Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αθετώ,
- Σπαν. (Hanna) A 273, 598, Ορνεοσ. (Hercher) 5561, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 771, VI 774, Διγ. (Καλ.) A 901, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3589, Λίβ. (Μαυρ.) P 276, 279, 280, 768, 1454, Λίβ. (Lamb.) Esc. 517, 520 (κριτ. υπ.), 1533, Λίβ. (Wagn.) N 1379, 1507, Φυσιολ. (Pitra) 34321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 829, 261, Δωρ. Μον. (Hopf) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1430, 1570, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρπβ́́, ρπγ́́, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 39, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2448.
Η λ. ήδη σε επιγρ. (L‑S) και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Βάζω κατά μέρος, παραμελώ, λησμονώ: πάλι απόψε πρόσεξον και άγωμε δε και ειπέ τον| να μη αθετήσει τας γραφάς· η κόρη ορέγεταί τας Λίβ. Esc. 1533· Προς ιέρακα αθετούντα το κυνήγιον Ορνεοσ. 5561· β) παραβαίνω (προκ. για όρκο, υπόσχεση, κλπ.): όρκον αν έκαμες τινός, να μη τον αθετήσεις Ιστ. Βλαχ. 1430. 2) Περιφρονώ: Αν σε και έδωκεν ο Θεός τέχνην, υιέ, να ξεύρεις,| υιέ, μη την καταφρονείς, να μη την αθετήσεις Σπαν. A 598.αιγαιακός,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 35817.
Από το επίθ. αιγαίος και την κατάλ. ‑ακός.
Που ανήκει στο Αιγαίο πέλαγος: Από τε νήσων και κόλπων αιγαιακών, ιωνικών, σαρδηνικών και ατταλικών συμμαχίαν αιτήσομαι Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 35817.αμεριμνία- η, Σπαν. (Hanna) O 213, Hist. imp. (Mor.) 99, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2541, Διγ. (Καλ.) A 3709, Βίος Αλ. (Reichm.) 1943, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 35620, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 247, Δούκ. (Grecu) 1198, 12320, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5920‑1, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 615, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 188 ρβ΄· αμερεμνία, Λίβ. (Lamb.) Esc. 433.
Το μτγν. ουσ. αμεριμνία.
α) Απουσία φροντίδας, μέριμνας, φόβου· αφροντισιά, αδιαφορία, ξεγνοιασιά, ησυχία (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S· πβ. και την πιο προχωρημένη σημασ. «εξασφάλιση», αλλά και «συνθήκη που εξασφαλίζει», «σύμφωνον ασφαλείας» στα παλιότερα βυζ., αλλά και τα κατόπιν χρόνια, Zucker, BZ 30, 1930, 152): και καθίσας εν πότοις και αμεριμνίαις, ευφραινόμενος και ασελγαίνων Δούκ. 12320· ου γαρ ευρέθησαν εν όπλοις, αλλ’ ήσαν εν αμεριμνίᾳ καθεύδοντες Έκθ. χρον. 5920‑1· β) αδιαφορία (προκ. για εκπλήρωση υποχρεώσεων): Περί χρεών αμεριμνίαι καθολικαί Βακτ. αρχιερ. 188 ρβ΄.ανάξιος- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 447, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52622, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 86, VIII 167, Διγ. (Hess.) Esc. 1837, Διγ. (Καλ.) A 2959, Ερμον. (Legr.) Ω 37, 111, Βίος Αλ. (Reichm.) 2468, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 35515, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 14415, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 766, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ́ [133], Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 495, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 384, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 18311, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 2, 143, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 155, 217, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) A΄ [83, 560], Γ΄ [403], Δ΄ [1038], Χορ. δ΄ [74]. E΄ [216], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 135· ανάξος, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [330], Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Β́ 8.
Το αρχ. επίθ. ανάξιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που δεν αξίζει την προστασία (κάποιου προσώπου) ή δεν είναι άξιος κάποιας εκδήλωσης (Η σημασ. αρχ.): τρις των αχράντων μυστηρίων με εκοινώνησαν τον ανάξιον Σφρ., Χρον. μ. 14415· κι εσύ, κοπέλι πελελόν, ανάξιο τέτοιας χάρης Σουμμ., Παστ. φίδ. A΄ [83]· και παντελώς ανάξιοι εσμέν του σου ελέους Διγ. Gr. VIII 167. 2) Ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κάτι) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εις την μάχην ουκ εμβαίναν ως ανάξιοι πολέμου Ερμον. Ω 111· ανάξιος παντάπασιν πολεμείν τα θηρία Διγ. Gr. IV 86. 3) Ευτελής, ταπεινός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Πάντα της (ενν. η γυναίκα) τον ανάξιον ποθεί και τον ψηλώνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1038]· και δούλος ων ανάξιος τολμήσας εδεήθην Προδρ. ΙΙΙ 447. 4) Αναξιοπρεπής (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): μ’ όλο απού ’ναι κάμωμα σφαλτό και ντροπιασμένο| κι ανάξο Ροδολ. Δ΄ [330]. 5) (Προκ. για γεγονότα ή πράγματα) αταίριαστος, αποτυχεμένος: Επί των αναξίων γάμων ... εάν λάβει άνθρωπος ... και μεταμεληθεί ... οι αρραβώνες ... στρέφουνται ως εδόθησαν Ελλην. νόμ. 52622· Λύσετέ την και τ’ ανάξια| ρίξετε τα σκοινιά Πιστ. βοσκ. V2, 143· έπαινους ανάξιους που μου δίνεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [403].ανερεθίστως,- επίρρ., Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3585-6.
Από το επίθ. ανερέθιστος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Με τρόπο που δεν προκαλεί ερεθισμό, οργή: αφιλονείκως και ανερεθίστως τα βουλητά εκζητούντες. Ουδείς γαρ παρακαλών απειλεί, ουδέ ο ζητών ερεθίζει Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3585-6.απαντώ,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 181, 189, 195, 303, Ασσίζ. (Σάθ.) 836, 4555, 47228, Διγ. (Καλ.) Esc. 681, 682, 683, 686, 688, Διγ. (Καλ.) A 417, Ακ. Σπαν. (Legr.) 289, 2, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 523, Ερμον. (Legr.) E 161, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4003, 4916, 6413, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3765, 4020, Βίος Αλ. (Reichm.) 5341, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3553, Λίβ. (Μαυρ.) P 2768, Αχιλλ. (Haag) L 91, 1121, Αχιλλ. (Hess.) L 135, 1493, Ιμπ. (Κριαρ.) 30, 95, 99, 108, 254, 352, 375, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1521, Φυσιολ. (Zur.) XLV 16, Μαχ. (Dawk.) 28, 7620, 1066, 36426, 42030, 42420, 6226, 6827, Δούκ. (Grecu) 439-10, 10518, 1537, Αρμούρ. (Κυριακ.) 65, 137, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10836, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 105, 116, 140, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 13r Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 676, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1153, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 122, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 102, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1731, 1734, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 184, 186, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 27, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 44, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [133. 501], Λίμπον. (Legr.) 327, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 415, Διγ. (Lambr.) O 2048, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15824, 27220, 28110, Διακρούσ. (Ξηρ.) 32721· ’παντώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 13920, Διγ. (Hess.) Esc. 149, Διγ. (Καλ.) Esc. 360, Gesprächb. (Vasm.) 10128, Αχιλλ. (Hess.) L 262, Μαχ. (Dawk.) 27226, 35830, 61218, 6224, 63411, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 578, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 859, 9232, Ιμπ. (Legr.) 104, 113, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 140 (έκδ. ’παντούν· ορθή διόρθωση Πολ. Λ., Μετά Άλ., σ. 46, πατούν), Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37932, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 647, Διγ. (Lambr.) O 2557· ’μπαντώ, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 638.
Το αρχ. απαντώ. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ). Για παλαιότερη χρ. της βλ. Kaps., Vorunters. 141.
1) α) Συναντώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. Ι 1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μια κορασιά μ’ απάντησε μ’ όμορφα πλήσια κάλλη Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 44· συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον, αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον Ιστ. Βλαχ. 1734· ένας αγάς τ’ απάντησε κι εκεί τονε γκρεμίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27220· ως γιον έρκετον, εις την στράταν επάντησε ’νού καραβίου σαρακήνικου Μαχ. 27226· ποτέ ντου δεν εθέλησεν, όπου κι αν του ’παντήξει, να τση μιλήσει, όντε τη δει Ερωτόκρ. Β΄ 647· βλ. και ανταμώνω Ι 1α, ΙΙ Α1, Β1, απαντήχνω α· β) προϋπαντώ, υποδέχομαι (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει εμένα Διγ. O 2048. Βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β. 2) Αποκρίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ο είς στον άλλον (έκδ. τον άλλον· διορθώσ.) απαντά με τ’ άρματα να σώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 28110. 3) Ανταποκρίνομαι (σε κάτι), υπακούω: ει μεν απαντήσει προς το θέσπισμα, τον θηρώμανον έξουσιν ως ανδράποδον· ει δ’ αποκρούσει το προσταχθέν, εύδηλον, την κατηγορίαν καταγγελούσι Δούκ. 439-10· βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1β, ακούω Α6, ακρουμάζομαι 2. 4) α) Αντιμετωπίζω (σε μάχη, σε αγώνα, κτλ.), αντικρούω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι 2α· πβ. ΙΛ στη λ. 3): «εσύ πόσους δύνασαι, Βασίλη, απαντήσαι;» Διγ. Esc. 686· ορίζει τον ν’ αρματωθεί, πάγει να τον ’παντήσει Ιμπ. (Legr.) 104· Διά ν’ απαντήσουν τον θυμόν, τες κονταρές των Φράγκων Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4916· Υπάγει να απαντηθεί εκείνος με τον ξένον Ιμπ. (Κριαρ.) 108· να απαντήσει αδείλιαστα του Χάρου το δρεπάνι Λίμπον. 327· βλ. και αντιπαλαμώμαι, αντιπαρίσταμαι, απαντήχνω γ· β) (σε δικαστήριο) αντικρούω (αντίδικο): η συντροφία εντέχεται να αξιάζει, ίνα απαντήσει μέσον τους συντρόφους Ασσίζ. 836· βλ. και αντιδικώ β· γ) υπερνικώ (συναισθ. κατάσταση): Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι| αλλαδεφόρως τον καημόν τόν έχω να ’μπαντούσι (έκδ. ν’ αμπαντούσι· διορθώσ.) Φαλιέρ., Ιστ. A 638· δ) προστατεύω, προφυλάσσω (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 536 και ΙΛ στη λ. 5): Εάν ήσαν αληθινοί οι θεοί των Ελλήνων, απαντηθήν ήθελαν από την ιστίαν, ότι να μηδέν καγούν Διήγ. Αλ. V 49. Βλ. και αγιτιάζω Αα. 5) Εμποδίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1538, Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 5522 και σ. 84, λ. απαντημένο· και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α, 4β): τούτα, καλέ, τα σίδερα δεν γνώθεις και απαντού σε; Φαλιέρ., Ιστ. V 676· και απάνω τα ’ποδήματα την σκόνην να ’παντούσιν Αχιλλ. L 262. Βλ. και ανακόπτω 1, αντωθώ 2. 6) (Αμτβ.) αντέχω: εστάθην δυνατός εις το σπαθίν του και εδιαφεντεύγετον ώσπου άπάντα Μαχ. 42420· ψυχή πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη,| πώς απαντάς παράδοξον, πώς ουκ ερράγης ξένον Γλυκά, Στ. 181. 7) α) Διαρκώ (βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 460): εποίκασιν πόλεμον και απάντησεν πολλήν ώραν Μαχ. 36426· οι κριταί να ποιήσουν δίκαιον ... όσον απαντά η εξουσία του ρηγός Ασσίζ. 47226· ήλθεν άλλον θανατικόν όπου ’πάντησεν περίτου παρά α΄ χρόνο Μαχ. 6224· γι’ αυτόν ’παντά πνοή μου·| αμμέ πικρή ζωή μου| ως γιον στον ήλιον χιόνιν εφυράτον Κυπρ. ερωτ. 859· β) (προκ. για πράγμ.) διατηρούμαι: αν είχαν ποίσειν τα καρτζά ασημένα, ήθελα είσταιν τόσα φτενά, ότι ήθελαν καταλύεσθαιν γλήγορα· αμμέ εσμίξαν τα με το χάρκωμαν ν’ απαντούν Μαχ. 7620· τα πράγματα εκείνου του τεθνεώτος ήσαν τοιαύτα οπού ουδέν εδύνουνταν να βαστάξουν να ’παντήσουν χρόνον και ημέραν να μηδέν ποντιστούν Ασσίζ. 13820· γ) κρατιέμαι στη ζωή: πόσον καιρόν ν’ απαντήσομεν, μέλλει να ’ποθάνομεν Μαχ. 28. 8) Ικανοποιώ: δεν τους απάντα να στέκουνται ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξην και υποταγήν Σουμμ., Ρεμπελ. 184. Βλ. και αδειάζω, αναπαύω Α 1Ϛ, αναπληρώνω Α 2β.άπορος (I),- επίθ., Σπαν. A 379, Γλυκά, Στ. 425, Μανασσ., Χρον. 2071, Καλλίμ. 915, Ελλην. νόμ. 53614, 58115, 22, Διγ. A 4517, Θεολ., Τζίρ. 35829, Συναξ. γαδ. 161, Ιμπ. 227, Χειλά, Χρον. 348, 355, 356, Μαχ. 496 σημ. 9 (χφ. Ο), Κορων., Μπούας 20 (έκδ. του πόρου διόρθ. Κόλιας, Αθ. 45, 1934, 248 τ’ απόρον), Παϊσ., Ιστ. Σινά 2176, Βακτ. αρχιερ. 143, 174.
Το αρχ. επίθ. άπορος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Φτωχός, ενδεής (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): περί γυναικών γέννας, οπού είναι ξένες και άπορες Βακτ. αρχιερ. 143· ει τις λάβει άπορον γυναίκα, ήγουν άνευ προικός Ελλην. νόμ. 58115 (βλ. και ανήμπορος 2). 2) Δυστυχισμένος, άθλιος, ταλαίπωρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6α): το κάλλος και το άνθος μου εκείνος μου το παίρνει, | άμορφον και αγνώριστον αφήνει με τον ξένον, | τον έρημον και άπορον Διγ. A 4517· η ευχή της άπορος, της ταπεινής μητρός σου | να σκέπει σε εις την ξενιτειάν Ιμπ. 227 (βλ. και αζάπης, επίθ., αιχμάλωτον 3, αιχμάλωτος 3, άλαλος 3, αλλότριος 3, αλύπητος 2, άμοιρος β, ασβολώ μτχ. 2, άτυχος 1α). 3) (Πιθ.) κακός, ανάξιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): περί γυναικός και προικός, αν είναι ο ανήρ χαλαστής και άπορος Βακτ. αρχιερ. 174 (βλ. και αβάπτιστος 2, αδέξιος, άδικος 3, άθλιος, ανασβολωμένος, ανήμερος 1β, άτυχος). 4) Ανόητος, απερίσκεπτος: ομοιάσεις γεωργόν άπορον κατά πάντα: αφότου σπείρει την σποράν και κλείσει το χωράφιν, | εμπάζει τα χοιρίδια του και σκάπτουν το χωράφι Σπαν. A 379 (βλ. και αγνωσιάρης, άγνωστος 2β, αγροίκιστος, ακέφαλος 3, αλαφροκέφαλος, άμυαλος, άπλαστος 2, απλόψυχος, άφαντος). 5) Άδειος: το κάστρον (ενν. είναι) όλον άπορον, χωρίς ψυχής ανθρώπου Καλλίμ. 915 (βλ. και αδειανός, απόκενος). 6) Ισχνός, αδύνατος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5α): ήτον κοντός εις το κορμίν και άπορος Μαχ. 496 σημ. 9 (χφ. Ο) (βλ. και αδύναμος, απόλιγνος, άτυχος). 7) (Προκ. για μοναστήρι) που είναι χωρίς μοναχούς (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 1): ο Ναός και το μοναστήριον έμεινεν άπορον Χειλά, Χρον. 356. Το ουδ. του επίθ. ως ουσ. 1) Φτώχεια, πενία: ουδέν λαμβάνει διά το άπορον, ότι ουδέν έλαβεν μετ’ αύτής ο άνθρωπος προίκα Ελλην. νόμ. 58122. 2) Απορία: τον λόγο εκατάλαβε κι ήταν έξω τ’ απόρου Κορων., Μπούας 20.αρχιστράτηγος- ο, Θεολ., Τζίρ. 35626, Ιστ. Ηπείρ. XIX 8, Χρον. Τόκκων 1391, Φυσιολ. 36914, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1228, Ιστ. Βλαχ. 848.
Το μτγν. ουσ. αρχιστράτηγος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Ο ανώτατος στρατηγός, ο αρχηγός του στρατού (Πβ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ελέῳ βασιλικῴ και καυκαδηνικῄ προχειρίσει τιμηθείς δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος και πάσης άλλης θαλαττοκυηθείσης γενεάς και μορφής δουξ και αυγουστάλιος Θεολ., Τζίρ. 356226· ο βασιλέας έστειλε σερδάρην τον Σκεντέρην| να είναι αρχιστράτηγος απάνω στο σεφέριν Ιστ. Βλαχ. 848. 2) (Προκ. για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ) (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3 και ΙΛ στη λ. 2): Μιχαήλ ο αρχιστράτηγος και η αγία Θεοτόκος Φυσιολ. 36914· Παϊσ., Ιστ. Σινά 1228. Η λ. και ως τοπων.: Αχέλ. 1590, 1648.άστεγος,- επίθ., Γλυκά, Στ. 426, Θεολ., Τζίρ. 3566.
Το μτγν. επίθ. άστεγος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν έχει κατοικία (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ): Τούς πτωχούς και άστεγους μακαρίζει Θεολ., Τζίρ. 3566.αστράτευτος (I),- επίθ., Σπαν. A 222, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 234, Θεολ., Τζίρ. 3559, Δούκ. 23925.
Το αρχ. επίθ. αστράτευτος. Πβ. ΙΛ.
α) Που δεν πήρε μέρος σε πόλεμο· που δεν έχει πείρα από πόλεμο (Βλ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 2): Οπόχει χρήματα πολλά και φρόνησιν ουκ έχει … (παραλ. 2 στ.), ομοιάζει γάρ αστράτευτον άνθρωπον του πολέμου Σπαν. A 222· β) άπειρος, αδέξιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Προκρίνομε ημείς φανήναι αυτούς έμπροσθέν σου ημών πρότερον ουχ ως προέχοντας, άπαγε, άλλ’ ως αστρατεύτους και χαύνους Θεολ., Τζίρ. 3559. Βλ. και αρχάριος 2, ατζαμής 2, άχρηστος, ζαβός. Το ουδ. ως ουσ. = έλλειψη πείρας πολεμικής: Ο δε Χαλίλ ειδώς το άτεχνον αυτού και αστράτευτον … Δούκ. 23925.ασφαλής,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. 35829, Διήγ. παιδ. 906, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 143.
Το αρχ. επίθ. ασφαλής. Η λ. και σήμ. από τη λόγ. παράδοση (Δημητράκ.).
1) α) Σταθερός, ακλόνητος, σίγουρος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1· πβ. και Δημητράκ. στη λ. 1): ουδέν εστί τι μόνιμον, ούδ’ ασφαλές εν κόσμῳ τα πάντα παραρρέουσι Διήγ. πόλ. Θεοδ. 143· βλ. και άκλιτος, αρρεπής, άτρωτος 2, ατσάκιστος 2· β) αναμφισβήτητος: υπόδειγμα σαφές τοις μεταγενεστέροις καταλιπόντες και παράδειγμα ασφαλές Θεολ., Τζίρ. 35829. Βλ. και ανύποπτος 1. 2) Εξασφαλισμένος από κίνδυνο (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I3 και σημερ., Δημητράκ. στη λ. 3): πύργος ασφαλής και κατοχυρωμένος Διήγ. παιδ. 906.αταξία- η, Ασσίζ. 1539, 3339, Θεολ., Τζίρ. 35622, Έγγρ. του 1362 (Μακεδ. 5, 1961/63 (1963) 139), Μαχ. 65033, Σφρ., Χρον. μ. 1264, Θησ. (Foll.) I 80, Θησ. Β΄ [746], Ϛ΄ [504], Ζ΄ [274], Έκθ. χρον. 561, Κορων., Μπούας 41, Κώδ. Χρονογρ. 50, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 403, Ιστ. Βλαχ. 245, 704, Διγ. Άνδρ. 40526, Διγ. O 2906· αταξιά, Ερωτοπ. 377, Θησ. (Foll.) I 128, Θυσ.2 792.
Το αρχ. ουσ. αταξία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Έλλειψη τάξης (Πβ. L‑S στη λ. 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τες λαβωμένες όλες τους με καλοσύνη αφήκαν| να πάσιν όθεν χρήζουσιν, χωρίς καμιά αταξίαν Θησ. (Foll.) I 80· πολλά και αυτός εαυτόν καταγνούς επί τη αταξίᾳ και αδικίᾳ τῃ συνοικούσῃ σε Θεολ., Τζίρ. 35622. 2) α) Ακαταστασία, ανωμαλία (Πβ. L‑S στη λ. 2, 3): η αταξία του καιρού Έγγρ. του 1362 (Μακεδ. 5, 1961/63 (1963) 139)· β) αντικανονικότητα: δεν εδόθηκε των γυναικών στρατεία, πολέμους, μάχας να κρατούν’ ότ’ είναι αταξία| να διηγείρουν πόλεμον και να γενούν σερδάροι Ιστ. Βλαχ. 704. 3) Παράβαση, παράπτωμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Φέρε μου επά τα χέρια σου, τα ποδαράκια αντάμα| που κοπελλίστικη αταξιάν ακόμη δεν εκάμα Θυσ.2 792· Ειπέ τες καλοσύνες μου και πε την ελικιάν μου,| την αταξιάν τήν έκαμα μηδέν την ’μολογήσεις Ερωτοπ. 377· εάν ήθελεν βουληθεί ποτέ τινάς να κάμει τίποτες αταξίαν, εκείνος παρευθύς εθανάτωνέ τον Διγ. Άνδρ. 40526. Βλ. και απολακτισμός. 4) Απρέπεια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): εκεί τους αποδέχθησαν μετά χαράς γυναίκες| και ταπεινά επερίλαβαν την πόλιν διά εδική τους,| διχώς να ποίσουν αταξιάν καμιάς εκ την τιμή τους Θησ. (Foll.) I 128. Βλ. και ατόπημα. 5) Ταραχή, στάση (Πβ. L‑S στη λ. 1): μήπως και μάθουν διά τον θάνατον του πατρός αυτού και κάμουν αταξίας και δυναστείας Κώδ. Χρονογρ. 50. Βλ. και ακαταστασία α, ανακατωμός 2, αντιμάχησις, αποστασία, αταξάδα 2, μαλιά, παρατροπή, σάλαγος, συναπάντημα, σύγχυση.ατόπημα- το, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 69, Θεολ., Τζίρ. 35613.
Το μτγν. ουσ. ατόπημα.
Απρέπεια, ασχημία, παρεκτροπή (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1): οι κατακριθέντες ως συκοφάνται ή μοιχοί ή κλέπται ή έτερον ατόπημα εργασάμενοι Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 69. Βλ. και απρεπία, άσχημος ουδ., ασωτία 3α, αταξία 4).ατταλικός,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. 35817-18.
Η λ. σε επιγρ. (L‑S Suppl.).
Που αναφέρεται ή ανήκει στην πόλη Αττάλεια της Μικρας Ασίας: από τε νήσων και κόλπων αιγαιακών, ιωνικών, σαρδονικών και ατταλικών συμμαχίαν αιτήσομαι Θεολ., Τζίρ. 35817-18.αυγουστάλιος,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. 35627.
Το μτγν. επίθ. αυγουστάλιος.
Τίτλος στρατιωτικού, αξιωματούχου (Βλ. L‑S και Δημητράκ. στη λ. 2): τιμηθείς δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος και πάσης άλλης θαλαττοκυηθείσης γενεάς και μορφής δούξ και αυγουστάλιος Θεολ., Τζίρ. 35627.άφημος,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. 35410.
Από το στερ. α‑ και το ουσ. φήμη. Η λ. ήδη στον 5. αι. (L‑S).
Που δεν έχει φήμη, άδοξος (Η σημασ. ήδη τον 5. αι., L‑S): ταύτην σοι την δουλικήν και άφημον πρεσβείαν … προαναφέρομεν Θεολ., Τζίρ. 35410.αφιλονείκως,- επίρρ., Θεολ., Τζίρ. 3585.
Το μτγν. επίρρ. αφιλονείκως (L‑S, λ. αφιλόνεικος).
Ειρηνικά (Πβ. L‑S, λ. αφιλόνεικος): ημίν δε τοις λαχούσιν υμών προστατείν την προσήκουσαν τιμήν απονέμοντες αφιλονείκως και ανερεθίστως τα βουλητά εκζητούντες Θεολ., Τζίρ. 3585. Βλ. και αγαπημένα 2.αφόρητος,- επίθ., Σπαν. A 8, Κομν., Διδασκ. Δ 9, Κομν., Διδασκ. I 3, Διγ. (Trapp) Gr. 1365, 3418, 3495, Διγ. Z 666, 1826, 2304, Θεολ., Τζίρ. 35412, Notizb. 82, Καναν. 73Β, Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χίκα, Μονωδ. 6, Διακρούσ. 11510· αφόρεστος, Σταφ., Ιατροσ. 13364, Φλώρ. (Μαυρ.) 1254· αφόρετος, Φλώρ. 1270.
Το αρχ. επίθ. αφόρητος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος).
α) α1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος (Βλ. και L‑S στη λ. I· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): έσχεν αφόρητον και μεγίστην αγάπην του ιδείν τον νεότερον και τιμής αξιώσαι Διγ. Z 2304· Θλίψιν έχω αφόρητον Διγ. Z 666· εν μερίμνῃ αφορήτῳ Θεολ., Τζίρ. 35412· βλ. και αβάσταχτος Β, ανυπομόνητος 1, ανυπόφορος· α2) που δεν είναι ανεκτός (Βλ. L‑S, στη λ. Ι· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόρετος 1): κινδύνων αφορήτων Διακρούσ. 11510· βροχή αφόρητος Χρησμ. (Λάμπρ.) 120· β) που δε φορέθηκε, καινούργιος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II· πβ. ό.π. 1α. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 232): ζωνάριν αργυρόστολον και επάνω χρυσωμένον| και φορεσιάν ευγενικήν, αφόρετα σκαρλάτα Φλώρ. 1270· γ) (προκ. για σκεύη) αμεταχείριστος, καινούργιος (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος 1β): Πρώτον βάλε εις αφόρεστην χύτραν, ήγουν τσικάλιν Σταφ., Ιατροσ. 13364.βάναυσος,- επίθ., Θεολ., Τζίρ. 3576, Χρονογρ. (Λαμψ.) 243, Συναξ. γαδ. 50.
Το αρχ. επίθ. βάναυσος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αγροίκος (Πβ. L‑S στη λ. Ι και ΙΙ2): βάναυσος και απαίδευτος, χονδρός και ψευδολόγος Συναξ. γαδ. 50· Επαπειλήσεις ποιείτέ τινας προς ημάς ώσπερ εις τινας συγχωρίτας υμών και βαναύσους Θεολ., Τζίρ. 3576.βάρβαρος,- επίθ., Μανασσ., Χρον. 6697, Διγ. (Trapp) Esc. 1679, Ερμον. Ω 63, Βίος Αλ. 4581, Θεολ., Τζίρ. 3574, Δούκ. 21714, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Ιστ. πατρ. 1381, Ιστ. Βλαχ. 2116, Κείμ. αγ. Δημ. 384, Βελλερ., Επιστ. 77, Βακτ. αρχιερ. 136, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 85.
Το αρχ. επίθ. βάρβαρος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τη λ. βλ. και Follieri E., ΕΕΒΣ 39-40, 1972/73, 365/372.
Α´ (Επίθ.) α) Αγροίκος, απολίτιστος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): τριβάρβαροι και την ψυχήν, βάρβαροι και την γνώμην Μανασσ., Χρον. 6697· βλ. και βαρβαρότροπος, τριβάρβαρος· β) βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): Προς άνθρωπον αυτός εγώ βάρβαρον και κτηνώδη Βίος Αλ. 4581. Β´ (Ως ουσ.) άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): πίνουσιν οι βάρβαροι το κρασοπινακάτο Ιστ. Βλαχ. 2116. Βλ. και βαρβαρότροπος· (εδώ προκ. για Τούρκο) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): ο ερχομός του αθέου τούτου βαρβάρου Βελλερ., Επιστ. 77.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Σπαν. (Hanna) A 273, 598, Ορνεοσ. (Hercher) 5561, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 771, VI 774, Διγ. (Καλ.) A 901, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3589, Λίβ. (Μαυρ.) P 276, 279, 280, 768, 1454, Λίβ. (Lamb.) Esc. 517, 520 (κριτ. υπ.), 1533, Λίβ. (Wagn.) N 1379, 1507, Φυσιολ. (Pitra) 34321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 829, 261, Δωρ. Μον. (Hopf) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1430, 1570, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρπβ́́, ρπγ́́, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 39, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2448.