Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 28 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ιστ. Βαρλαάμ

  • σαλεύω,
    Σπαν. B 468, Σπαν. (Μαυρ.) P 129, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 517, Hist. imp. 54, Ιερακοσ. 46413, Διγ. (Trapp) Gr. 3167, Διγ. Z 2832, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 873, Χρον. Μορ. P 7547, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1595, 2753, Αχιλλ. L 1277, Φυσιολ. 35223, 36612, Δούκ. 19126, Αλεξ.2 829, Απόκοπ.2 44, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 2885, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 266, Κορων., Μπούας 120, Αχέλ. 998, Πηγά Μ., Περί σοφ. 688, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 322, IV 2, 22, IV 7, 29, Χίκα, Επίγρ. 10, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1036, 12423, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [253], Γ́ [1393], Δ́ [80], Δ́ [1106], Χριστ. διδασκ. 204, Μαρκάδ. 433, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4469, κ.α.· εσαλεύω· σαλεύγω, Μαχ. 3229, Μορεζ., Κλίνη φ. 540v, 541v, Πανώρ.2 Γ́ 57, Δ́ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 1, Έ 129, Κατζ. Γ́ 68, Πιστ. βοσκ. III 9, 54, 67, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11817, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 353, 1394 κριτ. υπ., 1406, 1435, 1696, Δ́ 1657, Έ 49, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 135, Δ́ 265, Έ 55, Φορτουν. (Vinc.) Ά 319· μτχ. ενεστ. σαλεύοντα, Χούμνου, Κοσμογ. 483· μτχ. παρκ. σαλεμένος.
    Το αρχ. σαλεύω. Ο τ. εσαλεύω με προθετ. ε. Ο τ. σαλεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 136, Κωστ., Λεξ. τσακων., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 121). Η μτχ. παρκ. σαλεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Κάνω κ. να κουνηθεί πέρα δώθε, σείω: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1224· Τα οποία (ενν. τα λόγια των Γαλιλαίων) ... ευκολότερα θέλουσι χαλασθεί παρά οπού σαλεύγει ο άνεμος το φύλλο Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11617· (προκ. για σεισμό): Σκλάβ. 241· Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει| για τις δικές σας αμαρτίας Κύριος με σαλεύγει Διήγ. ωραιότ. 230· (προκ. για φυσικά καιρικά φαινόμενα): Κι ως αστραπή ’π’ ανατολής τρέχει να πάει στην δύσιν,| που ξεριζώνει τα δενδρά, σαλεύει και την κτίσιν,| τοιουτοτρόπως όρμησε μετά την συντροφιάν του,| Μερκούριος ο θαυμαστός Κορων., Μπούας 50· εφαίνονταν ότι βροντές τον κόσμον εσαλεύαν Χρον. Μορ. P 3723· φρ. (1) σαλεύω την γλώσσαν = μιλώ: Τότες η Αλήθεια εστράφηκεν με ταπεινόν το σχήμα, (παραλ. 1 στ.) και με πολλήν γλυκύτητα εσάλεψεν την γλώσσαν| και λέγει ... Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2313· (2) σαλεύγω το κονδύλι = γράφω: Φευ, ... λιγότερον σαλεύγω το κονδύλι| παρ’ όλοι κείνοι τ’ άρματα οι λυσσασμένοι σκύλοι Αχέλ. 413· β) (μεταφ.) προκαλώ συναισθηματική ταραχή, συγκινώ: Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδίαν Καλλίμ. 327· ο λόγος του (ενν. του Βελισαρίου) ην φοβερός, το πρόσταγμα γενναίον,| πάντα άνθρωπον εσάλευε, και γέροντα και νέον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 200. 2) α) Κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω κ.: Φυσιολ. (Legr.) 122· (προκ. για κίνηση του σώματος ως ένδειξη χαιρετισμού): Πάγει στου ρήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,| λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 408· (σε μεταφ.): τέτοιας λογής ερχίσασι οι λογισμοί κι εμένα| και ταραχής σαλεύουσι κύματα θυμωμένα Στάθ. Β́ 8· φρ. (1) σαλεύγω τ’ άρματα/πόλεμο/φουσσάτα = προετοιμάζομαι για πόλεμο: κι όντεν εκείνος ήτονε δοσμένος να σαλεύγει| πολέμους, και τσι νίκες του και τρόπαια να γυρεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 379· με δίκιον του τον πόλεμο και άρματα να σαλεύγει (ενν. ο βασιλιός),| ανέν και νίκη πεθυμά να πάρει, ωσά γυρεύγει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 11· Και ούτως ως το εσκόπησεν (ενν. ο Θησεύς), σαλεύγει τα φουσσάτα| να παν προς την Ιππόλυταν, κι αυτός υπᾴ μετ’ αύτα Θησ. (Foll.) Ι 85· (2) δε σαλεύγω πόδα, βλ. ά. πόδας Φρ. 6· β) (με αντικ. τις λ. γνώμη, ριζικόν κ.τ.ό.) αλλάζω, μεταβάλλω: οι Ρωμαίοι ακόμη| με νόμους και με γράμματα έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οποὒχαν παλαιά και δεν την εσαλεύσαν| ουδέποτε των αλλωνών ταις γνώμαις επιστεύσαν Λίμπον. 45 Επίλ.· Απώρας βάλε την βουλήν, με την καλήν την ώραν,| κοπιάσε με τα γόνατα, με τ’ άγιον κορμί σου,| και τῃ βουλῄ σου μάζωξε, σάλευσε ριζικόν σου,| άγιε και πανάγιε, και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632· γ) (εδώ) ανακατεύω: τότε έχε μαζωμένες τες ελίες την ώρα εκείνην, ρίξε τες μέσα να κάμουν οκτώ ώρες ή δέκα το περισσότερον και σάλευέ τες συχνά και ελαφρά ... με κομμάτι ξύλον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 212. 3) (Με αντικ. πρόσωπο) α) κάνω κάπ. να μετακινηθεί από τη θέση του, ξεκουνώ: κι εσύ, Ρινάλδο, κείτεσαι σ’ ανάπαψη μεγάλη (παραλ. 1 στ.) κι οι κόσμοι απ’ όλοι στ’ άρματα μάχουνται και τρομάσσου| να σε σαλέψου δε μπορού, στρατιώτη ’νούς κοράσου! Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 112· Ηθέλησεν ομού τους δυο εκ της ζωής χωρίσαι,| όμως δε πάλιν εν καρδιᾴ φείδεται της μανίας| και ουδέν σαλεύει κἂν ποσώς κανέναν εκ τους δύο Φλώρ. 1709· β) κλονίζω την ισορροπία κάπ., κάνω κάπ. να πέσει: κι η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι·| πόνο μεγάλο του ’δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει| και με μεγάλη προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1885· (μεταφ.): Τούτον (ενν. τον άνθρωπον) μηδέ οι πειρασμοί ... μηδέ κίνδυνοι και θάνατος δεν τον σαλεύγουν ... εις την ημέραν την φοβεράν της Κρίσεως Πηγά Μ., Περί σοφ. 688· Έχε γουν την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύσει λογισμός εναντίος Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1327· Ταύτα και άλλα πλείονα λέγουσα (ενν. η κορασίδα) ... άρχισε με τοιαύτα δίκτυα να σαλεύει τον πύργον της ψυχής αυτού, και έγινε μαλακοτέρα η γνώμη του Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18633. Β́ Αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, σείομαι: Θωρεί εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα·| ’λάφι γή αγρίμι ελόγιασε πως να ’τονε σ’ εκείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 699· πως βλέπω φαίνεταί μου| μέσα σε κείνα τα κλαδιά σαν κάποιο| τίβοτας που σαλεύγει Πιστ. βοσκ. IV 7, 144· Θαύμα παράδοξον να σαλεύγουσι αι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς! Μορεζ., Κλίνη φ. 253v· (προκ. για το σφυγμό ανθρώπου): εις ... το στήθος αυτού σιμά εις την κλείδωσην ήτον ολίγον ζεστός, και ολίγον εσάλευεν ο σφυγμός Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· β) κουνιέμαι πέρα δώθε, ταλαντεύομαι: σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω·| στο ύστερον εσάλεψε κι ήπεσε απ’ τ’ άλογό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2095. 2) α) Κινούμαι, μετατοπίζομαι ελαφρά, αλλάζω θέση: Πα να ξυπνήσω το παιδί, θωρώ το και σαλεύγει| και πασπατεύγει να με βρει, καμμυώντας με γυρεύγει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 737· βλέπει τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του και γέρνεται ομπροστά του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r· β) απομακρύνομαι, φεύγω: και σαν τους είδ’ ο Στέφανος άρχισε να σαλεύει,| την στράταν στο Μπραΐλοβον γοργά την εγυρεύει·| εντροπιασμένος έφυγε ...| διότι δεν ημπόρησε για να την πολεμήσει (ενν. την Δόμνα) Ιστ. Βλαχ. 651· Και πάσα πρωτογεννηθέν από τα παιδία μου να το ελευθερώνω, και να έναι διά σημάδι εις τας χείρας σου και να μην σαλεύει από ομπρός από τα μάτια σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 169v· έτσι τον ορδίνιασε γονατιστός να στέκει| τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 440· (μεταφ.): πάντοτε να προσέχομεν και ο νους να μη σαλέψει| ποτέ από τούτον τον σκοπόν Πένθ. θαν.2 514· Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει,| κι εκ της βουλής του πράγματος ουδόλως δεν σαλεύει Κορων., Μπούας 53· πολλοί πολλά ωφελήθησαν και εβεβαιωθήκασι και δεν εσαλέψαν από την αληθινήν πίστιν Μορεζ., Κλίνη φ. 183v. 3) Αλλάζω, μεταβάλλομαι: Τώρα βλέπω, σαν το λέγουν,| πως τα πράγματα σαλεύουν,| πως η δόξα δεν εμμένει| και οπού στραβά παγαίνει| εις πολλά κακά σεβαίνει Αιτωλ., Βοηβ. 226· Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,| κι εγώ, αφέντη μου, ως το ’κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη (παραλ. 1 στ.) διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 76. IΙ. Μέσ., αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, κινούμαι: Μα τι θωρώ μου φαίνεται, βλέπω στην μάζα κείνη,| σαν πράγμα και σαλεύεται, κι ανασασμόν να δίνει.| Κι ως λύκος έχει την θωριάν, αλήθεια λύκος είναι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1198]· (προκ. για πλοίο μέσα στη θάλασσα): Επί τούτοις σαλεύονται και των ηϊονίων τα μέγιστα των αντιπάλων σκάφη και αι τριήρεις και αι γέφυραι αι εν τῳ λιμένι τοις τείχεσι και ταις ακταίς προσπελάζουσι Ψευδο-Σφρ. 42231· καθώς ένα μεγάλον ξύλον, βαλμένον μέσα εις την θάλασσαν, εύκολα σαλεύεται, και χωρίς κόπον το σύρνεις όπου θέλεις, αμή, όταν εβγεί έξω εις τη στεριάν, αν τύχει τέσσερα ζευγάρια βόδια δεν εμπορούν να το σαλέψουν Ροδινός (Βαλ.) 68. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) α) ξεκουνιέμαι., κινητοποιούμαι: εάν ου συγκροτήσετε και σεις να είστε πρώτοι,| ν’ απώσετε να σώσετε εις όλους τους ρηγάδες (παραλ. 1 στ.) τινάς ουκ εσαλεύεται απ’ όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 929· Άρχοντες, γνήσιοι, συγγενείς, χρεία ’ν’ να σαλευθούμεν,| καιρός μάς επανέβηκεν να επιμεληθούμεν,| με του Θεού την δύναμιν να πέψομεν τον στόλον,| ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 161· β) κλονίζομαι: Μη θροηθείς, μη σαλευθείς, μη νικηθείς, μη ενδώσεις,| μη κάμψεις γουν μηδαμώς, μη χαλασθείς κατά τι Γλυκά, Στ. 332· κι ορκώ σου κατά του Χριστού κι εις την ψυχήν σου απάνω,| εσέν κι όσοι καθέζονται μετά σε εδώ εις την κούρτην (παραλ. 2 στ.). Μη σαλευτείτε τίποτε διά φτόνον ή φιλίαν·| προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7547· Μη σαλευτείς στο στένεμα, στο βάθος μη δειλιάσεις,| μην αφουκράσαι τες φωνές, α θέλεις να περάσεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 302. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (με άρν.) ακίνητος, αμετάβλητος: ο λόγος όντα ονόμασε τα αιώνια και μη σαλευόμενα και μη όντα ονόμασε την ζωήν ετούτην την πρόσκαιρην Ιστ. Βαρλαάμ 269. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ψυχικά διαταραγμένος: Ζάλην έχω εγώ, κυρά μου,| κι ο νους μὂναι σαλεμένος Ch. pop. 106· Διαθήκη λέγεται το δίκαιον θέλημα του ανθρώπου, οπού θέλει να γένει μετά τον θάνατόν του ..., αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. Φρ. 1) α) Σαλεύ(γ)ω την αίσθησιν/τον νου(ν)/τας φρένας = (α) ταράζω, αναστατώνω, συγχύζω κάπ.: Οι λογισμοί του (ενν. του Φορτουνάτου) είνιαι απατά εκείνοι απού σαλεύγου| το νου μου, και τα μέλη μου κρίνουσι και παιδεύγου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 635· σαλεύει μου την αίσθησιν (ενν. το θέαμα) σαλεύει μου τας φρένας Καλλίμ. 451· Το πυρ γαρ ξύλα δαπανεί, θυμός δε την καρδίαν| και λογισμόν καταθολεί, σαλεύει και τας φρένας,| θερίον άγριον ποιεί τον άνθρωπον εξαίφνης Κομν., Διδασκ. Δ 238· (β) τρελαίνω κάπ.: πολλών μεν εσάλεψε (ενν. ο βασιλεύς) τον νουν, άλλοι δε πάλιν, δεν ημπορούντες να υπομείνουσι τας βασάνους, εσυγκαταβαίνασιν εις το παράνομόν του πρόσταγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3229· β) σαλεύει ο λογισμός/ο νους μου = συγχύζομαι, αναστατώνομαι, ταράζομαι: Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω,| κι ο λογισμός μου εσάλεψε κι από το νου μου εβγαίνω Στάθ. Γ́ 308· ωσάν άκουσα εγώ εκείνης της φοβεράς ... φωνής, εσάλευσε και ετρόμαξεν ο νους μου και εγύρευα να κρυφτώ Λαυρ., Οπτασία Σ. 112. 2) Σαλεύω επί τινι τας ελπίδας = εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάπ.· στηρίζομαι σε κάπ. (η σημασ. μτγν· βλ. L‑S, λ. σαλεύω II2): Συμεών ... μνηστεύεται Θωμαΐδα ούτω καλουμένην, ορφανήν εκ πατρός ούσαν, επί μητρί δε μόνῃ τας ελπίδας σαλεύουσαν Ιστ. Ηπείρ. II5. 3) Σαλεύομαι εν διχοστασίαις = διχογνωμώ, διαφωνώ: Τότε ο βασιλεύς Μανουήλ ορών τον δήμον εν διχοστασίαις σαλευόμενον ... βουλήν βουλεύεται σοφοτάτην και μάλα συνετικήν Δούκ. 8318.
       
  • σιδηρός,
    επίθ., Φλώρ. 533, Αχιλλ. L 646, 656, Αχιλλ. (Smith) N 766, 1005, Κορων., Μπούας 21, 62, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ [65]· σιδερός, Αχιλλ. (Smith) N 990, Φαλιέρ., Ιστ.2 453, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 311, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 135, 2943, Ιστ. Βαρλαάμ 276, Χρον. σουλτ. 7213, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 11813, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 909, 2140, Δ́ 667, 1325, 1760, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 210, Αποκ. Θεοτ. I 155, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 306, Τζάνε, Κατάν. 497· δοτ. πληθ. ουδ. σιδήροις, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [30].
    Από το επίθ. σιδηρούς με μεταπλ. κατά τα επίθ. σε ‑ος. Ο τ. με τροπή του ‑ηρ‑ σε ‑ερ‑ (βλ. σχετ. Μωυσιάδης, Ετυμ. 92-94). Η δοτ. σιδήροις με αναβιβ. τόνου από μετρ. αν. Το θηλ. σιδερή (Παπαδ. Α., Λεξ.) και ο πληθ. ουδ. σι(δ)ερά (Σακ., Κυπρ. B́ 781) και σήμ. ιδιωμ.
    1) Που αποτελείται, που έχει κατασκευαστεί από σίδηρο, σιδερένιος: Φαρίν τον δίδει και άρματα και την εξόμπλισίν του· (παραλ. 2 στ.) θώρακαν, περικεφαλιάν, σκουτάριν και κοντάριν (παραλ. 2 στ.) βραχιόνια ολάργυρα και σιδερά γονάτια,| χερόπτια, το έσω σίδερον, το έξωθεν χρυσάφιν Φλώρ. 531· το πλήθος των Τουρκών, των άγριων ..., οπού τρέχουνε ... και απετούσι αμέτρητες σαΐτες, οι οποίες δεν σας βλάβουνε ποσώς, διατί έχετε άρματα σιδερά Χρον. σουλτ. 897· τον Έρωτα ’χε (ενν. η σγουραφιά) μ’ άρματα και να βαρεί ξαμώνει·| πυρή φωτιά με μια καρδιά και σιδερόν αμόνι· (παραλ. 1 στ.) που καθαείς τα πάθη του και πόνο του γνωρίζει:| «θωρείτε τούτη την καρδιά; Πυρή φωτιά την καίγει,| στ’ αμόνι κοπανίζεται κι Έρωτας τη δοξεύγει» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 194· είδεν η Παναγία εις έτερον τόπον δένδρον σιδηρόν έχον αγκίνους σιδηρούς Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 249· (προκ. για παράθυρο) που έχει σιδερένια κάγκελα: στο δώμα να ’ναι αυτός, απόξω ν’ αφουκράται| κι εγώ απoμέσα να μιλώ, ...| κι απ’ το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμε| άφοβα δίχως ντήρηση και φόβο να μιλούμε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 431· Λέγει (ενν. ο Ρώκριτος): «Αρετή, τα μου ’τασσες εξελησμονηθήκα; (παραλ. 2 στ.) Και πού ’ναι τα όσα μου ’ταξες στη σιδερή θυρίδα;» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1080. 2) (Μεταφ.) α) δυνατός, ισχυρός: σιδηρόν μου κάστρον,| ασπρόκαστρόν μου δυνατόν και αφυρέ μου πύργε Παρασπ., Βάρν. C 293· εδώ συνεκδ. προκ. για γενναίο στρατιώτη: Αϊλί, καλέ μου αδελφέ, ... (παραλ. 3 στ.) ... πώς μου σε εχωρίστηκες, αιφνίδια σε εχάσα;| Ω βραχιόνοι σιδηροί και στήθη μαρμαρέινα,| και ποία γη σας έκρυψεν και εκατεκάλυψέ σας; Χρον. Τόκκων 3392· προκ. για τα δεσμά της αμαρτίας: θες (ενν. μήτηρ του Θεού) με λύσειν απού τες σιδερές καδένες απού μου έχει ο εχθρός και σύρνει με εις τα θελήματά του Μορεζ., Κλίνη 262v· εδώ σε παρομοίωση: εις πόσα ξόμπλια τσ’ ευγενιάς και τσ’ αρετής κι εις πόσα| τιμής μ’ επαρακίνησεν η εδική σου γλώσσα,| και πόσες τέχνες μου ’δωκες τσ’ αγάπης και τση μάχης| κι ό,τι άλλο πράμα φρόνιμο μόνιος σου εμπόριες να ’χεις,| τα ποια, ως αγκάθες σιδερές, εδίδα τση ζηλειάς μου,| ..., κι όρεξη τση καρδιάς μου,| που σ’ όποιον τόπον έπραξα πάντα ήσαν παινεμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 65· β) σκληρός, αλύγιστος, ασυγκίνητος· συν. με το ουσ. καρδιά: οίος ουδέν έλαβεν πικρίαν της ξενιτείας,| αν είχεν σπλάχνα χάλκινα και σιδερήν καρδίαν| και φύσιν αδαμάντινον, πάλι ήθελεν λυπείσθαι Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.)και βάλε σιδερήν καρδιά όντα καλοτερίσεις,| να ιδείς του κόσμου τα κακά να μη μετά τα ποίσεις Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 321· Μην το ξυπνήσεις το παιδί με τα πρικιά σου λόγια,| μα κάμε σιδερή καρδιά κι άφησ’ τα μοιρολόγια Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 444· Ας πα να πιάσω το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι,| να κάμω λιονταριού καρδιά και σιδερό το χέρι (παραλ. 4 στ.) Ετούτη η χέρα σήμερον έχει να θανατώσει| κείνο το τέκνο Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 266· φρ. βγάνω σιδερή την εμιλιά = μιλώ ψύχραιμα, αντέχω να πω κάτι πολύ θλιβερό: και σιδερή την εμιλιά να ’βγανα, τον καημό μου| σωστά να πω, κοράσα μου, δεν είναι μπορετό μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 25.
       
  • σιχανωτός,
    επίθ.· σιγχανωτός.
    Από το σιχαίνομαι αναλογ. με τα επίθ. σε ‑ωτός.
    Σιχαμερός, βδελυρός: εδιώχθη το σκότος της ειδωλολατρείας και ελυτρώθηκαν οι άνθρωποι εκείνοι από τας θυσίας εκείνας τας σιγχανωτάς των ειδώλων Ιστ. Βαρλαάμ 96.
       
  • σιωπώ,
    Ασσίζ. 16716, 17,18, Βέλθ. 961, Βίος Αλ. 2732, Αχιλλ. (Smith) Ν 1570, Χρον. Τόκκων 1396, Λίβ. Va 1455, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97v, 161v, Δεφ., Λόγ. 507, Τριβ., Ρε 313, Αχέλ. 82, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2016, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 843, Μορεζ., Κλίνη φ. 16r, Ιστ. Βαρλαάμ 51, Κυπρ. ερωτ. 14011, Ιστ. Βλαχ. 1185, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 40115, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3012‑13, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 6469, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1075], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 84 δις, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5591, κ.α.· σουπώ, Σαχλ., Αφήγ. 638· σωπώ, Σπαν. (Ζώρ.) V 457, Πουλολ. (Τσαβαρή2) 53, Λίβ. διασκευή α 2961, 3830 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1597, 4152, Αχιλλ. L 1162, Φαλιέρ., Ιστ.2 183, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 191, Διήγ. Βελ. N2 115, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 8, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 58, Αχέλ. 2309, Πανώρ.2 Έ 301, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 19, Ά 238, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ μετά στ. 64, Πιστ. βοσκ. I 2, 14, 4, 280, V 4, 175 δις, Διγ. Άνδρ. 37735, Στάθ. (Martini) Β́ 95, 123, Γ́ 221, 435, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 51, Έ 61, 323, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [319]· απαρέμφ. σιωπεί, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 248v· μτχ. ενεστ. (άκλ.) σιωπώντα, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 659· μτχ. παρκ. σιωπημένος, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 6579, 91.
    Το αρχ. σιωπάω. Ο τ. σωπώ, με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα στο σ και το φωνήεν, στο Meursius (γρ. σοπάν, λ. σοπάν. σωπέννειν), στο Κατσαΐτ., Θυ. Β́ 274, Δ́ 33 και σήμ. κοιν. (Κριαρ., Λεξ., λ. σιωπώ και σωπώ), καθώς και ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.· βλ. και Andr., Lex., στη λ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
    Α´ Μτβ. 1) Αποσιωπώ, αποκρύπτω, παραλείπω να αναφέρω, κρατώ μυστικό κ.: Ήλιος, φεγγάριν κι ουρανός και τ’ άστρα να μιλούσαν,| κρίνω κι αυτά τες χάρες σου ποτέ δεν τες σωπούσαν Καβαλίστας 48· Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 190· Λέγεται γαρ λόγος παλαιός ότι τούτο το Μοναστήριον είχεν εισόδημα το τρίτον του νησίου, και να κατασταθεί εν ταις ημέραις ημών, ότι και τα προαύλια τούτου να μηδέν τα έχουν εκείνοι οπού φαίνονται και ψάλλουν τον ναόν κατά την σήμερον .... Αλλά σιωπούν της εκκλησίας το δίκαιον εν καιρῴ, ῃ ήρχον τούτων, και προς άρχοντας μη λέγειν· διά συγγενείς και φίλους καλύπτει αυτούς η φιλοπροσωπία Χειλά, Χρον. 353· Περί διαθήκης σιωπημένης δέκα χρόνους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 47137· (εδώ προκ. για πρόσωπο): Πλιο μη καυχάσαι, ω Καρχηδών, στους άξιους σου Φιλίνους,| διατί σ’ εμέ πιστότερος έτυχεν απ’ εκείνους·| τον Κύρτιον σιώπησε τον θαυμαστόν σου, Ρώμη,| διατί και άλλος ευρέθηκε θερμός σ’ αυτήν την γνώμη Λίμπον. 331. 2) Διακόπτω, σταματώ, παύω να κάνω κ.: ο διάβολος άρχισε ... και έκλαιγεν και έλεγεν: Ω Εύα, έβγα έξω από τον ποταμόν και σιώπησε το κλάμα και το κακόν οπού έχεις αυτού εις το νερόν μέσα … Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 78r· ΔΑΣΚΑΛΟΣ: ... τη φέστα ... μη τηνε λησμονήσεις.| ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Σώπα τα σάλια, βούβαλε! Γροίκα μου εδά να ζήσεις Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 298· Παίρνει (ενν. ο Μωυσής) τους πρώτους του λαού,| κτυπά στην πέτρα απάνω,| νερόν αρίφνητον πετά, λέγω και αναθιβάνω (παραλ. 2 στ.). Και πίνουν όλοι του λαού κι εισμιόν θαραπαήκαν,| σωπούσιν το μουρμούρισμαν και από την έγνοιαν βγήκαν Χούμνου, Κοσμογ. 2588· δεν τους απήντα να σιωπηθούν οι δουλειές ... πλέον διατί το διάφορο δεν τους άφηνε Σουμμ., Ρεμπελ. 182· (με βουλητική πρόταση): ήξευρε ότι δεν θέλω σιωπεί να μην σου αναθυμώ την θείαν Γραφήν και διά τον ημών Δεσπότην Χριστόν … διά να γένεις χριστιανός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 248v. B´ Αμτβ. 1) α) Μένω σιωπηλός, σωπαίνω, παύω να μιλώ: α δε σε βλέπω φλέγομαι και α δε σ’ ανεντρανίζω| και αν αγρυπνώ πειράζομαι κι ίτις όντε κοιμούμαι,| και όντε λαλώ και όντε σωπώ πάντα για σε θυμούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 634· Μάννα, το πόθεν είμεστεν και πόθεν πάλιν πάμεν,| από του νυν σιώπησε, μηδέ μας ερωτήσεις Λίβ. Va 2683· Νύκτες πολλές τσι πόνους τως στο παραθύρι λέσι| κι ώρες γελούν όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 664· (εδώ συνεκδ.): Παιδί, τι κλαις, τι θρήνεσαι; Τα χείλη σου ας σωπούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 95· Χέρα που δίχως να μιλεί σωπώντας μού το τάσσει| εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου μην το χάσει·| χέρα που επιάσε το κλειδί και μ’ όλο το σκοτίδι| ήνοιξε τον Παράδεισο και τσ’ ουρανούς μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1495· β) συχν. σε προστ. β1) για να σταματήσει κάπ. να μιλά: Και ο Λίβιστρος εγύρισεν και προς εμένα λέγει:| «Ακούεις, φίλε μου, ακριβέ, το τι μας διηγείται (ενν. η γραία);| «Ακούω την και σιώπησε, το τέλος της να ιδούμεν» Λίβ. Va 2580· σιώπα, μη βλασφήμει Γλυκά, Στ. 390· (εδώ σε επανάληψη για έμφαση): Λέγει τον ο βασιλέας| και γλυκά συνομιλεί τον:| «Σώπα, σώπα, γέροντά μου,| να υπάγω να ρωτήσω| και την εδικήν μου μάννα,| την ευγενικήν σουλτάνα» Πτωχολ. Α 257· β2) για καθησυχασμό ή ανακούφιση κάπ.: «Σώπα, τον λέγει (ενν. η γραυς), βασιλεύ, απάρτι μη μερίμνα·| εμέ μελήσει του λοιπού και συ μηδέν λυπήσαι …» Καλλίμ. 1194· ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Μα στάσου, κι ένα συντηρώ επώδες και προβαίνει.| Σύρσου κοντά, να στέκομε κι οι δυο συντροφιασμένοι.| ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ: Σώπα, και δε βαστά άρματα, τίβετσι μη φοβάσαι.| ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Καλό κακό, σύρσου κοντά.| ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ: Ω μυριανάθεμά σε! Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 209. 2) Αποφεύγω να εκφράσω τη σκέψη μου, δεν αποκαλύπτω κ. που γνωρίζω· δεν αντιδρώ φραστικά σε κάπ. ερέθισμα: Γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα κλάηματά μου| δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ’ς παρηγοριά μου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 461· ένι κίνδυνος ψυχής και κόλασις μεγάλη,| αν ακούσεις κατά του Θεού ρήματα βλασφημίας| και σιωπήσεις παντελώς και ουκ ελέγξεις μάλλον| ως βλάσφημον και κάκιστον εκείνον τον ειπόντα Σπαν. P 17· Περί πουλημένου είδους υπό ξένου, και τό βλέπει ο κύριος αυτού και σιωπά Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 158186· διά ταύτα σιωπώ έως να δω συμβάντα| παρά Κυρίου αγαθά, και να τα γράψω πάντα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5591. 3) α) Παύω, σταματώ: να βάλει μέσα την ζωοθροφίαν του (ενν. ο Νώε εις την κιβωτόν) τόση ότι να έχει να του σώσει έως ότου να σιωπήσει ο κατακλυσμός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97r· και μετά τον θάνατον ετουτουνού του αναθεματισμένου άνθρωπου εσιωπήσανε περίσσια σκάνδαλα και περίσσια κακά, οπού ήθελαν συνέβη, και δεν εγίνηκαν Σουμμ., Ρεμπελ. 173· Και ηβλέποντας ο Φαραώ πως εσιώπησε το χαλάζι, πάλιν εμετανόησεν και δεν ηθέλησεν να κάμει εκείνο οπού έταξε του Μωυσή Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 162r· Και ο άγγελος έκαμε και εξεκαβαλίκεψεν η Παρθένος Μαρία και ηπήρε την εις έναν σπήλαιον οπού έλαμπε πλέον παρά τον ήλιον φως θεϊκόν, οπού ποτέ του δεν εσιώπησεν ουδέ έλειψεν αυτό το φως έως ότου έμενεν εκεί η Θεοτόκος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 230r· (σε προστ.): Ξύπνα (ενν. Θεέ μου παντοδύναμε), σηκώσου, δίωξε κίνδυνον της θαλάσσης,| «σιώπα και φιμώθητι» ευθύς να την προστάξεις,| να μας εβγάλεις τους πτωχούς εκ την αιχμαλωσίαν| ωσάν τους Αποστόλους σου εκ την κλυδωνισίαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 13r· [= Γέν. Ρωμ. 136]· β) (εδώ προκ. για δικαστική καταγγελία) σταματώ, παραιτούμαι από την εκδίκαση της καταγγελίας μου: Όστις εγκαλέσει μόνον, και απέκει σιωπήσει, τεσσαράκοντα χρόνους δεν δύνεται πλέον να ζητά κρίσιν, αλλ’ ουδέ ο κληρονόμος του Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 742 λϚ́ 3. 4) (Προκ. για προσωποποιημένα στοιχεία της φύσης) ηρεμώ, ησυχάζω: Νύκτα ’τον κι εκοιμούντανε τα ζώα κι οι ανθρώποι (παραλ. 1 στ.), εις τα χαράκια, στα πτερά, στα δέντρη κι όπ’ αλλού ’σαν,| η γης, αήρ και θάλασσα, τα πάντα σιωπούσαν Αχέλ. 452. — Βλ. και σιωπάζω, σιωπαίνω.
       
  • σκευάζω,
    Καλλίμ. 2269, 2288, Βέλθ. 657, Βίος Αλ. (Aerts) 1471, 5273, Λίβ. Esc. 2986, 3054, Αχιλλ. (Smith) N 802, Λίβ. Va 2776, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η΄ [379], ΚΔ΄ [521], Παϊσ., Ιστ. Σινά 44, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 44.
    Το αρχ. σκευάζω. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    I. Ενεργ. 1) Παρασκευάζω, ετοιμάζω: Ο σινισκάλκος ο δεινός, ο ψεύστης και διώκτης (παραλ. 1 στ.) εσκεύασεν το φάρμακον διά κακοβουλίας Φλώρ. 584· Επορεύθη (ενν. ο Θεόληπτος) δε και εν τῃ Βλαχίᾳ ... εις το σκευάσαι μέγα μύρον Έκθ. χρον. 6731· (μεταφ.): Λοιπόν οκάτι σήμερον η τύχη μου σκευάζει| και πάλιν άλλο βούλεται πικρόν να με ποτίσει Καλλίμ. 1795. 2) α) Κατασκευάζω, φτιάχνω: θέλω του σκευάσει (ενν. του υιού σου)| όπλα δυνατά και ωραία,| τα οποία αυτοί οι άνδρες| πολύ θέλουν τα θαυμάσει Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ [454]· επάνω δε του κτίσματος του λαμπροτάτου εκείνου| αντί πυργοβολήματα ήσαν συντεθειμένα| λέων, δρακόντων κεφαλαί από χρυσών ποικίλων.| Τεχνίτης το εσκεύασεν από πολλής σοφίας Βέλθ. 249· έσω του κήπου περπατεί και εσύλλεγεν τα σύκα (παραλ. 1 στ.), μετέπειτα εις ήλιον τάχα εξήπλωνέ τα·| και αρμαθούς εσκεύαζεν με πλάκας και ’λητάρια Ημερολ. 139· (προκ. για χαρακτηριστικά του προσώπου): έσω δε τούτου (ενν. του προσώπου) χάριτας εσκεύασεν η φύσις,| … αψόγους, αναλόγους| όσον προς την στρογγύλωσιν έπρεπε του προσώπου Λίβ. διασκευή α 2544· (προκ. για μαγικό κατασκεύασμα): Στράταν επερπατήσαμεν ημέραν έως το βράδυ,| να ’χομεν προς αλλήλω μας και μέριμνας και λόγους,| της γραίας το ευόδωμα, τον πόρον της θαλάσσης| και το άλογον τό εσκεύασεν εκ μηχανής η γραία Λίβ. Va 2836· β) (προκ. για κείμενο, λόγο) συντάσσω: εγνωρίστην … διά ποίους ο Μέγας Βασίλειος τον λόγον εσκεύασεν και έπτιασεν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 615. 3) Στολίζω, διακοσμώ: πόδας διττάς δε τας αυτού κνήμας βαβυλωνίους| ... δοκίμῳ τε χρυσίῳ| λίθοις μαργάροις τας αυτάς εντέχνως σκευασθείσας Βίος Αλ. (Aerts) 3424. 4) Επινοώ, μηχανεύομαι: μήπως από του φόβου της εσκεύασεν η γραία| δόλον εκ τέχνης μαγικής προς το να μας ποντίσει Λίβ. διασκευή α 3114· μη τις υμών κακότροπος εξείπῃ τῳ Δαρείῳ| ήν εσκευάσατε βουλήν κακώς αυτόν προδούναι Βίος Αλ. (Aerts) 1802. II. (Μέσ.) προετοιμάζομαι· εξοπλίζομαι: « … θέλει είσται η βασιλεία του (ενν. του παιδίου) εις εκείνην την λατρείαν οπού διώκεις εσύ τώρα, τουτέστι των χριστιανών, και … δεν θέλω ψευσθεί εις ετούτα οπού εσκευάσθηκα και είπα». Ετούτα είπεν ο αστρολόγος ... Ιστ. Βαρλαάμ 453· Τρώες δ’ εκ του άλλου μέρους| έβαλον τα καλά όπλα| κι εσκευάσθησαν στην μάχην Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ’ [21].
       
  • σκοτίζω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 232 χφ K κριτ. υπ., 235, Σαχλ. N 103, Σαχλ., Αφήγ. 309, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) PM 113, Παρασπ., Βάρν. C 453, Αργυρ., Βάρν. K 448, Μαχ. 25020, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 25, XI 67, Αλεξ.2 872, Κορων., Μπούας 150, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ε 391, Αχέλ. 2321, Μ. Χρονογρ. 341, Δαρκές, Προσκυν. 237, Μορεζ., Κλίνη φ. 259v, Λαυρ., Οπτασία Σ 114, Γιατροσ. Ιβ. 100, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14737, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 373, Βίος Δημ. Μοσχ. 652, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, Ιστ. Βλαχ. 503, 2846, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2206, Ψευδο-Σφρ. 4826, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 15, Λουκ. κγ́ 45, Ροδινός (Βαλ.) 229, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Διγ. Ο 416, Διακρούσ., Πένθος 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55126, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 161, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 538, κ.α.
    Το μτγν. σκοτίζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Κάνω κ. σκοτεινό, σκοτεινιάζω κ., συσκοτίζω· κρύβω, καλύπτω (εδώ τον ήλιο): όλοι έριχναν απέσω εις το κάστρον και οι σαγίτες εσέβαιναν ως τα σύγνεφα, ώστε τον ήλιον εσκότισαν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2373· (μεταφ.): την ψυχήν μου εσκότισας, ημαύρωσας το φως μου Διγ. A 4260. 2) (Μεταφ.) α) κάνω κάπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Ποια λησμονιά σ’ επλάκωσε, ποια μάγια σ’ εσκοτίσα,| ποιοι φόβοι τόση δύναμη σε τρόμον εγυρίσα;| Γείρου, και τα φουσσάτα μας να ’ρθεις σε προσκαλούσι Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113· β) (συχν. με αντικ. τα ουσ. νους, γνώσις, λογισμός κλπ.) συσκοτίζω τη διάνοια, θολώνω τη σκέψη: Τα γερατειά ελωλάνασι, θαρρώ, μα την αλήθεια,| το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια,| λογιάζοντας πως μετ’ αυτά το νου μου να σκοτίσω,| τέτοιο μεγάλο φταίσιμον αγδίκιωτο ν’ αφήσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 613· να σκοπήσουν (ενν. οι κριτάδες) αν και την γνώσιν του (ενν. του προσώπου που ελάλησε κατά του βασιλέως, ή που εμελέτησε να κάμει κακόν) ή από μέθην ή άλλο πάθος την εσκότισε τίποτε και ήτον έξω φρενών Zygomalas, Synopsis 143 B 15· και τι να λέγω ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,| σκοτίζει μου τον λογισμόν ο χαλασμός της Πόλης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 278. 3) Θολώνω κ., καθιστώ ασαφές κ.: η διόλου μνήμη της φυγής, ην εν τῃ ψυχῄ αυτού είχε (ενν. ο Αλέξιος), και το του στρατού περίφοβον και το μηδέν αυτῴ υπέρ των Ρωμαίων κινδυνεύσαι προαιρούμενον το τι πρέπον ην ποιήσαι αυτόν εσκότιζε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 158. 4) Θαμπώνω την όραση, τα μάτια κάπ.: Οι καπνοί οπού αναβαίνουν εις το κεφάλι και σκοτίζουν τα μάτια και δίδουν πολλήν βλάβην Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ.(μεταφ.): εσκοτίσθηκα από την πολλήν λάμψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 231v· Η πλάτσα της (ενν. της Βενετίας) μ’ εσκότισεν αρχήν όταν την είδα.| Πολλά ’τον μέγας και ψηλός και ’πεικασμένος άρχος| οπού ’δωσεν και την βουλήν κι εκτίστη ο Άγιος Μάρκος Βεν. 14· Αύθις τε τήρησον ευθύς τα κάτω εκ της μέσης| κεκολλημένα μάρμαρα και τας τούτων συνθέσεις,| το κάλλος της στιλβώσεως, την χάριν οπού έχουν· (παραλ. 1 στ.) Λευκά ευμήκιστα εισί και γέμουσι κυμάτια| λεπτοπυκνά και καθενός σκοτίζουσι τα μάτια Παϊσ., Ιστ. Σινά 538. 5) Ζαλίζω: Ο Νώες, σαν καλός γεωργός, εφύτευσεν αμπέλιν| και σύντομα έκαμε κρασίν και μοιάζει σαν το μέλι.| Και παραπίνει περισσόν, διατί του νοστιμήθη,| κι εισμιόν αυτόν εσκότισεν κι ύπνον εποκοιμήθη Χούμνου, Κοσμογ. 540· (μεταφ.): πάντοτε τον εσκότιζε του χρυσαφιού η ζάλη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 586· οι μέριμνες του πόθου μου τόσα που μ’ εσκοτίσαν,| για να ’ν’ πολλές και δυνατές, εισμιόν μ’ αποκοιμίσαν Φαλιέρ., Ιστ.2 7. 6) Πλανώ κάπ.: Ελπίζομεν εις τους χρησμούς, στες ψευδοπροφητείες,| και τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες,| εις τον Βορράν, στον άνεμον έχομεν την ελπίδα| να πάρουν αποπάνω μας του Τούρκου την παγίδα· (παραλ. 2 στ.) Αυτό το θάρρος είν’ τρελόν, τίποτες δεν αξίζει, όποιος το συλλογισθεί του λόγου του σκοτίζει Ιστ. Βλαχ. 2342· 7) Νεκρώνω· (σε μεταφ.): Έδε δημίου πικρότερον ετούτον το πιττάκιν, (παραλ. 1 στ.) έδε γραφή οπού εβάσταζεν σπαθίν ακονισμένον,| οργής μαχαίριν δίστομον τό εχάλκευσεν ο πόθος| να κατακόπτει σώματα και να σκοτίζει αιστήσεις·| εμέναν δε εθανάτωσεν τελείως η γραφή σου Λίβ. Va 1808. II. Μέσ. 1) α) Γίνομαι σκοτεινός (μεταφ.): εάν αφ’ ημών των ιερέων ακαρτερείτε να λάβετε φως, οπού είστεν σκότος, και ημείς εσκοτίσθημεν, πόθεν να το λάβετε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 343r· β) σκοτεινιάζω, βυθίζομαι στο σκοτάδι: η σελήνη και οι αστέρες μη όντος ηλίου φαίνουσιν,| όντος δε αυτού σκοτίζεται και αφανίζεται το εκείνων φως και η θεωρία Ψευδο-Σφρ. 4826· Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,| οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα εβρουχίσθην Απόκοπ.2 345· Και τότε να ιδείς πόλεμον καλών παλληκαρίων (παραλ. 1 στ.) και από τον κτύπον τον πολύν και από το δος και λάβε,| οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν,| τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 39· Βλέπω το πλήθος του λαού που ήρχετο με βία (παραλ. 5 στ.) Αέρας εσκοτίστηκεν, η θάλασσα ’μουγκάτο| κι η γης εσυχνοτρόμαζεν εκ τα θεμέλια κάτω,| εκ τας βροντάς και αστραπάς και χαλασμούς της χώρας,| που έκαμναν εδώ κι εκεί τότε κατά της ώρας Διακρούσ. (Κακλ.) 487· (σε μεταφ.): φεύγετε, παραπτώματα, αποσκορακιστείτε, (παραλ. 1 στ.) να λάμψει πρώτον ήλιος, είτα και το φεγγάριν| και άστρα τα μικρούτσικα να σκοτισθούν παντάπαν.| Εγώ γαρ είμαι ήλιος, το φέγγος, η βουβάλα,| εσείς δε κακορίζικα ως νύκτα και ως άστρα,| κακότυχα, μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 574. 2) Θολώνω, χάνω τη λάμψη μου: να καπνίσομε τον λίθο,| να ψοφήσει το σκουλήκι| που του δίδει τόσην λάμψη. (παραλ. 3 στ.) και εκάπνισε τον λίθον,| κι εν τῳ άμα εσκοτίσθη Πτωχολ. B 230. 3) α) Ζαλίζομαι (σχετικά βλ. Nicholas-Baloglou, Quadr. 353-354 σχόλ. 788): Όταν γηράσεις και εσύ (ενν. αλογάκιν), βάνουν σε εις τον μύλον,| τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε με την βίτσαν,| γυρίζεις και σκοτίζεσαι ημέραν τε και νύκταν, (παραλ. 1 στ.) και από τον κόπον τον πολύν και από την σκοτίαν| ούτε να φάγεις ημπορείς ούτε νερόν να πίνεις Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 786· β) μου έρχεται σκοτοδίνη: άρπαξε (ενν. ο Δαβίδ) την σφενδόνα του από τον τσέπην του και μίαν πέτραν και ... την ρίχνει και κτυπάγει τον Γολιάθ εις την κεφαλήν ομπρός εις το μέτωπον, και παρευθύς εσκοτίσθη και έπεσεν εις την γην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r· λιποθυμείς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις Γλυκά, Στ. 157· Τῃ χθες ουκ εζυμώσαμεν· άλευρον γαρ ουκ ήτον.| Υπέρπυρόν μοι, πίστευσον, ουκ είχα ν’ αγοράσω,| και ηρξάμην ολιγοθυμείν, και ως αν εσκοτιζόμην Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3323· γ) βρίσκομαι σε σύγχυση, «τα χάνω»: Ο δε βασιλεύς εσκοτίσθη και αλησμόνησε να τον ερωτήσει (ενν. τον λαμπροφόρον), πώς λέγουν το όνομά του και πόθεν είναι Hagia Sophia ω 5226. 4) Ανησυχώ για κάπ. (με την πρόθ. εις): Καλή μου και πανθαύμαστη, το άνθος των Ερώτων,| καν όσοι με αποπέφτουσι, βλέπε να μη φωνιάξεις| και ακούσω την φωνίτσα σου και σκοτιστώ εις εσέναν| και λάθη με και δώσουν με σπαθέαν ή ραβδέαν| και πάρει τους η όρεξη και έλθουν προς εσέναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1479. Φρ. 1) Σκοτίζεται ο νους (μου)/ο σκοπός μου = (α) αναστατώνομαι, ταράζομαι (βλ. και ά. νους Φρ. 63): αιχμαλωτίσθη| η αδελφή μας και γι’ αυτό ο νους μας εσκοτίσθη Διγ. O 342· Τόσο κακό που έγινε στα δόλια τα Χανία| δεν έχω στόμα να το ειπώ, γλώσσα ουδ’ ομιλία· (παραλ. 6 στ.) Και, εις κοντολογιά να ειπείς, ο νους και εσκοτίστη,| ο κόσμος τους εφάνηκε πως εκαταποντίσθη Διακρούσ. (Κακλ.) 537· Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου| σκοτίζεται ο σκοπός μου| και δεν ηξεύρω πόθεν ν’ αρχινίσω Κυπρ. ερωτ. 9117· (β) χάνω την πνευματική μου διαύγεια, θολώνει η σκέψη μου: Λοιπόν πλέον ου δύναμαι τώρα διά να γράψω,| εκ τα φαρμάκια τα πολλά, ο νους μου εσκοτίσθην Περί ξεν. (Μαυρομ.) 536. 2) α) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου/τα μάτια μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά (βλ. και οφθαλμός Φρ. 4): σκοτίζει μου τους οφθαλμούς της εντροπής το νέφος Προδρ., Δεητ. 75· β) σκοτίζεται το φως μου = θολώνει η σκέψη μου, δε σκέφτομαι καθαρά: Πολλά, την είπον, πείνα μου, δίφθογγον να σε γράφω.| Μόνον με έασον μικρόν μη σκοτισθεί το φως μου Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3325· Ιδού ρομφαία και σφαγή, υιέ μου και Θεέ μου,| ο θάνατός σου γέγονεν εις την εμήν καρδίαν·| τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 73· Όσοι αναγινώσκετε και όσοι διηγάσθε,| εάν ευρείτε και σφαλτόν, να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα,| το φως μου εσκοτίσθηκεν εκ των δακρυών το χύμα,| θυμώντας τα καμώματα τ’ αφέντη του Μιχάλη Σταυριν. 1294. Η μτχ. παρκ. (ε)σκοτισμένος ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται στο σκοτάδι: Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα και εκ του μη όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον ..., εσένα επικαλούμαι και δέομαι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 15410· (μεταφ., προκ. για πνευματικό και ηθικό σκότος): ... η οποία χώρα (ενν. των Ινδών) παλαιόθεν ήτον εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρείας και ετρέφονταν με πράξες και με καμώματα παράνομα και άπρεπα Ιστ. Βαρλαάμ 61· εβαπτίσθησαν ... και ανεδείχθησαν υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20825. 2) (Μεταφ.) στενοχωρημένος: Να ηξεύρεις, αφότις εχωρίστηκα εις την Μακεδονίαν την βασιλείαν σου, σπλάχνος μου, παμφίλτατε υιέ μου, η καρδίτσα μου ουδέν εχάρην, αμή έναι σκοτισμένη και πικραμένη ολουνούς τους χρόνους Διήγ. Αλ. F (Konst.) 16813. 3) Ζαλισμένος: Καλά κι αν ήτονε περσά ακόμη σκοτισμένος (ενν. ο Αρκίτας),| εκ του φαρίου το σύμπεσμα, το δολερόν εκείνο·| ουκ ήτον τόσ’ αδύνατος ακόμη εκ το κορμί του,| όπου να μην εκάθετον έμορφα εις τ’ αμάξι Θησ. Θ́ [321(σε παρομοίωση): Ωσάν αυτός οπού ξυπνά εξαίφνης εκ τον ύπνον| και παρευθύς σηκώνεται, σαν να ’τον σκοτισμένος| εδώ και κει το πρόσωπον γυρίζει και εβλέπει·| το τι έκτυπος ’γίνετον, θέλει να τον γροικήσει,| έτσι καθείς απ’ αυτουνούς ... Θησ. Ź́ [1352]. 4) Λιπόθυμος, αναίσθητος: Της Τάρσιας εμίλησε, κι εδιάβηκεν ομπρός του·| το δειν την ο Στραγγιλιός, εχάθη ο λογισμός του,| και απόμεινεν ολόσβηστος, τυφλός και σκοτισμένος,| ασάλευτος αμίλητος, σα να ’τον μαργωμένος,| γιατί το θάρρος του ’τονε πως έναι αποθαμένη| και ο δούλος του ο πιστικός την έχει σκοτωμένη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1707. 5) (Μεταφ.) πλανεμένος: Αλλά μη μου πηδήσει πάλιν άλλος αντίθεος και αιρετικός, να δώσει πάλιν άλλην τόσην δύναμιν του αυτεξουσίου, όσην του έδιδεν ο σκοτισμένος Πελάγιος, και να λέγει, πως ο άνθρωπος ατός του δύναται να πράξει την σωτηρίαν του, και την απώλειάν του ατός του την ενεργά, χωρίς να τον βοηθά ο Θεός Πηγά, Χρυσοπ. 319 (6)· όστις εκείνος αγαπά τον κόσμον, αδελφοί μου,| τον πρόσκαιρον και τον φθαρτόν και τον εσκοτισμένον,| οπού επλάνησεν πολλούς και κατεγκρέμισέν τους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 94. 6) Θαμπωμένος· (μεταφ.): σ’ αυτήν (ενν. την Σωσάννα) οι δυο κακόγεροι ήταν αχορτασμένοι,| ’κ την εμορφιά της την πολλήν ήσανε σκοτισμένοι Δεφ., Σωσ. 204. 7) Τυφλός, τυφλωμένος: Μίαν ημέρα το λοιπόν, σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο,| στέλλει και κράζει για φαγί τον πρώτο των μαγείρω.| Ήλθεν ο μάγειρας ομπρός και ήτον μεθυσμένος·| ραπίζει τον ο Διγενής κι ευρέθη σκοτισμένος,| γιατί καθώς του έδωσεν το ράπισμα τυφλώθη Διγ. O 2144· (μεταφ., προκ. για πνευματική τύφλωση): Φωτίσαντες (ενν. οι μαθηταί του Κυρίου) γουν όλα τα έθνη οπού ήσανε σκοτισμένα από την τυφλάγραν της ειδωλολατρείας … Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5221· Δεν οίδαν οι ταλαίπωροι (ενν. οι Τούρκοι) τι λέσιν οι προφήται, (παραλ. 11 στ.). Αυτά δεν βλέπουν οι τυφλοί, αυτείνοι οι σκοτισμένοι,| αλλά εις τον διάβολον είναι παραδομένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6645.
       
  • σπείρω,
    Κομν., Διδασκ. Δ 366, Metrol.2 5918, 24, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 682, Φυσιολ. (Legr.) 402, Θεματογραφία 14, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1382, 1383· σπείρνω, Πεντ. Δευτ. XXI 4· σπείρω ή σπέρνω, Απολλών. (Κεχ.) 487, Πεντ. Έξ. XXIII 16, Λευϊτ. ΧΙ 37, ΧΙΧ 19, XXV 3, 4, Δευτ. XXIX 22, Μαλαξός, Νομοκ. 391, Πιστ. βοσκ. I 1, 394, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 933, Επιστ. Κρ. 1574 148, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á́ [309], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 35· σπέρνω, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13722, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 447, 448, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 677, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 362, Σαχλ. N 5, Σαχλ., Αφήγ. 127 (έκδ. να περνώ· διόρθ. Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 362 σε: να σπέρνω), Λίβ. διασκευή α 1140, 1169, Λίβ. Esc. 1081, 1083, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 319, 2371, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 653, Ch. pop. 49, Μαχ. 60431, Λίβ. Va 917, 941, 944, Δευτ. Παρουσ. 348, Ριμ. κόρ. A 11, Ριμ. κόρ. V 9, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1151, 1845, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 104r, 256r, 361r, Δεφ., Λόγ. 98, Θεματογραφία 14, Μορεζ., Κλίνη φ. 52r, 68r, 147r, 267v, Ιστ. Βαρλαάμ 144, Ολόκαλος 324, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1262, Γεργαν., Εξήγ. Αποκ. 85, 128, 168, Κυπρ. ερωτ. 2011, 368, Πανώρ.2 Πρόλ. 28, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 284, Γ́ 275, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́ 5, κ.α., Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 19014, 61418, κ.π.α., Σουμμ., Ρεμπελ. 162, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3215, 9639, 12032, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 309, 494, Διήγ. πανωφ. 57, 60, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 463 ρλβ́ 2, 8, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [571], χορ. Έ́ [2], Νεκταρ. Ιεροκοσμ. Ιστ. 356, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 197, Έ́ 134, Ιντ. β́ 109, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14013· σπέρω, Μανασσ. Ποίημ. ηθ. 621 σημ. 5· γ́ πληθ. υποτ. παθητ. αορ. να σπερτούν, Ασσίζ. 15614.
    Το αρχ. σπείρω. Ο τ. σπέρνω (από το σπείρω αναλογ. με τα ρ. σε –νω, Jannaris, Hist. Gramm. 903, Χατζιδ., Γλωσσ. ερ. Β́ 394) στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Πρωτοπ.-Μπουμπ., Θέατρ. Ζακ. 96) και σήμ. Ο τ. σπέρω τον 8. αι. (LBG· για πιθ. παλαιότερη μνεία (4. αι.) βλ. Pern., Ét. linguist. II 345 και TLG), σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi, λ. σπέρνω) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ. (όπου και μέσ. σπε(ί)ρκο(υ)μαι, σπάρκουμαι), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας (σπέρου), Παπαϊωάννου, Γλωσσάρ. Γρεβ. (σπέρου), Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 406). Τ. π̒είρου σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., όπου και μέσ. π̒ειρκ̒ούμενε). Μτχ. παρκ. (από το θ. σπερμ‑) σπερμένος (Σακ., Κυπρ. Β́ 793 (λ. σπέρνω), Papadopoullos, Momum. litt. popul. 127) και σπερμένο/σπιρμένο (με κώφωση ε>ι, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. σπέρνω, σ. 473) σήμ. ιδιωμ. Τ. σπέρρω (με αφομοίωση ρν>ρρ· πβ. και αρχ. σπέρρω, L‑S, στη λ.) σήμ. ιδιωμ. (Καραν., ό.π. (όπου και τ. εσπέρνω, ισπέρνω, ισπέρρω), Rohfls, Et. Wört., λ. σπέρνω, Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 128). Τ. σπρένω σε έγγρ. του 18. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 428). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Jannaris, ό.π.)· πβ. και τ. σπείρνου (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 261).
    1) (Αμτβ. και μτβ.) α) Φυτεύω, ρίχνω, σκορπίζω σπόρους σε κατάλληλα προετοιμασμένη γη (ή τους τοποθετώ μέσα στο έδαφος) για να φυτρώσουν, να βλαστήσουν και να αναπτυχθούν φυτά: μήτε αροτριάν, μήτε σπείρειν, ούτε των πόλεων εξιέναι εδύναντο επί έτος έν και μήνας δέκα Ψευδοσφρ. 17223· Θερίζω γης γεννήματα, τά έσπειρα μετά κόπου Λίβ. Esc. 1058· και έσπειρεν ο Ιτσχακ εις την ηγή εκείνη και ευρήκεν εις το χρόνο εκείνο εκατό μόδια και ευλόγησέ τον ο κύριος Πεντ. Γέν. XXVI 12· να σπείρεις την ηγή σου και να μαζώξεις την εσοδιά της Πεντ. Έξ. XXIII 10· τα χωράφια μου να σπαρτούν εις τον καιρόν του σπόρου Ασσίζ. 40726· μη σπείρεις το αμπέλι σου δίλογο Πεντ. Δευτ. XXII 9· (εδώ προκ. για τα δόντια του δράκοντα): τα δόντια του (ενν. του όφεως) όλα εξέβαλε και εις την γην τα σπείρε· (παραλ. 1 στ.) να ιδείς ευθύς να γεννηθούν εκ την γην καβαλλάροι,| αρματωμένοι δυνατά, πολέμου ευτρεπισμένοι Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 574· (σε παρομοίωση): Ωσάν να σπέρνεις, λυγερή, βασιλικά στην γάστραν,| και βάλεις τα εις τον κόρφον σου, και όπου διαβείς μυρίζεις, (παραλ. 1 στ.) έτσε ανέσπασα κι εγώ στίχους εκ της καρδιάς μου Ερωτοπ. 157· (με σύστ. αντικ.): να σπείρετε εύκαιρα το σπόρο σας και να το φαν οι οχτροί σας Πεντ. Λευιτ. XXVI 16· Αν δώσεις τίποτε τινάν, μηδέν το ονειδίσεις,| και χάσεις και το δώρον σου και την ευχαριστίαν|και ομοιάσεις γεωργόν άπορον κατά πάντα,| αφότου σπείρει την σποράν και κλείσει το χωράφιν,| αποστερείται τον καρπόν και χάνει και τον σπόρον Σπαν. A 380· β) σε παροιμ. φρ.: Ο γαρ εις αχαρίτωτον κακεντρεχή καρδίαν| λόγους προτείνων νουθετών και λέγων και διδάσκων,| έοικε γράφειν γράμματα καθ’ ύδατος θαλάσσης, (παραλ. 1 στ.) ή σπείρειν αυ κατά πετρών, ή τον αέρα παίειν Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 621· (μεταφ.): Όποιος σπέρνει τα ακάνθια, ας μην περιπατεί χωρίς παπούτσια Μπερτόλδος 22· γ) συχν. σε αντίθ. με το ρ. θερίζω· (εδώ μεταφ.): όμως τελειώνω σε εδώ και θέλω να γυρίσω·| διατί απ’ εκείνο, τό έσπειρα, θέλω διά να θερίσω Συναξ. γυν. 174· Αλί τούς καρτερεί το δολερόν μαντάτον,| οπού στον Άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν| τούς είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν!|Τον Χάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν Απόκοπ.2 407· (εδώ σε παροιμ. φρ.· βλ. και Πολ. N., BZ 7, 1898, 161-162): Ο σπείρων γαρ εν δάκρυσι μεθ’ ηδονής θερίζει Γλυκά, Στ. 325· καθείς κοιμάται ως έστρωσεν, ως έσπειρεν θερίζει Γλυκά Στ. 365· Όποιος σπέρνει ανομίαν, θερίζει κακά Μπερτόλδος 22. 2) α) Προκ. για τη συμμετοχή του άνδρα στη διαδικασία της τεκνοποίησης (πβ. νεοελλ. φρ. σπέρνω παιδιά): Όταν ουν πάλιν γεννηθεί παιδίον και τινάς δεν το ηξεύρει ποίος πατέρας το έσπειρεν, ... λέγεται σκότιον Μαλαξός, Νομοκ. 328· από έναν πατέρα και δύο μητέρες γεννώνται δύο παιδία και λέγονται αδέλφια και δεν έχει να ειπεί, ότι αδελφός μου δεν έναι, επειδή από άλλην μητέρα εγεννήθη, εάν και ένας πατέρας έσπειρεν ημάς Μαλαξός, Νομοκ. 290· Πατήρ μου, λέγει, εγώ ειμί ον έσπειρας εις Κίρκην,| την βασίλισσαν την καλήν οπού πολλά σε ηγάπα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14028· μάννα ουκ έτεκεν παιδίν απάνω εις γης την όψιν,| μάννα ουκ εσυνέλαβε άλλη εις τον παρόντα,| κύρης γαρ ουκ ηκούστηκεν να σπείρει τέτοιον ξένον,| εξάκουστον παράδοξον έξωθεν εκ της φύσης Βυζ. Ιλιάδ. 469· (εδώ με σύστ. αντικ. και σε μεταφ.): Οι πατριάρχαι σπέρματα σωματικά εζήτουν σπείραι,| οι δε απόστολοι τα νοερά τέκνα και πνευματικά Φυσιολ. (Zur.) XXXVI 15· Οι πατριάρχαι σπέρμα σωματικόν εζήτουν σπείραι, οι δε απόστολοι τα νοερά τέκνα Φυσιολ. (Kaim.) 28a9· β) τεκνοποιώ, δίνω γέννηση σε κάπ.: Η Σάρρα, που ’τον άκαρπη και γρα κατά τη φύση| μηδ’ ήτο για να γαστρωθεί και τέκνο να ποιήσει,| ο Κύριος την ευλόγησε, και μετά σένα ομάδι| τον Ισαάκ εσπείρετε κι εκάμετε ομάδι Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 670· ποίον να θυμηθώ μεν πρώτα| και να παραπονεθώ περίσσα·| τον πατέρα και μητέρα,| οπού μ’ έσπειραν οι άθλιοι· (παραλ. 1 στ.) ή τον ακριβόν μου άνδρα·| που μ’ αγάπ’ αυτός περίσσα Λουκάνη, Άλ. Τροίας [896]· (εδώ σε προσωποπ.): Τα γέλια με τα κλάηματα, με την χαράν η πρίκα| μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα·| γιαύτος μαζί γυρίζουσι και το ’να στ’ άλλο αλλάσσει,| κι όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πριχού βραδιάσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 2. 3) (Μεταφ.) α) σκορπίζω, διασκορπίζω, απλώνω, διαχέω: τις των Αγαρηνών αλάστωρ της θαλάττης (παραλ. 2 στ.) ... έγενεν επί την Αφρικήν, την εις την Βαρβαρίαν. (παραλ. 1 στ.) κι ευθέως Τούρκοις εν αυτῄ ῳκίσαντα και σπείρας,| σπευδόμενος σουλτανικήν κράτησιν ενδυθήναι| και πλείσθην γην αραβικήν ιδιοποιηθήναι Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 894· Δεν έχει εκεί να εύρει έλεος, παρά όποιος έχει σήμερον έλεος σπαρμένον εδώ· μη μου ελπίσεις τότε να εύρεις συμπάθειαν, τώρα την γύρεψε. Εκεί τότε έλεον δεν σε πουλιέται, μηδέ αγοράζεται Πηγά, Χρυσοπ. 140 (41)· όπου διαβαίνεις και πατείς ήθελα σπέρνει μόσχον| και να μυρίζει η στράτα σου κι εσύ να μην το ξεύρεις Ερωτοπ.β) διαδίδω, διδάσκω, μεταδίδω κ. σε μεγάλη έκταση: Των παλαιών οι ποίησες, που μ’ αρετή εγινήκαν (παραλ. 1 στ.) πάντ’ από τους ενάρετους ήτασιν κρατημένες| εις μεγαλότατην τιμήν, και πλείστα παινεμένες.| Διά τούτο από τους ίδιους εμεταγλωττιστήκαν,| κι εις γένη διαφορετικά μ’ όφελος εσπαρθήκαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Προσφ. [6]· Τα μαντάτα εγλήγορα σπέρνονται εις τον κόσμον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1744· διά μεν του λόγου αυτού έσπειρε την αλήθειαν ο παντοδύναμος και αόρατος Θεός εν Ιερουσαλήμ, διά δε του πνεύματος αυτού εφώτισε και ενίσχυσε τους αποστόλους αυτού, ίνα σπείρωσιν αυτοί την αλήθειαν και εις πάντα τον κόσμον Ψευδοσφρ. 45049, 4521· γ) (προκ. για κ. κακό) προκαλώ και διαδίδω σε μεγάλο βαθμό: ο Θεός έσπειρε λογισμόν απωλείας εις την καρδίαν Φαραώ και εις τον λαόν του Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 35· να τελειωθεί ο πόνος| εκείνος, οπού έσπειρε (ενν. ο Διγενής) βεβαίως στας ψυχάς μας Διγ. Z 3213· (σε προσωποπ.): όπου βάλει| τα πόδια τση, ζηλειές και πάθη σπέρνει (ενν. η Περηφανειά) Ερωφ. Β́ 514. Φρ. 1) Σπέρνω στον άμμο, βλ. άμμος Φρ. α. 2) Σπείρω ζιζάνια, βλ. Επιτομή, ά. ζιζάνιον. 3) Σπέρνω χολόκοκκα πικρά, βλ. πικρός 2α. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για χωράφι) που έχει σπαρθεί: αφήνω της θυγατέρας μου της Καλής την σποράν, σπαρμένα και άσπορα, να τα ορίζει ... και ωσάν αποσπείρει, να έναι το ένα του μοναστηρίου, το νεότερον το ρούσιον, και το άλλο να πουληθεί Ολόκαλος 22211· Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = (περιληπτ.) τα φυτά που σπάρθηκαν, τα σπαρτά: όποιαν ώρα θερίσει ο λεγόμενος πουλητής το σπαρμένο όπου έχει στο άνωθεν χωράφιν, τότες να είναι και ν’ απομένει ο άνωθεν αγοραστής νοικοκύρης εις εκείνο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 29311.
       
  • σπουδάζω,
    Σπαν. A 112, Κομν., Διδασκ. Δ 179, Λόγ. παρηγ. L 313, Λόγ. παρηγ. Ο 322, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́́ 573, Καλλίμ. 1331, Ιερακοσ. 4988, Διγ. (Trapp) Gr. 631, Διγ. Z 1515, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Εsc. 1134, Βέλθ. 765, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10480, Χρον. Μορ. H 3801, Χρον. Μορ. Ρ 4650, Βίος Αλ. (Aerts) 3520, Φλώρ. 160, Σαχλ., Αφήγ. 121, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 320, Λίβ. διασκευή α 1458, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 706, Χρον. Τόκκων 1340, Φαλιέρ., Ιστ.2 233, Δούκ. 755, Σφρ., Χρον. (Maisano) 7625, Διήγ. Βελ. N2 42, Θησ. Ί́ [1005], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 27, Λίβ. Va 3827, Αλεξ.2 1323, Συναξ. γυν. 46, Απόκοπ.2 266, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 78, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1875, Κορων., Μπούας 6, Πένθ. θαν.2 283, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48v, Αχέλ. 556, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 743, Κυπρ. ερωτ. 1013, Πανώρ.2 Δ́ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 457, Έ́ 214, Κατζ. Έ́ 268, Βοσκοπ.2 134, Διγ. Άνδρ. 3478, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 842, Β́ 625, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 19, Στάθ. (Martini) Β́ 225, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [852], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 109, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 391, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1441, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5645, κ.π.α.
    Το αρχ. σπουδάζω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι (να κάνω κ.): Το όνειρον ως είδασιν περί του Καλλιμάχου,| περιστατούνται, θλίβονται, σπουδάζουν βοηθήσαι Καλλίμ. 1348· ταύτα γαρ συνοπτικά σε γράφω να μανθάνεις,| διατί σπουδάζω να στραφώ εις την αφήγησίν μου Χρον. Μορ. P 94· Ο βασιλεύς εσπούδαζε ν' απέλθει εις την Δύσιν,| ελπίζοντα, λογίζοντα να του έχουν βοηθήσει| ο πάπας με την εκκλησίαν κι ο ρήγας της Φραγκίας Χρον. Μορ. H 1311· (σε προσωποπ.): έρχεται εις αυτόνον μία αρρωστία πολλά βαρά, η οποία εσπούδαζε να τονε δώσει του θανάτου, και τότες εθυμήθη να ζητήξει την βοήθειαν απού τον Θεόν Μορεζ., Κλίνη φ. 16r. 2) α) Αναγκάζω κάπ. να επισπεύσει, βιάζω: Αφού δε πάλε εσέβησαν την πόρταν της Τρωάδος,| το δάον εσπουδάξασι, φθάνουν εις το φουσσάτον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2713· είχεν (ενν. ο Νοέμβριος) …| και εις το χέριν βούκεντρον, σπουδάζει γαρ τους βόας Ημερολ. 35· Εγώ δε θε να καρτερώ κι η ώρα με σπουδάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 565· Ξύπνησε, κανακάρη μου, κι εγώ ’μαι που σε κράζω·| δουλειά σε θέλω βιαστική, για κείνο σε σπουδάζω Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 484· β) επισπεύδω, επιταχύνω κ.: Να ζήσεις, αμιρά μου,| σπούδαξε την αθιβολή, και μέσα τ’ άντερά μου| γροικώ και λεμεντάρουνται, γιατί άνεμο γεμάτα| ευρίσκουνται απού την αυγή Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 267· αλύπητος κι αδιάκριτος πάντα να σε πειράζει| και τση ζωής σου τσ’ ακριβής το τέλος να σπουδάζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 528· (εδώ σε παροιμ. φρ.· βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 777]): Δος μου να μάθω γρήγορα κι η ώρα μασε βιάζει| κι οπού σπουδάζει τη δουλειάν απονωρίς σκολάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1872· φρ. σπουδάζω τα ζάλα μου = περπατώ βιαστικά, βιάζομαι: Σπουδάξετε τα ζάλα σας, γιατί ο Θεός με βιάζει| να κάμει ο νους κι η όρεξη εκείνα τά λογιάζει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 239· φρ. σπουδάζω την οδόν/τη στράτα = κινούμαι βιαστικά (πεζός ή έφιππος), βιάζομαι· πβ. φρ. ταχύνω τον δρόμον, βλ. δρόμος 9: την οδόν σπουδάζετε, ταχύνατε τον δρόμον,| φθάσατε να σας ίδωσιν οπού σας απαντέχουν Λίβ. διασκευή α 4343· εκαβαλίκευγε ως αϊτός σπουδάζοντας τη στράτα| και με την ώραν ήφτανε που εσμίγαν τα φουσσάτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 933. 3) α) Προσπαθώ, μεριμνώ, φροντίζω για κ.: εσπούδαζε όσον ήτονε η δύναμίς του, όταν εζωγράφιζε την εικόνα της Θεοτόκου, να τηνε κάνει πολλά ωραία Μορεζ., Κλίνη φ. 153r· εσπούδαζε πάντα το τάλαντον οπού έλαβεν από τον ευεργέτην Θεόν να το πληθύνει και να το γυρίσει οπίσω διπλόν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 655· ο καθεείς εσπούδαζεν να σώσει τον εαυτόν του Χρον. Μορ. P 4824· Πάντα λοιπόν εσπούδαζα φυγείν την αμαρτίαν Διγ. Z 3705· Το σφάλμα βλέπω σα γενεί πως καθαείς σπουδάζει| μ’ όμορφα λόγια όσο μπορεί στο ’στερο να το σιάζει Πανώρ.2 Έ́ 223· β) επιδιώκω: τούτο εσπούδασαν οι Τούρκοι με τα συχνά βόλια των τουφεκίων, να κάμουσι τους Τσερκέζους να μη δύνονται με τα άλογα να πολεμούσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398· Αμή εσύ, ω άνθρωπε του Θεού, φεύγε ετούτα· και σπούδαζε δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστιν, αγάπην, υπομονήν, πραότητα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά́ Ϛ́ 11· γ) επιδεικνύω ζήλο για κ., καταγίνομαι με κ.: έδωκε τον εαυτόν του (ενν. ο Ιησούς Χριστός) διά λόγου μας, διά ... να καθαρίσει εις του λόγου του λαόν εδικόν του οπού να σπουδάζει τα καλά έργα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τίτ. β́ 14· Ο κηπουρός μετά μικρόν εκείθεν εμετέστην,| τον κήπον αγωνούμενος, τα των φυτών σπουδάζων Καλλίμ. 2066. 4) (Προκ. για επιστήμες, τέχνες, μαθήματα, βιβλία, κ.τ.ό.) ασχολούμαι συστηματικά, μελετώ: εις ... την εορτήν των γενεθλίων ήλθασι προς τον βασιλέα πενήντα πέντε άνδρες Χαλδαίοι, οι οποίοι ήσαν αστρολόγοι και δεν εσπούδαζαν άλλο, μόνον την αστρολογίαν Ιστ. Βαρλαάμ 441· Εσπούδαξε τα γράμματα και πραγματειάς την τάξιν,| και με τον υψηλόν του νουν επήρε ευθύς την πράξιν Λίμπον. 139· έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχη) και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής, και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε και σπουδάζει θεολογικά, φιλοσοφικά και άλλα πολλά μαθήματα και εκκλησιαστικά Ιστ. πατρ. 1977 δις· ο λεγόμενος πρεσβύτερος Κυριακός εμάζωνε τα βιβλία και εσπούδαζέν τα πολλά Μορεζ., Κλίνη φ. 227r· Ζητώ ακόμη συγχώριον από πάσα έναν απού εσπούδαξε την Αγίαν Γραφήν και είδε τα μεγαλεία της Κυρίας Μορεζ., Κλίνη φ. 2r. 5) (Προκ. για συναισθήματα) καλλιεργώ, αναπτύσσω: ο φόβος του Θεού εμάκρυνεν από εκείνους και η διαβολική ζηλεία εσπουδάζετο Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 872. Β´ Αμτβ. 1) α) Σπεύδω, βιάζομαι, επείγομαι: εις το κυνήγι σπούδαζε και τρέχε και γρηγόρει,| ότι ξυπνά τον άνθρωπον μεγάλως εις στρατείαν Κομν., Διδασκ. Δ 150· Εκείνοι όπου ορίστησαν να απέλθουν στους Ρωμαίους,| γοργόν πολλά εσπουδάξασιν, σύντομα τους εφτάσαν Χρον. Μορ. Η 9064· ωσάν εγροικήσασι πως αληθινά ζωντανά είναι τα κοπέλια, διά τούτο σπουδάζουσι πλιότερον και εβγάνουσιν όλα όσα ήσανε απάνω των κοπελιώνε και ευρίσκουσίν τα γερά, ζωντανά Μορεζ., Κλίνη φ. 45v· Νένα, δεν έχω απομονή και σπούδαξε, να ζήσεις,| κάμε το γληγορύτερο του ξένου να μηνύσεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 601· Φόβοι τσ’ αγάπες τσ’ άπρεπες πάντα τσι συντροφιάζου| κι εύκαιρα μεταγνώματα ξοπίσω τως σπουδάζου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 102· Ό,τι σου λέγω θες ιδεί, ανέν και δεν σπουδάζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1429]· (σε παροιμ. φρ.): έδε το λέγουν «κάθισε τια όταν σπουδάζεις» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 422· β) κατευθύνομαι, πηγαίνω βιαστικά προς: Απάρτι τι βραδύνεις;| Τι παρατρέχεις τον καιρόν; Σπούδαζε προς τον πόρον Λίβ. διασκευή α 4023· Ήθελαν λοιπόν (ενν. οι μαθηταί) να τον πάρουν (ενν. τον Ιησού) εις το καράβι, και παρευθύς το καράβι ευρέθη εις την γην οπού εσπούδαζαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. Ϛ́ 21. 2) α) Φροντίζω, μεριμνώ, προσπαθώ: εσπούδαζεν ίνα εις τον Μορέαν και τους τρεις άλλους αδελφούς εγκατοικίσῃ Σφρ., Χρον. (Maisano) 7621· του Παπανικόλα την θυγατέρα αυτός εσπούδαξεν και την εχώρισαν από τον άνδρα οπού είχεν, διότι ήτον πέντε βαθμών Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50v· ομολογώ σου το εις τον θάρρον τον πολύν οπού έχω με σένα και ως φίλον μου εγκαρδιακόν οπού σε έχω και εσύ σπουδάζεις διά καλό μου, αλλ’ εγώ κρατώμαι υπό τους λογισμούς των ανθρώπων και διά τούτο δεν γίνομαι χριστιανός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 249r· εις τούτο σπουδάζω — να έχω συνείδησιν εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους πάντοτε ασκανδάλιστον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κδ́ 16· όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει,| τον εμαυτό του σε τιμές και δόξες ανεβάζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 51· β) ασχολούμαι πρόθυμα με κ.· αφοσιώνομαι σε κ.: όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι οπού εκατοικούσαν εκεί, εις άλλο τίποτες δεν εσπούδαζαν παρά να λέγουν και να ακούουν τίποτες καινούργιον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιζ́ 21· Μην αποστερείτε ένας τον άλλον — έξω αν δεν είναι με συμφωνίαν· και τούτο εις ολίγον καιρόν, διά να σπουδάζετε εις την νηστείαν και εις την προσευχήν, και πάλιν να εσμίγεσθε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ ζ́ 5. 3) Μαθαίνω γράμματα, μορφώνομαι: Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα| και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 471· έχοντας την εμπόρεσιν να σπουδάξουν (ενν. οι νυν μοναχοί) και να έχουν φροντιστήρια, θέλουν πλια γρήγορα οι καλοί ανθρώποι ... να ζιουν χωρίς καμίαν παίδευσιν, παρά να σπουδάζουν, να μάθουν, διά να ωφελήσουν και του λόγου των και άλλους Ροδινός (Βαλ.) 110 δις· αν ερωτάτε ποια είμαι εγώ, Αθήνα μ’ ονομάζουν,| οπού εις εμένα ετρέχασι σοφοί διά να σπουδάζουν Λίμπον. 10. Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = βιαστικός: Δι’ άγγελος ευρέθηκεν είς άρχων απ’ εκείνους (παραλ. 1 στ.), οποίος σπουδαζόμενος έφθασε κι εμιλήσαν Αχέλ. 371. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μαθημένος, εξασκημένος: θέλουσι χαλασθεί (ενν. οι ψευδοδιδάσκαλοι) ... έχοντες καρδίαν σπουδασμένην εις τες πλεονεξίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Β́ β́ 14. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = το επιδιωκόμενο· επιδίωξη, σκοπός: εάν ίδωσι (ενν. οι Ιουδαίοι) τον τόπον κρατούμενον, εμπυρίσουσιν αυτόν, ένθα ο κώδιξ απόκειται, και εις μάτην ταύτα έσται, του σπουδαζομένου μη κατορθωθέντος Λόγος ωφέλιμος 66r.
       
  • σταματώ,
    Χρον. Μορ. H 3838, Χρον. Μορ. P 3838, Παρασπ., Βάρν. C 300, Διήγ. Αλ. V 49, 82, Κορων., Μπούας 97, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 12016, 17418, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 17518, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 8218, 1586, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9517, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 234r, Κώδ. Χρονογρ. 579, Χρον. σουλτ. 731, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 72v, Γιατροσ. Ιβ. 50, Διαθ. Νίκωνος 253, Πτωχολ. Α 111, 247, Διγ. Ο 915, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2041, 2972, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16925, 18413, 41917, 51011 κ.α., Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 280 δις.

    Α´ Μτβ. 1) Παύω, διακόπτω, δε συνεχίζω να κάνω κ.: Ο Αλέξανδρος εκαβαλίκευσεν το άλογόν του τον Βουκέφαλον και καβαλλάρης επί την μέσην του κάστρου επαρακάλιεν το φουσσάτο του να σταματήσουν να μηδέν κόπτουν τους ανθρώπους Διήγ. Αλ. V 48· Πολύν καιρόν εμάχονταν τότες και εκτυπούσαν (παραλ. 3 στ.). Εστάθηκεν Αλέξανδρος κι είπε· «Ω παλληκάρια,| όλοι ας σταματήσωμε ετούτα τα κονδάρια ...» Αλεξ.2 860. 2) α) Κάνω κάπ. ή κ. να μη συνεχίσει (ενέργεια, κίνηση, κλπ.)· εμποδίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω: αρχίρισαν (ενν. ο λαός της Αιγύπτου) να φωνάζουν και να παρακαλούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν· «Ελεημοσύνην ποίησε εις εμάς, Αλέξανδρε βασιλέα και τοπικέ εδικέ μας, υιέ του βασιλέως του Νεκτενάβου». Και όρισεν και εσταμάτησεν τον πόλεμον Διήγ. Αλ. G 26721· Πώς ο Θεός εσταμάτησε τον κατακλυσμόν και πώς εξισκεπάσθη η γης και πώς ο Νώε εβγήκε από την άρκλαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 98r· β) (προκ. για υγρά) εμποδίζω τη ροή: Διά να σταματήσεις αίμα οπού τρέχει από την μύτην και το στόμα ... Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· Τα δάκρυά του έτρεχαν, ως η βροχή επίπταν,| και στάλαγμα δεν είχασιν ποσώς να σταματήσουν Χρον. Τόκκων 3398. 3) Κάνω κάπ. ή κ. να πάψει να προχωρά, ακινητοποιώ: Και είς εκ τους γιανίτσαρους, καλός και πειρασμένος,| το άλογόν του σταματά, πιάνει τα ρέτενά του,| τον Αμουράτην έλεγε ... Αργυρ., Βάρν. Κ 303· εζύγωσεν Αλέξανδρος κοντά και είπεν του Πώρου· «Τέτοιαν εμπιστοσύνην έχεις, Πώρε βασιλέα; Το φουσσάτο σου έρχεται να σε βοηθά». Και ο Πώρος εγύρισεν τάχα να σταματήσει το φουσσάτο Διήγ. Αλ. G 28741· (μεταφ.): Βλέπε και συ, ω άνθρωπε, το πονηρόν θηρίον,| αυτόν γαρ τον διάβολον, μηδέν σε απατήσει,| εις ηδονήν δε της σαρκός να μη σε σταματήσει·| αλλά γυμνώσου και εσύ την ηδονήν εκείνην Φυσιολ. (Legr.) 438. Β´ Αμτβ. 1) α) Παύω, διακόπτομαι: Εις ρύσιν κοιλίας ... βράσε πολύγωνον ... με το ξύδι και βάλε το υποκάτω εις τους πόδας να σταματήσει η κίνησις της κοιλίας σου Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 233· (προκ. για λόγο, ομιλία): Σώπα, εδώ ομπρός του| τα λόγια τούτα μην τα λες, γιατί ’ναι παραμύθια,| αλλά σταμάτα, γροίκησε, να μάθεις την αλήθεια Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 190· β) (προκ. για υγρό) σταματώ να ρέω: τα δάκρυά μου ρέουσι, τρέχουν ως το ποτάμι,| κι υπομονήν ουκ έχουσι ποσώς να σταματήσουν Κομν., Διδασκ. Δ 32. 2) α) Διακόπτω την πορεία μου (για λίγο ή οριστικά), στέκομαι: Ο βασιλεύς ο Ασκαλός και Αλιγνής μετ’ αύτον| μετά τριάντα κάτεργα επέζευσαν εκείσε.| Τρεις χιλιάδες ευρίσκονταν, ήλθαν εις το φουσσάτον·| εσμίξασιν, εκρούσασιν, αλλά οι Τρώες πάλιν| τόσοι ήσαν, τους ετρόπευσαν, στην θάλασσαν τους φέρνουν.| Εκεί γαρ εσταμάτησαν, ουκ είχαν πού να δώσουν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3034· Πήγε κείθε κι ήλθε δώθε (ενν. το κορίτσι)| και σταμάτησεν ομπρός του·| λέγει: «Γέρο, πώς με είδες;» Πτωχολ. Α 211· Και όταν εφθάσαμεν σιμά εις Εμμαούς, αρχίζει (ενν. ο Ιησούς)| να περπατεί μακρύτερα και να μας ξεχωρίζει| κι εμείς τον εβιάσαμεν μ’ εμάς να σταματήξει,| ότι εσπέρα έφθασεν και νύκτα θέλει αρχίσει Βεστάρχης, Στιχ. πολιτ. Ανάστ. 409· (σε προτροπή): βαίνει (ενν. ο Αγαμέμνων) πάλιν προς την μάχην,| άπαντας γουν ερεθίζει·| «σταματήσατε προς μάχην| ίνα νικηταί φανώμεν» Ερμον. Ο 4· Μα τι κυνήγι το ’κανε ο γυμνωμένος Χάρος| κι έκοφτε τόσον άνθρωπον κι είχε περίσσο θάρρος!| Ω θάνατε αλύπητε, σταμάτησε κοντά σου,| στο αίμα οπού χύνεται και κλείσου στη φωλιά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52615· (προκ. για υγρό): το κρασί οπού μεταγγίζεται, εάν δεν σταματήσει ημέρας μ́, δεν έρχεται εις την πρώτην ουσίαν του και ποιότητα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 166· β) (προκ. για πλοίο) κάνω στάση, αγκυροβολώ για λίγο: Εις τον κάβο του γαρμπή του νησίου ήμισο πλωρήσι ημπορεί να σταματήσεις και να ’ράξεις άγκουρές σου εις οργίες ιζ́ και κ́ Πορτολ. Α 3546· Ο Φράγκος έφταξε μ’ όλη του την αρμάδα| κι εσταματήσα στο νησί τρίγυρα όλα αράδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36424. 3) α) Μένω, παραμένω, κατοικώ κάπου: ένας αρχιστράτηγος του βασιλέως ... αποχαιρέτησεν εκείνην την δόξαν την ματαίαν και πρόσκαιρον και εδιάβη και έσμιξεν με τους εκλεκτούς εκείνους μοναχούς, οπού ήσαν φευγάτοι εις την έρημον, και εσταμάτηξε και αυτός εις την έρημον και εκαθάρισεν εξόχως τας αισθήσεις του όλας Ιστ. Βαρλαάμ 177· ΠΑΤΡΙΔΑ: ’Πειδή και θα μισέψετε και να μ’ απαρνηθείτε,| αμέτε όλοι στο καλό και μη μου θυμηθείτε. ΠΟΙΗΤΗΣ: Πώς είναι δυνατό ποτέ να μη σου θυμηθούμε| σε ξενιτιά που πάμενε και πράμα δε βαστούμε; ΠΑΤΡΙΔΑ: Πού θε να σταματήσετε; Πού να ’ναι η κατοικιά σας;| Τάχα να βρείτε ανάπαψη ογιά παρηγοριά σας; Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22427· β) (εδώ προκ. για συζύγους) μένω μαζί με κάπ., παραμένω παντρεμένος: ο Ξάνθος επήγεν εις το σπίτιόν του. Και άρχισε να συντυχαίνει την γυναίκαν του ... Και εκείνη εδίωξέν τον ... και λέγει τον: —Μην έλθεις κοντά μου, μόνον δος μου την προίκα μου να παγαίνω, διατί από τώρα και ομπρός δεν θέλω σταματήσει μετ’ εσένα Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 223.
       
  • στενός,
    επίθ., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1367, Χρον. Μορ. H 5045, Χρον. Μορ. P 5643, Λίβ. διασκευή α 29, Φυσιολ. (Legr.) 357, Φαλιέρ., Ιστ.2 190, Μαχ. 27414‑15, Θησ. Ί́ [205], Λίβ. Va 3790, Πένθ. θαν.2 580, 581, Πορτολ. Α 2182, Χρον. σουλτ. 11715, Ιστ. Βαρλαάμ 39, 298, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 160, Διγ. Άνδρ. 38712, Καλόανδρ. (Κεχ.) 405, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 881, 1076, Δ́ 793, κ.α.· σθενός, Κρασοπ. (Eideneier) S 142· στινός, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 292.
    Το αρχ. επίθ. στενός. Ο τ. στινός και σήμ. ιδιωμ. (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Ντίνας, Ιδίωμ. Κοζάν. Β́, Ανδρ., Ιδ. Μελ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. στενός, κ.α.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Που έχει μικρό πλάτος: Είδα σε, ομμάτια μου καλά, το φως των οφθαλμών μου,| το πώς εμονομάχησες όλους τους απελάτας,| και όταν εμονομάχησες την Μαξιμούν την κόρην· |και εις το στενόν το πέραμαν, εις το βαθύν ρυάκιν,| πολλά πολλά μου άργησες· πιστεύω να την είχες Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1585· Νέος εις αναπόταμον και εις αναλιβαδίαν| μέσα εις στενόν εδιέβαινεν θλιμμένος μονοπάτιν Λίβ. Va 31· Σκάλαν εκατεβαίναμε, είχεν στενά σκαλέρια,| αγάλι αγάλι επηαίναμε κρατώντα από τα χέρια Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 275· Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο| κι εις το λαιμό πολλά στενό, κι είναι νερό γεμάτο ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 592· (σε μεταφ.): η οδός οπού πάγει εις τον άδην είναι πλατεία και ευρύχωρος, η δε εις τον ουρανόν στενή και τεθλιμμένη, και ολίγοι παγαίνουν Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 159. Τώρα θωρώ πολλά στενό τ’ αγγείο μας πως εγίνη,| και η καρδιά μας αχαμνή σ’ αγάπη όταν ξεχύνει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ [599]· (εδώ μεταφ. σε προσφών. της Παναγίας): Δέσποινα πάντων Δέσποινα, Κυρία χαριτωμένη,| ολπίδα των αμαρτωλών, μήτηρ ευλογημένη (παραλ. 11 στ.) των ασθενούντων ιατρός και των στενών το πλάτος Δεφ., Λόγ. 758· β) (για περιοχή) που έχει στενά περάσματα· δύσβατος: οι δε Φραντσόζοι να ξεβούν ουδόλως ημπορούσαν·| διότι ο τόπος ην στενός, κι ουρανομήκη όρη,| άνθρωπος δε να εξεβεί ουδόλως δεν ημπόρει Κορων., Μπούας 74· αν θέλεις έλα ταχύτερον, να μην μας νοήσει ο κόσμος και να περάσομεν τους στενούς τόπους πριν να λάμψει ο ήλιος Διγ. Άνδρ. 35526· γ) (γενικ.) που καταλαμβάνει μικρή έκταση: ημείς ... χώραν οικούντες στενήν και δυσχείμερον και διά τούτο ταύτην καταλιπόντες ως μη δυναμένην επαρκείν ημίν προς τας των σωμάτων χρείας ... Θεολ., Τζίρ. 3544· Ούτος ο βασιλεύς εξόρισε τον μέγαν Μεθόδιον, τον σοφότατον πατριάρχην, εις νησόπουλον μικρόν και απέκλεισέν τον έσω εις σπήλαιον στενόν ... διότι ουδέν ήκουσε να υποκύψει εις το κακόν του θέλημα και εις την αυτού εικονομαχίαν Hist. imp. (Iadevaia) IIc 845. 2) (Μεταφ.) στερημένος, που στερείται τα υλικά αγαθά· φτωχός: Τότε ο βασιλεύς θωρώντα την στενήν ζωήν τους αρχιερείς της Κύπρου ... έδωκέ τους χωριά και άλλα εισσοδέματα του πασανού κατά του εφάνην Μαχ. 2631· Κάνοντας εκεί λοιπόν καιρόν περισσόν με σκληραγωγίαν και στενοτάτην ζωήν, εθυμήθη (ενν. ο Στέφανος) πάλιν προς το τέλος της ζωής του κι ανέβη εις το άγιον τούτο όρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 211· από εδικού του ουδέν είχε τι πράξει, ότι ήτον πάνυ στενός, αλλά και πτωχός υπερήφανος Χειλά, Χρον. 355. (εδώ προκ. για έλλειψη τροφής): και με τον άρτον τον ξηρόν, το δόλιον το αγιοζούμιν| διαβάζω την ημέραν μου στενήν και τεθλιμμένην,| και πίνω και το γάρισμαν αυτό το γαρισμένον,| και πρήσκεται η κοιλία μου, τα δ’ άλλα τι τα λέγω! Προδρ. (Eideneier) Δ́ 246· (προκ. για απόλυτη ένδεια): Ιδέτε τόση ανάπαψη διά την περηφανία,| η ρόδα πώς εγύρισε εισέ στενή πενία.| Λοιπόν οπού έχει βίος πολύ, α θέλει μην το χάσει,| συχνά ας κάμνει ψυχικά και μοναστήρι’ ας φτιάσει Βεντράμ., Φιλ. 382. 3) (Μεταφ.) αυστηρός: ήτον απελπισμένοι (ενν. οι άνθρωποι του βασιλέως) διά το στενότατον πρόσταγμα, όπου τους είχεν κάμει ο βασιλεύς αυθέντης των, ήγουν ότι αυτοί να μην γυρίσουν εις του λόγου του χωρίς να μην του φέρουν αυτούνους (ενν. την γυναίκα και το παιδί του Μπερτόλδου) Μπερτολδίνος 93. 4) (Για χρόνο, περίσταση κ.τ.ό.) α) δύσκολος, πιεστικός: Δέσετέ με, ω παιδιά μου, (παραλ. 1 στ.) εκ τας χείρας και τους πόδας,| ώσπερ δένουσι τους σκλάβους,| σύρτε και πωλήσετέ με (παραλ. 3 στ.) για να ζήσετε, παιδιά μου,| τούτον τον στενόν τον χρόνον Πτωχολ. Α 29· σήμερον εις εμένανε του πόθου λυπηθείτε,| την ώραν τούτην την στενή ... Φαλιέρ., Ιστ.2 329· β) περιορισμένος, σύντομος, λίγος: ο καιρός στενός εστίν Sprachlehre 81· Και τούτο σας λέγω, αδελφοί, ο καιρός αποτώρα και ομπροστά είναι στενός. Διά τούτο πρέπει εκείνοι οπού έχουν γυναίκες, να είναι ωσάν να μην έχουν· και εκείνοι οπού κλαίουν, ωσάν να μην κλαίουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2  Παύλ. Κορ. Ά́ ζ́ 29. Το ουδ. εν. ως ουσ. = α) δυσκολία: Εγώ διά το άπορον και το στενόν της γλώττης,| και των γραμμάτων αμαθής και της παιδεύσεως, λέγω,| πολλάκις γαρ αισχύνομαι γράφων τοιούτους λόγους Παρασπ., Βάρν. C 104· Ο δε ορών εν στενῴ τα πράγματα όντα, έπλευσε διά θαλάσσης Δούκ. 2431· β) έλλειψη, ανεπάρκεια: θέλω διηγηθεί μεγαλύτερα και υψηλότερα κατορθώματα· αλλ’ όμως όλα διά το στενόν του καιρού τα αφήνω Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 84. — Βλ. και στενόν.
       
  • στερεύω (ΙΙ),
    Λίβ. Esc. 3347, Μαχ. 21613, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 112, Χούμνου, Κοσμογ. 1924, Σκλέντζα, Ποιήμ. 47, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 489, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4645, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 546, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1578, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [61], Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 456, Θρ. Κύπρ. Μ 511, 547, Zygomalas, Synopsis 161 Γ 47, 173 Ε 6, Πηγά, Χρυσοπ. 225 (48), Μορεζ., Κλίνη φ. 2v, Ιστ. Βαρλαάμ 182, Κυπρ. ερωτ. 8637, 1313, 1454, Σταυριν. 1141, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9118, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 794, Δ́ 184, Διγ. Ο 711, 1888, 2206, 3055, κ.α.· στερεύγω, Ασσίζ. 42723, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 170, Δευτ. Παρουσ. 289, 290, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 90, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 265, 676, 683, Πηγά, Χρυσοπ. 185 (42), 300 (4), Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3136, 1254, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 855, 861, Γ́ 21, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 436, Διγ. Ο 778, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20822, 56823, 57020, Τζάνε, Κατάν. 503· στιρεύγω, Ερωτοπ. 434, 547, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 170 κριτ. υπ.· στιρεύω, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Α 1023· υποτ. αορ. (να) στερέσω, Ασσίζ. 2885.
    Από το στερώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑εύω (ΛΚΝ, λ. στερεύω2,‑ομαι). Ο τ. στερεύγω στο Meursius (λ. στερεύγειν). Η λ. στο Meursius (λ. στερεύειν), στο Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 587, Θυ. Έ́ 149, Κλ. Γ́ 47 και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ, ό.π.).
    I. Ενεργ. α) Αφαιρώ, στερώ κ. ή κάπ. (από κάπ. άλλο): Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον τον βίον τόν παραδίδουν να το πάρου απάνω της θαλάσσου, και γίνεται ότι οι κουρσάροι στερεύγου τον πάντα όσα εβάσταν και δικά του και αλλότρια Ασσίζ. 29812· Σε τούτο δεν πρέπει τινάς την τύχην να πιστεύει·| όσα δίδει πολλές φορές ’ς μιαν ώραν τα στερεύει Παλαμήδ., Βοηβ. 974· Ω αμιρά, πρωτοαμιρά, και σκύλε της Συρίας·| το αδέλφιν μας τό έρπαξες, μηδέν μας το στερέψεις.| Ή δείξε μας το αδέλφι μας ή κόπτομεν κι εσέναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 130· β) εμποδίζω, αποκλείω κάπ. από κ., αρνούμαι σε κάπ. κ.: τέτοιας λογής επολέμα (ενν. ο Φώτιος) ώστε οπού όχι μόνον να τον στερέψει (ενν. τον Ιγνάτιον) από τον θρόνον, αμή ακόμη να πάρει και την ζωήν του, αν ήθελεν είσται βολετόν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 788· εστερέψες μου το δεισ σου| με σκλερόν μαντίν τακένον Κυπρ. ερωτ. 1247· (προκ. για συναίσθημα): Ετύφλωσές με, κόρη μου, επήρες μου το φως μου,| εστέρεψές μου την χαρά ετουτουνού του κόσμου Διγ. O 1884· γ) ζημιώνω κάπ.: Διατί δεν προκρίνετε μάλλον να υπομένετε την ζημίαν; Αλλά εσείς αδικείτε και στερεύετε τους άλλους, και τούτο το κάμνετε εις τους αδελφούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ Ϛ́ 8. IΙ. Μέσ. α) Μου λείπει κ., στερούμαι κ. ή κάπ.: Τούς εις τον Άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,| τον ουρανόν στερεύγουνται, τον ήλιον ου θωρούσιν,| το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν Απόκοπ.2 489· Αυτήν την αρρωστίαν είχεν ο Λέων, διά της οποίας εστερεύτηκε κάθα λογής φαητόν απού τα πλούσια και καλά φαητά της Κωνσταντίνου πόλεως Μορεζ., Κλίνη φ. 105r· διά να μην στερεύγεται η άλλη θλιμμένη αδελφή Μαρία τον Χριστόν, τρέχει (ενν. η Μάρθα) και λέγει της κρυφά ότι: «Μαρία, ήρθεν ο διδάσκαλος και σε κράζει» Πηγά, Χρυσοπ. 152 (9)· β) αποχωρίζομαι: Ίδα μου ευγενικότατη, που ’σαι συνηθισμένη| από χαιράμενους βοσκούς να ’σαι κατοικημένη,| σήμερο θα σε στερευτώ κι εις τόπο θε να πάω| όπου νερό δε βρίσκεται, ουδέ ψωμί να φάω Πανώρ.2 Ά́ 15· γ) χάνω: διατί όλοι ήμαρτον και στερεύουνται την δόξαν του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Ρωμ. γ́ 23· Μοναχοί γινόμενοι, πατέρες ή παίδες, δεν στερεύονται της κληρονομίας διά αιτίαν που έγινε προτού να κουρευθώσι και να γένωσι τέλειοι καλόγηροι Zygomalas, Synopsis 228 Μ 2· φρ. στερεύομαι τη(ν) ζωήν = «χάνω τη ζωή μου», σκοτώνομαι: οι πέτρες τσ’ εσκοτώσανε (ενν. τα παλληκάρια), γιατ’ ήτον στην τριντζέρα,| κι εστερευτήκα τη ζωήν εκείνη την ημέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21725· Ανίσως και ο Νεόφυτος … δεν θελήσει να αλλάξει την γνώμην του …, ας στερευθεί βιαστικώς με σπαθιά και θηρία αυτήν την γλυκιάν ζωήν Ροδινός (Βαλ.) 231. — Βλ. και στερίζω, στερώ.
       
  • στραγγίζω,
    Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 138, Πεντ. Λευιτ. I 15, Γιατροσ. Ιβ. 60, 114 (δις), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 117, Πιστ. βοσκ. II 1, 222, 279, V 4, 17, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 235, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 681, Γ́́ 907, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 73, 79, 80 (τρις), 81.
    Το μτγν. στραγγίζω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Αφαιρώ, απομακρύνω από κ. το υγρό που περιέχει (με πίεση, σύνθλιψη), στύβω: και ποτήρι του Φαρω εις το χέρι μου, και επήρα τα σταφύλια και εστράγγιξα αυτά προς ποτήρι του Φαρω, και έδωσα το ποτήρι ιπί απαλάμη του Φαρω Πεντ. Γέν. XL 11· εκεί στη μέση ξάφνου| του ποταμού ένα γέρο| βλέπω ζιμιό και ολόγρο, και προβαίνει| στραγγίζοντας και γένια και μαλλιά του Πιστ. βοσκ. I 4,167. 2) Καθαρίζω υγρό από ξένες ουσίες· διηθώ, σουρώνω: Έπαρε ρίζαν της φάκλας, ... τσάκισέ την εις λεπτά, βάλε την εις το κρασί να κάμει ώρας ιβ́, έπειτα στράγγιξε το κρασίν εκείνο και πίνε το να μη σου έλθει ποτέ πόνος φιάγκου Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 235. 3) α) Αποβάλλω υγρό σταγόνα σταγόνα, στάζω, χύνω: τα νέφη να σκοτεινιασθούν, βροχές να μην στραγγίζουν,| μ’ αστροπελέκια κρύσταλλα στον κόσμον να χιονίζουν Τζάνε, Κατάν. 107· (προκ. για την αποβολή ιδρώτα από το σώμα): διά το βάρος των εδικών μας αμαρτιών ... τον αιματωμένον εκείνον ίδρωτά του εις τον κήπον εστράγγιξεν (ενν. ο Ιησούς Χριστός) Χριστ. διδασκ. 369· (προκ. για δάκρυα): Φρίξε, ουρανέ, και στέναξε ...| και κλάψε και τα δάκρυα σου σημάδι να στραγγίξεις| σε τούτο τον ασκόλαστο θάνατο που θερίζει| με δίχως δίκιο, και κολά κι όλους τους τυραννίζει! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1734· (σε υπερβολή): ω τοίχοι, που στραγγίζετε το μέλι και το γάλα,| ω καλοριζικότατη και πλουμισμένη σκάλα,| δώτε μου τόπο ν’ ανεβώ, σαν είν’ η πεθυμιά μου,| να βάλω την Κασσάντρα μου μέσα στην αγκαλιά μου Κατζ. Έ́ 23· (σε παρομοίωση): ωσάν το ξύλο το χλωρό την ώραν απ’ αρχίζει| να καίγεται, συχνοκτυπά και το νερό στραγγίζει,| τέτοιας λογής το στήθος μου κτυπά κι αναστενάζει| και δάκρυα στάσσει εκ τη φωτιά των αμματιώ απού διάζει Πανώρ.2 Έ́ 102· (μεταφ.): μάνητα και οργή και δικαιοσύνη| τα χείλη του τ’ αφτούμενα εστραγγίζα Πιστ. βοσκ. I 2, 258· εφίλιε ... (παραλ. 1 στ.) τα χείλη εκείνα, ... όπ’ ανοιγοσφαλίζαν| ωσάν δυο ρόδα δροσερά, και ζάχαρη εστραγγίζαν Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 198· β) συγκεντρώνω υγρό σταγόνα σταγόνα: εις του σιμότερου βουνού τα δάση μέσα εμπήκε| κι ένα δεμάτι (ενν. χορτάρι) εμάζωξε, πάλε σ’ εμάς γυρίζει,| και το ζουμί του εβγάνοντας μέσα σ’ αγγειό στραγγίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1326· (μεταφ.): ιδές τηνε το πώς γελά και πώς σπιθοβολίζει| και τες δροσιές της ομορφιάς στο πρόσωπο στραγγίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 196· το τιμημένο και γλυκύ το στόμα το δικό της (παραλ. 2 στ.) σχεδόν σα να ’λεγε κι αυτό: «Δέτε το πώς στραγγίζω| την ομορφιά εις του λόγου μου και ροδοκοκκινίζω!» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 189. Β´ Αμτβ. 1) (Για υγρά) α) πέφτω σε σταγόνες, στάζω: Κι ανέν και γάλα οι ποταμοί δεν τρέχου ωσά τσι χρόνους| τσι παλαιούς ετρέχασι κι εκ τω δεντρώ τσι κλώνους| τα μέλια δε στραγγίζουσι κι οι πέτρες δε μιλούσι,| αλλά οι γιαθρώποι τσ’ αρετές τσι παλαιές κρατούσι Πανώρ.2 Πρόλ. 57· Ο δε Αίσωπος αρπάσας αγγείον και από τα αποπλύματα του λουτρού οπού εστράγγιζαν εγέμισε το αγγείον και έδωσε τον Ξάνθον και έπιεν Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 16529‑30· β) αδειάζω, χύνομαι εντελώς: εστράγγισε το αίμα του απ’ αύτον,| το χρώμα του προσώπου του εχλώμιανε και ’χάθη,| το σώμα του ψυχράθηκε, και ’ξέψυξεν ο ήρως Θησ. Β́ [654]. 2) Αποβάλλω το περίσσιο υγρό: Ούτως κάμνουσι και τα σύκα, τα κεράσια, σταφίδας, απιδοκόμματα και άλλα ’πωρικά· αφού τα ξηράνουσιν εις τον ήλιον και τα ζεματίζουν με την θάλασσαν και τα βάνουν εισέ μια ψάθην παστρικήν να στραγγίξουν ολίγον, και τότε τα φυλάγουν ακόμη ζεστά εις το πιθάρι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 162· Βράσε κόκκινα σεύκλα ... και, αφού τα βράσεις, τά έβγαλε από το ζουμί να στραγγίζουν εις ένα πινάκι ή λεκάνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 253. Φρ. στραγγίζω τον κώνωπα (και καταπίνω την κάμηλον) = δίνω σημασία σε ασήμαντα πράγματα παραβλέποντας τα σοβαρότερα θέματα (πβ. ΚΔ, Ματθ. 23, 24: οι διυλίζοντες τον κώνωπα, καθώς και σημερ. λόγ. φρ. διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον): Αλίμονον εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ... Τυφλοί οδηγοί, οπού στραγγίζετε τον κώνωπα και την κάμηλον καταπίνετε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κγ́ 24. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει χάσει τη ζωτικότητά του· στεγνός, καχεκτικός: ήτον το κορμί του ξηρόν και στραγγισμένον από την σκληρότητα της ασκήσεως Ιστ. Βαρλαάμ 190.
       
  • σύγκλητος (I)
    ο.
    Το μτγν. ουσ. σύγκλητος (TLG).
    Το μέλος της συγκλήτου (βλ. ά.): τινές από τους συγκλήτους και συμβούλους του βασιλέως απόβαλαν όλα τα βάρη του κόσμου και αρνήθηκαν την πρόσκαιρον δόξαν και τιμήν και έγιναν μοναχοί Ιστ. Βαρλαάμ 149. — Βλ. και συγκλητικός.
       
  • συμπνίγομαι.
    Από το μτγν. συμπνίγω που απ. και στο ΑΛΝΕ (λογοτ.).
    1) α) Στενοχωρούμαι· υποφέρω· ασφυκτιώ: Ας ζήσω με την μόνωσιν, ας ανασάνω μόνη.| Επνίγην, αλλά τον πνιγμόν ου δύναμαι βαστάζειν| αν δ’ ίσως και συμπνίγομαι, στενοχωρούμαι πάλιν,| ας το γνωρίσω μόνη μου Καλλίμ. 1892· β) συμπάσχω (με σύστ. αντικ.): Είπον εκείνοι: « Τον πνιγμόν και τους πολλούς σου πόνους| και τα λιποθυμήματα τα καθημερινά σου (παραλ. 2 στ.) ημείς συνεπνιγόμεθα, συνεπονούμεν τότε Καλλίμ. 2027. 2) Καταστρέφομαι (μεταφ.· πβ. Κ.Δ., Λούκ. 8.7.): εκαυχάτονε … εις όλα τα κοσμικά πράγματα, τα οποία φθείρονται και χαλούσιν εγλήγορα, κατά δε την ψυχήν ευρίσκετον  εις τέλειον αφανισμόν και εσυμπνίγετον με πολλά κακά, έστοντα οπού ήτον έλληνας και ειδωλολάτρης Ιστ. Βαρλαάμ 117.
       
  • συνάγω,
    Σπαν. Α 418, Σπαν. Β 399, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 125, 210, 240, Δ́ 166, Καλλίμ. 874, 1026, Βέλθ. 1317, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 934, 1867, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 119, Φλώρ. 371, 397, 1820, Απολλών. (Κεχ.) 123, 608, Λίβ. διασκευή α 846, 1208, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 88, 95, Καναν. (Pinto), 162, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) XII5, Λέοντ., Αιν. (Knös) 17111, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 69, Διήγ. Αλ. V 23, Λίβ. Va 915, Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Πτωχολ. α 90 κριτ. υπ., Zygomalas, Synopsis 138 Α 96, Αλφ. 1486, Ψευδο-Σφρ. 15832, κ.α.· συνάγω ή συνάζω, Ορνεοσ. αγρ. 54425, Ερμον. Γ 214, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 42, Αχιλλ. (Smith) N 282, 1823, Αχιλλ. (Smith) O 752, Διήγ. Βελ. χ 95, Αργυρ., Βάρν. Κ 111, 285, Διήγ. Βελ. N2 101, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1140, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 139, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 410, Iμπ. (Yiavis) 889, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 195, 212, 272, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 195, Διήγ. Αλ. G 28617, Αχέλ. 876, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 324, Θρ. Κύπρ. M 117, Χρον. 308, Επιστ. Ηγουμ. 17520, Βίος Δημ. Μοσχ. 555, Παλαμήδ., Βοηβ. 54, 661, 1153, Διγ. Άνδρ. 35720, Λίμπον. 401, Ροδινός (Βαλ.) 124, 198, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7212, 8214, κ.α.· συνάζω, Χρον. Μορ. P 342, Φλώρ. 1601, Δευτ. Παρουσ. 4, 86, Λίβ. Esc. 2838, Χρον. Τόκκων 149, 3672, Χρησμ. (Βέης) 1317, Λίβ. Va 2109, 2110, Έκθ. χρον. 26, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1591, Ιστ. Βαρλαάμ 103, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 12711, Ιστ. πατρ. 802, 1152, Πηγά, Χρυσοπ. 345 (15), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 759, 1018, 16328, Ιστ. Βλαχ. 1436, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 423, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 231, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1736, 9003, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 238, Διγ. O 1866, Διακρούσ. (Κακλ.) 68, 116, 157, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1638, κ.α.· συνάζω ή συνάσσω, Χρον. Μορ. Ρ 502, 1043, 1169, Λίβ. Esc. 1122· συνάσσω, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 62, Χρον. Μορ. P 3246, Λίβ. Esc. 767, Χρον. Τόκκων 739, 1007, 1258, 3860, Θησ. Ζ́ [1102], Ί́ [751], Αλεξ.2 1029, 1266, 1610, Άνθ. χαρ. 3015, Κορων., Μπούας 14, 68, 129, Πένθ. θαν.2 305, Βυζ. Ιλιάδ. 385, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 302, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 320.
    Το αρχ. συνάγω. Οι τ. συνάζω-συνάσσω με μεταπλ. από τον αόρ. εσύναξα (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 117, 280, 282). Ο τ. συνάζω το 13. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. συνάζειν) και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συνάσσω στο Βλάχ. (λ. συνάσσομαι) και σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Για ανθρώπους) μαζεύω, συναθροίζω σ’ ένα μέρος: Εις τον καιρόν οπού ηθέλησεν να πάρει γυναίκα (ενν. ο βασιλεύς Θεόφιλος), εσύναξε δώδεκα κορίτσια. Και από εκείνα ήτον η μία ονόματι Κασσία και η άλλη Θεοδώρα  Χρον. βασιλέων 932· από παντού εσύναξε (ενν. ο Βελισάριος) τέκτονας πελεκάνους.| Μέσα εις μήνας τέσσαρας επλήρωσαν τα πλοία Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 365· την επαύριον εσύναξε το πλήθος της χώρας και τους εδίδαξεν ο Ιωάσαφ, και έγιναν όλοι χριστιανοί Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14924· υπερίσχυσαν οι Αγαρηνοί και έλαβον την πόλιν ταύτην (ενν. την Μεθώνην). Έπειτα συνάξαντες πάντας τους άνδρας από ιβ́ ετών και άνω απεκεφάλισαν Ιστ. πολιτ. 5715· Και όλες τες δουλεύτριές της εσύναξεν ομπρός της (ενν. η Αιμίλια),| και λέγει τους ... Θησ. Ζ́ [771]. 2) (Για στρατεύματα) συγκεντρώνω στρατό, στρατολογώ: ευθύς στρατόν μισθοφορικόν πολύν συνάξας ... Ψευδο-Σφρ. 2003‑4· Τον αδελφόν του όρισεν (ενν. ο δούκας), τον κόντον Λεονάρδον,| και εσύναξεν φουσσάτα του, πεζούς, καβαλαραίους,| να στέκεται παρέτοιμος Χρον. Τόκκων 1486· φουσσάτο γαρ εσύναξεν (ενν. ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος), Τούρκους και άλλες γλώσσες,| την μάχην επεχείρησεν να μάχεται τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 1269· φουσσάτα σύναξαν αμέτρητα το πλήθος,| δοκιμασμένα ’ς πόλεμον και στερεά το στήθος Κορων., Μπούας 82· (προκ. για το σατανά): όταν τελειωθούν οι χίλιοι χρόνοι, θέλει λυθεί ο σατανάς από την φυλακήν του και θέλει εβγεί να πλανέσει τα έθνη οπού είναι εις τες τέσσερες γωνίες της γης, ... και να τους συνάξει εις πόλεμον Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 269. 3) Συγκαλώ σε σύσκεψη, συνεδρίαση: Τους άρχοντας εσύναξεν (ενν. ο δούκας), όπου είχαν εις βουλήν τους,| και την βουλήν εκάμασιν το πώς θέλουν ποιήσει Χρον. Τόκκων 537· τους μπαρόνους του ο ρήγας όλους ’κράξε,| και μέσα στο παλάτι του ευθύς τους εσυνάξε,| καλήν απ’ αύτους συμβουλήν ηθέλησε να πάρει,| ότι την γνώσιν την αυτού μόνην ουδέν εθάρρει Κορων., Μπούας 32· μαθόντες οι κληρικοί τον θάνατον του πατριάρχου εσύναξαν αρχιερείς, διά να ιδούν ποίος έναι αρμόδιος να κάμουν πατριάρχην, και καθίσαντες επί συνόδου εζήτησαν ομοφώνως τον πρώην Ιστ. πατρ. 1414. 4) (Για πράγματα) α) μαζεύω, συγκεντρώνω: έκβαλε τα εκκλησιαστικά και γίνου προσχεριάρης,| και φόριε το προσώμιν σου και τον πηλόν κουβάλιε| και τα χαλίκια σύνασσε, να επάρεις τον μισθόν σου Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 212· αυτός (ενν. ο Ιακώβ) το λέγει των γυναικών του και συνάζουν το τίποτές του μίαν νύκταν και παίρνουν και φεύγουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 145r· Το δένδρον δε εκ του καιρού ύστερ’ αφού γηράσει| και όλην την ποιότητα τελείως θέλει χάσει,| τότε συνάσσει ο γεωργός τα κάλλιο του κλαδία| και εις την γην φυτεύει τα Κορων., Μπούας 113· β) (για καρπούς) κάνω συγκομιδή: Ηύρηκα τον Σεπτέβριον του να τρυγά απαύτου| αμπέλιν δροσερόν, δένδρη και καρπόν, σταφύλια να συνάγει Λίβ. διασκευή α 1152· όλοι σου οι άνθρωποι του κράτους σου να συνάξουν τούτους τους καλούς καιρούς ... τόσο σιτάρι ..., ότι να τους σώσει διά εκείνους τους άλλους τους κακούς και τους ακριβούς οπού θέλουν έλθει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149r· συνάζει (ενν. το μερμήγκι) το καλοκαίρι την θροφήν του διά να την έχει όλον τον χρόνον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 36r· γ) αποθησαυρίζω, συσσωρεύω (χρήματα, πλούτη, κέρδη, κ.τ.ό.): εκείνοι τα νομίσματα συνάγουσιν απλήστως,| ημάς δε κατηχίζουσιν περί φιλαργυρίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 406· καλά και εσύναξες εις τα αμπάρια σου πλούτον και λέγεις: «Φάγε, ω ψυχή», και ο θάνατος ως κλέπτης αύριον σε αρπάζει Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 103· Εσύναζε γαρ βίον (ενν. ο Θεόληπτος) σκορπίζων εν τοις μεγιστάσιν, όπως πατριαρχεύῃ τυραννικώς Έκθ. χρον. 684· Ο μύθος λέγει μας εδώ τινάς που κοπιάζουν,| και άλλοι τα κερδίζουσι, το κέρδος το συνάζουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3812. 5) Φιλοξενώ· περιθάλπω: Ξένος ην και ανέγνωρος και συνηγάγετέ με·| γυμνός, δίχως ιμάτιον κι επεριβάλετέ με Τζάνε, Κατάν. 223· Ο δε ο αυτός ανήρ, ελεήμων και φιλόπτωχος και φιλόξενος καταπολύ, γυμνούς έντυνεν, τους ξένους και οδοιπόρους εσύναζεν και καλό προς αυτούς έκαμεν Βίος Φιλαρ. 238. 6) (Προκ. για χτυπήματα με βέργα) δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι (πβ. νεοελλ. φρ. «μαζεύω ξύλο»): αυτίκα γαρ ανάρπαστον σηκώνουν τον αθλίως,| και ως ίνα τον εκβάλωσι την πόρταν, καν ου θέλει,| βίτσαν συνάγει και ημισή ο κακοδοικημένος Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 256. 7) Συνενώνω, συναιρώ: αυτή (ενν. η φύσις) σιάζει τα πράγματα τα ξεχωρισμένα, ήγουν εκείνα οπού δεν ημπορούν να σιαστούν, εις τοιούτον τρόπον, ότι όλα τα πολυποίκιλα τα συνάζει εις ένα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 17r. 8) Συμπεραίνω: Από τα οποία (ενν. τες τέσσερις αιτίες) θέλω συνάξει πως ό,τι και αν ευρίσκεται εις εμένα, όλον είναι καμωμένον από τον Θεόν και όλον είναι του Θεού Βουστρ. Μεταφρ. 255. 9) (Μαθημ.) παράγω ως άθροισμα: α’ β́ γ́ δ́ ε’ ς’ ζ́ η’ θ́ ι’ ια’ ιβ́, ομού συνάγουσι οη’ Rechenb. (Vog.) 366. 10) (Μεταφ., με αντικ. τις λ. λογισμός, νους) συγκεντρώνω τις σκέψεις, την προσοχή μου: εκάθισεν (ενν. ο Καλλίμαχος) εφ’ ικανόν προς την του κήπου θύραν·| εκάθισεν, εγνώρισεν ...| ... και την της κόρης φλόγαν,| θέλων λαλήσαι και σιγών και λογισμόν συνάγων Καλλίμ. 1623· αποτώρα και έμπροσθεν τον νουν μου να συνάξω,| την πράξη μου εις ολιγολογίαν βαθέα να την στήσω| και την αλήθειαν να ειπώ Συναξ. γυν. 465· Εξενίσθη ο Αλέξανδρος το πρόσωπον της κόρης,| και έφριξεν το κάλλος της, ο νους του επαρήλθεν,| έχασεν και την όψιν του, δεν είχεν τι συντύχειν·| και οκάποτε μετά πολλής εσύναξεν τον νουν του,| και συντυχαίνει θαρρετά και ερωτά την κόρην: ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 864. II. Μέσ. 1) Μαζεύομαι, συναθροίζομαι σ’ ένα μέρος· συγκεντρώνομαι σε μεγάλη ποσότητα, αριθμό: όρισεν η ηγουμένη ... να κρούσουν το ξύλον να συναχθούν όλες οι αδελφές Γεωργίου ρήτορος, Αρχιληστ. 63· εσυνάζουνταν πολλοί άνθρωποι από την χώραν να ιδούν το πώς ο δείνας άνθρωπος έχει να λάβει θάνατον από ορισμόν του βασιλέως Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10936· Κάμε ένα φανάρι με γυαλία ή κρύσταλλα ... και, όταν θέλεις να ψαρεύσεις, κατέβαζέ το εις την θάλασσαν και τότε συνάγουνται εις το φως όλα τα οψάρια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 246· ηθέλησα πολλές φορές μαχαίριν να πιάσω,| να τ’ ακονίσω δυνατά και να σφαγώ ατός μου (παραλ. 1 στ.), να συναχθούν τα όρνεα να με διαμοιράσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 225· έκαμεν (ενν. ο Θεός) αυτήν την ημέραν και εσυνάχθη (ενν. το νερόν) εις έναν τόπον όλο και εφάνηκεν όλη η γης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 53v· (μεταφ.): θεωρώ εσυνάχθησαν του κόσμου οι πικρίες,| και εζυμώθησαν καλά με την χολήν εντάμα,| κι εις τον λαιμόν μου στέκονται και δαπανίζουσί με Περί ξεν. (Μαυρομ.) 240· (προκ. για στατιωτική δύναμη): Να τους ιδώ, αν δύνονται τώρα οι Μαλτεζάνοι| ν’ αντισταθούν τη δόξα μου, καθώς ο νους τους βάνει·| αν κάμουν και τη λέγα τους, όλοι να συναχθούσι,| δε θέλουν δυνηθούν ποτέ εμέ ν’ αντισταθούσι,| που έχω τόση δύναμη και άμετρο φουσσάτο Διακρούσ. (Κακλ.) 419. 2) Συμπιέζομαι, περιορίζομαι σε μικρότερο χώρο: πληρουμένης της γαστέρας, ήγουν γεμάτης ούσης των υγροτήτων μετά του πνεύματος, πληττομένη η γαστήρ από του κρούσματος, συνάσσεται ενδότερον τῃ αυτῄ γαστρί και βιαζόμενον το πνεύμα εξέρχεται από του γαργαρεώνος και των μυκτήρων Μάρκ., Βουλκ. 34927. 3) Συνέρχομαι σε σύσκεψη, συμβούλιο: εσυνήχθησαν πολλοί από τους αρχιερείς και ηνώθησαν μετά των κληρικών της μεγάλης εκκλησίας και σύνοδον εκάμαν, ποίον να κάμουν και στήσουν πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1016· εσυναχθήκασι, στον τόπον εκαθήσαν| να κάμουσι κυβερνητήν όλοι κι αποφασίσαν.| Είπε καθείς την γνώμην του και κείνο οπού ξεύρει| και παρευθύς εκάμασι τον σερ Μπαστιά Βενιέρι Άλ. Κύπρ. 1710· ο γενεράλες κράζει| Ρωμαίους τότες Κρητικούς κι είπε να συναχτούσι| όλοι να δώσουνε βουλή, ογιά να διαλεχτούσι| δώδεκα για να κάμουνε πρώτους, για να μπορούσι| τα βάρη όλων των Ρωμιών εκείνοι να θωρούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53525. 4) Συγκεντρώνομαι σε κ., επικεντρώνω την προσοχή μου: Εδά συνάξου, λογισμέ και λεπτινή μου γνώση,| και μίλιε, γλώσσα, φρόνιμα και ο νους μου ας θεμελιώσει Βεν. 1. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ενωμένος, συνδεδεμένος: διέστησαν δη τα πάλαι συνηγμένα Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) VI5.
       
  • συνήθεια
    η, Σταφ., Ιατροσ. 17469‑470, Διάτ. Κυπρ. 51020, Ασσίζ. 834, Χρον. Μορ. H 5253, Χρον. Μορ. P 5253, 8643, Βίος Αλ. (Aerts) 4175, Λίβ. διασκευή α 1839, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1702, Χρον. Τόκκων 2117, 2120, Μαχ. 30828, Κορων., Μπούας 63, 90, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 248r, Αιτωλ. Μύθ. (Παράσογλου) 534, 11211, Κώδ. Χρονογρ. 572, Χρον. σουλτ. 12138, 13718, κ.α., Ιστ. πατρ. 13910, 17717, Μορεζ., Κλίνη φ. 322r, 410r κ.α., Ιστ. Βαρλαάμ 498, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1452 ά́ 1, 1486 κς́ 1 κ.α., Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 26, 1357, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 138, 166, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 91, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10320, 11613, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 44522, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5488, 6852, κ.α., Hagia Sophia ω 5103, 5142, κ.π.α.· συνηθεία, Ερμον. Β 335, Χρον. Τόκκων 603· αιτιατ. εν. συνηθεία(ν), Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 8107, Χρον. Μορ. P 8600, Θησ. Δ́ [916].
    Το αρχ. ουσ. συνήθεια. Ο τ. μτγν. (L‑S, γρ. συνηθία). Η λ. και σήμ.
    1) Τρόπος ενέργειας ή συμπεριφορά που αποκτά κάπ. με την επανάληψη και στη συνέχεια εκτελεί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, έξη: Διατούτο είναι καλόν πράγμα να μανθάνει τινάς τα παιδιά του καλές συνήθειες, διότις εκείνον το καλόν μάθημα απού θέλει μάθει τινάς απόσταν είναι μικρός δύσκολα του μισεύγει Μορεζ., Κλίνη φ. 172v· είχεν εις το σπίτιν του μίαν εικόναν της υπεραγίας Θεοτόκου εις την οποίαν πάσα ημέρα, όχι τόσο από ευλάβειαν όσον από συνήθειαν, επροσκύνα Μορεζ., Κλίνη φ. 172r· Αμή εάν με ακούσετε και δεχθείτε την βουλήν μου, να μην το καταδεχθούμεν και γένει συνήθεια, μηδέ να τον αφήσομεν να μας περιπλακώνει πάντοτε, αλλά ουδέ την τόλμην να αφήσομεν ανεκδίκητον Διγ. Άνδρ. 3852. 2) α) Τρόπος συμπεριφοράς χαρακτηριστικός για ένα άτομο ή μια ομάδα: Εάν ο ιέραξ σπόγγον έχει, ούτως νοήσεις, όταν ίδεις αυτόν πίνοντα πλέον της συνηθείας αυτού και συχνόν πυρετόν έχει Ορνεοσ. αγρ. 5325· συνήθεια είναι των διδασκάλων, ότι τα βιβλία ..., να τα αφιερώνουν καλοίς και τιμίοις προσώποις και μάλιστα εδικοτέροις Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 58· έγινεν η κόρη νόμου ηλικίας, εκείνη η ωραία, και έδειχνεν τον πόθον των ερώτων ως εφλογίσθη, ως είναι πάντοτε η συνήθεια των γυναικών προς τους άνδρας Διγ. Άνδρ. 31732· β) διαδικασία χαρακτηριστική μιας δραστηριότητας: Και με συνήθεια κυνηγιού θέλω να θεραπεύσω| τη βλάβη ετούτη τη σκληρή και να τηνε γιατρεύσω,| που για συνήθι κυνηγιού την έχω καμωμένη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1315. 3) Παράδοση, έθιμο: οι ποπολάροι ήθελαν να τον κατεβάσουν από το κάστρο κάτου εις την χώρα με τιμή, ως είναι η συνήθεια του τόπου οπού οι άρχοντες κάνουν πολλών αφεντάδων, όταν ο λαός λαβαίνει καλήν κυβέρνησιν απ’ αυτούς Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Και ουκ ήλθον θάψαι αυτόν κατά την συνήθειαν και τάξιν την παλαιάν Σεβήρ., Ενθύμ. 2813· και εκεί ηρώτησε τους κληρικούς ότι τι συνήθειαν είχαν οι βασιλείς των Ρωμαίων, όταν έκαμναν πατριάρχην Ιστ. πατρ. 815. 4) (Περιληπτ.) κανόνες δικαίου που στηρίζονται στο εθιμικό δίκαιο: Περί συνηθείας αγράφου της πόλεως και της εκκλησίας οπού κρατούμεν Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1691· και καλείς τον εις τον κήπον ή εις τον αμπελώνα ... καθώς ένι συνήθειαν και κουστούμιν των δενδρών των χλωρών, ότι πρέπει να καλλιοτερίζουνται εις πάσα καρπόν, χωρίς αν είχαν έτερον στοίχημαν μεσόν τους Ασσίζ. 783· Και όμεσεν ο πρίγκιπας στο άγιον ευαγγέλιον| του να κρατεί τους άπαντες όλους τους Μοραΐτες| εις φραγκίαν και συνήθειαν καθάπερ και τους ηύρεν Χρον. Μορ. P 8646. 5) α) Σχέση, επαφή, συναναστροφή, επικοινωνία: πηγαίνουσιν τον τάφον του να δούσιν (ενν. του Μεχεμέτ),| γυναίκες, άνδρες και παιδιά που παν ν’ αγιασθούσιν (παραλ. 4 στ.). Και ο πρώτος τους αγιασμός και η συνήθειά τους| είναι διά να πορνευτούν αυτάνα τα κορμιά τους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 127· και πάντοτε εσυντύχαιναν οι δύο (ενν. ο Παυλίνος και η Ευδοκία)| χωρίς καμίαν κακήν έννοιαν, ότι ούτε εκείνη είχεν απάνω του καμίαν κακήν ενθύμησιν ούτε εις αυτήν ο Παυλίνος, αλλά δι’ αγάπην καθαράν και συνήθειαν φιλίας Παράφρ. Μανασσ. 280· β) σαρκική επαφή, συνουσία: Να φαν, να πιουν, να στολιστούν, κορμία τους να θρέψουν,| άρρεν τε μετά άρρενος παράνομα να ζεύξουν.| Κοίτην παρανομότατη και ασεβές οπὄχουν| συνήθειαν αδιάντροπον, σ’ ανδραγαθίαν το ’χουν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4014· όταν τις άνθρωπος ου δύναται συναφθεί με τη γυναίκαν του και να ποιήσει την συνήθειαν ως ποιούσιν οι άλλοι άνθρωποι Ελλην. νόμ. 5362. 6) ‘Εμμηνος ρύση: Περί συνηθείας των γυναικών Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 17356. 7) Έκφρ. η κοινή συνήθεια = η ομιλούμενη γλώσσα: Ο στατήρ, ον η κοινή συνήθεια εξάγιον οίδε καλείν, εις κδ́ κεράτια περιορίζεται, έκαστον δε κεράτιον εις σίτου κόκκους δ́ Metrol.2 13529· Λέγω να γράφει ορθά και να συντάσσει τα λόγια του με τέχνην γραμματικήν κατά την κοινήν συνήθειαν Σοφιαν., Γραμμ. 84.
       
  • σύνορον
    το, Χρον. Μορ. H 3673, Χρον. Τόκκων 1483, 1606, 2009, Κορων., Μπούας 30, 83, 90, 107, 111, 133, Διήγ. Αλ. G 28313, Παϊσ., Ιστ. Σινά 148, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 8921, Βίος Δημ. Μοσχ. 422, 434· σύνορο, Διήγ. Αλ. G 28312, 28614, Πεντ. Αρ. XX 17, 21, XXI 23, XXII 36 δις, XXXIII 44, XXXIV 2, 4, XXXV 27, Δευτ. XI 24, XII 20, XIX 3, 8 XXVIII 40, XXXII 8, Χρον. σουλτ. 583, 6535, 6914, 10011, 31, 11431, 11821, 12737, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 329· σύνορο(ν), Διγ. (Τrapp) Gr. 1830, Θησ. Δ́ [124], Zygomalas, Synopsis 258 O 31, Αρσ., Κόπ. διατρ. [9], Μορεζ., Κλίνη φ. 209v, Ιστ. Βαρλαάμ 60, Παλαμήδ., Βοηβ. 530, 534, 547, 753, 755, Ιστ. Βλαχ. 162, 1539, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 150, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1161 Ϟθ́ 1, 8, Νομοκ. 38523, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 38, Διγ. O 2031, 2854, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 407, 3887, 4542, 7440, κ.α.· πληθ. συνόρα, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8776.
    Το ουδ. του αρχ. επιθ. σύνορος ως ουσ. Ο τ. σύνορο στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 7816) και σήμ. Ο πληθ. συνόρα από μετρ. αν. (βλ. και Kaplanis [Ιωακ. Κύπρ., Πάλη σ. 673]). Η λ. το 10. αι. (Sophocl., LBG), στο Somav., σε έγγρ. του 10.-12. (Act. Ivir. 451, 2720, 5022, κ.α., Act. Esph. 113, 233) και 18. αι. (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 7618, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σύνορο(ν)).
    1) α) Όριο, γραμμή που χωρίζει γειτονικές ιδιοκτησίες ή περιοχές:  μη παραπατήσεις το σύνορο του σύντροφού σου ος εσυνόριασαν οι πρώτοι εις την κλερονομιά σου ος να κλερονομήσεις εις την ηγή Πεντ. Δευτ. XIX 14· Όστις μεταθέσει όρια, αν είναι νέος εξορίζεται πολύν καιρόν ... Όσοι δε υπηρετήσουν χωρίς να ηξεύρουν ή μετακινήσουν λιθάρια που ’ναι σύνορα, μαστιγούνται μόνον Zygomalas, Synopsis 259 O 32· αρχίσασι (ενν. οι αθρώποι) με σύνορα τον κόσμο να μοιράζου,| και γείς του αλλού τωνε να αρπά μονάχας να λογιάζου Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 65· όσον εκουρσέψασιν τα μέρη της Βλαχίας,| επέρασαν το σύνορον όπου χωρίζει ο τόπος| του βασιλέως εκ την Βλαχίαν ...| κι εμπήκαν εις του βασιλέως τους τόπους να κουρσεύουν Χρον. Μορ. P 3673· (μεταφ.): Γεφύριν έν’ (ενν. ο πρώτος θάνατος) και ποταμός γοργοπεραματάρης| και σύνορον σιμότερον Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 62· β) (συνεκδ.) β1) περιοχή που βρίσκεται κοντά στο όριο, στο σύνορο: ο βασιλεύς των Ρωμαίων ... ήκουεν του Διγενούς τα ανδραγαθήματα και είχεν ... πόθον να τον ιδεί ... Διότις έλαχεν και αυτός τότε εκεί εις τα σύνορα της Καππαδοκίας, οπού εστράτευσεν διά κάποιους εχθρούς ... Ο δε Βασίλειος έτυχε και αυτός τότε εις τας άκρας και εφύλασσέν τες καλά Διγ. Άνδρ. 36312· β2) οριοθετημένη περιοχή που ανήκει στην κυριαρχία προσώπου ή κράτους, επικράτεια: Άφηκέ του αυτουνού εις την διαθήκην την Καλαμάταν με όλην της την περιοχήν, όσον ήτονε το σύνορόν της Δωρ. Μον. XXV· επαράδωσέ του το Σινώπι με όλο του το σύνορο, οπού απλώνει από την Ηρακλεία έως εις την Πασταγόνια Χρον. σουλτ. 10811· να μη φανεί εσέν προζύμι εις όλο το σύνορό σου εφτά μέρες Πεντ. Δευτ. XVI 4. 2) Βάση, θεμέλιο (πβ. λίθινον/μαρμάρινον σύνορον σε έγγρ. του 11.-12. αι., LBG, στη λ.)· (εδώ μεταφ.): θωρώ πως αποκατωθιό δεν είναι εις το φεγγάρι| τινάς, εις ό,τι πεθυμά κι ελπίζει, να ’χει χάρη,| μηδεκιανείς εμπόρεσε με σύσταση να σώσει| τη γνώμη του σε σύνορο χαράς να θεμελιώσει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 6. 3) (Μεταφ.) όριο, τέλος: Παύσε λοιπόν την λύπην και τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς· βάλε σύνορον της πίκρας και, το περισσότερον, εσύ ιάτρευσέ την με την φρονιμάδα σου Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18237.
       
  • σφαγή
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 215, 3224, Διγ. Ζ 429, 3894, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) VIII 5, Μάρκ., Βουλκ. 3503-4, Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 63, 91, Κώδ. Χρονογρ. 5234, Ιστ. Βαρλαάμ 158, Χρον. σουλτ. 3426, Δωρ. Μον. XL, Διγ. Άνδρ. 40513, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) μετά στ. 7678, 7681.
    Το αρχ. ουσ. σφαγή. Η λ. και σήμ.
    1) α) Θανάτωση με μαχαίρι ή σπαθί, σφάξιμο: ειπέτε πώς τον Λίμποναν ηγάπα σαν παιδί του (ενν. ο Ιάκωβος ο αρχιερεύς)| και πώς πικρότατα πονεί μαζί μου την σφαγή του Λίμπον. 468· β) (γενικ.) θανάτωση με ιδιαίτερα άγριο τρόπο· (εδώ προκ. για το θάνατο του Χριστού ως θυσία): Ορώ το πάθος σου φρικτόν, υιέ μου και Θεέ μου·| ορώ σην άδικον σφαγήν, ου δύναμαι βαστάζειν Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 76· γ) φονικό πολλών ανθρώπων σε αιματηρή σύγκρουση, μακελειό: συνήχθη στρατός άπειρος και στρατηγοί δυνατοί και εμπειροπόλεμοι και είχασιν καθημέραν πολέμους και μάχας και σφαγάς και χύσεις αιμάτων, και διέβαινεν χρόνος πολύς και ο πόλεμος ουδέν έπαυεν Τρωικά 5267· Τόση σφαγήν έγινεν ότι εβρόμησεν όλον το κάστρον εκείνο μέσα και έξω από το πλήθος των ανθρώπων οπού εσφάγησαν Κώδ. Χρονογρ. 5235. 2) Θανάτωση ζώου για βρώση· (εδώ σε παρομοίωση προκ. για την τύχη των αμαρτωλών κατά την ημέρα της Κρίσεως· πβ. πρόβατα σφαγής, Bauer, Wört., στη λ.): ούτως αυτούς κολάζοντα να δέρνουν (ενν. οι δαίμονες), να πηγαίνουν,| και οι αμαρτωλοί εκ την οδόν να βιάζουνται να φεύγουν.| Ώσπερ τα γίδια της σφαγής τά διώχνουν μακελλάροι| κι ενός τα παραδώσουσιν να σφάξει και να γδάρει Δευτ. Παρουσ. 221. 3) Πληγή, τραύμα: απ’ αυτούς τους δύο ηύραμαν τον έναν ακόμη ζωντανόν και αναπνέοντα, έχοντα δε πολλάς σφαγάς, τον οποίον σηκώνοντες εφέραμεν εις ένα κελίον. Ελθόντες δε και θάψαντες τους άλλους, εστράφημεν πάλιν εις αυτόν, και πλέον ζωντανόν δεν τον εφθάσαμεν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 129· (μεταφ.): Ιδού ρομφαία και σφαγή, υιέ μου και Θεέ μου,| ο θάνατός σου γέγονεν εις την εμήν καρδίαν Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 71. 4) Οξύς και αιφνίδιος κοιλιακός πόνος, σφάχτης· (εδώ παιγνιωδώς σε παροιμιακή φρ.· βλ. και Πολίτης Λ. [Κατζ. σ. 109]): Πάλι που λες κι ο Νικολός χρεία ’ναι ν’ απομείνει| μιαν ώρα, ανέν και πεθυμά να σμίξει μετά κείνη·| τούτο ’ναι χρειαζόμενο να κάμει, ανέν και θέλει| να φάγει ο γέρος τη σφαγή κι εκείνος το παστέλι Κατζ. Γ́ 254.
       
  • σώζω,
    Σπαν. A 517, Σπαν. O 205, Γλυκά, Στ. 418, Προδρ., Δεητ. 184, Κρασοπ. (Eideneier) V 65, Διάτ. Κυπρ. 5077, Ελλην. νόμ. 56010, Ασσίζ. 2914, 36310, Ιερακοσ. 50325, Διγ. (Trapp) Gr. 2462, Διγ. Z 2903, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1154, Ερμον. Ω 72, Χρον. Μορ. H 2582, Χρον. Μορ. P 8945, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 204, Απολλών. (Κεχ.) 257, Λίβ. διασκευή α 2954, Λίβ. Esc. 2439, Λίβ. Va 2248, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 81, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 298, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 366, Συναξ. γυν. 67, Κορων., Μπούας 66, Δεφ., Λόγ. 524, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ Υπόθ., Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1094, Αχέλ. 1305, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 411, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 858, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 21119, Ιστ. πατρ. 1185, Μορεζ., Κλίνη φ. 378r, Ιστ. Βλαχ. 2041, Λίμπον. 178, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 306, Διγ. O 566, Διακρούσ. (Κακλ.) 1048, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8907, κ.π.α.· μέσ. σώζουμαι, Ελλην. νόμ. 5652· υποτ. παθητ. αορ. σωστώ, Ασσίζ. 47516· μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος, Επιστ. 16.-17. αι. 142.
    Το αρχ. σώζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Γλυτώνω κάπ./κ. από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.:  «Άφες την κόρην» λέγοντες «και σώσον τον εαυτόν σου·| ειδ’ ου, κερδίσεις θάνατον απείθειαν ως έχων» Διγ. (Trapp) Gr. 2464· Ω θαυμαστέ Μερκούριε, έρκος και φυλακή μας,| όπου μας σώζεις την ζωήν κι αυξάνεις την τιμήν μας Κορων., Μπούας 61· πολλάκις δέκα| γενναίοι κύνες, υλακήν μεγάλην εμποιούντες,| όλας αγέλας έσωσαν ποιμνίων από λύκων Βίος Αλ. (Aerts) 2656· β) απαλλάσσω, λυτρώνω κάπ. από δυσάρεστα συναισθήματα: έμεινα εις την έρημον και επεριπάτουν εκεί δεχόμενος τον Θεόν να με σώσει από τον φόβον οπού είχα και από την ταραχήν να μην πέσω εις αμαρτίαν και απολεσθώ Ιστ. Βαρλαάμ 392. 2) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Ο βασιλεύς των ουρανών επί της γης εφάνη,| επ’ αληθείᾳ άνθρωπος, αλλ’ ουκ εκ φαντασίας·| χρόνους πολλούς εποίησεν ένεκεν γαρ ανθρώπου,| ότ’ εβουλήθη άπαντας σώσαι εκ του μη όντος Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 86· Αυτούνο το παιδίν ... (παραλ. 1 στ.) αυτούνος έναι Υιός Θεού ... (παραλ. 1 στ.) Και όταν αυτούνο καταβεί τον κόσμον διά να σώσει,| αυτούνος έν’ το έλεος, νεόν νόμον να δώσει Χούμνου, Κοσμογ. 363· (προκ. για τον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου για τη σωτηρία της ψυχής του): εκείνοι (ενν. οι άγιοι) εγκρατεύονταν εις όλην την ζωήν τους,| ποτέ κρασί δεν έπιναν να σώσουν την ψυχήν τους Ιστ. Βλαχ. 2126. 3) Διατηρώ κ. ασφαλές, διαφυλάττω, διασώζω: καθόλου το σώμα σώζεται με χορτασμόν και κένωσιν, η δε ψυχή με κόπον και ανάπαυσιν Σοφιαν., Παιδαγ. 113· Γιαύτος σου λέω, Βενετιά, ποτέ να μη με δώσεις,| ούτε ποτέ μη μ’ αρνηθείς, μα κράτει εμέ (ενν. την Κρήτη), να σώσεις| τη φήμην οπού σου ’χανε στον κόσμον και γροικάται,| κι Αγαρηνός σε σκιάζεται και πλήσια σε φοβάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39120. 4) (Νομ.) επικυρώνω: πληρουμένων των δέκα ημερών, σώζεται η απόφασις και βάλλεται εις νομήν· και γράφει ο νοτάριος και δίδει την απόφασιν εις ό,τι μέρος την ζητήσει Ελλην. νόμ. 52320. 5) Έχω τις απαραίτητες οικονομικές (και κοινωνικές) δυνατότητες: Ας το διακρίνει, αφέντη μου, το κράτος της βασιλείας σου,| προς την ουσίαν του καθενός όπου είμεθεν ενταύτα| να δώσει να εξαγοραστεί, ’κ την φυλακήν να έβγει.| Κι αν θέλεις τούτο, δέσποτα, άγιε βασιλέα,| να βιαστούμε ο καθεείς τό δύναται και σώζει Χρον. Μορ. P 4298· να δέχεσαι έκαστον προς την τάξιν του και την αρετήν του, ίνα μήτε οι άρχοντες υβρίζουσι τους αρχομένους, μήτε οι αρχόμενοι τους άρχοντας. Έξευρε ουν έκαστον εις τι σώζει και σύρνε τον εκεί, ίνα μη κεφαλατικεύουσιν τα ελάφια τους λέοντας, αλλά μάλλον οι λέοντες τα ελάφια Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 119· Ειδέ δεν στρέξουσιν οι γονείς του κοριτσίου να ευλογήσουσι το παιδί τους με τον άνδρα οπού το έφθειρε, αν έχει βίον και σώζει, να δώσει του κοριτσίου οπού έφθειρε εκατόν πενήντα φλουρία Νομοκριτ. 73. 6) (Αμτβ.) φτάνω κάπου: ρίψαντες σίδηρα εστάθησαν (ενν. τα καράβια) τοσούτον από της γης, όσον μη σώζειν σαγίταν εντός Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 38· Τῳ κγῳ’ έτει Μαρτίῳ ... έσωσεν (ενν. ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ) εν τῳ λιμένι των Κεχρεών Σφρ., Χρον. (Maisano) 101. 7) Καταφέρνω να εξομοιωθώ στις επιδόσεις με κάπ. (που υπερτερεί): Περνάς τον Πάρη στες ’μορφιές, τον Σολομών στην γνώση,| άνθρωπος δεν ευρίσκεται στον κόσμο να σε σώσει Κορων., Μπούας 151· Όλ’ οι Ρωμαίοι μια μεριά, δεν δύνονται να σώσουν| την αφεντιά σου, ουδεποσώς το καν εις το μισό σου Κορων., Μπούας 151. 8) (Για αριθμό, ποσό κ.τ.ό.) συμπληρώνω: αν σε λείψει τίποτες και χάσεις το εδικόν σου,| και σώζουσιν οι φίλοι σου εξ όσο οπού σε λείπει Σπαν. (Ζώρ.) V 314· σώζοντες τον αριθμόν, ίνα σαφώς εξείπω,| άπαντες τριακόσιοι αρμάτων εμπλησμένοι Διγ. Z 2900. 9) (Τριτοπρόσ.) είμαι αρκετός, επαρκώ: Αλήθεια, δίδεις με πολλά, πλην αν τα συμψηφίσεις,| τετράμηνον ου σώζουν με, ψυχοκρατούν ουδόλως Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 25· Λοιπόν, εξάφες τα πολλά, ...| σώζουν σε τά επάσχισες τους παροπίσω χρόνους·| χάρησε, ζήσε τον καιρόν, όσον απάρτι ζήσεις,| με την χαράν, με την τρυφήν, με την ευημερίαν Λίβ. διασκευή α 4444· η ρόγα που έλαβαν ουδέν τους σώζει μόνη| του να πληρώσουν τ’ άρματα και τ’ άλογα που αγοράσαν,| διά να έλθουσιν τιμητικά εδώ στην χρείαν όπου έχεις Χρον. Μορ. H 8945· μόνην με καταλείψατε, μόνην εμέ αφήτε,| εμένα μόνην μοναχήν και με καυχίτσαν μίαν.| Αυτή και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416. 10) (Απρόσ.) α) φτάνει, αρκεί: Και μόνον δεν τους έσωζεν να εβγάλουν την ψυχήν σου,| αμή έκοψαν τα κάλλη σου και αγνώριστος υπάρχεις Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 106· Και λέγω σου· σώζει σε εις την Ανατολήν να βασιλεύεις. Και της Περσίας το φουσσάτον ... όριζε, το δε εκ την Δύσιν άπεχε Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1572‑3· πρεσβύτερος οπού να έλαβε γυναίκα και ευρέθη συγγενής αυτού, ... ούτε κρυφώς ούτε φανερώς να τολμήσει να ευλογήσει ούτε να μεταλάβει τινάν άνθρωπον, ότι σώζει αυτόν μόνον να καθέζεται εις την καθέδραν των ιερέων, ουχί άλλην εκκλησιαστικήν υπηρεσίαν να υπηρετεί Μαλαξός, Νομοκ. 164· β) είναι δυνατό, είναι εύκολο: ην ιδείν πάντας ομού, άνδρας τε και γυναίκας,| εξελθόντας εις απαντήν μετά της στρατηγίσσης,| ώστε μη σώζειν ευχερώς τούτους απαριθμήσαι Διγ. (Trapp) Gr. 926. 11) Μπορώ, κατορθώνω να κάνω κ.: των χριστιανών οι αρχιερείς και ιερείς, όσους αφορίζουν νομίμως εις πταίσιμον οπού να σφάλουν και δεν σώζουν ζώντας τους να διορθούν ... εις εκείνον το πταίσιμον οπού αφορίσθησαν, η γης δεν λύει το κορμί εκείνο του αφορισμένου Ιστ. πατρ. 1185. II. Μέσ. 1) Γλυτώνω από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.: ήσαν γαρ νήαι απολειφθείσαι και οι ναύαρχοι αυτών φυγόντες συν ταις άλλαις ναυσίν εσώζοντο Δούκ. 37328· Οι βάρκες εκ των μπουμπαρδών τες τρύπες εβουλούσαν,| και τα φουσσάτα των Τουρκών στανιό τους κολυμπούσαν,| κι ετότε άλλοι πνίγονταν και άλλοι, για να σωθούσι,| πλέγοντες εξετρέχασιν σε βάρκα ν’ ανεβούσι Αχέλ. 1740· Ήρπασαν γαρ και ηφάνισαν τα του κάστρου εκτός· όσοι γαρ έφθασαν εμβήναι έσω ούτοι μόνον εσώθησαν Έκθ. χρον. 8017. 2) α) Διατηρούμαι, διαφυλάσσομαι, παραμένω: έχει την σήμερον χρόνους τόσους και ου δύναται συναφθήναι μετ’ εμού καθώς και οι έτεροι άνδρες, αλλ’ ουν σώζομαι παρθένος μέχρι την σήμερον Ελλην. νόμ. 5313· β) υπάρχω: ο μέγας ούτος βασιλεύς εθέσπισε να λαμβάνει χειροτονίαν επισκόπου και να είναι ομού ηγούμενος και επίσκοπος, να έχει και τα δύο ταύτα αξιώματα· και πρεπόντως, διά να σώζονται εις ένα υποκείμενον, το του ηγουμένου, δύο αξιώματα, ηγεμονίας και ιεραρχίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 177. 3) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Τα μοναστήρια των Φραγκών όμοιως και των Ρωμαίων| ... παρακαλούσιν| τον Βασιλέαν των ουρανών, νυχτός τε και ημέρας,| να σώζονται οι χριστιανοί οπού ’ναι βαφτισμένοι Χρον. Μορ. Ρ 7781· Και του είπεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ποία ζωή να κάμνω διά να σωθώ;» Και ο Βαρλαάμ: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επαράγγειλεν ότι όποιος θέλει να σωθεί, να αποθάνει πτωχός και να μετρά τον θάνατον, πως έχει να αποθάνει, και πως ο Ιησούς Χριστός έχει να κρίνει ζώντας και νεκρούς» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1097, 8· ελογιάσασιν (ενν. πολλοί άλλοι) πως ημπορούσι να σωθούσι χωρίς εξομολόγησιν, το οποίον είναι αδύνατον Μορεζ., Κλίνη φ. 453r. 4) (Νομ.) απαλλάσσομαι από κατηγορία, αθωώνομαι· (εδώ προκ. για απαλλαγή μετά από θεοκρισία): το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι εφειδήν βάνει τον θεόν μάρτυρα, ότι χρή να βαστάξει ... την τζουίζαν, και αν σωστεί εκ της τζουίζας εντέχεται να μείνει ελεύτερος με το κείμενον παρά εκείνου του φόνου Ασσίζ. 47516. 5) Προλαβαίνω· καταφέρνω να κάνω κ.: άπελθε, επισύναξον τους φυγείν σωζομένους| και ανδραγάθει συν αυτοίς δυνατώς Διγ. (Trapp) Gr. 2979. Φρ. να σωθείς = σε παρακαλώ (πβ. νεοελλ. φρ. να χαρείς/ να ζήσεις): Πάλιν την γραίαν λέγουν:| «Λέγε μας, μάννα, να σωθείς, λόγον μηδέ μας κρύψεις».| Και πάλιν η κακόμοιρος η μάγισσα η γραία| ήρκεψεν την υπόθεσιν διά να μας διηγείται Λίβ. Va 2582· Λοιπόν, κερά μου, να σωθείς, εις τούτο δίδαξέ με,| είντα να ποίσω ο ταπεινός, τα κοσμικά ν’ αφήσω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1505· Εντρέπου, κύρη, να σωθείς· εντρέπου καν ολίγον,| ουκ είσαι χωρικούτσικον ουδέ μικρόν νινίτσιν Προδρ. (Eideneier)2 Á́ 193. Η μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος ως επίθ. = «φτασμένος»· επιφανής, καταξιωμένος: είναι νέος, αληθινά ... ενάρετος, φιλομαθής, καλά γεννημένος, σωζάμενος εις τον τόπον του Επιστ. 16.-17. αι. 142. Το αρσ. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζόμενος ως ουσ. = (θεολ.) ο λυτρωμένος άνθρωπος: διά της χάριτος της Παρθένου Μαρίας όχι μόνον την άφεσιν των αμαρτιών του εύρεν (ενν. ο άρχων εκείνος), μα ηξιώθη και ... έτυχεν εις την συντροφιάν των σωζομένων Μορεζ., Κλίνη φ. 175r· έκφρ. πόλις σωζομένων = η Νέα Ιερουσαλήμ, ο παράδεισος: Δι’ αύτους οπού σέβονται Χριστόν εσταυρωμένον,| που θέλουσιν αξιωθείν εις πόλιν σωζομένων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3280. Η γεν. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζομένου σε επιρρ. χρ. = α) με την προϋπόθεση, με τον όρο ότι/να ...: όταν πλεονάζει εις σε ξανθή χολή μάλλον μετά αίματος, πρώτον μεν την φλεβοτομίαν παραλάμβανε, είτα την κάθαρσιν, σωζομένου ότι να φανώσι σημεία της πέψεως εις τα ούρα Επιστ. ιατρ. ποδ. 69· Οι Ουγγροί έστειλαν ίσως αποκρισιαρίους λέγοντες ότι: «σωζομένου του να έχητε και μετά της Πόλεως αγάπην, εποιήσαμεν και ημείς μεθ’ υμών την αγάπην· ειδ’ ου, θέλομεν την χαλάσειν» Σφρ., Χρον. (Maisano) 1409‑10· β) σύμφωνα με ...: να ποίσουν προς τον πρίγκιπαν, σωζομένου του όρκου,| την πίστιν γαρ και την λιζίαν, όπου χρεωστούν του ρήγα Χρον. Μορ. P 8636· Ταύτα δε λέγω σωζομένου του δικαίου, και τα εξής, προβάλλομαι δε του αυξήσαι και ελαττώσαι Ελλην. νόμ. 5171· έκφρ. σωζομένου της τιμής μου = στο λόγο της τιμής μου, στην τιμή μου (πρόκ. για μετάφρ. του γαλλ. honneur gardé· βλ. Dawkins [Μαχ. II σ. 269]): Ο ποδέστας ... εσύντυχεν με καλήν τάξιν και γλυκεία λογία, και είπεν τους άρχοντες: «Από τό ξηγάσθε ότι ... δεν εθέλησα να ποίσω δίκαιον, σωζομένου της τιμής μου απαρχής η αφεντία του ρηγός όρισεν και εθανατώσαν πολλούς πραματευτάδες Γενουβήσους εις την όρεξίν του ...» Μαχ. 3224· γ) εκτός από· εξαιρουμένου ...: Εάν μου αφήσει η γυναίκα ... την προίκαν της ..., χρεωστεί, εάν έναι διάκων, να κρατεί την προίκαν έως χρόνον, και, εάν δευτερογαμήσει, στρέφει την προίκαν, σωζομένου του τετάρτου, ήγουν του κάσσου· ειδέ γένεται ο διάκων ιερεύς ή καλόγερος, κερδαίνει την προίκα όλην Ελλην. νόμ. 57927. Η μτχ. παρκ. σωσμένος ως επίθ. = 1) (Θεολ.) που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία: Ακόμη θέλω να σας πω διά τες ευλογημένες| γυναίκες άξιες της τιμής και της ψυχής σωσμένες Βεντράμ., Γυν. 213. 2) (Νομ.) απαλλαγμένος από κατηγορία, αθώος: και αν μένει σωσμένος παρά της τζουίτζας, εντέχεται ούτε να κριθεί Ασσίζ. 3496. Η μτχ. μέσ. ενεστ. Σωζόμενος ως κύρ. όν.: Σεβήρ., Διαθ. 19179. — Βλ. και σώνω.
       
  • τάγμα (I)
    το, Βέλθ. 670, Ντελλαπ., Στ. θρην. 381, 682, Δούκ. 18526, 23923 δις, 31522, Δευτ. Παρουσ. 239, Κορων., Μπούας 48, 49, 57, 76, Ιστ. Βαρλαάμ 484, Ιστ. πολιτ. 6719, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2196, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 258, Ιστ. Βλαχ. 1809, 1811, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8315, 10319, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 177v, 178v, 180 v, Λίμπον. Επίλ. 75, 82, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 389, Διγ. O 726, κ.α.· τάμα, Δεφ., Σωσ. 356.
    Το αρχ. ουσ. τάγμα. Η λ. και σήμ.
    1) Στρατιωτική μονάδα πεζικού με ποικίλη αριθμητική δύναμη και σημασία, ανάλογα με την εποχή (για το πράγμα βλ. ODB λ. tagma): Το τάγμα λοιπόν το στρατιωτικόν και ο χιλίαρχος και οι δουλευτάδες των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησούν και έδεσάν τον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιή́ 12· όρθωσεν (ενν. ο Αλέξανδρος) τα φουσσάτα του εις τρία τάγματα και απόστειλεν εις τα δύο τάγματα τον Πτολομαίον και τον Αντίοχον και αυτός με το τρίτο το αλλάγι της Μακιδονίας εξόπισθεν με των ανδρειωμένων Διήγ. Αλ. G 2705, 6· Τον στρατόν δε μετέπειτα εις τάγματα μοιράσε,| και καπετάνιον έβαλεν εκείνον που γηράσε Κορων., Μπούας 55· (συνεκδ., προκ. για το στράτευμα): καθένας βλέποντας πως όλη η τιμή και η αξία και η μεγαλειότης είναι εις το στρατιωτικόν τάγμα, και είτις προκόψει εις τα άρματα και εις την τέχνην του πολέμου, εκείνος αποκτίζει τιμήν και πλούτον, όλοι εφιλονικούσαν και εσπούδαζον με πολλήν προθυμίαν, ποίος να γένει μεγαλύτερος από τον άλλον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 302· έκφρ. φορτικόν τάγμα = η στρατιωτική μονάδα, το τάγμα των μεταφορών: Οι μεν ιππείς συν τοις ηγεμόσι και τῳ πεζικῴ στρατῴ ... τας ημιόνους και τας καμήλους συν παντί τῳ φορτικῴ τάγματι προέπεμψαν Δούκ. 12125. 2) Σύνολο ατόμων με κοινές ιδιότητες ή επιδιώξεις: Ω συ, οπού ευρίσκεσαι στο τάγμα των αφρόνων,| επιθυμίας σαρκικής δούλος όλον τον χρόνον Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 3· Ο Βέλθανδρος δε φοβηθείς το τάγμα των Ερώτων,| ουκ εχωρέθην εις πολλά Βέλθ. 534· Αλλ’ όμως γίνετ’ επ’ αυτοίς (ενν. τοις τεθνεώσι) κατ’ έτος μέγα θαύμα,| εν ῳ και συναθροίζεται πολλών ανθρώπων τάγμα Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 2190. 3) (Εκκλ.) τάξη· (ειδικ.) εκφρ. (1) τάγμα (των αγγέλων/ουράνιον/των ουρανίων δυνάμεων) = (α) οι άγγελοι: Πόλη, με το βασίλειο σου τον ουρανόν ομοιάζεις,| και πάλε με την κλήρα σου το τάγμα των αγγέλων Θρ. Κων/π. διάλ. 137· (β) καθεμία από τις εννέα ομάδες των αγγέλων: Άγγελος τάγμα Χερουβείμ τες πόρτες εμποδίζει,| την Εύαν και πρωτόπλαστον απέξω τους σφαλίζει Χούμνου, Κοσμογ. 121· Αυτήν (ενν. την Παναγίαν) οπού ’ναι ύψωμα και βάθος νοημάτων,| την υπερτέραν Σεραφείμ και όλων των ταγμάτων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 10154· Ο άλλος άγγελος οπού έκραζεν κατά μετωνυμίαν όλων των ουρανίων ταγμάτων κύκλον δηλοί, ο οποίος αγαπά να ιδεί την τιμήν των πιστών και τον θερισμόν της ανομίας των αμαρτωλών Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 216· έρχεται (ενν. ο Κύριος εις την μέλλουσαν κρίσιν) με δόξαν μεγάλην, με αγγέλους, αρχαγγέλους και με όλα τα τάγματα των ουρανίων δυνάμεων Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 65· (2) τάγμα του διαβόλου = οι δαίμονες: Οι δε άπιστοι να φανούν πως είναι άχυρα και, κατά τον μέγαν Παύλον, σκύβαλα, να βαλθούν εις το πυρ το αιώνιον, εκεί οπού ευρίσκεται όλον το τάγμα του διαβόλου Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 170· (3) ιερατικό(ν) τάγμα = οι κληρικοί, ο κλήρος: Κανέναν που έχει βαθμόν, οφφίκιον εκκλησιαστικόν ή επίσκοπον ή διάκονον ή απλά να ειπούμεν από όλον το ιερατικόν τάγμα, ή στανιό του ή με το θέλημά του, να καταδεχόμεθα να παγαίνει να στέκεται εις κριτήρια κοσμικά Zygomalas, Synopsis 215 Κ 53· Γι’ αύτο ο πρεσβύτης με σπουδήν εβγήκε, στολισμένος,| μ’ όλον το ιερατικό τάγμα συντροφιασμένος Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 206· έχει να χωρίσει το (ενν. ιερατικό) τάγμα απού τσι καλούς ιερείς και τσι κακούς Αποκ. Θεοτ. II 224· (4) τάγμα των κοσμικών = οι λαϊκοί, ο λαός: Λύσις γάμου, όταν θέλει να γένει τινάς καλόγηρος. ... πρώτον να λάβει το σχήμα ο θέλων γενέσθαι καλόγηρος και τότε να έχει άδειαν το άλλο μέρος να υπανδρεύεται, ή ο άνδρας, ή η γυναίκα· και όποιον μέρος απομείνει εις το τάγμα των κοσμικών, να έχει από εκείνο οπού να γένει καλόγηρος το δίκαιον του μερτικού της κληρονομίας Μαλαξός, Νομοκ. 336· (5) τάγμα των μοναχών, μοναχικόν τάγμα = οι μοναχοί: Ο δε μέγας Ιουστινιανός έχων περισσήν ευλάβειαν εις το τάγμα των μοναχών, ... ακούσας ότι ο άγιος Σάββας έρχεται, ... έστειλε και τον έφερε μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν με μεγάλην παρρησίαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 143· Εκείνου μεν αποδημήσαντος, ο βασιλεύς οργίσθηκε περισσότερον και σηκώνει μεγαλύτερον διωγμόν εις το μοναχικόν τάγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3728. Φρ. α) Είμαι εις τάγμα = έχω εξουσία (για τη σημασ. πβ. Δημητράκ. στη λ., σημασ. 11): Όστις δε άρχων τα παραβαίνει (ενν. ταύτα), ή που να είναι εις τάγμα, της ζώνης εκπιπτέσθω, από την τιμήν του να ξεπέφτει Zygomalas, Synopsis 198 Η 8· β) έχω κάπ. αποκάτω εις το τάγμα μου = προΐσταμαι, εξουσιάζω κάπ.: Άρχοντες, εις τας επαρχίας που άρχουσι, εμποδίζονται από τους νόμους και να δίδουν άσπρα με τόκον και να πραγματεύονται. Μόνον δανείζουσι και τοκίζουσι τους ανθρώπους όσους έχουσιν αποκάτω εις το τάγμα τους Zygomalas, Synopsis 123 Α 16.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης