Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- μετάληψις
- η, Ψευδο-Σφρ. 2689.
Το αρχ. ουσ. μετάληψις. Η λ. και σήμ.
(Προκ. για τροφή) λήψη, βρώση: οι ιχθύες και το ζωμίδιον αυτών εις τέλος εκλείπει και η μετάληψις αυτών αηδής ημίν και ανόρεχτος γένηται Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5114· (εδώ προκ. για αντίδωρο ή αγιασμένο νερό· για το πράγμα βλ. Du Cange, λ. μεταλαμβάνειν): αι καλογραίαι … προσμένουσαι ίνα … απογεύσωνται διά την του αντιδώρου μετάληψιν Σφρ., Χρον. μ. 365· η χάρις χορηγείται| και διά μεταλήψεως (ενν. του ύδατος) η μνήμη νεουργείται Παϊσ., Ιστ. Σινά 1980.μετασαλεύω,- Ιερακοσ. 50428, Πεντ. Γέν. IV 14, Διγ. Άνδρ. 3157.
Το μτγν. μετασαλεύω (Lampe, Lex. και Steph., Θησ.). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Α´ Μτβ. 1) α) Μετακινώ, μετατοπίζω (βίαια), μεταθέτω: εκ το βασμίδιν το κακόν να τον μετασαλέψεις Λόγ. παρηγ. O 513· Περί αρπαζόντων γην και των μετασαλευόντων τα σύνορα Βακτ. αρχιερ. 136· θέλει κρίνει αν είναι χρεία να (έκδ. τα) τους μετασαλεύσει (ενν. το Πρεσβυτέρων) ή όχι Χριστ. διδασκ. 466· β) (προκ. για εξάρθρωση): έτσι να μη φαν τα παιδιά του Ισραέλ το νεύρο το μετασαλεμένο ος ιπί απαλάμη τον μεριού ως την ημέρα ετούτη, ότι έγγιξεν εις απαλάμη μερί του Ιαακόβ εις το νεύρο το μετασαλεμένο Πεντ. Γεν. XXXII 33. 2) Κάνω κάπ. να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται: να δουλέψεις την ηγή να μηδέν προσμίξει να δώσει τη δύναμή της εσέν, κουνισμένος και μετασαλεμένος να είσαι εις την ηγή Πεντ. Γέν. IV 12. 3) Αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω: τοιούτον γαρ εστί το έθνος των Αλαμάνων … επαιρόμενον, ίνα μετασαλεύσει πάσαν την γην Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 403. 4) (Μεταφ.) α) κλονίζω: την όντως αγάπην και την φιλίαν … μήτε το τοπικόν διάστημα την μετασαλεύει, μήτε άλλη τις περιστατική αιτία …, αλλά μένει η αυτή ωσαύτας έχουσα Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2412· β) θέτω σε κίνδυνο: Ποια φύσις της αισθήσεως ή αναίσθητος να ίδει (παραλ. 1 στ.) εκείνην την παράξενον (ενν. την Ελένη), να μην μετασαλεύσει| πλούτον και δόξαν και ζωήν και αυθεντιά και κάστρη; Βυζ. Ιλιάδ. 510. Β´ Αμτβ. 1) α) Μετακινούμαι, μετατοπίζομαι: δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει| παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 706· ούτως επεγίνωσκες ότι μετασαλεύει,| κι από τόπον ηυρίσκετο πάλιν εις άλλον τόπον Διγ. Z 128· β) (σε μεταφ. προκ. για αλλαγή γνώμης): αυτείνη (ενν. η Αρετούσα) εμήνα τον κυρού πως σ’ ένα ζάλο στέκει| και μηδ’ εμετασάλεψε να πάγει πλια παρέκει| κι οι λογισμοί τση είναι καλοί, ποτέ τση δεν τσ’ αφήνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 752. 2) (Μεταφ.) αναστατώνομαι, ταράζομαι: ποια φύσις λέγω αισθητική να έβλεπε τοιαύτα| τα ξένα τα παράδοξα, τά γέγονεν εις Τροίαν,| να μην εμετασάλευσεν, αναίσθητος να γένει Βυζ. Ιλιάδ. 1050.μεταφυτεύω,- Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 36v· ματαφυτεύω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 6r.
Η λ. στον Θεόφραστο. Τ. μεταφυτεύγω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.
α) Βγάζω ένα δένδρο ή φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη: γυμνῄ γαρ τῃ ῳδῄ ετιθάσευε τα θηρία και τῃ μουσικῄ τα δένδρα και τους φηγούς μετεφύτευε (ενν. ο Θράκιος σοφιστής) Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1110-11· ατός (ενν. ο Λέρικος) εματαφύτευσεν τα δένδρα, ήγουν αυτός με έδειξε να κλαδεύουν και να φυτεύουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 100r· β) φυτεύω με τη μέθοδο της μεταμόσχευσης: τα δένδρα τα κεντρώνουν με άλλον καρπόν παρά τον εδικόν τους … και γίνεται ή παίρνουν από τα κλωνάρια τους και ματαφυτεύουν και αυξόνται και πληθαίνουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 36r.μετέωρος,- επίθ., Ιερακοσ. 51515· μέτωρος, Συναδ., Χρον. 35, 42, 47, 71.
Το αρχ. επίθ. μετέωρος. Για τον σχηματ. του τ. βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 618. Ο τ. στο ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ.). Η λ. και σήμ.
1) Υψηλός, που υψώνεται πολύ από το έδαφος: πρίζειν (ενν. ο ύδρωψ με τα μακρά κέρατα) τα μεγάλα δένδρα και μετέωρα και καταφέρειν επί την γην Φυσιολ. 341· εν τοις υψηλοίς <τόποις> και μετεώροις αυλίζεται (ενν. ο γυψ) και κοιμάται επι τας υψηλάς πέτρας … των ορεων Φυσιολ. M 52. 2) (Ως τιμητική προσφών.) που υπερέχει από τους άλλους, ανώτερος, σπουδαίος: Ω αρχηγέ μετέωρε, είπε, κι υμείς συμβούλοι,| είναι της αυθεντίας σας καλοί πιστοί σας δούλοι Κορων., Μπούας 117. 3) Επηρμένος, υπερόπτης: εσύ ο υψηλός, ο μετέωρος, ο υπερήφανος θυμού και συ τα έσχατα σου και θες ταπεινωθεί Πηγά, Χρυσοπ. 82 (32). 4) Ασταθής: επεθύμησε να ιδεί … του πάλαι Ιξίωνος τα βασίλεια και την ηρωικήν εκείνου και μετέωρον ζωήν; Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8532. 5) Εύθυμος, φιλοπαίγμονας, χωρατατζής: ήτον (ενν. ο Παπα κυρ Δημήτριος) … μωροσπανός, μωρογεμάτος, μέτωρος, καλόφωνος, γλυκόλογος Συναδ., Χρον. 32.μετζίτιον- το, Ιστ. πολιτ. 291· μετζέτι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 312r· μετζίτι(ν), Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 426, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1625, Διακρούσ. 9914, 113, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1778, Κατάλ. οικουμ. συν. 102r.
Από το τουρκ. mescid. Κατά Μενάρδ., Τοπων. μελ. 311 από το αραβ. mesgit και κατά Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 44, 1980, 70 από το αραβ. masdjid· βλ. και ά. μασγίδιον. Άσχ. το νεότ. μετζίτι (<τουρκ. mecit = νόμισμα) που απ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαγεωργίου Σ., Λαογρ. 2, 1910, 434 και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. μετζίτιν).
Μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί: Ναούς και μοναστήρια είπε να τα χαλάσουν, να βγάλουν τα ’κονίσματα, μετζίτια να φτιάσουν| διά να βάλει χόντζηδες Διακρούσ. 9814.μετριάζω, (I),- Γλυκά, Στ. 242, Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3327· μιτριάζω, Γεωργηλ., Θαν. 521· μιτριγιάζω.
Το αρχ. μετριάζω. Ο τ. μιτριάζω στο Du Cange Appendix, λ. μητριάζειν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 660, λ. μητριάζω και Πιλαβάκης, Πρακτ. Α′ Κυπρ. Σ Γ΄ β΄ 283) και στη Χίο (Κριαρ., ΔΧρ.ΑΕ, περ. δ΄, τ. 10, 1980-81, 79). Ο τ. μιτριγιάζω με επίταση της συνίζησης (Κριαρ., ΔΧρ.ΑΕ, περ. δ΄, τ. 10, 1980-81, 78). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Αμτβ. 1) Είμαι μετριόφρων, ταπεινώνομαι: μάλιστα να μετριάζει εις τους ανθρώπους της ως άνθρωπος Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3514· ίνα κατ’ αρετήν τινάς πείσω συζήν και μετριάζειν εν προσώπῳ Χριστού Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1125. 2) Αστειεύομαι, χαριτολογώ: Το λέγεις, Λίγκε, αληθινά ή τάχα μετριάζεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [65]· τον βραχίονα αυτής (ενν. της Θεανώς) γυμνόν τις ιδών μετριάζων είπεν: «καλός ο βραχίων» Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 157. 3) Διασκεδάζω, παίζω (Για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Διγ. Esc. σ. 227]): απότι αναπαύθημαν, έδοξέ μας μετριάζειν| και όλοι σας ανατρέχετε απέσω εις <το> ποτάμιν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1719. 4) Συμβιβάζομαι: εκείνος εζήτησεν γράσαν τάρμε οκτώ μέρες … και ο ρήγας απιλογήθην ίτσου μετριάζοντα μιτά του … να του έδωκεν έναν εγγυτήν … και ήτον κουντέντος να του ποίσει την γράσαν Άνθ. χαρ. 29630-1. 5) Μειώνομαι σε ένταση: η ορμή των ατάκτων και Θεόν μη φοβουμένων μετριάζεται και συστέλλεται φόβῳ των κρατούντων Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 2019. Β´ (Μτβ.) (με γεν.) ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω: Έργαστε, καταπώς γροικώ, εσύ μου μετριάζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1428 ]· δεν είπα τίποτας κακό, αμέ εμιτρίγιασά σου,| γιατί τα μασκαρέματα ’ρέγεται η αφεντιά σου Στάθ. (Martini) Β́ 163. IΙ. Μέσ. 1) Αστεΐζομαι, χωρατεύω: μετά τούτο όρισεν (ενν. ο Λέων) ίνα μετριασθώσιν να συντυχαίνει μόνος είς, ν’ απιλογείται άλλος Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 115 κριτ. υπ. 2) Χαριεντίζομαι (ερωτικά): διά να μετριάζομέστεν οι δύο μας ως νέοι,| να παιγνιδοπαίζομεν οι δύο μοναχοί μας Λίβ. Esc. 3258.μέτριος,- επίθ., Προδρ. I 80.
Το αρχ. επίθ. μέτριος. Η λ. και σήμ.
1) Που έχει σωστές αναλογίες: Διγ. Z 152. 2) Μετριοπαθής, μετριόφρονας: Ιωάσαφ, Στ. Νοταρ. I 39· Ότι οι αφεντάδες δεν πρέπει να είναι υπερήφανοι, μόνον μέτριοι Ιστ. Βλαχ. μετά στ. 1596. 3) Όχι υπερβολικός, κανονικός: Ημείς γουν πάλιν τώρα δεν γράφομεν πολλά προς την υμετέραν εν Χριστῴ αγάπην, μήτε αύθις ολίγα, αλλά μέτρια Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 338· η μέθη προξενά εις όλους αρρωστίαν,| αμή το μέτριον κρασί δίδει πολλήν υγείαν Ιστ. Βλαχ. 2132. 4) Λιγοστός: αν τύχει να μάθω συμφοράς και εγώ τας ιδικάς σου (παραλ. 1 στ.), τίποτε μετριότερον να γίνεται τό πάσχω Λίβ. P 1148. Εκφρ. πέραν του μετρίου (Η έκφρ. ήδη τον 4.-3. αι. (L‑S, λ. μέτριος III) και σήμ.): εμακρολογήσαν (ενν. τα ζώα)| και υπερεκαυχίσθησαν και πέραν του μετρίου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 553. Το ουδ. ως ουσ. = μετριότητα, μετριοπάθεια: η εκλαμπρότης σου διάκριση να κάμεις,| το ίσον και το μέτριον να μη το παραδράμεις Ιστ. Βλαχ. 1608.μονάζω,- Ελλην. νόμ. 52626, Ταμυρλ. 49, Λέοντ., Αίν. IV 15, Χειλά, Χρον. 350, Γεωργηλ., Βελ. 511, Παϊσ., Ιστ. Σινά 890, 1280, 1281, 1759, 1915, 2176, Συναδ., Χρον. 59, Βακτ. αρχιερ. 186, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 9823 (Ελλην. 9, 1936, 311).
Το μτγν. μονάζω. Η λ. και σήμ.
1) Απομονώνομαι, μένω ή ζω μόνος: Λοιπόν υπάγετε καλώς και μόνη πάλιν πέσω,| μονάσω πάλιν ως οψέ και πάλιν ησυχάσω Καλλίμ. 2019· φοβείται γαρ (ενν. ο λέων) τους κυνηγούς μήπως αυτού τα ίχνη| ακολουθούντες εύρουσιν την μάνδραν [που μονάζει] Φυσιολ. (Legr.) 947. 2) (Εκκλ.) είμαι ή γίνομαι μοναχός, καλογερεύω: Διαζύγιον του ανδρογύνου, οπόταν θελήσει από τους δύο ο ένας να μονάσει, ήγουν να καλογερέψει Βακτ. αρχιερ. 189· Πάλιν λέγει βιβλ. α’ του κώδικος … εάν θελήσει άνθρωπος να μονάσει ή γυναίκα από ανθρώπου … ουχί εισμίαν να γένεται μοναχός, αλλά να καρτερέσει χρόνους δύο και ούτως να μονάσει Ελλην. νόμ. 53720. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = α) (αρσ.) μοναχός, καλόγερος: ομοίως ποιούμεν πάντες οι τούτου του νησίου άνθρωποι, μικροί τε και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, πρεσβύτεροι και νεανίσκοι, ιερείς και μονάζοντες Χειλά, Χρον. 348· β) (θηλ.) μοναχή: την Επιστήμην την σεμνήν, μοναζουσών το κλέος,| την νύμφην του παντάνακτος Χριστού του βασιλέως Παϊσ., Ιστ. Σινά 307.ποικιλοτρόπως,- επίρρ.
Από το επίθ. ποικιλότροπος. Η λ. τον 8. αι. (TLG, LBG) και σήμ.
Με ποικίλους τρόπους: επειδή επέμφθη υπό Θεού πρύτανις και διοικητής των πραγμάτων, ας βασανίσει ποικιλοτρόπως τα πάθη των αρρώστων και ας θεραπεύσει ... τα θεραπείας δεόμενα Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6325.ποίμανσις- η, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4912, 22022.
Από τον αόρ. του ποιμαίνω και την κατάλ. –σις. Η λ. τον 4. αι. (LBG) και στο ΑΛΝΕ (ποίμανση).
Βόσκηση· (εκκλ.) πνευματική καθοδήγηση των πιστών: Δείται δε αύτη (ενν. η ποίμανσις) λόγου και ορθού και ποτίμου· τούτου δε άνευ ου ποίμανσιν είποι τις αν προβάτων αλλ’ απώλειαν και ανάξανσιν των νοσημάτων του ποιμνίου ή θεραπείαν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22024.ποιμαντικός,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. ποιμαντικός. Η λ. και σήμ.
1) Ποιμενικός: Και αυτός ο Σωτήρ εαυτόν ποιμένα καλόν εκάλεσε, διά την ομοιότητα ... οπού έχει η ποιμαντική τέχνη των αλόγων προβάτων με την βασιλικήν και ηγεμονικήν κυβέρνησιν των λογικών ανθρώπων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 13. 2) (Εκκλ., μεταφ.) επισκοπικός: και με την ποιμαντικήν ράβδον ας επανάγει το απολωλός ... διά να είναι άξιον της θείας και επουρανίου μάνδρας Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4916. Το θηλ. ως ουσ. = βόσκηση: καθώς ο Θεός ήκαμεν εις τον προφήτην Δαβίδ, τον οποίον θέλοντας να τονε δώσει βασιλέα του λαού του, ομπρός έδειξε την εμπειρίαν του εις την ποιμαντικήν των αλόγων προβάτων Μορεζίν., Λόγ. 469.ποίμνη- η, Ιστ. Βλαχ. 2760, 2761, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4913, Διακρούσ. 10117.
Το αρχ. ουσ. ποίμνη. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
1) Κοπάδι ζώων: Αχέλ. 309. 2) (Εκκλ., μεταφ.) η χριστιανική εκκλησία: Και είτι θέλεις εις ημάς (ενν. Συ, Χριστέ μου), είτι κακόν ορίσεις,| όλα τα υπομένομεν, μόνον μη μας χωρίσεις| από την ευσπλαγχνίαν σου και την υποταγήν σου,| μήδ’ από την αγάπην σου και ποίμνην την δικήν σου Ιστ. Βλαχ. 2608.πολιτικός- επίθ., Ασσίζ. 2851, 3592, Rechenb. (Vog.) 541, Σοφιαν., Παιδαγ. 103, Πτωχολ. α 588, 692 (βλ. όμως και Πολίτης [Πριν Άλ. σ. 157]) Zygomalas, Synopsis 198 Η 9, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1471, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 18, 6356, 235τίτλ., 8, 24259, 740 κή 3, Νομοκριτ. 100, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 56, 436.
Το αρχ. επίθ. πολιτικός. Η λ. και σήμ.
1) Που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτεία α) (νομ., σε αντίθ. προς το πραιτώριος, πραιτωρικός· για το πράγμα βλ. Αρμεν., Εξάβ. Ά 323 σχόλ., Γ́ 557 σχόλ.): Πάσαι δε αι κρίσεις ή πολιτικαί είναι ή πραιτώριαι ... Αι δε πολιτικαί είναι όταν κατά παράδοσιν λάβει τις αδέσποτόν τι εξ ευλόγου αιτίας και δεν φθάσει να το κυριεύσει διά χρήσεως και καιρού, τότε κρίνεται την πολιτικήν κρίσιν. Και πραιτώριαι είναι αι παλατιαναί και βασιλικαί Zygomalas, Synopsis 135-6 A 84· Περί εγκαλεσμάτων πολιτικών και πραιτωρικών Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 740 κή 1· β) (σε αντίθεση προς το στρατιωτικός): εδιάλεγαν ... τους δύο άνδρας τους καλλιοτέρους ... να διοικούσι και να κυβερνούσι τα πολιτικά και τα στρατιωτικά πράγματα, τους οποίους έλεγαν κονσούλους Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 23631· γ) (προκ. για στράτευμα) που ανήκει στην πολιτεία, στο κράτος: εκστρατεύσας κατά του πατρός αυτού ... μετά του πολιτικού φοσσάτου ... Byz. Kleinchron. Á 6820· (με παράλ. του ουσ.): τῳ δε Αυγούστῳ μηνί ... επανελθόντος του βασιλέως κυρού Μανουήλ μετά β́ κατέργων Ροδίων και Λημνίου και Χριστοπολιτικού και του ιδίου πολιτικού και ετέρων μικρών πλοίων ... Byz. Kleinchron. Á 6922· δ) που αφορά τους κοσμικούς, πολιτικός (σε αντίθεση προς το εκκλησιαστικός): Διά τους νόμους τους πολιτικούς ..., καλόν είναι και επωφελές να μάθομεν πόθεν εγράφησαν και εις ποίον καιρόν και χρόνον, διατί οι κανόνες των Αγίων Αποστόλων και των ιερών συνόδων και των αγίων πατέρων συμβοηθούνται από τους πολιτικούς νόμους Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 2351, 5· Εάν γένηται ότι μία γυναίκα αγκαλεί έναν άνθρωπον διά αιρετικίαν ... εις την αυλήν την πολιτικήν, ήγουν την κοσμικήν, περί τοιούτης αιρετικίας, το δίκαιον κρινίσκει και ορίζει ούτως να κριθεί, ότι τοιούτην υπόθεσιν ού τοιούτον έγκλημαν ουδέν πρέπει ... να εισακουσθεί παρά της πολιτικής αυλής, αλλά εις την αγίαν εκκλησίαν Ασσίζ. 22717, 20. 2) Που έχει σχέση με το δημόσιο βίο: Σοφιαν., Παιδαγ. 110· έκφρ. πολιτικά πράγματα: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 327. 3) Δημόσιος, επίσημος (προκ. για μέτρο χωρητικότητας στερεών) (Schilbach [Metrol.2 σ. 199]· πβ. πολίτικος, βλ. και Schilb., Byz. Metrol. 106 και σημ. 7· η χρ. σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Vat. I 102113, 119, Act. Dionys. 511, 12)· βλ. και LBG): σίτου καθαρού μόδιοι πολιτικοί μεγάλοι χιλιάδες πέντε Metrol.2 14314. 4) α) Ευγενικός: Συνήθειά τις άνωθεν επικρατεί τοις ανθρώποις πολιτικοτέρα τε και λίαν επαινετή, προ της σωματικής αυτών παρουσίας προηγείσθαι τα δωρήματα και τας γλυκεράς δωροφορίας, μετά δε ταύτα παραγενέσθαι και τους τας φιλοτιμίας προπέμψαντας Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1963· β) (προκ. για πρόσωπο) ευγενικός, καθωσπρέπει, χρηστοήθης: τον μεγαλοπρεπέστατον και πολιτικότατον ρήτορα Φράγκον τον Τελουντάν και ... τον ευγενέστατον Ιωάννην τον Παλαιολόγον Σοφιαν., Παιδαγ. 92. 5) (Προκ. για τον πολιτικό στίχο, το δεκαπεντασύλλαβο): προ καιρού και προ βραχέος χρόνου| ουκ είχον ουν ο δύστηνος το τι προσαγαγείν σοι (ενν. δέσποτα) (παραλ. 2 στ.), ειμή τινάς πολιτικούς αμέτρους πάλιν στίχους Προδρ. (Eideneier) I 9· να κάθηται, να ψηλαφά, να λέγει και να γράφει| πολιτικά μετριάσματα και πολιτογραφίας,| και λαρυγγίσματα πολλά και λέξεις επικρότους,| και να κατάγει εαυτόν εις την πεζολεξίαν Προδρ. (Eideneier) II 8. 6) Που είναι ελευθερίων ηθών (πβ. πολιτική η): πολλάκις συμβουλεύουσι (ενν. οι κόλακες) κάποιον να πάρει γυναίκα εξαπολυμένην και πολιτικήν Σοφιαν., Παιδαγ. 121· ο πληθ. ουδ. έναρθρ. = οι ακόλαστες πράξεις, ό,τι χαρακτηρίζει τη γυναίκα ελευθερίων ηθών, την πόρνη, πβ. πολιτικάτα τα: Εμένα εις το Ρέθυμνος εγεβεντίσασί με,| ως διά τα πολιτικά μου, ως διά τες μεθυσίες,| διά τες κλεψίες τες πολλές, τές είχα καμωμένες Σαχλ., Αφήγ. 885.πολλαπλάσια,- επίρρ.
Το αρχ. επίρρ. πολλαπλάσια (L‑S, λ. πολλαπλάσιος). Η λ. και σήμ.
Κατά πολύ περισσότερο: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20222‑23. — Βλ. και πολυπλασίως.πολλοστημόριον- το, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1932‑33.
Η λ. στον Αριστοτέλη (L‑S, λ. πολλοστημόριος) και σήμ. στον τ. πολλοστημόριο.
(Προκ. να δηλωθεί ελάχιστη ποσότητα) το πιο μικρό τμήμα, κομμάτι (ενός συνόλου): Ου γαρ πολλοστημόριον του τοιούτου ημίν κτήματος μέτεστι Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 913.πολυαμάρτητος,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. πολυαμάρτητος (TLG).
Πολύ αμαρτωλός: ο πολυαμάρτητος ημών βίος Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20720.πολυήμερος,- επίθ.· πολύμερος.
Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ.· βλ. και LBG.
Που διαρκεί πολλές μέρες: Έχομεν ουν άλλο οπού μας λυπάει πολλά την ψυχήν, την βαρύτητα του χειμώνος, την αμετρίαν της χιόνος, τον πολύμερον αποκλεισμόν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14219· (σε θέση επιρρ. κατηγ.): εύρομεν αυτούς πέντε ημέρας αποθαμένους, μη παθόντες τίποτε από όσα ακολουθεί να πάθει κορμί νεκρόν πολυήμερον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 128.πολυθρύλητος,- επίθ., Ιστ. Ηπείρ. VI7, Καναν. (Pinto) 19, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19222‑23.
Το αρχ. επίθ. πολυθρύλητος. Η λ. και σήμ.
1) Περίφημος, ξακουστός, ονομαστός: Ιστ. Ηπείρ. VI6, Καναν. (Pinto) 521-2. 2) Πολυλογάς, φλύαρος· (μεταφ.): Όταν εξήλθεν ο χειμών, κατέλαβε το έαρ,| και πολυθρύλητον χαράν έχουσι τα πουλία Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 803.πολυκαιρινός,- επίθ.
Από το ουσ. πολυκαιρία και την κατάλ. ‑ινός· πβ. ά. πολυκαίριος στο LBG. Τ. πολυκαιρ’νός σήμ. στο μυκον. ιδίωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.). Η λ. και σήμ.
Μακροχρόνιος: Η χρόνιος γουν αυτόθι τώρα διατριβή της αγάπης σου και η μέλλησις ..., η πολυκαιρινή Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7413.πολυμέριμνος,- επίθ., Πηγά, Χρυσοπ. 300 (1).
Το επίθ. πολυμέριμνος που απ. στον Αριστοτέλη (L‑S, TLG). Η λ. στο ΑΛΝΕ.
Που έχει πολλές φροντίδες: Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 151v. Το ουδ. ως ουσ. = η πολλή φροντίδα, έγνοια: Εν συστήματι μοναχών βούλει την οίκησιν ποιήσαι ή παίδων επιστατείν και γράμμασιν αυτά εκπαιδεύειν; Τούτων το μεν ουκ εξήν διά το ανόμοιον, το δε επαχθές διά το πολυμέριμνον και πραγμάτων μεστόν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 956.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Ψευδο-Σφρ. 2689.