Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- άβρομος,
- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 43619.
Το μτγν. επίθ. άβρωμος (Lampe, Lex., λ. άβρομος).
Που δε «βρόμησε», που δεν πήρε άσχημη μυρωδιά από αποσύνθεση (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S λ. άβρωμος, πβ. και ΙΛ λ. αβρόμιστος 1): Αιγός χολήν άβρομον χλιάνας εγχυμάτιζε τον όρνιν … Αιγείαν χολήν πρόσφατον χλιάνας Ιερακοσ. (Hercher) 43619.αγαπώ,- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. A 6· κι εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.αγαρικόν- το, Ιερακοσ. (Hercher) 4129, 21.
Το μτγν. ουσ. αγαρικόν. Η λ. και σε ρωσ. γλωσσ. [Gesprächb. (Vasm.) 141].
Μύκητας με θεραπευτικές ιδιότητες, κοιν. ίσκα (Βλ. και Γενναδ., Λεξ. λ. αγαρικόν): αγριοσταφίδος κεράτιον ένα, αγαρικού γραμμ. ένα· ταύτα πάντα κόψας και σήσας λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ … χρίε την υπερῴαν αυτού Ιερακοσ. (Hercher) 4129.αγκύλας- ο, Ιερακοσ. (Hercher) 34424, 34513.
Πιθ. από το λατ. aquila με επίδρ. του επιθ. αγκύλος.
Είδος αετού: Κεφαλήν μικράν ομαλήν επάνω ως ο αγκύλας καλούμενος αετός Ιερακοσ. (Hercher) 34424.αγριοαγγουριζοέλαιον- το, Ιερακοσ. (Hercher) 4896.
Από το επίθ. άγριος και τα ουσ. αγγούρι, ρίζα και έλαιον.
Το εκχύλισμα της ρίζας του αγριάγγουρου (πβ. και το σημερ. αγριάγγουρο, ΙΛ), που εχρησίμευε για θεραπευτικό σκοπό: αγριοαγγουριζοέλαιον ουγγίας ς́́, … βούτυρον ουγγίαν μίαν, … πάντα καλώς λύσας και ενώσας αυτά επίχριε τον τόπον Ιερακοσ. (Hercher) 4896.αγριομηλέα- η, Ιερακοσ. (Hercher) 4212, 42210, 13.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. μηλέα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγριομηλεά).
Είδος μηλιάς (βλ. και Γενναδ., Λεξ. λ. αγριομηλιά): και εάν εκ τούτου ουκ ιαθεί (ενν. ο ιέραξ), λαβών αγριομηλέαν και την λεγομένην δαιμονιαρέαν εξίσου και καπνέλαιον … και ποίησον αυτά ως θρυαλλίδος και δος αυτῴ μίαν εκ των θρυαλλίδων Ιερακοσ. (Hercher) 42210.αγριοποιώ,- Ιερακοσ. (Hercher) 41313.
Το μτγν. αγριοποιώ.
Αγριεύω, βρίσκομαι σε έξαρση (προκ. για ασθένεια· πβ. το νοελλ. φουντώνω): Κορύζης εισίν είδη διάφορα. Τούτων η ξηρά … εάν αγριοποιήσει, διά των οφθαλμών του ζώου ο αφρός εξέρχεται Ιερακοσ. (Hercher) 41313.αγριοσταφίς ‑ίδα- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 59, Ιερακοσ. (Hercher) 3612, 36226, 38724, 39024, 39218, 41329, 41629, 4219, 20, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 52022, 54714, 5704, 57228· Ιατροσόφ. (Oikonomu) 927· αγριοσταπίς –ίδα, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 60, Ιερακοσ. (Hercher) 3618, 3857, 17, 38733, 38814, 3894, 3903.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. σταφίς. Πβ. το αρχ. σταφίς αγρία (L‑S λ. σταφίς ΙΙ) και Ιερακοσ. (Hercher) 38628, 38912, 39018, 3927. Η λ. και στον Ησύχ. λ. αγριοσταφυλίδες. Βλ. και Sophocl. και ΙΛ λ. αγριοσταφίδα.
Είδος φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες (βλ. Γενναδ., Λεξ. λ. φυτολάκκα και δελφίνιον): ιατρεύσεις δε ούτως. Χαλβάνης κεράτια τρία, αγριοσταφίδος κερ. δύο … μίξας δίδου τῳ ιέρακι Ορνεοσ. αγρ. 52022.αγριοσυκή- η, Ιερακοσ. (Hercher) 4964, Κυνοσ. (Hercher) 59026, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 5242, 5487.
Από το επίθ. άγριος και το αρχ. ουσ. συκή. Η λ. ήδη στον Ωραπόλλωνα (L‑S). Πβ. το σημερ. αγριοσυκεά (ΙΛ).
Αγριοσυκιά (πβ. αγρία συκή, Γενναδ., Λεξ. λ. συκή και Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 54730): χρη ουν θεραπεύειν ούτως. Αγριοσυκής ρίζαν νεαράν συνθλάσας απόθλιψον και λαβών τον ζωμόν επάλειφε αυτάς, και θεραπευθήσεται Ιερακοσ. 4964.άγω,- Ιερακοσ. (Hercher) 4802 κ.π.α.
Το αρχ. άγω.
Αποβάλλω, ρίχνω, χάνω κάτι: Όταν ίδεις ότι αγάγει τους ελατήρας αυτού το ζώον και αναπληρώσει, … όξει φυράσας διάχριε τους ελατήρας ως προς τας ρίζας Ιερακοσ. (Hercher) 4802. — Βλ. και άγωμε(ν).αγωγή- η, Ιερακοσ. (Hercher) 38921, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2387, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2387, Δούκ. (Grecu) 4091, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 150 ιή, 156 λά, 171 κθ́.
Το αρχ. ουσ. αγωγή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Μεταφορά, πέρασμα (προκ. για νερό) (πβ. L‑S στη λ. Ι 4): Περί νερού αγωγής και νομής οπού εδιάβαινε ποτέ από εκείνον τον τόπον Βακτ. αρχιερ. 171 κθ́́. 2) α) Το δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς (Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 212· πβ. και L‑S στη λ. ΙΙ 10): επεί ένθα είναι οι χριστιανοί σ’ όλην την οικουμένην| τον νόμον και τες αγωγές οι συμφωνίες τες κλειούσιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2387· β) ένδικο μέσο για την έναρξη δίκης στο δικαστήριο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Περί εγκαλεσμών, ήγουν αγωγών και εις φερμόν εις κρίσιν, ότι έως πότε και εις πόσον καιρόν εισφέρονται εις την κρίσιν Βακτ. αρχιερ. 150 ιή́. Συνών. εγκαλεσμός. 3) Τρόπος θεραπείας μιας αρρώστιας (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ 3): προ δε του καθαρτικού τούτου καλόν κεχρήσθαι τῃ αγωγῄ ταύτῃ. Λαβών νίτρον … και οίνον … διά των ρινών … παράπεμπε Ιερακοσ. 38921.αγωνιώ,- Ιερακοσ. (Hercher) 34727, 4082, 5.
Το αρχ. αγωνιώ.
Αισθάνομαι δυσφορία, υποφέρω (εξαιτίας αρρώστιας): καν μηδέν αηδές ευθύς πάθει το ζώον, υγιή υπάρχειν τα ένδον αυτού πίστευε· ει δε αγωνιά και προς πέψιν ταλαιπώρως έχει, ίσθι ότι νοσεί Ιερακοσ. 34727.αδίαντον- το, Ιερακοσ. (Hercher) 4422.
Το μτγν. ουσ. αδίαντον. Η λ. και στον Ιατροσ. κώδ. (Άμ., Αθ. 43, 1931, 151).
Το φυτό αδίαντον το κοινόν, κοιν. πολυτρίχι (βλ. Γενναδ., Λεξ. λ. αδίαντον): λαβών αδίαντον έψει έως ού λείψει το τρίτον, είτα διηθήσας αυτό … Ιερακοσ. (Hercher) 4422.αδιάπνευστος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 39627, 41621.
To μτγν. επίθ. αδιάπνευστος.
Που δεν αερίζεται (πβ. L‑S στη λ. Ι): Γήρας όφεως λαβών ξήρανον και κόψον αυτό και σήσας έχε ξηρόν, φυλάττων αυτό αδιάπνευστον Ιερακοσ. (Hercher) 39627.αδόκιμος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 3442, 50231, 51426, Κυνοσ. (Hercher) 5896, 7, Ορνεοσ. (Hercher) 57711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2744, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 182 ις́́.
Το αρχ. επίθ. αδόκιμος.
α) Που δεν επιδοκιμάζεται, που δεν εγκρίνεται: χρώμα δε το μαύρον ή και ξανθόν κρείττον· το γαρ κόκκινον και κιχλάτον [το ψηφίν] αδόκιμον· χαύνον γαρ εστί το τοιούτον όρνεον Ορνεοσ. 57711· διότι εξεπέσασιν εις πάθη ατιμίας| και εις αδόκιμόν τε νουν της αρρενομανίας·| άρρενες εν τοις άρσεσιν, αισχύνην εις τους νέους Ιστ. Βλαχ. 2744· β) άπειρος, ανάξιος, ακατάλληλος: Περί τεχνίτου κτίστου αδοκίμου, οπού χτίζει στραβά και χαλάσει το έργον Βακτ. αρχιερ. 182 ις́́.αέριος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 4825, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3522.
Το αρχ. αέριος.
Που αποτελείται από αέρα: Ους ελάτας παρωνύμως καλούσι διά το δι’ αυτών ελαύνεσθαι και κώπης δίκην διατέμνεσθαι το αέριον πέλαγος ( = ατμόσφαιρα) Ιερακοσ. 4825.αηδής,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 3435, 34725.
Το αρχ. επίθ. αηδής.
Κοπιώδης, επίμοχθος (πβ. L‑S λ. αηδήσαι): από της καλιάς αφαιρούνται τους νεοττούς. Έστι δε των ούτω ληφθέντων ιεράκων μοχθηρά και λίαν αηδής και επισφαλής η ανάληψις διά το νεαρόν του σώματος και ταχέως διαφθείρεται τα ζώα Ιερακοσ. (Hercher) 3435.αηδία- η, Ιερακοσ. (Hercher) 5019.
Το αρχ. ουσ. αηδία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ρύπος: χλιαρῴ ύδατι το βρωθησόμενον εμβαλών καθάραι σπούδασον την έξω αηδίαν Ιερακοσ. (Hercher) 5019.αθάλη- η, Ιερακοσ. (Hercher) 37324 (έκδ. άθελη· πιθ. διορθωτέον), 3746, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 450, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 320, 346, 2198, Β́́ 538, Γ́́ 349, Θυσ. (Μέγ.)2 864.
Από το μτγν. ουσ. αιθάλη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Σωρός από αναμμένα κάρβουνα, αθρακιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): Τίνος ψυχή να μη χαρεί, να μη ευφραθεί και θάλει,| ει μήπου να ’ναι μεθυστής και πέσει στην αθάλη; Ριμ. Βελ. 450. 2) Στάχτη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): μα μοναχό σ’ εζήτηξεν η χάρη του η μεγάλη| κι όρισε να θυσιαστείς και να γενείς αθάλη Θυσ.2 864· Τ’ ανάβλεμμα της Αρετής είναι στο ναι κι εις τ’ όχι·| με φρόνεψη το κάρβουνο εις την αθάλη το ’χει Ερωτόκρ. Ά́ 2198. 3) Το φυτό ερυθραία το κενταύριον (πβ. Γενναδ., Λεξ. λ. ερυθραία. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): ει δε χειμών εστι, προ μιας ημέρας πριν εξελθείν σε εις θήραν, πάρεχε αυτῴ (ενν. τῳ ιέρακι) κενταύριον, όπερ καλείται και αθάλη Ιερακοσ. 3746.αθεράπευτος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 4882, 4911· αθαράπευτος, Ερμον. (Legr.) Ω 353.
Το αρχ. επίθ. αθεράπευτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος (Η σημασ. ήδη μτγν. και σήμ., ΙΛ): εάν γαρ εκβολήν ποιήσει περί την μασχάλην αστέον, αθεράπευτόν εστι το πάθος Ιερακοσ. 4882· ει τις υπάρχει| αθαράπευτος η λύπη Ερμον. Ω 353.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 43619.