Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ

  • πλανώ,
    Σπαν. O 183, Προδρ. (Eideneier) II 101, IV 249, Καλλίμ. 1433, Διγ. (Trapp) Gr. 2090, 2187, 3506, Διγ. Z 3391, Διγ. A 4735, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1107, 1156, Χρον. Μορ. H 1099, 8414, Χρον. Μορ. P 1099, 8414, Λίβ. P 2370, Λίβ. Sc. 2493, Λίβ. Esc. 3658, Λίβ. N 3108, Αχιλλ. (Smith) N 1368, Χρον. Τόκκων 2211, 2654, Μαχ. 58822, 6565, Απόκοπ.2 215, Συναξ. γυν. 549 (έκδ. πλακούσι· διόρθ. Αλεξ. Στ.· βλ. και πλακώ (I)), Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 73r, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 691, Ιστ. πολιτ. 349, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4779, Κυπρ. ερωτ. 10022, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 264, Παλαμήδ., Βοηβ. 948, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, Κατζ. Πρόλ. 31, Διγ. Άνδρ. 37018‑19, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 100, 648, 1076, Γ́ 174, 462, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 948, Διήγ. πανωφ. 61, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 334, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14314, 30820, 3629, 50716, κ.π.α.· πλανάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r· β́ πληθ. ενεστ. πλανείτε, Φαλιέρ., Ιστ.2 327· γ́ πληθ. παρατ. ’πλάνων, Δεφ., Λόγ. 248· μτχ. ενεστ. πλανωμένος, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1386‑7.
    Το αρχ. πλανάω· πβ. και μτγν. πλανέω (TLG). Ο τ. με ανάπτυξη ευφωνικού γ (βλ. Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 516]). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Μεταφ., με υποκ. τη λ. νους) οδηγώ, περιφέρω εδώ κι εκεί: όταν τον δοξολογείς και υμνείς τον (ενν. τον Θεόν) μηδέν σε πλανάγει ο νους σου εδώθεν και εκείθεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r. 2) α) Ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Διγ. A 3165, Σαχλ., Αφήγ. 421, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2693, Σταυριν. 433, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189· (προκ. για θρησκ. πλάνη): ο Θεός μας ήφερεν εδώ ... και έβαλέ μας εδώ να στέκομε έως ότου να γεννηθεί ο Αντίχριστος, ο υιός της απωλείας, ο οποίος θέλει γεννηθεί από πόρνη και θέλει πλανέσει πολλούς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 294r· Εγώ ... τον έστειλα να κυβερνά εκείνον τον τόπον, και αυτός ο μιαρός τους επλάνεσε και τους έκαμε όλους χριστιανούς Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14523· β) βγάζω κάπ. από το σωστό δρόμο, παρασύρω: Εν τούτῳ σε παρακαλεί κι ημείς όλοι μετ’ αύτον·| μη σε πλανέσει ο λογισμός, του κόσμου γαρ η δόξα Χρον. Μορ. H 8414· Τα Βομπλιανά εγύρευεν να επάρει του δεσπότου,| και τόσον τον επλάνεσεν η έπαρσις η μεγάλη,| ότι εντρέπομαι να τα ειπώ τι έγραφεν τον δεσπότην Χρον. Τόκκων 2211· αυτόνος (ενν. ο Πιλάτος) την απόφασιν ήκαμε εις αληθεία,| γιατί τον επλανέσασι με τη φιλαργυρία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4581· γ) αποπλανώ, ξελογιάζω: Ποτέ μου δεν με πλάνεσε κοράσιον στον καιρόν μου,| μόνο εσύ, ματάκια μου, κι έκαψες την καρδιά μου Ch. pop. 352· Έπειτα επήγαμεν εις την Χοχλακούραν και εκεί ηύραμεν το παλληκάριον, οπού επλάνησεν την κόρην Διγ. Άνδρ. 3739· και ο Σαμψών ο θαυμαστός, ’κείνος ο ανδρειωμένος,| γυναίκα τον επλάνεσε κι έμεινε τυφλωμένος Διακρούσ. 1168. II. Μέσ. 1) Περιπλανιέμαι: Σπαν. O 4, Σπανός (Eideneier) D 1485, Παλαμήδ., Βοηβ. 442. 2) α) Ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι, παραπλανούμαι: Διγ. Άνδρ. 1926· (με εμπρόθ. προσδ.): παρακαλώ σας το, κάμετε και φρονείτε,| μη πλανεθείτε σε φλωρί, την νιότην να πουλείτε Περί γέρ. 180· Ξεύρομεν πως τα θηλυκά στον πόθον πλια νικούνται,| παρά τους άνδρες, κι εύκολα στον έρωτα πλανούνται Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [400]· (με συμπερασμ. πρόταση): Μη πλανεθούμεν, άνδρες αδελφοί, καθώς αι μωρές εκείναι πέντε παρθένοι, να χάσομεν τον καιρόν τούτον, οπού είναι καιρός ελέους Πηγά, Χρυσοπ. 140 (42)· λέγε μου με δίχως φόβον πώς επλανέθηκες τέτοιας λογής, να προτιμάς με όφκαιρες ολπίδες εκείνα οπού δεν θεωρείς από εκείνα οπού θεωρούμεν φανερά Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3420· β) βγαίνω από τον ίσιο δρόμο, παραστρατώ: Όλοι μας ωσάν πρόβατα επλανεθήκαμεν. Ο άνθρωπος εις την στράταν του επλανέθη και ο Κύριος του επαράδωκε τις αμαρτίες μας Χριστ. διδασκ. 80 δις· γ) σφάλλω, λαθεύω: κείνοι που κουμπώνουνται και λέγουν κι έχουν φίλους,| ουδέν κατέχουν τίποτας, έσφαλον και πλανώνται Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 171· Ποτέ δεν εκακόπεσε, ποτέ δεν επλανέθη,| από τα αμαρτήματα ελεύθερος ευρέθη Ιστ. Βλαχ. 1365· δ) πέφτω σε θρησκ. πλάνη: Μη το βάλεις εις τον νουν σου πώποτε να πλανεθούμεν, να προσκυνήσομεν είδωλα! Αγαπ., Καλοκ. 338· πάλιν εδάκρυσεν η Παναγία και είπε προς αυτούς: «Πώς επλανηθήκετε, ταλαίπωροι, και δεν εγνωρίζετε τον ποιητήν σας;» Αποκ. Θεοτ. Ι 53· (μτβ., με σύστ. αντικ.): μεγάλην πλάνην επλανεθήκασιν, ω βασιλεύ, οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι και οι Έλληνες θέλοντες να σέβουνται τέτοιους θεούς Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10729· ε) ξελογιάζομαι: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· (με εμπρόθ. προσδιορ.): οι δίκαιοι εις πειρατήριον ενέπεσαν και πολλοί, κατά το γεγραμμένον, επλανήθησαν εν κάλλει γυναικός Φυσιολ. (Zur.) XXXXIX 27. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = απατηλός: να εγνωρίζουν άπαντες τον πλανωμένον κόσμον,| τον άστατον, ακέρδητον, τους άπαντας κομπώνει Βυζ. Ιλιάδ. 495. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: θρησκείες εστοχάστηκα πολλές, μα πλανεμένες Διγ. O 1047· (σε προσφών.): Αλλά αιτία των κακών ο Θεός ποτέ δεν έναι·| τι είναι τά συλλογίζεσαι, άνθρωπε πλανεμένε! Πένθ. θαν.2 324· εκφρ. (1) πεπλανημένον πρόβατον = ο άνθρωπος που έφυγε από το δρόμο του Θεού (πβ. ΚΔ, Λουκ. 15, 6 κ.α.: πρόβατον απολωλός): το ωμόφορον, όπερ βαστά ο αρχιερεύς εις τον ώμον του, δηλοί το πρόβατον το πεπλανημένον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 397v· (2) πλανεμένη οδός/στράτα = αμαρτωλός, ανήθικος τρόπος ζωής (πβ. οδός 8β εκφρ.): Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσουμεν την στράταν που κρατούμεν,| και άλλην οδόν να πιάσομεν, τι αυτή έναι πλανεμένη Πένθ. θαν.2 571· ας ηξεύρει ότι εκείνος οπού γυρίσει αμαρτωλόν από την πλανεμένην του στράταν θέλει σώσει ψυχήν από τον θάνατον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθολ. Επιστ. έ 20 (πβ. ΚΔ, Ιακ. 5, 20: εκ πλάνης οδού). Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = α) παραπλανημένος, ξεγελασμένος: Εγώ είμαι ο πλανεμένος και άγνωστος, οπού επίστευσα τα ψεύματα Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ 225· (προκ. για θύμα θρησκ. πλάνης): Τι επιχειρίζεσαι και αναγελάς το κήρυγμα της αληθείας ... διά του οποίου οι πλανεμένοι ευρήκασι την αληθινήν στράταν; Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12632· β) αυτός που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: (σε προσφών.): Υπόστρεψον ταχύτατα προς την ενεγκαμένην,| πεπλανημένε, πόλιν σου και την Ολυμπιάδα, σην τιθηνόν, και θήλαζε Βίος Αλ. 1703. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως επίρρ. = α) λανθασμένα: Δεν έτρεξεν (ενν. ο παράλυτος) εις μάγους και μάντισσες, ωσάν το κάμνουσιν τινές άθεα, ασεβίστικα, πλανεμένα Πηγά, Χρυσοπ. 59 (20)· β) παραπλανητικά, δόλια: Τα μάτια σου, αν γυρίσουσι να ιδούσι νιον κανένα,| κι αυτά με πονηριά θωρούν, ψευτά και πλανεμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1208].
       
  • πολυπλασιάζω,
    Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3016.
    Το μτγν. πολυπλασιάζω. Η λ. σε έγγρ. του 12.αι. (Act. Ivir. 52549, Caracausi 466), στο Fisc byz. 5410 ,19, 5614 ,18 ,21, 6027 κ.π.α. και στο Βλάχ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) (Μαθημ.) κάνω την αριθμητική πράξη του πολλαπλασιασμού: πολυπλασιάζειν την δευτέραν φωνήν εξαπλά χρη πολυπλασιάζειν Rechenb. (Vog.) 391‑2· (με επόμ. τις προθ. προς, επί, μετά): πολυπλασιάσας ουν προς άλληλα ταύτα εύρον ͵βχκζ́ Rechenb. (Vog.) 5715· πολυπλασίασον τα έ ́προς τα ί Rechenb. (Vog.) 269· λαβών τα ρέ … πολυπλασιάζω επί το έτερον κεφάλαιον Rechenb. (Vog.) 5719· Πολυπλασίασον τα ς́ μετά κδ́ και γίνονται ρμδ́ Metrol.2 479. 2) α) Κάνω κ. πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κ. (σε ποσότητα): Και επολυπλασίασε πολλές αμαρτίες, ήγουν τούτος ο Κάις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 95r· δεν οικονόμησαν τον βίον οπού τους έδωσε ο Θεός ως καλοί οικονόμοι, αμή έχωσαν το τάλαντον εις την γην και δεν ηθέλησαν να το πολυπλασιάσουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 349v· β) ενδυναμώνω, εντείνω: Όταν ουν ετελείωσαν οι δύο χρόνοι, επολυπλασίαζε τας ευχάς και δεόμενος μετά δακρύων έλεγε … Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 2263· γ) κάνω κ. πιο έντονο, επιτείνω, τονίζω: Τρίχας σγουράς και νόστιμας, το χρώμα χρυσαφίου,| τα ποία επολυπλασίαζαν την εμορφία του νέου Θησ. Ϛ́ [306]. Β́ Αμτβ. α) Αποκτώ (πολλούς) απογόνους: ο Κάιν, ο Άβελ και ο Σηθ με τες αδελφάδες τους μέσον εις τούτον τον καιρόν επολυπλασίασαν με πολύ πλήθος από γενεάν εις γενεάν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88r· β) (προκ. για χώρα) επεκτείνομαι, αυξάνω σε πληθυσμό, μεγαλώνω: Και εκείνη (ενν. η χώρα) των Σιτσίτων επολυπλασίασε και αυξύνθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 109r. IΙ. Μέσ. 1) (Μαθημ. ) πολλαπλασιάζομαι: ταύτα τα εξάγια επί το όλον χρυσίον πολυπλασιαζόμενα γίνονται χ́ Rechenb. (Vog.) 18. 2) Αυξάνομαι, μεγαλώνω (σε αριθμό): Και εκείνες γεννώντας (ενν. οι γίδες), και (ενν. τα γίδια) πολλαπλασιαζόμενα, αυξανόμενα, εις πέντε και εις έξι χρόνους γίνονται πολλές Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 225. — Βλ. και πολλαπλασιάζω, πολυπλασιώ.
       
  • πολύτροπος,
    επίθ., Καλλίμ. 1516, 1788, Ερμον. Χ 141, Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 224, Ψευδο-Σφρ. 45624‑25.
    Το αρχ. επίθ. πολύτροπος. Η λ. και σήμ.
    1) α) Πολυμήχανος, εφευρετικός: Ερμον. Χ 107, Ροδινός (Βαλ.) 159· β) (με αρνητ. σημασ.)πονηρός, πανούργος: Καλλίμ. 1431, Ψευδο-Σφρ. 4347. 2) α) Πολύπλοκος: όργανα πολύτροπα έτερα ποιήσας (ενν. ο αμιράς) και μηχανάς ... κατεβίβασεν αυτάς (ενν. τας διήρεις και τριήρεις) ένδον του λιμένος Ψευδο-Σφρ. 39428· β) (μεταφ.) δύσκολος: μάθε το, πολύτροπος ετούτη η στράτα (ενν. της σωτηρίας) υπάρχει,| αμέ οπού θέλει από καρδίας εύκολα την κοντεύγει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2319. 3) Άστατος, ασταθής: παρακαλούμεν ... εμμείναντες εις την παλαιάν και ατάραχον τάξιν και κυβέρνησιν του καλού πνευματικού κυρ Αββακούμ, μάλιστα διά να μην αλλοτριωθεί το μοναστήριον ..., υποκείμενον εις πολύτροπες γνώμες Βλαστού, Επιστ. 17727.
       
  • πρωτονοτάριος
    ο, Ωροσκ. 3811, Μαχ. 67428, Πωρικ. (Winterwerb) I 6 κριτ. υπ., Μαλαξός, Νομοκ. 516, 518 δις, Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ 225· πρωτονοτάρης, Πανάρ. 7426, Μαχ. 67426.
    Από το ά συνθ. πρωτοκαι το ουσ. νοτάριος. Ο τ. (για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., Αθ. 16, 1904, 255-256) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. τον 6.-7. αι. (Lampe, Lex.), στο Meursius και σήμ. εκκλ.
    Αυλικός ή εκκλησιαστικός αξιωματούχος με γραμματειακά κυρίως καθήκοντα, ο επικεφαλής των νοταρίων (για το πράγμα βλ. ODB, λ. protonotarios, Darrouzès, Οφφίκια 355 κε.): Και τῃ Κυριακῄ, κγ́ Νοεμβρίου ͵aυκς́ Χριστού ήρτεν ο βαχλιώτης του πάπα και έφερεν το σκιάδιν του γαρδενάλλη και τες βούλλες διά να ορδινιάσουν τον πρωτονοτάρην γαρδενάλλην Μαχ. 67424‑25· Τα οφφίκια του παλατίου: ά ο βασιλεύς, β́ ο σεβαστοκράτωρ, ... ξ́ ο πρωτονοτάριος ... Μαλαξός, Νομοκ. 516· Τα των εκκλησιών οφφίκια ...: ά ο οικονόμος, β́ ο σακκελάριος, ... ζ́ ο πρωτονοτάριος ... Μαλαξός, Νομοκ. 517.
       
  • πωλώ,
    Προδρ. (Eideneier) III 176, Ελλην. νόμ. 5789, Ασσίζ. 19720, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 71, Ιστ. Ηπείρ. XX3, Αχιλλ. (Smith) N 199, Έκθ. χρον. 418, 27, 3320, Πτωχολ. α 156, 247, 320, 874, Ιστ. πολιτ. 77 15‑16, Ψευδο-Σφρ. 54027, Hagia Sophia φ2 5857· πουλώ, Ασσίζ. 779, 14218, 19631, 2326, 4289, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 171, Σπανός (Eideneier) Α 521, Χρον. Μορ. H 8290, Χρον. Μορ. P 8324, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 333, Φλώρ. 906, 1309, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 150, Ερωτοπ. 609, Χρον. Τόκκων 1138, 3589, Lettres 1453 428, Μαχ. 1834, 50413, 5203, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6823, Χούμνου, Κοσμογ. 1578, 1620, Βουστρ. (Κεχ.) 27414, 27819, M 15311, Λίβ. Va 3017, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2832, 3946, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 373v, Πεντ. Γέν. XXXI 15, XLI 56, Έξ. XXI 7, Λευιτ. XXV 14, XXVII 20, Δευτ. XIV 21, XXI 14, XXXII 30, Πτωχολ. α 471, 878, Στάθ. (Martini) Ά 72, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 19v, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 29127, 158197, Πτωχολ. B 86, Hagia Sophia ω 51217, κ.π.α.· αόρ. ηπούλησα, Gesprächb. 575· γ́ εν. παρατ. ’πούλεν, Μαχ. 49219· γ́ εν. μέσ. ενεστ. πουλείται, Πτωχολ. B 195· πουλέται, Μαχ. 5414· πουλίεται, Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 225· γ’ εν. μέσ. παρατ. επουλέτον, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1398· ’πουλιέτον, Κακοπ. 181· γ́ πληθ. μέσ. παρατ. επουλούντασιν, Προδρ. (Eideneier) IV 248-38 χφ P κριτ. υπ.· μτχ. μέσ. ενεστ. πουλώμενος, Rechenb. 52· μτχ. μέσ. παρκ. πωλημένος, Πτωχολ. α 432.
    Το αρχ. πωλέω. Ο τ. πουλώ από αρχ. πωλώ με τροπή –ω- σε –ου- από επίδρ. των γειτονικών συμφώνων (πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 288, 293 και ΛΚΝ, λ. πουλάω). Ο τ. σε έγγρ. του 11. (LBG, λ. πουλέω (sic), Caracausi, λ. πωλέω· για πιθ. παλαιότ. μνεία της λ. βλ. TLG), 12. (LBG και Caracausi λ. πωλέω), 14. (Act. Vat. I 347), 16. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 9, 27, 49, 71, 87, 109, Κρ. συμβόλ. 17, κ.α.), 17. (Αμάλθ. 10, 1979, 162, Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-4, 136, κ.α.), 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 128, 133, Βουρδουμπάκις, Χρ. Κρ. 1, 1912, 483), στο Du Cange (λ. πουλείν) και σήμ. Το μέσ. πουλούμαι στο Somav. Η λ. και σήμ. λόγ.
    Ά Μτβ. 1) Παραχωρώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ενός οικονομικού αγαθού σε κάπ. άλλο έναντι καταβολής αντιτίμου· πουλώ· α) (προκ. για αντικείμενα και ζώα): Δεν είχαμεν να θρέψομεν με τι την φαμελιά μας,| στον φόρον επουλήσαμεν όλοι τα άρματά μας Ιστ. Βλαχ. 1004· Βουϊδάκι είχε κόκκινο κι επήρε το κι εκείνο,| να το πουλήσει, τσι έξοδες να βγάλει απ’ αυτείνο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2059· πουλεί (ενν. ο μισταργός) τα πάντα του ως δι’ εσέν, και βάνει τον εαυτόν του,| και βάνει και την σάρκαν του εις κάμινον δι’ εσέναν Διδ. Σολ. Ρ 49· (με δύο αιτιατ.): του Διός το είδωλον ... πούλησέ με,| αν χρήζεις, ... μάστορη, και την τιμήν ειπέ με Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 907· (σε σχ. κατά το νοούμενο): αν ευρεθεί άλλο τίποτες μασσαρία του σπιτιού, ας πουληθούνε με φόβου Θεού Σεβήρ., Διαθ. 192112· (με επιρρ. προσδ. που δηλώνει αξία): εις εξήκοντα χιλιάδας| επουλήθηκεν ο λίθος| ο πανθαύμαστος εκείνος Πτωχολ. α 312· εκείνος ... είχεν πουλήσειν το άλογον ενού Αμμουχουστιανού, του Παρπερόττου, διά δουκάτα δέκα Βουστρ. 2343· Αυτού λέγει το δίκαιον περί εκείνου οπού πουλεί το αμάχι του εγγυτή του διά περίτου παρά τά του χρεωστεί (ενν. ο εγγυτής) Ασσίζ. 3108·  Ώδε ξηγάται το δίκαιον εκείνου οπού πουλεί το αμάχιν του εγγυητή του περίτου τά παρά του εχρώστην (ενν. ο εγγυητής) Ασσίζ. 609· β) (προκ. για πρόσωπα): αντίς χαράτσι, τα παιδιά παίρνουσι (ενν. οι Τούρκοι) και πουλούν τα,| κι αλλού ποθές δεν έτυχεν, ούτ’ εγινήκαν ταύτα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2329· μη έχοντας να τα αποδώσει, επρόσταξεν ο αυθέντης του να πουληθεί και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχεν και να αποδοθεί το χρέος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή 25· (με δύο αιτιατ. ή αιτιατ. και εμπρόθ. αιτιατ., βλ. Trapp, JÖB 14, 1965, 26): Κάλλιον να την πουλήσομεν την κόρην Πλατζια-Φλώραν| πραγματευτάδες ξενικούς από άλλην γην και τόπον Φλώρ. 913· Κόρην τερπνήν αφήρπαξας, αδελφήν ημετέραν·| πώλησον ταύτην προς ημάς, δούλε Θεού υψίστου,| και αντ’ αυτής σοι δώσομεν πλούτον, όσον κελεύεις Διγ. (Trapp) Gr. 77· (σε σχ. κατά το νοούμενο): Ποίον άλλο γένος σήμερον ευρίσκεται εις τον κόσμον| να τους πωλούν ως πρόβατα μόνον και τους Ρωμαίους; Χρον. Μορ. P 1261· (με επιρρ. προσδ. που δηλώνει ποσό, αξία): εις τον βασιλέα με υπάτε| και πουλήσετέ με τάχα| διά πέντε χιλιάδες Πτωχολ. (Κεχ.) P 87· Πόσα τον πουλείς ετούτον (ενν. τον Αίσωπον); Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6720· Εάν λάχει ότι είς άνθρωπος ... πουλεί άλλου ανθρώπου ... μίαν σκλάβαν, και έλαχεν ότι ... η σκλάβα μετά ταύτα πέσει απού κακήν αρρωστίαν ..., εκείνος ή εκείνη οπού την αγόρασεν εμπορούν καλά να του την στρέψουν εκείνου οπού την επούλησεν μέσα εις τον χρόνον και την ημέραν, και εκείνος ένι κρατούμενος να την πάρει και να του στρέψει τα καρτσιά του όσα την επούλησεν Ασσίζ. 429· (με εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει σκοπό): σε ομνύω, ως βασιλεύς, και κράτει το εις αλήθειαν,| ότι ποτέ σου απεδώ να μη έβγεις διά δηνάρια,| να πουληθείς διά χρήματα, να εξέβης (ενν. από την φυλακήν μου) διά λογάριν Χρον. Μορ. H 4314· γ) (προκ. για ακίνητο, εδαφική έκταση, πόλη): Επούλησα τα σπίτια μου και επούλησα τους τόπους,| οπού με αφήκαν οι γονείς με τους πολλούς τους κόπους Σαχλ., Αφήγ. 85· Ας το κρατήσομεν (ενν. το κάστρο) δι’ ημάς να ένι εδικό μας,| να ειπούμεν ότι θέλομεν να το έχομεν πουλήσει| της κεφαλής του βασιλέως εκείνων των Ρωμαίων Χρον. Μορ. P 8277· τον Λίβερην να λέγει (ενν. αφέντης ο δεσπότης),| να του πουλεί, αν τον φανεί, την χώραν την Γλαρέντζα Χρον. Τόκκων 3606· (με δύο αιτιατ.): επώλησεν (ενν. ο Ανδρόνικος) αυτήν τους Βενετίκους διά φλωρία χιλιάδες πεντήκοντα, ταύτην την περίφημον και λαμπράν πόλιν Έκθ. χρον. 51‑2· (με επιρρ. προσδ. που δηλώνει αξία): οι Τεμπλιώτες επουλήσαν το νησσίν όλον διά ρ́ χιλιάδες δουκάτα Μαχ. 51827· Ειπέ με, αν επουλήσετε το χωράφι τόσα άσπρα; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. έ 8· (με εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει σκοπό): γράφων (ενν. ο μισσίρ Ντζεφρές), παραδηλώνοντα να έλθει (ενν. ο βασιλεύς) σπουδαίως εκείσε| στο κάστρον όπου έπιασε, Ορεόκλοβον το λέγουν,| να το πουλήσει εις υπέρπυρα, να του το παραδώσει Χρον. Μορ. H 8324. 2) α) Διαθέτω κ. προς πώληση (βλ. και Κριαρ., Λεξ., λ. πουλώ 2, ΛΚΝ, λ. πουλάω 1α): ήθελα έχειν πολλά να ποίσω (ενν. εγώ, ο διαλαλητής), αν έβαναν μαρτυρίαν εις το καθέναν αμάχιν τό μου διδούσιν να πουλήσω Ασσίζ. 19710· ο πασαείς επούλιε το ό,τι του εφαινότανε καταπώς του άρεσε εις την πούλησιν, χωρίς να παίρνει στίμα από τον τσιταδούρον, ως γίνεται εις πάσα χώρα Σουμμ., Ρεμπελ. 173· β) διαθέτω ένα εμπόρευμα στην αγορά, εμπορεύομαι ένα αγαθό (βλ. και ΛΚΝ, λ. πουλέω 1β): Από όλους εκείνους οπού πουλούν σιτάριν εις τον φούντικαν, καν τε Φράγκος καν τε Συριάνος, κελεύει το δίκαιον να λάβουν απέ την πούλησιν το δέκατον Ασσίζ. 2443· Μία γραία επούλιεν αυγά εις το παζάρι, και έτυχεν και εβάδισαν δύο άνθρωποι και εχτύπησαν την γραίαν και ετσάκισαν τα αυγά της Rechenb. 861· είχε συνήθειαν Αβραάμ αυτά (ενν. τα γλυπτά) διά να φέρνει| στον φόρον, διά να τα πουλεί και βρώσιν διά να παίρνει Χούμνου, Κοσμογ. 598. 3) (Παθητ., με επιρρ. προσδ. του ποσού) κοστίζω, διατιμώμαι: εις τους ͵αυξθ́ εγίνην μεγάλον μύρτος. Και το σιτάριν επουλέτον δέκα τον μόδην Βουστρ. (Κεχ.) Μ 1397· έκαμεν (ενν. ο βεζίρης ο Μουσταφά πασιάς) εις όλα τα πράγματα του κόσμου όσα και αν ήταν από μικρόν έως μέγα νάρκι, τόσα να πουλούνται Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 73v. 4) α) Παραχωρώ, έναντι χρημάτων ή άλλων ανταλλαγμάτων, κ. που συνήθως δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης (βλ. και Μπαμπιν., Λεξ., λ. πουλώ 4, ΛΚΝ, λ. πουλέω 2): εκείνοι οπού πωλούν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, διά φιλαργυρίαν το κάμνουν Ιστ. πατρ. 19516· και την ζωήν του και την τιμήν του και την σωτηρίαν του την πουλεί (ενν. ο φιλάργυρος)  διά να συνάξει άχρηστα χρήματα Πηγά, Χρυσοπ. 315 (4)· χαροκοπά η πολιτική και δίδει το κορμίν της,| έξω πουλεί (έκδ. εξωπουλεί· διόρθ. Ξανθ., Βυζαντίς Ά, 1909, 350) τα κάλλη της και χάνει την τιμήν της Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 257· στοχαζόμενοι ... μήπως και είναι κανένας πόρνος ή ασεβής ωσάν ο Ησαύ, ο οποίος διά ένα φαγητόν επούλησε τα πρωτοτόκιά του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ιβ́ 16· (εδώ με εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει τη βάση υπολογισμού): Η δικιοσύνη εχάθηκε, φίλε μου, απ’ τσι κριτάδες,| με τα δηνέρια την πουλού και κάνου σα ληστάδες Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 42· β) (μεταφ.): Ο Μενέλαος πάντοτε εις αύτον (ενν. τον Πάριν) συσκοπίζει·| βιγλίζει πάντα εις αυτόν, καλά έχει τον νουν του·| της γυναικός του την χολήν θέλει να του πουλήσει·| αλλά πολλά έναι ακριβόν να το αποπληρώσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4818· Τ’ αγόρασες πολλ’ ακριβά (ενν. τα φιλιά), γιατί με τη γλυκότη,| ο έρωτας σού πούλησε σμιγμένη την πικρότη Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [330]· επειδή ακριβά την αγόρασε (ενν. την βασιλείαν) διατ’ εσένα, άνθρωπε, ο Υιός του Θεού, με το αίμα του, τώρα φτηνά σού την πουλεί, διά ποτήριν ψυχρού ύδατος Πηγά, Χρυσοπ. 145 (54)· (εδώ παθητ., με αιτιατ.): Δεν έχει εκεί να εύρει έλεος, παρά όποιος έχει σήμερον έλεος σπαρμένον εδώ· μη μου ελπίσεις τότε να εύρεις συμπάθειαν, τώρα την γύρεψε. Εκεί τότε έλεον δεν σε πουλιέται, μηδέ αγοράζεται Πηγά, Χρυσοπ. 140 (41). 5) Προδίδω, εγκαταλείπω κάπ. (η σημασ. ήδη αρχ. καθώς και σήμ., βλ. ΛΚΝ, λ. πουλέω 2β): πονηρόν και δήμιον, όμοιον του μαθητού του δόλιου,| οπού επούλησεν τον αόρατον Δεσπότην, Αφέντην των απάντων Χρον. Τόκκων 2701· Ω Δέσποινα, τα θάρρη σου στο Γιούδα απαντέχεις;| Επούλησε το τέκνο σου, κι εσύ δεν το κατέχεις! Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2861· ο Ιούδας διά φιλαργυρίαν πωλεί τον διδάσκαλον Πηγά, Χρυσοπ. 204 (39)· (εδώ με εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει αξία): τον οποίον (ενν. κακόν) σκοπόν έδειξεν ο Ιούδας πουλώντας τον διδάσκαλον διά τριάντα δηνάρια, τόσα όσα εμελέτησε αν τύχει να κερδίσει, κλέπτοντας από την τιμήν εκείνου του μύρου Πηγά, Χρυσοπ. 161 (34)· Τα τριάκοντα αργύρια της πουλήσεως του Ιωσήφ δεν είναι φανερόν εικόνισμα και σκιαγραφία της προδοσίας του Ιούδα, οπού επούλησεν απατά διά τριάκοντα αργύρια τον Κύριον; Πηγά, Χρυσοπ. 202 (31). 6) (Μεταφ.) εξαπατώ κάπ. (βλ. και Κριαρ., Λεξ., λ. πουλώ 3) : Οι άρχοντες λογιάζουνε πλούσοι πως να ’ν’ κι οι άλλοι,| γή να ’χου βίον να περνούν, να φαίνουνται μεγάλοι·| κι επήγαν κι επουλήσαν τσι πως θέλουσι να φύγου·| και τότες, σαν τ’ ακούσανε, εβγαίνουσι και σμίγου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54521· Ευθύς εσυμφωνήσασι να μηδέν πολεμήσουν,| αλλά το περισσότερον τον δούκαν να πουλήσουν Κορων., Μπούας 49· φρ. πουλώ ψόματα = λέω ψέματα: ξεύρεις και πουλείς τα ψόματά σου| τόσ’ ακριβά, και κείνες| τις ψεύτικες θωριές και τις ελπίδες Πιστ. βοσκ. II 7,14. Β́ (Αμτβ.) με το ρ. αγοράζω για να δηλωθεί ότι κάπ. διεξάγει εμπόριο, ότι εμπορεύεται: ει δε ο άνδρας της ποιεί την συμβίον του έμπορην, ώσπερ να πουλεί, ν’ αγοράζει ... Ασσίζ. 3468· κανένας μηδέν είναι απότορμος την Κυριακή να πουλήσει, ουδέ ν’ αγοράσει, ουδέ καμίαν πράξιν να ποίσει Μαχ. 6306· απ’ εκείνο (ενν. το ξύλον) έπεφταν όλοι εκείνοι οπού επουλούσαν και αγοράζαν έξω από τον ναόν (ενν. του Σολομώντος) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 198v. Φρ. 1) πουλώ δουλεία = πουλάω προϊόντα: την ενορίαν μου επήραν και αφόρισαν ότι « ... όποιος με συναναστραφεί ή φέρει πραματευτάδες και πουλήσω δουλεία ή όποιος με μετρήσει διά παπά ...» και άλλα πολλά τα τοιαύτα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v. 2) πουλώ κ. με τας φωνάς = εκποιώ κ. σε πλειστηριασμό: εάν ένι ότι τα πράγματα εκείνου του τεθνεώτος ήσαν τοιαύτα οπού ουδέν εδύνουνταν να βαστάξουν να ’παντήσουν χρόνον και ημέραν να μηδέν ποντιστούν ..., το δίκαιον ορίζει ότι παρευτύς ότι τα πράγματα να έλθουν εις την αυλήν, ότι ο βισκούντης με τους β́ κριτάδες έχουν καλά άδειαν να ποίσουν παρευτύς να πουληθούν με τας φωνάς όλα τα πράγματα εκείνου του απεθαμένου Ασσίζ. 13825. Η μτχ. παρκ. πουλημένος ως επίθ. = (προκ. για δούλο) που αποκτήθηκε με πώληση (εδώ σε μεταφ.): Άλλοι ... εις κοινόβια ήλθον· .... και θεληματικώς έγιναν δούλοι πουλημένοι, λογιάζοντες πως εις τον εαυτόν τως δεν ζούσιν πλέον, μα εις τον του Χριστού πόθον, του οποίου ηκολούθησαν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 637.
       
  • σκοπεύω,
    Διγ. (Trapp) Gr. 1574, 2834, Διγ. Z 911, 3280, Χρον. Τόκκων 1055, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 66, Διγ. Άνδρ. 38611.
    Το αρχ. σκοπεύω. Η λ. και σήμ.
    1) Κοιτάζω, παρατηρώ· κατοπτεύω· διακρίνω: Μακρόθεν δε εξεναντίας του δένδρου έτεροι αετοί τινές ήσαν καθήμενοι, σκοπεύοντες την του δένδρου καλλονήν Ψευδο-Σφρ. 21425‑6· σκοπεύων τόπον εύρῃ| γυμνωμένον ίνα βάλῃ| την τε λόγχην Αχιλλεύς γαρ Ερμον. Υ 246· Πόσα στενάζει και αυτή δι’ εμέ αγρυπνούσα| και σκοπεύουσα τας οδούς καθεκάστην ημέραν Διγ. (Trapp) Gr. 666· μόνος του ίππου επιβάς ανέτρεχον τας όχθας| και τους πόρους εσκόπευον ιδείν τους εναντίους Διγ. (Trapp) Gr. 2738· Ο τόπος ήτον ένυλος, δασώδης και αλσώδης·| τίποτι ουκ ημπόρεσε να ίδει, να σκοπεύσει Βέλθ. 1199. 2) α) Ερευνώ, μελετώ· αναζητώ, ψάχνω: Ου γαρ εσυνεκρότησε πόλεμον αληθή ο αλάστωρ εκδεχόμενος την ώραν την σκοπευομένην παρά των μάντεων Δούκ. 34510· ένδιψος όλος γέγονα (πολύς γαρ ην ο καύσων)| και πανταχού εσκόπευα πού το ύδωρ υπάρχει Διγ. (Trapp) Gr. 2073· β) εξετάζω με προσοχή, σκέφτομαι: Διατί δεν σκοπεύει ο άνθρωπος καλά τα πράγματα, αμή με σπουδήν τα αρχινά; Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 225· Οπόταν εις υπόθεσιν βούλεσαι εδικήν σου (παραλ. 3 στ.), μάλλον δε στερεώθητι και σκόπευσον το κρείττον Σπαν. A 281· Ταύτα ακούων ο βασιλεύς σιωπών εγεγόνει,| εφ’ ικανάς τας ώρας δε όλως ουκ απεκρίθη,| αλλά τον νουν εσκόπευεν το τι απόκρισιν δούναι Διήγ. σεβαστ. Θωμά 140· γ) έχω το νου μου σε κ., προσέχω· (σε προστ. για προτροπή ή προειδοποίηση): Πρώτον ιδέ και σκόπευσε, ερεύνησε και μάθε,| ερώτησον μετά πολλούς και γνησίους και φίλους,| και μάθε αν ένι καλή, καλόγνωμον κοράσιον Σπαν. O 193· ιδές, υιέ μου, ει τι έπταισες, αν έποικες και φόνον,| σκόπευσον την γυναίκαν σου μηδέν το ’μολογήσεις Σπαν. A 631. — Βλ. και σκοπίζω, σκοπώ.
       
  • σχηματίζω,
    Σπαν. (Ζώρ.) V 441, Γλυκά, Στ. Β́ 36, Παράφρ. Μανασσ. 295, Καλλίμ. 2090, Metrol.2 581, Λίβ. Esc. 2089, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 47, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 1086, Λίβ. Va 1077, Έκθ. χρον. 522, Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 223, Μορεζ., Κλίνη φ. 4v, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 59, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7323, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18435, Ροδινός (Βαλ.) 101, κ.α.· μτχ. παθητ. αορ. σχηματιστείς.
    Το αρχ. σχηματίζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Σχεδιάζω: πιάνει (ενν. ο ζωγράφος) ομπρός του το σανίδι και σχηματίζει και κάμνει ντεσσένιον και κατά τους καιρούς απού του φαίνεται βάνει τα χρώματα Μορεζ., Κλίνη φ. 4v· Το πρόβατον δε παρευθύς έφησε προς την αίγαν: «(παραλ. 19 στ.). Περί δε του μαλλίου μου πολλά έχω να λέγω,| βουρτσίζουσι, κτενίζουσι και νέθουσιν το νέμα (παραλ. 2 στ.), ποιούν κουρτίνας εύμορφας ωραιοπλουμισμένας| και σχηματίζουν και ποιούν είδη και θεωρίας ...» Διήγ. παιδ. (Eideneier) 489· β) διαμορφώνω, σχηματοποιώ: ο λαός ... ειδωλολάτρησαν, χώνοντες εις το χωνί τα μαλαματικά τως και γινόμενα ωσάν είδος μοσχαρίου· το οποίον το εσχημάτισεν ούτως ο διάβολος, διά να δείξει των Εβραίων, πως το βόιδι ... είναι Θεός αληθινός Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 51· (μεταφ.): η δούλευσις οπού γίνεται από φόβον, είναι σχηματιζομένη κολακεία Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 21635. 2) (Προκ. για νεκρό) τοποθετώ σε συγκεκριμένη στάση, τακτοποιώ: η γυναίκα εκείνη ανοίγει την κάμεραν και βλέπει το κορμίν εκεινού του νεκρού σχηματισμένον εις την μέσην της κάμερας και δύο ωραίους νεανίσκους και επαραβλέπαν το Μορεζ., Κλίνη φ. 222r· Όταν επαγαίνασιν οι άγιοι απόστολοι και εσηκώνασι το κλινίδιον με το αγιότατον σώμα της Δεσποίνης σχηματισμένον κατά την τάξιν απού κείτουνται τα σώματα των νεκρών … Μορεζ., Κλίνη φ. 126v. 3) (Προκ. για μελωδία, τραγούδι) μεταγράφω (τον ήχο) σε νότες· (πβ. ά. σχεδιάζω σημασ. 3): Ετραγώδει … εκείνος (ενν. ο Πέρσης) το τεσνίφι, ο δε κύρη Γεράσιμος και Γεώργιος ο ψάλτης έγραφον τας φωνάς. Τελειώσαντες δε και σχηματίσαντες αυτό, όρισεν όπως ψάλωσι και αυτοί … το αυτό τεσνίφιον Έκθ. χρον. 3818. 4) Εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: σουλτάνα ήτανε του Τούρκου εις την Πόλιν| και κει που εσχημάτιζεν επροσκυνούσαν όλοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1366. 5) Προσποιούμαι: Σχηματίζοντας … πως δεν είχε την γνωρίσει διά γυναίκα Καλόανδρ. (Κεχ.) 408. 6) Αλλοιώνω, παραποιώ, καθιστώ παραπλανητικό: επεί δεν ήτον μπορετό αλλέως για να ’λθείτε,| τον λόγον μου σχημάτισα εσείς να κομπωθείτε Αλεξ.2 1470. 7) Δείχνω, δηλώνω (προκ. για συγκεκριμένο τρόπο μαθηματικού υπολογισμού): ειδέ γε πολλάκις ευρεθώσιν επάνω των σχοινίων ουργίαι ή μία ή δύο … οφείλεις πρώτον συμψηφίζειν και μοδίζειν τα σχοινία και έπειτα τας ουργίας και αναβιβάζειν και αυτάς, καθώς και προερμηνεύσαμεν και εσχηματίσαμεν Metrol.2 586‑7. II. Μέσ. 1) Λαμβάνω το μοναχικό σχήμα: έτει ͵ςϠιζ́, ινδικτιώνος β́, … εκοιμήθη βασιλεύς Ιωάννης εις την Θεσσαλονίκην, κυρού Ανδρονίκου υιός, σχηματιστείς Ιωάσαφ Byz. Kleinchron. Ά́ 9846. 2) (Με ακόλουθο το ομοίως με …) συμμορφώνομαι, ακολουθώ: μην σχηματίζεσθε ομοίως με τον αιώνα τούτον, αμή μεταμορφωθείτε εις την ξανακαινούργωσιν του νοός σας Χριστ. διδασκ. 56. 3) Δίνω την εντύπωση, προσποιούμαι: η κόρη με τα χέρια της γεράκιν θέλει λύσει| και τάχα να σχηματισθεί να διώκει το γεράκιν Λίβ. διασκευή α 2246· Επλήρωσα τα γράμματα και εβγαίνω από την τένταν,| γεμίζω το δοξάριν μου, προσέχω το κουβούκλιν,| εσχηματίσθην διά πουλίν και σύρνω την σαγίτταν Λίβ. διασκευή α 1305. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = διαμορφωμένος: είναι ο τόπος (ενν. ο Γολγοθάς) σχηματισμένος και πεποικιλμένος, πάνυ ωραιότατος Προσκυν. Μεταμ. 50 11136·
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης