Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Θρ. Μιχ.

  • πάρδος
    ο, Σπαν. O 171, Διγ. (Trapp) Gr. 3395, Διγ. Z 1353, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1073, 1653, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 22, 858, 863, 870, 887, 1023, 1029, 1032, 1037, Αχιλλ. L 495, 996, Αχιλλ. (Smith) N 781, 1398, Αχιλλ. (Smith) O 435, 525, 560, Λέοντ., Αίν. I 262, Φυσιολ. (Legr.) 906, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 262, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 445, Νεκρ. βασιλ. 43, Αλεξ. 2182, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1222, Δεφ., Λόγ. 514, Θρ. Μιχ. 546, Διγ. Άνδρ. 34316, 36118, Διγ. O 1268, 2085, κ.α.· πάρσος, Διήγ. Αλ. G 27212, 28831.
    Το μτγν. ουσ. πάρδος. Ο τ. με μεταβολή του ‑ρδ‑ σε ‑ρσ‑ (πβ. Psalt., Gramm. 97)· πβ. και ρωσ. bars. Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., Andr., Lex.).
    Ονομασία που μπορεί να αποδίδεται σε διάφορα μεγαλόσωμα αιλουροειδή, όπως τον πάνθηρα, τη λεοπάρδαλη, το τσιτάχ ή ακόμη και το λύγκα (Για τη σημασ. και το πράγμα βλ. Nicholas-Baloglou, Quadr. 45-51· για το κυνήγι με πάρδους βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 398, 413-4): λέοντες πεντακόσιους και πάρσους χίλιους τετρακόσιους Διήγ. Αλ. G 28235· Το δε παιδίον τας φωνάς ως ήκουσεν, ευθέως| ως λέων εβριμήσατο, ως πάρδος συνεσφίχθη Διγ. Z 1425· δέδωκε (ενν. ο στρατηγός) χαρίσματα τῳ θαυμαστῴ Ακρίτῃ (παραλ. 3 στ.) ιέρακας καν δώδεκα μουτάτους ...,| δώδεκα πάρδους διαλεκτούς, δοκιμασμένους πάνυ Διγ. Z 2221· Πάρδος και λεοντόπαρδος ήλθασιν εις το μέσον| και είς τον άλλον έλεγεν: «Εγώ είμαι ο καλλίων» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 860· (μεταφ., προκ. για ανθρώπους, και ως προσηγορία τους· βλ. ονομάζω 3α): Αυθέντη Αλέξανδρε, εις την όρασιν του Δανιήλ του προφήτου είδαμεν και λέγει ότι ... της Δύσης τα βασίλεια ονομάζονται πάρδοι και του Νότου ονομάζονται λέοντες και της Ανατολής το κριάριν το δικέρατον Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18720. — Πβ. και παρδίτσης.
       
  • πλέα (I),
    επίρρ., Σταφ., Ιατροσ. 15412, Φλώρ. 896, Σαχλ., Αφήγ. 465, Χρον. Τόκκων 1445, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 313, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 245, Θησ. Γ́ [328], Ριμ. κόρ. 765, Σκλέντζα, Ποιήμ. 153, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 21, Βεντράμ., Γυν. 118, 238, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 82r, 115v, Πορτολ. A 82, Αχέλ. 238, 1352, Πηγά, Χρυσοπ. 153 (13), 303 (3), 305 (1), Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 393, Πανώρ. Γ́ 142, 358, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 596, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 37, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 218, 8514, Σταυριν. 1116, Ιστ. Βλαχ. 96, 540, 682, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3818, 4410, Λίμπον. 40, Προσκυν. Κουτλ. 390 14833, Ροδινός (Βαλ.) 136, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 51, κ.π.α.· πια, Κυπρ. ερωτ. 718 (ή ως επίθ.), 8710, 10013 (ή ως επίθ.), 10219, 1082, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 655, 9034· πιλιά, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [173]· πλεά (/πλεα), Σαχλ., Αφήγ. 642, Αχιλλ. L 212, Γεωργηλ., Θαν. 98, Βυζ. Ιλιάδ. 373, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 12326, Σταυριν. 397, Διαθ. 17. αι. 9195· πλεία (ή γρ. πλία), Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) ΕΝ 169, Ε 353, ΑΕ 380 κ.α., Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 65, Παλαμήδ., Βοηβ. 296, Σταυριν. 1158, Θρ. Μιχ. 154· πλια, Φαλιέρ., Ιστ.2 147, 698, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 271, Φαλιέρ., Ενύπν.2 24, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 146, 147, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5163, 5164, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 353, Πεντ. Γέν. IX 11, Πανώρ. Ά 121 δις, Β́ 7, Γ́ 150, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 248, 341, Β́ 68, Γ́ 188, Έ 41, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 39, Φαλλίδ. (Παναγ.) 171, Βοσκοπ.2 352, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 229, Β́ 365, 688, Γ́ 1210 τρις, Έ 36, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 114, 169, 274, 361, 650, 711, Στάθ. (Martini) Β́ 291, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 28 δις, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [512], Έ [1357], Λίμπον. 259, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 358, Γ́ 442, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 50, Β́ 36, Διγ. O 2244, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26010, κ.π.α.· πλιαν, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 2130· πλιας, Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 4, 60.
    Από πληθ. πλέα (του πλέον)· βλ. και Ανδρ., Λεξ., λ. πλια. Ο τ. πια και σήμ. Ο τ. πλεα σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 540).   Ο τ. πλεία στο Somav. (λ. πλεια) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πλέα). Ο τ. πλια στο Βλάχ. (πλεια, λ. πλέα) και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., (μ)πλια, όπου και τ. μπλια, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., κ.α.) και κοιν. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. πια, βλ. και Μπαμπιν., Λεξ., πια). Η λ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ά 198, Β́ 294, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 91, Κωστ., Λεξ. τσακων., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.).
    1) α) Περισσότερο, πιο πολύ: σ’ έκαμεν (ενν. ο Θεός) εις όλους βασιλέα,| και χρεωστείς απ’ ολουνούς να τον φοβάσαι  πλέα Ιστ. Βλαχ. 1386· Μοιάζ’ η Αρετούσα τ’ άρρωστου οπού πολλά τον κρίνει| κάηλα βαρά κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει| κι όσο του δίδουν το νερό, πλια καίγεται και βράζει| και πλια πληθαίνει η δίψα του και πλια τονε πειράζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 3, 4· με τση τιμής περιντυμένη (ενν. η Περηφανειά)| τ’ όνομα, πορπατεί  και βασανίζει| πλια από θανατικό την οικουμένη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 508· Χωρίς γαρ φρόνησιν η δύναμις πλέα βλάβει παρ’ ωφελεί Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 112· να λευτερωθώ τέλεια ’πό κείνον| απού μ’ έκαψεν πια παρά κανέναν Κυπρ. ερωτ. 1411· β) παραπάνω, επιπλέον: όλα τα άρμενα από δεκατεσσάρων οργίων και απάνω, θέλει να έναι το φίλον των μακρύν ωσάν το αντενάλι και πλεία δύο ποδάρια Καραβ. 50211· γ) (εδώ προκ. για χρον. διάστημα· πβ. 3α): πέμπ’ ευθύς μαντάτα (ενν. ο Μιχάλης) (παραλ. 1 στ.) της ώρας που ’δούν την γραφήν να μην καρτερούν πλεία,| μόνον για να κινήσουσιν γοργά σ’ αυτόν να φτάσουν Παλαμήδ., Βοηβ. 932. 2) α) (Για το σχηματ. του συγκρ. βαθμού επιθ., μτχ. επιθ., επιρρ. ή (με το άρθρο) του υπερθ. βαθμού) πιο, περισσότερο: πια ’φκολον έν’ η θάλασσα να πήξει| παρά ’πού μέναν το λαμπρόν να λείψει Κυπρ. ερωτ. 357· Δεν βολεί, λέγει, να ευρεθεί πράγμα πλέα γλυκύ, πλέα θείον και πλια σεμνόν από την πατρίδα Ροδινός (Βαλ.) 159· βρέθησαν πάντες οι φονεμένοι| δύο χιλιάδες μετρητοί κι οι πλέα προκομμένοι Αχέλ. 717· Πια γλήγορα στη γη να ζήσει ψάρι| κι ο Έρωτας να χάσει το δοξάρι| κι η νύκτα δίχως άστρα και δροσούλα| παρά ν’ αφήσω τέτοια βοσκοπούλα Βοσκοπ.2 293· Χωρίς δε του βαπτίσματος, αν ήτον ο πλέα ευσεβής, δεν ημπορεί να λάβει της μακαρίας εκείνης ελπίδος τα αγαθά Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5322· (ακολουθούμενο από τον αδύνατο τ. της προσωπ. αντων.): μαθών πως ο άνω ειρημένος παιδαγωγός είναι από όλους ο πλέα του ηγαπημένος, τον κράζει ξεχωριστά και λέγει του ... Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4736· β) (με το συγκρ. βαθμό επιθ., επιρρ.· συν. με το άρθρο ως υπερθ.): Ποιος άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους (παραλ. 1 στ.); Ο πλια μικρότερος σ’ αυτούς ’ξάζει τον πλια μεγάλο,| ’ξάζει τον πλια καλύτερον απ’ το φουσσάτο τ’ άλλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1455, 1456· με τον πλέα ευκολότερον μόδον τον κάνομεν πάλι τον υιόν σου να επιστρέψει απού την διδασκαλίαν εκεινού του πλάνου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8517· ημείς οι παραβάται των θείων εντολών είμεστεν οι πλέα δυστυχέστεροι και ταλαίπωροι άνθρωποι του κόσμου Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 452· τα πλούτη εις τους νέους πλια γρηγορύτερα είναι υπηρέτης των ηδονών παρά της αρετής Πηγά, Χρυσοπ. 305 (1)· γ) (με ουσ.· εδώ ισοδυναμεί με το «καλύτερος», «ικανότερος», «μεγαλύτερος», βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 231· βλ. και πλέα (II), πλέον (II) 1β): Θέλεις να δεις στον ζαριστήν έναν καλόν σημάδιν; Οπὄναι πλέα μάστορας, έναιν και πλεά ρημάδιν Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 169. 3) α) Πια, στο εξής, από εδώ κι εμπρός: τρέχαν και πιλαλούσι,| και πλέα δεν ακαρτερούν σ’ εμάς ν’ αντισταθούσι Αλεξ.2 1650· στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα,| διά να ’χουσι το σκέπος του, να μην φοβούνται πλέα Κορων., Μπούαςνα μη κραχτεί πλια το όνομά σου Αβράμ και να είναι το όνομά σου Αβραάμ, ότι πατέρα μάζωμα εθνών έδωκά σε Πεντ. Γέν. XVII 5· (με τον αδύνατο τ. της προσωπ. αντων. ενδεχομ. για έμφαση ή/και δήλωση προσωπικής συμμετοχής): η Κορίσκη πονηρή, δεν με θωρεί πιλιά της| τόσ’ αχαμνόν κι αδύναμον αγαφτικόν κοντά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1286]· Πόθε σκληρέ, άπον’ έρωτα, κι είντα ανιμένω πλια μου,| λειψός εκ την αγάπη μου, γδυμνός εκ τη φιλιά μου; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 525· (κυρίως για να υποδηλώσει κ. οριστικό και τελεσίδικο): Ήπρεπέ σου πρωτύτερα αυτά δα να λογιάζεις,| μα τώρα δεν είν’ πλια καιρός αυτά να λογαριάζεις Αλφ. 1126· β) επιτέλους: Τριπλόν πάθος σε τούτα που διαβάζω| αν έχω θάρρος θέλω να παθιάσω·| και αν έν’ και πια να βγω ’χ τα πάθη ολπίζω,| όμως πλάσιν για σεν δεν απολπίζω Κυπρ. ερωτ. 707· Πιάσ’ την κακόμοιρε δειλέ, τι ακαρτερείς πιλιά σου,| λογιάζεις νά ’ρθει μοναχή, νά μπει στην αγκαλιά σου; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [173]. 4) Πρωτύτερα, πιο μπροστά: εκείνο που δεν ήξευρα μηδ’ άκουσά το πλέα,| πως είναι του Θρασύμαχου παιδί του βασιλέα,| μου ’πε, το ποιο πρωτύτερας αν ήθελα γροικήσει,| τόσα περίσσα και πολλά δεν ήθελα μανίσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 347. Εκφρ. 1) Το πλέα = το περισσότερο, το πολύ πολύ: Τα εξάρτια ενός καταρτίου οργίες δεκάξι ήμισυ, το πλέα έως δεκαπτά Καραβ. 49910. 2) α) Πλια (...) παρ’ άλλη/ο (πβ. πλέα (ΙΙ), Έκφρ. 1) = περισσότερο από κάθε άλλη/ο ή πιο ... (= συγκρ.) από κάθε άλλη/ο: τούτο με παρηγορά στον κόσμο πλια παρ’ άλλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 180· σ’ αγαπά εσένα πλια παρ’ άλλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 930· έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλια παρ’ άλλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 510· β) πλια παρά φοράν άλλη / πλια παρά ποτέ = περισσότερο από κάθε άλλη φορά: απόψε πλια παρά φοράν άλλη είχε με σηκώσει| το πρικαμένον όνειρο που είδα πριν ξημερώσει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 535· τώρα πλια παρά ποτέ λέγω και τω δυονώ σας,| τούτους τσι δυο να πάρετε, στην ψη μου, για καλλιό σας Πανώρ. Δ́ 75. 3) α) Όσο (πλια) ... πλια τόσο/((ε)τόσο(ν)) πλια ή πλέο(ν) = όσο (περισσότερο) ... τόσο περισσότερο: όσο τση φεύγει τση φωτιάς πλια τόσο τση σιμώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 487· Όσο πλια λες κι είναι βαρύ ετούτο το μαντάτο,| ετόσο πλια τα λογικά μού βάνεις άνω κάτω| κι ετόσο πλια αυτή η καρδιά με ξεκινά και θέλει| να μάθω τι ’ναι το βαρύ κακόν οπού μας μέλλει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 14951· απ’ άθρωπο σταλαρισμό μηδεποσώς δεν έχει,| αμ’ όσο πλια ’μποδίζεται, πλια θυμωμένος τρέχει Πανώρ. Γ́ 404· όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [89]· β) όσο ... τόσο και πλια = όσο ... τόσο και περισσότερο: όσο και δυναμώνουσι, τόσο και πλια δριμώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1795· γ) όσο πλια ... τόσο και πλιότερα = όσο περισσότερο ... τόσο και περισσότερο: όσο πλια η Μοίρα στα ψηλά τον άθρωπο καθίζει,| τόσο και πλιότερα πονεί, όντε τονε γκρεμνίζει Ερωτόκρ. Δ́ 609. — Βλ. και πλέα (II), πλέον (I), (II), πλέος.
       
  • σπαθοκοπώ·
    μτχ. παρκ. σπαθοκοπημένος, Διγ. (Trapp) Gr. 295, Διγ. (Aλεξ. Στ.) Esc. 190, Διγ. Άνδρ. 32433.
    Από το ουσ. σπαθίον και το β́ συνθ. ‑κοπώ. Η λ. τον 9. αι. (TLG) και στο Somav.· βλ. και LBG.
    Διαπερνώ, σκοτώνω κάπ. με σπαθί: έξαφνα τον επλάκωσαν (ενν. τον Μιχάλη) κι εσπαθοκόπησάν τον| κι έκοψαν το κεφάλι του χώρι’ από το κορμί του,| χωρίς να έχει πταίσιμον επήραν τη ζωή του Θρ. Μιχ. 364. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει σκοτωθεί με σπαθί: Ζεις, αιχμάλωτε αδελφή, ψυχή ημών φιλτάτη.| Ημείς θανούσαν σ’ είχομεν και σπαθοκοπημένην| μίαν υπολαμβάνοντες είναι σε των θανόντων,| αλλά τα κάλλη ζώσαν σε ετήρησαν, αδέλφιν Διγ. Ζ 518· Και ηύρηκεν Αλέξανδρος Δάρειον ματωμένον,| εξαπλωμένον εις την γην και σπαθοκοπημένον Αλεξ.2 1357.
       
  • στιμαρίζω,
    Θρ. Μιχ. 551.
    Από τον αόρ. του στιμάρω. Τ. στιμαρίζου σήμ. ιδιωμ. (Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ.). Η λ. στο Du Cange (λ. στημαρίζειν).
    1) Εκτιμώ την αξία ενός πράγματος: το μήλον επαινώ που κρέμεται εις εκείνην (ενν. την άλυσιν)·| έχει που στιμαρίζεται εις τέχνην και εις βάρος| πεντήκοντα και εκατόν φλουριά Γεωργηλ., Θαν. 148. 2) (Μεταφ.) υπολογίζω, λογαριάζω: δεν εστιμάριζε ποτέ του την ζωή του| μηδ’ εις κανέναν πόλεμον εψήφα το κορμί του Σταυριν. 1147.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης