Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαπητικά,
- επίρρ., Θησ. (Schmitt) 336 VII 8 Gr.
Από το επίθ. αγαπητικός.
Με καλή διάθεση: Λοιπόν πρέπει αγαπητικά τον πόλεμον ετούτον| να τονε ποίσετε όλοι σας, ουχί με κακοσύνη Θησ. (Schmitt) 336 VII 8 Gr.αγαπητικός,- επίθ. και ουσ., Ασσίζ. (Σάθ.) 14516, 21831, 39630, Μαχ. (Dawk.) 226 σημ. 8, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [124], Δ́ [555], Ϛ́ [246], Ζ́ [114], Θησ. (Schmitt) 336 VI 103, VII 11, Ch. pop. (Pern.) 565, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14924, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 589, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 1202, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́ 474, Γ́ 190, Έ́ 341, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ 71, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά 758, 794, Β́ 725, Γ́ 426, 1407, Έ́ 1263, Διγ. (Lambr.) O 818· αγαφτικός, Κατζ. (Πολ. Λ.) Πρόλ. 44, Ά́ 79, 90, 92, 241, Β́́ 331, Γ́́ 356, 515, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 65, 72, Ά́ 249, 441, Β́́ 238, Γ́́ 186, Δ́́ 9, 60, 142, 294, 300. 318, 334, 365, 386, 440, Έ́ 138, 319, 325, 418, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́΄ 10, 328, Ιντ. Ά́ 103, Β́́ 496, Ιντ. Β́́ 82, 87, Έ́ 387, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 174, 230, 237, 304, 385, III 3, 100, 284, 351, 424, 432, III 6, 390, IV 3, 49, V 2, 182, V 7, 10, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 38, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́́ 334, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́ 1, 70, 76, 83, δ́49, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 526, 537, 567, Δ́ 116, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 244, 1287, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́ 253, Γ́ 250, 544, 545, Ιντ. Γ́ 64, 84.
Το μτγν. επίθ. αγαπητικός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Ως επίθ. 1) α) Που αγαπά (κάποιον), ερωτευμένος: πάσ’ άλλη … ήθελε προσπαθήσει, να φεύγει από πάσα νια πού ’χε τηνε γνωρίσει| πως είν’ κι αυτή αγαπητική στον νιον οπ’ απατή της Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ 725· η γι’ Αφροδίτη (παραλ. 2 στ.) και μ’ όλο που τον πόθο σ’ όλους δίδει,| αγαφτική γυρίζει Πιστ. βοσκ. Ι 1, 237· β) που έχει ερωτική διάθεση: Εμπήκες αγαπητικός, ηδονικός στη μέση Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 426. 2) Που αρέσκεται να κάνει κάτι (πβ. αγάπη 7 και αγαπώ 3α): Ήτον δε ο αυτός πολλά αγαπητικός να πηγαίνει εις την πιλάλα των αλόγων να πιλαλεί Διήγ. Αγ. Σοφ. 14924. 3) Που τον συνδέει (με κάποιον) δεσμός φιλίας: Χαρές και σκόλες και τιμές κι έθνη αγαπητικά μας,| χορούς, χαρίσματα πολλά στα σπίτια τα δικά μας| σήμερο θέλομεν ιδεί Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ 71. 4) Αξιαγάπητος: και καβαλάροι γίνησαν οι πανέμνοστοι νέοι,| τούτοι οι αγαπητικοί, οι έμορφοι Θηβαίοι Θησ. (Schmitt) 336 VI 103· Β´ Ως ουσ. (αρσ. και θηλ.) 1) Αγαπητό πρόσωπο, φίλος (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Ιδικοί και συγγενοί μου,| φίλοι μου και αγαφτικοί μου| ήρχουντάνε κάθε μέρα| να μου λε την καλησπέρα Φαλλίδ. 38 (πβ. αγαπώ μτχ. Β2, αγαπητός ως ουσ.). 2) α) Εραστής, ερωμένη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ουκ είχεν κανένα γνήσιον τέκνον, αμμέ είχεν τέκνα εκ της αγαπητικής του Ασσίζ. 39630· γιατί με δίχως φόβο του κυρού τση …| ταίρι έμεινε ζιμιό τ’ αγαφτικού τση Ερωφ. Β́́ 496· α σού ’δωκα ποτέ καημό, Αλέξη αγαφτικέ μου Πανώρ. Έ́ 138. Συνών. ποθητός, αμουρούζα· β) θαυμαστής: Εγώ οπού πάντα ηυρίσκομουν ’πο χίλιους μπορεμένους| της χώρας αγαπητικούς, πλούσιους και χαϊδεμένους| κι ευγενικούς, τόσους καιρούς, όμορφη και βαλμένη| να με κρατούσι πάντα τους συχνοπολεμισμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ 758.αγριώνω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. B´ Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.αηδονικός,- επίθ., Θησ. (Schmitt) 333.
Το επίθ. ηδονικὀς με επίδρ. του ουσ. αηδόνι.
Μελωδικός: τότε με λόγια αηδονικά και με γλυκά τραγούδια| άλλαξαν τες φωνίτσες τους, οπού ’σαν άγριες πρώτα Θησ. (Schmitt) 333.ακέραιος,- επίθ., Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 126, 499, 610, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 122, 516, Σπαν. (Hanna) A 373, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 161, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2709, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5715, Διγ. (Καλ.) Esc. 1083, Φλώρ. (Κριαρ.) 507, Λίβ. (Μαυρ.) P 76, 659, 825, 838, 2101, 2242, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2, 15, 488, 880, 1709, 1892, 2103, 2591, 3077, Λίβ. (Lamb.) Esc. 73, 947, 1130, 1143, 1962, 3051, 3281, 4238, Λίβ. (Wagn.) N 94, 809, 994, 1451, 1772, 2547, 2726, 2915, 3192, 3659, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 29, 730, 906, 1598, 1913, 2169, 2318, Φυσιολ. (Legr.) 317, 637, 640, Φυσιολ. (Pitra) 34725, 37026, Φυσιολ. (Punt.) B 101-2, Rechenb. 116, 8312, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 182, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 539, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11810, 1208, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 634· ’κέραιος, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 739· ακέραιος, Βίος γέρ. (Schick) V 598· ακέριος, Φλώρ. (Κριαρ.) 65, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [648], Ε΄ [988], Θησ. (Schmitt) 336, V 97, 98, Ch. pop. (Pern.) 373, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 7, 146, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 49425· άκεριος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4912 (διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 598, από άκερος).
Το αρχ. επίθ. ακέραιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. ακεραίος και άκεριος πιθ. κατά βιασμό.
1) Ανελλιπής, ολόκληρος, ολοκληρωμένος, πλήρης (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): χρόνον ακέραιον περπατώ και κόσμο (έκδ. κόσμον) αναγυρεύω Λίβ. (Lamb.) Esc. 73· και εκράτησεν ο γάμος τους τρεις μήνας ακεραίους Διγ. Esc. 1073· εκείνον τό υποσχεθείς ακέραιόν το πέμψε Σπαν. A 373· και το τειχιό κοιτάζουνε στην Άμμον και κρεμνάται| ακέριο κι εκρεμνίστηκε κι επλάκωσε τις φόσσες Τζάνε, Κρ. πόλ. 49425· Όρισεν κι επληρώσαν τους την ρόγαν τους ακέραιαν (έκδ. ακέραιαν)| και τον Μελίκ φιλοτιμά και ξένια του εδώκεν Χρον. Μορ. H 5715· ν’ αποκρατώ τον πόθο μας ’κέραιον και αγαπημένον Φαλιέρ., Ιστ. A 739· Ακέραιον το ενδεχόμενο εποίκα της αγάπης Λίβ. N 3659· Σπίτι δεν είναι ατρύπητο, πόρτα, ουδέ παραθύρι,| ουδ’ άκεριο καμπαναριό, ούτε και μοναστήρι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4912· στέργε εις την ασχόλησιν, πόθον μη αποδημείτε·| αναμονή καλόν ένι, πληρώνει ακέραιον πράγμα Λίβ. P 825. 2) Ακέραιος αριθμός: τι μέρος του ακεραίου εστίν Rechenb. 116. 3) Αληθινός, πραγματικός, γνήσιος: ο χρόνος ...| φίλον εμόν σε απέδειξεν ...| ακέραιον, ασκανδάλιστον, φίλον ορθόν εις φίλους Λίβ. Sc. 2591· και εγράψασι τα χέρια σου πιττάκιν μανιωμένον,| πιττάκιν να έχει θάνατον ακέραιον εδικόν μου Λίβ. Esc. 1962· μισάνθρωπε, μισοτραγί και ακέριον (έκδ. ακαίρον)| οζό καταλυμένον Πιστ. βοσκ. ΙΙ 7, 146· Περιστερά ακέραια υπάρχει εις την γνώμην Φυσιολ. 637 . Πβ. άδολος α, αδόλωτος α. 4) Ευθύς, τίμιος, αγνός (Η σημασ. ήδη στο Γρηγόριο Νύσσ., Lampe, Lex. στη λ. 1): Ο ακέραιος εις τον έρωταν ποτέ ουκ αποτυγχάνει Λίβ. Esc. 1143· ούτως ουδέν ακέραιον εν ανθρωπίνῃ φύσει Μανασσ., Χρον. 2709· Ο κύων υποτάσσεται τοις εαυτού δεσπόταις| και νυν ακέραιος λοιπόν ωσεί (έκδ. ως η· διορθώσ.) περιστερά τε Φυσιολ. 317 (για την παρομοίωση βλ. Lampe, Lex., λ. ακεραιότης 2)· και ότι αναιτίατος ένι εις το καθόλου,| άδολος και ακέραιος, χωρίς επιβουλίας Γεωργηλ., Βελ. 182· την θεωριάν, την σύστασιν, το ακέριο φρόνημά της Φλώρ. 65· Γαμβρούς μελέτησε να βρεις να ’χουν κορμιά ακέρια (έκδ. ακέραια)| παρά να λείπουν αρετές και να ’χουσι δηνέρια Δεφ., Λόγ. 539. 5) (Προκ. για νεκρό) άλειωτος (Η σημασ. ήδη στον Ιουστίνο μάρτ., Lampe, Lex. στη λ. 2, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): έστεκεν άλυτη και ακέραια, καθώς την έθαψαν Ιστ. πατρ. 1208· το λείψανο του αγίου Νικολάου σώο και ακέραιο Μηλ., Οδοιπ. 634. Το ουδ. ως ουσ. = η ακεραιότητα: Το ακέραιον του φρονήματος, το δυνατόν του πόθου Φλώρ. 507.αλαφραίνω,- Ασσίζ. (Σάθ.) 478, 25212, 29517, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [783, 8], Δ΄ [378], Θησ. (Schmitt) 335 III 75, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 11, XVI 4, XVI 5, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 221, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 38, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 119, 372, 773, Β΄ 1580, Γ΄ 1293, Ε΄ 230, Ευγέν. (Vitti) 671, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 154, Λίμπον. (Legr.) 515· αλαφρύνω, Ιων. (Hess.) 21312-3· ελαφρύνω, Σπαν. (Hanna) A 419, 449, Σπαν. (Hanna) B 400, 426, Σπαν. (Legr.) P 201, 229, Σπαν. (Μαυρ.) P 165, 188, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 446, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 76· ’λαφρύνω, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 470· ελαφραίνω, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 249, 278, 280, Ιατροσ. (Legr.) 15412, 416· ’λαφραίνω, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1927, Θησ. (Schmitt) 335 III 75, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 8, Έξ. XVIII 22, Δευτ. ΧΧV 3, XXVII 16, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1499, Γ΄ 1631, Ε΄ 1207, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 485, Ε΄ 108.
Από το μτγν. ελαφρύνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αλαφρένω).
Α´ Μτβ. 1) α) Κάνω κάτι ελαφρό, ανεκτό (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S, λ. ελαφρύνω 1, και σήμ., ΙΛ, λ. αλαφρένω 1): Ελάφρυνε τα βάρ’ ημών ημάς επαναπαύων·| πολλά γαρ βάρη εβάρυνε ημάς γε ο πατήρ σου Σπαν. (Λάμπρ.) Va 446· β) ανακουφίζω (Η σημασ. ήδη στον Ευσέβιο τον Μύνδιο, L‑S, λ. ελαφρύνω 2α, και σήμ., ΙΛ λ. αλαφρένω 2): το πράμα που ’χωνα ως εδά σήμερο μετ’ αυτείνο| να δηγηθώ αποφάσισα το νου μου ν’ αλαφρύνω Ερωφ. Α΄ 38· του φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίνα| του Ρώκριτου και την πληγή δαμάκιν αλαφραίνα Ερωτόκρ. Α΄ 372· πβ. αλαφρός 5. 2) Κάνω κάποιον να φαίνεται «ελαφρός», ατιμάζω, καταφρονώ: καταραμένος οπού ’λαφραίνει τον πατέρα του και τη μάννα του Πεντ. Δευτ. XXVII 16. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι ελαφρότερος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. ελαφρύνω 4): κι ωσάν το κάν’ η ζυγαρά, π’ ανεβοκατεβαίνει| και κατά το γομάρι τση βαραίνει και αλαφραίνει Ερωτόκρ. Β΄ 1580. 2) Ανακουφίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. ελαφρύνω 4· πβ. ΙΛ, λ. αλαφρένω 3): Κι εις τ’ όνομά του απόθανε, γιατί ζιμιό γλυκαίνου,| κάτεχε, τα κριτήρια σου κι οι πόνοι σου αλαφραίνου Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 154. 3) Γίνομαι ευκίνητος, αποσύρομαι, ελαττώνομαι: και ήξερεν ο Νοάχ ότι αλάφρυναν τα νερά από πάνου την ηγή Πεντ. Γέν. VIII 11· πβ. αλαφρός 2. 4) α) Γίνομαι «ελαφρός», παρεκτρέπομαι, ασχημονώ: σαράντα να τον δείρει να μην προσμίξει πρόσποτε να προσμίξει να τον δείρει ιπί ετούτα δαρμό πολύ και να ’λαφρύνει ο αδελφός σου εις τα μάτια σου Πεντ. Δευτ. XXV 3· β) γίνομαι «ελαφρός», θεωρούμαι επιπόλαιος, ξεπέφτω ηθικώς: και είδεν ότι εγγαστρώθην και αλάφρυνεν η κερά της εις τα μάτια της Πεντ. Γέν. XVI 4. Πβ. αλαφρός 3. — Πβ. και αλαφρυνίσκω, αλαφρώνω.αλαφρός,- επίθ., Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1056, Μαχ. (Dawk.) 33230, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9224, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 380, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 8, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 794, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 826, 1288, Δ΄ 678, 683, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [473]· ’λαφρός, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6972, Gesprächb. (Vasm.) 761635, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [323], Ζ΄ [933], Θησ. (Schmitt) 337 VII 12· ελαφρός, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3607, 3704, 6260, 6973, 7003, 9055, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) Α΄ 2317, Θησ. (Βεν.) Ή́ [582], Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 911, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 60· αλαφρύς, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 374.
Το αρχ. επίθ. ελαφρός. Για το σχηματισμό των τ. βλ. ΙΛ, λ. αλαφρός.
1) Που δεν έχει σημαντικό βάρος· α) (εδώ) άυλος (Η σημασ. αρχ.· πβ. L‑S, λ. ελαφρός ΙΙΙ 3): Τα σώματα των αγίων αναστήσονται άφθαρτα, φωτεινά, ελαφρά Ιστ. πατρ. 911· β) (προκ. για όπλο) που κρατιέται χωρίς μεγάλη προσπάθεια: όποιος λατζόνι ορέγεται ’λαφρό ας το βασταίνει Θησ. 337 VII 12. 2) (Προκ. για πολεμιστές, στρατεύματα ή το ιππικό) ευκίνητος (Η σημασ. αρχ., L‑S II): δοξιώτες εις τα άλογα πολλά ελαφροί της μάχης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3607· και να έχουν άλογα ελαφρά να διώξουν και να φύγουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6973· τα αλλάγια τα ελαφρά μας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7003· τα άρματα ’πού πάνω τους, τα σίδερα ερίχνα| διά να είναι ελαφροί Παλαμήδ., Βοηβ. 794. 3) Επιπόλαιος (Η σημασ. ήδη στον Πολύβιο, L‑S στη λ. ΙΙΙ· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ Β΄, 1955-6, 234. Βλ. και Lampe, Lex., λ. ελαφρός 2 και Ευστ., Ιλ., Stallb., 108432): Ω πόσον αλαφρή ’ναι.| Ω πόσον λίγον έχεις| τον ομυαλόν Πιστ. βοσκ. ΙΙ 8, 14· Θυμάσαι το, πόσες φορές σου τα ’πα στην αρχή σου| κι εσένα αλλότες τούτα δα, γιατί πολλά ’λαφρή ’σου Κατζ. Β΄ 380· πβ. αλαφραίνω Β 4β. 4) (Προκ. για σωματικό πόνο ή ψυχικό πάθος) όχι επαχθής, όχι σοβαρός, όχι κουραστικός, ασήμαντος, ανεκτός, υποφερτός: μ’ εκείνον (= βλέποντάς σε) το κακόν μου| ξορίζω ’πού ξαυτόν μου| κι έν αλαφρόν το πάθος μου, κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 9224· ο πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρό σκολάζει Ερωτόκρ. Γ΄ 1288· Και δείχνουν αλαφρό πολλά κι εύκολο κάθε κόπο Ερωτόκρ. Δ΄ 683· Και τ’ αλαφρά βαρύνασι, στραβά ’ναι τα ’σαν ίσα Ερωτόκρ. Δ΄ 678· σε λογισμό καλύτερο και πλια ’λαφρύ μ’ εφέρα Ερωτόκρ. Α΄ 374· πβ. αλάφρωση και αλαφραίνω Α 1β. 5) α) Ανεκτός, εύκολος: Αλλά διά το ελαφρότερον εμέν όπου το γράφω,| κι εσέν όπου το ακφράζεσαι κι όπου το αναγινώσκεις Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6260· β) όχι πιεστικός, όχι απαιτητικός: Εμένα ουν φαίνεταί μου ότι όσον είναι πλείονες και ελαφρότεροι οπού μέλλουν να αρκεσθούν με ολίγον ο καθείς, είναι δε άλλως χρήσιμοι, τόσον θέλει είσθαι κάλλιον Βησσ., Επιστ. 2317· 6) (Προκ. για βλέμμα) απαλός, καλοπροαίρετος: Το βλέμμα μου ’λαφρότερον θέλ’ είσταιν προς εκείνον,| όταν τον θέλω βλέπει γαρ να φύγει ’κ το θεάτρο Θησ. Ζ΄ [933]. Ιδιάζουσα χρήση: διαβαίνω εις το ελαφρόν = απαλλάσσομαι από ευθύνη: να δώσουσιν τους Γενουβίσους τους φονιάδες τους Βενετίκους και είτι πράμαν τους επήραν και από τες εκατόν χιλιάδες τα δουκάτα εμπόρου να διαβούν εις το αλαφρόν ότι το πράγμα εγίνετον αθελώς Μαχ. 33230. Πβ. αλαφρά β. Ο πληθ. του ουδ.: τα αλαφρά = οι ελαφρά οπλισμένοι: διακόσιους γαρ εδιόρθωσεν όπου ήσαν τ’ αλαφρά τους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1056· πβ. αλαφραίνω Β 3. Το ουδ. του ενικού = σε μικρό βαθμό: εξανάρχισεν η φλέγα και εσήκωσε ολίγον και ελαφρό Διήγ. πανωφ. 60.αλλαξία- η, Θησ. (Schmitt) 337 VII 68, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10810, 11418, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 3687· αλλαξιά, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [412]· αλλαξά, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1118, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [182], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 133, Γ΄ 488, 533, Ιντ. δ΄ 43.
Από το αλλάσσω και την κατάλ. ‑ία (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. αλλαξά και στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλαξιά).
1) Μεταβολή: αλλ’, ω χρόνε κακότατε, πόσες αλλαξίες κάμνεις με τους χρόνους σου Χίκα, Μονωδ. 3687. Πβ. άλλαγμα 1. 2) Ανταλλαγή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλαξιά 2): πολλά μεγάλην αλλαξά και παινεμένη κάνεις·| διαλέγεις πλούτη κι αφεντιές και δεν ψηφάς τα λίγα| κι αφήνεις ένα δουλευτή και παίρνεις ένα ρήγα Ερωτόκρ. Γ΄ 1118. Πβ. αλλαγμός. 3) Αντάλλαγμα: Μ’ απής το δακτυλίδι σου μὄχεις εσύ δοσμένα,| έπαρε τώρα κι άλλαξε και το δικό μου εμἐνα Φορτουν. Γ΄ 488· Τώρα κι εμείς την Έλενα εις αλλαξά μπορούμε| να πούμε πως επήραμε ογιά να γδικιωθούμε Φορτουν. Ιντ. δ΄ 43. Πβ. αλλαγή 1. 4) Φορεσιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλαξιά 4): σου τάσσω και μιαν αλλαξά ρούχα της όρεξής σου Φορτουν. Α΄ 133· μιαν αλλαξά την ήκαμε ρούχα σαν παλαντίνος Φορτουν. Γ΄ 533. Πβ. αλλαγή 2α, αλλάγιν 3, άλλαγμα 3, αλλακτόν.άλυσος- η, Ασσίζ. (Σάθ.) 47818, Βίος Αλ. (Reichm.) 4368, 5632, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 124, Ιμπ. (Κριαρ.) 444, Μαχ. (Dawk.) 20219, 48218, 26, 54223, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [325], Δ΄ [318], Ζ΄ [427], Θ΄ [53], Θησ. (Schmitt) 337 VII 99, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 71, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 987, 1002, 11714, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1223, 3225, 439, Πικατ. (Κριαρ.) 330, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 21, Βίος γέρ. (Schick) V 132, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 11420, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11421, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 219, 355, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38935, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 50, 51, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 25128, 42926, 56020.
Από το αρχ. ουσ. άλυσις. Για την τροπή σε δευτερόκλιτο βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 140.
α) Αλυσίδα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): και ηύρεν τους πως τους εφέραν με τα σίδερα και με τες άλυσες εις τον λαιμόν τους Βουστρ. 460· Δεν αυταρκεί κι έδησέμ με το δείσ σου| στην άλυσον του πόθου το καμίνιν| κι είμαι μέσα στον άδην ’π’ αφορμήσ σου; Κυπρ. ερωτ. 1002· εις δε το στήθος του είχεν ολόχρυσον άλυσον Διγ. Άνδρ. 38935· β) αλυσίδα με την οποία έκλειναν την είσοδο του λιμανιού: ελθόντων γαρ των νηών εκωλύοντο διά της αλύσου του εισελθείν εντός λιμένος Έκθ. χρον. 1223. — Πβ. και άλυσις 1.αμαρτία- η, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 14404, Ασσίζ. (Σάθ.) 336, 465, 9828, 41418, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1849, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 151, 156, 1257, 1853, 2109, 2738, 3780, 3977, 4165, 4173, 5532, 5534, 5571, 5750, 7203, 7213, 7233, 7632, 7656, 8580, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5414, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Απολλών. (Wagn.) 504, Απολλών. (Janssen) 499, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3452, Μαχ. (Dawk.) 9810, 25212, 46420, 22, 23, Δούκ. (Grecu) 5318, 18733, Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19a, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 30, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 49, Έκθ. χρον. (Lambr.) 94, 1325, 445, Συναξ. γυν. (Krumb.) 23, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 70, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 124, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 676, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1306, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 68, 14113, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 437, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8024, 13223, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3416, 357, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 559, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 422, 635, 1711, 2086, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37326, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 74, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139 ιθ΄, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4796, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11526 κ.π.α.· αμαρτιά, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 663, 735, Θησ. (Foll.) Ι 30, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 122, 1220, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204 (έκδ. Wagn. αρτιές· Wagn. προτ. αμαρτιές), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 340, 856, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 401, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, 425, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 221, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 51, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 262, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 257, 723, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXII 8, Λευιτ. IV 3, V 6, 7,VII 1, 2, 5, XIX 21, Αρ. VI 12, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 263, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [518], κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. αμαρτία. Η λ., καθώς και ο τ. αμαρτιά, και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίθ. αμαρτώδης (ΝΕ 5, 1908, 277 σημ. 4).
1) α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας (Πβ. L‑S στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): οι αμαρτίες του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού Μ. Χρονογρ. 357· Χαριτωμένη, ... μεσίτευγε τον Κύριον μη ιδεί τες αμαρτίες μας Σκλέντζα, Ποιήμ.1220· Τούτα ούλα επήραν τα διά τας αμαρτίας μας οι Τούρκοι Μαχ. 9810· Εδώ ’ναι η μετάνοια τες αμαρτιές να λύσουν| και να ’βρουσιν συγχώρησιν αν μόνον το θελήσουν Πένθ. θαν. N 401· δόξες να έχει ο Θεός οπὄκαμε το θάμα| κι εβγήκα από την αμαρτιά οπού ’θελα να ποίσω Κατζ. Ε΄ 263. Πβ. αμαρτεμός, αμάρτημα 1· β) (σε περιληπτική χρήση) αμαρτήματα: δεν ακαρτερούσανε βοήθειαν ... από κανέναν τόπον, μόνε από τον Θεό. Αμή η αμαρτία του λαού δεν άφηνε Χρον. σουλτ. 8024· γ) η ευθύνη για το αμάρτημα, το κρίμα: ο Θεός να ποίσει κρίσην και η αμαρτία είναι απάνω σας και απάνω των παιδίων σας Μαχ. 25212· η αμαρτί’ αυτή ας είναι στην ψυχήν σας Παλαμήδ., Βοηβ. 559· αφότου ευρίσκετον στην φυλακήν δι’ εμέναν (παραλ. 1 στ.), πάλε η αμαρτία, το μέμψιμον έρχετον εις εμέναν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7656· δ) προπατορικό αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Β1β): σ’ εβάπτισε, σ’ εξέπλυνεν από την αμαρτίαν,| υιόν φωτός σε έκαμεν Ιστ. Βλαχ. 1711. 2) (Μετωνυμικά) εξιλασμός, εξιλαστήριο θύμα (πβ. κριάρι αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ. XIX 21 = «κριόν πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. XIX 21, της αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ.VII 1 = «του κριού του περί της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 31, την αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. VII 2 = «τον κριόν της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 32, καθώς και αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. V 6, 7, για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. 4): Εις τόπο ος να σφάξουν το ολοκαύτωμα να σφάξουν την αμαρτιά και το αίμα του να ραντίσει ιπί το θεσιαστήρι τριγύρου Πεντ. Λευιτ. VII 2· να φέρει πρόβατο νιον του χρόνου του για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Αθέμιτη συμπεριφορά (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): αφόν μας ήφερε η αμαρτία εδώ εις τους εχτρούς μας,| εξεύρετε ότι μακρέα απέχομεν του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3977· β) αδικία: Ομοίως οι δύο κακόγεροι που εκρίναν την Σωσάνναν| και το δικόν τους πταίσιμον απάνω της τό βάναν.| Και είπεν ο Θεός: «Τόση αμαρτιά να γίνει μην αφήσω» Φαλιέρ., Λόγ. 221· Έναν κεφάλαιο εγράψασιν στο προβελέντζι εκείνο,| εν ῳ ήτον τρόπος αμαρτίας και άδικον μεγάλον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8580· γ) κακή σύμπτωση, κακοτυχία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): τι είναι η αμαρτία που γένεται εις εμένα| να μη πιαστεί εκ τους άρχοντες, απέ τους κεφαλάδες| ένας ή δύο να αλλαχτεί αφέντης ο αδελφός μου; Χρον. Μορ. P 5414· ως ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον (παραλ. 3 στ.), τον τόπον του εμερίσασιν κι εποίκαν δύο μερίδια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7233· Έτυχεν της αμαρτίας και ηυρέθην εις την Άρταν| και ένι ο τόπος βαρικός και στυπτικό το κάστρο Χρον. Τόκκων 3452. 4) Παρανομία, αδίκημα: αν γένηται ότι κανείς άνθρωπος πιαστεί εις καμμίαν άσχημην αμαρτία, καθάπερ εν μοιχείᾳ Ασσίζ. 41418· ιπί παν υπόθεση αμαρτιάς, ιπί βόδι, ιπί γαδούρι, ιπί πρόβατο, ... ιπί παν χάσιμο ος να πει ότι αυτό ’ναι ετούτο ως τους κριτάδες να έρτει υπόθεση των δυών τους Πεντ. Έξ. XXII 8· διά τα πράγματα τα ριζικάρικα ουδέν ένι τίποτες κρατημένος εις την αυτήν αμαρτίαν εάν ου μη γίνεται φανερή Ασσίζ. 465. Πβ. αμάρτημα 3. 5) α) Σαρκικό αμάρτημα (Για τη σημασ. στον Αριστοτέλη, Πολιτικά βλ. Glotta 19, 1931, 219· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Θέλομε πει πως σ’ εύραμε και ας είσαι συ αιτία| με ξένον άνθρωπον ’δεπά κι εκάμνες αμαρτία Δεφ., Σωσ. 124· Τες έσυρναν δεμένες από του φόρου και έκαμναν με ταύτες στανικώς την αμαρτίαν Μ. Χρονογρ. 3416· τ’ ανδρός της κάμνει κέρατα μεγάλα σαν λαμπάδα.| Με κείνον τον Νεκταναβόν που ’τονε οκ την ’Γυπτίαν,| μ’ αυτείνον καταπιάστηκε, κάμνει την αμαρτίαν Δεφ., Λόγ. 676· β) ερωτική επιθυμία: Εις τας δέκα (ενν. του μηνός) παύει (ενν. η φλεβοτομία) την αμαρτίαν Σταφ., Ιατροσ. 14404· γ) ερωτικές σχέσεις: Απ’ όντες ήμουν κοπελιά οκτώ χρονών ή δέκα| την αμαρτιάν ηγάπησα, τους καύχους επεθύμουν Σαχλ., Αφήγ. 856. 6) Μειονέκτημα, ψεγάδι: Ριφίος ο εμορφότατος χωρίς καμιά ’μαρτία Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19α. Έκφρ. από αμαρτίας του τόπου = (πιθ.) από άσχημες συνθήκες του τόπου: Ενταύτα εσυνέβηκεν από αμαρτίας του τόπου (παραλ. 1 στ.), ο αφέντης της Καρύταινας, ο εξάκουστος εκείνος| έπεσε εις ζάλην φοβερήν, σ’ αστένειον βαρυτάτην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7213.αμιράς (I)- ο, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 30, 100, IV 21, Διγ. (Καλ.) Esc. 129. 205, 719, 723, 1613, 1639, Διγ. (Hess.) Esc. 7, 126, 132, 196, 340, 348, 485, 494, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 122, 173, 272, 287, 321, 465, 467, 531, 705, 716, Διγ. (Καλ.) A 53, 281, 283, 301, 314, 514, 615, 1131, 1139, 1448, 2468, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 796, 921, 1066, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 494, 879, Φλώρ. (Κριαρ.) 1088, 1311, 1584, 1593, 1602, 1610, 1682, 1816, Πανάρ. (Λαμψ.) 7022, 7611, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1241, 1307, 1316, 1319, 1321, 1322, 1327, 1339, 1348, Ιμπ. (Κριαρ.) 649, Καναν. (PG 156) 64 C, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 611, Ανακάλ. (Κριαρ.) 44, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 660, 827, Μαχ. (Dawk.) 10821, 17631, 1785, 30, 18223, 18420, 18831, 2181, 28819, 29021, 6221, 6427, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9622, Δούκ. (Grecu) 20914, 41715, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 404, 14, 4410, 9611, 33, 9820, 1027, 11630, 12022, 15218, Θησ. (Βεν.) Z΄ [1052], Θησ. (Schmitt) 337 VII 99, Αρμούρ. (Κυριακ.) 104, Κάτης (Băn.) 79, Βουστρ. (Σάθ.) 442, Πικατ. (Κριαρ.) 284, Ιμπ. (Legr.) 722, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1222, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8315, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31316, 31811, 33, 3295, 36613, 3687, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 2045, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 266, Διγ. (Lambr.) O 52, 2121· αμεράς, Διγ. (Hess.) Esc. 530.
Από το αραβ. amir ή emir (Triand., Lehnw. 148 = Τριαντ., Άπ. Ά́ 451, Χατζ., Ξέν. στοιχ., 59, Mor., Byzantinot. B́ 66· βλ. και Nissen, BZ 38, 1938, 372). Ηλ. ήδη σε παπυρ. του 7. αι. (Preisigke-Kiessling, λ. αμίρ), στο Du Cange, λ. αμέρ., και σήμ. (ΙΛ).
α) Άρχοντας, στρατηγός, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός) (βλ. BZ 38, 1938, 372 και Έρ. Βρανούση, Τα αγιολογ. κείμ. οσ. Χριστοδούλου 160 σημ. 3· πβ. και ΙΛ): Ην αμιράς των ευγενών πλουσιότατος σφόδρα Διγ. Gr. I 30· αμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι,| οι άρχοντες, οι ευγενείς, μεγάλοι αμιράδες Διήγ. παιδ. 879· ο δε στρατάρχης ο μέγας και πάντων εκείνων αμιράς και δεσπότης έφθασεν Καναν. 64 C β) (ως θωπευτική προσφών.· πβ. αμίρισσα) = άρχοντά μου, αφέντη μου: Να ζήσεις, αμιρά μου Φορτουν. Ά́ 266. Απαντά και βυζ. επών. Αμιράς (BZ 11, 406)· πβ. και το βυζ. επών. Αμιρούτσης. Το Αμιράς (και το Αμίρισσα) και ως βαπτιστ. σήμ. (Μπούτουρα, Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα 108-9). — Πβ. αγάς, πασάς.αναθυμούμαι,- Ασσίζ. (Σάθ.) 3825, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 14, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3974, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 365, 713, 1037, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [653, 694], Δ΄ [253], Θ΄ [238], Θησ. (Schmitt) 334 III 69, Ch. pop. (Pern.) 822, Σαχλ. (Vitti) N 81, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 307, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 406, 522, 555, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 219, Πεντ. (Hess.) Αρ. X 9, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 218, 1200, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 357, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1387, 1392, 1731, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 156, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [435].
Από την πρόθ. ανά και το θυμούμαι. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αναθυμίζω).
1) Θυμούμαι, ξαναφέρνω στο νου μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθυμίζω. Βλ. και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 75, 76, 81): να το απολησμονήσετε, να μη το αναθυμάσθε Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1037· αναθυμώντας τον καιρόν οπού ’τον δοξασμένος Θησ. Δ΄ [253]· και διάβαζέ τα, θώριε τα κι αναθυμού κι εμένα Ερωτόκρ. Γ΄ 1387· όλοι αναθυμηθήκαμε κι εφέραμε στο νου μας| την ώρα ... Ερωφ. Á́ 357. —Συνών.: αναθιβάλλω Α2, αναπολώ, ανιστορίζω, ανιστορώ, ενθυμούμαι. 2) α) Βάζω στο νου μου (Η σημασ. και στον Πηγά, Χρυσοπ. 71): Ο πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται Σαχλ. N 81· και στέμματος βασιλικού βαλείν αναθυμήθη Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 218· Πβ. αθιβάλλω β· β) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι (για κάποιον): εμέν τον νιον, τόν τυραγνάς, δεν τον αναθυμάσαι; Ch. pop. 822. —Συνών.: φροντίζω.ανάπαυσις ‑ση- η, Σπαν. (Hanna) A 200, Σπαν. (Hanna) O 217, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 213, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 161, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 46, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5970, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2032, 2331, 2416, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 786, 2561, Διγ. (Καλ.) A 3730, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 551, Βέλθ. (Κριαρ.) 1086, Βίος Αλ. (Reichm.) 4738, Φλώρ. (Κριαρ.) 782, 1009, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 245, Απολλών. (Janssen) 146, Λίβ. (Μαυρ.) P 21, 388, 533, 2266, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3377, Λίβ. (Lamb.) N 47, 669, Αχιλλ. (Haag) L 111, 245, 248, Αχιλλ. (Hess.) L 465, 1128, Αχιλλ. (Hess.) N 1663, 1743, Ιμπ. (Κριαρ.) 705, Μαχ. (Dawk.) 2607, 35224, 55226, Δούκ. (Grecu) 30721, 35321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1205, 14428, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [247], Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 67, ΙΧ 6, 30, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 526, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 105, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, 220, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 207, 326, 363, 366, 764, Αχέλ. (Pern.) 1349, 2162, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1997, Δωρ. Μον. (Buchon) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1234, Ευγέν. (Vitti) 1291, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [670], Γ΄ [472, 812], Δ΄ [1513], Ε΄ [549], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22428, 2402, 2796, 35514, 38215, 41013, 48623, 51923, 55615, 5728· ανάπαψη, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593, 5707, 6458, 6604, 6780, 6883, 7208, 8405, 8706, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1681, Θησ. (Foll.) Ι 108, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 355, 6924, 7526, 949, 9729, 1452, Ιμπ. (Legr.) 658, 797, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 381, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 9, 21, XLIX 15, Έξ. XXIX 18, 41, Λευιτ. I 9, III 5, VIII 21, XV 7, XXVI 31, Αρ. XVIII 17, XXVIII 2, 24, Δευτ. XII 9, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 1389, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 88, 100, 148, 162, Β΄ 150, 366, 478, 577, 582, Γ΄ 202, 498, 555, Δ΄ 180, 426, Ε΄ 70, 90, 332, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 183, Ιντ. α΄ 53, 76, 84, 93, 169, Β΄ 367, 501, 513, Ιντ. β΄ 33, 164, Γ΄ 14, 42, 140, 263, 400, Δ΄ 67, 507, 530, Ε΄ 494, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 379, (χφ και έκδ. ανάπασες· διόρθ. Κριαρ. B-NJ 19, 1966, 279)· 3, 191· ΙΙ 5, 3· 7, 64· IV 6, 39· 6, 42· V 1, 61, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 358, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 465, 491, 728, 891, 1109, Β΄ 563, Γ΄ 14, 169, 220, 343, Δ΄ 366, 840, 1198, Ε΄ 48, 1530, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 111, 860, 866, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 307, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 18, Δ΄ 34, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [136], Δ΄ [37], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [979, 1150], Ε΄ [242], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 28, 128, Α΄ 250, Β΄ 442, Γ΄ 124, 388, Ιντ. γ΄ 22, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 22, Α΄ 12, 161, 178, 264, Β΄ 10, 12, 106, 206, Ε΄ 80, Διγ. (Lambr.) O 276, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4484, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7080.
Το αρχ. ουσ. ανάπαυσις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάπαψι).
1) α) Ξεκούραση (Η σημασ. αρχ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1α): άρτον είχεν δάκρυα και πότον μοιρολόγια| και κλίνην αναστεναγμούς και ανάπαυσιν τας λύπας Αχιλλ. (Hess.) N 1743· Και τα καημένα μάτι’ απού τον ύπνο| και την ανάπαψή τως τ’ άλλα μέλη| κι εγώ ’μαθα και βγάνω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 191· να πάρουσιν ανάπαυσιν εκ τον πολύν τον κόπον Αχιλλ. (Hess.) L 465· Δεν είν’ καιρός γι’ ανάπαψη, δεν είν’ καιρός για στρώμα Θυσ.2 111· Χριστέ μου, δος ανάπαυσιν, Χριστέ μου, δος υπνίτσιν Γλυκά, Στ. 161· —Συνών.: ανασασμός 1· β) ανακούφιση: Εκεί ’βρηκεν ανάπαψη και δρόσος του καημού τση Ερωτόκρ. B΄ 563· ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω Πανώρ. A΄ 148· Λοιπόν την θλίψησ σου, πουλλίν, γροικώντα| εις την δικήμ μου ανάπαψην ευρίσκω Κυπρ. ερωτ. 7526· —Συνών.: αναπνοή 3, ανασασμός 2, ανακουφισμός, κουφισμός· γ) άνεση: Αυτή (δηλ. η καυχίτσα) και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416· διδούς γαρ αυτοίς ανθρώπους ίνα μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχονται την οδόν Σφρ., Χρον. μ. 1205· δ) ικανοποίηση, χαρά (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1, C3, H): οι Γενουβήσοι ... δεν παίρνουν άλλην ανάπαυσην παρού εις το πλούτος και εις τον κάματον Μαχ. 55226· Μα σαν εμίσσεψ’ από κεί και μπλιο δεν τον εθώρει| καμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η κόρη Ερωτόκρ. Γ΄ 14· τη ζωή του πόθου τη δροσάτη,| οπού χαρές κι ανάπαψες πάσα καιρό εί’ γιομάτη Πανώρ. Γ΄ 202· άλλη ανάπαψη να πάρω δεν εμπόρου| παρά την ώρα μοναχάς που την κερά μου θώρου Ερωφ. A΄ 183· και να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι ολοκαύτωμα αυτό του Κύριου μυρωδιά, ανάπαψη, πυριά του Κύριου Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 18 (πβ. εις οσμήν ευωδίας ΠΔ, Tisch, Έξ. ΧΧΙΧ 18). —Συνών.: αναγάλλιαση α· έκφρ. εις την ανάπαυσήν (μου) = για ικανοποίησή (μου): Χαίρου, καυχού και λέγε το (έκδ. ’λέγετο· διορθώσ.) εις την ανάπαυσήν σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 41124· ε) ασφάλεια, εξάσφάλιση (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1639, Χρ. Κρ. 1, 1912, 224): μόνο αγάπη, αν μπορείς, κάμε μ’ αυτόν για να ’χεις| ανάπαψην και αφοβιά εις όποιον τόπο λάχεις Διγ. O 276· ηύραν το πέλαγος κακόν, ουδέν είχεν λιμιώναν,| να πιάσουσιν τα πλευτικά κι ανάπαψη να έχουν Χρον. Μορ. P 1681· Ϛ́) εξασφάλιση (οικονομική κυρίως): Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 72112, 79517· κάμνει τον ... αγοραστήν την παρών σιγουριτάν και ανάπαψη πως έναι πλερωμένος Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4876· ζ) περιποίηση: να ’ναι εις τα θελήματα και εις την ανάπαυσίν σου Σπαν. O 217· ... την πάσαν σπουδήν εδείκνυτο ο Αθανάσιος χάριν της εις τον γέροντα αναπαύσεως και διακονίας Βίος οσ. Αθαν. 245. 2) Ησυχία, ηρεμία (Πβ. Lampe, Lex. στη λ.) (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1β): Πότες κι εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα;| Πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μου δώσα; Ερωφ. Γ΄ 14· Τούτ’ είν’ εκείνη απ’ αγαπώ, τούτ’ είναι απού ξετρέχω·| τούτ’ είναι απού για λόγου τση ανάπαψη δεν έχω Πανώρ. A΄ 100· και δεν ευρίσκει ανάπαψη στο στήθος η καρδιά μου Ερωτόκρ. Γ΄ 343· Σαν εσκολάσα οι σκοτωμοί ογιά την ώρα κείνη| και τον οχθρό ντου πασανείς σ’ ανάπαψην αφήνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1198· Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,| οπού κιαμάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 220· ανάπαψην δεν βρίσκω,| γιατί στο μίσσεμάν της εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 949· και παρευθύς η θάλασσα την πρώτην καλοσύνη (έκδ. καλοσύνην· διορθώσ.)| και την πολλήν ανάπαψην σε μια μεριά αφήνει (έκδ. αφήνειν· διορθώσ.) Τζάνε, Κρ. πόλ. 4484. Πβ. αναπαημός β· έκφρ. μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως = (α) (απλώς) ήσυχα, με την ησυχία μου (για την επιρρ. έκφρ. μετά α. πβ. Lampe, Lex. στη λ. I): Δός μου καιρόν κιας τόσον| με την ανάπαψή μου να μιλήσω Πιστ. βοσκ. II 7, 64· (β) ήσυχα, όχι βιαστικά: νά ’ρθει με πλια του ανάπαψη κι όχι με σπούδα τόση Ροδολ. Γ΄ [136]. 3) Ειρηνικός βίος, ευημερία (ενίοτε χώρας) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C4, F): Εκράτει τα ρηγάτα του με ανάπαψην κι ειρήνην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6780· ο βλέπων να είδεν ένωσιν αστέρων δύο μεγάλων| δηλούσαν ανάπαυσιν και πλατυσμόν Ρωμαίων Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551· Και άκουσον την βιοτήν τσαγγάρου και να μάθεις| την βρώσιν και ανάπαυσιν τήν έχει καθ’ εκάστην Προδρ. IV 46· χαίρουνται την ανάπαψην τα έθνη εις πάσα τόπον Ζήν. 22· δεν ήρθετε ως τώρα προς την ανάπαψη και προς την κλερονομιά Πεντ. Δευτ. XII 9. 4) Σταμάτημα, διακοπή (Πβ. συγγενική αρχ. χρήση, αλλά και στον Ευστ., Άλ. 13417: ανάπαυσις αιχμαλωσίας): και κείτομαι δίχως καμιάν ανάπαυσιν και κλαίγω Φαλιέρ., Ιστ. V 105· πβ. αναπαημός α. 5) Σταμάτημα, στήριγμα (Πβ. στάσις ΠΔ, Tisch. Γέν. VIII 9): δεν ηύρεν η περιστερά ανάπαψη εις απαλάμη του ποδαριού της Πεντ. Γέν. VIII 9· να μην είναι ανάπαψη εις την απαλαμιά του ποδαριού σου (πβ. στάσις ΠΔ, Tisch., Δευτ. XXVIII 65), Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 6) Ευκολία, ευκαιρία: Ετούτο μ’ άλλη ανάπαψην θέλομε το λογιάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [979]· Με άλλην σου ανάπαυσιν τά ’παθες θες μιλήσεις Ευγέν. 1450. 7) Τοποθέτηση, κατάσταση: Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9722. 8) Οκνηρία, τεμπελιά: η δείλιαση, η ανάπαψη, πως η αναμελιά τως| είναι αφορμή και στέκουσι πάντα τως ξεπεσμένοι Φορτουν. Πρόλ. 28· ότι διά την ανάπαυσιν πολλοί παραστρατίζουν Δεφ., Λόγ. 326· από την ανάπαψην εκείνη| την άκαρπη και ανέργα, οπού μισά (έκδ. μοσά· διορθώσ.) τον κόπον Πιστ. βοσκ. IV 6, 39· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. —Συνών.: ακαμασιά. 9) α) Κρεβάτι: Σμίγουσι ξύλα και καρφιά κι απάνω τονε βάνου| και με μεγάλη μαστοριά ανάπαψη του κάνου,| να μη σαλεύγει το κορμί Ερωτόκρ. E΄ 48· εις την μονήν, εις την στρωμνήν, εις την ανάπαυσίν του Καλλίμ. 2331· Δότε τ’ ανδρός ανάπαυσιν μετά της γυναικός του Χούμνου, Π.Δ. VII 67· την κεφαλή σου κλίνε την εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 866· —Συνών.: κλινάρι(ν), κράβατος, κραβάτι(ν)· β) κατοικία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ· πβ. Lampe, Lex. στη λ. 6): Ενταύτα απηλογίασεν ο πρίγκιπας τον λαόν του| κι εδιάβηκεν ο καταείς εις την ανάπαψήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5707· Γροικώντα την μαντατοφορίαν όρισεν και εδώκαν του ανάπαυσην Μαχ. 35224· Ανάπαυσην τους έδωκε και σπίτια να σταθούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51923· —Συνών.: οσπίτιον· γ) κατασκήνωση: διά να έχουν τα φουσσάτα τους ανάπαψην κι απλίκιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6604· ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψην φουσσάτου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593. 10) α) Θάνατος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,2 και ΙΛ, λ. αναπαμός 2 και Σπυριδ., ΕΕΒΣ 20, 1950, 101 σημ. 5): έστιν ημίν ανάπαυσις και τάφος μετά ταύτα Βίος Αλ. 4738· διά αναπαύσεις πολλών αρχιερέων και άλλων τιμίων προσώπων Ιστ. πατρ. 1997· Στου Αβραάμ και Ισαάκ εκεί να ’ναι η ψυχή του| στους κόλπους των προπάτορων με την ανάπαψή του Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 239)· β) μεταθανάτια, μακάρια ζωή (πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,8,10· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2, Άσμ.): Και του Μαρτζέλλου ανάπαυση ο Θεός να του χαρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38215· τση δείχνουσι την παράδεισον, τον κόλπον του Αβραάμ, την σύναξην των δικαίων και την ανάπαψη Αποκ. Θεοτ. II 95· γ) τάφος (βλ. Κοραή, Άτ. Δ΄ 13): και νά ’ρθα ν’ ανεπάηκα εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 860. — Πβ. θεράπευσις, θεράπειο.ανάπτω,- Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 18727, 24714, Καλλίμ. (Κριαρ.) 352, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 275, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 238, Διγ. (Καλ.) A 688, 1690, 2335, Πτωχολ. (Schick) P 92, Φλώρ. (Κριαρ.) 544, Φυσιολ. (Zur.) ΙL 15, Θησ. (Βεν.) Β΄ [663], Έκθ. χρον. (Lambr.) 179, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 597, Αχέλ. (Pern.) 1756, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31614, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1667, 1707, 11, 16, 26825, 2843· μτχ. αναπτωμένος, Αχέλ. (Pern.) 1756· ανάφτω, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 680, Αχέλ. (Pern.) 2038, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙV 3, 187, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 120, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β΄ 94, 108, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 123, 129, Β΄ 36, 75, Γ΄ 165, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 27428, 2809, 3163, 3239, 38319, 39813, 4081, 50219, 52416, Διακρούσ. (Ξηρ.) 894· ’νάφτω, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 360· ανάφτω ή ανάβω, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3718, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 305, Λίβ. (Wagn.) N 1800, Θρ. Κων/π. P suppl. 24913, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [36], Γ΄ [766], Θησ. (Schmitt) 335 ΙΙΙ 75, Ch. pop. (Pern.) 363, 422, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 145, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXV 37, XXVII 20, XXX 8, XXXV 3, ΧL 4, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 119, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 824, 11734, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 45, Διήγ. εκρ. Θήρ. (Λάμπρ.) 1114, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Υπόθ. [32], Πρόλ. [43], Δ΄ [1157, 1426], Λίμπον. (Legr.) 56, 420, Διγ. (Lambr.) O 440, 1827, 2146, 2885· ανάφθω, Αχέλ. (Pern.) 1541· ανάβγω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3718, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [324].
Το αρχ. ανάπτω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάφτω).
Α´ Μτβ. 1) α) ανάβω (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάφτω A1): Το βράδυ ανάψασι φωτιές στα τείχη να θωρούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4081· μα κείνοι εκαήκανε απού την ’στιάν π’ ανάψαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 52416· β) (προκ. για πολεμικά όργανα) κάνω να εκπυρσοκροτήσει (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάφτω A1, Φρ.): ανάφτουσι μία μπόμπα και πετού ντη Τζάνε, Κρ. πόλ. 38319· η χώρα μπόμπες άναψε και κάτω τους τες ρίκτει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27428. 2) (Προκ. να προκληθεί ερωτική ή άλλη διάθεση· με αντικ. τις λ. στήθος, καρδιά, νους, έρωτας, φλόγα, κλπ.) ανάβω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. ανάφτω A2α): Και πάλιν Υσμίνη κιρνά και πάλιν εραστής εγώ και πάλιν ανάπτω τον έρωτα Μακρεμβ., Υσμ. 18727· Μουσικέ, το τραγούδι σου πλια ανάφτει την καρδιά μου Ζήν. Β΄ 75· ανάπτει φλόγα εις αυτήν Διγ. Άνδρ. 31614. 3) α) (Προκ. για πνευματική λειτουργία ή συγκίνηση) εξάπτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάφτω A2α): αι αμαρτίαι του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού Θρ. Κων/π. P suppl. 24913· και την μνήμην ανήψε Μακρεμβ., Υσμ. 24714· β) (με αντικ. πρόσωπο) (Πβ. ΙΛ, λ. ανάφτω A2β): Ζήλος δ’ ανήψεν τους πολλούς διά να τους χωρίσουν Διγ. A 2335. 4) Καίω: εκεινού τα γένι’ ανάπτει και το πρόσωπον τσιφλίζει Πτωχολ. (Schick) P 92· με τες φωτιές ετούτες μας να ανάψομε τη χώρα Ζήν. Πρόλ. 167. B´ Αμτβ. 1) α) ανάβω, παρέχω φλόγα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάφτω A1): εις την καρδιά τ’ Αρμάκιου φωτιά πολλή ν’ ανάψει| και όλα τα φύλλα της καρδιάς η φλόγα να τα κάψει Ζήν. B΄ 321. Άνεμος τότ’ εφύσησεν, άναψεν η φωλία Αιτωλ., Μύθ. 119· Άναψε και το κάτεργο γιαμιά την ώρα εκείνη Τζάνε, Κρ. πόλ. 39813· Η χώρα όλη άναπτε εις τα τειχιά τριγύρου Τζάνε, Κρ. πόλ. 1667· β) (προκ. για φουρνέλο, κλπ. ή πολεμικό όργανο) παίρνω φωτιά: Μα το φουσσάτο εσίμωσε όπ’ άναψεν η μίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 50219· Μ’ ανάπτανε τα σάρμπανα και ερίκτανε τες σφαίρες Τζάνε, Κρ. πόλ. 1707. 2) α1) Φλέγομαι, διακατέχομαι από ερωτική επιθυμία ή ερωτικό συναίσθημα: γι’ αυτή καίγομαι και ανάφτω Θησ. Γ΄ [766]· α2) ομοίως και το ανάπτομαι (πβ. Φυσιολ. (Karn.) M 353): κατά πολλά αναμμένος από τον πόθον Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [32]· β) (με υποκ. τις λ. έρως, πόνος, ζήλος, κλπ.) διακατέχω, κυριαρχώ, έχω δύναμη: Έρως ανήψεν εις αυτήν μεγάλος της αγάπης Διγ. A 1690· Πόνος ανήφθη εις αυτήν ως το δίκαιον έχει Διγ. Gr. IV 275· γ) (προκ. για πόλεμο, μάχη, κλπ.) δυναμώνω (αμτβ.), ενισχύομαι: Και εσμίξανε και άναψε ο πόλεμος εις το σπαθί και εγίνη μεγάλη σφαγή Χρον. σουλτ. 11734· Μέσα σε τούτον είχασιν αναπτωμένον πάλιν| της γης τον μέγαν πόλεμον με ταραχήν και ζάλην Αχέλ. 1756· δεν ξεύρεις τα συγχύσματα, τσ’ όχθρητες οπού ανάφτου| στη χώρα ετούτη ολημερνίς Ζήν. Πρόλ. 115· δ) (με υποκ. πρόσ.) ερεθίζομαι (από συναίσθημα): Εκακοφάνηκε του αγά ο φόνος οπού εγίνη| και άναψεν εις το πρόσωπον και έγινε σαν καμίνι Λίμπον. 420· ο Διγενής εις την καρδιάν άναψεν κι εθυμώθη Διγ. O 2146· έστοντας και να εγροίκησεν (ενν. η βασίλισσα) το πως ο Μπερτόλδος ... εγλύτωσεν ... άναψε καταπάνω του το διπλόν και έκαμεν όρκον ότι να εκδικηθεί Μπερτόλδος 26· ε) (με υποκ. πρόσ.) συγκινούμαι: τώρα φοβάται και πονεί, ’νάφτει οκ την συντροφιά σου Φαλιέρ., Ιστ. A 360.ανάσκελα,- επίρρ., Hist. imp. (Mor.) 104, Διγ. (Καλ.) Esc. 1273, 1547, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 551, Πουλολ. (Krawcz.) 67, Φυσιολ. (Legr.) 472, 522, Θησ. (Βεν.) Θ΄ [78], Θησ. (Schmitt) 339 ΙΧ 5, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 383, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 340, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37014 Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2146, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 177, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2732, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8926.
Από το επίρρ. άνω και το ουσ. σκέλος (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τη λ. βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 79,Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 183, Παπαδ. Α., ΛΔ 2, 1940, 20 και Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 188. Υπάρχει και επίθ. ανάσκελος (ΙΛ).
Με τη ράχη να αγγίζει στη γη, στο κρεβάτι, κλπ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): τ’ άλογο ρίχν’ ανάσκελά μ’ όλο τον καβαλάρη Ερωτόκρ. Β’ 2146· ανάσκελα και πίκουπα ήτον απεθαμένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 2732· ομπρούμυτα κι ανάσκελα ήτανε ερριμένα Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 383. —Συνών.: ανάταυρα. — Πβ. εξανάσκελα.αντίδικος,- ουσ. και επίθ., Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 61, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1053, Ασσίζ. (Σάθ.) 8924, 21416, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5175, 51811, 51929, 5215, 5459, 5487, 57118, 5761, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2581, 2703, 3584, 6500, 6519, 7122, 7132, 9052, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3754, 6519, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2353, Λίβ. (Wagn.) N 2082, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1185, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 548, Θησ. (Βεν.) Β΄ [672], Ε΄ [327, 981], Ϛ΄ [107], Η΄ [106, 1302], Θ΄ [344, 503], Θησ. (Schmitt) 335 ΙΙΙ 75, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 255, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 390. Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 35, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 592, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 298, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 912, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1814, 3518, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11719, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 393, Ροδολ. (Μανούσ.) Α΄ [520], Γ΄ [462, 554], Δ΄ [149], Αλφ. (Κακ.) 2111, Ύμν. Παναγ. (Κακ.) 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 100, Γύπ. Α΄ 238, 270, Β΄ 489, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 7, Β΄ 70, Γ΄ 9, 183, Ε΄ 485, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 379, 3, 62, VΙ 3, 25, 3, 194, Σταυριν. (Legr.) 685, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1300, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 122, 1018, 1685, Δ΄ 576, Ε΄ 596, Ευγέν. (Vitti) 1177, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β΄ 28, 103, Γ΄ 239, 461, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 11, Δ΄ 177, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [58], Δ΄ [305] Λίμπον. (Legr.) 241, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 242, Ιντ. δ΄ 86, 92, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 15, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 516, Διγ. (Lambr.) O 1849, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4599, 48710, 49019, 53420.
Το αρχ. αντίδικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Ουσ.) αντίπαλος, εχθρός: τό ξέτρεχε για γιατρικό ήτον αντίδικός του Ερωτόκρ. Α΄ 122· Τον τόπον σου φυλάξομεν από τους αντιδίκους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3584· —Συνών.: αντίμαχος Β, αντίος, αντίπαλος 1· β) (δικαν.) αντίδικος (όπως και σήμ.): εκείνος ο αντίδικος οπού εντέχεται να πολεμήσεις Ασσίζ. 21416. 2) α) (Επίθ.) εχθρικός, δυσμενής: Ζήλεια κακή κι αντίδικη, δυσκολονικημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 4599· Γροικά και του αηδονιού γιάντα το ριζικό ντου| κράζει περίσσ’ αντίδικο με τον κιλαδισμό ντου Πανώρ. Α΄ 270· Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα Ερωφ. Γ΄ 9· Ω άστρα, πολλά ’ντίδικα που ’στε στη γέννησή μου Πανώρ. Β΄ 489· μην είσαι ’ς τούτη τη δουλειά ποσώς αντίδική μου Ερωφ. Β΄ 70· στον ύπνον όνειρα αντίδικα ξανοίγω Τζάνε, Κρ. πόλ. 53420· απής καιρό αντίδικο η τύχη θέλει φέρει Στάθ. Γ΄ 239· αντίδικο γνωρίζοντας πολλά το ριζικό μου Ροδολ. Γ΄ [554]· η τύχη μου η αντίδικη τη νίκη να μας φέρει Φορτουν. Ιντ. δ΄ 92· πβ. άδικος 3· —Συνών.: αδέξιος, αντίμαχος Α· β) (δικαν.) έκφρ. το αντίδικον μέρος = οι διάδικοι: έδωκεν το αντίδικον μέρος τα δίκαιά του την δείνα ημέραν Ελλην. νόμ. 51811· Το δε αντίδικον μέρος διδοί τα ερωτήματα Ελλην. νόμ. 5215. Το ουδ. ως ουσ.: αναποδιά, συμφορά: Αϊλίμονον, τις το ’λπιζε τούτο τ’ αντίδικό μου; Φαλιέρ., Ιστ. V 298· Πρικύ ’ναι δίχως πλερωμή άνθρωπος να δουλεύγει| και αντίδικο στη δούλεψη όποιος δεν αντιμεύγει Γύπ. Α΄ 238. — Πβ. και αδεξιοσύνη, αδικία 3, άδικο(ν) 2β, αλί, αλίμονον, ανομία 4, αντιπάθημα.αντίκρυ,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 64, Λίβ. (Lamb.) Sc. 34, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 45, 75, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [477]· αντικρύ, Ιερακοσ. (Hercher) 34226, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Λίβ. (Μαυρ.) P 503, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΙΧ· άντικρυ, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 268107, Δούκ. (Grecu) 23919, Έκθ. χρον. (Lambr.) 95, 5020, 5114, 6612, 7114, 7220, 7324, 7410, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 635. αντίκρυς, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51410, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 66 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Φλώρ. (Κριαρ.) 815, Απολλών. (Janssen) 175, Λίβ. (Lamb.) N 640, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 87 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1591, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35716, 37534· αντικρύς, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 3986· άντικρυς, Σπαν. (Lundström) U 84, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 237, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1160, 3445, 4553, 5032, 5262, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3164, Διγ. (Καλ.) A 1998, 2898, Βίος Αλ. (Reichm.) 929, Απολλών. (Wagn.) 175, Αχιλλ. (Hess.) N 30, 707, Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 84, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 50819, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1992, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38928, 40710, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 319· άντικρυν, Έκθ. χρον. (Lambr.) 729· αντίκρυτα, Ασσίζ. (Σάθ.) 21427, Λίβ. (Lamb.) Esc. 759, 3068, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 254, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 3, 63, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 956, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 178δις, 179, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1271, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14927, 15126, 4955, 5123.
Τα αρχ. επίρρ. αντικρύ και άντικρυς. Η λ. και οι τ. της, εκτός των τ. άντικρυς και άντικρυν, και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. αντίκρυτα βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 83. Ο τ. αντικρύς στο Δοκειαν. (Hopf) 253.
1) Απέναντι (Πβ. L‑S, λ. αντικρύ ΙΙ 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): εβγαίνω από την τέντα μου, θεωρώ αντικρύ το κάστρο Λίβ. P 503· ο Τούρκος καστελώνεται, τριντζέρες είχε κτίσει| εις τα Χανιά αντίκρυτα Τζάνε, Κρ. πόλ. 15126· από την χώρ’ αντίκρυτα είχανε εξαμώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927· τεντώσαντες απ’ αλλήλων άντικρυ, απέχοντες ως στάδια πέντε Δούκ. 23919· Βλέπεις ... εκείνον το αναλίβαδον, τό είναι αντίκρυτά μας Λίβ. Esc. 3068· το κάτεργο έστεκε αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει Σουμμ., Ρεμπελ. 179. 2) Εναντίον (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ): ου βλέπει (ενν. ο κριτής) πρόσωπον πτωχού εις κρίσιν την δικαίαν,| αλλ’ ούτε εις άρχοντα ορά αντίκρυς του δικαίου Ελλην. νόμ. 51410· Τρεις είν’ που θε να πολεμού και δέκα αντίκρυτά ντως| να δείξουσι την τέχνη ντως και την παλληκαριά ντως Ερωτόκρ. Β΄ 1271· Ήτον αντίκρυς μου ο λαός στην χώραν οργισμένος Χούμνου, Π.Δ. VIII 87. 3) (Αντί επιθ.) αντικρινός: τα άντικρυ βουνά τα αντιπέραν Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24. 4) (Αντί επιθ.) απολύτως όμοιος (Πβ. L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ· πβ. το σημερ. αντίκρυ χαραυγή, ΙΛ στη λ. Φρ.): δος με ολίγον έντερον ... λαπάραν τραγανόδεχτον, την άντικρυς νευρώδη Προδρ. IV 237· Η κόρη δε ην εξαίρετος ... της Αφροδίτης άντικρυς και Ελένης Μενελάου Αχιλλ. N 707· σύζυγον ... ερωτικήν, εξαίρετον, άντικρυς Αφροδίτην Αχιλλ. N 30.αξία- η, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 3364, 4166, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50211, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2113, Διγ. (Καλ.) A 20, 4756, Βέλθ. (Κριαρ.) 17, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 3922, 436, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1022, 6063, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6064, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 343, Φλώρ. (Κριαρ.) 161, 397, 611, 933, 1835, Λίβ. (Lamb.) N 305, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 262, Μαχ. (Dawk.) 30829, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 9235, Θησ. (Βεν.) Β΄ [321], Ϛ΄ [152], Ι΄ [482], Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 227, 651, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 67, 132, 152, Βίος γέρ. (Schick) V 629, 854, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10022, 1036, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2510, 311, 5212, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1472, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3719, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1098, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 158, 186, Λίμπον. (Legr.) 235, 239, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44216· αξιά, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 80, Θησ. (Foll.) Ι 31, 65, 89, 126, Θησ. (Βεν.) Β΄ [56], Γ΄ [366],Ϛ΄ [314], Θησ. (Schmitt) 332, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 204, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 210, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2710, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 151, Πεντ. (Hess.) Γέν. XLIX 3, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙ 2, 111· ΙΙΙ 2, 41, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [268, 494], Χορ. β΄ [12], Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 55, Διγ. (Lambr.) O 2220.
Το αρχ. ουσ. αξία. Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Γενικά) η αξία του ανθρώπου, (αξιόλογη) υπόσταση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 3 και σήμ.): ά (δηλ. τα οφίκια) ακόμη θέλει είσθαιν και παρά την αξίαν τους Σφρ., Χρον. μ. 9235· ας αποσκεπασθεί η αξιά κι η δύναμίς μας Θησ. Ι, 89. έκφρ. κατ’ αξίαν = σύμφωνα με την αξία (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 3): ο βασιλεύς ... μεγάλως τους εδέχθην| ... , ως πρέπει κατ’ αξίαν Γεωργηλ., Βελ. 651· β) ικανότητα, αξιοσύνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Εις την Μιλάνα διέβηκε με περισσήν αξίαν Κορων., Μπούας 132. 2) Αυτοκυριαρχία: μου σύγχυσε (ενν. ο Έρωτας) τον νουν κι επήρε την αξιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ 268. 3) α) Τιμή, δόξα (Πβ. L‑S στη λ. 2· Lampe, Lex. στη λ. 2d· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): λαμπρά τους υποδέχονται, αξίας μεγάλας κάμνουν Φλώρ. 1835· ας έμπει εις άρματα όποιος αξιάν γυρεύει Θησ. Ι 65· β) αξιοπρέπεια (Πβ. L‑S στη λ. 2): εις αξιάν και έπαινον άνοιγεν η καρδιά της Θησ. Ι 126· γ) υπόληψη (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2α): Την έχουσιν σ’ αξιά κι εισέ καμάρι Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. β΄ [12]. 4) α) Αξίωμα, βαθμός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 2): γεγυμνωμένον πάσης ... αρχιερατικής αξίας Ιστ. πατρ. 1472· δίδω σου την αξίαν του να ’σαι καπετάνιος Γεωργηλ., Βελ. 227· εδώκαν την αξίαν των Ιεροσολύμων και τα σημεία εις την Αμόχουστον Μαχ. 30829· έκφρ. κατ’ αξίαν = σύμφωνα με το αξίωμα, το βαθμό: Άπαντες εσυνήχθησαν, στέκονται κατ’ αξίαν Φλώρ. 397· β) εξουσία (Πβ. L‑S στη λ. 2 Lampe, Lex. στη λ. 2 b ii, 2c): Ο σκύλος και τ’ αλάφι αυτό βρίσκονται στην αξιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [494]. Βλ. και εξιά· γ) δύναμη, ισχύς, δικαίωμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5): επαύξησις της αξίας των νοταρίων Ωροσκ. (Λάμπρ.) 436· Χάρε, και πού ’βρες την αξίαν και έχεις τόλμην τόσην; Γεωργηλ., Θαν. 204· δ) αξίωση: πάσαν εύλογον αξίαν αυτού ... εξεπλήρου Ιστ. πολιτ. 311. 5) Επιτηδειότητα: επλήθυναν και ηύξηναν όλες εκείνες οι χώρες από πάσα τέχνην και αξίες αρκετές Σουμμ., Ρεμπελ. 158. 6) (Αξιόλογη) παραχώρηση, προσφορά, ευεργεσία: όταν ο χοντρός άνθρωπος έμβει εις καμίαν αξίαν θέλει να πάρει περισσότερο Σουμμ., Ρεμπελ. 186. 7) Αμοιβή: εκ των έργων καθεείς λαμβάνει την αξίαν Διγ. A 4756. — Βλ. και καταξίας.απαντέχω,- Σπαν. (Hanna) A 49, 515, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 273, 281, 536, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 280, 444, 552, Διγ. (Καλ.) Esc. 1421, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 406, 411, Περί ξεν. (Wagn.) V 264, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2664, 3005, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4173, Αχιλλ. (Hess.) N 1091, 1094, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 484, Ιμπ. (Κριαρ.) 621, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 367, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 24, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 195, Συναξ. γυν. (Krumb.) 631, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 301, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 10, 12, XLIX 18, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 38, 346, 536, 9018, 10110, Αλφ. (Κακ.) 113, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 728, 1018, Σταυριν. (Legr.) 301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 732, 773, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32922, 34123, 35228, 38726, 31, 38813, 39033, 39228, Ευγέν. (Vitti) 808, 1253, 1261, Ροδολ. Α΄ [374, 494], Β΄ [513], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 461, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 100, Γ΄ 102, Δ΄ 303, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15910, 24930, 54814, 5642, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7211, 732· ’παντέχω, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 59, Ασσίζ. (Σάθ.) 15812, 20018, Διγ. (Καλ.) Esc. 167, Ερμον. (Legr.) ΙΙ 230, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3571, 8519, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2116, 2882, 6230, Σπαν. (Ζώρ.) V 32, 46, 47, 50, 402, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 263, Χρον. Τόκκων 435, 626, 725, 1139, 1151, 1849, 2102, Μαχ. (Dawk.) 4413, 1063, 34231, 3569, 10, 37825, 42014, 5483, 58030, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [782], Ϛ΄ [47], Θ΄ [672], Θησ. (Schmitt) 335 ΙΙΙ 75, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 73, Βουστρ. (Σάθ.) 424, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 471, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9513, 1317‑8, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 28810, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 2145, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι45, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10426, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 3412, 4314, 34, 7212, 7710, 1097, 10, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1313 , Σταυριν. (Legr.) 405, 627, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1514, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35410, 36712, 3701, 3791, 5, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1247], Μαρκάδ. (Legr.) 114, 282. Διγ. (Lambr.) O 1767, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14628, 32712· ’μπαντέχω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1319 (κριτ. υπ.)· υπαντέχω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 380v.
Από το αρχ. *υπαντέχω (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ κε. και 297 [πβ. και Χατζιδ., Παρνασσ. 16, 1894, 335-351], όπου απορρίπτεται γνώμη του Κοραή, Άτ. Β΄ 52, δεκτή όμως από το Wagn. Le rοman de Imbérios 58). Βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 186, 186. Κατά Τραχίλη, Αθ. 45, 1923, 225, η λ. από συμφυρμό του υπαντώ και του δέχομαι· βλ. και Blanken, Dial. Cargèse 210. Για τον τ. υπαντέχω βλ. Georgac., Glotta 36, 1957,186. Ο τ. ʼπαντέχω, καθώς και τ. μαντέχω, και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 713, λ. παντέχω, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 416). Η λ. και σε κείμ. του 13. αι. (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 189)
1) Βρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής, περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): επαρήγγειλέν τους να απαντέχουν εκεί έως ου να τους μηνύσουν Διγ. Άνδρ. 38726· το μεσονύκτιον έρχομαι, κόρη, απάντεχέ με Αχιλλ. O 484. Βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α. 2) Ελπίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β· πβ. Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 207): και τα τειχιά μου ερίξανε κι είντα καλό απαντέχω Τζάνε, Κρ. πόλ. 54814· και την τιμήν απάντεχεν γλήγορα να ακούσει Αιτωλ., Μύθ. 9018· όσο που σύρνει τον καιρό τον γλυτωμό απαντέχει Ζήν. Δ΄ 303. Βλ. και αναμένω 1β. 3) (Με εμπρόθ. προσδιορ.) έχω εμπιστοσύνη (σε κάποιον): μηδ’ απαντέχει εις συγγενήν ότι ήλλαξεν ο κόσμος Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 195· μόνον τα λόγια έχασες ’παντέχοντα εις εκείνον Σπαν. V 402. 4) Σκοπεύω να ... : επάντεχε να τους κατηχήσει και να τους γροικήσουν Μαχ. 35610. Βλ. και αναμένω 2. 5) Φοβούμαι (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): παραβλέπεις τον κριτήν, κρίσην ουκ απαντέχεις Αλφ. I 24. Βλ. και ακροδειλιάζω. 6) α) Υπομένω, εγκαρτερώ, αντέχω: νύκτας και ημέρας απαντέχει να πολεμεί Διγ. Άνδρ. 34123· βλ. και αντέχω· β) (αμτβ.) κάνω υπομονή: Απάντεχε, παιδάκι μου, και ώρες δεν παιρνούσι| που λέγω πως τα μάτια σου βλέπου τό ’ποθυμούσι Ευγέν. 1253· γ) στέργω, ανέχομαι (κάτι): Ωσάν τον είδεν ο Ερμής την γνώμην όπου έχει| και την δικαιοσύνη του, τ’ άδικον δεν ’παντέχει·| τα τρία τα τσικούρια τότε εχάρισέν τα Αιτωλ., Μύθ. 4314· βλ. και αναφέρω Α 5. 7) Έχω τη γνώμη, υποθέτω, νομίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έτσι πως είμεστα κι εμείς θαρρούσι κι απαντέχου,| γιατί θαρρεί τα έργα του πως όλοι ο κλέφτης έχου Φορτουν. Γ΄ 461· ’παντέχοντα ο πρίντζης ότι ήτον λυμένη η καρδία της ρήγαινας διά τον όρκον Μαχ. 5483· να ξεύρει πως ρίμεστεν υποτακτικοί του, μηδέν ’παντέχει ότι ερεβελιάσαμεν Μαχ. 37825· εις την ψυχή του φέρνασι πολλά μεγάλη ζάλη,| γιατί δεν ήτον δυνατόν τον πόθον του να έχει| ωσάν οπού ’τον Οβριά, δύσκολον τό ’παντέχει Μαρκάδ. 114. Βλ. και αγροικώ Ι 3α, αναθιβάλλω Β2. 8) Προσέχω: και απαντέχων προς αυτήν τι ένι το θέλει ορίσειν Λόγ. παρηγ. O 444· και τώρα ας ’παντέξομεν μη λαθαστούμε πάλι Αιτωλ., Μύθ. 10910. Βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1δ, αγρυπνώ 2.απελατίκι(ν)- το, Βέλθ. (Κριαρ.) 207, 231, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1156, 5062, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 325, Αχιλλ. (Haag) L 408, 453, 467, 902, 1019, 1219, 1222, Αχιλλ. (Hess.) N 553, 1195, 1395, 1522, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 693, Θησ. (Βεν.) Η΄ [332] Θησ. (Schmitt) 337 VII 12, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 469, 478, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 81, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10, 62, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28737. ’πελατίκι(ν), Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5062, Θησ. (Βεν.) Ϛ΄ [275, 334], Ζ΄ [123], Η΄ [153]. Θ΄ [357], Βουστρ. (Σάθ.) 429, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 238, Σταυριν. (Legr.) 385, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [251].
Από το ουσ. απελάτης (Βλ. Χατζιδ., Βυζαντίς 2, 1911 /12, 517). Απίθανη η ετυμ. του Δραγ., Αθ. 24, 1912, 365, από το ουσ. πέλτης ή πέλτον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Du Cange, λ. πελατίκη, καθώς και Κοραή, Άτ. Β΄ 54.
1) Ρόπαλο (Για τη λ. και το πράγμα βλ. Καλονάρο, Διγ. A σ. 92 σημ. στ. 1635 και σ. 173 σημ. στ. 3101 και Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. απελατίκιν· η σημασ. και σήμ. ΙΛ): τ’ απελατίκιν έσυρρεν το έμορφον εκείνο| κι ετίναξεν το χέριν του κι εκτύπησεν το κάστρο Αχιλλ. L 902· κρατεί σκουτάριν στρογγυλόν, βαρύν απελατίκιν Αχιλλ. L 467. 2) Αξίωμα (?) (βλ. Κονομή, Κρ. Χρ. 7, 1953, 153): Και ο μισέρ Έκτορ ήτον εις το σπίτιν του και επέψαν και εφέραν τον και εδώκαν του το ’πελατίκιν Βουστρ. 429. Βλ. και αξιότητα 3.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Θησ. (Schmitt) 336 VII 8 Gr.