Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αμύγδαλον
- το, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1380· μύγδαλο(ν), Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 724.
Το αρχ. ουσ. αμύγδαλον. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.)
Αμυγδαλιά: Κέκτηται δένδρα έγκαρπα ωραία και ποικίλα,| ελαίας, σύκα, αμύγδαλα, ροδάνθη με τα φύλλα Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1380.αναγραφεύς- ο, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 847, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 16018.
Από το αναγράφω. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. (Act. Doch. 240).
Αυτός που γράφει, ή αντιγράφει· γραμματικός, γραμματεύς: του πατρός Μαχουμούτ τζελεμπή του αναγραφέως Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 847.αναμερίζω,- Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 94, Β΄ 7, 116, 262, Γ΄ 450, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 2558.
Το μτγν. αναμερίζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Απομακρύνω (κάποιον, κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1α): Το Νικολό οχ το σπίτι σου να τον αναμερίσεις Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 262· β) αποφεύγω: γιαύτος ωσάν το δαίμονα όλες τσ’ αναμερίζω Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 94· ... λοιπόν το σπίτι μας τώρα αναμέριζέ το Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 116.απαντή- η, , Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙ 30, IV 843, VΙ 740, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1380, Διγ. (Καλ.) A 2244, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1309, 3265, 5250, 6430, 6897, 8880, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5235, Αχιλλ. (Hess.) N 621, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 326, Θησ. (Foll.) Ι 129, Θησ. (Βεν.) Β΄ [232]· απάντη, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 1895.
Το μτγν. ουσ. απαντή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τη λ. βλ. Παπαδ. Α., ΙΙ 11, 1941, 182.
α) Συνάντηση: ο βασιλεύς ήλθεν εις απαντήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1309· β) προϋπάντηση, υποδοχή: λαός πολύς εις απαντήν εξήλθον Διγ. Gr. ΙΙ 30· βλ. και αναδοχή 1· γ) πολεμική συνάντηση (Η σημασ. ήδη στο Μαυρικ., Στρατηγ., Mihǎescu, 10214): απήρεν τα φουσάτα του κι ήλθεν εις απαντήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3265. Η λ. Απαντή = Υπαπαντή (της Θεοτόκου) και στο Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 8717 και σε άλλα κείμενα· πβ. και Τωμ., ΕΕΒΣ 33, 1964, 7.αποδειλιάζω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) Ill 371, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7221.
Από την πρόθ. από και το δειλιάζω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.) Πβ. όμως και αποδειλιάω (L‑S).
1) Αποβάλλω τη δειλία, αναθαρρώ: και αν ένι τις και δόκιμος και έχει ψυχήν θρασείαν| και θήσει τα του πλάσματος και αποδειλιάσει πλήρης| (παραλ. 2 στ.) και σείσει το κοντάριν του Προδρ. III 371. 2) Φοβούμαι: Ας έλθει γούν και ας μην αποδειλιάζει την φήμην των κακών Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7221.αποδειλιώ,- Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5721.
Το αρχ. αποδειλιάω.
Φοβίζω (κάπ.): Αλλ’ ο επί πολύ αυτόθι του καταράτου Παντοδυνάμου εγχρονισμός μετρίως ημάς αποκνεί και αποδειλιά Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5721.αποδεκτός,- επίθ., Διγ. (Mavr.) Gr. IV 303, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1157, Διγ. (Καλ.) A 1718· απόδεκτος, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7024.
Το μτγν. επίθ.. αποδεκτός. Η λ. και σε επιγρ. (L‑S) και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.). Γιά τον τ. απόδεκτος βλ. Bauer, Wört. και Sophocl. (λ. αποδεκτός).
Παραδεκτός, αρεστός (Η σημασ. μτγν. και σε επιγρ., L‑S και σήμ., Δημητράκ.): αυθέντα μου, είπερ αποδεκτόν σοι| όπως είπῃς τῳ στρατηγῴ διά συμπεθεριάν Διγ. Τρ. 1157.αποδιοπομπώ,- Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1237.
Το ενεργ. του αρχ. άποδιοπομπέομαι. Η λ. ήδη στον Ευστ., Ιλ. Β́ 29127.
Διώχνω (Πβ. L‑S, λ. αποδιοπομπέομαι I 1): τους δε δοκούντας μεν μη όντας δε αποδιοπομπούμεν εις κόρακας Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1237.αποκήρυκτος,- επίθ., Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5924.
Το μτγν. επίθ. αποκήρυκτος.
(Προκ. για ιερωμ.) αποκηρυγμένος (Πβ. L‑S Κων/νίδη στη λ. 2): Τούθ’ ένεκεν … παρεγγυώμαι πάσι τοίς … οπωσδήποτε συγγενέσθαι αυτῴ βουλομένοις η και τοίς δεξαμένοις εντολάς αποκήρυκτον εντελλομένας αυτόν έχειν Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5924.αποκνώ,- Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5720.
Το αρχ. αποκνέω.
Φοβίζω (κάπ.): ο επί πολύ αυτόθι του καταράτου Παντοδυνάμου εγχρονισμός μετρίως ημάς αποκνεί και αποδειλιά Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5720.αποκτίζω (I),- Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Ιστ. Βλαχ. 1358, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4114· Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3829· αποχτίζομαι, Πεντ. Γέν. XVI 2, XXX 3.
Από τον αόρ. απόκτησα του αποκτώ. Για τη λ. πβ. ΙΛ, λ. αποχτώ (τυπολ.), καθώς και Κουκ., Αθ. 30, 1919, ΛΑ 40. Η λ. και στον ιερομόναχο Ναθαναήλ (Βαλ., Ανθολ. Α΄ 16).
I. (Ενεργ.) αποκτώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποχτώ 1): χρήσιμον έναι και … αναγκαίον ν’ αποκτίζομεν και να συνάγομεν βιβλία παλαιών και σοφών ανδρών Σοφιαν., Παιδαγ. 110 (βλ. και αγοράζω, αναλαμβάνω Α6, αποκερδαίνω α, γ). IΙ. (Μέσ.)· (εδώ) αποκτώ τέκνο (Πβ. ΙΛ, λ. αποχτώ 2): εμπόδισέ με ο Κύριος απέ του γεννήσει· έλα εδά προς τη σκλάβα μου αν τύχη να αποχτιστώ από αυτήν Πεντ. Γέν. XVI 2.απολαμβάνω,- Μανασσ., Χρον. 3386, Καλλίμ. 1849, Ασσίζ. 33615, 45430, 51019, Ιερακοσ. 50120, Διγ. Esc. 954, Χρον. Μορ. H 1262, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 142, Περί ξεν. A 462, 488, Θησ. Ζ΄ [886], Ριμ. Βελ. 224, Πένθ. θαν. N 383, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 850, Χρον. 309, Ιστ. πολιτ. 2418, Ιστ. πατρ. 11116, 1237, Ιστ. Βλαχ. 2426, Διγ. Άνδρ. 40817, Συναδ., Χρον. 64, Μαρκάδ. 132, 682, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 149, 288, 7012.
Από το αρχ. απολαύω σε συμφ. με τύπους του αορ. του απολαμβάνω. Η λ. και σήμ. από τη λόγια παράδοση. Βλ. και ΙΛ, λ. απολαβαίνω.
α1) Καρπώνομαι, κερδίζω, απολαύω (κάτι) (Πβ. L‑S στη λ. Ι1· και σήμ.· πβ. και ΙΛ, λ. απολαβαίνω 1): Ιδού καιρός γλυκύτατος τῳ Καλλιμάχῳ λάμπει| και συμπάθειας τυχικής μικρόν απολαμβάνει Καλλίμ. 1849· ακαρτέρει την χάρην ν’ απολάβει Θησ. Ζ΄ [886]· όπου έπραξεν δε τα καλά με έργον και με λόγον| έκατονταπλασίονα εκεί απολαμβάνει Περί ξεν. A 488 (βλ. και αβαντζιάζω, αβγατίζω Ββ, αποκερδαίνω α, αποκερδίζω α)· α2) (ενίοτε με παράλ. του αντικ.) αμείβομαι (Πβ. Bauer, Wört. στη λ. 1): ο καθείς απολαμβάνει κατά τα έργα του Διγ. Άνδρ. 40817· β) (ειρων. συνήθ.) «χαίρομαι» (κάτι κακό, δυσάρεστο), υφίσταμαι (κάτι μάλλον ως τιμωρία): ο φθόνος με κατήφερε αδίκως ν’ αποθάνω| κι ονειδισμούς από πολλών αεί ν’ απολαμβάνω Ριμ. Βελ. 224· Διγ. Esc. 954· γ) (με αντικ. πρόσ.) αποκτώ: τον Θεόν εδόξασαν όπου απέλαβαν βασιλέα ειρηνοποιόν και άγιον Χρον. 309 (βλ. και αγοράζω, αναλαμβάνω Α6, αποκερδαίνω α, αποκερδίζω β)· δ) απολαμβάνω την τιμωρίαν = τιμωρούμαι: να απολάβουν την τιμωρίαν Ασσίζ. 33615· ιδιάζ. έκφρ.: το απολαμβάνω (σήμ. πάντως στην Κύπρ. στους τ. απολαβαίννω και απολαβάννω) = τιμωρούμαι: ει τίνες θελήσουν να παν κατά πρόσωπα τούτους τους καλούς ορισμούς, να το απολάβει και εις το κορμίν τους και εις την ψυχήν τους Ασσίζ. 45430.απολαυστικός,- επίθ., Σπαν. B 452, Σοφιαν., Παιδαγ. 110· Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 153· απολαυτικός, Σπαν. A 476, Φαλιέρ., Λόγ. 130 (έκδ. απηβλεπτικός· διορθώσ.).
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. από τη λόγια παράδοση.
α) Που παρέχει απόλαυση, ευχαρίστηση (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S): παν πράγμα απολαυστικόν έχει και χορτασίαν Σπαν. B 452· β) που αγαπά την απόλαυση: Ο ανθρώπινος ούτος και σωματικός βίος προς τους απολαυστικούς τε και φιληδόνους αναφερόμενος Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 15 .απολαύω,- Περί ξεν. A 463, Λόγ. παρηγ. L 682, Πένθ. θαν.2 412, 526, 529, Επιστ. Αδελφ. 52, Ιστ. Βλαχ. 1216, Διγ. Άνδρ. 41018, 41212, Διήγ. πανωφ. 61, Διγ. O 977, 1851 Τζάνε, Κρ. πόλ. 25629, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 724, 784.
Το αρχ. απολαύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Απολαμβάνω, χαίρομαι (κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): απόλαυσεν την ζωήν της καλά ωσάν ήθελεν Διγ. Άνδρ. 41212, όλα σχεδόν τα χρήματα του κόσμου ν’ απολαύσουν Πένθ. θαν.2 529 (βλ. και αγαλλιάζω, αγαλλιώ, αγάλλομαι, αλεγριάζομαι, αναθάλλω A3, αναχαίρομαι, αποκερδαίνω α). 2) Ευχαριστούμαι (με κάπ.), χαίρομαι (κάπ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8· πβ. και ΙΛ στη λ. 3): να απολαύσω και υιόν τον αποθυμητόν μου,| Βασίλειον τον Διγενή Διγ. O 977 (βλ. και αναγαλλιώ 1, ανευχαριστούμαι).απολίτευτος,- επίθ., Σοφιαν., Παιδαγ. 108, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 4417.
Η λ. στον Αριστοτέλη.
1) Ακοινώνητος: να μην λανθάνει τόσον πολλά ο άνθρωπος την μνήμην της, ότι δεν ήτον τόσον αφανής και απολίτευτος Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 4417. 2) Αταίριαστος, ακατάλληλος για τους πολλούς (Πβ. L‑S στη λ. 113): ο υπερήφανος και πανηγυρικός λόγος έναι απολίτευτος· δια τούτο και ανωφελής Σοφιαν., Παιδαγ. 108.απόνιψις- η, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15815, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 498.
Από την πρόθ. από και το μτγν. ουσ. νίψις. Για παλαιότ. μνεία της λ. βλ. L‑S. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απόνιψι).
α) Νίψιμο (του προσώπου και των χεριών) (Η σημασ. ήδη τον 4. αι., L‑S): έβγαινε από το στόμα αυτών (δηλ. των λιονταριών) νερόν εις απόνιψιν του κοινού λαού Διήγ. Αγ. Σοφ. 15815· β) (προκ. για αμαρτία) συγχώρηση: τα …αμαρτήματα …ευθέως πρέπει να λαμβάνοσι την συγχώρησιν και την πάσαν αυτών ολοτελή απόνιψιν Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 498.αποσιώπησις- η, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 582.
Το αρχ. ουσ. αποσιώπησις. Η λ. και σήμ. (‑ση) από τη λόγια παράδοση.
Το να αποσιωπά κανείς (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1)· (προκ. για αλληλογραφία) διακοπή επικοινωνίας: η βραδύτης των παρ’ ημών γραμμάτων και η χρόνιος μεταξύ αποσιώπησις Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 582.αποσκίρτησις- η, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5919.
Από το αποσκιρτώ. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.)
Απομάκρυνση· εγκατάλειψη: άχρηστος δι ανηκοΐας και αποσκιρτήσεως γέγονε Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5919.αποσταίνω,- Ασσίζ. 1015, Λίβ. Esc. 3854, Θησ. Ζ΄ [1146], Σοφιαν., Παιδαγ. 113, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [232], Τζάνε, Κρ. πόλ. 1509, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 2926· αποστήνω, Ασσίζ. 7612, Διγ. Esc. 1652· μτχ. αποσταμένος, Χρον. Μορ. P 9090, Μαχ. 41222, 66222, 66411, Θησ. Β΄ [174], Δ' [724], Η΄ [312, 805, 1126], Κορων., Μπούας 19, Χρον. σουλτ. 11730, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [966]· ’ποσταμένος, Κυπρ. ερωτ. 10458.
Από το αφίστημι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποστένω).
1) Τοποθετώ: Μ’ απήτις τ’ αποστέσανε τα θαυμαστά κανόνια Τζάνε, Κρ. πόλ. 1509 (βλ. και ακουμπίζω Β3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α, απηθώνω α, αποθέτω 1, αφήνω). 2) (Ενεργ. και μέσ.) αποκάμνω, κουράζομαι, απαυδώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποστένω 4): ευρίσκασιν τους ανθρώπους αποσταμένους από τ’ άρματα και από την πυράν Μαχ. 66222· βάλλουσί τα (ενν. τα παιδιά) εις αμέτρους και μεγάλους κόπους, από όποιους αποκάμνουσι και αποσταίνονται Σοφιαν., Παιδαγ. 113 (βλ. και αγανακτώ Α3α, αποδίδω 6β, αποδώνω, αποκαραδοκώ). 3) (Ενεργ.) κάνω (κάπ.) να κουραστεί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποστένω 4): και τίναξες του δίνει τότες οπού τ’ απόστασε και το κεφάλι κλίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [232].απόστημα- το, Ορνεοσ. 58020, Ιατροσ. κώδ. 167 ωϟστ΄, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 1341· απόσταμα(ν), Ασσίζ. 17713, 31, 4305, 22, Ιατροσ. κώδ. νμε΄, φι΄· απόστεμα, Στάθ. Γ΄ 281.
Το αρχ. ουσ. απόστημα. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Παπαδ. Α., ΛΔ 1, 1939, 12-3.
1) Απόσταση, διάστημα (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. 1): Θεατός δε ημίν και ο ουρανός, άλλ’ ού πλείον αλωάδος, πλήν του ολίγου αποστήματος Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 1341. 2) Συγκέντρωση πύου σε ιστό του σώματος (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. 2): έπρεπε να κόψει την πληγήν ή να ανοίξει το αβγάσιμον η το απόσταμαν του μάκρου Ασσίζ. 17713 (βλ. και αποστηματάρι).Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1380· μύγδαλο(ν), Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 724.