Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αναγριώνω,
- Ιμπ. (Κριαρ.) 421, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [1118], Θησ. (Morgan) I 42.
Από την πρόθ. ανά και το αγριώνω. Για την ανά βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 77. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ά́ Μτβ. 1) κεντρίζω, ερεθίζω: αναγριώνουν (ενν. ο Αλαμάνος και ο Ιμπέριος) τα φαριά, κρούσιν τα πτερνιστήρια Ιμπ. 421. Πβ. αγγρίζω Α1α, αγριώνω Ι Α1α. 2) (Προκ. για τρίχωμα ζώων) κάνω να σηκωθούν όρθιες οι τρίχες: την τρίχα τ’ αναγριώνει την (ενν. το λονταρόπουλον) απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. I 42. Β́ Αμτβ. (Προκ. για τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου) σηκώνονται όρθιες οι τρίχες της κεφαλής: Εφάνησαν, εδείλιαζεν απέσω η καρδιά τους.| Οι τρίχες τους ανάγριωναν και όλα τα μαλλιά τους Θησ. Z΄ [1118].αρματωσία- η, Ερμον. Λ 194, Χρον. Μορ. H 6127, 6590, Μαχ. 10026, 3364, 46618, Θησ. Ϛ΄ [374], Διήγ. Αλ. V 72, Χρον. σουλτ. 13329· αρματωσά, Πανώρ. Β΄ 110, Ερωτόκρ. Β΄ 457, 1018, Δ΄ 1801· αρματωσιά, Θησ. (Morgan) Ι 32, Διήγ. Αλ. G 27217, Δεφ., Λόγ. 391, 396, Θρ. Κύπρ. M 207, Διγ. Άνδρ. 219· αρματωχία, Μαχ. 34429.
Από το αρματώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αρματωσιά).
1) α) Πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός: Τότες επέψαν υ΄ καμήλες φορτωμένες βιτουαλία (=τρόφιμα) και αρματωσίαν Μαχ. 46618· (προκ. για κυνηγετικό εξοπλισμό): Μόνο που την αρματωσά στον κόκκαλό σου βάνεις (παραλ. 1 στ.) και σκιάς λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας ποτέ σου Πανώρ. Β΄ 110· βλ. και αγγείον, αρμάτωμα, αρματωμός, αρμάτωσις 1α· β) οπλισμός, πανοπλία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αρματωσιά 1): την χαλκήν αρματωσίαν | μετά της χρυσής αλλάσσει Ερμον. Λ 194· βλ. και αρμάτωσις 1β, κοράτσα, μανόπολα· γ) πολεμική προετοιμασία: η ρήγαινα έπεψεν γ(ρ)αφές …να είναι εις την βοήθειαν τους Γενουβήσους, διά να ποίσουν την αρματωσία να έλθουν εις την Κύπρον Μαχ. 3364· βλ. και αρμάτωμα 2α. 2) (Προκ. για άλογο) σέλα: αλόγων αρματωσιές οπού ήσαν από ψάρια ταύτα τα πετσιά τους Διήγ. Αλ. G 27217.γέμω,- Λόγ. παρηγ. L 246, 463, Λόγ. παρηγ. O 251, 476, Προδρ. III 79, 301h (χφφ gVCSA) (κριτ. υπ.), IV 11, Κρασοπ. 54, Μανασσ., Χρον. 3325, Καλλίμ. 19, 325, 354, 833, 1244, 1691, Διγ. Z 56, 134, Διγ. (Trapp) Esc. 219, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 547, Πόλ. Τρωάδ. 348, Πένθ. θαν.2 619, Χρον. Μορ. P 5051, Φλώρ. 357, 380, 452, 976, 1498, Περί ξεν. A 81, 128, Ερωτοπ. 85, 224, Λίβ. P 443, 721, Λίβ. Sc. 2859, Λίβ. N 275, Θρ. πατρ. 60, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 80, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 499, Δούκ. 7726, Θησ. (Morgan) I 32, Θησ. Δ΄ [812], Ϛ΄ [166], Ζ΄ [304], ΙΑ΄ [231], Ριμ. Βελ. 973, Γαδ. διήγ. 236, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 179, Έκθ. χρον. 1117, 4119, Πικατ. 6, 91, Συναξ. γυν. 656, Κορων., Μπούας 6, Αχέλ. 1005, Παϊσ., Ιστ. Σινά 407, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400, Διγ. Άνδρ. 31510, Ερωτόκρ. Β΄ 110, 1341, Δ΄ 1645, Στάθ. Α΄ 63, Διήγ. ωραιότ. 587, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 87, Λεηλ. Παροικ. 49· γιόμω, Ch. pop. 492.
Το αρχ. γέμω. Για τον τ. γιόμω βλ. Andr., Glotta 25, 1936, 14. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
1) (Μτβ.) γεμίζω κ. (Για τη σημασ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 54): η φήμη σου ένι γνώριμος, η ανδρειά σου γέμει κόσμον Λίβ. P 543· το ’ναν του στόμαν έβγανεν φωτιάν, καπνόν και απύριν·| τ’ άλλον φαρμάκιν έγεμε της πόρτας το προθύριν Πικατ. 91. 2) (Αμτβ.) είμαι γεμάτος από κ. (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ. σε ιδιώμ., βλ. Ανδρ., Κρ. Χρ. 7, 1953, 415): απώλεσαν τα κάστρη των, εχάσασιν τες χώρες| και περπατούν αιχμάλωτοι και γέμουν και της ψώρας Ριμ. Βελ. 973· κλήματα οπού γέμουσιν σταφύλια αιχμάλωτοι και γέμουν και της ψώρας Ριμ. Βελ. 973· κλήματα οπού γέμουσιν σταφύλια καμωμένα Αχέλ. 1005· γέμουν τα δώματα λαό, οι αυλές και παραθύρια Ερωτόκρ. Β΄ 110· τους τόπους τους ολόσκοτους, που ’χθρεύονται τον ήλιον,| που γέμουν εκ τες τέχνες σου Θησ. Ζ΄ [304].γοργά,- επίρρ., Λόγ. παρηγ. O 595, 659, Ιατροσ. 22125, Διγ. Z 1976, Ιατροσ. κώδ. υοζ΄, Συναξ. γαδ. 30, Φλώρ. 503, Απολλών. 517, Λίβ. P 1892, 2030, 2277, 2402, Λίβ. Sc. 2052, 2547, Λίβ. N 1058, Αχιλλ. L 328, Τζαμπλάκ. 56, Χειλά, Χρον. 352, Θησ. Β΄ [168], Ch. pop. 10, 18, Σαχλ., Αφήγ. 509, Συναξ. γυν. 688, Κορων., Μπούας 19, 35, 42, 53, 79, 87, 123, Πεντ. Δευτ. VII 4, 22, IX 3, 16, Αχέλ. 485, 2524, Αλφ. 1185, Αλφ. καταν. 54, Ερωφ. Ε΄ 677, Σταυριν. 90, 229, 283, 359, 443, 574, 583, 832, 933, 995, 1087, Ιστ. Βλαχ. 652, 1154, Διγ. Άνδρ. 38228, Αλφ. (Mor.) IV 87· βουργά, Κυπρ. ερωτ. 230, 510, 1214, 418, 548, 558, 6920, 816, 8811, 9247, 66, 11851· γουργά, Χρον. Μορ. P 1802, 2491, Λίβ. Esc. 3712, Χρον. Τόκκων 1340, Θησ. (Foll.) I 20, 22 δις, 36, 90, Θησ. (Morgan) XI 15, Θησ. Β΄ [186, 8, 536, 712], Θησ. (Schmitt) 342, II 18, Αλεξ. 992, Κορων., Μπούας 24, 36, 67, Δεφ., Σωσ. 101, Περί γέρ. 123, Αλφ. 1087.
Από το επίθ. γοργός. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ. και Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) Γρήγορα (Η σημασ. και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ. και στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ.): γοργά ορίζει ο βασιλεύς ν’ αρματωθεί φουσάτον Αχιλλ. L 328· Αυθέντη, ρήγα μέγιστε, ημάς πάντας να ’ρθούμεν| ώρισας στο παλάτι σου, γοργά να συναχθούμεν Κορων., Μπούας 53. 2) Έκφρ. γοργά συχνά = αμέσως: Γοργά συχνά επήδησεν απέκει όπου εκοιμάτον Φλώρ. 503.γούλα (I)- η, Ιερακοσ. 45216, 45823, 50429, 5051, Ορνεοσ. αγρ. 5738, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2259, Θησ. (Foll.) I 75, Θησ. (Morgan) I 74, Γεωργηλ., Θαν. 546, Ριμ. Βελ. 213, Φαλιέρ., Λόγ. 195, Δεφ., Λόγ. 231, Πηγά, Χρυσοπ. 65, Συναδ., Χρον. 49.
Το μτγν. ουσ. γούλα (Βλ. Sophocl.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γούλα [2]).
α) Στομάχι, κοιλιά (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γούλα 3): τούτῳ γαρ τῳ τρόπῳ και την τροφήν πέψει την εν τῃ γούλᾳ και υγιής έσται Ιερακοσ. 50429· (μεταφ.): ευχαριστώ τον ύψιστον ότι επήκουσέ μου| και ου κατήλθες εις νεκρούς, ουδέ εις Άδου γούλα Ριμ. Βελ. 213· β) λαιμαργία (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γούλα 4): η γούλα και το πόρνευμα, το ένα σύρνει τ’ άλλο Γεωργηλ., Θαν. 546· Εφτά κατήνες άπιαστες είχεν η πόρτα εκείνη (ενν. του Άδη) (παραλ. 1 στ.) και καθαμιά με τ’ όνομα έλεγε την αιτία: (παραλ. 3 στ.) η έξατος η μάνιτα, η έφτατος η γούλα Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 255v, στ. 27· γ) απληστία: Η γούλα κάστρη καταλεί και μετ’ αυτά διαβαίνει Δεφ., Λόγ. 231.δερμάτι(ν)- το, Διγ. (Trapp) Esc. 515, 747, 821, Πουλολ. Z 56, Πουλολ. Αθ. 57, Πουλολ. 54, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 210, 301, 513, 878, Θησ. (Morgan) I 27, Θησ. Ϛ́ [271, 368], Ιστ. Βλαχ. 1322, Ερωτόκρ. Β́ 340, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 18, 64, 70, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1228], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 77, Διγ. O 1455· δερμάτιον, Διγ. Z 1587.
Το αρχ. ουσ. δερμάτιον. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. δερμάτι και Αντιχάρ. Ανδρ. 241).
1) α) Το δέρμα του ζώου (Βλ. Δημητράκ., λ. δερμάτι): ήτον η τρίχα ντου ψαρή, μπαλώματα γεμάτη·| κόκκινα, μαύρα, μούρτζινα σ’ όλο ντου το δερμάτι Ερωτόκρ. Β́ 340· β) το γδαρμένο και ακατέργαστο περίβλημα του σώματος των ζώων, τομάρι (Η σημασ. και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ., λ. δερμάτι): Ελάβωσες ένα βοσκόν οπού ’τουνα ντυμένος| μ’ ένα δερμάτι λύκινο Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1228]. 2) (Συνεκδ.) ασκί από δέρμα (εδώ ανθρώπου) (Βλ. Δημητράκ., λ. δερμάτι 2): Είχαν και άλλον σύντροφον τυφλόν από ’να μάτι,| κι εκείνον τον εφούσκωσαν, τον έκαμαν δερμάτι Ιστ. Βλαχ. 1322· έκφρ. ζαμάρα με δερμάτι, βλ. λ. ζαμάρα.δυναστεία- η, Σπαν. A 104, Κομν., Διδασκ. Δ 124, Ασσίζ. 532, 603, 9716, 17231, 1732, 2536, 30127, 34626, 47730, Ελλην. νόμ. 5269, Διγ. Z 4253, Ερμον. P 300, Χρον. Μορ. H 5530, Βίος οσ. Αθαν. 259, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2501, 2511, Μαχ. 45610, 5729, 19, 5963, 65819, Δούκ. 778, 8918, Θησ. Ή́ [63], Ί́ [332], IB́ [318], Αχέλ. Πρόλ. 14, 69, 300, Κώδ. Χρονογρ. 5012, Κυπρ. ερωτ. 2713, Παλαμήδ., Βοηβ. 722, Διακρούσ. 1128· δυνάστεια, Χρον. Τόκκων 1227, Θησ. Ζ́ [434]· δυναστειά, Φλώρ. 1730, Θησ. (Foll.) I 35, 50, Θησ. (Morgan) VIII 6, X 113.
Το αρχ. ουσ. δυναστεία. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
1) α) Δύναμη (Η σημασ. μτγν., Sophocl.): έπειτα πιάσεν άφοβα Κύπρου την επαρχίαν| δείχνοντας στους Χριστιανούς τόσην του δυναστείαν Αχέλ. Πρόλ. 14· θέλει να σε φονεύσει,| επεί τούτον εκόσμησας τοσαύτῃ δυναστείᾳ Διήγ. Βελ. (Neap.) 52· β) δύναμη, ορμητικότητα: οπού τα κύματα κτυπούν με δυναστειά στα βράχη| και γίνοντ’ από πράσινα άσπρα ωσάν τα χιόνια Θησ. (Morgan) VIII 6. 2) (Σε προσφών.) μεγαλειότητα: ου καν ποσώς εκδέχομαι ότι να το υπομένει| η υμετέρα η δυναστειά το πράγμα το τοιούτον Φλώρ. 1730. 3) α) Βία, πίεση, καταναγκασμός (Η σημασ. και σήμ. στην Κύπρο, Σακ., Κυπρ. Β́ 533): αν δεν το δώσετε με το καλόν, θέλομεν εμπήν με δυναστείαν και θέλομεν σας κατακόψειν Μαχ. 45610· Αμή αν όμως οι θεοί βούλονται να σε πάρουν,| με δυναστεία ’κ τα χέρια μου Θησ. Ί́ [332]· με δυναστείαν τον (ενν. τον τόπο) έχεις,| του βασιλέως της Ρωμανίας ένι γονικαρχία Χρον. Μορ. H 5530· εγνώρισέν το εις την αυλήν άνευ δυναστείας μαρτύρων Ασσίζ. 2536· β) βίαιη πράξη, βιαιότητα: «Αφέντη, δεν εποίκαν μικρόν κακόν να γλυτώσουν, ότι εποίκαν μεγάλην δυναστείαν και παραβουλίαν να σκοτώσουν τον βισκούντην, οπού είναι το κορμίν σου …» Μαχ. 5729· εις τούτο, μάθε, ψεύδονται, δεν λέγουν την αλήθεια,| διότι με παραρπαξίες και δυναστείες, τές κάμνουν (ενν. οι δυνάστες)| και ζούρες και πολλά κακά πλουτίζουσιν αδίκως Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2511· γ) βιασμός: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος λάβει παρθένον δυναστικού τρόπου και φθείρει την παρθενίαν της … το δίκαιον ορίζει … ως πρέπει να δώσει εκείνος οπού εποίησεν την δυναστείαν εις άλλου γην Ασσίζ. 9716. 4) α) (Πιθ.) προσπάθεια (Η σημασ. και σήμ. ιδιωμ., Andr., Lex. στη λ. 3): «ίνα τι σοι ταύτα τα φαντάσματα και η κενή δυναστεία, ευ ίσθι ότι ου πολύ το εν μέσῳ και συ άκων ταύτα θανούσα άλλαις εάσεις» Βίος οσ. Αθαν. 259· β) επιθανάτια αγωνία: «Έχε υγειά, Εμίλια μου» κι άλλο πλεό δεν είπεν,| ότ’ η ψυχή ’κ το κούφος του με δυναστειάν εβγήκεν Θησ. (Morgan) X 113. 5) Στενοχώρια, θλιβερό γεγονός (Η σημασ. και σήμ. ιδιωμ., Andr., Lex. στη λ. 1): Κλαψίματα και στεναγμούς, φαρμάκια, δυστυχίες πάσα δυνάστεια έβλεπε με ήθος αγριωμένον Θησ. Ζ́ [434]. Η γεν. και η δοτ. ως επίρρ. = με τρόπο βίαιο, διά της βίας: περί εκείνου οπού φθείρει μίαν παρθένον δυναστείας ου με το θέλημά της Ασσίζ. 34626· την επήρες δυναστείᾳ, χωρίς το θέλημά σου Θησ. IB́ [318]. Η αιτ. δυναστείαν (πιθ. κατά παρεξήγηση της δοτ. με ν) ως επίρρ. = με κίνδυνο: Εάν γίνεται περί καμμίας στεναχωρίας ότι είς γραμματικός δυναστείαν του βίου τό του δίδουν γράφει …, το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι εκείνος ο γραμματικός εντέχεται να του κόψουν τον γρόθον τον δεξιόν Ασσίζ. 47730.ενδύω,- Αχιλλ. N 1415 (έκδ. εδύσασιν διόρθ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 179, σε ενδύσασιν), Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 9, 37· ενδύνω· εντένω, Δεφ., Λόγ. 687· εντύνω, Ασσίζ. 9712, 12414, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1129, 2922, Μαχ. 29610, 39612, Θησ. (Morgan) I 27, Βουστρ. 541, Διήγ. Αλ. G 26536, Δεφ., Λόγ. 103, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [112], Ζήν.Β΄ 319· ʼνδύω, Διγ. Z 2654, Εβρ. ελεγ. 170, Θρ. Κύπρ. K 462· ντύνω, Μαχ. 26613, Θησ. Β΄ [33], Θ΄ [792], Αλεξ. 2306, Σαχλ., Αφήγ. 634, Κορων., Μπούας 123, Ζήνου, Βατραχ. 217, Δεφ., Λόγ. 142, Αχέλ. 743, Αιτωλ., Μύθ. 7121, Κυπρ. ερωτ. 217, 971, Ερωτόκρ. Α΄ 2097, Β΄ 377, Δ΄ 192, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1304], Δ΄ [104], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 41, Α΄ 255, Γ΄ 761, Ζήν. Α΄ 203, Δ΄ 290, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20318, κ.π.α.
Το αρχ. ενδύω. Ο τ. ενδύνω αρχ. (L‑S, λ. ενδύω). Ο τ. εντύνω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 541). Ο τ. ντύνω και σήμ. (Δημητράκ., λ. ντύνω).
Α´ Ενεργ. 1) α) Ντύνω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 2 και σήμ., Δημητράκ., λ. ντύνω 1): μετά χαράς να δίδουν| αυτοί μεγάλα ψυχικά και τα πτωχά να εντύνουν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2597· το κορμίν του μ’ άρματα ολάργυρα το ντύνου Ερωτόκρ. Δ΄ 1955· (μεταφ.) (προκ. για αξίωμα): ελθών μετά του άρχοντος Μαγκαβανού εις τα Ιωάννινα ενέδυσαν αυτόν τα δεσποτικά αξιώματα Ιστ. Ηπείρ. XXVI5· β) βιβλιοδετώ: οι γραμματικοί ενδύνουν τα βιβλία| μαύρον είτε και κόκκινον είτε βαφήν ετέραν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 516 (κριτ. υπ.). 2) Επενδύω, ξοδεύω σε αγορά (Για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Αθ. 48, 1938, 81-2): να εντύσει και τόσα φλουριά όσον να κερδίσει φλουριά φ́ … Rechenb. 723· να πάμε στην Ανατολήν, νά ᾽βρομεν πάσα πράμα,| να ᾽νδύσομεν τα στάμενα ετούτα που βαστούμεν Γαδ. διήγ. 131. Β´ (Μέσ.) ντύνομαι, φορώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. I 1 και σήμ., Δημητράκ., λ. ντύνω 2): με το παλέτσι ντύθηκα και στ᾽ άχερα κοιμούμαι Ερωτόκρ. Ε΄ 999· ο πατήρ να τους δίδει απέ το εδικόν του να τρώσιν και να πίνουν και να εντύνουνται Ασσίζ. 3772· (μεταφ.): Ο δε βασιλεύς Ιωάννης υπερβάς τα κέ́́ έτη και την ανδρῴαν ηλικίαν ενδύς εποίησεν υιούς μετά τον Ανδρόνικον δύο Δούκ. 718· εντύθησαν την αμαρτιάν κι εχάσασιν τα κάλλη Πικατ. 487· θάνατον θέλετε ντυθεί και πέσειν εις τον Άδην Πικατ. 447· δεν εμπορέσαμεν να κατεβούμεν εις τα Σείσσεια κάτω, φοβώντες τους βράχους οπού εγκρεμνίζουνταν εκεί· τα οποία Σείσσεια είμαι ενδυμένος έως ζωής μου Ιερόθ. Αββ. 336· Ντύθου, κυρά μου, ντύθου ᾽λεμοσύνην Κυπρ. ερωτ. 375· κι απ’ ό,τι εφόριεν έντυνα πάντα τσι λογισμούς μου Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 377.εξαγριώνομαι,- Θησ. (Morgan) Ι΄ 42, Θησ. Δ΄ [364], Χούμνου, Κοσμογ. 799, Βεντράμ., Γυν. 6· εξαγρώνομαι, Χούμνου, Κοσμογ. 790· ᾽ξαγριώνομαι, Θησ. (Schmitt) 339, IX 5, Αχέλ. 646· ʼξεγριώνομαι.
Το αρχ. εξαγριόομαι. Τ. ξεγγριώνειν στο Du Cange. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. εξαγριώ).
Εξαγριώνομαι, αγριεύω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. εξαγριόω II. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. εξαγριώ 2): η οργή του ᾽ξεγριώνεται Χριστ. διδασκ. 274· με χολή ξεσπάθωσε όλος εξαγριωμένος Θησ. Ε΄ [644]. Η μτχ. παρκ. α) (προκ. για μαλλιά) ανακατεμένος, ανασηκωμένος: ήλθε με μανία, την χήτη ᾽ξαγριωμένη Θησ. Θ΄ [51]· β) (ως επίθ.) άγριος, τραχύς, σκληρός: έχεις πέτρινην καρδιάν και νουν εξαγριωμένον Ερωτοπ. 206.εξακονίζω·- ᾽ξακονίζω, Θησ. (Morgan) I 42, Θησ. Ζ΄ [1214].
Από τον αόρ. του εξακονώ.
1) Ακονίζω, τροχίζω: τα νύχια του, τα δόντια του, όλα τα εξακονίζει (ενν. το λιoνταρόπουλον) Θησ. (Foll.) I 43· αν ᾽ξακονίσω τη λάψη του σπαθιού μου Πεντ. Δευτ. XXXII. 2) Κατεργάζομαι, σφυρηλατώ (μέταλλα) (Για τη σημασ. βλ. Hesseling [Πεντ. σ. 435]): η Τσίλα απατά αυτή εγέννησεν τον Θουβαλκάιν, ᾽ξακονίζει παν οπού μαστορεύγει χάρκωμα και σίδερο Πεντ. Γέν. IV 22.λιμήν ‑ένας- ο, Πόλ. Τρωάδ. 354, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. § 373, Ιμπ. 597, Δούκ. 1071, Θησ. (Morgan) VIII 3, Θησ. (Foll.) I 70, Κορων., Μπούας 81, Αχέλ. 322, 1637, 1835, Μηλ., Οδοιπ. 641.
Το αρχ. ουσ. λιμήν. Η λ. και σήμ. στον τ. λιμένας.
1) α) Λιμάνι: Χρον. Μορ. P 436. Ιμπ. 603. Αχέλ. 162· (μεταφ.) Φλώρ. 63, 511· β) επίνειο: από τον Σουδεΐ, όπερ εστί λιμήν της Αντιόχειας, επί την Ρώμην έπλεε … Κομνηνής Άννας Μετάφρ. § 106. 2) (Μεταφ.) καταφύγιο, καταφυγή: Πρόδρ. IV 1Κ, χφφ CSA κριτ. υπ., 1ί χφφ CSA κριτ. υπ.· (προκ. για την Παναγία): χαίρε, … λιμήν κινδυνευόντων Εις Θεοτ. 101· καταφυγή χριστιανών, ελπίς απηλπισμένων, … λιμήν χειμαζόμενων Αλφ. 820.λωρίκιον- το, Διγ. Z 3638, 3639, Διγ. Άνδρ. 3902, 39428· λουρίκι, Αχιλλ. L 131, Αχιλλ. N 209, Θησ. Ϛ΄ [323], Θ΄ [367] ΙΑ΄ [566], Θησ. (Morgan) I 32, Κορων., Μπούας 5, Ζήνου, Βατραχ. 229· λουρίκιν, Διγ. (Trapp) Gr. 2889, 2918, Διγ. (Trapp) Esc. 38, 273, 334, 424, 1482, 1749· γεν. πληθ. λουρίκιων Πόλ. Τρωάδ. 494, 598, Λίβ. (Lamb.) N 99, Αρμούρ. 963, 163· λουρίκι(ο)ν, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 453, κριτ. υπ.· λουρίκιον, Λεξ. IV 321· λωρίκι, Πεντ. Έξ. XXXIX, 23· λωρίκιν, Λίβ. P 80.
Το μτγν. ουσ. λωρίκιον Λατ. lorica. Λ. λωρίκα απ. σε παπύρ. του 1. αι. π.Χ. (L‑S Suppl.). Ο τ. λουρίκιν και στο Βίος Θεοδ. Συκ. 2813. Ο τ. λουρίκιον τον 9. αι. (Lampe, Lex., λ. λωρίκιον), στο Etymologicum Magnum (Βλ. Mihăescu, Βυζαντ. 11, 1982, 140) και στο Meursius (λ. λούρικον). Ο τ. λωρίκιν και σε έγγρ. του 13. αι. (Miklos.-Müller, Acta Δ΄ 75).
Μεταλλικός θώρακας (Για το πράγμα βλ. Καλονάρο [Διγ. A σ. 196 σημ. 3542] και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 356-7· πβ. και Haldon, Byz. and Mod. Greek Studies 1, 1975, 24-5, 34, κε.): Βάνει λουρίκιν έγλαμπρον (ενν. ο Ιμπέριος), κορόναν κασσιδίου Ιμπ. 105· εφόρει και λωρίκιον (ενν. η Μαξιμώ) μετά χρυσών γαστρίων Διγ. Z 3445· θανατος το λουρίκιν μου και τάφος τ’ άρματά μου Λίβ. Esc. 78· ατιό σέσκλα τρυφερά εκάμασι λουρίκια (ενν. οι βορθακοί) Ζήνου, Βατραχ. 271.νόστιμος,- επίθ., Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 338, Φαλιέρ., Ιστ.2 469 χφ V κριτ. υπ., Θησ. (Morgan) I 30, Γεωργηλ., Θαν. 106, Πένθ. θαν.2 68, Πένθ. θαν. (Knös) S f. 4r, Πανώρ. Β΄ 267, Ερωφ. Ιντ. β΄ 141, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1416, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [22, 286], Γ΄ [220], Ροδινός (Βαλ.) 128· ονόστιμος, Χρον. Μορ. H 6194, 7011, Λίβ. Esc. 2384, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 716, 1500, Πανώρ. Β΄ 195, Δ΄ 8.
Το αρχ. επίθ. νόστιμος. Για τη λ. βλ. Ανδρ., Λεξ., καθώς και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 627 ]. Ο τ. από συνεκφ. με προηγ. φωνήεν (Ξανθ., ό.π. 644). Η λ. και σήμ.
1) α) Που έχει ευχάριστη γεύση, εύγευστος: το φαγιό η πείνα| νόστιμο κάνει Πανώρ. Πρόλ. 88· τα κρασιά τα νόστιμα Ζήν. Ε΄ 30· β) (σε μεταφ.): Ετούτος (ενν. ο Τίτος) είναι λοιπόν μία βαΐα υψηλή και των ξενών κακοανέβαστη, ήγουν των απίστων, και ο καρπός της κακόκλεφτος από τους αλλοτρίους, μα των εδικών καλός και ονόστιμος Μορεζίν., Λόγ. 467. 2) Μεταφ. α) γλυκός: γλυκύ κι ονόστιμο φιλί Ερωφ. Ιντ. α΄ 97· το στόμα σου έκαμε νόστιμα τα φιλιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [307]· Κρυφά γαμιέται η πολτική, εδώ κι εκεί όπου θέλει,| και φαίνεταί της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι Σαχλ. N 256· (σε μεταφ.): Μη θέλεις οκ τον γλυκασμόν να φάγεις το πουλάκι,| διατί στο πρώτο έν’ νόστιμον κι ύστερα το φαρμάκι Δεφ., Λόγ. 476· β) ευχάριστος: όταν έμαθε ο πρίγκιπας το έλθιμον του μπάιλου (παραλ. 3 στ.), πολλά του εφάνη ονόστιμον, εχάρην το μεγάλως Χρον. Μορ. H 6566· ονόστιμον του εφάνηκεν να εσμίξουν και χαρούσιν Χρον. Μορ. H 6019· Κερδαίνει, χάνει (ενν. ο ζαριστής), μοναχά έναι όλη του η ομιλία| και φαίνεταί του ανάπαυσις και νόστιμη δουλεία Σαχλ. N 149· γ) ευχάριστος στην ακοή, γλυκός, μελωδικός: ο νόστιμος κιλαδισμός που τα πουλάκια εκάνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 673· δ) (προκ. για πρόσ.) προσηνής, καλοδιάθετος: Είναι γλυκύς και νόστιμος κι όλος χαριτωμένος.| Μ’ ανίσως και διαβεί ομπροστά και δυναμώσει πλήσια,| ετότες γίνεται άσπλαγχνος κι αλύπητος περίσσια Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [924]. 3) (Προκ. για λόγια) α) ευχάριστος, γλυκός· παρήγορος: λόγια νόστιμα μηδέ όμορφα — μαγάρι| ας είν’ τα πλια γλυκότερα — δε θρέφου την κοιλιά μου Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 237· Μα ποια εμιλιά, να ζήσεις,| τόσα γλυκιά κι ονόστιμη μπορείς να μου χαρίσεις,| να κάμεις να μηδέ σφαγώ ...; Πανώρ. Β΄ 556· μυριοευχαριστώ σε,| διατί μ’ επαρηγόρησαν τα ονόστιμά σου λόγια Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 568· β) συνετός, γνωστικός: πολλά με εφέλεσαν τα ονόστιμά σου λόγια Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1464· Τό ακούσει το η κεφαλή, ονόστιμον του εφάνη,| επαίνεσε τον πρίγκιπα διά φρόνιμον αφέντην Χρον. Μορ. H 8687· Τό ακούσει το ο μισίρ Ντζεφρές της Καρυταίνου ο αφέντης,| μεγάλως το αποδέξετον, ονόστιμον του εφάνη,| λογίζοντα κι ελπίζοντα με τον λαόν εκείνον| θέλει ζημιώσει τους Ρωμαίους Χρον. Μορ. H 7195· γ) περιεκτικός σε νόημα: η φράσις ήτον νόστιμη, κοντολογιογραμμένη (έκδ. νόστιμη, κοντολόγια γραμμένη· χφ νόστημι κοντολογία· διόρθ. Wagner [Απολλών. σ. 314]) Απολλών. 312. 4) α) Χαριτωμένος, θελκτικός: Καλά και να ’ν’ μελαχρινός, γιατί ʼτονε βαμμένος,| μα εφαίνετον ονόστιμος κι ομορφοκαμωμένος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 406· μελαχρινή και νόστιμη, όλή ʼσαι της αγάπης Ch. pop. 448· περίχαρη και νόστιμη, πολλά και παινεμένη Θησ. Δ΄ [514]· β) (συνεκδ.): Πανάρετέ μου, αφέντη μου, πού ʼνʼ τα πολλά σου κάλλη,| πού κείνη η νόστιμη θωριά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 454· Τα κάλλη της τα νόστιμα Λίβ. Esc. 2395· Στόμα μου νοστιμότατο και μοσκομυρισμένο Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 457· εφίλησα τα νόστιμά της χείλη Φαλιέρ., Ιστ.2 450· μικρά, πυκνά και νόστιμα, έμνοστα συνθεμένα (ενν. δόντια) Θησ. ΙΒ΄ [598]· Τρίχας σγουράς και νόστιμας, το χρώμα χρυσαφίου Θησ. Ϛ΄ [305]· Μέση λιγνή και νόστιμη Θησ. ΙΒ΄ [627]. 5) Εξαίρετος, εκλεκτός (Για τη σημασ. πβ. Sophocl. στη λ.): Εμένα πάλιν, καρκαξά, ιδές το τις με τρώγει:| οι βασιλείς κι οι άρχοντες, οι πάντες της Συγκλήτου,| και η ηδονή μου νόστιμη απάντων των ορνέων Πουλολ. Αθ. 219.ξεβαίνω,- Προδρ. ΙΙΙ 132b χφφ HgSA κριτ. υπ., Απολλών. 690, Κορων., Μπούας 143, Βυζ. Ιλιάδ. 874, Αχέλ. 194· εξεβαίνω, Βυζ. Ιλιάδ. 414, 936· (ε)ξηβαίνω, Διήγ. Βελ. χ 527, Άνθ. χαρ. 29114· αόρ. (ε)ξέβηκα, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 112, Βέλθ. 832, Πόλ. Τρωάδ. 321, Χρον. Μορ. H 2759, Χρον. Μορ. P 252, 1100, Λίβ. P 1111, Λίβ. Esc. 289, Λίβ. N 1525, Αχιλλ. L 1102, Χρον. Τόκκων 128, Κορων., Μπούας 16, 80, 133, Σταυριν. 539, Διγ. Άνδρ. 33629, κ.α.· (ε)ξέβη(ν), Καλλίμ. 968, 975, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1721, Χρον. Μορ. H 5061, Χρον. Μορ. P 7261, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 501, Φλώρ. 640, Απολλών. 643, Λίβ. Esc. 3434, Αχιλλ. N 1373, Ιμπ. 652, Χρον. Τόκκων 601, 759, Μαχ. 15026, 20425, Θησ. Β΄ [482], Βουστρ. 495, Αλεξ. 1593, Αχέλ. 2419, 2432, κ.π.α.· εξήβηκα, Ιμπ. (Lambr.) 233· (ε)ξήβην, Χρον. Μορ. P 8824· υποτ. αορ. (ε)ξέβω, Χρον. Μορ. H 4314, Χρον. Μορ. P 5601, Ιμπ. 245, 660, Χρον. Τόκκων 125, Θησ. (Foll.) I 108, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 468, Κορων., Μπούας 144, Αχέλ. 1857· (ε)ξεβώ, Πόλ. Τρωάδ. 12, Χρον. Τόκκων 117, 1698, Θησ. Β΄ [506], Θησ. (Foll.) I 72, Κορων., Μπούας 136· (ε)ξηβώ, Χρον. Μορ. P 1117, Ιμπ. 491, Διήγ. Βελ. χ 391.
Από τον παρατ. του αρχ. εκβαίνω. Τ. ξεβαίννω και ξηβαίννω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 681), καθώς και τ. ξηβαίνου στη Σαμοθράκη (Κρεκούκιας, Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 156). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Α´ Αμτβ. 1) α) Βγαίνω (συν. από κλειστό σε ανοικτό χώρο): ακούσας ταύτα παρευθύς εκ το παλάτι ξέβη Κορων., Μπούας 55· λέγει το δίκαιον περί εκείνου του κλέπτη οπού εξέβην εκ του οίκου ετέρου Ασσίζ. 4424· Εξέβην και εδέχθη τον δούκας ο αδελφός του·| σφιχτά τον επερίλαβεν, γλυκέα τον εφίλει Χρον. Τόκκων 526· με σχήμα γαρ εμπαίνουσιν πάντες στην εκκλησίαν,| είθ’ ούτως εξεβαίνουσιν κι υπάν κι ολονυκτίζουν:| οι γέροντες εις το κρασίν, οι νέοι στα τραγούδια Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 558· εξέβηκαν οι προεστοί από τα μοναστήρια| και την επροϋπάντησαν με τα θυμιατήρια Βίος Δημ. Μοσχ. 497· τα διάβατα όλα έπιασεν, τες στράτες και κλεισούρες,| όπως μη σέβει ή εξεβεί άνθρωπος εις το κάστρον| να φέρει ή επάρει τίποτε μαντάτο εκ τους Ρωμαίους Χρον. Μορ. H 8348· πήγαν (ενν. δύο βαθρακοί) εις πηγάδι| διά να το κατοικήσουσι ...| Ο ένας αποκρίθηκε και είπε ... :| τώρα εδώ τον κίνδυνον τον έχομεν μεγάλον·| ότι φοβούμαι περισσά την στράταν να κατέβω,| ότι σαν ξηρανθεί κι εδώ δεν έχω πώς να ξέβω Αιτωλ., Μύθ. 1910· β) (από πλοίο ύστερα από επίσκεψη σ’ αυτό): απήτις το ευτρέπισεν (ενν. το κάτεργον) απ’ άρματα και πλούτη (παραλ. 1 στ.) αυτός εσέβη μετ’ εμάς κι εμείς μ’ αυτόν αντάμα (παραλ. 7 στ.). Και απήτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κι εξέβην| και τον υπόλοιπον λαόν τότ’ όρισεν κι εσέβην Απόκοπ.2 323· γ) (ιδιάζ. χρ·): Ως χυμίζεται φάλκονας όταν ξεβεί ʼκ την σκούφια,| εχυμίζετον ο Νέστορας όλο χαρά γεμάτος Θησ. (Morgan) I 33· δ1) (από μέρος του σώματος): είδεν ο Πρίαμος όνειρον ... Εφάνη του γαρ ότι εξέβην από την μήτραν της Εκάβης δαυλός αφτούμενος και έκαψεν όλην την Τροίαν Τρωικά 5212· δ2) (μεταφ.): να τα φίλουνα τα μαύρα (ενν. ματάκια σου)| και να ξέβαινεν η λάβρα| εκ τα σκώτια μου τα μαύρα Ch. pop. 194· δ3) (προκ. για την ψυχή): Εσύ με τους συντρόφους σου να το ʼχεις κερδεμένο (ενν. το νίκος)| και η ψυχή μου τίποτες δόξα να απολάβει (παραλ. 4 στ.). Και τούτο θέλω πάρει ʼγώ παρηγοριά στον Άδην,| μετά χαράς θέλει ξεβεί (ενν. η ψυχή) απέσω ʼκ το κορμί μου Θησ. Β΄ [642]· ε1) (από τη θάλασσα): το κάτεργόν του όρισεν (ενν. ο Θησέος) στην γην να το σιμώσουν| και χώρις σκάλα παρευθύς πηδάει απ’ αύτο κάτω (παραλ. 3 στ.) κι εδιαφεντεύετον φρικτά απόθεν κι απεκείθεν| κι εκ το νερόν εξέβηκεν, τα μάτια του όλο ασπίθες Θησ. (Foll.) I 67· Κάβουρας, ήγουν τσαγανός ʼκ την θάλασσαν εξέβη,| στην στερεάν ηθέλησεν, ορέκτη να ανέβει Αιτωλ., Μύθ. 951· ε2) (από λιμάνι): ενέβησαν (ενν. τα κάτεργα) εις τον λιμνιώναν διά να πολεμίσουν το κάστρον· και εξέβησαν γ΄ καραβία τούρκικα και επολεμίσαν Μαχ. 13027· ς) (προκ. για έξοδο πολιορκημένων): μέρος εκ τους εχθρούς εις το ποτάμι μέναν| κι άλλοι στην χώραν έστεκαν κι ουδόλως εξεβαίναν Κορων., Μπούας 95· εκ το κάστρον εξεβαίνουν (ενν. οι Τρωαδίται)| ωσεί άμμος της θαλάσσης Ερμον. Ρ 378· να φαρμακέψουν το νερόν, μπομπάρδες να καρφώσουν| κι οι έσωθεν χριστιανοί να ξέβουν να γλυτώσουν Αχέλ. 883. 2) α) Βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι: ετσακκίσαν (ενν. οι κάτοικοι της Αμμοχώστου) τα σίδερα και εξέβησαν (ενν. οι Γενουβήσοι) από την φυλακήν, απού τα σίδερα και απέ το χαντάκιν Μαχ. 59422· ανοίκτησαν οι φυλακές, εξέβησαν οι Γενουβήσοι και εξέβησαν και οι αιχμάλωτοι από την Γένουβαν Μαχ. 59635· β) απελευθερώνομαι: Τους Τούρκους εφυλάκισαν να εξαγοραστούσιν.| Πράγματα έδωσαν πολλά ώστε να εξεβούσιν Χρον. Τόκκων 683. 3) Αποβιβάζομαι: σιμών’ η βάρκα προς την γην, ξεβαίνει δε ο κόμης,| βλέπει κἀκεί τον Βέλθανδρον Βέλθ. 1228. Καράβιν όπου μ’ έφερνεν εστάθην εις νησάκιν.| Εξέβηκα εις το νησίν, λουλούδια, ρόδα βλέπω Ιμπ. 813· Πώς ο Θησεύς ηθέλησεν να εξέβει από τα καράβια και αντιστάθησαν οι Αμαζόνες Θησ. (Foll.) I πριν από το στ. 48. 4) α) Φεύγω (από κάπ. τόπο), αναχωρώ· απομακρύνομαι: αύθις απεχαιρέτησε, εξέβη απ’ την χώραν Κορων., Μπούας 32· Οι αποκρισάροι εξέβησαν ενταύτα από την Άρταν,| επέρασαν εις τον Μορέαν, ήλθαν στην Ανδραβίδα Χρον. Μορ. H 8824· Καπετάνιος απόκοπτεν, ποσώς δεν τον αφήνει| να εξεβούσιν αποκεί, εκ τον οχερόν τόπον Χρον. Τόκκων 1716· ο καπετάνιος εκ τον στρατόν εξέβη| να υπάγει να αναπαυθεί στον οίκον του κι εσέβη Κορων., Μπούας 26· εκαβαλίκευσε (ενν. ο δούλος) με πάσαν εξουσίαν| κι εξέβηκεν ως βασιλεύς με πλείστην παρρησίαν Βίος Δημ. Μοσχ. 346· (με γεν.): Πριν δε της Ρώμης να ξεβεί είπε μιαν λειτουργίαν| στ’ Αγίου Πέτρου τον ναόν Κορων., Μπούας 68· β) (σε συνεκδ.): πόσοι εβουλήθησαν να με την αφαρπάξουν| την πάγκαλον, πανέμνοστον, ωραίαν ποθητήν μου,| αρχήν όνταν εξέβηκεν από τα γονικά της Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1739· επήραν ορισμόν και εξέβησαν από μπρος του (ενν. του ρηγός) Μαχ. 2525· γ) (από κάπ. εκδήλωση ή δραστηριότητα, γάμο, μάχη, κλπ.): μ’εντροπήν εξέβηκεν (ενν. ο παραγιαλίτης) εκ την χαράν εκείνην Πουλολ. (Τσαβαρή)2 μετά στ. 323 χφφ ΑΖ κριτ. υπ.· αλλάγια τρία εχωρίσθησαν από του Αχιλλέως,| αλλάγια δέκα έδεραν και εξέβησαν ως άνδρες Αχιλλ. L 410. 5) α) Αποπλέω: όντα τα κάτεργα τα βενέτικα εξέβησαν από την Κύπρον, επήγαν γυρεύγοντα την αυτήν νάβαν Μαχ. 58632· Τούτη η αρμάδα εξέβην την άνωθεν ημέραν και επήγεν εις την Αλικήν Μαχ. 10432· καράβιν είχε (ενν. ο Βαλδουίνος) εξαίρετον, μέγα, λαμπρόν υπήρχε,| εις αύτο εδιέβηκεν εκεί με τρεις χιλιάδες άλλους·| από την Πόλη εξέβησαν, την θάλασσαν επλέψαν Χρον. Μορ. H 1305· β) ανοίγομαι (στο πέλαγος): ο δε Απολλώνιος εις πέλαγος εξέβη.| Στέκεται, διαλογίζεται το πού θέλει να υπάγει Απολλών. 89. 6) α) Πηγαίνω, μεταβαίνω (σε κάπ. τόπο): εις τον Μορέαν εξέβηκε (ενν. ο κυρ Μανουήλ) να κτίζει το Εξαμίλι Χρον. Τόκκων 2124· ευθύς εσυμβουλεύθησαν το πώς θέλουν ποιήσει.| Και η βουλή απόκοψε ʼς Βόδιτσα να εξεβούσιν,| να μάσουν τα φουσσάτα τους, εκεί να καρτερούσιν Χρον. Τόκκων 754· ο Μουσταφά πασάς όρισε να ξεβούσι|στον κάμπον τα φουσσάτα του για να διορθωθούσι Αχέλ. 271· Φαρίν εκαβαλίκευσα, εξέβην εις τον κάμπον Διγ. Z 2990· β) (με την πρόθ. εις και τις αιτιατ. απαντή(ν), απάντησιν, συναπάντησιν) πηγαίνω να προϋπαντήσω, να συναντήσω κάπ.: Μαθών δε τούτο ο Αχιλλεύς, έρχονται οι γονείς του,| εις απαντήν εξέβησαν άνδρες τε και γυναίκες Αχιλλ. O 326· απαύτου ο Αιγέος| εις απαντή του ξέβηκε, πατέρας του Θησέως Θησ. Β΄ [908]· είδα τον και εις απάντησιν εξέβην του ευνούχου Λίβ. Sc. 993· Εξέβηκαν οι άρχοντες εις συναπάντησίν της,| από μακρά προσκύνησαν ως ήτον η τιμή της Βίος Δημ. Μοσχ. 495· τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας| και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας Απόκοπ.2 251· γ) (συνεκδ. για πλήθος) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι (για να παρακολουθήσω κ.): ο Κωνσταντίνος ... εκαβαλίκευσεν τον μαύρον του και επιλάλησεν και υπήγεν εις τον αμιράν. Και ... οι αδελφοί του ... έφθασαν καταπόδιν ... Εγύρισεν ουν ο αμιράς και είδεν οπίσω και βλέπει τον Κωνσταντίνον ότι έρχεται απάνω του ... και όλοι εξέβησαν διά να ιδούν τον πόλεμον Διγ. Άνδρ. 31914. 7) α) Βγαίνω έξω (από το σπίτι για βόλτα, διασκέδαση, κ.τ.ό.): εν μιᾳ ουν των ημερών, Κυριακήν ημέραν,| Διονυσία ξέβηκεν μετά και την Ζαπέταν,| κι η Ταρσία μετ’ αυτές κι άλλες πολλές γυναίκες.| Ακ την μέσην εδιάβησαν την αγοράν του φόρου Απολλών. 470· μετά μέρας γαρ τινάς η κόρη εγγαστρώθη.| Και παίρνει την (ενν. ο Απολλώνιος) κι εξέβησαν έξω να ευθυμήσουν,| εις περιβόλια έμορφα διά να παραδιαβάσουν Απολλών. 345· Εξέβηκεν ο Διγενής ίνα παραδιαβάσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1097· β) κυκλοφορώ: την νύκτα ʼξέρχεσαι και εξεβαίνεις έξω| και την ημέραν κρύβεσαι διά να μην σε βλέπουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 181 χφ Ζ κριτ. υπ. 8) Περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι: Οι δε Φραντσόζοι να ξεβούν ουδόλως ημπορούσαν,| διότι ο τόπος ην στενός Κορων., Μπούας 74· Πιέδε το ονομάζουσι (ενν. το ποτάμι), κοντά ʼναι στο καστέλλι| και να ξεβεί μέσα ʼξ αυτό ή ʼκ το καστέλλι θέλει,| ότι ουκ έστιν έτερη στράτα για να περάσει Κορων., Μπούας 95· Εκείνο (ενν. το Κάστελ-Νόβον) δ’ ήτον δυνατόν, γιατ’ είχ’ ένα ποτάμι,| όστις δε θέλει να ξεβεί ʼκείθεν έχει να κάμει Κορων., Μπούας 95. 9) α) Ξεκινώ, πηγαίνω για ... : Ο ρήγας επήρεν όλην του την παρουνιάν και εξέβην γυρεύγοντα τα παιδιά του Μαχ. 7417· Το δειλινόν οι άρχοντες πιάννουσιν τ’ άλογά τους| κι εξέβησαν συνέμπλα τους όλοι με τ’ άρματά τους Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 248· β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): ουδέν εβλέπουσιν κανείν προς αύτους να εξέβει| εις όχλησιν, εις πόλεμον, ως έναι συνηθεία Χρον. Τόκκων 602· και μηδέν θαρρείς εις τους Πέρσας να εξέβεις εις πόλεμον μετ’ αυτουνούς, ότι έναι ώσπερ γυναίκες στολισμένες Διήγ. Αλ. G 26418· μίαν ημέραν ξέβηκεν ο Πέτρος εις κυνήγιν Χρον. Τόκκων 881· να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας,| να μάθω ζει, απέθανεν, να το πληροφορέσω Ιμπ. 810· πάλιν εις αναζήτησιν εξέβηκα της κόρης Λίβ. Sc. 1418· γ) ξεκινώ, αναχωρώ: επερίλαβα το χαρτίνσ σου και μοναύτα ως γιον ευρίσκουμουν, εξέβηκα να έλθω εις την αφεντιάνσ σου, αμμέ το πλήθος του λαού δεν με αφήκεν Μαχ. 37833· Ευθύς εκαβαλίκευσαν, εξέβησαν οι πάντες·| και τρέχουσι μετά σπουδής κι εις ώρα φθάνουσίν τον Βέλθ. 120· Ειπόντος ταύτα του ρηγός πας ο στρατός εξέβη Κορων., Μπούας 24. 10) α) Εκστρατεύω· κάνω επιδρομή: Τον δε καιρόν εκείνον εξέβη ο Κρούμνος ο αυθέντης των Βουλγάρων μετά στρατιάς και δυνάμεως πολλής Hist. imp. ΙΙ 16· Στες Αμαζόνες ξέβηκα (ενν. ο Αλέξανδρος) μ’ όλη μου τη δυνάμη,| εις τον Πριάνην όρμησα, σ’ εκείνο το ποτάμι Αλεξ. 2555· εξέβησαν εκείνα τα φουσσάτα| του Καλοϊάννη ... (παραλ. 1 στ.) έδραμαν και εκούρσεψαν τους κάμπους και τους τόπους Χρον. Μορ. P 1101· είχεν (ενν. ο αμιράς) και τους αγούρους του άλλους πεντακοσίους.| Επήρεν τους και εξέβηκεν έξω εις Ρωμανίαν·| το Ηρακλέως εκούρσευσεν, το Κόνιον και Αμόρι Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 731· β) βγαίνω (από τα όρια της δικαιοδοσίας μου για πολεμικές επιχειρήσεις): άρχισεν (ενν. ο δούκας), εξέβαινεν έξω εκ τα νησία Χρον. Τόκκων 155· γ) επιτίθεμαι: Ο Πέντε - Βόιας έπειτα μέρος εκ του στρατού του| να ξέβει τότ’ επρόσταξεν ʼναντίον του εχθρού του Κορων., Μπούας 70· κι εκείνοι ξέβαινον θυμούμεν’ ως λεοντάρια| και καβαλάριοι κι απεζοί άξια παλληκάρια Κορων., Μπούας 70. 11) Απομακρύνομαι προσωρινά από το πεδίο της μάχης: εφώναζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) και εκ της φωνής πάντες αναισθητούσιν,| ποσώς ουδέν ηυρήκασιν άδειαν ίνα φύγουν,| αλλ’ ως φαλκόνιν έστρεφεν και εκατεφόνευέν τους.| Αφήκεν τους και ανέσαιναν και εξέβηκεν παρέξω,| το απελατίκιν έσυρεν και πάλιν κατεβαίνει Αχιλλ. N 1315· εγύριζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) ως αετός κι επήδαν ωσάν πάρδος (παραλ. 1 στ.) ουδέ καθόλον ευρίσκασιν άδειαν διά να φεύγουν (ενν. οι εχθροί)·| εφήκεν κι ενεπαύτησαν κι εξέβησαν παρέξω Αχιλλ. L 999. 12) Εκδιώκομαι, (πιθ.) εκθρονίζομαι: συ δεν είσαι άξιος να έχεις βασιλεία| και γλήγορα θέλεις εξεβεί από την Μοσχοβίαν Βίος Δημ. Μοσχ. 618. 13) Προβάλλω, εμφανίζομαι (βγαίνοντας από κάπου): Εκεί οπού έκλαιεν η κόρη και εσυντύχαινέν με, πάραυτα εξέβησαν από το δάσος Αραβίτες εκατόν, όλοι με κοντάρια Διγ. Άνδρ. 37110-11· το γέλιον της καλής μου| λέοντας μέγας το ήκουσεν απέσω απέ καλάμιν·| και κτύπον ήκουσα ουράς και τα πλευρά του δέρνει| και εκ το καλάμι εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1125· (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): Γδύνονται ʼκ τους στρατιώτες μου, στον ποταμόν εμπήκαν,| θηριό εξέβη εις αυτούς, σαράντα επνιγήκαν Αλεξ. 2046· (με γεν.· για το χωρίο βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 49]): όνταν εξημέρωσεν η Δευτέρα και εξέβησαν οι φρέρηδες του όχλου, έρχεψεν η λύπη και το κλάμαν Μαχ. 1016. 14) Βγαίνω, ξεχωρίζω από κάπ. ομάδα· προχωρώ (στο μέσον συγκέντρωσης ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους): Εξέβη εκ το αλλάγιν του απάνω εις το φαρίν του (παραλ. 1 στ.)· και ανάμεσον των Φραγκών και το δικόν του αλλάγι| υπήγαινεν και έρχετον φημίζοντα δρομαίως Χρον. Μορ. P 5061· Ασκορδιαλός ως ήκουσεν της πάπιας τα λόγια,| εξέβηκεν, εκάθισεν κοντά εις το πλευρόν της Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 59· ο λύκος δε ως ήκουσεν εκεί το όνομάν του,| εξέβηκεν κι εστάθηκεν και αυτός εις το μέσον Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 810· τότε ο Βελισάριος ξηβαίνει εις το μέσον,| το έναν του χέριν να κρατεί καυχίν ελεημοσύνης Διήγ. Βελ. χ 527· επαίρνω το κοντάριν μου και εξέβην εις την μέσην,| ανέβην, εκατέβηκα, να παίζει το φαρίν μου Λίβ. Sc. 1191. 15) (Μεταφ.) αποσκιρτώ, αποσχίζομαι, αποστατώ: ο κύρης της Τύρου με την συντροφίαν του έσσω του, και τα ονόματα του(ς) συντροφούς του είναι τούτοι: ... αμμέ από τους άνωθεν ιβ΄ εξέβησαν γ΄ και επήγαν με τον ρήγα, ... ότι αγρωνίσαν πως ήτον κακόν τό εποίκασιν Μαχ. 5617. 16) (Με την πρόθ. εκ + γεν. ή αιτιατ. των ουσ. θέλημα, ορισμός) παραβαίνω: εγώ την βασιλείαν σου ποτέ ουκ έπταισά την (παραλ. 1 στ.) έξω ουδέν εξέβηκα εκ του θελήματός σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 203· τον Σολομών εκείνον,| οπού περίσσια ηγάπησεν γυναίκας αλλοτρίους (παραλ. 3 στ.) εξέβην εκ τον ορισμόν του Κυρίου εκείνος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2128· «Εσύ Αδάμ, προπάτορ μου, ήμαρτες και η Εύα,| να ʼξέβητ’ εκ τον ορισμόν, ν’ απλώσετε στο ξύλον ...» Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 110. 17) Κατεβαίνω: αφότου ελειτούργησεν (ενν. ο πάπας) κι εξέβην από το βήμα,| τον μισίρ Κάρλον έστεψεν ρήγαν της Σικελίας Χρον. Μορ. H 6174· αδελφέ, χαρείς σε απέ τώρα. Εξέβης το κατήφορον εσύ της Δυστυχίας Λόγ. παρηγ. L 406. 18) Κατεβαίνω από άλογο, πεζεύω (Πβ. Λίβ. Sc. 1391 : πεζεύει): συναπαντώ τον πραγματευτήν ανάμεσα του κάμπου,| άλογα να έχει περισσά και ανθρώπους μετά κείνον (παραλ. 1 στ.). Εξέβην, ήλθεν προς εμέν και προσεκύνησέ με Λίβ. Esc. 2529. 19) (Με κατηγ. ) α) καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση: Άγορος εκ την χώραν του και από τα γονικά του| αιχμάλωτος εξέβηκεν και μυριοτυραννείται Λίβ. N 1389· εβάλασιν β΄ Μαμουλούκηδες τα κονταριά τους και εκατέβησαν απάνω του και ο νείς έδωκέν του μίαν κονταρίαν εις το πρόσωπον κι εδιαφεντεύτην ... και ο άλλος Σαρακηνός εξέβηκεν εύκαιρος Μαχ. 6646· β) αποδεικνύομαι, αναδεικνύομαι, γίνομαι: εκείνος γαρ εξέβηκεν στ’ άρματα αντρειωμένος·| στρατιώτης ήτον φοβερός, φρόνιμος κι επιδέξιος Χρον. Μορ. H 3091· έναι πολύς κίνδυνος ...| ʼς τόσους μουντάρμους κι απεζούς μ’ ανθρώπους σου να σέβεις| και νικητής μετέπειτα απ’ αύτους να εξέβεις Κορων., Μπούας 90· εκ γένους χαμηλότατου εξέβηκεν τοιούτος (ενν. ο Βελισάριος),| μάλλον ο κόσμος εις αυτόν δοξάζουν και ευφημούν τον Διήγ. Βελ. χ 29· ένα σκυλίν Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν (παραλ. 1 στ.) εξέβηκεν σοφότερον από τον κόσμον όλον,| έγινεν δοκιμότερος, έγινεν πολεμάρχος Θρ. Κων/π. διάλ. 72· να δώσουν κονταρέας| και είτις εξέβει θαυμαστός, ’πιδέξιος να με αρέσει,| εκείνον θέλω από του νυν άνδρα να τονε πάρω Ιμπ. 312· εγώ πουλία τά γεννώ ή πάλε τά αναθρέφω| εξέβησαν επίσκοποι, έξαρχοι και παπάδες Πουλολ. (Τσαβαρή)2 260· γ) φαίνομαι: είτις εξέβει πρόθυμος να πράξει αντρειωμένα,| πλούτον και δόξαν και τιμήν εκείνῳ να ποιήσω Διήγ. Βελ. N2 195· να κονταροκτυπήσουσιν εις την αυλήν του ρήγα·| κι είτις εξέβει πρόθυμος ανδραγαθίας να ποίσει (παραλ. 2 στ.) … άνδραν να της τον δώσει Ιμπ. 332· δ) (με εμπρόθ. προσδιορ.): ούτω το πλήθος και ημείς στου εχθρού όταν σεβούμεν,| ουδένα κόπον έξομεν με σκλάβους να ξεβούμεν.| Πολλοί γαρ έναι κι άνανδροι και φοβιτσάρ’ ως ’λάφια Κορων., Μπούας 36. 20) Αναδεικνύομαι (σε κάπ. αξίωμα): εις το κουμού της Βενετίας εξέβησαν ανθρώποι| γνώσεως μεγάλης και στρατειάς Χρον. Μορ. H 950. 21) α) (Προκ. για ουράνια σώματα) ανατέλλω: πριν το εξημέρωμα, πριν να ξεβεί ο ήλιος Βέλθ. 929· εβράδυνεν, ενύκτωσεν, εξέβην η σελήνη Καλλίμ. 937· αργά βραδί όταν έφεξεν, εξέβην το φεγγάριν Λίβ. N 1527· β) (σε συνεκδ.): το πρωί, πριχού ξεβεί η λάμψις του ηλίου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 396. 22) (Προκ. για φήμη) διαδίδομαι: Άκουσμα εξέβην πανταχού εις άπαντα τον κόσμον Ιμπ. 887· Εξέβη τον η ακοή εις άπαντα τον κόσμον,| ανδρειωμένος, ευγενής, πρώτος εις το κοντάρι Ιμπ. 255· εξέβην ο κατάλογος και η φήμη του Λιβίστρου Λίβ. Sc. 2057. 23) Προέρχομαι, πηγάζω: από τες γυναίκες εξεβαίνει το τίποτες της χάριτος της αγάπης Άνθ. χαρ. 2932· Κρήτη, από σεν εξέβηκεν στον κόσμον όλη η φρόνα Σκλάβ. 185. 24) (Με αιτιατ. προσ.· προκ. για μαντεία) έρχομαι στο μυαλό κάπ.: βλέπω βραδίν τον ουρανόν, ανερωτώ το φέγγος,| τα άστρα εξακριβίζομαι και εξέβηκέ με τούτο:| ό,τι αν ορμήσει ο βασιλεύς, κατευοδώσει θέλει Λίβ. P 1944. 25) (Προκ. για το αποτέλεσμα αριθμτ. πράξης, λογαριασμού): Είπεν του: «δώσ’ μου τ’ άσπρα μου, πο σου ’πουν να ξοδιάσεις| και πιάσε το δεφτέριν σου να μου τα λοαργάσεις».| Κοστάντζος πιάνει γλήγορα και ελοάργασέν τα,| ʼκατόν ρεάλια ξέβησαν, παραύτα πλέρωσέν τα Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 626. 26) Βγαίνω, παρεκκλίνω από τη σειρά της αφήγησης: Αμή ας γυρίσομεν τον λόγον μας άλλην μίαν βολάν από εκεί οπού εξέβημεν Ροδινός (Βαλ.) 227. 27) (Προκ. για μέλος του σώματος) ξεσκεπάζομαι, γυμνώνομαι: Χαίρε, σπανέ τριγένη, στάσου, ο κώλος σου εξέβηκε και βάλε τον Σπανός (Eideneier) Α 309. 28) α) (Προκ. για υγρό) τρέχω, χύνομαι: Βροντή εγένετον φρικτή και ουρανός ερράγη,| οι καταρράκτες έρρευσαν άσπρο κρασί ακράτο,| ζαχαρογλυκοπίπερα εξέβηκεν ο μούστος Κρασοπ. (Eideneier) L 77 (110)· β) (προκ. για υγρό του σώματος): ο ιατρός σκίζει την κοιλίαν του εκεί όπου ήτον το κακόν και τούτος ουδέν ήξευρεν να εβγάλει το νερόν οπού ήτον απέσω με δίκαιον και με μέτρος, αμμέ αφήκεν και εξέβην επεσαύτα την πρώτην φοράν ού εις την δευτέραν και απ’ αυτό εκείνος εχάμνισεν επεσαύτα ότι εχάσεν την οπνάν και απέθανεν Ασσίζ. 18320· εις την δεξιάν του την πλευράν έμπηξε (ενν. ο στρατιώτης) το κοντάριν| και εξέβην αίμα και νερόν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 429· γ) (προκ. για ιδρώτα) εκκρίνομαι: το αίμαν εκατέρρεεν εις τα σκαλόλουρά των| και ο ίδρος τους εξέβαινεν απάνω απ’ τα λουρίκια Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 41. 29) (Προκ. για μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου που αποσπάται από το σημείο όπου θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται) α) χύνομαι: Κύριος συντρίψει την σπλήναν του και τα έντερα αυτού εξέβουν Σπανός (Eideneier) Α 64· β) ξερριζώνομαι: και αναγέμισον τον αυτόν όνυχα μετά του αίματος και έμπηξον εις τον τόπον εξ ου εξέβη Ορνεοσ. αγρ. 5571. 30) Φυτρώνω: Εστερεώθη η καρδία του τραγογένη· εξέβην κέρατον εις το ’φθίν του Σπανός (Eideneier) A 76. 31) α) (Προκ. για ήχο) παράγομαι, εκπέμπομαι: Γοργόν επήρα το ραβδίν και προσυπήντησά τους| και εκείνοι εμέν εκρούγασιν και εξέβαιναν οι κτύποι Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1174· β) (προκ. για την ανθρώπινη φωνή) βγαίνω: Κι ευθύς προς αύτους όρμησεν έξω του γεφυρίου| με όλην του την συντροφιάν και φωνή λεονταρίου| στο στόμα του εξέβηκε και οι εχθροί τρομάξαν Κορων., Μπούας 64. 32) (Προκ. για ασθένεια) φεύγω, εξαλείφομαι: αν το φέρουν (ενν. το πουλίν) ομπρός εις τον ασθενήν και έναι διά να αποθάνει από την ασθένειαν, γυρίζει το κεφάλιν του και ουδέν τονε βλέπει, ειδέ και έναι ο ασθενής διά να εγλυτώσει, εβλέπει τον και πάσα ασθένεια εξηβαίνει απ’ αυτόν Άνθ. χαρ. 29114. 33) Ξεφεύγω, διαφεύγω: ο Αχιλλεύς εξέβη| από του πολλού κινδύνου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ΄ [155]. 34) (Προκ. για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) περνώ, τελειώνω: Παρέδραμεν, εμίσευσε, εξέβηκεν η νύκτα,| πάλιν θεωρώ-την την αυγήν Λίβ. Esc. 829. 35) Φεύγω, εγκαταλείπω την εργασία μου: να ποίσει (ενν. ο σεργέντης) την δουλειάν του ως το τέλος του τερμένου τόν εσυνεβάστησαν καιρόν, ότι εφειδή εξέβην δίχως την είδησίν του (ενν. του κυρού) και χωρίς να τελειώσει ο καιρός του τερμένου Ασσίζ. 7119· να ομόσει του αφέντη του ού της κυράς του να τους δουλέψει ως τον καιρόν, τουτέστιν απέ την ημέραν απού εξέβησαν ώσπου να τελειωθεί το τάρμε τους, ότι εφειδήν εξέβη άβουλα του αφέντη του και δίχως να διαβεί το τάρμε του Ασσίζ. 32012. Β´ Μτβ. 1) Βγαίνω από κάπου: εμπαίνω-την την θάλασσαν, βιτσώνω το άλογόν μου (παραλ. 3 στ.), το πώς επεριεπάτησε την θάλασσαν θαυμάζω (παραλ. 2 στ.)· εξέβηκα την θάλασσαν, επάτησα την άμμον Λίβ. Sc. 1884. 2) Αφήνω κάπ. τόπο, φεύγω: τον δούκα αποχαιρέτησαν κι όλους τους Βενετίκους,| την Βενετίαν εξέβησαν, την Λουμπαρδίαν οδέψαν Χρον. Μορ. P 374. 3) Περνώ, διέρχομαι (ποτάμι, στενό, πόρτα, δύσβατο δρόμο): ευθύς με την στρατείαν του τον ποταμόν εξέβη Κορων., Μπούας 124· Και ο Μουρίκης έσωσεν, στην Κορδοβίτσα εσέβη,| το στένωμα εξέβην το, άπλωσε εις τον κάμπον Χρον. Τόκκων 758· Οκάποτε εσιμώσαμεν το κάστρον της Ροδάμνης,| εξέβημεν τα δύσκολα και εσέβημεν λιβάδιν Λίβ. N 618· (με γεν.): ενέβην εις την χώραν και εξέβην της απάνω πόρτας και επήγεν εις την Κερυνείαν Βουστρ. 446 κριτ. υπ. 4) Διανύω, βαδίζω, προχωρώ: όταν τον αποχαιρέτησαν και εξέβησαν τόπον ικανόν, ελάλησεν μόνον την Θεοδώραν και εστράφη και είπεν την Hist. imp. (Rochow) 19544. 5) (Πιθ.) εισβάλλω, εκστρατεύω σε ... : Αφότου γαρ ηπήρασιν της Αντιοχείας την πόλιν,| εκεί εξεχειμάσασιν μέχρι τον Μάρτιον μήνα·| κι εκείθεν εξεβήκασιν τα μέρη της Συρίας,| κουρσεύοντα, κερδίζοντα τα κάστρη και τες χώρες Χρον. Μορ. P 88. 6) (Με αντικ. τις λ. ορισμός, νόμος) παραβαίνω: Αν αγαπώ την θεάμ μου κι εκείνη μέναν,| ποτέ της δεν εξέβηκεν τον ορισμόν μου| κι εις την αγάπην είμεστεν και πίστην έναν Κυπρ. ερωτ. 10214· (με γεν.): Άδικα επιόρκησα, βλάσφημα από λόγου,| πολλούς εσυκοφάντησα, εξέβηκα του νόμου Δαρκές, Προσκυν. [220]. Φρ. 1) Ξεβαίνω από τον νουν = παραλογίζομαι: πάντα κακά μ’ ευρήκασιν οπόθεν καν γυρίσω.| Αϊλί, φωνή φαρμακερή πάλιν οπού με συνέβη| κι από τον νουν θαμάζομαι το πώς ουδέν εξέβη Φαλιέρ., Θρ. 250. 2) Ξεβαίνει κ. από, εκ τον νουν μου = (το) ξεχνώ: αν δεν αγωνίζεσαι να μάθεις τό ου γινώσκεις,| τό έμαθες εχάσες το κι εξέβη από τον νουν σου Κομν., Διδασκ. Δ 225· Ολότελα λησμόνησαν κι εξέβη εκ τον νουν τους| η Θήβα η πανέμορφη και το ψηλόν το γένος Θησ. Γ΄ [361]. 3) Ξεβαίνω εις το φως του κόσμου = γεννιέμαι: όταν εγεννήθη το παιδίον και εξέβην εις το φως του κόσμου και έκλαυσεν Διήγ. Αλ. V 26. 4) Ξεβαίνει λόγος = γίνεται γνωστό: Και όνταν επερίλαβεν ο ρήγας τα χαρτία, επολογήθην τους με γραφές κρυφές και έπεψέν τους εις την Αμόχουστον ... ο καπετάνος των κατέργων ανάγνωσεν τες γραφές έμπροσθεν της βουλής του και εποίκαν αντιλόγους και εξανάπεψέν τους του ρηγός, και δεν εξέβην λόγος είντα ζητούν Μαχ. 33829. 5) Ξεβαίνει η ψυχή, ψυχίτσα μου = πεθαίνω: τα μάτια της εκάμμυσεν, πλέον ου συντυχαίνει| και έπεσεν εις τα χέρια του και εξέβην η ψυχή της (παραλ. 5 στ.) χρυσόν κιβούριν έκαμεν κι έβαλέν-την απέσω Αχιλλ. L 1328· δίδει του δυο τρεις ξυλιές με όλην την δύναμίν του,| ότι ολίγον έλειψε να ξέβει η ψυχή του Τριβ., Ρε 288· Ήθελα, αφέντρια και κυρά, την ώραν, την ημέραν,| όταν επιβουλεύτηκες άλλον άνδρα να πάρεις,| να ξήβην η ψυχίτσα μου Ερωτοπ. 640· (οκτώ μηνών, με φαίνεται, ήμουν εγγαστρωμένη) (παραλ. 2 στ.). Ευθύς τα εντός μου εσπάθησαν και συγκοπή μ’ εσέβη| κι επήγεν κάτω το παδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη Απόκοπ.2 430.ορθώνω (I),- Λόγ. παρηγ. L 713, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2541 (Δωδώνη 8, 1979, 373), 10518 (Δωδώνη 15, 1986, 135), Χρον. Μορ. H 315, 528, 1452, 6413, 9054, Χρον. Μορ. P 721, 2114, 3079, 4556, 8607, Βίος Αλ.2 124, Χρον. Τόκκων 717, 984, 1243, 1863, 2763, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14417, Θησ. Β΄ [493], Ε΄ [255], Θ΄ [838], Θησ. (Foll.) I 18, 38 δις, Θησ. (Morgan) XI 37, Θησ. (Schmitt) VII 108, Διήγ. Αλ. V 28, Άνθ. χαρ. 2934, 29723, Πικατ. 414, Κορων., Μπούας 55, Βεντράμ., Φιλ. 8, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 11118, 20, 24713, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 24225, 2441, Διήγ. Αλ. G 2705, 2831‑2, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. IϚ΄ [142], Αχέλ. 888, 1797, 2477, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1827, 3719, κ.α.· αρθώνω, Αχέλ. Πρόλ. 36· αρτώνω, Μαχ. 58814· ορτώνω, Λόγ. παρηγ. O 723, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 56v· μτχ. παθητ. ενεστ. ορτουμένος, Άνθ. χαρ. 2888.
Το αρχ. ορθόω. Οι τ. αρτώννω και ορτώνω και σήμ. σε ιδιώμ., όπου και άλλοι τ. (Andr., Lex., λ. ορθώ). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Στήνω κάπ. ή κ. όρθιο: Θησ. Β΄ [422], Διήγ. Αλ. G 2856· β) έχω κ. σε όρθια θέση: Αλεξ. 1654· γ) (μεταφ.) υψώνω: να μη στοχάζομαι ποτέ εις τούτα τα χαμερπή και γήινα πράγματα, ορθώνοντας πάντοτε τον λογισμόν μου εις την θεωρίαν των ουρανίων και θείων πραγμάτων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 347· δ) (μεταφ.) στηρίζω, δυναμώνω: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη ξεκομμένε,| εις τ’ άρματά σου τα φρικτά, αφήγηση ν’ αρχίσω,| κι εσύ, κυρά μου δέσποινα, του Έρωτος η μάννα (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματά σας Θησ. (Foll.) I 3. 2) (Προκ. για κτίσμα) α) επισκευάζω, επιδιορθώνω: Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27· β) κτίζω: Θησ. Ζ΄ [1147]. 3) α) Ετοιμάζω: Κράζει τον μισίρ Ανσελήν τον πρωτοσύμβουλόν του,| παρακαλεί κι ορίζει τον να ορθώσει τα φουσσάτα| διά να κινήσουν το πρωί Χρον. Μορ. H 5288· καλά ορθώσετε ζώα άξια να το ποίσω,| ολόκαυτα και με τιμήν να του τα προσκομίσω (ενν. του Ερμή) Θησ. I΄ [897]· β) ευπρεπίζω, συγυρίζω: Σύρτε και ορθώσετε τες αλλαγές (ενν. της θεάς) όλες,| και είτι άλλο κάμνει χρεία, θέλω να προσκυνήσω Θησ. Ζ΄ [775]. 4) (Προκ. για στρατό) α) οργανώνω, συγκροτώ: οργής και δόλου κινηθείς Τουρκών ο βασιλέας| μεγάλον στόλον όρθωσε στην Μάλτα για να στείλει Αχέλ. 45· β) παρατάσσω: Αλέξανδρος όρθωσεν το φουσσάτο του εις τρία τάγματα Διήγ. Αλ. G 28427· όρθωσέν τους (ενν. ο Αριστοτέλης) να πολεμήσουν και αράδιασέν τους ίσα προς ίσα τα παιδία … Και τόσον έμορφα τους όρθωσεν, ότι οπού είδεν ο κόσμος και εθαύμασαν θαύμα μέγα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 11018, 21· γ) εφοδιάζω, εξοπλίζω: Λοιπόν εγώ ευρίσκομαι εις όλα μου αρχάρης| κι ουδέν έχω τα πράγματα όπου με κάμνουν χρεία,| ούτως ως έχω θέλημα εις το ταξίδι ετούτο (παραλ. 4 στ.)· διά τούτο λέγω προς εσάς, αξιοπαρακαλώ σας,| να έχω συμπάθειαν απ’ εσάς ημέρες δεκαπέντε| να ορθώσω τα φουσσάτα μου και να σας καταφτάσω Χρον. Μορ. P 720· χρειάζεται πολλά πράματα εις τον στόλον| και απ’ εδώ και απ’ εκεί να τον ορθώσει όλον Αχέλ. 500. 5) α) Τακτοποιώ: Στρέφομαι εις το ξενοδοχειόν να αναπαυτώ την νύκταν,| να ορθώσω και την συνοδειάν τήν έχω μετά μένα Φλώρ. 1466· β) τακτοποιώ, οργανώνω: ούτως τότε όρθωσεν το μέρος το εκείθεν·| να είναι όλοι εις ορισμόν μεγάλου κοντοστάβλου,| την Άρταν δε να μάχονται της γης και της θαλάσσης Χρον. Τόκκων 2293· γ) διευθετώ, διακανονίζω: εκείνη εζήτησε χάριν τέρμενον ημέρας οκτώ, διά να υπάγει εις το σπίτιν της να ορθώσει τες δουλείες της Άνθ. χαρ. 29717· δεν έν καιρός να αφκραστώ εδά την ομιλιάν σου,| άμε και αλλότες διάγειρε, να ορθώσω την δουλειάν σου Σαχλ., Αφήγ. 377· Ο πλούσιος αν ψυχομαχεί, πολλοί τον παραστέκουν (παραλ. 2 στ.) και δείχνουσιν ότι αγαπούν και ταύτα τον λαλούσιν:| «αυθέντη, κάμε διάταξιν, όρθωσε τα καλά σου» Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 122· δ) διοργανώνω: για να τον τιμήσουσι, για πλέα τιμή μεγάλη,| πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γένουν και παλαίστρες Θησ. ΙΑ΄ [592]· Χαράν μεγάλην όρθωσαν να ποίσουν όταν έλθει| και παρευθύς αρχίνησαν την πόλιν να στολίζουν Θησ. Β΄ [193]· ε) διορθώνω, τακτοποιώ, αποκαθιστώ (Για τη σημασ. βλ. και Krumb., BZ 15, 1906, 711): έδε κείνες τας πουτάνες,| όπου εκρυφογαμηθήκαν,| και όταν θέλουν να παντρευτούσι,| πάσχουν τάχα να κρυπτούσι·| πιάνουσι να γιατρευτούσι| και παρθένες να φανούσι·| βάνουν, κλείουν και ματώνουν| και την τρύπαν τους ορθώνουν Συναξ. γυν. 667. 6) α) Διορίζω: όρισε (ενν. ο ρήγας), γράφουσι γραφάς, πιττάκια εις τον Πάπα·| μαντατοφόρους όρθωσε και εις αυτόν αποστέλνει Χρον. Μορ. H 480· Η μάννα τους τους όρθωσεν να είναι και οι δύο,| και τον Γιαγούπην έκαμεν αφέντην εις την Άρταν,| και τους Ρωγούς εδώκασιν του Καρούλου αυθεντίαν Χρον. Τόκκων 2096· Ο καπετάνιος όρθωσεν έντιμους εις την χώραν| και τα χαρτιά τούς έδωκεν να υπάσιν εις τον δούκα Χρον. Τόκκων 1446· β) αναθέτω, εξουσιοδοτώ, επιφορτίζω: ορθώσασιν τους δώδεκα εκείνους,| όπου έκλεξαν τον βασιλεύ, την μοιρασία να ποίσουν| του τόπου της Ανατολής κι όλης της Ρωμανίας Χρον. Μορ. P 1018· όρθωσεν κόντον τον αδελφόν του| τα ξύλα να αρματώσουσιν, τα πλευτικά τους όλα,| άλογα να βαστάξουσιν, να έβγουν εις την Πάργαν Χρον. Τόκκων 1475. 7) Ορίζω, διατάζω: Εις την αρχήν εις μιαν ομνεί (ενν. ο αβουγαδούρος) να κάμει εμπιστευμένα| εις το καπιτουλάριν του τά έχει η αυθεντιά ορθωμένα Σαχλ., Αφήγ. 353· ολονεμπρός επήγαιναν οι κάλλιοι καβαλλάροι| κι εις τέτοιον τρόπον γλήγορα, ως τ’ όρθωσεν εκείνος Θησ. (Foll.) I 51. 8) α) Δείχνω: πρόβοδον μ’ εδώκασιν την στράταν να με ορτώσει Λόγ. παρηγ. O 723· β) υποδεικνύω: ο Ιασούς εξέβηκεν, την αλοιφήν αλείφτη·| το εγκόλφιν εθυσίαζεν, τό έδωκεν η Μηδεία·| απάνω εγγίζει του έλμου του, ως τον έδειξεν εκείνη,| και τους θεούς θυσιάζει, ως τον όρθωσεν η κόρη Πόλ. Τρωάδ. 324· γ) κατευθύνω, καθοδηγώ: του δούκα το έδειξαν (ενν. το παραγιάλι) κι αυτός με παρρησίαν| τον στόλο εκείθεν όρθωσεν χωρίς ανορεξίαν Θησ. (Foll.) I 44· δ) καθοδηγώ με επιτυχία: Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ΄ [124]· ε) (ειρων.) διδάσκω, διαπαιδαγωγώ: Φοβήθηκα τον θάνατον, μήπως και αποθάνω| και ’κούσω ανάθεμα πολύ, που μαθητήν δεν έχω,| να τον ορθώσω σαν εμέ, διά να τον αφήσω| και να τον ευλογήσω, διά να με θυμάται πάντα,| να μη χορταίνει το κρασί, αν πίνει νύκτα μέρα Κρασοπ. (Eideneier) L 63· ϛ) καθοδηγώ, συμβουλεύω, «δασκαλεύω»: να εύρουν εκ τους γέροντες τον κάλλιον του κάστρο,| άνθρωπον επιτήδειον, να ηξεύρει να συντύχει| τους λόγους, την ορμήνειαν, οπού το θέλουν βάλει,| εις τον Γιαγούπη να υπά, να του τα αποσώσει. (παραλ. 10 στ.) Ούτως τον εδιόρθωσαν τον άνθρωπον εκείνον. (παραλ. 2 στ.) Κρυφά ανέβη (ενν. ο κοντόσταβλος) εις τον γουλάν και εσύντυχεν μετ’ αύτον (ενν. το Γιαγούπη)| και άρξετον να του λαλεί ως ήτον ορθωμένος Χρον. Τόκκων 2710. 9) Αποφασίζω: ελάλησαν να συναχτούν οι πάντες του φουσσάτου,| να ηκούσουν την απόκρισιν, τά είπαν και ορθώσαν,| του βασιλέως την εκλογήν, ποίος μέλλει να γένει Χρον. Μορ. P 971· οι δε, οι φρονιμότεροι οπού ’σαν πονεμένοι,| ορθώσασι να απελθούν στην Λακιδαιμονίαν,| επεί ήτο η χώρα εύκολη δι’ ανάπαψιν φουσσάτου Χρον. Μορ. P 5592. 10) Δέχομαι, συναινώ, στέργω: «διά τούτο λέγω προς εσάς, αξιοπαρακαλώ σας,| να έχω συμπάθειον απ’ εσάς ημέρες δεκαπέντε| να ορθώσω τα φουσσάτα μου και να σας καταφτάσω».| Οι Φράγκοι το ορθώνουσιν, κινούν και υπαγαίνουν Χρον. Μορ. P 721. 11) α) Ρυθμίζω, κανονίζω, φροντίζω: όρθωσε, καλέ αδελφέ, να έχει το μοναστήρι| ψάλτες καλούς και λειτουργούς …| του να μας μνημονεύουσιν εις αιώνα αιώνος Χρον. Μορ. P 2745· β) σχεδιάζω, οργανώνω: Αν χάσω το κεφάλι μου τελείως εκ το κορμί μου,| την Πλάτζια-Φλώρα βούλομαι να ορθώσω να συντύχεις Φλώρ. 1563· να μάσει το φουσσάτο του αφέντης ο Γιαγούπης| και να υπά διανυκτού πλησίον εις την Άρταν (παραλ. 1 στ.) και να εβγεί ο άνθρωπος μετ’ αύτον να συντύχει| και να ορθώσειν την δουλειάν πώς να τον βάλει μέσα Χρον. Τόκκων 2743· γ) (με σύστ. αντικ.) καταστρώνω σχέδιο: το τι δε πράξιν έκαμεν και πλάνον ο δεσπότης| και τι δε εύρε δοκιμήν και ενθύμησιν ο νους του| και όρθωμα τό όρθωσε· και να απορήσει ο νους σου| το πώς επιτηδεύτηκε στο δίκτυ να τον βάλει (ενν. τον Γιαγούπην) Χρον. Τόκκων 2671· ο βασιλεύς …| κάθεται, συμβουλεύεται με την ομόζυγόν του| και μετά δόλου ορθώσασιν όρθωμαν το τοιούτον Φλώρ. 251. 12) Φροντίζω, περιποιούμαι, διατηρώ σε καλή κατάσταση: Να υπάγει ο καθείς εις τον τόπον του και να αναπαυθείτε μήνας έξι· και θρέψετε τα άλογά σας καλά και τα άρματά σας ορθώσετε καλά· και ας είσθε έτοιμοι πάλιν εις το φουσσάτον να υπαγαίνομεν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 20722. 13) Αποδίδω τιμές: Τότε ήλθαν οι βασιλείς και ο λαός ο δόλιος| και με παιγνίδια θλιβερά όλους γαρ τους ορθώνουν| τους ρόγους (ενν. των νεκρών) και τριγύρου τους ήσαν με τον λαόν τους·| κι αφόν τους ετιμήσασι, ως έπρεπε καθέναν| από στεφάνια κι άρματα και έκλαμπρα στολίδια Θησ. Ι΄ [52]. 14) Μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ: Όμως ουδέ λανθάνει σε το πώς με τέχνες τόσες| το άλετρον ορθώνουν το, ολού του κόσμου γλώσσες| και με τα συνεργήματα το πώς τη γη όλη σκίζει Θησ. Πρόλ. 136. 15) Κατορθώνω, επιτυγχάνω: Εσείς δε να προσέξετε μη πιάσει και πιέτε| τόσον κρασίν μετ’ εκεινούς του να σας σκανταλίσει| και χάσομεν τά ελπίζομεν να έχομεν ορθώσει Χρον. Μορ. H 8304. 16) Πραγματοποιώ, εκτελώ: την πεθυμιά μου όρθωσε και τέλειωσε ως θέλω Θησ. Ι΄ [503]· ήκουσον πρώτον να ειπώ την πράξιν οπού λέγω| και εάν σε φανεί καλόν, ούτως να το ορθώσω Χρον. Μορ. P 6961. 17) Προσπαθώ· (σε σχήμα αδύνατου): την θάλασσαν την άμετρον ορθώνω να γλυκάνει| και λύκον λέγω πρόβατα ποτέ να μη δαγκάνει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 18. 18) Πείθω: εύκολα όρθωσεν (ενν. ο δεσπότης) τότε τους Αλβανίτας.| Ιδούν εδιορθώσασιν στον αμιράν να πέμψουν Χρον. Τόκκων 3076. 19) Τεκμηριώνω, υποστηρίζω με παραδείγματα: εσύναξα από τα βιβλία οπού λέγουν διά τες χάριτες και ελαττώματα και θέτω και αποδείχνω την χάριν και ορθώνω την με τες γραφές των φρονίμων και με την θείαν Γραφήν Άνθ. χαρ. 28910. 20) Ταξινομώ, αριθμώ: μοιράζω τούτο το βιβλίον εις κεφάλαια ορθωμένα διά πλέον σύντομον και γοργότερον Άνθ. χαρ. 28913. 21) Τιμωρώ: ο νέος νόμος του Χριστού ετούτο βεβαιώνει·| ότι αν μοιχεύσει (ενν. η γυνή) μίαν φοράν, πικρά σού την ορθώνει (ενν. ο νόμος)·| επαίρνει από την προίκαν της και δίδει την του ανδρός της,| και βασανίζεται, ώστε ζει, πεινώντας ο λαιμός της Συναξ. γυν. 104. 22) Εμπεδώνω, εδραιώνω, σταθεροποιώ: μας εξόρισες (ενν. εσύ, χρόνε) την τεχνικήν γνώσιν των γραμμάτων και ομάδι ομάδι ίσως και την φυσικήν, ωσάν εκείνη οπού ορθώνεται από εκείνην Χίκα, Μονωδ. 3692. 23) Επιτρέπω: βιαζόμενον το σώμα (ενν. του νεκρού) υπό του εντός πνεύματος, ήτοι της υγρότητος, γυρίζεται ως ορθώσει αυτό η φύσις και το κοίλωμα του τάφου ή τους πόδας ολίγον ανωφερές και την κεφαλήν κάτω Μάρκ., Βουλκ. 34513. 24) Ζωγραφίζω: Είχεν (ενν. το παλάτι) και τες ώρες ορθωμένες, πάσα ώρα καθώς τρέχει του καθενού μηνός Διήγ. Αλ. G 28827. Β´ Αμτβ. 1) Ετοιμάζομαι: αυτούς εκλέξαν να υπάν στον ρήγα αποκρισάροι.| Ορθώσαν και επέρασαν εκείθε εκ το Βροτήσι, (παραλ. 1 στ.) οδέψαν και απήλθασιν ολόρθα εις τον ρήγαν Χρον. Μορ. P 6343· όσον εφουσσάτεψαν, ορθώσαν και υπαγαίναν Χρον. Μορ. H 2022· (με επόμ. εμπρόθ. προσδιορ.): Ο Αμίμαντος επήρεν τα φουσσάτα και επέρασεν τον Ευφράντην ποταμόν και είδεν το φουσσάτον του Αλεξάνδρου και όρθωσε εις τον πόλεμον Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2451· την Κυριακήν γαρ το πρωί προς πόλεμον ορθώνουν Χρον. Μορ. P 3951. 2) Ορίζω, διατάζω: όρθωσεν (ενν. ο πρίγκιπας) κι εστράφησαν εκείσε εις τον ρήγαν| του να στρέψουν απόκρισιν, να τον πληροφορέσουν,| το πως ο πρίγκιπας Μορέως οι συμφωνίες του αρέσουν Χρον. Μορ. H 6413. 3) Κατευθύνομαι: Ατός του ο Αλέξανδρος εσέβην εις την μεγάλην κόκκαν και έριξεν τα καράβια όλα εις την θάλασσαν. Και αρχίνισεν άνεμος μέγας και όρθωσαν προς την Ανατολήν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19321. 4) Αποφασίζω: Όρθωσεν, οικονόμησεν έναν του καπετάνον Χρον. Τόκκων 1059. 5) Φροντίζω, κανονίζω: Αφού εσυμβιβάσθηκεν με τον Μουρίκη Σπάτα| και συμφωνίες έκαμαν το πού να ενωθούσιν,| όρθωσεν και εσύναξεν φουσσάτο όσον είχεν Χρον. Τόκκων 1050. 6) Μπορώ, καταφέρνω: έφθαναν (ενν. τα ζώα) και εδάγκαναν και ετινάσσασίν τα,| οι μεν από τον σφόνδυλον, οι δ’ άλλοι από την ράχη,| άλλοι δ’ από τα ’μίκωλα και από την κοιλίαν,| έτεροι δε ως έφτασαν και όποθεν ορθώσαν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 999 χφ Ρ κριτ. υπ. 7) Εμφανίζομαι στον ορίζοντα (Για τη σημασ. βλ. και Dawkins [Μαχ. Γλωσσ. σ. 239]): απού μακρά άρτωσεν έναν καράβιν και ήλθεν κοντά εις την Βενετίαν Μαχ. 58814. IΙ. Μέσ. 1) Σηκώνομαι: Πόλ. Τρωάδ. 122, Χρον. Μορ. P 3852. 2) Ετοιμάζομαι: Οι καβαλλάροι δ’ άξιοι την άργητα θωρώντες| και τίποτι βοήθειαν να δώσουν πεθυμώντες,| «πριν τύχει το ενάντιον», ελέγαν, «τό μισούμεν,| οπού θεός να μην το πει, εμείς ας ορθωθούμεν» Αχέλ. 1237· Απήν λοιπόν ορθώθησαν οι Τούρκοι ’ς κάθε πράμα,| το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 297· (με επόμ. εμπρόθ. προσδιορ.): Ο Μίμαντος ηπήρεν το φουσσάτο του και … είδεν τα φουσσάτα του Αλεξάνδρου και ορθώθην εις τον πόλεμον Διήγ. Αλ. G 26911· (με αντικ. βουλητική πρόταση): Ο Αλέξανδρος ορθώνετον να υπάγει εις το μέρος της Ολυμπιάδας Διήγ. Αλ. E (Lolos) 12315. 3) Παρατάσσομαι: όρισεν (ενν. ο Αλέξανδρος) και ορθώθη το φουσσάτον το ιδικόν του με τιμήν μεγάλην Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18316. 4) Καταστρώνω σχέδιο: Ο ’πιτραπέζης δολερήν συκοφαντίαν μ’ εποίκεν,| ορθώθηκεν, βουλεύτηκεν μετά του βασιλέως·| τάχατα ότι ήθελα εγώ τον βασιλέα| δολίως μετά μηχανής εκείνον φαρμακώσει Φλώρ. 560. 5) Συμβαίνω, λαμβάνω χώρα, πραγματοποιούμαι: Όταν εξήλθεν ο χειμών. κατέλαβεν το έαρ, (παραλ. 2 στ.) εις εκείνονε τον καιρόν, τον έμνοστον, ωραίον,| ορθώθηκεν η υπόθεσις Ελλήνων προς την Τρωάδα Πόλ. Τρωάδ. 350. Φρ. 1) Ορθώνω τες βίγλες, βλ. βίγλα 3γ. 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού): « … υπάμεν να εύρομε αλλαχού να ζούμε ωσάν στρατιώτες».| Εις την κατούναν ήλθασιν, ευθέως βουλήν απήραν·| ορθώσαν την κατούναν τους, πηδούν, καβαλλικεύουν.| Από το Νίκλι εξέβησαν, επιάσαν την οδόν τους Χρον. Μορ. H 5146. 3) Ορθώνω τον νουν, βλ. νους Φρ. 50. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Έτοιμος: τα πλευτικά ηυρήκασιν, τά ήσαν ορθωμένα Χρον. Μορ. H 6389· τον ναόν παστρέψασι (ενν. οι δούλες) και κατεστόλισάν τον| με χάσδια χρυσοράντιστα κι ευθύς κατά της ώρας| έφθασεν η Αιμίλια και ηύρεν ορθωμένα| απ’ ό,τι χρείαν έκαμνε να ποίσει την θυσίαν Θησ. Ζ΄ [783]. 2) Έκφρ. αρθωμένος σε ρίμα = ομοιοκατάληκτος: όλην την μάχην εις λεπτόν ξηγά σε μετρημένον| στίχον, με κόπον του πολύν σε ρίμαν αρθωμένον Αχέλ. Πρόλ. 36.πλέον (I),- επίρρ., Σπαν. A 233, Καλλίμ. 554, Διγ. Z 1895 (βλ. και κριτ. υπ.), Διγ. Esc. 894, 960, 1385, 1668, Χρον. Μορ. H 5033, Χρον. Μορ. P 611, 4062, 6746, 7350, 9037, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 538, Φλώρ. 1415, Ερωτοπ. 285, 600, Αχιλλ. (Smith) N 89, Αχιλλ. (Smith) O 176, 505, 737, Ιμπ. 757, 857, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 160, Ανακάλ. 118, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14423, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 89, 117, 152, Γεωργηλ., Θαν. 141, Απόκοπ.2 283, Ιμπ. (Legr.) 707, Hagia Sophia ω 518, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12128, Κορων., Μπούας 59, Περί γέρ. (Δαν.) 58, Πτωχολ. α 66, Σταυριν. 1122, Ιστ. Βλαχ. 1287, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, Διγ. Άνδρ. 32120, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 70r, Διήγ. πανωφ. 57, Μπερτόλδος 39, κ.π.α.· μπλιο, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 339, Διαθ. 17. αι. 10103, Πανώρ. Ά 116, Β́́ 230, 382, Γ́ 146, 356, 383, 413, Δ́ 60, 96, 121, Έ 174, 278, Στάθ. (Martini) Á 74, B́ 299, 321, Γ́ 168, 358, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 48, 144, 255, Έ 174, 216· πγιον, Μαχ. 67817· πέλον, Μαλαξός, Νομοκ. 477· πιλιό, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [862], Γ́ [510], [589], Δ́ [210], Έ [358], [1662]· πιο, Ανακάλ. 60· πίον, Ασσίζ. 16630, Μαχ. 1425, 13411, 1848, 3529, Βουστρ. (Κεχ.) 1347, 21010· πιον, Κυπρ. ερωτ. 54, 103, 1111, 1414, 219, 326, 393, 405, 462, 618, 7715, 901, 923, 65,, 9314, 21, 9422, 9713, 1021, 10412, 59, 1097, 11136, 1228, 1496, κ.α.· πλείο, Σπαν. (Μαυρ.) P 183, Ασσίζ. 29719, 36429, Μαχ. 3426, Θησ. Πρόλ. [89], [117], [152], [210], Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 380 κ.α. (γρ. πλίο), Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η [260], [280], ΙΖ [357]· πλείον, Αναγν., Στ. πολιτ. 10, Ασσίζ. 2917, 8118, 1154, 11719, 16215, 16530, 31, 17425, 19126, 29719, 41719, 4613, Διγ. (Trapp) Gr. 2310, Ανάλ. Αθ. 28, Ερμον. Κ 295, Φ 2, 328 (ή επίθ. πλείων), Χρον. Μορ. H 4062, 6674, Μαχ. 17622, 4281, Μάρκ., Βουλκ. 33920, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 141, κ.α.· πλέο, Σταφ., Ιατροσ. 15424, Ασσίζ. 4210, 1511, Χρον. Μορ. P 1657, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1197, 1372, Φαλιέρ., Ιστ.2 24, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 210, Θησ. Β́ [625], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 68, Αλεξ.2 862, 1899, Σκλάβ. 276, Πένθ. θαν.2 47, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 100v, Πορτολ. A 22110, 34524, Αχέλ. 145, 2322, Βίος Δημ. Μοσχ. 427, Ιερόθ. Αββ. 333, Διήγ. πανωφ. 56, κ.α.· πλεό (/πλεο), Θησ. (Morgan) X 113, Δευτ. Παρουσ. 41, Δεφ., Λόγ. 204, 341, 521, Βυζ. Ιλιάδ. 122, 270· πλεόν, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 85, Χρησμ. I 120, Χ 38, Φυσιολ. (Legr.) 215, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 148 κριτ. υπ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 359, 1028, Αιτωλ., Βοηβ. 210· πλιο, Φαλιέρ., Ιστ.2 359, Ch. pop. 295, Κορων., Μπούας 136, Πανώρ. Γ́ 250, Δ́ 239, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 486, Γ́ 239, Δ́ 162, Έ 127, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 49, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 23, Πιστ. βοσκ. Β́ 2, 255, Βοσκοπ.2 408, 471, 474, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9240, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 96, 453, 721, 914, 992, 2077, Β́ 60, 965, Γ́ 1123, Δ́ 1117, Έ 583, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 9, 43, 219, 373, 781, 1041, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 476, Έ 216, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1143], Δ́ [17], [784], Φορτουν. (Vinc.) Ά 373, Δ́ 152, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 296, Δ́ 114, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15326, 54322, κ.π.α.· πλιον, Ερωτοπ. 703, Χούμνου, Κοσμογ. 2705, Απόκοπ.2 459, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) N 167, Ιμπ. (Legr.) 707, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 381, Πιστ. βοσκ. III 1, 24 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου), IV 3, 117, 8, 146, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 606, 796, Β́ 1582, Έ 614, 1293, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 497, Δ́ 338, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 201 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου).
[Το αρχ. επίρρ. πλέον - πλείον (βλ. τ.). Ο τ. πιο και σήμ. Οι τ. μπλιο (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.), πιλιό (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 169, λ. πηλιό), πίον (Σακ., Κυπρ. Β́ 734), πλείον (Andr., Lex., λ. πλείων), πλέο (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πλέο(ν), Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Andr., Lex., λ. πλείων), πλεο (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 540, λ. πλεά), πλιο (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 311, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλιο(ν), Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ., λ. πλια, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. πλειό, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πλια), πλιον (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. πιον σε δημώδη κυπρ. άσματα (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Α.28 60Β, Β.11 87, Β.17 7, 8 κ.α.) όπως και τ. πκιον (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ., Β.34, 42, Β.40 197 κ.α.) που απ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., λ. πκιον). Τ. bλεο, μπιλιό, πεό(ν), πλέ’, πλέεν κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Β́ 374, λ. bιλεό, Δ́ 540, λ. πλεά, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. μπιλιό, , Σακ., Κυπρ. Β́ 726, λ. πεό(ν), Andr., Lex., λ. πλείων). Η λ. και σήμ.]
1) α) Πιο πολύ, περισσότερο (συν. με β́ όρο σύγκρισης): η γλώσσα η κακή πλέο ’κ την στια φλογίζει| κι εις βάσανα και πειρασμόν και χαλασμόν εγγίζει Δεφ., Λόγ. 191· Διγ. Z 1327· Μια λυγερή που πλιότερον παρά το χιόνι ασπρίζει,| κι από το ρόδον της αυγής, πλιο του δροσομυρίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [76]· (εδώ με τον επιδοτικό και): οι μανικόν υλάσσοντες και πλέον του Κερβέρου Γλυκά, Στ. 463· β) (συν. με αριθμητ.) περισσότερο, παραπάνω (σε θέση επιρρ./επιθ. ή πρόθ.): άργησεν εις την Βενετίαν πλέον από μήνες δύο Χρον. Μορ. P 2187· γράφοντα ...| το πότε εκατέλαβεν εκεί εις την Βενετίαν| και πώς τον εμποδίσασιν μήνας δύο και πλείον Χρον. Μορ. H 2223· επετάξανε πλέο παρά 150 λουμπαρδές Χρον. σουλτ. 8225· έκφρ. ή πλέον ή έλαττον = πάνω κάτω, περίπου: Δούκ. 2777. 2) α) (Με επόμ. επίθ., μτχ. επίθ., επίρρ. θετ. βαθμού σχηματίζει το συγκρ. ή το σχετικό υπερθ. βαθμό): τα πλι’ ακριβά μου πράματα έριξα της θαλάσσου Βεντράμ., Φιλ. 172· τους πιον χαμηλούς εποίκεν τους να έχουν ελευθερίες Μαχ. 2412· Λέγει: «Δεν ξεύρεις, άλλονε δεν έχω ’μπιστεμένον| ωσάν τον Αλοΐζιον και πλιο ηγαπημένον;» Τριβ., Ρε 244· Ωσάν το κάμνει η μέλισσα, θέλει πνιγεί απέσω,| δεν ξεύρω πλιο τιμητικά τέτοιαν αιτιά να χύσω Δεφ., Λόγ. 494· β) (με επόμ. επίθ./επιρρ. συγκρ. βαθμού ενδεχομ. κάπ. φορές για περισσότερη έμφαση· βλ. και Κακουλίδη-Πάνου - Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 523]): Εάν λέγουν διά αρχιερέα ή ιερέα ότι κάμνει τα πλέο χειρότερα αμαρτήματα ... Μαλαξός, Νομοκ. 127· ο Κάιν ... επρόσφερνε εις τον Θεόν ... τα πλέον χειρότερα και ατυχότερα πράγματα οπού να είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 82r· Εφάνη μου λοιπόν κι εμέν, κυρά μου, να σε γράψω| μίαν ιστόριαν παλαιά ... (παραλ. 8 στ.). Για πλείο ηδονικότερον εσένανε, κυρά μου,| διαστίχου θέλω να γενεί τούτη η πεθυμία μου Θησ. Πρόλ. 115· γ) (εδώ ισοδυναμεί με το «πιο σημαντικός»): την τιμήν τους πὄναι πλέο από τη ζωήν τους Συναξ. γυν. 782. 3) Επιπλέον (πβ. επιθετ. χρ., βλ. και πλέον (ΙΙ) 1): τα ιγονικά τους να έχουσιν κι άλλα πλείον να τους δώσει Χρον. Μορ. H 1637 (βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 375, λ. πλείον). 4) Τίποτε περισσότερο (πβ. ονοματική χρ.): αν ένι ότι εκείνος οπού το εγόρασεν εκείνον τον βίο, μετανώσει απέ κείνη την αγορά τήν εποίκεν, εντέχεται να χάσει την αρραβώνα του, χωρίς πλείον, και με τούτον να ένι αμέριμνος Ασσίζ. 28614. 5) (Με ρ. που δηλώνουν υπεροχή) κατά πολύ: των επιλοίπων γαρ ναών υπερβέβηκε πλέο επί τῃ ωραιότητι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1239. 6) Πια, πλέον (βλ. και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 230)· ειδικ. α) από δω και πέρα, στο εξής: αφόν τον επήραν πγιον δεν εγέλασεν από την πικρίαν του Μαχ. 67817· Ήλιε μου, ... (παραλ. 1 στ.) ... εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην| και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις Ανακάλ. 60· Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ’ξορίζω| μα ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ’ τσι τόπους οπ’ ορίζω Ερωτόκρ. Γ́ 926· (στην αρχή της πρότ. για έμφαση): έναι χρήση,| αδ δεν ευρώ τινάν να μου γροικήσει| με λύπην, πιον οτόσα μην βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 904· (σε επανάληψη για λόγους έμφασης): Ώχου, να μην ιδιούν πιλιό τα μάτια μας πιλιό την εξουρία Εβρ. ελεγ. 162 δις· (σε παροιμ. χρ.): καιρός οπ’ απερνά ουδέ γυρίζει πλέο Φαλιέρ., Ενύπν.2 97· β) τώρα (σε αντίθεση προς το παρελθόν): Κείνη η φωτιά που μου ’φεγγε πλιο λάμψη δε μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 761· γ) (με τον αδύνατο τ. της προσωπ. αντων. ενδεχομ. για έμφαση ή/και δήλωση προσωπικής συμμετοχής): Δεν έχω πλιο μου ’νάκαρα, η δύναμή μου εχάθη·| ετούτα φέρνουν οι καημοί, τω σωθικώ τα πάθη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 325· όσοι περάσουν την πλατεάν εις κόλασιν παγαίνουν| και σκότος το αιώνιον, και πλέο τους δεν εβγαίνουν Πένθ. θαν.2 586· από την ώρα εκείνη| οπού ’χασε το ταίρι του, ολόμαυρος εγίνη·| κι α ζήσει χρόνους εκατό, πλιο του δε θε ν’ αλλάξει,| ’πειδή κι η Μοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 767· δ) (επιφ., για την υποδήλωση συναισθημάτων όπως ανησυχία, έντονη θλίψη, απογοήτευση κλπ.): Μα σ’ είντα βρίσκομαι ο φτωχός, α λάχει και ξυπνήσει| και δει με πως τηνε φιλώ κι αδυνατά μανίσει!| Ποια λόγια τη μερώνου πλιο; Ποια δούλεψη μεγάλη| στην όρεξή τση το φτωχό ... με θέλει βάλει; Πανώρ. Β́ 229· Μοίρα μου, κι είντα λείπεσαι να κάνεις πλιο σ’ εμένα;| Τη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1007· Είντα μας ’ξίζου οι θησαυροί, τι πλιο οι φιλιές φελούσι,| αν οι ζωές τελειώνουσι κι οι βασιλειές χαλούσι ...; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 623. Εκφρ. α) Όσον πλέον ... εισπλέον = όσο πιο πολύ ... τόσο περισσότερο: Ο αφέντης της Καρύταινας ανεψιός μου υπάρχει| και άνθρωπός μου λίζιος ευρίσκεται και πρώτος·| και όσον πλέον έσφαλεν εισπλέον θλίψιν το έχω Χρον. Μορ. H 5898· β) όσον ... πλέον = όσο ... τόσο περισσότερο: όσον τον μαστιχώνει πλέον πρέπει να τον προσέχει Χρον. Μορ. H 4875· γ) πλιο ... πλιο = όσο περισσότερο ... τόσο ... (βλ. Κριαράς [Ιμπ. σ. 273]): Ηγάπησέν τον εκ ψυχής σουλτάνος τον Ιμπέρη,| αυθέντην τον εποίησεν εις την Σαρακηνίαν.| Δίδει τον άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 631 δις· δ) τόσον (...) γιον πιον = όσο το δυνατόν πιο ... ή όσο το δυνατόν πιο πολύ: τόσον βουργά γιον πιον να με πληγώσεις| γιατί δεν πλήσσω αν είμαι λαβωμένος Κυπρ. ερωτ. 6920. — Βλ. και πλέον (ΙΙ), πλέα (Ι), (ΙΙ), πλείων, πλέος.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Ιμπ. (Κριαρ.) 421, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [1118], Θησ. (Morgan) I 42.