Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- άβυχοι·
- Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 99, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 103 (λείπει από χφ· πρόσθ. Ζώρ.), Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 99· ο Κουκ. (ΝΕ 6, 1909, 116) υποθέτει ότι υπόκειται το Άβυλλοι.
αγνάντια,- επίρρ., εναντία, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 987, 1063, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 109· ενάντια, Ασσίζ. (Σάθ.) 32725, Αχέλ. (Pern.) 753, 762, 771, 1211· αγνάδια, Χρον. Τόκκων 2535· αγνάντια, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 102, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 102, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XXVIII 66, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13419, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374· ανάντια, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 26, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 323, Πορτολ. A 135, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8415, 36, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 143, Β́ 183, Γ́́ 557· ανάδια, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 176, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 392, 1108, 1693, 1707, Β́́ 208, 311, 546, 758, 1051, 1538, Δ́́ 1797, Θυσ. (Μέγ.)2 913, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 43719, 48511.
Το αρχ. επίρρ. εναντία. Ο τ. αγνάντια από τη συνεκφ. τα εναντία> ταϊνάντια> ταjνάντια> τ’ αγνάντια (Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. ανάδια βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 294. Κατά Kretschmer, Lesb. Dial. 174 από το *εκνάντια. Ο τ. ανάντια σε έγγρ. του 1610 (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 17, 1980, 288) και σήμ., καθώς και οι τ. αγνάντια και ανάδια (ΙΛ λ. αγνάντια). Τ. αγνάντις σε έγγρ. του 1666 (Έγγρ. μον. Φιλοσ. 118)· σήμ. τ. αγνάντι ιδιωμ.
1) α) Απέναντι, αντίκρυ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους,| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 102· Ανάδια μου να σε θωρώ έβγαλε το μαχαίρι| και σίμωσέ μου το κοντά, να σε φιλώ στο χέρι Θυσ.2 913, ώσπερ το φως το τρομικόν των καθαρών υδάτων,| όταν σελήνη ή ήλιος βρεθεί ενάντιά των Αχέλ. 771· (με αιτιατ.): πήγαν και ετέντωσαν αγνάδια την Άρταν Χρον. Τόκκων 2535· β) απευθείας, καταπρόσωπο: αυτοί που τους πονούν τα μάτια| τον ήλιον δεν θέλωσιν να τον ιδούν αγνάντια Στ. αμαθ. (Μιχ.) 16. 2) Εναντίον, με εχθρική διάθεση: και τότε ή από φθόνον τους ή δεν τον εξανοίξαν| οι Τούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν Αχέλ. 753· θωρώντας πως και ο καιρός του πάγει εναντία Παλαμήδ., Βοηβ. 1063· λοιπόν θωρώντας ο μπασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους Αχέλ. 762· Γιατί η Ήρα η θεά και η Πάλλα να συντράμου| κτάσσουνται εναντία σας ογιά να γδικιωθούσι Φορτουν. Ιντ. Γ́́ 109.αδημονία- η, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 45, Φλώρ. (Κριαρ.) 94, Δούκ. (Grecu) 1317, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 59, 396, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15236, 15315, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 194, Χρον. (Kirp.) 308, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1118, 11820, 1329, 17010, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIV, XXXIV, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· αδημονιά, Φλώρ. (Κριαρ.) 1456, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 416, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 117.
Το μτγν. ουσ. αδημονία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Δυσκολία, δύσκολη κατάσταση: Εξελθών δε πάλιν εκ δευτέρου ο Μεχέμετ και πάλιν ηττήθη και πάλιν εν τῃ Πόλει κατέφυγε … Τότε ο Μεχεμέτ εν αδημονίᾳ γεγονώς και την τύχης μεταφοράν ως σφενδόνης στρεπτόν ηγησάμενος είρηκε τῳ βασιλεί Δούκ. 1317. 2) α) Στενοχώρια (Η σημασ. και μτγν., L‑S και σήμ., ΙΛ): ελέησόν με, άπονε, τι ’τον η μάχη ετούτη,| η ζωντανή μας χωρισιά, η αδημονιά τοσαύτη; Ερωτοπ. 416· όσες πικρίες και στεναγμούς και αδημονιές αν είχα Φλώρ. 1456· β) ανησυχία, αμηχανία: και ως είδεν ο πατριάρχης ότι έβαλε χαράτσι, ήλθεν εις αδημονίαν τι να κάμει να μηδέν του επάρει αυτούς τους τόπους Ιστ. πατρ. 17010· γ) φροντίδα, «έννοια»: Ευχαριστώ σοι, βασιλεύ αόρατε, ότι εφανέρωσας εις εμένα το έλεός σου και την αλήθειάν σου και την αδημονίαν οπού είχα εις την καρδίαν μου και εις την ψυχήν μου το πώς να καλέσω το όνομα της αγίας εκκλησίας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15236.αιρετικός,- επίθ., Ασσίζ. (Σάθ.) 18810, 21617, 43927, Φυσιολ. (Pitra) 35010, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 17, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5010-11, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 366, Χρον. (Kirp.) 309, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 9620, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1499, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178 ρξά́, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54711· αιρητικός, Φυσιολ. (Zur.) XXVII 114, XXXVIII 16-7· αιρέτικος, Γυμν. Ρώμ. (Μανούσ.) 86.
Το αρχ. επίθ. αιρετικός. Η λ. και σήμ. και ως λόγ. και ως δημ. (ΙΛ).
α) Που ανήκει σε θρησκευτική αίρεση (πβ. Επιστ. προς Τίτον 3, 10) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Εάν ο πατήρ ένι ορθόδοξος και τα παιδιά ένι αιρετικά ού πατελένιοι Ασσίζ. 3927· β) ασεβής: Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε,| αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε Γαδ. διήγ. 366.ακουμπίζω,- Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 116, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 73, 525, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 73, 541, Ασσίζ. (Σάθ.) 11021, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 254, Διγ. (Hess.) Esc. 418, 1508, 1686, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 984, 965, Διήγ. Βελ. (Cant.) 509, Λίβ. (Lamb.) N 509, Ιμπ. (Κριαρ.) 49, 65, 531, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 137, Φυσιολ. (Legr.) 30, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 78, Μαχ. (Dawk.) 4583, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [834], Ζ΄ [914], Ch. pop. (Pern.) 364, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 15, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 87, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 31, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 433, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΧ 10, Αρ. VIII 10, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 47, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 143, 211, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2, 237· 8, 1, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1375, 2560 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 150], Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1915, Γ΄ 957, Δ΄ 995, Ε΄ 437, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 611, 629, 1115, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 275, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 459, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. 29, Α΄ 976, Β΄ 536, 1180, Ε΄ 687, 888, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 37325, 45418, 49418, 49413· ακουμβίζω, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2190, Καναν. (PG 156) 76A· ακομπίζω, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 165· ’κουμβίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1536, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 8422· ’κουμπίζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 1768-9, 36030, 36031, Διγ. (Καλ.) Esc. 1197, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 561, Λίβ. (Lamb.) Esc. 622, 2103, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1030, Λίβ. (Lamb.) N 1850, Χρησμ. (Trapp) I 196, Μαχ. (Dawk.) 485, 11631, 45426, 4601, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38220, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 669, 2011, Δ΄ 731· ’γκουπίζω, Λίβ. (Μαυρ.) P 371.
Από το λατ. accumbo και την κατάλ. ‑ίζω (Κοραή, Άτ. Α΄ 24, Meyer, NS III 9, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304 και Triand., Lehnw. 94 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 399) ή από το ουσ. ακκούμβα (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304), αν όχι από το ακουμβώ-ακουμπώ με επίδρ. του αορ. ‑ησα. Ο τ. ακουμβίζω ήδη στον 8. αι. (Lampe, Lex., λ. ακουμβίζω) και στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 186). Ο τ. ακομπίζω και στο Νικ. Λουκάνη (βλ. Du Cange, λ. ακουμβίζω [ακουμπίζω]· πβ. και στο σημερ. ιδιωμ. κομπάω (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Για τον τ. ’γκουπίζω βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 147, και πβ. και το σημερ. ιδιωμ. αγκουμπώ (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Οι τ. ακουμπίζω, ’κουμπίζω και σήμ. ως ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ακκουμπώ).
Α´ Αμτβ. 1) α) Ξαπλώνω (Πβ. Lampe, Lex.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α2): Εκούμπισ’ ο Χαρίδημος σ’ ένα δεντρό από κάτω,| το χτύπο του κουτσουναριού κοιμώντας εφουκράτο Ερωτόκρ. Β΄ 669· Ο βασιλιός, οπού ’τονε στο στρώμα ’κουμπισμένος, πάραυτας εσηκώθηκε Ερωτόκρ. Δ΄ 995· Τέκνο μου, αν εκουράστηκες, ακούμπισε δαμάκι Θυσ.2 629· ηρέμησες, ηκόμπισες, έπεσες, κατεκλίθης Γλυκά, Στ. 165· και κείται απάνω ο Διγενής πλάγιον ακουμπισμένος Διγ. Esc. 1686. Συνών. εξαπλώνω, πλαγιάζω. Πβ. ανακουμπίζω· β) κοιμούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακουμπώ Α2β): κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπίσω Φαλιέρ., Ιστ. V 433· Νύκτα ’ν’ ακόμη και μπορεί το τέκνο ν’ ακουμπίσει Θυσ.2 611· και μετά κείνα έπεφτε σ’ εκείνο ν’ ακουμπίσει| και με τον ύπνον που ’κανε, δεν ήθελε ν’ αφήσει| μια ώρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 49413· γ) καθίζω για να ανακουφιστώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. ακκουμπώ Α2δ): ολίγον δε μου παρελθών πέπτωκεν εκ του ίππου και εις πέτραν ακούμπισεν εχόμενος του πόνου Διγ. Gr. VI 254. 2) α) Στηρίζομαι (Η σημασ. ήδη στη Σούδα και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α1): και έστησεν το κοντάριν του και απάνω του ακουμπίζει Διγ. Esc. 1508· Ο χρόνος, ως τον ήκουσεν, ηκούμπισεν εις δέντρον Λόγ. παρηγ. L 73· εις τον τοίχον εις τον ποίον φαίνεται καλά πού εκούμπιζαν οι καμάρες μου Ασσίζ. 36031· Στο παραθύρι τση φλακής στα σίδερ’ ακουμπίζει Ερωτόκρ. Ε΄ 437· Τόσον τον επανέβηκεν και ασθένειαν μεγάλη,| τήν λέγουσιν «ελεμική» η γλώσσα των Ρωμαίων| και εις αυτό ακούμπισεν ότι να αποθάνει Χρον. Τόκκων 3432 (εσφαλμ. νοεί τη σημασ. του ρ. ο εκδ. Schiro [Χρον. Τόκκων σ. 555])· β) στηρίζω τις ελπίδες μου, βασίζομαι (σε κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α4): Πού να εκούμβιζον; εις καλογέρους; Και εισί των τοιούτων απράγμονες Σφρ., Χρον. μ. 8422· ότι σ’ εσέν το γένος μας θαρρεί και ακουμπίζει Ιστ. Βλαχ. 2560· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω| και να πιστέψω η ταπεινή κι εις ποίονε ν’ ακουμπίσω; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1180]. 3) α) Αφήνομαι, επαφίεμαι: Πάλιν, ω Παλαιολόγε,| εις τα γόνια σου ’κουμπίζει| βασιλεία των Ρωμαίων Χρησμ. Ι 196· β) τοποθετούμαι (κάπου) αναλαμβάνοντας έργο: αυτού όπου ακούμπισες κι ετάχθης να δουλεύεις,| έχε τιμήν και ασχόλησιν και καθαράν αγάπην Κομν., Διδασκ. Δ 116· γ) (προκ. για δικαστική υπόθεση) ανατίθεμαι στη διαιτησία, την κρίση (κάποιου) (πβ. και Καντακ., PG 153, 1012 B): εκείνοι οι δύο εις τους ποίους εκούμπισεν το έγκλημα, αν ουδέν ημπορούν να συμπάψουν, ημπορούν καλά να κράξουν άλλον έναν εις την συντροφίαν τους καλοπίχερον Ασσίζ. 1768-9. Β´Μτβ. 1) Στηρίζω (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β1): ου διαφεντεύγουν με ν’ ακουμπίσω τας καμάρας μου εις τον τοίχον Ασσίζ. 11021· και επήραν τες σκάλες και ακουμπίσαν τες εις τους τοίχους Μαχ. 45426· Εκούμπισε την κεφαλή στη χέρα τζ’ η καημένη Ερωτόκρ. Δ΄ 731· που την ολπίδα τζ’ εις εσέ είχεν ακουμπισμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 957· Οϊμέ του κακορίζικου του γέρου που σ’ εσένα| τα θάρρη του εκρεμόντασι κι είχε τ’ ακουμπισμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 888. 2) Αγγίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α3): και να ακουμπίσει ο Ααρών και τα παιδιά του τα χέρια τους ιπί το κεφάλι του δαμαλιού Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 10. 3) α) Τοποθετώ (κάτι κάπου), αποθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β3): Και παν πολεμικόν όργανον έφερον ανά χείρας και ηκούμβισαν εις τα τείχη Καναν. 76Α· Γιατί μια θυμωμένη νεροσυρμή, με δύναμιν οπού ’χε κατεβαίνει,| το ’φερε και τ’ ακούμπισε εις την μερτιάν εκείνην Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 687· β) (προκ. για μαχαίρι) βάζω, εμπηγνύω (πβ. και Δουλγεράκης [Τραγ. Σούσ. σ. 351 σημ. 23]): και έσυρε το παραμάχαιρον του Αλεξάνδρου και ακούμπισέ το εις την καρδίαν της και εσφάγην Διήγ. Αλ. V 87. 4) (Προκ. για βιβλίο που τυπώνεται) αφιερώνω: Και θέλοντας μ’ επιθυμιάν ετούτον μου τον κόπον| να τονε φέρω ομπροστά στα μάτια των ανθρώπων| διά μέσου του τυπώματος, δεν ηύρα ν’ ακουμπίσω, (παραλ. 1 στ.) παρά στο υποκείμενο τ’ άξιο τσ’ αντίληψής σου| το βγενικόν και γνωστικόν, στην χάριν την δικήν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [29]. 5) (Προκ. για κόρη) αποκαθιστώ, παντρεύω: εις άρχοντας ευγενικούς θέλω σας ακουμπίσει| να σας ποιήσω αρχόντισσας εις τον παρόντα κόσμον Ιμπ. 65. Φρ. (Προκ. για πόλη) ακουμπίζω στα πλευρά (κάποιου) = πολιορκώ: ένα σκυλί Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλι (παραλ. 4 στ.) άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα| κι εις τα πλευρά μ’ ακούμπισε κι εκατεπλήγωνέ με Θρ. Κων/π. B 78. — Βλ. και ακουμπώ.αλεπού- η, Αχιλλ. (Haag) L 1186, Αχιλλ. (Hess.) L 1166, Αχιλλ. (Hess.) N 1486, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 665, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 11, 41, 953, 1063, 1125, 12613, Διγ. (Lambr.) O 1310, 1797· αλωπού, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 121, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 196, 270· Ιατροσόφ. (Oikonomu) 847· αλουπού, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 188, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 48, Χρησμ. (Λάμπρ.) 114, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 32, 93, 207, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 2, 147, 451, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 9, 72, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 37, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1413], Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 430, Γ΄ 92, Δ΄ 272, Μπερτόλδος 51, 55· αλουπή, Gesprächb. (Vasm.) 50943· αλπού, Διγ. (Καλ.) A 4731, Λεξ. Μακεδ. (Giann.-Vaill.) 49.
Από το μεσν. αλωπώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 96 και Pern., Mélanges Schlumberger 212, Αφ. Χατζιδ. 44, Kretschmer, Glotta 13, 1924, 245, καθώς και Kalits., Gramm. 52) Οι τ. και σήμ. (ΙΛ). Για την αποβολή του ου στον τ. αλπού βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 253 και για την κατάλ. ‑ού, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 79. Μαρτυρείται μεσν. επών. Αλωπός (Άμ., Ελλην. 10, 1937-8, 118 = Άμ., Γλωσσ. μελετ. 427 και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 284) από το ήδη σε απόσπ. Σοφ. 263 μαρτυρημένο αλωπός = πανούργος, που μνημονεύεται και στον Ησύχ. (Άμ., Χιακ. Χρον. 2, 1914, 99 = Άμ., Γλωσσ. μελετ. 123 και Φάβ., Αθ. 49, 1939, 48).
Αλεπού (όπως και σήμ.): Εσέναν και την αλουπούν την μακροουραδάτην,| την πνίγουσαν τας όρνιθας και τα μικρά πουλία Διήγ. παιδ. 188· Τώρα την πονηρή αλουπού στην τρούπ’ έχω κλεισμένην Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1413]· μί’ αλεπού εχάσαμεν και αν την είδες πε μας Αιτωλ., Μύθ. 12613· ω αλουπού πολύξερη, στα δίκτια είσαι πιασμένη Ζήν. Δ΄ 272.αντίκρυ,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 64, Λίβ. (Lamb.) Sc. 34, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 45, 75, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [477]· αντικρύ, Ιερακοσ. (Hercher) 34226, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Λίβ. (Μαυρ.) P 503, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΙΧ· άντικρυ, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 268107, Δούκ. (Grecu) 23919, Έκθ. χρον. (Lambr.) 95, 5020, 5114, 6612, 7114, 7220, 7324, 7410, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 635. αντίκρυς, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51410, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 66 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Φλώρ. (Κριαρ.) 815, Απολλών. (Janssen) 175, Λίβ. (Lamb.) N 640, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 87 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1591, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35716, 37534· αντικρύς, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 3986· άντικρυς, Σπαν. (Lundström) U 84, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 237, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1160, 3445, 4553, 5032, 5262, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3164, Διγ. (Καλ.) A 1998, 2898, Βίος Αλ. (Reichm.) 929, Απολλών. (Wagn.) 175, Αχιλλ. (Hess.) N 30, 707, Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 84, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 50819, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1992, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38928, 40710, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 319· άντικρυν, Έκθ. χρον. (Lambr.) 729· αντίκρυτα, Ασσίζ. (Σάθ.) 21427, Λίβ. (Lamb.) Esc. 759, 3068, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 254, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 3, 63, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 956, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 178δις, 179, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1271, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14927, 15126, 4955, 5123.
Τα αρχ. επίρρ. αντικρύ και άντικρυς. Η λ. και οι τ. της, εκτός των τ. άντικρυς και άντικρυν, και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. αντίκρυτα βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 83. Ο τ. αντικρύς στο Δοκειαν. (Hopf) 253.
1) Απέναντι (Πβ. L‑S, λ. αντικρύ ΙΙ 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): εβγαίνω από την τέντα μου, θεωρώ αντικρύ το κάστρο Λίβ. P 503· ο Τούρκος καστελώνεται, τριντζέρες είχε κτίσει| εις τα Χανιά αντίκρυτα Τζάνε, Κρ. πόλ. 15126· από την χώρ’ αντίκρυτα είχανε εξαμώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927· τεντώσαντες απ’ αλλήλων άντικρυ, απέχοντες ως στάδια πέντε Δούκ. 23919· Βλέπεις ... εκείνον το αναλίβαδον, τό είναι αντίκρυτά μας Λίβ. Esc. 3068· το κάτεργο έστεκε αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει Σουμμ., Ρεμπελ. 179. 2) Εναντίον (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ): ου βλέπει (ενν. ο κριτής) πρόσωπον πτωχού εις κρίσιν την δικαίαν,| αλλ’ ούτε εις άρχοντα ορά αντίκρυς του δικαίου Ελλην. νόμ. 51410· Τρεις είν’ που θε να πολεμού και δέκα αντίκρυτά ντως| να δείξουσι την τέχνη ντως και την παλληκαριά ντως Ερωτόκρ. Β΄ 1271· Ήτον αντίκρυς μου ο λαός στην χώραν οργισμένος Χούμνου, Π.Δ. VIII 87. 3) (Αντί επιθ.) αντικρινός: τα άντικρυ βουνά τα αντιπέραν Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24. 4) (Αντί επιθ.) απολύτως όμοιος (Πβ. L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ· πβ. το σημερ. αντίκρυ χαραυγή, ΙΛ στη λ. Φρ.): δος με ολίγον έντερον ... λαπάραν τραγανόδεχτον, την άντικρυς νευρώδη Προδρ. IV 237· Η κόρη δε ην εξαίρετος ... της Αφροδίτης άντικρυς και Ελένης Μενελάου Αχιλλ. N 707· σύζυγον ... ερωτικήν, εξαίρετον, άντικρυς Αφροδίτην Αχιλλ. N 30.απόγονον- το, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2268, Χρησμ. (Βέης) 3422, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 73, Δούκ. (Grecu) 4324, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 48231-2, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VI 5, VII 24, 57, VIII 39.
Το ουδ. του αρχ. επιθ. απόγονος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απογόνι).
Απόγονος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. απογόνι 1): αυτή δε ήν απόγονον ... των Αμαζόνων γυναικών εκείνων των ανδρείων Διγ. Τρ. 2268· Και από του Χάμ τ’ απόγονα η Άγαρ εγεννήθη Χούμνου, Π.Δ. VI 5.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 99, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 103 (λείπει από χφ· πρόσθ. Ζώρ.), Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 99· ο Κουκ. (ΝΕ 6, 1909, 116) υποθέτει ότι υπόκειται το Άβυλλοι.