Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- απλώνω,
- Μυστ. (Vogt) 56, Σπαν. (Hanna) V 12, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 27, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 145, 189, ΙΙΙ 192α (χφ. g) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 288, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙΙ 307, Διγ. (Hess.) Esc. 1285, Διγ. (Καλ.) Esc. 119, 1285, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2157, 2186, Διγ. (Καλ.) A 437, 3186, 4207, Βέλθ. (Κριαρ.) 542, 658, 659, 799, Ακ. Σπαν. (Legr.) 33147, Ερμον. (Legr.) M 236, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6275, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 748, Φλώρ. (Κριαρ.) 673, Λίβ. (Lamb.) Sc. 313, 3112, Λίβ. (Lamb.) Esc. 941, 1433, 1941, Λίβ. (Wagn.) N 274, 906, 1281, Αχιλλ. (Hess.) L 294, 1267, Αχιλλ. (Hess.) N 865, 1616, Χρησμ. (Trapp) X 20, Φυσιολ. (Pitra) 3401, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 88, Δούκ. (Grecu) 29316, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [333], ΙΒ΄ [621], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 40, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 583, 844, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 115, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 10, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 39, Συναξ. γυν. (Krumb.) 860, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 262, 441, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 104, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 19, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 472, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 96, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 233, 250, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 22, VIII 9, ΧΧΙΙ 12, Έξ. ΙΙΙ 20, IV 4, ΧΧΙΙ 7, Λευιτ. ΧΙΙΙ 5, Αρ. IV 13, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 699, 1223, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 193, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7421, 1295, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1172, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 549, Ε΄ 487, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 22, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3303, 38218, 38435, 38824, 39013, 3936, 4105, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1148, 1719, 1891, Β΄ 542, Γ΄ 77, 523, 579, 862, 1459. Ε΄ 1061, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 107, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1475], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 478, Δ΄ 500, Ε΄ 370, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 92, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 498, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13626· απλώννω, Μαχ. (Dawk.) 18222, 34, 65435, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 810, 9337, 13112· ’πλώνω, Πικατ. (Κριαρ.) 491, Άσμα Μάλτ. 47, Διγ. (Lambr.) O 1483.
Το αρχ. απλόω. Η λ. και ο τ. ’πλώνω και σήμ. (ΙΛ).
Α´ 1) α) (Προκ. για ύφασμα, κλπ.) στρώνω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α6· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): να το απλώσομεν (ενν. το πεύκιν) απουκάτω σου διά να κάτσεις Μαχ. 65435· εκβαλών το φακεόλιον αυτού απλώνει αυτό χαμαί Μυστ. 56· άπλωσεν το καββάδι του στην γην και τότ’ ανέβη Αιτωλ., Μύθ. 1223· β) (προκ. για σκηνή στρατοπέδου) στήνω: οι τέντες του στους κάμπους απλωμένες Αχιλλ. L 294. 2) Σκιαγραφώ, παριστάνω: στο μέτωπόσ σου ηθέλησεν να ποίσει| ο Πόθος το θρονίν του και ν’ απλώσει| στην μιαν μεριάν το θάρρος με τον άδην,| στην άλλην ζωγραφιάν με δίχα χάδι Κυπρ. ερωτ. 810. 3) α) (Με αντικ. λ. όπως χέρι, πόδι, αγκώνας, ουρά, φτερά, κλπ.) απλώνω (για ενέργεια φιλική, ερωτική ή εχθρική) (Πβ. L‑S, λ. απλόω 1 χωρίο Σωρανού)· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Α2, 3· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α, β· πβ. και το χείρας απλώσαι γυναικικώς τοις διώκουσιν του Θεσσαλονίκης Ευσταθίου, Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 216-7 και 217 σημ. 2): άπλωσα το χεράκι μου και πιάνω ένα κουτάλι Κατζ. Γ΄ 549· να απλώσω το χέρι μου και να δείρω την Αίγυφτο Πεντ. Έξ. ΙΙΙ 20· μη απλώσω το ποδάρι μου και δώσω σου κλοτσέα Διήγ. παιδ. 748· και τον αγκώναν του ήπλωσεν εις τον κάμπον ως σκουτέλιν Διγ. Esc. 1285· την ουράν του ήπλωσεν Θρ. Κων/π. H 88· πότε, γεράκιν μου καλόν, τας πτέρυγας απλώσεις; Διγ. Gr. ΙΙΙ 307· β1) (με εννοούμενο ως αντικ. λ. όπως χέρι, κλπ.) απλώνω το χέρι, πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή εχθρικά) (κάποιον ή κάπου) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2β. Βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955 /6, 238): Εσίμωσ’ ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρ’ απλώνει,| κι αγαληνά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει Ερωτόκρ. Γ΄ 579· από τα φύλλα του δενδρού επλώσασιν κι επιάσαν· τα μέλη του τα ταπεινά μ’ εκείνα εσκεπάσαν Πικατ. 491· φρ. απλώνω το χέρι μου (σε κάποιον) = παρέχω βοήθεια: Πλάστη μου, θέλεις ποίσειν| να ’χες του (ενν. του στόματός μου) συμπαθήσειν| απλώνοντα το χέρισ σου| σ’ εμέναν Κυπρ. ερωτ. 9337· β2) (με υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή επιθετικά): κι άξα δεν είν’ η χέρα ντου σ’ έτοιο δεντρό ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 77· αυτή δεν είν’ για λόγου σου, δεν είν’ για σε έτοια βρώση·| σ’ έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Α΄ 1148· γ) εγγίζω: τσι στόλισες ορέγοντα, τσι πάστρες επαινούσα| και δεν απλώσασι ποθές Ερωτόκρ. Α΄ 1891· Και μόνο με την εμιλιά με δίχως να τ’ απλώνω| μου φαίνεται σβήν’ ο καημός ο τόσος οπού χώνω Ερωτόκρ. Γ΄ 523· Ποιος είσ’ εσύ π’ αποκοτάς κι απλώνεις στ’ άρματά μου; Κατζ. Ε΄ 487· Πώς ήπλωσας επάνω μου; το πώς ουκ ενετράπης; Προδρ. Ι 145· φρ. απλώνω στην τιμή (κάποιου) = προσβάλλω, θίγω (κάποιον): Εγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει| εις την τιμήν ’νους βασιλιού γεις δουλευτής ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 1160. 4) Επιχειρώ: μην απλώσεις ν’ αρχίσεις πράγμα περισσό να μη μπορείς να το σώσεις Διήγ. ωραιότ. 107· φρ. το χέρι (μου) απλώνει = επιχειρώ: μ’ επαρακίνησε να γράψω μ’ έγνοιαν τόση,| μα μένα δεν ετύχαινε το χέρι μου ν’ απλώσει,| γιατί δεν είμαι ποιητής Τζάνε, Κρ. πόλ. 13526. 5) Παρέχω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 2ε): Άπλωσε, αφέντη, το λοιπόν την χάρην,| ρύσαι με αχ τα δεσμά Κυπρ. ερωτ. 13112. 6) (Προκ. για τον ήλιο και τις ακτίνες του) εκπέμπω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): όταν απλώσει τας ακτίνας του ο ήλιος εις την γην, τάχατες να εύρει άλλην ασπρύτερην; Διγ. Άνδρ. 38435. 7) α) Ξαπλώνω κάτω (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): ο σουλτάνος, εθυμώθην ... και όρισε να τον απλώσουν χαμαί να τον παιδεύσουν Μαχ. 18222· τύπτουν τον εις την γην πρηνή, ύστερον τον απλώνουν,| τάχιστα τον τυφλώνουσι Ριμ. Βελ. 583· και όταν εφονεύθηκε, τότε απλώθη ίσια Αιτωλ., Μύθ. 699· β) βάζω κάτω, καταβάλλω (κάποιον): εγώ δε εγληγόρευσα και έδωκά του πρωτύτερα και επέταξά τον σύσσελον και ήπλωσά τον εις την γην Διγ. Άνδρ. 3936. 8) α) (Προκ. για επιστολή) ξετυλίγω· ανοίγω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C): είχεν και χαρτίν εις το έναν του το χέριν απλωμένον,| να γέμει όλο γράμματα και άκουσε τι ελαλήσαν Λίβ. N 274· β) (προκ. για στράτευμα) παρατάσσω (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. απλόω 1, χωρίο Παυσανία): άπλωσε τα φουσάτα του εισέ όλον τον τοίχο Χρον. σουλτ. 7421. 9) α) (Μεταφ.) (προκ. για εξουσία, νόμο, κλπ.) επεκτείνω· ενισχύω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): να πολεμά να απλώσει και να μεγαλώσει τον νόμον του Χρον. σουλτ. 1295· β) (προκ. για λόγους) επεκτείνω (Lampe, Lex. στη λ. F): άπλωνε τους λόγους του με πολλά παραδείγματα της θείας γραφής ευμορφότατα Ιστ. πατρ. 1172. Β´ Αμτβ. ενεργ. α) επεκτείνομαι: δεν άπλωσεν η πληγή εις την τσίπα Πεντ. Λευιτ. ΧΙΙΙ 5· χαρτία| ... να έχουν γράμματα και ήσαν απλωμένα Λίβ. Esc. 941. Η μτχ. ως επίθ. = μακρύς: είχε βραχίονες έμορφους, χοντρούς και απλωμένους Θησ. ΙΒ΄ [621]· β) (προκ. για εξουσία) ενισχύομαι: ερίζωσεν εις τον Μορέαν, άπλωσεν η αφεντιά του Χρον. Μορ. P 6275. Γ´ Αμτβ. μέσ. 1) α) (Με υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) εκτείνομαι μένοντας αδρανής: οστέα συνετρίβησαν, η χειρ όλη απλώθη Διγ. Τρ. 2186· ετσακίσθη το κόκκαλον και ηπλώθη το χέριόν του πάραυτα Διγ. Άνδρ. 38218· β) απλώνομαι, εκτείνομαι: Ο πλόκαμος ευφυώς περί τους ώμους ήπλωται της παρθένου Μακρεμβ., Υσμ. 17021· ως κλέπτης και κατάδικος επάνω σου ηπλώθη Θρ. Θεοτ. 96. 2) (Προκ. για άνθρωπο ή ζώο) ξαπλώνομαι (χάμω): παρ’ ελπίδα κατά γης καταπεσών ηπλώθη Προδρ. Ι 189· και μυκησάμενος ως βους επί την γην ηπλώθη Διγ. Τρ. 2157. 3) Διαδίδομαι (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. D1, 2, G και ΙΛ στη λ. Β1): ηκούσθη πανταχού το πράμα και ηπλώθη Ριμ. Βελ. 844· η του Βασιλείου ηπλούτο φήμη ανά την βασιλεύουσαν Παράφρ. Μανασσ. 288. 4) Αναθαρρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): ήλλαξε τας κακώσεις της η τύχη σου απ’ εσένα| και με της τύχης το καλόν απλώθηκε και ζήσε Λίβ. Sc. 3112. 5) Ευφραίνομαι: να εκάθισα εις το πλάγιν της, να ηρξάμην ροκανίζειν·| ν’ αγκώθην η κοιλία μου, ν’ απλώθην η ψυχή μου Προδρ. ΙΙΙ 192α (χφ g) (κριτ. υπ.).αποκρουσμός- ο, Θρ. Κων/π. H 21, Θρ. Κων/π. διάλ. 22.
Από το αποκρούω.
Το να αποφεύγει κανείς κάποιον σε ένδειξη περιφρόνησης: να περπατούν να διακονούν εις τους αλλότριους κόσμους, νά ’χουν ονειδισιές πολλές και αποκρουσμούς μεγάλους Θρ. Κων/π. διάλ. 22.απομένω,- Σπαν. A 529, Σπαν. V 173, Σπαν. V Suppl. 83, Διδ. Σολ. Ρ 16, Προδρ. III 419η (χφφ G VCSA) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 680, 1611, 2572, Ασσίζ. 1726, 13317, 26425, 38318, 4024, 4611, Διγ. Gr. VI 710, Διγ. Esc. 409, 1250, Διγ. A 2017, Βέλθ. 955, Χρον. Μορ. H 607, Ρ 2732, 5093, Πουλολ. 561, Διήγ. Βελ. 180, Φλώρ. 1634, 1634, Σπαν. (Ζώρ.) V 51, Περί ξεν. A 92, 51, Ερωτοπ. 244, 689, Απολλών. 843, Λίβ. Sc. 1905, Λίβ. Esc. 3064, Αχιλλ. N 1288, Ιμπ. 568, 836, Χρον. Τόκκων 2137, Ανακάλ. 32, Θρ. Κων/π. H 159, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 161, Βησσ., Επιστ. 2314, Αργυρ., Βάρν. K 134, Σφρ., Χρον. μ. 831, 2419-20, Μαχ. 1807-8, Θησ. (Foll.) I 12, Χούμνου, Π.Δ. VIII 98, Διήγ. Αλ. V 24, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605, Σαχλ., Αφήγ. 564, Κυπρ. ερωτ. 745, Έκθ. χρον. 104, 643, 7715-6, Ριμ. Απολλων. 38, Κορων., Μπούας 59, 66, 84, Φαλιέρ., Ρίμ. L 147, Διήγ. Αλ. G 27725, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Δεφ., Λόγ. 398, Πεντ. Γέν. VII 23, XXXII 9, XLIV 20, Εξ. VIII 5, Λευιτ. V 9, X 12, 16, XXVI 36, 39, Δευτ. IV 27, XXVIII 62, Αχέλ. 442, Αιτωλ., Μύθ. 1013, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 373, Αλφ. (Κακ.) 1014, 373, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420, 427, 439, Δωρ. Μον. XIX, Κατζ. Β΄ 42, Γ΄ 159, 553, Δ΄ 385, Πανώρ. Α΄ 122, 416, Β΄ 364, Ερωφ. Γ΄ 167, 285, Δ΄ 213, 742, Ιντ. δ΄ 3, Ε΄ 463, Πιστ. βοσκ. II 5, 185· 7,173· III 6,68, 335· IV3, 142· V 1, 76· 5, 12, 333, Φαλλίδ. 58, Ιστ. Βλαχ. 2270, Διγ. Άνδρ. 3377, Ερωτόκρ. Α΄ 784, 1859, 2028, Β΄ 1788, 2236, 2431, Γ΄ 229, 478, 612, 994, 1253, 1740, Δ΄ 540, 1238, Ε΄ 1068, Θυσ.2 190, Ευγέν. 338, 1142, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 140, Δ΄ 18, 50, Ροδολ. Ά [403], Β΄ [212], Ε΄ [322], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [137], Διήγ. εκρ. Θήρ. 11016, Διήγ. ωραιότ. 529, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [548], [917], Γ΄ [1298], Δ΄ [604], Λίμπον. Αφ. 54, Φορτουν. Αφ. 28, Β΄ 94, 237, 460, Δ΄ 540, Ε΄ 336, Ζήν. Β΄ 68, 253, Δ΄ 64, Ε΄ 107, Λεηλ. Παροικ. 448, Διγ. O 2623, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349, 17126, 22211, 2835, 3164, 3416, 36911, 5081, 52420, 5302, 53817, 54810, Διακρούσ. 1011, Αλφ. (Mor.) IV 85· απεμένω, Καλλίμ. 680· ’πομένω, Διγ. A 985, 3146, Χρον. Μορ. H 5093 (υπόμεινεν κατά λάθος αντιγρ. ή από άτοπη επίδρ. του υπομένω), Αχιλλ. O 226, Κορων., Μπούας 64, Αλφ. (Κακ.) 1024, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 413, 420, 430, 457, Ερωφ. Β΄ 155, Ερωτόκρ. Α΄ 440, 774, 775, 838, Β΄ 2367, Γ΄ 766, 1480, Δ΄ 178, Ε΄ 7, 616, 689, 699, 1036, Στάθ. Β΄ 216, Διήγ. ωραιότ. 634, Φορτουν. Πρόλ. 70, Γ΄ 693, Δ΄ 443, Λεηλ. Παροικ. 463, Διγ. O 426· μτχ. απομονάμενος, Θρ. Κων/π. B 20.
Η λ. στον Αριστοτέλη. (L‑S Κων/νίδη). Επίδρ. του υπομένω για ορισμένες σημασ. Βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 504, καθώς και ΙΛ στη λ. (έτυμολ.) και Καψ., ΛΔ 3, 1941,96.
1) α) (Προκ. για πράγμα) υπολείπομαι (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και L‑S, λ. υπομένω I. Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): του σκουταριού το κράτημα επόμεινεν στο χέρι Διγ. A 3146· είντ’ άλλο μπλιό μου ’πόμεινε ωσάν έχασα εσένα; Ερωτόκρ. Ε΄ 1036· και το τειχιό χαλάσανε, τα χώματ’ απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 171226· β) (προκ. για γεγονός η αίσθημα) μένω: Επόμεινέ τζ’ η πεθυμιά του τραγουδιού ν’ ακούσει Ερωτόκρ. Α΄ 775· απόμεινέ μου μοναχός η όρεξη κι η γλύκα Κατζ. Γ΄ 553· ουδεκιαμιά άλλη ολπίδα απόμεινέ μας Ερωφ. Δ΄ 742· Τι γαρ απέμεινε μόνον του πιάσαι τον αυθέντην ιδίαις χερσίν; Έκθ. χρον. 104· και πόση ακόμη στράτα μ’ απομένει Πιστ. βοσκ. V 1, 76· γ) (προκ. για πρόσ. η και πράγμα) μένω, παραμένω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και ΙΛ στη λ. 2α): Μισσεύγει κι αποχαιρετά κι η ’Αρετή ’πομένει Ερωτόκρ. Ε΄ 689· ας απομείνομεν εδώ στα ιγονικά μας Χρον. Μορ. H 607· ο Αχιλλεύς επόμεινεν και συβουλήν εποίκεν Αχιλλ. O 226· τα κάστρα ν’ απομείνουν στου πρίντσιπε την εξουσία Τζάνε, Κρ. πόλ. 53817. σα μποθρακός δε βγαίνεις | ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα ’κεί απομένεις! Κατζ. Β΄ 42 να βρ’ άλλα μέρη αδιάβατα κι εις κείνα ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1740· και τα καράβια στην Αξιάμ εις το νησί απομένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3416 (βλ. και αβαντζάρω, αναμένω 5, αναπαύω Β6)· φρ. απομένω να μην = παραλείπω να …: ούτε αυτείνοι επομείνασι να μην πάσινε εκεί Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 457. 2) α) Μένω σε μια κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): θανατικόν … τόσον ότι οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605· αδείπνητ’ απομένει Ερωτόκρ. Α΄ 784· να κάμεις την κερά Μηλιά κοντέντα ν’ απομείνει Φορτουν. Β΄ 460· ο ρήγας δεν αφήνει | αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Α΄ 2028· ωσάν το λίθο ’πόμεινε κι ουδ’ αναπνιά γροικάται Ερωτόκρ. Ε΄ 7· Ω χώρα, χήρα απόμεινες και κλαίγε πρικαμένη Ροδολ. Ε΄ [322]· εις εντροπήν παντοτινήν η κόρη μ’ απομένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1298]· β) μένω ζωντανός (Πβ. L‑S, λ. υπομένω I): εφόνευσαν τους άρχοντας, τους βαρυγογεμένους | και τους απομονάμενους να πορπατούν ως ξένοι Θρ. Κων/π. B 20· ο αδερφός του απέθανεν και απόμεινεν αυτός μοναχός του της μάννας του Πεντ. Γέν. XLIV 20· Λευιτ. X 12, 16, XXVI 36, XXVI 39· για να ζυγιάσω τα ’καμες και πλιό να μεν ’πομείνεις Αλφ. 1024, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54810 (βλ. και αισθάνομαι Β). 3) Διατηρούμαι (Πβ. και L‑S, λ. υπομένω II 3): στο νου τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση ’πομένα Ερωτόκρ. Α΄ 440· Μόνε το όνομα καλόν εκείνο π’ απομένει Σπαν. V 173· Τα όνειρα εις το ύστερον πάλ’ όνειρα απομένουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [917]· και να στραφού (ενν. τα μάτια σου) να μη με δου κι ο τόπος ν’ απομείνει | που κείτομου, που κάθομου μ’ εσέ, μάννα Φροσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1253· Πάντα σε θέλω καρτερεί ζώντας κι αποθαμένη, γιατί μια ’γάπη μπιστική στα κόκκαλα ’πομένει Ερωτόκρ. Γ΄ 1480 (βλ. και απαντώ 7β, αποκρατώ Β1). 4) α) (Αμτβ.) σταματώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2γ): Ήκούσας τούτο ο πρίγκιπας απόμεινεν εκείσε κι εστράφη εις το σπίτιν του Χρον. Μορ. P 5093 (βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Β5, ανασαίνω Α5, αποβγάζω, αποκόπτω 5γ)· β) μένω ακίνητος (κάπου) (πβ. L‑S, λ. υπομένω ΙΙ3), καθυστερώ, κολλώ (στο έδαφος): Οι γαρ τόποι εκείνοι είσι βαλτώδεις και απέμειναν ίπποι και κάμηλοι και άμαξαι Έκθ. χρον. 7715‑6· ως είδε ότι απόμεινες, πολλά σ’ εκατηράσθη Πουλολ. 561. 5) Μένω κάπου προσωρινά, καταλύω (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): και λέγω του τον Λίβιστρον: «Τι λέγεις απετώρα; που ν’ απομείνεις;» Λίβ. Esc. 3064· εισέ ψηλότατον γκρεμνόν να πάγεις ν’ απομείνεις (έκδ. απαμείνεις πιθ. κατά τυπογρ. λάθος διορθώσ.) Ευγέν. 1142. 6) Μένω ενεός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ 2β): Λόγιασε πώς απόμεινα πριχού το πω απατός μου Ερωφ. Δ΄ 213· έτοιας λογης απομεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τζ’ ακούσα Ερωτόκρ. Ε΄ 1068. 7) α) Γίνομαι) (κ.): και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω Φορτουν. Άφ. 28· ο γιός σου | το σήμερον γαμπρός θέλει απομείνει Πιστ. βοσκ. IV 3, 142· αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουν απομένεις Ερωτόκρ. Γ΄ 478· αθάνατον απόμεινε και στέκει τ όνομά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349· και πάντησμ’ όντε το κακό γένει κι οι πονεμένοι | αργήσου να το μάθουσι, λιγότερο ’πομένει; Ερωτόκρ. Ε΄ 616· β) καταντώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες και πώς να μου μιλήσεις Ερωφ. Ε΄ 463· ολόγυμνος απέμεινα διά την ονειδισίαν Προδρ. III 419η (χφφ gV) (κριτ. υπ.)· η πεθυμιά τ’ ανθρώπου σαν γεράσει | φύση ζιμιόν αλλάσσει | και παιδωμή και ψέγος απομένει Πιστ. βοσκ. III 6, 68· τα κάλλη τζ’ απομείνασιν ωσάν αποθαμένα Ερωτόκρ. Β΄ 2431· όσοι κι αν ανεβήκανε, όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Πεντ. Δευτ. XXVIII 62 (βλ. και αποδίδω 6γ, αποκαταντώ)· γ) περιορίζομαι: Μια κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κι ήρχισέ μου (παραλ. 1 στ.) κι ελόγιαζα κι η πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει, μα πλήθυνε με τον καιρό Ερωτόκρ. Γ΄ 229· Ετούτα λέγει μοναχάς για την φοράν εκείνη κι ογιά την πρώτην ως εκεί εβάλθη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 612· δ) αναδεικνύομαι: ακόμη δεν κατέχου | ποιος απομένει νικητής από τους δυο που τρέχου Ερωτόκρ. Β΄ 1788. 8) «Μένω στον τόπο», σκοτώνομαι, πεθαίνω: και τουφεκιάν του ’δώκασι κι εκεί ’χεν απομείνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2855, έξω μπασάδες πέφτουνε, σπαχήδες απομείναν, | αγάδες και τσαούσηδες νεκροί στη γην εμείναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5081 (βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω ΙΑ2, απόλλομαι). 9) Εναπόκειμαι (Η σημασ. στον Πόντο, ΙΛ στη λ. 2ζ): αποτουνύν απέμεινε στο μέγα σου το κράτος Βέλθ. 955· αποτουνύν απέμεινεν τα περί τούτον πάντα | προς την καλήν προαίρεσιν και την καλήν την γνώμην | της αυτοκρατορίας σου Καλλίμ. 2572· ει δε πάλιν εκείνος αθετήσει τους όρκους τον, απέμεινεν εις τον Θεόν τον πολλά πλείον δυνάμενον εκείνου Σφρ., Χρον. μ. 831· Λίμπον. Αφιέρ. 54. 10) Περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6· πβ. L‑S, λ. υπομένω): και ν’ απομένει τον καιρόν, να καρτερεί τον χρόνον Ερωτοπ. 689· τούτο γροικάς και δε μιλείς; σιωπάς … και τί απομένεις; Ζήν. Β΄ 253 (βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1, αποδέχομαι 5, αποκαρτερώ). 11) α) Ανέχομαι, υπομένω (κάπ. η κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. υπομένω II 2): Περίσσια σ’ απομένω (έκδ. απομένει· διορθώσ.) και ογιά τούτο πλιότερα μας πειράζεις Πιστ. βοσκ. V 5, 12· Ωχ, οϊμέ, ζωή κριμένη, | τις μπορεί να σ’ απομένει! Φαλλίδ. 58· ο βασιλιάς μπορεί να τ’ απομείνει, | να δώσει τη γυναίκα ντου να θέσει εις άλλη κλίνη; Ροδολ. Α΄ 403· Θεέ μου, πώς απέμεινες την τόσην ανομίαν; Θρ. Κων/π. H 159· Αλλά εκείνος δύναμιν ουκ είχεν απομένειν, | ουδέ βαστάζειν στέρησιν της ποθουμένης κόρης Καλλίμ. 1611 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α, β, αποδέχομαι 4)· β) συγκατανεύω, κάνω παραχώρηση: Χριστέ μου, και ν’ απόμενες τρεις ώρες διά να ζήσω, | να φέρω τον ζαγορεντήν παπά να κοινωνήσω Αλφ. IV 85 (βλ. και ακολουθώ 5, αποκληρώνω 3)· γ) κάνω υπομονή: Για την τιμήμ μου απόμεινε μεν εν’ χαμένη Κυπρ. ερωτ. 745· ο καπετάνος εκουβερτίαζέν τους με γλυκεία λόγια ν’ απομείνουσιν και δεν ημπόρε να τους ταπείνωσει Μαχ. 1807-8 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α)· δ) παραδέχομαι, εγκρίνω (κ.): τα τέκνα ουδέν ημπορούν να χωρίσουν το μερτικόν τους απέ το μερτικόν τον πατρός τους, έως όπου ο πατήρ τους ζει, άνευ αν θελήσει ο πατήρ να το απομείνει με το ίδιόν του θέλημαν Ασσίζ. 38318· Περί εκείνου, οπού ένι ελεύτερος και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος, τουτέστιν Σαρακηνός Ασσίζ. 4024 (βλ. και αναγνωρίζω 2, αναφέρω Α2, ανομολογώ, αποδέχομαι 1β).αστοχώ,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 72, Μανασσ., Χρον. 609, Καλλίμ. 536, Ελλην. νόμ. 58214, Διγ. Z 3342, 3386, 3548, 4032, Ακ. Σπαν. 3053, Ερμον. Π 172, Γ 236, Πουλολ. Z 200, 206, Πουλολ. Αθ. 2 50, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 1322 δις, Ιστ. Ηπείρ. XXIV 3, Λίβ. P 673 (έκδ. κατηχεί· διορθώσ.), 2666, Λίβ. Sc. 2145, Λίβ. (Lamb.) N 822 (έκδ. αποτυχεί· διορθώσ.), Λίβ. Esc. 960, 1213, 3326, Λίβ. N 1063, Αχιλλ. N 767, Χρον. Τόκκων 3016, 3019, Φυσιολ. B 119, Θρ. Κων/π. H 2, Θρ. Κων/π. διάλ. 5, Μαχ. 55211, 61610, Δούκ. 16719, Νεκρ. βασιλ. 102, Σαχλ. N 63, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 556, Έκθ. χρον. 3321, Απόκοπ. 217, Συναξ. γυν. 696, 1081, Τριβ., Ρε 220, Σταυριν. 245, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [3], Λίμπον. 220, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425, Δημ. άσμ. 5, κ.π.α.· μτχ. αστοχημένος, Ακ. Σπαν. 33174, Φλώρ. 1097· αστοχισμένος. Ακ. Σπαν. 42449, Φαλιέρ., Ιστ. V 742. Ερωφ. Δ΄ 311, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [1 ].
Το μτγν. αστοχέω. Η μτχ. αστοχισμένος κατά τα ρ. σε ‑ίζω, αν δεν υπόκειται ρ. αστοχίζω (βλ. ΙΛ, λ. αστοχώ τυπολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Δεν πετυχαίνω το στόχο μου, λαθεύω στο σημάδι (Βλ. L‑S, Lampe, Lex. στη λ. la καθώς και ΙΛ στη λ. Α 1α): Αλλ’ αστοχούν ως το πουλίν τό λέγουν κουφολούπην Απόκοπ. 217· ως γαρ είδεν ο Έκτωρ αστοχήσαντα την λόγχην| και μη έχων άλλο δόρυ,| έλκυσε την σπάθην άμα Ερμον. Υ 236· β) δεν πετυχαίνω κ. (Βλ. L‑S): εάν όλως εισακούσεις μου, δούλωσιν υπογράψεις, ουκ αστοχάς τό επιθυμείς Λίβ. P 2666· ηστόχησε του σκοπού Δούκ. 16719· γ) δεν πετυχαίνω (κάπ.): η βουλή ηστόχησεν στρατιωτών των πέντε·| πάντα γαρ έκοψα εγώ τῳ ξίφει της χειρός μου Διγ. Z 3548· βλ. και αποφεύγω 5· δ) σφάλλω στην κρίση μου, «πέφτω έξω» (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. Α1α): αλλά μεγάλως έσφαλαν, ηστόχησαν παντοίως Λίβ. Sc. 2145· και μερικοί επιτύχασιν και μερικοί αστοχήσαν Σαχλ. N 63· σκεύος βασάνων αν ειπείς, ουκ αστοχήσεις λέγων Καλλίμ. 536. Βλ. και αποτυγχάνω 1, σφάνω. Η μτχ. αστοχημένος = αποτυχημένος: εγώ να ζώ στην ξενιτειάν ωσάν αστοχημένος Φλώρ. 1097. 2) Αδυνατώ: Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψει| να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσιν της Πόλης Θρ. Κων/π. H 2. Βλ. και απορώ 5. 3) (Νομ.) α) Χάνω (την δίκη): Γυνή … αστοχούσα, τουτέστι νικωμένη εις την υπόθεσιν Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1322· β) δεν έχω το δικαίωμα (να κάνω κ.): αλλά και ανηλίκων τελευτώντας των παίδων, αστοχεί ο πατήρ να λάβει τα πράγματα των κληρονομιαίων Ελλην. νόμ. 58214. 4) Περιπλανώμαι (Πβ. Διγ. Gr. VI 468): οδεύσωμεν δυο και τρεις γαρ μόνοι, συντόμως να γυρεύσωμεν πού υπάρχει η κόρη,| και οι μεν δύο μείνωμεν ταύτην επιτηρούντες,| ο τρίτος δε γε προς υμάς επανελθών δηλώσει| και συν αυτῴ ελεύσεσθε μηδόλως αστοχούντες Διγ. Z 3342. 5) Ατυχώ, δυστυχώ (Βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 477 και ΙΛ στη λ. A3): αστόχησεν η Αμμόχουστον και ήλθεν τους μεγάλη ζημία Μαχ. 61610. Βλ. κα ατυχώ. Η μτχ. παρκ. αστοχημένος - αστοχισμένος ως επίθ. = κακότυχος, συφοριασμένος: από κοιλίας αστοχημένος και εις τα καλά σου παραδαρμένος, ώ Σπανέ Ακ. Σπαν. 33174· βλ. και ατυχίτης, άτυχος, ατυχώ μτχ., κακορίζικος, παντέρημος· η μτχ. αστοχηθείς (Ακ. Σπαν. 3053) = κακότυχος (με βιασμό κατά τη μτχ. παρκ. αστοχημένος). 6) Δεν παράγω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2α): Δεν είσαι συ … οπού … (παραλ. 1 στ.) … αγόρασες την αλυκήν κι εγίνης αλυκάρης;| Και αστόχησεν η θάλασσα και έρημος εγίνης Πουλολ. Z 200. Η μτχ. αστοχισμένος ως επίθ. = αχρησιμοποίητος: καλύτερά ’ναι … ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος| παρά τα πλούτη πόχομε να μείνου αστοχισμένα Ερωφ. Δ΄ 311. 7) α) Ξεχνώ, λησμονώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5α): λέγεις ότι αστόχησες τον τόπον οπού τα είχες.| Και με τα ψέματα, άτυχε, γελάς τους χρεοφειλέτες Πουλολ. Z 206· αστοχισμένη| κι απίστευτη από λόγου σας … φήμη Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [I]· βλ. και αθετώ 1α, απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α, αποξενώνω Β1γ, αποξεχνώ, αρνούμαι 3α, λησμονώ, ξελησμονώ, ξεσφαίνω, ξεχάνω· β) δεν υπολογίζω, αδιαφορώ για κάπ. η κ. (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4 και ΙΛ στη λ. Α5β): και θέλει με αναγκάσει να αστοχήσω το μισητόν γήρας η αγάπη σου … να έλθω και εγώ αυτού Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425· με κάποιον άλλον τη βλογούν κι εκείνη δεν τον θέλει, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε Δημ. άσμ. 5. Βλ. και απορρίπτω 1, αποστρέφω Α2, Γ1α.αστραπή- η, Γλυκά, Στ. 357, Ευγεν., Δρόσ. Β΄ 368, Καλλίμ. 1305, Διγ. (Trapp) Gr. 1069, Διγ. Z 1403, Ερμον. Ν 91, Chron. br. (Loen.) 75, Βίος Αλ. 5406, Ιατροσ. κώδ. φλδ΄, Αχιλλ. (Haag) L 151, Αχιλλ. L 429, 1172, Αχιλλ. N 209, 549,1492, Αχιλλ. O 143, Καναν. 64Β, Θρ. Κων/π. H 97, Θρ. Κων/π. διάλ. 99, 114, Δούκ. 11113, Θησ. Δ΄ [13], Διήγ. Αγ. Σοφ. 1606, Σκλάβ. 57, 126, Κορων., Μπούας 50, Βεντράμ., Γυν. 243, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 443, Αχέλ. 1023, 1337, Αιτωλ., Βοηβ. 382, Πανώρ. Γ΄ 472, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 3, Ε΄ 505, Πιστ. βοσκ. V 6, 176, Σταυριν. 468, Ιστ. Βλαχ. 2523, Διγ. Άνδρ. 34416, Ερωτόκρ. Β΄ 1157, 1622, 2299, Δ΄ 1685, Ε΄ 1039, Ροδολ. Α΄ [249], Διήγ. πανωφ. 56, 57δίς, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [911, 1092], Φορτουν. Ιντ. α΄ 17, Ζήν. Β΄ 235, Δ΄ 338, Β΄ 176, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 7, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1445, 3338, 37511, Διακρούσ. 8312, 891· ’στραπή, Θρ. Κων/π. B 108.
Το αρχ. ουσ. αστραπή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Το μετεωρολογικό φαινόμενο αστραπή (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): οι δόξες είναι αστραπές που φέγγου, μα πετούσι Ζήν. Δ΄ 338· (προκ. να δηλωθή ταχύτητα): Κεντούν, φουσκώνουν τ’ άλογα κι ως αστραπή χυθήκα Ερωτόκρ. Β΄ 2299· ωσάν μεγάλη αστραπή έφθασεν αποπέρα Σταυριν. 468. 2) Κεραυνός (Η σημασ. καί σήμ., ΙΛ στη λ. 2): δεν του στέλνεις αστραπήν να τον καταπόντισεις Ιστ. Βλαχ. 2523. Βλ. και αερικόν, αστροπελέκι. Έκφρ. πέτρα τσ’ αστραπής=κεραυνός Ερωτόκρ. Δ΄ 1685. 3) Λάμψη, φωτοβόλημα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): των λουρικών την αστραπήν, των σκυταριών τους κτύπους Αχιλλ. N 209· με την αστραπήν που το παιδί σου| ρίχνει την ξαφνικήν στον λογισμόν σου| σ’ έκαμε την βροντήν να μην ακούσεις| τσ’ ουρανικής φωνής Πιστ. βοσκ. Υ 6, 176. 4) (Προκ. για όπλο) εκπυρσοκρότηση (Πβ. τη χρ. στον Ευστ., Ιλ. 471, 41): Οι αστραπές κι οι κανονιές κι οι μπάλες να μουγκούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 37511. Η λ. και ως παρων. σε τ. Αστροπή: Χρον. σουλτ. 4126.βουνό(ν)- το, Λόγ. παρηγ. L 44, 130, Λόγ. παρηγ. O 126, Καλλίμ. 1477, Διγ. Z 337, 1985, Διγ. (Trapp) Esc. 1141, Βέλθ. 129, Χρον. Μορ. P 4758, 5428, Διήγ. Βελ. 277, Φλώρ. 1525, Περί ξεν. A 199, Ερωτοπ. 423, Λίβ. P 1746, 1882, Λίβ. Sc. 1013, 1592, 2631, Λίβ. Esc. 3798, Επιστ. Μουρ. Β′ ΑΒ 58, Θρ. Κων/π. H 3, Σφρ., Χρον. μ. 12422, Διήγ. Αλ. V 31, Έκθ. χρον. 523, Κορων., Μπούας 77, 129, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 202, Πεντ. Δευτ. XXXII 22, Χρον. σουλτ. 4424, 6216, 11037, Δωρ. Μον. XVIII, XXXVI, Κυπρ. ερωτ. 889, Πανώρ. Αφ. 3, Β΄ 152, Δ΄ 117, Βοσκοπ. 454, 459, Παλαμήδ., Βοηβ. 613, 996, 997, 998, 1042, Σταυριν. 661, 851, Ιστ. Βλαχ. 1198, 1207, 1228, Λίμπον. 283, Πρόλ. άγν. κωμ. 36, Διγ. O 2438, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1542, 2347, 23927.
Από το αρχ. ουσ. βουνός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Βουνό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): απέδω βράχη και βουνά, κρημνός απέκει πάλιν Λίβ. Sc. 1592· βλ. και ακριά, αναπτυχή, βουνάκι α, β, βουνάρι(ν), βουνί(ν), βουνίτσι(ν), βουνόπουλον, βουνός, βουνοτόπιν, όρος· (μεταφ.): να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις Λόγ. παρηγ. L 130.βροντή- η, Κρασοπ. 110, Καλλίμ. 1305, Διγ. (Trapp) Gr. 151, 2400, Διγ. Z 2831, Διγ. (Trapp) Esc. 461, Χρον. Μορ. H 3723, Βίος Αλ. 4585, 5660, Ηπειρ. 23313, Λίβ. Sc. 2637, Λίβ. Esc. 3804, Θρ. Κων/π. H 97, Θρ. Κων/π. B 97, Θρ. Κων/π. διάλ. 99, 114, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 613, Θησ. Δ΄ [13], Χούμνου, Π.Δ. X 38, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1606, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 443, Αχέλ. 1935, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 3, Γ΄ 67, Δ΄ 765, Ερωτόκρ. Β΄ 1310, 1904, Δ΄ 1687, Ε΄ 1536, Διήγ. πανωφ. 57, Διήγ. εκρ. Θήρ. 10917, Διήγ. ωραιότ. 403, Λίμπον. 218, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 17, Ζήν. Ε΄ 15, Διακρούσ. 7824, 8312, 891, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1445, 15317, 1626, 1703, 2817, 49015, 49118, 49423, 5066.
Το αρχ. ουσ. βροντή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Τα περιστέρια τσι βροντές και τα νερά γροικούσι Ερωφ. Γ΄ 67· ο ουρανός με τες βροντές αστροπελέκια ας ρίχνει Ζήν. Ε΄ 15· και μια βροντή στον ουρανό τσ’ οχθρούς μου φοβερίζει Ερωτόκρ. Ε΄ 1536· τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του Λίβ. Esc. 3804. Βλ. και βροντισμός. 2) Κάθε ισχυρός κρότος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Φωνές, βροντές και μπαλοτιές άνθρωπος να δακρύσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1703. Βλ. και συχαλασμός. 3) Κεραυνός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): τότε και βροντή γέγονε μεγάλη επί του καμπαναρίου του μοναστηρίου και ψυχαί δεκατέσσαρες εβροντήθησαν Ηπειρ. 23313. Βλ. και αστραπή 2 έκφρ., αστροπελέκι, πέτρα.γεβεντίζω,- Ασσίζ. 2117, 2237, 23113, 23631, 26426, 44624, 4636, 47933, Θρ. Κων/π. H 98, Θρ. Κων/π. B 79, Θρ. Κων/π. διάλ. 79, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 421, 627, 654, Σαχλ., Αφήγ. 627, 656, 884, Κατζ. Γ΄ 286, Ερωτόκρ. Α΄ 658, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 450· γιβεντίζω, Ασσίζ. 18617, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 790 κριτ. υπ.· διεβεντίζω, Σαχλ., Αφήγ. 889· κεβεντίζω, Ασσίζ. 2236· κιβεντίζω, Ασσίζ. 3416, 4378, 4388, 4516, 4812, 4829, Μαχ. 12610, 6309.
Για την ετυμ. βλ. Ανδρ., Λεξ. (λ. γιβεντίζω) και Παπαδημητρίου [Σαχλ., Αφήγ. σ. 177]. Απ. και ουσ. γεβέντισμα (Krumb., Sprichw. 87) και σήμ. (Δημητράκ.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) α) Διαπομπεύω κάπ. (Βλ. Δημητράκ.): Το δίκαιον κρινίσκει ότι να τον γεβεντίσουν εις την χώραν Ασσίζ. 23113· Ιδώ τές τες πολιτικές και να τες γεβεντίσουν Σαχλ., Αφήγ. 656· εντέχεται να τον κάψουν, αφού κεβεντιστεί εις όλην την πόλιν εκείνην Ασσίζ. 2236· τότε ’πιβουλεύονται πάλι οι γεβεντισμένες Σαχλ., Αφήγ. 627· β) προσβάλλω, ντροπιάζω κάπ. (Βλ. Δημητράκ.): Δέκά ’μαστεν κι εκείνοι δυο, π’ ανάθεμα την ώρα,| όλοι εγεβεντιστήκαμε ’ς τσι γειτονιές, στη Χώρα Ερωτόκρ. Α΄ 658. 2) Διακηρύσσω, διαλαλώ (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 186): το δε μέγιστον, δεύτερον εγιβέντιζε μη τολμήσαί τινα Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 790 κριτ. υπ.γεφύριον- το, Σφρ., Χρον. μ. 3026, Ιστ. Βλαχ. 2236· γεοφύρι(ον), Χρον. Μορ. H 543, Σφρ., Χρον. μ. 545· γεφύρι(ν), Κορων., Μπούας 61, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 61, Παλαμήδ., Βοηβ. 220, Σταυριν. 235, 366, Συναδ., Χρον. 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2831, 36713· γιοφύρι(ν), Βέλθ. 700, Χρον. Μορ. H 8799, Χρον. Μορ. P 542, Ερωτοπ. 704, Θρ. Κων/π. H 100, Μαχ. 85, 6021, 31237, 4204, 5003, 56811, 60220, 6781, Βουστρ. 456, Αλεξ. 925, Κορων., Μπούας 71, 125, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 67, Ρίμ. θαν. 27, 42, Αχέλ. 1996, Χρον. σουλτ. 908, Μηλ., Οδοιπ. 640, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [793], Τζάνε, Κρ. πόλ. 25127, 2527, 36421, 36720, 46816· γιοφύριον, Αλεξ. 934, 940.
Το μτγν. ουσ. γεφύριον. Οι τ. γεφύρι και γιοφύρι και σήμ. (Δημητράκ., λ. γεφύρι και γιοφύρι).
1) Γέφυρα (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γεφύρι και γιοφύρι): να ’χεν ο πύργος πέραμαν κι η θάλασσα γιοφύριν Ερωτοπ. 704· πού είναι λάσπη και νερά γεφύρια να στήσεις Ιστ. Βλαχ. 2236. 2) Έκφρ. της Τρίχας το γεφύρι = γέφυρα που κατορθώνουν να περάσουν μόνο οι δίκαιοι πηγαίνοντας στον παράδεισο: Μ’ απήτις διάβομεν αυτό της Τρίχας το γιοφύρι (παραλ. 1 στ.), τότες τυχαίνει πασαείς με δίκιο να φοβάται Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 67.θρηνώ,- Καλλίμ. 266, Διγ. (Trapp) Gr. 189, Διγ. Z 973, 2132, Διγ. (Trapp) Esc. 92, Χρον. Μορ. P 28, Φλώρ. 80, 269, 750, Λίβ. P 141, 2008, Λίβ. Sc. 2278, 2622, Λίβ. Esc. 3799, Λίβ. N 3082, 3219, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 561, 660, Αχιλλ. L 590, Αχιλλ. N 1666, 1731, Ιμπ. 562, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 214, Πικατ. 552, Πανώρ. Β΄ 391, 561, Γ΄ 495, Ερωφ. Δ΄ 31, 182, Βοσκοπ. 401, 441, Διγ. Άνδρ. 40130, Ερωτόκρ. Γ΄ 1623, Θυσ.2 293, 331, 335, Ροδολ. Ε΄ [173, 549], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 102, Λεηλ. Παροικ. 412, 443, Διγ. O 373, 891, Διακρούσ. 6961, 9411, 10515, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2952, 31522, 43121, κ.π.α.
Το αρχ. θρηνέω. Η λ. και σήμ.
Α´ Ενεργ. α) (μτβ. και αμτβ.) κλαίω θρηνώ: Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτραι ραγισθείτε Θρ. Κων/π. H 3· εθρηνήσαμεν πικρώς τον θαυμαστόν Ακρίτην Διγ. Άνδρ. 4126· β) (με σύστ. αντικ.): θρηνείται θρήνον άμετρον Φλώρ. 90. Β´ Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) κλαίω, θρηνώ: Απήτις εθρηνίστηκεν, πάλι μοιρολογάται Ριμ. κόρ. 748· Αρχίζουν οι γυναίκες οι καημένες (παραλ. 1 στ.) να κλαίσι, να θρηνούνται τη σκλαβιάν τως Λεηλ. Παροικ. 243.λιβάδι(ο)ν·(Ι)- το, Χρον. Μορ. H 1741, Λίβ. Sc. 1010, Βακτ. αρχιερ. 170· λιβάδι, Βέλθ. 1208, Χρον. Μορ. H 4779, Λίβ. P 2113, Θρ. Κων/π. H 103, Γαδ. διήγ. 37, Αλεξ. 916, Ριμ. κόρ. 679, Πεντ. Γέν. XLI 2, Αχέλ. 231, 2337, Δωρ. Μον. XXXVIII, Πανώρ. Α΄ 302, 307, Γ΄ 340, 469, 626, Βοσκοπ.2 91, 446, Παλαμήδ., Βοηβ. 382, Σταυριν. 1007, Ροδολ. Α΄ [147], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 12, Διακρούσ. 998, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2035, 28112, 2908 κ.π.α.· λιβάδι(ν), Διγ. (Trapp) Esc. 1366, Χρον. Μορ. H 2903, 5023, Πουλολ. (Τσαβαρή) 131 ΑΖ, Ιμπ. 511, Αλφ. ξεν. 22, Θησ. Β΄ [305], Ε΄ [315], Νεκρ. βασιλ. 40, Γαδ. διήγ. 39, Πικατ. 560, Πορτολ. A 23215, Δωρ. Μον. XXIX, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 637 λιβάδιν, Λόγ. παρηγ. L 133, Καλλίμ. 150, 155, Σαχλ., Αφήγ. 254, Λίβ. P 1661, 1756, 2531, 2536, 2597, 2616, 2649, Λίβ. (Lamb.) N 190, 618, Αχιλλ. L 679, Αχιλλ. N 737, 975, Αχιλλ. O 186, Ανακάλ. 23, Απόκοπ.2 5, 55, 84, Θρ. Κύπρ. M 226.
Το μτγν. ουσ. λιβάδιον <αρχ. ουσ. λιβάς. Η λ. και σήμ.
1) Χορτόφυτη έκταση εκτεταμένη ή όχι: βοσκοί … να φέρουσι κουράδι| τα χόρτα να βοσκήσουσι απ’ έχει το λιβάδι Πανώρ. Ε΄ 396 αφήκεν την (ενν. ο πλάστης την γυναίκαν) ωσάν το ζω που βόσκεται εις λιβάδι Συναξ. γυν. 96 ετοίμασαν καθείς ό,τι ήθελε δώσει εις προίκα της θυγατρός αυτού, … προσθέσαντες και ζευγαλατεία και λιβάδια και άλλα χαρίσματα Ηπειρ. 24521· (μεταφ.) Χαίρε (ενν. Μαρία δέσποινα), λιβάδιν πράσινον Ύμν. Παναγ. 13· έναι (ενν. η Βενετία) βρύση αφύρατος, πλατύ αναδενδράδιν| … και δροσερόν λιβάδιν Βεν. 13· τα λιβάδια τα γλυκιά τση ζήσης Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 351· φρ. πιάνω λιβάδι = επιστρέφω στα κτήματά μου, στο σπίτι μου (Για το νόημα της φρ. βλ. Vincent [Φορτουν. σ. 167 ]): Στέκετε με παρηγοριά, αφέντες φεουντάδοι,| γλήγορα σας εβγάνομε και πιάνετε λιβάδι Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 24. 2) Πεδίο αγώνων, συγκρούσεων, πολέμων: στο μέγα θέατρον, εις το πλατύ λιβάδι (παραλ. 3 στ.). Ετρέχασι με τα φαριά, τα σίδερα ντυμένοι Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [487] πολλοί εσκοτωθήκανε κι επέφταν στο λιβάδι. Διακρούσ. 8325 μ’ αστραπόβροντα πολλά τόσ’ άγρια επολεμούσα| που εγίνηκε το πέλαγος λιβάδι του πολέμου Ροδολ. Α΄ [245]. 3) Ρηχή και μικρή λιμνοθάλασσα· τα αβαθή μέρη της θάλασσας που υπάρχουν συνήθως στις εκβολές ποταμών: Η Βενετία … έχει λιβάδια και κανάλια και δεν ημπορείς να υπάς, μόνον με βάρκα (ενν. ημπορείς) Πορτολ. A 18631· ο κόρφος της Νεγροπίνας είναι όλο λιβάδια Πορτολ. A 23312.λομπάρδα- η, Θρ. Κων/π. H 106, Θρ. Κων/π. B 82· λουμπάρδα, Χρον. Τόκκων 391, 800, 917, 1855, Θρ. Κων/π. διάλ. 112, Byz. Kleinchron. A΄ 51518, 58584, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1563, Κορων., Μπούας 99, 109, Τριβ., Ταγιαπ. 15, 149, Κώδ. Χρονογρ. 5219, 6145, Θρ. Κύπρ. M 222, 720, Χρον. σουλτ. 758, 1133, Δωρ. Μον. XVIII, Κατζ. Β΄ 25, Βίος Δημ. Μοσχ. 583, Σταυριν. 316, 920, Ιστ. Βλαχ. 185, Ευγέν. 1463, Διακρούσ. 8113, 9618, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15618, 21423, 40020, 5062, κ.α.· λουμπάρδα, Θρ. Κων/π. (Mich.) 104.
Το ισπαν. lombarda (Βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. λουμπάρδα και Nourney, Lat. Ital. 118, λ. λουμπάρδα)· πάντως για την ετυμ. της λ. βλ. και Kahane, Sprache 570, 586 και Spadaro, Byz. 38, 1968, 451 σημ. 1. Η λ. και ο τ. λουμπάρδα στο Meursius (λ. λουμβάρδα).
1) Κανόνι, ολμοβόλο όπλο: σαΐτες, μπάλες, τουψεκιές ερίχνασι χιλιάδες| και άκουες κτύπους, βροντισμούς που βγαίναν οι λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 2186· άρματα πολλά, τουφέκια και λουμπάρδες Σταυριν. 864. 2) Κανονιά, κανονιοβολισμός (συν. με το ρ. ρίχνω): Ρίκτουν λουμπάρδες άμετρες, τον πύργον να κτυπούσι Διακρούσ. 7925· με κανόνια περισσά ήτουν (ενν. το καράβι) αρματωμένο·| εσίμωσεν κι αρχίνισεν λουμπάρδες για να φτάσει| απάνω ’ς τούτο το φορτί ογιά να το χαλάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 5241· ερίχναμεν αδύνατες λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 2114. Φρ. α) βαρώ λουμπάρδες βλ. ά. βαρώ 3 φρ.· β) βροντώ λουμπάρδες· βλ. ά. βροντώ Β΄ 2 Φρ.· γ) δίνω λουμπάρδες (Πβ. ά. δίδω 18γ)= κανονιοβολώ: έγινε μέγας θρήνος εις Ναύπλιο και οι Τούρκοι εχάρηκαν και έδωκαν λουμπάρδες Δωρ. Μον. (Βαλ.) 47. — Βλ. και ά. μπομπάρδα.ξενοδόχισσα- η, Φλώρ. 1239, Λίβ. Sc. 1952, 2326, 2528, 2562, 2733, Λίβ. Esc. 3086, 3120, 3583, 3692, κ.π.α.
Το θηλ. του ουσ. ξενοδόχος. Η λ. στο Somav. και σήμ.
1) Αυτή που δέχεται και περιποιείται ξένους· (εδώ προκ. για την Πόλη σε προσωποπ.): Πόλη, τό πάσχεις πάσχω το και τό πονείς πονώ το (παραλ. 1 στ.), γιατ’ ήσουν ξενοδόχισσα, κυρά των αιχμαλώτων,| χριστιανών το καύχημα και των αγίων δόξα Θρ. Κων/π. H 36. 2) Ιδιοκτήτρια και διευθύντρια ξενοδοχείου, πανδοχείου: μετά κείνον έποισε (ενν. η Ροδάμνη) τούτην την συμφωνίαν,| να γένει ξενοδόχισσα τέσσερους χρόνους μόνον (παραλ. 2στ.) και το ξενοδοχείον της καινούργιον να το ποίσει Λίβ. Esc. 2968· λέγει με η ξενοδόχισσα: «Πράγμα μηδέν φοβάσαι·| έναι εις το ιππάρι σου ταγή και διά λόγον σου είτι θέλεις» Λίβ. Esc. 3118. 3) (Εδώ) σύζυγος ξενοδόχου, ξενοδόχισσα: Λέγει (ενν. ο Φλώριος) την ξενοδόχισσαν: «Λέγε μοι διά την κόρην.| Πότε το φως των ομματιών, κυρά, των εδικών μου| ... εξενοδόχησές το (παραλ. 3 στ.)». Και ο ξενοδόχος παρευθύς τον Φλώριον ελάλει Φλώρ. 1253.ξηραίνω,- Σπαν. A 525, Κρασοπ. (Eideneier) V 37 (42), Ιερακοσ. 45929-30, Διγ. (Trapp) Gr. 2220, Ιατροσ. κώδ. χδ́, Θρ. Κων/π. διάλ. 7, Μαλαξός, Νομοκ. 181, Διγ. Άνδρ. 3716, Τζάνε, Κατάν. 104, Παλαμήδ., Ψαλμ. 427, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 187, 202, 219· ξεραίνω, Θρ. Κων/π. H 4, Θρ. Κων/π. B 4, Πανώρ. Γ́ 139, 143, Δ́ 120, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 504, Βοσκοπ.2 476, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 280, Ευγέν. 628, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 50, Ζήν. Έ́ 233, Διακρούσ. 6964, Τζάνε, Κρ. πόλ. 55211· μτχ. παθητ. παρκ. ξεραμμένος· ξηραμμένος, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 485.
Το αρχ. ξηραίνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.
Í. Ενεργ. Ά́ Μτβ. 1) Κάνω κ. να χάσει την υγρασία που έχει, αφυδατώνω, ξεραίνω: Το αλατισμένον κρέας είναι βλαβερόν, διατί δίδει ολίγην τροφήν, ξηραίνει την σάρκα και γεννά χοντρόν αίμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 191· (μεταφ.): Το φως σκοτίδι μου γεννά, το πλούτος με φτωχαίνει,| πρίκα μου προξενά η χαρά, το δρόσος με ξεραίνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 216. 2) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) κάνω να χάσει τους χυμούς του, να ξεραθεί, να μαραθεί: Παλαμήδ., Ψαλμ. 427, Διδ. Σολ. Ρ 13· ’ς καιρό που σ’ ανακρέμασην ο ήλιος τον κόσμο κάψει,| ανθούς, χορτάρια, λούλονδα, δέντρη, κλαδιά ξεράνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1309· (σε μεταφ.): ήπασκεν (ενν. η νένα) όσο το μπορεί να τηνε δυσκολέψει (ενν. την Αρετούσα),| να τση ξεράνει το δεντρό πρίχου να το φυτέψει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 670. 3) α) (Προκ. για καρπούς, άνθη, φύλλα) αποξηραίνω: ξηραίνουσι (ενν. οι πατέρες) το καλοκαίρι από τους καρπούς των δένδρων, φοινίκων δηλαδή και ετέρων όσα διά φαγί είναι χρήσιμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 114· Έπαρε άνθη χαμομήλης και φάκλας ..., ξέρανε και κάμε τα σκόνην λεπτήν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 234· Κολοκυθόφυλλα ξεράνας και τρίψας Σταφ., Ιατροσ. 10290· β) (γενικότερα): ειδέ σικχανθῄ τας χλωροσαύρας, εις τον ήλιον αυτάς ξήρανον και τρίψας εις κρέας χοίρειον δος τῳ ιέρακι φαγείν Ορνεοσ. αγρ. 55928. 4) Ψήνω κ. ώσπου να ξεραθεί εντελώς: Ξήρανε εις τον φούρνον δενδρολίβανον και ρίζαν της ατσικνίδας, κάμε τα σκόνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 228· Βάλε εις ένα αγγείον λαγόν ζωντανόν να ξηρανθεί εις τον φούρνον, κάμε τον σκόνην και πίνε την Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 236. 5) (Προκ. για τους ανθρώπους στην κόλαση): Νυν ώδε αγωνίσθητι ...,| ότι ενταύθα ο αγών, εκεί η αντιμισθία.| Ξηραίνονται και τήκονται πάντες εκεί, ως έφυν,| οι μήπω εις μετάνοιαν ελθόντες απεντεύθεν Καλορείτ., Περί ματ. Βίου 27. 6) α) Αδρανοποιώ, «νεκρώνω»: αφανίζει (ενν. το μαρούλιον) το σκάνδαλον της σαρκός, διατί ξηραίνει το σπέρμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 204· β) κάνω να ατονήσει ως προς τα συμπτώματα: ο περισσός ύπνος ψυχραίνει και ξηραίνει την θέρμην και αχαμνίζει την Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176. 7) (Μεταφ., με αντικ. τη λ. αίμα): Συν τούτοις συν και ετέροις κολακευτικοίς λόγοις, εχούσας εν τῳ μέσῳ των κολακειών και τας καρδίαν στυφούσας και το αίμα ξηραίνουσας δακνώδεις μνήμας απέλυσεν (ενν. ο ηγεμών) Δούκ. 31320. 8) Εξαντλώ, ταλαιπωρώ σωματικά: έφευγαν (ενν. οι Τρώες) εκ του πεδίου| ξηρανθέντες εκ του κόπου,| εκ της κάνης και της δίψης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ2 [199]. 9) Εξοντώνω: Η γυνή το θέλημά σου ου κάμνει,| αμή έμπροστεν εις τους εχθρούς βούλεται να σε μιάνει (παραλ. 1 στ.)· πάντα περιεργάζεται το πώς, να σε ξηράνει Συναξ. γυν. 308. Β́ Αμτβ. 1) (Προκ. για δέντρο) χάνω τους χυμούς μου, μαραίνομαι, ξεραίνομαι: εμείναν τα δεντρά γυμνά ως γιον τον χειμώναν, και κιτρομηλίες και ούλα, κι ελιές και κερατσιές και εξεράναν πολλά Μαχ. 6244. 2) (Με υποκ. τις λ. νερά, βρύσις) στερεύω: ούλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επηγαίνναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον ... να εύρουν νερόν Μαχ. 225· (σε μεταφ.): Αλλ’ όμως ουκ εκρύβηκεν η άδικος η κρίσις, το δίκαιον απέσβεσεν και εξήρανεν η βρύσις Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 590. IΙ. Μέσ. 1) Χάνω το νερό ή την υγρασία που έχω, στεγνώνω: εις το μήνα το δεύτερο, εις τις είκοσι εφτά μέρες του μηνού εξεράθην η γης Πεντ. Γέν. VIII 14. 2) (Με υποκ. λ. όπως βρύση, πηγάδι, λίμνη, θάλασσα) στερεύω, αποστραγγίζομαι, ξεραίνομαι: κι επήγαν (ενν. δύο βαθρακοί) εις πηγάδι (παραλ. 1 στ.). Ο ένας αποκρίθηκε ... (παραλ. 1 στ.) ... φοβούμαι ...| ότι σαν ξηρανθεί κι εδώ δεν έχω πώς να ξέβω Αιτωλ., Μύθ. 1910· Εις λίμνην άλλην πήγασι (ενν. δύο βαθρακοί) και πάλε εξηράνθη|, από την ζέστην την πολλή Αιτωλ., Μύθ. 193· (σε κατάρα): Αι βρύσες ας φυράξουσι κι όλες ας ξεραθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 22811· ποταμοί να φρύξουν,| η θάλασσα να ξηρανθεί, τα ψάρια να ψοφήσουν Περί ξεν. A 284· (σε μεταφ.): εις τας μεγάλας λύπας ξηραίνονται αι πηγαί των δακρύων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 250. 3) Αφυδατώνομαι, εξαντλούμαι από τη δίψα και τη ζέστη: Τη βρύση στέκω και θωρώ, δε θε να με δροσίσει| κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 214. 4) α) (Συνεκδ. για τη γλώσσα, το λάρυγγα) στεγνώνω: ήλθον εις αθυμίαν,| εστέγνωσαν τα χείλη μου, η γλώσσα μου ξηράνθη Κρασοπ. (Eideneier) ΑΟ 42· Ο θάνατος εσκέπασε τ’ αμμάτια τα δικά μου,| η γλώσσα μου εξεράθηκε, σβένετ’ η αναπνιά μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 260· αποκοτιά δεν έχω να μιλήσω,| μα η γλώσσα μου ξεραίνεται κι ο λόγος στρέφτει οπίσω Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 360· ο λάρυξ εξηράνθη μου από της ακρασίας Προδρ. III 419f χφ V κριτ. υπ.· (σε κατάρα): Αν εγώ, Ιερουσαλήμ, εσέ θέλω ξεχάσει (παραλ. 1 στ.), να ξηρανθεί η γλώσσα μου εκεί που σ’ αναβάλλω Παλαμήδ., Ψαλμ. 426· β) (ειδικά): τα μάτια μου εξηράνθησαν από της αγρυπνίας Προδρ. III 419v χφ g κριτ. υπ.· γ) (προκ. για την αναπνοή) «κόβομαι» (επειδή στεγνώνει η στοματική κοιλότητα): η γλώσσα μου η τρεμάμενη στο στόμα αποκρυγιαίνει| κι η αναπνιά ξεραίνεται κι ολόβουβο απομένει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 88. 5) α) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) χάνω τους χυμούς μου, ξεραίνομαι, μαραίνομαι: περισσές (ενν. ελαίαι) ξηραίνονται, διότι και τα νερά οπού τες ποτίζουσιν ολιγοστεύουσιν υπό της ανομβρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 171· Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει| στην πρώτη ντου ομορφιά ποτέ Πανώρ. Γ· 307· ένα δεντρόν ... μαραμένο (παραλ. 1 στ.) κι ήδειχνε πως ξεραίνονται οι κλώνοι και τα φύλλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 210· (σε κατάρα): Σήμερο οι κάμποι ας ξεραθού και τα βουνά ’ς βουλήσου Πανώρ. Δ́ 117' (σε μεταφ.): Τα ρόδα του προσώπου σου κι οι κρίνοι ας ξεραθούσι Πανώρ. Β́ 407· β) (μεταφ. για πρόσωπο) χάνω τη ζωντάνια, την ομορφιά μου· μαραίνομαι (πβ. Bauer, Wört., στη λ. 2b): ωσάν ένα δένδρον νεοφύτευτον, οπού να ξηρανθεΊ πριν του καιρού του έτσι και εγώ πριν του καιρού μου εξηράνθη το κάλλος μου Διγ. Άνδρ. 3717· Οίμοι λοιπόν παντάλαινα και παναθλία τύχη (παραλ. 1 στ.) η το γλυκύ προ του τυχείν ολέσασα του κάλλους,| ως δένδρον νεοφύτευτον ακαίρως ξηρανθείσα Διγ. Z 2625. 6) α) (Προκ. για νερό, υγρά) στεγνώνω, εξατμίζομαι: επέστειλεν (ενν. ο Νόαχ) τον κόρακα και εβγήκεν· εβγαίνοντα και στρέφοντα ως να ξεραθούν τα νερά αποπάνου την ηγή Πεντ. Γέν. VIII 7· Καύσε αβγόφυλλα, βάλε τα εισέ ολίγον ξίδι δριμύ να κάμουν έως να ξηρανθεί το ξίδι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· β) (εδώ προκ. για το υγρό στοιχείο του ανθρώπινου οργανισμού): δεν έχουσιν (ενν. τα γερατειά) αποκοτιά ...| και, το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγιαίνει·| ξεραίνεται η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 829. 7) Γίνομαι στερεός, συμπαγής, δύσκαμπτος: βαλε το εισέ λεκάνες απλωτές ... όσον να γένει το χόντρος του μόνον ένα δάκτυλον διά να ημπορείς ύστερα να το κόπτεις, διατί ξηραίνεται ωσάν την πετσόκολλα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 226. 8) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παραλύω, πιάνομαι: Αι γενεαί πάσαι, όλοι καθυβρίζουν σπανόν τον τραγογένην.| Αι χείρες σου και οι πόδες σου εξεράθησαν Σπανός (Eideneier) Α 387· τα μέλη ξηραίνονται και αχαμναίνει όλη η δύναμις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176· Εις του Μαχαιρά την εκκλησιάν ...| μια ρήγαινα ...| έσσω εδοκίμασεν να μπει κι ευρέθην ξεραμμένη| και κάμνόντας παράκλησες έβγην ιατρεμένη Θρ. Κύπρ. M 442. 9) Μένω αναίσθητος, λιποθυμώ: τον κάμει και ξεσχίζεται και αφρίζει ... και ξηραίνεται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18. 10) Αποσβολώνομαι, μένω σύξυλος: οι Ρωμαίοι ακούσαντες την πικράν ταύτην αγγελίαν ...| υπερήλγησαν, εξηράνθησαν Δούκ. 2976.ομμάτιον- το· αμμάδιν, Θρ. Κύπρ. M 94, 453, 505,508, 516, 620· αμμάτι, Κάτης 44, Χούμνου, Κοσμογ. 2765, Πανώρ. Β΄ 528, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 6, Χορ. ά́ 623, Β́ 270, Χορ. β́ 505, Γ́ 13, Χορ. γ́ 440, Δ́ 8, Έ́ 8, Ερωφ. Ιντ. ά́ 115, β́ 116, δ́ 30, Βοσκοπ.2 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 303, Γ́ 1145, Έ́ 413, Θυσ.2 286, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 27, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 698, Γ́ 5, Δ́ 268, 449, Έ́ 275, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 67, Έ́ 127, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28210, 3743, κ.π.α.· αμμάτι(ν), Νεκρ. βασιλ. 3, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1622, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396, 439, 459· αμμάτιν, Μαχ. 4611 (πληθ. αμματία), Αχέλ. 2100, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 34, 136, 552, 664, 826, Κυπρ. ερωτ. 636, 7020, 9263, 1185,1551· εμμάτιν, Κυπρ. ερωτ. 9831, Ξόμπλιν φ. 136r· πληθ. μάθια, Πηγά, Χρυσοπ. 118 (24)· μάτι, Συναξ. γαδ. 355, Σαχλ. N 328, Φαλιέρ., Ιστ.2 291, Φαλιέρ., Ενύπν.2 15, Θρ. Κων/π. B 6, Γαδ. διήγ. 372, Πεντ. Γέν. III 6, Έξ. III 21, Λευιτ. IV 13, Αρ. XI 10, Δευτ. III 21, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 21, Ά́ 240, Έ́ 28, Ερωφ. Ιντ. ά́ 83, Πανώρ. Ά́ 19, Β́ 156, Γ́ 43, Βοσκοπ.2 429, Ιστ. Βλαχ. 430, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 131, Β́ 48, Γ́ 83, Θυσ.2 408, Στάθ. (Martini) Ά́ 98, Ιντ. β́ 26, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 131, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 33, Γ́ 183, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 140, Β́ 149, Γ́ 209, Δ́ 65, Έ́ 92, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14016, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 19, κ.π.α.· μάτι(ν), Βέλθ. 1158, Εβρ. ελεγ. 166, Πόλ. Τρωάδ. 246, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 469, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 37, Συναξ. γαδ. 332, Φλώρ. 994, Ερωτοπ. 331, Λίβ. Sc. 932, Αχιλλ. L 430, Αχιλλ. O 738, Ανακάλ. 25, Θησ. Πρόλ. 27, Ch. pop. 14, Χούμνου, Κοσμογ. 790, Sprachlehre 191 (πληθ. μάτιγια), Απόκοπ.2 13, Αγν., Ποιήμ. Β́ 45, Κορων., Μπούας 75, Διγ. (Trapp) Esc. 852, Πένθ. θαν.2 518, Βεντράμ., Γυν. 20, Τριβ., Ταγιαπ. 183, Αιτωλ., Βοηβ. 189, Διγ. Άνδρ. 3276, Ευγέν. Πρόλ. 94, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 64r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [843], Λίμπον. 380, Διγ. O 369, κ.π.α.· μάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 45, 292, 300, 355, 380, Συναξ. γαδ. 354, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1753, Συναξ. γυν. 619, 1016, Διήγ. Αλ. G 26619, 26926-7, 27220, 27617· ’μμάτι, Διγ. Z 1744· ’μμάτιν, Ασσίζ. 18114 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 1035 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 8623 (πληθ. ’μματία), Κυπρ. ερωτ. 10511,15· ομμάτι, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2185 (Δωδώνη 8, 1979, 367), 5774 (Δωδώνη 8, 1979, 414), Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 101, Απόκοπ.2 267, Πικατ. 543, Ιστ. πατρ. 10012, Πανώρ. Έ́ 51, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2188, Θυσ.2 314, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 67, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 191, Ροδινός (Βαλ.) 223, , 363-631">Τραπεζούντιος, Νομοκ. 409 δις, 562· ομμάτι(ν), Σπαν. O 226, Προδρ. (Eideneier) I 148, Καλλίμ. 1694, Διγ. (Trapp) Gr. 361, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 229, Διγ. (Trapp) Esc. 362, Πόλ. Τρωάδ. 172, Χρον. Μορ. P 1131, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 189, Συναξ. γαδ. 299, Φλώρ. 812, Περί ξεν. V 521, Ερωτοπ. 123, Απολλών. 376, Λίβ. P 438, Λίβ. Sc. 954, Λίβ. Esc. 380, Λίβ. (Lamb.) N 566, Αχιλλ. L 896, Αχιλλ. N 814, Αχιλλ. O 722, Ιμπ. 84, Χρον. Τόκκων 3390, Φυσιολ. (Legr.) 118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 92, Θησ. ΙΒ́ [344], Χούμνου, Κοσμογ. 637, Απόκοπ.2 385, Χρον. σουλτ. 2510, Πιστ. βοσκ. II 3, 47, Διγ. Άνδρ. 3159, Λίμπον. 415, κ.π.α.· ομμάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 363, 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 393, 1752 Απόκοπ.2 194, Συναξ. γυν. 205, 350, Διήγ. Αλ. G 28120· ομμάτι(ο)ν, Σπαν. O 204, 272, Λόγ. παρηγ. O 443, 570, Ιατροσ. 1712-3, Ορνεοσ. 57914, Διγ. (Trapp) Gr. 1142, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 865, Συναξ. γαδ. 204, Sprachlehre 81, Θησ. Πρόλ. [35], [74], Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8716, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 169r, Χίκα, Μονωδ. 5, 69, Ιστ. πατρ. 1653, Αιτωλ., Μύθ. 10912, Πτωχολ. (Κεχ.) P 281, Διήγ. πανωφ. 58, Ροδινός (Βαλ.) 84, 105, 150, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1232, κ.α.
Η λ. στον Αριστ. Ο. τ. αμμάδιν και αμμάτιν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 442)· ο τ. αμμάτι στο Βλάχ.· για το σχηματ. τους βλ. Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146-7. Ο πληθ. μάθια και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 529, Πασπ., Γλωσσ. 228, λ. μάτια, ΛΔ 11, 1966-7, 84, 109, Κοντοσόπ., ΛΔ 11, 1966-7, 128 και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ά́ 141, 171, 202). Ο τ. μάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., όπου και άλλοι τ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ομμάτιν). Για το σχηματ. των τ. ’μμάτι και ’μμάτιν βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 220· ο τ. ’μμάτιν και σήμ. στην Κύπρο, όπου και τ. ’μμάδιν (Σακ., Κυπρ. Β́ 442, λ. α)μμάδιν και 663). Ο τ. ομμάτι στο Meursius (λ. ομμάτη) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ́ 2, Έ́ 129. Ο τ. ομμάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Το όργανο της όρασης, οφθαλμός, μάτι: Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμά του τόπου,| μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1077· τον αφέντη βλέπουνε πως ήτον τυφλωμένος| το ’ναν τ’ αμμάτι το δεξιό Τζάνε, Κρ. πόλ. 3814· απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1328· β) (μεταφ.): Χίλια μάτιά ’χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου· χίλια η καρδιά και πλιότερα κι ουδεποτέ σφαλίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1083. 2) (Συνεκδ.) βλέφαρο: Μιαν ώρα δεν εμπόρεσα τη νύχτα να καμνύσω| τα μάτια μου να κοιμηθώ Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 247· Σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ αποσώνω| και δίχως λύπηση κιαμιά πάσ’ άθρωπο σκοτώνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 77. 3) (Συνεκδ.) α) βλέμμα: ο στρατηγός εσήκωσεν εις τον Θεόν τας χείρας του και τα μάτια του προς την Ανατολήν και ευχαριστεί τον Θεόν Διγ. Άνδρ. 3602· Πάντα τα μάτια του Κυρίου του Θεού σου εις αυτήν (ενν. την ηγή) από αρχή του χρόνου και ως το ύστερο του χρόνου Πεντ. Δευτ. XI 12· β) η έκφραση του βλέμματος που δηλώνει διάθεση, συναισθήματα, κ.τ.ό.: μόνον με το να τους βλέπει τινάς (ενν. τους Τσερκέζους) έδιδαν φόβον, έχοντες εκ φύσεως ομμάτι φοβερόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 386· η Αλήθεια εστράφηκεν με ομμάτιν αγριωμένον| και με θολόν ανάβλεμμαν και σκοτεινήν την όψιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 808· Διώξε τα νέφη τσ’ όργητας απού το πρόσωπό σου,| ειρήνεψε τα μάτια σου, μέρωσε τον εαυτό σου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 424. 4) (Συνεκδ.) η ικανότητα να βλέπει κανείς, όραση: ο φθόνος, το κακό θηρίον, υστέρησέν του τα μάτια| και έχασε το γλυκερόν το φως του κόσμου τούτου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 13· Ω τ’ Άδη και τση κόλασης δύναμη, μ’ είντα τρόπο| πολλές φορές κομπώνετε τ’ αμμάτια των ανθρώπω Ερωφ. Ιντ. β́ 62. 5) (Μεταφ.) προσωπική φροντίδα, επιστασία, επίβλεψη: ουδέν παχύνει το άλογον ωσάν τ’ ομμάτιν του βασιλέως Σοφιαν., Παιδαγ. 113. 6) (Μεταφ. προκ. για την Κων/πολη) πηγή φωτός: Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτραι ραγισθείτε (παραλ. 1 στ.), διατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης,| το μάτι της Ανατολής και της χριστιανοσύνης Θρ. Κων/π. H 6. 7) (Συνεκδ. προκ. για άνθρωπο): ήτον, λέγω, (ενν. η θυγατέρα) εις το κορμί ανάλογα γεμάτη,| λιγνή, ψηλή και νόστιμη που ’παίνα κάθε μάτι Μαρκάδ. 18· το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,| να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 528· (με γεν. προσ.): Οι στρατηγοί τον δρόμον τους προς έσωθεν να ποίσουν,| από τ’ αμμάτι των Τουρκών να μην τους εγροικήσουν Αχέλ. 1327· τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι| πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 163. 8) α) (Μεταφ. στον πληθ. προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): όχι ποτέ άλλη αγαφτική να μπει στο λογισμό μου· μόνο η Σίλα η όμορφη, τα μάτια και το φως μου Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 84· β) (με την αντων. μου ως προσφών., που εκφράζει τρυφερότητα): Χαρτί σου στέλνω, μάτια μου, με το αίμα μου γραμμένο Ch. pop. 309· γ) (σε μεταφ. στη γεν. πληθ. με προηγ. τα ουσ. φως, ήλιος, κ.τ.ό., προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): ταίρι εδικό μου| θα σ’ έχω, να ’σαι μοναχή το φως των αμματιώ μου Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 4· ’Σ τούτον τον τόπον θέλω ιδεί κείνην που ’ναι το φως μου| και λαμπρυσμένος κι όμορφος ήλιος των αμματιών μου (έκδ. οιματιών) Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [30]. 9) (Μεταφ. προκ. για στόμιο κανονιού): τα κανόνια εσπούσανε κι ανοίγασι τα μάτια| κι οι ρόδες εχαλούσανε κι εγίνουντα κομμάτια Τζάνε, Κρ. πόλ. 31013. Εκφρ. 1) Εις τα μάτια (κάπ.) = κατά τη γνώμη, κατά την κρίση κάπ.: να κάμεις το ίσιο και το καλό εις τα μάτια του Κυρίου Πεντ. Δευτ. VI 18· εκακοφάνην το πράμα πολλά εις τα μάτια του Αβραάμ ιπί αφορμές του υιού του Πεντ. Γέν. XXI 11. 2) Εμπρός στα ’μμάτια (κάπ.) (η έκφρ. και σήμ.) = ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: βλέπω του εχθρού θάνατον εμπροστά μου| και γίνεται εκδίκησις εμπρός στα ’μμάτιά μου Αιτωλ., Μύθ. 2612. 3) Με ανοικτά τα μάτια = χωρίς ύπνο· (εδώ σε υπερβολή) με τεταμένη προσοχή: Του καίσαρος οι φάλαγγες φυλάου τα παλάτια| και μέρα-νύκτα στέκουσι με ανοικτά τα μάτια Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 340. 4) Με μαύρα μάτια (συνεκδ. προκ. για τα δάκρυα· πβ. την έκφρ. μαύρα δάκρυα, ά. μαύρος Εκφρ. γ): Τότες ημείς εφύγαμεν εις τα βουνά, στα όρη,| με μαύρα μάτια έκλαιγεν όποιος μας εθώρει Ιστ. Βλαχ. 1208. 5) Στάκτη εις τα μάτια = θόλωμα της όρασης, τύφλωση· πβ. τη σημερ. φρ. ρίχνω στάκτη στα μάτια (κάπ.): τον αισθητάν αντίπαλον κατάβαλον εν τάχει,| δος του δειλίαν, σκοτισμόν, τυφλάγρα όπου λάχει,| δος του στα χέρια κρατημόν και εις τα μάτια στάκτη,| στα σκώτια δίστομο σπαθί και στην καρδιά του σφάκτη Διακρούσ. 11421. Φρ. 1) Ανοίγουν τα μάτια (μου), βλ. ανοίγω Β́ 10. 2) Ανοίγω καλά τα αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = εντείνω την προσοχή μου για να αντιληφθώ κ.: Άνοιξε καλά τα αμμάτια σου και γνώρισε τον καλόν σου σύντροφον εδά απού ήμαθες την αλήθειαν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426. 3) Ανοίγω τα ομμάτια (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω· πβ. και ανοίγω Ά́ 5δ: άνοιξε τα ομμάτια τους ως διά να ιδούσιν| το φως σε το αληθινόν, εκ σου να φωτισθούσιν Ιστ. Βλαχ. 2703. 4) Βάνω το μάτι μου επάνου (σε κάπ.) = βλέπω, εξετάζω (με τα ίδια μου τα μάτια): είπες προς τους σκλάβους σου: «καταβάσετέ τον (ενν. τον αδερφό σας) προς εμέν και να βάλω το μάτι μου επάνου του» Πεντ. Γέν. XLIV 21. 5) Βάνω ύπνο εις τα μάτια (μου), βλ. βάνω (I) Ά́ 14. 6) Βγαίνουν τα μάτια μου, βλ. βγαίνω 1α φρ. 7) Βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.), βλ. βγαίνω 24 φρ. (α). 8) Βλέπω με άγριο μάτι (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = έχω εχθρική διάθεση για κάπ.: ω τύχη φθονερή και βάσκανε, πόσα κακά φέρνεις εις εκείνους οπού ιδείς με μάτι άγριον Χίκα, Μονωδ. 89. 9) Βλέπω με τ’ αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = έχω άμεση αντίληψη ενός πράγματος: Άλλο θαύμα εγίνηκεν εις τον καιρόν μου ’μέναν,| τά είδα με τ’ αμμάτια μου, εγώ τα ’χω γραμμένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 496. 10) Δεν έχω ομμάτια να δω (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = δεν προσέχω κάπ., αποφεύγω να τον δω: Ό,τι του ειπείς ουδέν σου ακούει (ενν. ο αβουγαδούρος), να ’πες ότι εβουβώθη,| ουδέν έχει ομμάτια να σε δει, να ’πες ότι ετυφλώθη Σαχλ., Αφήγ. 369. 11) Δε σφαλίζω αμμάτι = δεν μπορώ να κοιμηθώ· πβ. τη σημερ. φρ. δεν κλείνω μάτι: στην κλίνη μου πόσες φορές τα μέλη μου ακουμπίζω| και πάσχω ν’ αποκοιμηθώ κι αμμάτι δε σφαλίζω Στάθ. (Martini) Ά́ 276. 12) Έχω κάπ. σαν τα μάτια μου (η φρ. και σήμ.) = αγαπώ πολύ κάπ. και τον φροντίζω: έπρεπε, που τους τιμάς, όλοι να σ’ αγαπούσι,| να σ’ έχουν σαν τα μάτια τους, να σε μυριοδοξάζουν Κορων., Μπούας 152. 13) Κακύνω το μάτι μου σε κάπ., βλ. κακύνω Β́ (Φρ.). 14) Κάμνω μάτια, βλ. κάμνω Φρ. 15) Να χαρείς τα μάτια σου = (για δήλωση παράκλησης, ευχής· η φρ. και σήμ.): Πε μου, να ζεις και να χαρείς τα μάτια σου, κυρά μου,| αυτείνα τά προδώκασι τώρα την εξουσιά μου,| κρατείς τον πόθο σου σ’ εμέν στεριό κι εμπιστεμένο; Φαλιέρ., Ιστ.2 549. 16) Ξεφωτιζω τα μάτια μου, βλ. ξεφωτίζω. 17) Παίζω με το μάτι = κάνω νοήματα, γνέφω: με την άκρα του ματιού συχνιά του απιλογάτο (ενν. η Αρετούσα).| Εις κάποιο τρόπον εις τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι,| οπού γνωρίσασι κι οι δυο πως μια φιλιά τσ’ εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2121. 18) Παίρνει κάπ. το αμμάτι μου (η φρ. και σήμ.) = βλέπω κάπ. φευγαλέα: ως με ’δε, μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου, και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35. 19) Στένω το μάτιν σε κάπ. = προσηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα και απειλητικά: Είτα το μάτιν του σ’ εμέν αρχίζει (ενν. το θεριόν) να το στένει| κι εκίνησε να πιλαλεί, απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 21. 20) Φυλάγω (κάπ.) ως γιόν τα ’μμάτια (μου) = υπερασπίζομαι, προστατεύω (κάπ.)· πβ. και την αντίστοιχη σημερ. φρ. έχω κάπ. σαν τα μάτια μου: ας εμπεί (ενν. η ρήγαινα) εις την Κερυνίαν και ας την φυλάγουσιν ως γιόν τα ’μμάτιά τους Μαχ. 40827. 21) Χάνω τα μάτια μου = τυφλώνομαι· (εδώ μεταφ.): Οϊμέ, ποια μεγαλύτερη τρομάρα βλέπω ομπρός μου;| Βοηθάτε, γιατί έχασα τα μάτια και το φως μου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 134.οφίδιον (I)- το, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1914, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 98, 100, 119, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61 δις, 256, Μπερτόλδος 55· αφίδι, Gesprächb. 5022· οφίδι, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 100, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 130, 153, 195, 260· οφίδιν, Περί ξεν. A 259, Λίβ. P 151, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1915, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1158, Πορτολ. A 193, 706· οφίδι(ο)ν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 10560 (Δωδώνη 15, 1986, 137), Πουλολ. (Τσαβαρή)2 382, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 347, 439, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 332, Αλεξ. 2038, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2318, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 3713, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2308· Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3615, 1148, 19025· φίδι, Θησ. Γ΄ [331], Ζ΄ [1267], Θ΄ [52], Αλεξ. 2658, 2677, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, φ. 157r, φ. 164r, Πεντ. Γέν. III 1, 2, 4, 14, XLIX 17, Έξ. IV 3, VII 12, Αρ. XXI 6, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 69 τίτλ. 691, 3, 992, 116 τίτλ., κ.α.· φίδι (ν), Εβρ. ελεγ. 166, Θρ. Κων/π. H 103, Θρ. Κων/π. διάλ. 108· φίδιν, Λίβ. N 386, Φυσιολ. 274, Δαρκές, Προσκυν. 98· φίδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. φη΄, χλ΄, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 25614.
Το αρχ. ουσ. οφίδιον. Ο τ. οφίδι και σήμ. στην Κρήτη (Πλατάκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 92). Οι τ. οφίδιν και φίδιν και σήμ. στον Πόντο (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν). Ο τ. φίδι στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον) και σήμ. Ο τ. φίδι(ν) και σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. φίδιον στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 842, λ. ’φίιν, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν και Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.).
1) Φίδι: Έτσι ωσάν εστέκουντον οχία, φίδ’ ευρέθη·| στα χόρτα εκοιμούντονε και παρευθύς εγέρθη| και δάγκωσε τον κυνηγόν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 315· ευθύς κρυφά οπίσω εγύρισαν (ενν. οι βάρβαροι) συρόμενοι εις την γην ωσάν τα φίδια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά): απέστειλεν ο Κύριος εις τον λαό τα φίδια τις σπίθες και εδάγκασαν το λαό …· ψάλλε προς τον Κύριο και να βγάλει αποπάνου μας το φίδι Πεντ. Αρ. XXI 7· (σε μεταφ.): η μήτηρ σαν μ’ εβάσταξεν απέσω στην κοιλιάν της| φίδιν να ήθελα γενεί, τα σπλάχνα της να φάγω Περί ξεν. V 260· στα στήθη μου να πέσουν (ενν. τα δάκρυα),| φίδια μαύρα να γενούν, να φάσιν την καρδιά μου Περί ξεν. A 277. 2) Τερατώδες ερπετό: έναν οφίδιν φοβερόν, οπού ποτέ ου κοιμάται,| πάντα αγρυπνά, πάντα έξυπνα στήκει, διαφυλάττει (ενν. την τρίχαν την χρυσήν του κρίου) Πόλ. Τρωάδ. 42· εκείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη (παραλ. 1 στ.), έδειξεν πέντε κεφαλές ως των φιδιών το γένος Θρ. Κων/π. διάλ. 86. 3) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου: είπεν ο Κύριος ο Θεός της γεναίκας: «Τι ετούτο έκαμες;» Και είπεν η γεναίκα: «Το φίδι εξεπάτησέ με και έφαγα» Πεντ. Γέν. III 13· Στην μέσην έχουν (ενν. ο Αδάμ και η Εύα) το δενδρόν, το φίδι έναι ζωσμένον Βεν. 63. 4) Ο διάβολος: Κάποιος άνθρωπος … με φθόνον του νοητού οφιδίου, ήγουν διαβόλου, εδέχθησαν … εις τα άντερά του μέσα οφίδιον αισθητόν, το οποίον εκατάτρωγε … τα σωθικά του Διαθ. Νίκωνος 259. 5) (Μεταφ. προκ. για άνθρωπο κακό, μοχθηρό): κανείς εράθυμος του φιδίου υπερβαίνει,| μόνον της άνομης γυνής, οπού τον υπερβαίνει Συναξ. γυν. 253. ΄Εκφρ. Του οφιδίου τα (ομ)μάτια = (πιθ.) ημιπολύτιμος λίθος: Εξέβαλάν του (ενν. του Αλεξάνδρου) το απανωφόριν του Ξέρξη, του βασιλέως της Περσίας, οπού το είχε εγκοσμημένον με του οφιδίου τα ομμάτια, με πολύτιμα λιθάρια θαυμαστά Διήγ. Αλ. E (Lolos) 25713· Εξέβγαλάν του το απανωφόρι του Έρξου, του βασιλέως της Περσίας, οπού ήτον εκοσμημένο όλο με του οφιδίου τα μάτια Διήγ. Αλ. G 27220.πέτρα (Ι)- η, Τρωικά 5331, Σταφ., Ιατροσ. 7178, Διγ. Z 2202, 3108, 3362, Βέλθ. 1230, Λίβ. P 52, 54, 141, 2659, Λίβ. Sc. 169, 524, Λίβ. (Lamb.) N 73, 75, Λίβ. Esc. 937 δις, 2750, Λίβ. N 2435, 2458, Ιμπ. 552, Μαχ. 1765, 43435, Πεντ. Γέν. XXVIII 11, XXIX 2, Δευτ. XXV 13 δις, XXVIII 36, Αχέλ. 1101, Πανώρ. Πρόλ. 57, Β́ 275, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 10, 59, Βοσκοπ.2 69, 183, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1318, 1330, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 72, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 44 (πολλάκις), Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 691, Διγ. O 1945, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18216, 18616, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. πέτρα. Η λ. και σήμ.
1) Πέτρα, λίθος: Πέτρες εκ τον συγχαλασμόν πολλές αντιπηδούσαν| και χάμαι και προς άνωθεν με δύναμιν πετούσαν Αχέλ. 1538· Πολλάκις τύπτουσιν αυτούς (ενν. τους καλόγηρους) με πέτρας και λιθάρια,| εκτίλλοντες τας τρίχας των ως άγρια λεοντάρια Παϊσ., Ιστ. Σινά 337· όντεν ο ήλιος καίει πέτρες και ξύλα,| όλοι σιμώνου στου δεντρού τα φύλλα,| τότες πάγει ο βοσκός, δροσιό γυρεύγει Βοσκοπ.2 461· τα βουνία εσκίρτιζον, εχόρευον αι πέτραι,| ανέβλυζον οι ποταμοί, ηγάλλοντο τα δένδρα,| ο αήρ εφαιδρύνετο εν τῃ χαρᾴ εκείνῃ Διγ. (Trapp) Gr. 1789· εκιλαδούσα τα πουλιά, τα σπήλι’ αντιλαλούσα,| τα ζα τση προσεγέρνουντα κι οι πέτρες την τιμούσα (ενν. την Πανώρια) Πανώρ. Ά 320· ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη:| οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη| κι επέφταν οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,| κι η Αρετούσα τσ’ ηύρ’ εκεί σαν αίμα ταχυτέρου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1568-69· (προκ. για το χαρακτηρισμό προσώπου, της ανθρώπινης καρδιάς, του ανθρώπινου σώματος κ.ά. για να δηλωθούν κυρίως έννοιες όπως της αναισθησίας ή της σκληρότητας (κυριολ. και μεταφ.)): αν ουκ επλάσθης εκ την γην και ουκ ήσουν εκ του κόσμου,| ήσουν από το σίδηρον και απόκομμαν εκ πέτρας,| ου μη το είχον παράξενον, εάν ουκ ῃσθάνου| την δύναμιν την άπειρον των ερωτοκρατόρων Λίβ. P 2656· Για ’δέ, κυρά μου, ’στόρησε και βάλε με τον νου σου| πόσους δαρμούς μ’ εδείρασιν οι έρωτες διά σένα| και αν είσαι πέτρα, υπόμενε, ή κάστρον, να προδώσεις Ερωτοπ. 628 (πβ. «πέτρα της υπομονής», βλ. Hesseling-Pernot, [Ερωτοπ. σ. 55 σημ.])· πέτρας αν είχες αίσθησιν και σιδηράν καρδίαν,| να με εσυνεπάσχισες, αν έμαθες τά πάσχω Λίβ. N 1146· εγώ δε (ενν. ο Αχιλλεύς) μόνος και μοναχός όσους αν εύρω θέλω,| εάν έχουν πέτρας σώματα, ως χόρτον να τους κόψω Αχιλλ. (Smith) N 220· έχω να με κωλύει η αδελφική αγάπη, οπού νικά κάθε λογής καρδίαν, αν ήτον και σκληροτέραν απ’ αυτήν την πέτραν την άψυχον Μεταξά, Επιστ. 4732· (με το ραγίζω): Ως δε πληροφορήθηκεν (ενν. ο Βέλθανδρος) τον θάνατον Φιλάρμου,| βαρέως ενεστέναξεν από καρδίας μέσης·| έκλαυσεν, εθρηνήθηκεν αυτός και η Χρυσάντζα·| και απ’ την θλίψιν την πολλήν κι οι πέτρες ερραγίσαν Βέλθ. 1279· Εσείς, βουνά, θρηνήσετε και πέτραι ραγισθείτε,| και ποταμοί φυράσετε και βρύσες ξεραθείτε,| διατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης Θρ. Κων/π. H 3· (σε παροιμ. χρ.· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́, 343-345): Δυνάμωσε τα δάκρυα σου, δίπλωσε παρακάλια,| γιατί κι η πέτρα εκ το σκοινί τρώγεται αγάλια, αγάλια Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 412. 2) (Κατ’ επέκταση) πέτρινος όγκος, βράχος: Φυσιολ. 35225, Hagia Sophia f 58717, Λίβ. P 1888, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 173. 3) (Ναυτ.) βραχώδης όγκος που εξέχει από τη θάλασσα, σκόπελος: Ιμπ. 529, Μαχ. 9419, Πορτολ. A 757. 4) Οικοδομικός λίθος: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1564, Hagia Sophia f 5844‑5, Διγ. Άνδρ. 3996. 5) Πολύτιμη πέτρα, πετράδι: Τον ... σταυρόν του Χριστού αφήκεν τον εις τα άγια των αγίων με πολλύν χρυσίον και μαργαριτάριν και πέτρες Μαχ. 69· εκουρτζέψαν το σπίτιν του πρίντζη και ηύραν ... ασήμιν και χρουσάφιν, πέτρες και μαργαριτάριν Μαχ. 43435· Δείχνουν του μικρήν πέτραν,| είπαν του: «Ειπέ μας, γέροντα,| τι ν’ αξίζει η πέτρα;» Πτωχολ. P1 11, 13· (με τα επίθ. ακριβή, ατίμητη, πολύτιμη): επρόσταξε (ενν. ο αυτοκράτωρ) να του κάνουν μίαν πορφύραν κόκκινην, ρούχον βασιλικόν και να το στολίσουν με ακριβές πέτρες και μαργαριτάρια Εγκ. αγ. Δημ. 112247· αν έν’ κι η τύχη ανοίγει μου χρυσοπελεκημένες| τες πόρτες, και μ’ ατίμητες πέτρες περιζωσμένες ... Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 236· Εστόλισε δε αυτήν (ενν. την Αγία Τράπεζα) ολόγυρα με χρυσάφι και ασήμι και με μαργαριτάρια και με πολύτιμες πέτρες Hagia Sophia f 59522. 6) (Προκ. για την ουσία, τη σύσταση της πέτρας· πβ. ήδη μτγν. σημασ.): έστησεν ο Ιαακώβ στέμα εις το τόπο ος εσύντυχεν μετ’ αυτόν, στέμα πέτρας· και εσυγκέρασεν απάνου της συγκέρασμα και έχυσεν απάνου της λάδι Πεντ. Γέν. XXXV 14· το κάστρον ... ήτον πέτρα βουνόπουλον, το οποίον φαίνεται έως την σήμερον έρημον χωρίς κανένα κτίσμα Δωρ. Μον. XXVIII. 7) (Ιατρ.) σκληρό σώμα μικρού μεγέθους από άλατα που σχηματίζεται σε ορισμένα όργανα του σώματος: Λέγεται πως ο αυτός ... βασιλεύς ο Λέων είχεν μίαν αρρωστίαν πολλά κακοϊάτρευτον, οπού λέγομεν οι Ρωμαίοι λιθίασιν, οδιατί γεννούνται εις τον άνθρωπον κάποιες πέτρες οι οποίες δίδουσιν πολύν και μεγάλον τον πόνον εις τον άνθρωπον Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435· Ομοίως και το γλυκόν (ενν. κρασί) και ταράσσει τα εντόσθια, πρήσκει το συκώτι και την σπλήναν, δίδει δίψαν πολλήν και γεννά την πέτραν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 184. 8) (Ιδιάζ. χρ.) βαρίδι: Είς άνθρωπος επούλει κρέας την λίτραν άσπρον ά και είχεν πέτρες δ́, οπού εζυγίασεν, και μετ’ αυτές τες δ́ πέτρες έως λίτρας μ́ μονοκόμματον επούλησεν, μίαν λίτραν και β́ και γ́ έως μ́. Ζητώ μαθείν, εκείνες οι πέτρες πόσα εβάριεν καθαμία Rechenb. 571, 2, 3. Εκφρ. 1) (Προκ. για τη στερεότητα, το απαρασάλευτο της χριστιανικής πίστης) πέτρα της πίστεως (πβ. και Lampe, Lex., λ. πέτρα 3b, e): Στερέωσόν μας, Κύριε, της πίστεως εν πέτρᾳ,| και τοις εχθροίς χριστιανών δικαίως αντιμέτρα Ιστ. Βλαχ. 2637. 2) Πέτρα πνευματική (πβ. ΚΔ Επιστ. Παύλ. Κορ. Ά 10.4, Bauer, Wört., λ. πέτρα 1a) = ο Χριστός: δεν λέγει ο Παύλος, πως η πέτρα, οπού εβάρεσε με την ράβδον ο Μωυσής, αυτή ακολούθα, αλλά η πνευματική πέτρα· πνευματικήν δε πέτραν λέγει τον Χριστόν, ο οποίος νοερώς ακολούθα εις όλας τας χρείας των Εβραίων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 44. 3) Πέτρα του μύλου = μυλόπετρα (βλ. Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Παράρτ. 107): όποιος σκανδαλίσει ένα από τους μικρούς ετούτους οπού πιστεύουσιν εις εμένα, καλύτερόν του είναι να κρεμασθεί πέτρα του μύλου εις τον λαιμόν του και να καταποντισθεί εις το πέλαγος της θαλάσσης Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή 6. 4) Πέτρα ριζιμαία/ριζιμιά = σκληρό πέτρωμα στη γη, ογκώδης λίθος (βλ. Αλεξίου [Κρ. πόλ. σ. 606], Πλατάκης, Κρητολ. 12-13, 1981, 147): ευθύς την κόρην έλαβεν (ενν. ο Ακρίτης) εκ της χειρός εκείνος| και ανεκάθισεν αυτήν εις πέτραν ριζιμαίαν| και ταύτην επαρήγγειλεν λέγων τοιούτον λόγον Διγ. Z 2026· εγεμώσα τσι με χώμα κι εκουκλώσα|τσι λάκκους των Χριστιανώ, και μέσα εκεί απομείνα,| γιατ’ ήτο πέτρες ριζιμιές και δεν εκάνα μίνα| ν’ ανάψου να τους κάψουνε κι αποδεκεί να βγούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48020. 5) Πέτρα του τάφου = (συνεκδ.) ταφόπετρα: τον εσκέπασεν η μαύρη πέτρα του τάφου διά την τύχην μας Χίκα, Μονωδ. 86. 6) Πέτρα τσ’ αστραπής = αστροπελέκι, κεραυνός (βλ. και αστραπή 2): Ωσάν την πέτρα τσ’ αστραπής που ομπρός στα νέφη αξάφτει| κι απόκεις έρχεται στη γη, πύργους, χαράκια βλάφτει| και με βροντή απ’ τα νέφαλα και με φωτιά κινήσει ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1685. 7) Πέτρα χεριού = πέτρα για λιθοβολισμό: αν με πέτρα χεριού ος να απεθάνει μετ’ αυτήν τον έδειρεν και απέθανε, φονεάς αυτός· θανατωμό να θανατωθεί ο φονεάς Πεντ. Αρ. XXXV 17. 8) (Προκ. για μέτρο απόστασης) ρίψιμον μιας πέτρας: δεξιά κάτωθεν της Αναλήψεως, ως ρίψιμον μιας πέτρας, είναι το σπήλαιον της οσίας Πελαγίας Προσκυν. Κουτλ. 390 1435. 9) Σαν πέτρα = βαρύς/είς: άβυσσες τους εσκέπασαν· εκατέβηκαν εις τα βυθή σαν πέτρα Πεντ. Έξ. XV 5. Φρ. 1) Πετώ/ρίπτω πέτρες = λιθοβολώ, πετροβολώ (με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος): τες μπόμπες εκεντούσα,| και πέτρες ανερίφνητες βάνοντας επετούσα (ενν. οι Τούρκοι)| εις άρχοντες, εισέ φτωχούς, σε νέους, σε παπάδες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4682· εις τα σάρμπανα πέτρες χοντρές εβάνα| και ρίχτοντας εισέ πολλούς εδώκαν κι αποθάνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4967. 2) Κάνω πέτρα την καρδιά = σκληραίνω, υπομένω: την ευχή σου εζήτηξα, δος μου τη μην αργήσεις| και κάμε πέτρα την καρδιά, να μου ξελησμονήσεις.| Την αφορμή τση μάνας μου μην τηνε πεις, να μάθει| είντα ’χα κι εξορίστηκα κι ετέλειωσα στα πάθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 864· Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας| και κάμε πέτρα την καρδιά εδά στο μισεμό μας Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 496. 3) (Προκ. για ολοκληρωτική καταστροφή) ουκ έμεινε πέτρα προς άλλην πέτρα/ πέτρα δεν αφήκασιν απάνω σε μιαν άλλη/ δεν θέλει αφήσει πέτρα επί πέτρα (βλ. και λίθος 10ε και Επιτομή, λίθος Φρ. 5. Πβ. ΚΔ Ματθ. 24.2): εάν γαρ και μετέπεσε στων ασεβών τας χείρας,| αγιάν, αγίαν την ειπέ, ω Κωνσταντίνου πόλη,| η πίστις των χριστιανών, η δόξα και το κάλλος·| εάν γαρ να μη έμεινε πέτρα προς άλλην πέτρα,| τον τόπον άγιον τον ειπέ της Κωνσταντίνου πόλης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 39· έτσι την εχαλάσασι (ενν. την εκκλησιά) με προθυμιά μεγάλη| και πέτρα δεν αφήκασιν απάνω σε μιαν άλλη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19924· δεν θέλει αφήσει (ενν. η κατάρα των πνευματικών πατέρων) πέτρα επί πέτρα, αμή όλα θέλει τα αφανίσει Μαλαξός, Νομοκ. 119 δις. 4) Να δώσω εις πέτραν = να χτυπήσω πάνω σε μια πέτρα (βλ. Τσολάκης [Γλυκά, Στ. σ. 32]): βλέπεις, απήρε με η χολή, το τι λαλώ ουκ εξεύρω,| έβρασεν η καρδία μου, παρέκει ουδέν βαστάζω·| να δώσω εις πέτραν και λυθώ, να ποίσω θέαμα μέγα,| από στενοχωρίας μου να πνίξω τον εαυτόν μου Γλυκά, Στ. 287. Η λ. ως τοπων.: Μαχ. 56034, Πορτολ. A 12110, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 182.ραγίζω,- Διγ. A 2678, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 43, 201, 423, Απολλών. (Κεχ.) 627, Λίβ. διασκευή α 77, 706, Λίβ. Esc. 41, 44, 635, 3131, Αχιλλ. (Smith) N 1277, Θρ. Κων/π. (Mich.) 53, Θρ. Κων/π. H 3, Θρ. Κων/π. B 3, Θρ. Κων/π. διάλ. 6, Ch. pop. 772, Απόκοπ.2 243, 413, Σκλάβ. 23, Κορων., Μπούας 109, Αχέλ. 684, Σταυριν. 1139, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 94, 1667, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 783, Ιερόθ. Αββ. 332, Διήγ. ωραιότ. 264, Διγ. O 1824, Διακρούσ. (Κακλ.) 651· ραΐζω, Διγ. A 4399, Πανώρ.2 Β́ 170, Έ 181, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1318, Στάθ. (Martini) Γ́ 130, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 545.
Από τον παθητ. αόρ. του ρήγνυμι και την κατάλ. ‑ίζω (βλ. και Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 55). Ο τ. με αποβολή του ‑γ‑ στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.
Ά Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) 1) α) (Προκ. για αντικείμενο) σχίζεται η επιφάνειά μου χωρίς να γίνομαι κομμάτια, αποκτώ ή παθαίνω ρωγμή: τα σελοσκαλοχάλινα θωρούσιν έναν ένα| και πασπατεύγουν τ’ άρματα αν είναι ραγισμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2284· β) (προκ. για κτίσμα) παθαίνω ρωγμή: ’Κκλησία γερή δεν έμεινεν, οπού να μην ραγίσει (ενν. από το σεισμό) Σκλάβ. 37· τ’ απελατίκιν έσυρεν ...| και τίναξεν το χέριν του και κτύπησεν το κάστρον| και από πάνω κάτω ράγισεν το δυνατόν το κάστρον Αχιλλ. L 884· γ) (προκ. για πλοίο) υφίσταμαι ρήγμα: τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν, εράγην Απόκοπ.2 358· δ) (τριτοπρόσ., με υποκ. τη λ. ουρανός) αστράφτει: Βροντή εγένετο φρικτή, ο ουρανός εράγη Κρασοπ. (Eideneier) AO 107· ε) (προκ. για τη γη) παθαίνω βαθεία ρωγμή όπως σε ισχυρό σεισμό, ανοίγω στα δύο: Ω γη πώς δεν ραΐζεσαι κι εμένα να ρουφήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1267]· ας πέσουν ’πού τον ουρανόν κάρβουνα και φωτία| κι η γης εκ τον πάτον ας ραγεί, να σκίσει διαμία Παλαμήδ., Ψαλμ. 427. 2) α) (Προκ. για οστό του σώματος) παθαίνω κάταγμα, σπάω: και το κοντάρι αν ήσπασεν, η χέρα δεν εράγη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1898· (σε κατάρα): Ανοίξῃ η κοιλία σου και τα πλευρά σου ραΐσουσι Σπανός (Eideneier) D 309· β) (μεταφ.) εξασθενώ σωματικά λόγω γηρατειών: πιστεύω δε πως εις ολίγον καιρόν να με έχεις και εμένα εκεί να με γηροκομήσεις, οπόταν τούτο το οστράκινον σκεύος του σώματός μου θέλει ραγίσει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 127. 3) α) Σπάω σε κομμάτια, διαλύομαι: και ο βούτσος να εβρόνταγε, να ραγισθεί εις δύο Κρασοπ. (Eideneier) S 99· γιατί ’πεσα κι εράγη το σπαθί μου Βοσκοπ.2 323· (εδώ σε παρομοίωση): σαν το γυαλί ραγίζουνται (ενν. οι μεγαλότητες και τα πλούτη), σαν τον καπνό διαβαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 607· (σε παροιμ. φρ.): Ουκ οίδα εγώ διότι εμίανα το αγγελικόν σχήμα και εραγίστην το σκεύος και έγινα χειρότερος από τον διάβολον παρήκουος ...; Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 178v· φρ. (1) ραγίζει/ραγίζεται η καρδιά (μου, σου, του ...) = (α) από έντονη λύπη και στενοχώρια: Δακρύζουν τα ομμάτια του (ενν. του ξένου), ραγίζεται η καρδία του,| την μάννα κράζει πάντοτε: «Πού ’σαι γλυκεία μαννίτσα ...» Περί ξεν. (Μαυρομ.) 519· Ώφου, ωχ, οϊμένα, τι γροικώ; Ψυχή, πώς δε χωρίζεις| απού το δόλιο μου κορμί; Καρδιά, πώς δε ραγίζεις; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 422· (β) από δυνατή ερωτική συγκίνηση: Στρέφομαι και θωρώ τη μες στα μάτια| κι εράγην η καρδιά μου τρία κομμάτια,| γιατί Έρωτες είχαν κι εδοξεύγα| και να με σαϊτέψουν εγυρεύγα Βοσκοπ.2 18· (γ) από φόβο: Ο δε Πάρις ως ουν είδεν τον Μενέλαον ομπρός του| εν τοις έμπροσθεν φανέντα, η καρδία του εραγίσθη Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ́ [49]· (2) ραγίζουν οι πέτρες = (α) προκ. να εκφραστεί βαθιά λύπη: έκλαυσεν, εθρηνήθηκεν αυτός και η Χρυσάντζα·| και αφ’ την θλίψιν την πολλήν κι οι πέτρες εραγίσαν Βέλθ. 1279· Ν’ αρχίσω ο κακότυχος να γράψω τά παθάνω (παραλ. 2 στ.), οι πέτρες να ραγίσουσιν, ο ήλιος να μαυρίσει,| δένδρη να εξεριζωθούν και ποταμοί να φρύξουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 283· (β) για τη δήλ. συνταρακτικού γεγονότος: εκεί πάλιν οι ασεβείς ήθελαν Τον εμπαίξειν:| «Αν κατεβείς ’πό τον σταυρόν, θέλομεν Σε πιστεύσειν».| Αι πέτρες τότε ράισαν και τα μνημεία ανοίξαν| και αυτοί οι ασεβέστατοι τότες σ’ αυτό εφρίξαν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8699· (3) τα σπλάχνα μου ραγίζουν = αισθάνομαι πολύ έντονο ψυχικό πόνο, «γίνομαι κομμάτια»: τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. 63· β) (μεταφ.) λυπάμαι βαθιά, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: Και τις εκείνο το πικρόν χωρίς οδύνης είπῃ,| τις ου κενώσει ποταμούς δακρύων προ του λόγου,| τις ου ραγῄ την αίσθησιν και συντακῄ καρδίαν; Καλλίμ. 447· Όποιος σε τέτοιαν συμφοράν, λύπην σ’ εσέ δεν έχει| νιούτσικη κακορίζικη, και πόνον ν’ αγροικήσει| σ’ τόσον μεγάλο σου κακόν, και να μηδέν ραγίσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [588]. Β́ Μτβ. 1) Προκαλώ ρωγμή, σχίζω· (εδώ) σκάβω: Και παρευθύς ο βασιλεύς εκέλευσε ραγίσαι| την άμμον, ίνα τύχωσιν ύδωρ γλυκύν εκείσε Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 363. 2) (Μεταφ.) κλονίζω, κάμπτω: τα δάκρυά της εράγιζαν σκληρού ανθρώπου γνώμην Διγ. A 2674. 3) (Με αντικ. την λ. καρδιά) λυπώ βαθιά, προκαλώ μεγάλη στενοχώρια: Ράγισε τώρα την καρδιά, κλαύσε την αμαρτία Αλφ. (Μπουμπ.) II 33· αρχινίσανε τες φωνές συντροφιασμένες με το κλάψιμο εις τρόπον οπού την καρδίαν των ανθρώπων εράιζαν την ώραν εκείνην και εισέ λύπησιν μεγάλην τον έφερναν Σουμμ., Ρεμπελ. 180. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει ρωγμές: παρακκλησίδιον μικρόν όλον ζωγραφισμένον,| νυν δ’ εκ της παλαιότητος πρόκειται ραϊσμένον Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1134.συγχύζω,- Βίος Αλ.2 126, Θρ. Κων/π. B 1, Χούμνου, Κοσμογ. 868, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1110, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4798, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109r, Τριβ., Ταγιαπ. 287, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 729, Μορεζ., Κλίνη φ. 52v, 53r, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 124, Διγ. Άνδρ. 36629, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3919, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1578 κθ́ 3, Καλόανδρ. (Κεχ.) 408, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 167, Δ́ 173, Λίμπον. 247, Επίλ. 21, 25, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 40, 352, Χριστ. διδασκ. 160, Ροδινός (Βαλ.) 216, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 104, Έ́ 13, Διγ. O 814, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1601, 24913, Τζάνε, Κατάν. 102, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 228, Ροδινός, Ιγνάτ. Παφλαγ. 969, 1011, Μπερτόλδος 41, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 26, Παλαμήδ., Ψαλμ. 425, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5907, 8645, κ.α.· συχύζω, Θησ. Έ́ [573], Σκλέντζα, Ποιήμ. 1178, Συναξ. γυν. 352, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 233r, Τριβ., Ταγιαπ. 287 κριτ. υπ., Παλαμήδ., Βοηβ. 286, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 572· μτχ. παρκ. συγχεσμένος, Χρον. Τόκκων 1304.
Από το ουσ. σύγχυσις και την κατάλ. ‑ίζω (Ανδρ., Λεξ., ΛΚΝ) ή από τον αόρ. του συγχέω με μεταπλ. (Μπαμπιν., Ετυμ. Λεξ., γρ. συγχίζω). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.). Τ. συχύζου (Κωστ., Λεξ. τσακων., Δημητρίου, Λεξ. Σάμ.) και συ#20#20ίζω (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. (γρ. συγχίζω) και σήμ.
I. Ενεργ. 1) Ανακατεύω, σκορπίζω από δω και από κει: Ο δ’ οξύθυμος Πηλείδης (παραλ. 2 στ.) ελογίσθηκεν αυτίκα (παραλ. 2 στ.) να φονεύσει τον Ατρείδην, και τους Αχαιούς τους άλλους| να συγχύσει ομού πάντας Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά́ [461]· ωσάν εκατέβηκεν (ενν. το λιοντάριν) από το όρος, ... γεμάτον από πολύν θυμόν, συγχύζοντας το θέατρον, και κάμνοντάς το δύο μερτικά, πολλούς εξέσκισε με τα δόντια του και τα νύχια του Ροδινός (Βαλ.) 218. 2) α) Προκαλώ ταραχή, αναστάτωση ή μπέρδεμα: ώσπερ ο ιερεύς σφαλιζεται μέσα εις το άγιον Βήμα, έτσι και ημείς ... να κλείσομε καλά την ψυχήν και το κορμί από παντός λογισμού κακού και ρυπαρού διά να μην μας συγχύζουν την ψυχήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 400r· Γιατί χολιάς κι έτσι πολλά το λογισμό συγχύζεις; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 668· β) ανατρέπω τη σωστή λειτουργία (συνόλου ή πράγματος), χαλώ: εχάλασαν και εσύγχυσαν την εκκλησιαστικήν τάξιν (ενν. όσοι επονηρεύθησαν εις αυτήν την γενεάν) Ροδινός, Ιγνάτ. Παφλαγ. 7332· Σύρε απεδώθε παρευθύς, μήπως οχ την αγάπη| την πατρικήν, οπού βαστάς σ’ ετούτον τον αζάπη,| τούτην την άγια θυσιά μη λάχει και συγχύσεις| και τούτο το θεάρεστον έργο μας αμποδίσεις Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 537· οι ιερείς εκείνοι, οπού βαπτίζουν των Τουρκών τα παιδία ... εις κόλασιν έρχονται ψυχής τε και σώματος και την Εκκλησίαν συγχύζουν Μαλαξός, Νομοκ. 256· (προκ. για το ανθρώπινο σώμα): Η περισσή δ’ αθυμία σύγχυσε τα στοιχειά του| και νόσον του κατέστησε, και ’κόψε την καρδιάν του.| Κι εξ μήνας τότε έζησε, κι ύστερον αποθάνε ... Κορων., Μπούας 29. II. Μέσ. 1) α) Ανακατεύομαι, μπερδεύομαι: εκείνο οπού είναι ... μόνης της σοφίας του Θεού ίδιον, ότι από το όμοιον μέρος του αέρος περνούσι αντάμα αναρίθμητα είδη χρωμάτων δίχως να ανακατωθούσιν ή να συγχυσθούσιν ανάμεσά των Βουστρ. Μεταφρ. 256· β) (προκ. για τη θάλασσα) ταράζομαι, αναταράζομαι: Όταν θωρούμεν ουρανός και μ’ αστραπές αρχίζει| και με βροντές αγριότατες να συχνοψιχαλίζει.| Κι η θάλασσα εσυχύστηκε κι εφούσκωσε περίσσα,| που τα καράβια επά κι εκεί τα κύματα εχωρίσα Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 241. 2) α) Αναστατώνομαι από αίσθημα φόβου, λύπης, θυμού, κ.τ.ό.: Λέγω τον: «Τι συγχύζεσαι; Ο φόβος τι σε πιάνει; ...» Λίβ. Va 2785· Ο ρήγας δ’ απεκρίθηκε, πολλά ’τον μανισμένος,| κι από τους λόγους τους σκληρούς ήτονε συγχυσμένος Κορων., Μπούας 54· Και ωσάν εμπήκε μέσα (ενν. ο Ιησούς), τους είπε: «Τι συγχύζεσθε και κλαίετε; Το παιδίον δεν απέθανεν, αμή κοιμάται» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. έ́ 39· β) (με υποκ. τη λ. νους) χάνω την ηρεμία μου, ταράζομαι: Και όρισεν (ενν. ο βασιλεύς) τες βαΐες της να την μανθάνουν (ενν. την κόρην) γράμματα, διά να μην συγχύζεται ο νους της εις άλλες μέριμνες Διγ. Άνδρ. 31420· Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψει,| να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσιν της Πόλης Θρ. Κων/π. H 1. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μπερδεμένος, ταραγμένος: Τούτο είναι το μυστήριο που μου ’χε σκεπασμένο| το έργο και δεν το ’βλεπα στο νου τον συγχυσμένο! Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1078· σαν φρόνιμοι επέρασαν να έχουν την ειρήνην·| εκυβερνούσαν τον καιρόν να μη συνέβει μάχη (παραλ. 1 στ.). Ήσαν κι οι δύο φρόνιμοι, είχαν μεγάλη γνώση,| τον συγχυσμένον τον καιρόν τον είχαν ημερώσει Ιστ. Βλαχ. 1184.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Μυστ. (Vogt) 56, Σπαν. (Hanna) V 12, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 27, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 145, 189, ΙΙΙ 192α (χφ. g) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 288, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙΙ 307, Διγ. (Hess.) Esc. 1285, Διγ. (Καλ.) Esc. 119, 1285, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2157, 2186, Διγ. (Καλ.) A 437, 3186, 4207, Βέλθ. (Κριαρ.) 542, 658, 659, 799, Ακ. Σπαν. (Legr.) 33147, Ερμον. (Legr.) M 236, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6275, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 748, Φλώρ. (Κριαρ.) 673, Λίβ. (Lamb.) Sc. 313, 3112, Λίβ. (Lamb.) Esc. 941, 1433, 1941, Λίβ. (Wagn.) N 274, 906, 1281, Αχιλλ. (Hess.) L 294, 1267, Αχιλλ. (Hess.) N 865, 1616, Χρησμ. (Trapp) X 20, Φυσιολ. (Pitra) 3401, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 88, Δούκ. (Grecu) 29316, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [333], ΙΒ΄ [621], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 40, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 583, 844, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 115, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 10, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 39, Συναξ. γυν. (Krumb.) 860, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 262, 441, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 104, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 19, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 472, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 96, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 233, 250, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 22, VIII 9, ΧΧΙΙ 12, Έξ. ΙΙΙ 20, IV 4, ΧΧΙΙ 7, Λευιτ. ΧΙΙΙ 5, Αρ. IV 13, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 699, 1223, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 193, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7421, 1295, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1172, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 549, Ε΄ 487, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 22, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3303, 38218, 38435, 38824, 39013, 3936, 4105, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1148, 1719, 1891, Β΄ 542, Γ΄ 77, 523, 579, 862, 1459. Ε΄ 1061, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 107, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1475], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 478, Δ΄ 500, Ε΄ 370, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 92, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 498, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13626· απλώννω, Μαχ. (Dawk.) 18222, 34, 65435, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 810, 9337, 13112· ’πλώνω, Πικατ. (Κριαρ.) 491, Άσμα Μάλτ. 47, Διγ. (Lambr.) O 1483.