1). 6) Καταφεύγω: εάν έστιν κριθείς (ενν. ο στάχυς), αποφεύγει εις τον σίτον Φυσιολ. M 1525 (βλ. και αποστρέφω Γ4α). 7) Φθείρομαι: τα ούλη αυτών και τα χείλη αποφεύγουσι και φαίνονται αι ρίζες των οδόντων Μάρκ., Βουλκ. 34713. Φρ. αποφεύγω προς τους πολεμίους = αυτομολώ: Τους εκ των Ρωμαίων προς τους πολεμίους αποφεύγοντας ως πολεμίους έξεστιν εκάστω ακινδύνως φονεύειν Αρμεν., Εξάβ. Ϛ΄ 81.
       
  • αρχιερατικός,
    επίθ., Διάτ. Κυπρ. 5068, Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΧΙΙΙ 8, Μαχ. 1429, Διήγ. Αλ. V 72.
    Το μτγν. επίθ. αρχιερατικός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Που ανήκει στον αρχιερέα (Βλ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): υποψήφιον αυτόν επονόμασαν και ετίμησαν, ός και του αρχιερατικού θρόνου επέβη ύστερον Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΧΙΙΙ 8. Το ουδ. ως όρος λειτουργικού εντύπου (=«φυλλάδα» του αρχιερέα) (Βλ. Τωμ., ΕΕΒΣ 37, 1969/70, 31).
       
  • αρχιστράτηγος
    ο, Θεολ., Τζίρ. 35626, Ιστ. Ηπείρ. XIX 8, Χρον. Τόκκων 1391, Φυσιολ. 36914, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1228, Ιστ. Βλαχ. 848.
    Το μτγν. ουσ. αρχιστράτηγος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Ο ανώτατος στρατηγός, ο αρχηγός του στρατού (Πβ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ελέῳ βασιλικῴ και καυκαδηνικῄ προχειρίσει τιμηθείς δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος και πάσης άλλης θαλαττοκυηθείσης γενεάς και μορφής δουξ και αυγουστάλιος Θεολ., Τζίρ. 356226· ο βασιλέας έστειλε σερδάρην τον Σκεντέρην| να είναι αρχιστράτηγος απάνω στο σεφέριν Ιστ. Βλαχ. 848. 2) (Προκ. για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ) (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3 και ΙΛ στη λ. 2): Μιχαήλ ο αρχιστράτηγος και η αγία Θεοτόκος Φυσιολ. 36914· Παϊσ., Ιστ. Σινά 1228. Η λ. και ως τοπων.: Αχέλ. 1590, 1648.
       
  • άσπρο(ν)
    το, Chron. br. (Loen.) 17, Ιατροσ. κώδ. σξς΄, υκθ΄, Ιστ. Ηπείρ. XXIII12, Rechenb. 54, 112, 391, Θρ. Κων/π. B 124, Μαχ. 833, 19618, 518, 60813, Τάξ. Πόρτ. 20, Σφρ., Χρον. μ. 6012, 13418, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15119, Έκθ. χρον. 2311, 2412, 681, Ψευδο-Σφρ. 56633, Πεντ. Γέν. XX 16, XLV 22, Δευτ. XXII 19, Αιτωλ., Μύθ. 3211, 416, Χρον. σουλτ. 3827, 14110, Ιστ. πολιτ. 3416, 3514, Ιστ. πατρ. 13020, Στ. Βοεβ. 45, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, 171, 175, Ευγέν. 515, 518, Συναδ., Χρον. 30, 43, 53, Διήγ. πανωφ. 58, Βακτ. αρχιερ. 133, 137, 150, Λίμπον. 287, Μαρκάδ. 265, 352, Λεηλ. Παροικ. 342, Διακρούσ. 7128, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1419, 22.
    Το ουδ. του επιθ. άσπρος ως ουσ. Η λ. σε έγγρ. του 1235 (Zakythinos, Χρυσόβ. του 1364 σ. 63). Η λ. στο Du Cange (λ. ασπράδα)· και σήμ. (ΙΛ, λ. άσπρος).
    α) Τουρκικό νόμισμα (βλ. Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 84· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άσπρος Β1ιγ): Όντας τον έβαλε εις την φυλακήν ο σινιόρ Τζώρτζης ο Φραντζής … διά ένα ήμισυ ριάλι και άσπρα δεκατέσσερα Σουμμ., Ρεμπελ. 171· β) νόμισμα (της Κύπρου): έστειλάν του ονομίσματα οκτακόσιες χιλιάδες άσπρα της Κύπρου, τουτέστιν ω΄ χιλιάδες ονομίσματα Μαχ. 60813· βλ. και ασημαδάς· γ) (πληθ.) χρήματα (γενικά) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άσπρος Β1ιϛ΄): Μα τ’ άσπρα θέλομε ομπροστά νά ’ρθει να τα μετρήσει Ευγέν. 515.
       
  • αστοχώ,
    Σπαν. (Λάμπρ.) Va 72, Μανασσ., Χρον. 609, Καλλίμ. 536, Ελλην. νόμ. 58214, Διγ. Z 3342, 3386, 3548, 4032, Ακ. Σπαν. 3053, Ερμον. Π 172, Γ 236, Πουλολ. Z 200, 206, Πουλολ. Αθ. 2 50, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 1322 δις, Ιστ. Ηπείρ. XXIV 3, Λίβ. P 673 (έκδ. κατηχεί· διορθώσ.), 2666, Λίβ. Sc. 2145, Λίβ. (Lamb.) N 822 (έκδ. αποτυχεί· διορθώσ.), Λίβ. Esc. 960, 1213, 3326, Λίβ. N 1063, Αχιλλ. N 767, Χρον. Τόκκων 3016, 3019, Φυσιολ. B 119, Θρ. Κων/π. H 2, Θρ. Κων/π. διάλ. 5, Μαχ. 55211, 61610, Δούκ. 16719, Νεκρ. βασιλ. 102, Σαχλ. N 63, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 556, Έκθ. χρον. 3321, Απόκοπ. 217, Συναξ. γυν. 696, 1081, Τριβ., Ρε 220, Σταυριν. 245, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [3], Λίμπον. 220, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425, Δημ. άσμ. 5, κ.π.α.· μτχ. αστοχημένος, Ακ. Σπαν. 33174, Φλώρ. 1097· αστοχισμένος. Ακ. Σπαν. 42449, Φαλιέρ., Ιστ. V 742. Ερωφ. Δ΄ 311, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [1 ].
    Το μτγν. αστοχέω. Η μτχ. αστοχισμένος κατά τα ρ. σε ‑ίζω, αν δεν υπόκειται ρ. αστοχίζω (βλ. ΙΛ, λ. αστοχώ τυπολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Δεν πετυχαίνω το στόχο μου, λαθεύω στο σημάδι (Βλ. L‑S, Lampe, Lex. στη λ. la καθώς και ΙΛ στη λ. Α 1α): Αλλ’ αστοχούν ως το πουλίν τό λέγουν κουφολούπην Απόκοπ. 217· ως γαρ είδεν ο Έκτωρ αστοχήσαντα την λόγχην| και μη έχων άλλο δόρυ,| έλκυσε την σπάθην άμα Ερμον. Υ 236· β) δεν πετυχαίνω κ. (Βλ. L‑S): εάν όλως εισακούσεις μου, δούλωσιν υπογράψεις, ουκ αστοχάς τό επιθυμείς Λίβ. P 2666· ηστόχησε του σκοπού Δούκ. 16719· γ) δεν πετυχαίνω (κάπ.): η βουλή ηστόχησεν στρατιωτών των πέντε·| πάντα γαρ έκοψα εγώ τῳ ξίφει της χειρός μου Διγ. Z 3548· βλ. και αποφεύγωδ) σφάλλω στην κρίση μου, «πέφτω έξω» (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. Α1α): αλλά μεγάλως έσφαλαν, ηστόχησαν παντοίως Λίβ. Sc. 2145· και μερικοί επιτύχασιν και μερικοί αστοχήσαν Σαχλ. N 63· σκεύος βασάνων αν ειπείς, ουκ αστοχήσεις λέγων Καλλίμ. 536. Βλ. και αποτυγχάνω 1, σφάνω. Η μτχ. αστοχημένος = αποτυχημένος: εγώ να ζώ στην ξενιτειάν ωσάν αστοχημένος Φλώρ. 1097. 2) Αδυνατώ: Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψει| να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσιν της Πόλης Θρ. Κων/π. H 2. Βλ. και απορώ 5. 3) (Νομ.) α) Χάνω (την δίκη): Γυνή … αστοχούσα, τουτέστι νικωμένη εις την υπόθεσιν Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1322· β) δεν έχω το δικαίωμα (να κάνω κ.): αλλά και ανηλίκων τελευτώντας των παίδων, αστοχεί ο πατήρ να λάβει τα πράγματα των κληρονομιαίων Ελλην. νόμ. 58214. 4) Περιπλανώμαι (Πβ. Διγ. Gr. VI 468): οδεύσωμεν δυο και τρεις γαρ μόνοι, συντόμως να γυρεύσωμεν πού υπάρχει η κόρη,| και οι μεν δύο μείνωμεν ταύτην επιτηρούντες,| ο τρίτος δε γε προς υμάς επανελθών δηλώσει| και συν αυτῴ ελεύσεσθε μηδόλως αστοχούντες Διγ. Z 3342. 5) Ατυχώ, δυστυχώ (Βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 477 και ΙΛ στη λ. A3): αστόχησεν η Αμμόχουστον και ήλθεν τους μεγάλη ζημία Μαχ. 61610. Βλ. κα ατυχώ. Η μτχ. παρκ. αστοχημένος - αστοχισμένος ως επίθ. = κακότυχος, συφοριασμένος: από κοιλίας αστοχημένος και εις τα καλά σου παραδαρμένος, ώ Σπανέ Ακ. Σπαν. 33174· βλ. και ατυχίτης, άτυχος, ατυχώ μτχ., κακορίζικος, παντέρημος· η μτχ. αστοχηθείς (Ακ. Σπαν. 3053) = κακότυχος (με βιασμό κατά τη μτχ. παρκ. αστοχημένος). 6) Δεν παράγω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2α): Δεν είσαι συ … οπού … (παραλ. 1 στ.) … αγόρασες την αλυκήν κι εγίνης αλυκάρης;| Και αστόχησεν η θάλασσα και έρημος εγίνης Πουλολ. Z 200. Η μτχ. αστοχισμένος ως επίθ. = αχρησιμοποίητος: καλύτερά ’ναι … ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος| παρά τα πλούτη πόχομε να μείνου αστοχισμένα Ερωφ. Δ΄ 311. 7) α) Ξεχνώ, λησμονώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5α): λέγεις ότι αστόχησες τον τόπον οπού τα είχες.| Και με τα ψέματα, άτυχε, γελάς τους χρεοφειλέτες Πουλολ. Z 206· αστοχισμένη| κι απίστευτη από λόγου σας … φήμη Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [I]· βλ. και αθετώ , απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α, αποξενώνω Β1γ, αποξεχνώ, αρνούμαι , λησμονώ, ξελησμονώ, ξεσφαίνω, ξεχάνω· β) δεν υπολογίζω, αδιαφορώ για κάπ. η κ. (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4 και ΙΛ στη λ. Α5β): και θέλει με αναγκάσει να αστοχήσω το μισητόν γήρας η αγάπη σου … να έλθω και εγώ αυτού Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425· με κάποιον άλλον τη βλογούν κι εκείνη δεν τον θέλει, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε Δημ. άσμ. 5. Βλ. και απορρίπτω 1, αποστρέφω Α2, Γ1α.
       
  • Αυγούστα
    η, Μανασσ., Χρον. 5315, Ιστ. Ηπείρ. V 3.
    Το μτγν. ουσ. αυγούστα (Sophocl., λ. αύγουστος).
    Τίτλος της αυτοκράτειρας (Η σημασ. μτγν., Sophocl., λ. αύγουστος 1): του βασιλέως, των υιών, αλλά και της Αυγούστης Μανασσ., Χρον. 5315. Η λ. και ως τοπων.: Χρον. Μον. I 64.
       
  • απανούργευτος,
    επίθ.
    Από το στερ. α‑ και το μτγν. πανουργεύομαι. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, Lex.) και στο Etymologicum Magnum (L‑S).
    Που δεν είναι πανούργος, ειλικρινής: τίθημι και ποιώ εκουσίᾳ μου τῃ βουλῄ και απλουστάτῃ και απανουργεύτῳ γνώμῃ Ιστ. Ηπείρ. Πρόλ. 5. — Πβ. και ά. απάνουργος.
       
  • βαΐουλος
    ο, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 291, 628 κριτ. υπ.· βάγιλος, Φλώρ. 1593· βάιλος, Ηπειρ. 23711, Βελλερ., Επιστ. 55· μπάιλος, Χρυσόβ. του 1364 σ. 30, 36, Χρον. Μορ. H 1877, 1904, 2243, Χρον. Μορ. P 2276, Ιστ. Ηπείρ. XL3, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 303, Κώδ. Χρονογρ. 511, Χρον. σουλτ. 274, 359, 8433, 9332, Ψευδο-Σφρ. 39618, Δωρ. Μον. XXII, XXIV, XXXIV, XLI, κ.π.α.· μπαΐουλος, Χρυσόβ. του 1364 σ. 30 (κριτ. υπ.), σ. 35· μπαϊούλος, Χρυσόβ. του 1364 δ. 35 (κριτ. υπ.), σ. 36 (κριτ. υπ.)· μπαλίος, Μαχ. 2064, 27836, 6322· πάγιλος, Μαχ. 2066· πάιλος, Χρον. Μορ. P 2243, 6766, Πανάρ. 7530, Θρ. Κύπρ. K17· παλίος, Μαχ. 22823, 28428, 6703, 31, Βουστρ. 423, 424, 429, 439, 484, 485, 492.
    Το μτγν. ουσ. βαΐουλος (L‑S Suppl.). Η λ. και σε σχόλ. (L‑S Κων/νίδη και Sophocl.). Πβ. ΙΛ (λ. βάιλας) και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 72. Ο τ. βάγιλος ή βάγυλος τον 9. αι. (Lampe, Lex., λ. βάγυλος). Πβ. ΙΛ (λ. βάιλας).
    1) Τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη (Πβ. ΙΛ, ό.π. Ι· βλ. και Zakythinos [Χρυσόβ. του 1364 σ. 83]): παρά του ευγενούς μπαΐλου Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόβ. του 1364 σ. 30· αναγαγείν ενταύθα και μπαΐουλον εις κρίσιν και αποκατάστασιν των Βενετίκων Χρυσόβ. του 1364 σ. 35. Βλ. και βουλευτής γ. 2) α) Αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα (Για τη σημασ. βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ 245] και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 72): ν’ απέλθει σύντομα εκείσε εις τον μπάιλον Χρον. Μορ. P 2276· β) αντιβασιλέας της Κύπρου (Για τη σημασ. βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ 245] και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 72): γίνωσκε να ξεύρει η αφεντιά σου ότι ο μπαλίος της Κύπρου ... Μαχ. 27836. 3) Παιδαγωγός (Η σημασ. σε σχόλ., L‑S Κων/νίδη, Sophocl. και σήμ., ΙΛ, ό.π. ΙΙα): Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 628 κριτ. υπ. Βλ. και βάγιος. 4) Υπηρέτης (Πβ. ΙΛ, ό.π. ΙΙα): βάγιλοι τα σηκώνουσιν, τον αμιράν τα πάσιν Φλώρ. 1593. Βλ. και άγουρος 1β, άνθρωπος 5, βαχλιώτης, δούλος, φαμέγιος.
       
  • βασίλισσα (Ι)
    η, Μανασσ., Χρον. 3, Διγ. Z 3900, Ερμον. Φ 200, Φλώρ. 83, Ιστ. Ηπείρ. XXVIII8, Ερωτοπ. 501, Απολλών. 829, 836, Λίβ. P 22, Λίβ. Sc. 375, Λίβ. N 10, Θρ. Κων/π. Πολλ. 2493, Θρ. πατρ. O 39, Μαχ. 32616, 3321, Σφρ., Χρον. μ. 12433, Θησ. Πρόλ. [166], Διήγ. Αλ. V 52, Έκθ. χρον. 258, Εις Θεοτ. 26, Χρον. σουλτ. 3433, Μ. Χρονογρ. 3439, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 414, Δωρ. Μον. XXXI, Πανώρ. Β΄ 527, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 45, 76, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 43, Διγ. O 1052, Διακρούσ. 727, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14624.
    Το αρχ. ουσ. βασίλισσα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βασιλεάς).
    α) Σύζυγος του βασιλιά ή γυναίκα που βασιλεύει (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεάς 1α): «Πολλά τα έτη του βασιλέως ... και της Ολυμπιάδος της βασίλισσας» Διήγ. Αλ. V 52· Κανδάκην την βασίλισσαν Διγ. Z 3900· Ειρήνη η βασίλισσα ανατολής και δύσης,| Βλαντιμερίου, Μόσχοβου και της Ρωσίας όλης Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 414· βλ. και αυτοκρατόρισσα α, ρήγισσα· (μεταφ.): θεά τση δόλιας μου καρδιάς, βασίλισσα του νου μου Πανώρ. Β΄ 533· β) (προκ. για την Παναγία): Κόρη σεμνή και δέσποινα, βασίλισσα, κυρία Εις Θεοτ. 26· βλ. και άγγελος Α1α φρ.· γ) (προκ. για θεά): βασίλισσα (ενν. εγώ η Ήρα) όλους τσι θεούς κι όλους μαζί του ορίζω Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 73· δ) (προκ. για την Κωνσταντινούπολη): Διατί αυτή η χώρα, η Κωνσταντινούπολη, έναι η κεφαλή και βασίλισσα ολωνών των πόλεων Χρον. σουλτ. 3433. Βλ. και βασιλεύω γ μτχ.
       
  • βροντώ,
    Προδρ., Σεβ. 224, Διγ. Z 337, Ακ. Σπαν. 34192, 39333, Συναξ. γαδ. 350, Ηπειρ. 23314, Ιστ. Ηπείρ. XXXIII10, Λίβ. P 512, Λίβ. Sc. 2632, Λίβ. Esc. 770, 3799, Λίβ. N 649, Ντελλαπ., [Πάθη Χριστού] σ. 42, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10618, Γαδ. διήγ. 177, 496, Πικατ. 188, Ρίμ. θαν. 75, Αχέλ. 1460, Πανώρ. Β΄ 47, 259, Ερωφ. Γ΄ 47, Φαλλίδ. 128, Ερωτόκρ. Β΄ 754, 772, 1907, Γ΄ 1557, Δ΄ 660, 1679, 1814, Ροδολ. Α΄ [188], Ζήν. Ε΄ 253, Μαρκάδ. 747, Λεηλ. Παροικ. 48, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1675, 19010, 20223, 20615, 24227, 2551, 2798, 28915, 32323, 32613, 3325, 33924, 3884, 39722, 45015.
    Το αρχ. βροντάω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Αμτβ. 1) α) (Σε γ΄ πρόσ.) βροντά (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. βροντάω I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι Ερωφ. Γ΄ 47· και σαν όντε βροντά ουρανός οι κοπανιές χτυπούσι Ερωτόκρ. Δ΄ 1814· β) φρ. αστράπτει η ανατολή και βροντά η δύση. Βλ. και αστράπτω 1 φρ.: εδά ας αστράψει η Ανατολή, εδά ας βροντήσει η Δύση Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 401. 2) Παράγω ισχυρό βρόντο, ηχώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): ακούω, νερά βροντούσαν Πικατ. 188· ο κόσμος εταράσσετο και τα βουνιά βροντούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 19010· θρηνούσιν τα παράπλαγα, βροντούσιν τα λαγκάδια Λίβ. Esc. 3799. Β´ Μτβ. 1) Πλήττω με κεραυνό (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. βροντάω II. Πβ. ΙΛ στη λ. Γ1): τότε και βροντή γέγονε μεγάλη επί του καμπαναρίου του μοναστηρίου και ψυχαί δεκατέσσαρες εβροντήθησαν Ηπειρ. 23314. Βλ. και βαρώ (I) Α2α. 2) Φρ. βροντώ λουμπάρδες = ρίχνω τουφεκιές (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2α): από το πέλαος τα κάτεργα εβροντούσα| λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 1675.
       
  • γάμος (I)
    ο, Ιστ. Ηπείρ. XXX4, Διγ. O 2013, Μακρεμβ., Υσμ. 26325, Μανασσ., Χρον. 1572, Ασσίζ. 26016 (χφ και έκδ. γάνμον), 3674, Ελλην. νόμ. 54320, 21, 55517, 5611, Διγ. Z 251, 553, 2246, Διγ. (Trapp) Gr. 320, 1651, 1884, Διγ. (Trapp) Esc. 1074, Βέλθ. 994, Ερμον. Α 189, Ψ 41, Πουλολ. 668, Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 1516, Βίος Αλ. 921, 3014, Λίβ. Esc. 2376, Αχιλλ. (Haag) L 263, Αχιλλ. L 1038, Ιμπ. 810, 889, Θησ. Πρόλ. [222], ΙΒ΄ [756], Ch. pop. 767, Σαχλ., Αφήγ. 751, Κορων., Μπούας 10, Πανώρ. Πρόλ. θεάς 67, Β΄ 589, Ε΄ 166, 367, Γύπ. Πρόλ. Διός 86, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ΄ 22, 61, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 123, Α΄ 402, Β΄ 13, Γ΄ 100, Διγ. Άνδρ. 32515, Ερωτόκρ. Γ΄ 700, 735, 882, 886, 919, 1043, 1136, 1336, 1338, Δ΄ 241, Ε΄ 239, 314, 1158, 1408, Στάθ. Α΄ 55, Β΄ 290, Ροδολ. Α΄ [722], Βακτ. αρχιερ. 135 δις, 141, Λίμπον. 201, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 188, 344, 418, Γ΄ 172, 526, Δ΄ 422, Ε΄ 64, 186, 188, Χριστ. διδασκ. 383.
    Το αρχ. ουσ. γάμος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) (Εν. και πληθ.) η τελετή του γάμου (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Μα πα να την ξεδράμω,| γιατί έχω ολπίδα σήμερο να κάμομε το γάμο Πανώρ. Β΄ 589. 2) Η ένωση και συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): χωστά του βασιλιού δεν έπρεπε να κάμω,| μ’ όλα τα πάθη που ’γνωθα, με το παιδί ντου γάμο Ερωφ. Α΄ 402. 3) Η γιορτή, το γλέντι μετά την τελετή του γάμου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Χαρές ελπίζει ο βασιλιός και γάμους λογαριάζει Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 123· Ας πάμε στο μητάτο μας όλ’ οι βοσκοί να ’ρθούσι| τσ’ Ίδας απού μας αγαπού, τσι γάμου μας να δούσι| και να χαρούσι μετά μας Πανώρ. Ε΄ 367.
       
  • γλυκαίνω,
    Σπαν. O 138, Μανασσ., Χρον. 4180, Καλλίμ. 22, Ιατροσ. κώδ. φπε΄, Ιστ. Ηπείρ. XXXI 12, Περί ξεν. A 172, 209, 525, Λίβ. Sc. 2799, Λίβ. Esc. 915, 3946, Λίβ. N 778, Χρον. Τόκκων 1270, Φυσιολ. (Legr.) 1016, 1126, Φυσιολ. 3608, Μαχ. 62016, Ριμ. κόρ. 600, Σαχλ. N 16, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 51, 520, Φαλιέρ., Λόγ. 332, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 299, Δεφ., Λόγ. 492, Πεντ. Έξ. XV 25, Κυπρ. ερωτ. 518, 696, 14111, 15327, Ερωτόκρ. Γ΄ 892, 1293, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 153, Ροδολ. Β΄ [408], Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [818], Χορ. ε΄ [4]· μτχ. παρκ. γλυκαμένος, Χρον. Τόκκων 2445, 2457, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 572 (κριτ. υπ.)· εγλυκαμένος, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 572.
    Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ. (Δημητράκ.).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Γεννώ σε κάπ. ή σε κ. το αίσθημα της γλυκύτητας (Η σημασ. μτγν., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): ούτε με ζαχαρόμελι ποσώς να τον γλυκάνουν Περί ξεν. A 525· διότι τις [οπού να] έπιε την θάλασσαν και γλυκανθεί ο λαιμός του Περί ξεν. A 172. 2) α) Προξενώ ευχαρίστηση, ευφραίνω: Από χειλέων πόρνης τε βλέπε να αποφεύγεις,| προς καιρόν [γαρ] γλυκάνει σε, ύστερον σε πικραίνει Φυσιολ. (Legr.) 1016· ποίσομεν χρόνους μετ’ αυτήν, χαρούμεν, γλυκανθούμεν Λίβ. Esc. 915· β) μαγεύω, γοητεύω, τέρπω (Η σημασ. μτγν., L‑S): γιατί της ρίμης ομνοστιά γλυκαίνει του το ους του Κυπρ. ερωτ. 14111. 3) α) Ανακουφίζω, καταπραΰνω, απαλύνω (Η σημασ. και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ. στη λ. 5): τα πράματ’ ο καιρός γλυκαίνει κι αλαφραίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1293· Κύριε άναρχε, άρχισε, γλύκανε την καρδιά μου| και κίνησε παρηγοριά και δώσ’ μου την υγειά μου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 299· ποτέ δεν εγλυκάνθην ουδέ απού αγγάραν ουδέ απού πόλεμον Μαχ. 62016· β) δίνω σε κάπ. τη χαρά, του διώχνω τις έγνοιες: Ούτος ... τους κατοικούντας εντός των Ιωαννίνων εγλύκανεν Ιστ. Ηπείρ. XXXI 12· να δείξει (ενν. η βασίλισσα Ευδοκία) πρόσωπον καλόν και αγάπην εις την χώραν,| να γλυκανθούν οι άνθρωποι, ποσώς να ανασάνουν Χρον. Τόκκων 1270. Β´ Αμτβ. 1) Αποκτώ γλυκιά γεύση, γίνομαι γλυκός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Πώς είν’ εμποριζάμενο η σφά<κα> να γλυκάνει| και η πικραμένη μου πληγή δίχως γιατρειάν να γιάνει; Κυπρ. ερωτ. 15327. 2) α) (Προκ. για πρόσ.) γίνομαι ήπιος, πράος: ο κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει Ερωτόκρ. Γ΄ 892· β) (προκ. για τη θάλασσα) ησυχάζω, γαληνεύω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 7): Όντεν ιδείς την θάλασσαν κι αρχίσει να γλυκάνει Ριμ. κόρ. 600. 3) Ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 6): εις τ’ όνομά Του απόθανε, γιατί ζιμιό γλυκαίνου,| κάτεχε, τα κριτήρια σου κι οι πόνοι σου αλαφραίνου Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 153. II. (Εδώ: μόνο παθητ.) νιώθω ευχαρίστηση από κ. και το επιδιώκω συχνά, καλοσυνηθίζω σε κ. (Η σημασ. στον Ευστ., Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 135 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): ουδέν κατέχει τες βουλές των αζαριών ... (παραλ. 2 στ.) και τότε λέγουσιν κι αυτόν «άφες να ’ρθεις κι εις άλλην»| και εκείνος εγλυκάνθηκε και αποκάτω να βάλει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197· Kαι τόσο επαραβάλθησαν, έστεκαν γλυκαμένοι,| ότι, ωσάν εβλέπασιν να αναφανεί σανδάλι,| έτρεχαν ως οι κόρακες εις βρομισμένον κρέα Χρον. Τόκκων 2445. Οι μτχ. παρκ. γλυκαμένος και εγλυκαμένος ως επίθ. = γλυκός, ήπιος, ήρεμος: Μα ως ποθητή και φρόνιμη στεριόν κι εμπιστεμένο| με θες ιδείν από καιρού καλλιά εγλυκαμένο Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 572.
       
  • γνόφος
    ο, Προδρ., Σεβ. 194, Πουλολ. 549, Ιστ. Ηπείρ. XXXIX 6.
    Η λ. στον Αριστοτέλη. Πβ. το σημερ. γνούφα (Andr., Lex., λ. γνόφος).
    α) Σκοτεινιά, μαυράδα: με τον γνόφον τον πολύν, την ταραχήν εκείνην Πουλολ. 549· β) θύελλα, καταιγίδα (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S): νιφετοί και κεραυνοί και λαίλαπες και γνόφοι Προδρ., Σεβ. 194.
       
  • δασμός
    ο, Ιστ. Ηπείρ. XII9, XXXI9.
    Το αρχ. ουσ. δασμός. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Φόρος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Πρωίας Λεξ.): επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί των τότε κακοπραγιών του Θωμά ... περί ... των αγγαρειών και ζημιών και δασμών του όλου χρόνου Ιστ. Ηπείρ. XII9.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης