Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 16 εγγραφές  [0-16]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2

  • ποθέν,
    επίρρ., Προδρ. (Eideneier) II 98, Χρον. Μορ. H 1289, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 379 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 2915, 3618, Παϊσ., Ιστ. Σινά 904· ποθέ, Σκλέντζα, Ποιήμ. 149, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1599, 78213· ποθενά, Λούκαρ., Διάλογ. 22919· ποθές, Άσμα σεισμ. 19, Σκλάβ. 67, Τριβ., Ρε 153, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 439, Πανώρ.2 Β́ 72, 250, Κατζ. Β́ 6, Έ 48, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 71413, Πιστ. βοσκ. II 2, 73, IV 3, 180, Φαλλίδ. (Παναγ.) 190, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3917, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1851, Δ́ 475, Έ 1388, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 239, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) Πρόλ. 38, Στάθ. (Martini) Γ́ 247, 289, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 63v, 73v, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 151, Φορτουν. (Vinc.) Ά 196, Γ́ 570, Ιντ. δ́ 161, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22422, 41013, 5174, κ.α.· πουθέν, Χρον. Μορ. P 2820.
    Το αρχ. επίρρ. ποθέν (L‑S, λ. πόθεν). Ο τ. ποθενά (για την προέλ. του οποίου πβ. Ανδρ., Λεξ., λ. πουθενά, ΛΚΝ, λ. πουθενά και Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 82-3) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Ο τ. ποθές κατά τα επιρρ. σε ‑ς, όπως χθες, ποτές, τότες, κλπ.· απ. σε έγγρ. του 17. αι. (Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 272, 274) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 547, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Ο τ. πουθέν με επίδρ. του επιρρ. που· απ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα, όπου και άλλοι τ. (Andr., Lex., στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Από κάπου: δεν άφηνεν κανέναν να είναι πόρνος, ομοίως και καμία πόρνα, διότι τόμου να ακούουνταν ποθές ψιλός λόγος, αυτός πάραυτα να τον κράξει, να τον μαλώσει, να τον φοβερίξει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 49v· πτωχοί εύρισκον ποθές πολύ φαγί και έτρωγαν υπέρμετρα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 178· β) από οπουδήποτε: αν τύχει κι αν ελθεί εκεί καμιάν γυναίκα,| ας είναι ως θέλει και ποθέν, όλες να την δεχθείτε Θησ. (Foll.) I 12· γ) (με άρν.) από πουθενά: εκ την στένεψιν την πολλήν που είδαν εκείνοι οι απέσω,| ότι ποθέν ουκ ημπορούν να έχουσι βοήθειαν,| έπεσαν εις συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον Χρον. Μορ. H 2820· τον είχεν παραγγείλει ότι «να προσέχεσαι άσπρα ποθές να μην πάρεις». Και αυτός έγινεν παρήκουος και έχασεν το κεφάλιν του Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 53v. 2) α) Κάπου, σε κάποιο σημείο: πιάστε με (ενν. εμέ, την Θεοτόκον), την άτυχον, ποθέν και κάτσετέ με,| να βγει η ψυχή και μετ’ αυτόν (ενν. το Χριστό) σήμερον θάψετέ με Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 267· εάν ίσως και ήφαγεν θηρίον το παιδίον μου, αλλά τα κόκαλά του δεν τα θέλει έχει φαγωμένα, μα θέλουν είσται εκεί ποθές εις ερημίαν ... Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 444· Εσύ ηύρες ποθές θησαυρόν Αγαπ., Καλοκ. 341· (προκ. για βιβλίο ή σημειώσεις): κάνω κόντο καταπώς ποθές τα ’χω γραμμένα| πως μου χρωστείς αληθινά τορνέσα ακόμη εμένα Στάθ. (Martini) Ά 203· (προκ. για μέρος του σώματος): Όστις πέσει από υψηλόν τόπον και πονεί ποθές Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· β) οπουδήποτε: Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ’ ώρα εξεφαντώνα,| ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες ’ς γιαλού λιμνιώνα,| μα πλια συχνιά παρά ποθές στην Ίδα εκατοικούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 633· γ) (με άρν.) πουθενά, σε κανένα τόπο, σε κανένα σημείο: άλλον δεν έχομεν ποθέν στον κόσμον, στην πατρίδα,| μόνον εσέν, παιδάκι μου, ν’ αφήσομεν μερίδα Ιμπ. (Legr.) 151· έτσι σ’ εκείνον τον καιρόν όλοι θε να χαθούσι| και τόπον να μην έχουσι ποθές να φυλαχθούσι Τζάνε, Κατάν. 130· να σου δώσω λυγερή με παινεμένα κάλλη,| που σαν αυτή δε βρίσκεται ποθές στον κόσμον άλλη Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 128· Ετούτος ο τραγουδιστής, νένα, πολλά κατέχει| και, σα λογιάζω, εις φρόνεψη ταίρι ποθές δεν έχει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 868· (προκ. για βιβλίο): εγύρεψαν όλην την Γραφήν και δεν ευρήκασιν οι δασκάλοι τωνε γραμμένον ποθές να λέγει πως η Βηρσαβεέ, η μάννα του Σολομώντος, τον εστεφάνωσε Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 42824· δ) (προκ. για πρόσωπο, γενικ. αποδέκτη κληρονομιάς· με άρν.) σε κανένα: η ... κερά Μαρκεζίνα να μη μπορεί να το τεστάρει (ενν. το λεγόμενο πράμα και προυκίον) ποθέ, μα ν’ απομένει στην άνωθέν τση θυγατέρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 10312.
       
  • πόθος
    ο, Σπαν. (Ζώρ.) V 38, Γλυκά, Στ. Β′ 326, Λόγ. παρηγ. L 753, Καλλίμ. 762, Διγ. (Trapp) Gr. 417, 502, 1396, Διγ. A 1946, 2451, Διγ. Z 540, 647, 892, 1291, 2208, 2413, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 866, 899, 1210, 1773, Rebâb-nâmè 13, Divān 5043, Βέλθ. 397, 1052, Ερμον. Α 297, Ερωτοπ. 480, 507, Λίβ. Sc. 205, 1128, Λίβ. (Lamb.) N 244, 397, Λίβ. Esc. 151, 353, 847, Λίβ. N 776, 1692, 1962, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2448, Αχιλλ. L 506, 936, 976, Αχιλλ. (Smith) N 123, 858, 1162, Αχιλλ. (Smith) O 427, Ιμπ. 290, Φαλιέρ., Ιστ.2 191, 482, Διήγ. Βελ. N2 12, Θησ. Γ́ [426], Θ́ [246], ΙΒ́ [635], Ch. pop. 137, 290, 786 Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 23, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 50, 765, Απόκοπ.2 344, 381, 397, Ριμ. κόρ. A 43, 87, Ριμ. κόρ. V 43, 85, Κορων., Μπούας 22, Κυπρ. ερωτ. 25, 102, 8610, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 177, Β́ 189, Έ 364, Πιστ. βοσκ. I 1, 127, 135, (έκδ. πούθου· διορθώσ.), IV 7, 113, Διγ. Άνδρ. 3242, 3551, 3669, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 68, Γ́ 50, Δ́ 726, Έ 661, Στάθ. (Martini) Ά 65, Β́ 196, Γ́ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [870], Δ́ [580], Έ [1254], Φορτουν. (Vinc.) Ά 7, Β́ 128, Δ́ 10, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 77, Διγ. O 164, 1724, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14221, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16015, 27722, 36813, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. πόθος. Η λ. και σήμ.
    1) Σφοδρή, έντονη επιθυμία· λαχτάρα: Σπαν. A 520, Διγ. (Trapp) Gr. 1024, Διγ. Z 2304, Μαχ. 5928· (σε μεταφ.): έρως σαγίταν έσυρεν και κατεχάλασέν τον (ενν. τον πύργον της καρδίτσας μου)| και εις πόθον της αγάπης σου ήφερεν την ζωήν μου Αχιλλ. O 389. 2) α) Σφοδρή ερωτική επιθυμία· ερωτικό πάθος: Καλλίμ. 16, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 362, Ιστ. πατρ. 9721, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 39, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 15· (ως σύστ. αντικ.): οπού τον πόθον μου ποθεί μ’ αληθινήν καρδίαν Θησ. Ζ́ [915(μεταφ.): κλωνάριν πόθου εις την εμήν εφύτρωσεν καρδίαν Λίβ. Sc. 2788· (σε μεταφ.): ο σταλαγμός του πόθου μου την πέτραν της ψυχής σου| χάρβαλον να την έποικεν Λίβ. Sc. 531· ήτον πνιγμένη (ενν. η κόρη) εκ τον βυθόν του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. N 1372· (σε προσωποπ.): θαύμασε τον λίθον τον μαγνήτην| πώς έλκει από τον πόθον του την φύσιν του σιδέρου Λίβ. Va 173· (σε όρκο): λάλει με το ορέγεσαι, το θέλεις τώρα ειπέ το,| και μα τον πόθο τον εις σε, γοργά να το πληρώσω Λίβ. Sc. 2211· (σε παροιμ. φρ.): Ο έρως τίκτει το φιλίν και το φιλίν τον πόθον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 702· Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει| γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει Πανώρ.2 Δ́ 150· φρ. (1) βάλλω κάπ. εις πόθον = κάνω κάπ. να νιώσει ερωτική επιθυμία: μην εύρῃ χώραν ... το βέλος της αγάπης| και τρώσῃ την καρδίαν της και βάλῃ την εις πόθον (ενν. την κόρην) Διγ. Z 90· εκαλέσασιν εντίμως (παραλ. 5 στ.) την χρυσήν γαρ Αφροδίτην,| όπως γαρ εις πόθον βάλει| τους νεόνυμφους γαρ τότε Ερμον. Α 219· (2) βάνω πόθο, βλ. βάνω (Ι) Ά 52· (3) εισβαίνει/συμβαίνει πόθος (με αιτιατ. και γεν. προσώπου) = ερωτεύομαι κάπ.: πόθος με εσυνέβηκε, πάτερ μου, του Λιβίστρου Λίβ. P 892· πόθος γαρ με εσέβηκεν, πατήρ μου, του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 2228· (4) έχω/ρίχνω (τον) πόθον εις άλλον/‑ην/αλλού = είμαι ερωτευμένος με κάπ. άλλον/ην: Καλή μου, αν εμετάγνωσες και έχεις αλλού τον πόθον,| ειπέ μου την αλήθειαν, κυρά, να υπαγαίνω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 881· Πιστεύω, αυθέντη μου ευγενή, να μη έβγω από τον νουν σου| και αλλού να ρίξεις πόθον σου κι εμέν να λησμονήσεις Φλώρ. 1033· όμοσες και μὄλεγες ποτέ μη με ’ξαφήσεις,| κι εδά θωρούν τα μάτια μου, εις άλλην πόθον έχεις Ερωτοπ. 26· β) (συνεκδ.) το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας (η χρ. ήδη μτγν.): και νυν εμέ χωρίζουσιν εκ τον εμόν τον πόθον,| ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην Φλώρ. 1010· Ο πρώτος πόθος ήτον της καρδιάς μου| η όμορφη, οϊμέ, Ερωπρικούσα Πιστ. βοσκ. III 6, 208· (εδώ σε προσφών.): αναπλοκή μου, κρεμασμέ και ενήδονέ μου πόθε Λίβ. P 1493· γ) (προσωποπ.) ο Έρωτας (η χρ. ήδη αρχ.): Φαλιέρ., Ιστ.2 630, Κυπρ. ερωτ. 10041· δ) το ερωτικό πάθος ως αρρώστια: μην τον αφήσεις να χαθεί (ενν. το Γύπαρη), μα δώσ’ του το βοτάνι| και τη γιατρειά του πόθου του σαν τὄρχεται να γιάνει Πανώρ.2 Γ́ 218· Άλλο δεν είν’ το γιατρικό του πόθου, οντέν αρχίσει| παρά ζιμιό να βρει αφορμή να του ξελησμονήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 707· ε) ο πνευματικός έρωτας (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχου) και η αγάπη εις την μελέτην της Αγίας Γραφής Ιστ. πατρ. 1975. 3) Αγάπη, στοργή α) για συγγενικό ή αγαπημένο πρόσωπο: και κατησπάζοντο αυτόν (ενν. τον αμιράν) μοιράζοντες τον πόθον| εντεύθεν μεν οι συγγενείς, εκείθεν δε η μήτηρ Διγ. (Trapp) Gr. 733· Εμέναν ο πατέρας μου μικρόθεν με είχεν πόθο·| τώρα με κατεχόρτασεν, θωρώ παραβαρώ τον Ιμπ. 174· φίλο αγαπημένο| θέλομε σ’ έχει πάντα μας με πόθο εμπιστεμένο Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 112· (στον πληθ. προκ. για εκδηλώσεις αγάπης): Εκείνοι (ενν. οι θείοι μου) με ανέθρεψαν με αμετρήτους πόθους Διγ. A 519· β) προς τον γενέθλιο τόπο: Στην Καλομάτα εδιέβηκεν (ενν. ο πρίγκιπας Γυλιάμος) όπου είχεν μέγαν πόθον| διατί εγεννήθηκεν εκεί κι ήτον ιγονικόν του Χρον. Μορ. H 7761· γ) (θεολ.): εκδίδομαι παρά μητρός εις Αραβίτας θείους,| οί με και αναθρέψαντες εις Μωάμετ τον πόθον Διγ. Z 483. 4) Προθυμία, ζήλος: ούτως ο άγιος, με πόθον πολύν, έκτισε την αυτήν μονήν εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 46· κάλλια βαλθείν ήθελα την άμμο| με ίδρωτα, με πόθο να μετρήσω| παρά τέτοιο βοσκό να μη βουηθήσω Βοσκοπ.2 79. 5) Διάθεση για φαγητό, όρεξη: εμένα, κακοτύχερε, τον γερανόν υβρίζεις,| τόν τρώγουσιν οι βασιλείς μετά πολλού του πόθου …; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 84. 6) Ευχαρίστηση: Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων,| ίνα αναγινώσκωνται και χρώνται τούτα παίδες,| οι φοιτηταί και νεαροί διά την ευνοστίαν·| γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 4. Η λ. ως κύρ. όν.: Notizb. 26.
       
  • πολλά,
    επίρρ., Σπαν. A 385, Σπαν. B 401, Λόγ. παρηγ. L 229, 344, Λόγ. παρηγ. O 197, 643, Καλλίμ. 801, Ασσίζ. 8830, 23222, Διγ. (Trapp) Gr. 3434, Διγ. Z 19, 156, 172 (δις), κ.α., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 132, 350, 762, κ.α., Βέλθ. 3, 377, 474, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 335, 3213, 4179, Ερμον. Γ 196, Η 375, Φ 4, Χρον. Μορ. H 2087, 2168, 3607, κ.α., Χρον. Μορ. P 17, 459, 2087 (δις), κ.α., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 331, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 114, 522, 755, 910, Φλώρ. 415, 756, 1242, Σαχλ., Αφήγ. 671, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 50, 197, 276, 513, Ερωτοπ. 10, 209, 643 (δις), Απολλών. (Κεχ.) 326, Λίβ. P 8, 2696, Λίβ. Sc. 1287, Λίβ. Esc. 2687 (δις), 3164, Λίβ. (Lamb.) N 34, 219, Αχιλλ. L 99, 258, 344, Αχιλλ. (Smith) N 361, Αχιλλ. (Smith) O 254, 368, Ιμπ. 28, 576, 664, κ.α., Χρον. Τόκκων 81, 659, 2985, Διήγ. Βελ. χ 348, Μαχ. 214, 411, 1021, κ.α., Λίβ. Va 3374, Θησ. Πρόλ. 6, 109, Β́ [792], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 673, Γεωργηλ., Θαν. 54, 542, 544, Βουστρ. (Κεχ.) 6818, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 26, 301 (δις), 3493 (δις), Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 13, 153, Κορων., Μπούας 22, 45, 58, 66, Πεντ., Γέν. XII 14, Έξ. IX 24, Αρ. XXXII 1, Δευτ. XXX 14, Πτωχολ. α 32, Αχέλ. 68, 133, Χρον. σουλτ. 401, 518, 5512, κ.α., Κυπρ. ερωτ. 286, 753, 9132, Πανώρ.2 Ά 30, Β́ 97, Γ́ 167, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 102, Γ́ 76, 323, Δ́ 44, Έ 15, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 10, 141, Β́ 127, κ.α., Σταυριν. 338, 439, 730, 1145, Ιστ. Βλαχ. 525, Διγ. Άνδρ. 3132, 34216, 35623, 37430, 39625, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 213, 215, 437, Β́ 218 (δις), 285, Δ́ 1068, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 112, 141 (δις), 552, 917, Στάθ. (Martini) Γ́ 6, Λίμπον. 439, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 435, 669, Δ́ 449, Διγ. O 713, 1853, 2668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1461, 42418, κ.π.α.· πόλλ’, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 3, Ιμπ. (Legr.) 839, Κορων., Μπούας 28· πολλιά, Πιστ. βοσκ. ΙΙ 5, 2· υπερθ. πολλότατα, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1377, Μπερτολδίνος 74, 130, 139.
    Από τον πληθ. ουδ. του επιθ. πολύς· η χρ. ήδη αρχ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. προφ., λαϊκ., ιδιωμ. (ΛΚΝ, Μπαμπιν., Λεξ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́́, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Λουκά, Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., Σιδηροπούλου, Λεξιλ. Κοτυώρων).
    α) Πολύ: Ακόμη δε μας ηύρασι τόσα πολλά τα γέρα,| να μηδέν κάνομε κι εμείς δυο αγώγια την ημέρα Πανώρ.2 Γ́ 335· αν είν’ κι όλοι ήρθαμεν επά ογιά τιμή του ρήγα,| δεν πρέπει να μανίζομεν ουδέ πολλά ουδέ λίγα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1670· ήτον πολλά ευεργετικός, άκουσμαν μέγαν είχεν Ιμπ. 24· Ωσά γνωρίσει ο άθρωπος κι ελπίζει να κερδέσει| κείνο το πράμα π’ αγαπά κι οπού πολλά τ’ αρέσει,| ο νους παραλαφρώνεται, η ελπίδα του πληθαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 204· εφθάσαν οι εχθροί πολλά κοντά στην χώρα Ιστ. Βλαχ. 997· (σε υπερβατό): Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,| πολλά επορπάτιες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Α’ 806· (με προηγ. τα παρά (ως επίρρ., βλ. και παρά Γ́2), λίαν): Δε θέλω λείψει στά μπορώ να δω να του βουηθήσω,| γιατί ’μαι κρατημένη του παρά πολλά, να ζήσω Φορτουν. (Vinc.) Β́ 416· ως το γράμμα είδα ’γώ λίαν πολλά εχάρην Αρσ., Κόπ. διατρ. [12]· (επιτείνει το συγκριτ. βαθμό): αν θέλει ο βασιλεύς φουσσάτα να με στείλει,| άλλα πολλά πλεότερα παρού τά με εδώκεν,| ελπίδας έχω εις τον Χριστόν, ...,| τον τόπον όλον του Μορέως να τον έχω κερδίσει Χρον. Μορ. P 4626· (πλεοναστικά): Τι δε πολλά πολυλογώ, τι δε πολλά και γράφω ...; Καλλίμ. 821· (με επίθ. υπερθ. βαθμού/σημασ., βλ. Κριαρ., Πεπρ. Β′ ΔΚρ.Σ Δ́, 1969, 269): Διήγησις πανθαύμαστος, ρίμα ωραιοτάτη,| τήν έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη Σταυριν.θέλει έχει περισσά ετούτο το δικόν μου —| είναι και ωραιότατον πολλά το ειδωλόν μου Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 9022· συναπαντάει μου ο Πόθος,| άνδρας πολλά πανεύμορφος εις πλάσιν και εις σκήμα Λίβ. Esc. 297· (επιτ. με τα πολύς, περίσσος, περίσσα): μη φοβεθείς, Αβράμ· εγώ (ενν. εγώ ο Κύριος) σκουτάρι εσέν, το μιστάρι σου πολύ πολλά Πεντ., Γεν. XV 281· Πολληώρα, κορασίδες μου, χορεύομε, να ζήσω| και κουρασμό στα μέλη μου γροικώ πολλά περίσσο Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 120· Χαρά γή πρίκα όντε κιανείς πολλά περίσσα πιάνει,| στο στήθος του αναστεναγμοί φυσούσι ωσά βυκάνη Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 131· (με το ως πιθ. επιτ.): ετρόμαξεν ο Ιτσχακ τρομάρα μεγάλη ως πολλά Πεντ., Γεν. XXVII 33·   β1) πάρα πολύ (πβ. Κ.Δ.): είπε τους ο Ιησούς: « ... θέλουσι τον φονεύσει (ενν. τον Υιόν του ανθρώπου), και εις την τρίτην ημέραν θέλει ανασταθεί». Και ελυπήθησαν πολλά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιζ́ 23· β2) υπερβολικά (πβ. περισσώς, Κ.Δ.): πολλά εδαιμονίζουμουν εις αυτούς (ενν. τους αγίους), και τους εδίωχνα έως εις τες έξω πόλες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κς́ 11· γ) περισσότερο, πιο (με β́ όρο σύγκρισης): παρακαλούμεν σε να εμπείς εις το κάστρον, ότι εκεί θέλεις είσταιν πολλά θαρρούμενα παρ’ αλλού Μαχ. 52632· δ) εντελώς: Πολλά γαρ ένι αδύνατον άνθρωπον εις τον κόσμον| την ειμαρμένην εκφυγείν και το της τύχης κλώσμα Βέλθ. 738· ε) με ένταση: επολέμησαν τους Κορυφούς πολλά και τίποτες δεν έκαμαν· μόνον έβαλαν φωτία και έκαψαν παλάτια, εργαστήρια και εκκλησίας Κώδ. Χρονογρ. 61· στ) δυνατά: Δεν εσαγίτεψε ποτέ ανθρώπινο ψυχάρι| ίτις γοργό κι ίτις πολλά του Πόθου το δοξάρι Φαλιέρ., Ιστ.2 630· ζ) πολύ καλά: ήτον άνθρωπος ... γραμματικός καλεμκιάρης, λογιότατος· την τούρκικην την γλώσσαν πολλά και υπέρκαλα την ήξευρεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34r· η) (με το κοιμάμαι· πβ. πολυκοιμάμαι, ΑΛΝΕ· διαφορ. σημασ. στο Μπαμπιν., Υποκορ. 253-4) (εδώ) βαθιά: Μετά το φέγγος έρχομαι στον κήπον σου, κυρά μου,| ευγενική μου, εξύπνησε, πολλά μηδέν κοιμάσαι Αχιλλ. L 911· θ) (πβ. πολυπιάνω, πολυυψώνομαι, κλπ.· με άρν., βλ. Μπαμπιν., Υποκορ. 253): γερόντων ζήτησον βουλήν, ανθρώπων πειρασμένων,| των νέων δε τας συμβουλάς πολλά μηδέν τας πιάσεις,| ότι προς το θρασύτερον ο νους τους αποβλέπει Σπαν. P 195· Αλέξανδρε, μηδέν υψώνεσαι πολλά, ότι εγλήγορα θέλεις πέσει κάτου Διήγ. Αλ. G 27431· Μηδέ δειλιάς, μηδέ πολλά βαριέσαι,| ότι ο καιρός χαρίσει θε κι εσένα ν’ αγαπιέσαι Φαλιέρ., Ιστ.2 315· ι) (με το χαιρετώ) (ή ουδ. αιτιατ. πληθ.) (η χρ. και σε έγγρ. του 15.-16. αι., Μανούσ., Θησαυρ. 13, 1976, 18, 20, 26, 29): Εμείς οι ευρισκόμενοι εις την Ιερουσαλήμ πολλά χαιρετούμεν τον βασιλέα Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 2654· ια) (με το ναυαγώ) άσχημα, βαριά: ειπέ τραγούδιν ...,| διά να παρηγορήσομεν τούτον τον νέον τον ξένον,| οπού ναυάγησεν πολλά μέσον διά πελάγου! Απολλών. (Κεχ.) 198. Εκφρ. 1) Πολλά πολλά = (επιτ.) πάρα πολύ (και σε έγγρ. του 15. αι., Μανούσ., Θησαυρ. 13, 1976, 20· βλ. και Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 152): διά ολίγον τίποτες άργυρον και χρυσίον| έχομεν τον διάβολον πολλά πολλά πλησίον Ιστ. Βλαχ. 600· Οϊμένα, κορασίδα μου, πολλά πολλά βαραίνω Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 137. 2) Νύκτα πολλά, βλ. ά. νύκτα Εκφρ. Φρ. πολλά όσον δύναμαι = (εδώ) όσο πιο πολύ, όσο πιο γρήγορα μπορώ: Ως το είδεν και το ήκουσεν ο βασιλεύς εκείνος| το θαύμαν τό εγένετον εις όλον τον λαόν του,| φεύγει πολλά όσον δύναται εις τον εκείνου τόπον Αχιλλ. (Smith) N 636.
       
  • πονώ,
    Σταφ., Ιατροσ. 1824, Προδρ., Στ. δεητ. 11, Προδρ. (Eideneier) I 160, Καλλίμ. 620, Διγ. Z 3393, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 325, Χρον. Μορ. P 3858, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 200, Φλώρ. 1073, 1520, Σαχλ., Αφήγ. 20, Λίβ. P 1185, Λίβ. Esc. 1455, Λίβ. Va 1219, 3708, Λίβ. Sc. 504, Λίβ. N 1357, Αχιλλ. (Smith) N 290, 938, Αχιλλ. (Smith) O 427, Φαλιέρ., Ιστ.2 72, 266, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 60, 165, Θησ. Β́ [125], Αλεξ.2 1023, Απόκοπ.2 268, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 155r, 324v, Απόκοπ. Επίλ. Ι 555, Πεντ. Γέν. XXXIV 25, Κυπρ. ερωτ. 15110, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 535, Γ́ 22, Δ́ 415, Πιστ. βοσκ. II 2, 113, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 130, 1291, Δ́ 1578, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 869, Στάθ. (Martini) Γ́ 58, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 487, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42228, 5653, κ.π.α.· γ́ εν. παρατ. επόνεν, Μαχ. 34632· αόρ. επόνησα, Μαχ. 45827.
    Το αρχ. πονέω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) Κοπιάζω, μοχθώ· (εδώ σε μεταφ.): αν ουκ εμπέσεις εις τον ζυγόν του πόθου να πονέσεις,| να παιδευθείς τα ερωτικά, ως έχει να τα μάθεις,| πληροφορήθησε απ’ εμέν, ότι τίποτε ουκ είσαι Λίβ. P 2679. 2) α) Αισθάνομαι σωματικό πόνο, υποφέρω σωματικά: Θησ. Ή [845(με αιτιατ. της αναφοράς· η χρ. ήδη αρχ.): Ιερακοσ. 46311, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 201· (με υποκ. το μέλος του σώματος που πονάει): Γύρισε επά, στράφου εδεκεί, ο νους μου επεριορίστη,| η κεφαλή μου επόνεσε, εφάνηκε κι εσκίστη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 286· β) ασθενώ: δηλοποιώ σου ότι εγώ είμαι πονεμένος και έχω πολλές πληγές και κακές Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 329r. 3) (Προκ. για στρατό) βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, πιέζομαι: Κορων., Μπούας 79, 134. 4) α) Αισθάνομαι ψυχικό πόνο, υποφέρω ψυχικά· στενοχωριέμαι, θλίβομαι: Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 610· αφόντις δε εξύπνησαν οι άνωθεν πραγματευτάδες και ηύρηκαν τα σακκία τους ολοξέσκιστα και την πραγμάτειαν τους φαγωμένην ... έμειναν πολλά πονεμένοι Μπερτολδίνος 114· Η δε (ενν. η Χρυσορρόη) τον λέγει κλαύσασα, πονήσασα τῳ λόγῳ ... Καλλίμ. 628· (ως τριτοπρόσ. με γεν. προσωπ.): και τόσον δε μου στοιχεί πως μου είπες πως χαλώ  ... την ζωήν μου ... όσον μου πονεί πως μου λέγεις πως μισούμαι από την υπεραγίαν Θεοτόκον ... Ετούτο πολλά μου πονεί Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450 δις· Κι α σου πονεί ν’ απαρνηθείς τον πόθο και βαραίνεις,| λόγιασε τα καλύτερα, κερά μου, οπού κερδαίνεις:| διώχνεις τη στράτα την κακή, δρόμο καθάριο πιάνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1115· β) (ειδικ.) υποφέρω από έρωτα: Μια προς την άλλην έλεγεν: «Βλέπεις τον αγουρίτσην;| Διά πόθον πάσχει και πονεί, δι’ αγάπην τυραννείται» Φλώρ. 820. 5) α) Αισθάνομαι ενδιαφέρον, νοιάζομαι: όρκον τους εζήτησεν (ενν. Αχιλλεύς) ίνα τον θέλουν δώσει (ενν. οι στρατιώται),| να είναι όλοι ομόψυχοι και να πονούν δι’ εκείνον Αχιλλ. (Smith) N 290· αφού εσύ πονείς διά τον αφέντη σου τόσο και έβαλες το κεφάλι να κοπεί, ωσάν ένας από τους Μακιδόνας εποίησες Διήγ. Αλ. G 273· (ως τριτοπρόσ. με γεν. προσωπ.): ο δεσπότης| άκαρδα εκατέλυε τα αμπέλια της Άρτας.| Πάντα ο νους του εσκόπα το τ’ ότι την θέλει επάρει,| και πάντοτε επόνειν του ωσάν εις εδικά του Χρον. Τόκκων 2571· β) ανησυχώ, φοβάμαι (για κάπ.): η γυνή του Λωτ ηκούγοντας τες βροντές και την βοήν οπού εγίνονταν, επόνεσε διά τους εδικούς της και έσκυψε να ιδεί την χώραν αποκάτω από τα σκέλια της, και παρευθύς έγινε στήλη αλός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 131r. 6) Αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια: αυτός και οι συντρόφοι του ανδρείως τους τρυγούσαν,| όταν εμπρός των έρχοντο, κι ουδόλως επονούσαν Κορων., Μπούας 144· (τριτοπρόσ., σε ιδιάζ. σύντ.· βλ. και Κακουλίδη-Πάνου [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 542]): ηκούγοντας τούτο ο Φαραώ ορίζει εις όλην την Αίγυπτον τες μάμμες, ότι όσα παιδία αρσενικά γεννηθούν από των Εβραίων όλα να τα σκοτώνουν ... Και οι μάμμες τους επόνεσε να τα σκοτώνουν και ο βασιλεύς το έμαθε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154r· Και είναι τινές πλούσιοι ... και δεν τους πονεί, και ηβλέπουν τον φυλακωμένον οπού πεινά και διψά και δεν τον ελεούν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 359v. Β́ Μτβ. 1) Κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι· (εδώ με σύστ. αντικ.): Λίβ. Sc. 2617. 2) α) Αισθάνομαι ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι για κάπ. ή κ.: Λίμπον. 468· (με σύστ. αντικ.): Αδέλφι, γνώθω τά πονείς και προς την φέλεσή σου| κρίνω κι εγίνηκες εχθρός και χάρος στο κορμί σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 71· β) υποφέρω από έρωτα· (εδώ με είδος σύστ. αντικ.): Αρκεί σε ο αναστεναγμός, το δάκρυον ακανεί σε,| ο τόσος πόνος τόν πονείς, μάθε, ουκ ωφελεί σε Λίβ. Va 3070· γ) αισθάνομαι αγωνία, ανησυχώ, φοβάμαι: ο νους μου να έχει μέριμναν διά την αποτυχίαν,| της ειμαρμένης το άστατον να το πονεί η ψυχή μου,| μην κλώσει η τύχη κατ’ εμού και νικηθώ εις την μάχην Λίβ. Sc. 1195· χώνει την πρίκα ο βασιλιός, ογιά να μη δειλιάσει| ο λαβωμένος, μα πονεί πως θε να τονε χάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 46. 3) Αισθάνομαι συμπάθεια για κάπ., συμπονώ: πόνει τούς θλίβει ο κρεμασμός, λυπού τούς φλέγει ο πόθος,| συμπόνει τούς επίκρανεν η αγάπη από θυμού της Λίβ. Sc. 394· Πατέρα μου, το σπέρμα σου πόνεσε και λυπήσου,| έβγαλε τέτοιο λογισμό απού την όρεξή σου Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 813· (με σύστ. αντικ.): Αθούσα μου, να ζήσεις,| να ’ρθω κι εγώ μη βαρεθείς τώρα στη συντροφιά σου·| κι α δεν πονείς τους πόνους μου, ας είν’ με την υγειά σου Πανώρ. Γ́ 636· (με εμπρόθ. αντικ.): Ηύρα καιρόν οκάποτε και είπα την τά πάσχω,| τον πόθον και τον έρωτα τόν έχω προς εκείνην.| Συνεκατέβην η ερωτική, επόνεσεν σ’ εμέναν,| υπέκυψεν εις έρωταν και αυτή τον εδικό μου Λίβ. Va 3206. 4) α) Αισθάνομαι στοργή, αγάπη για κάπ.· νοιάζομαι: και είς από τους άρχοντες, εκ τους Παλαιολόγους,| τον βασιλέα δικάζεται μετά πολλού του θάρσους| και τάχατε ως συγγενής πονεί τον βασιλέα Διήγ. Βελ. N2 45· β) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κ.: Λοιπόν της αυθεντίας σας ζητεί τώρα βοήθειαν (ενν. ο βασιλιός)| και την ειρήνην μετά σας πονεί κατά αλήθειαν Κορων., Μπούας 128. 5) Προκαλώ σωματικό πόνο· τραυματίζω: οι μεν ελέγαν να απελθούν στο σπίτι του ο καθένας,| να αναπαούσιν καν ποσώς διατί ήσαν κοπιασμένοι·| οι δε, οι φρονιμότεροι, κι όπου ήσαν πονεμένοι,| ισιάστησαν του να απελθούν στην Λακοδαιμονίαν,| διατό ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψιν φουσσάτου Χρον. Μορ. H 5591· κρούει την έχιδναν στην ρίναν και πονεί την Φυσιολ. (Legr.) 434· (με είδος σύστ. αντικ.): λέγουν του (ενν. οι γ́ παιδίοι): «Ω Γεώργιε!» Και είπεν τους: «Ορίσετε!» Και είπαν του: «Είντα πονείς;» Και είπεν τους: «Πιασμένος είμαι, διατί εσκότωσα έναν θηρίον.» Μαχ. 6509. II. (Μέσ.) υποφέρω, βασανίζομαι: τώρα πονείται το γένος,| ήγουν τοίνυν τα κουρβούλια·| τότε εξερριζωθώσιν| τα παιδιά και οι μαννάδες,| αι γυναίκες εκ τους άνδρας,|ως οι ρώγαι εκ τον βότρυν Λέοντ., Αίν. Ι 289. Φρ. 1) Πονώ (την) καρδίαν = αισθάνομαι ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στεναχωριέμαι: καν προς μικρόν εθλίβης κι ελυπήθης| κι επόνεσες, ως άνθρωπος, την σην καρδιάν προς ώραν,| παραύτα να μεταστραφείς και να έλθεις εις μετάνοιαν Αναγν., Στ. πολιτ.Ακρίτα, μη το λυπηθείς, μηδέ καρδιάν πονέσεις Διγ. Z 3000· Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς μετά της βασιλίσσης| θρηνούν, κλαίουν, οδύρονται, πονούσιν την καρδίαν Φλώρ. 1050. 2) Πονεί μου (σου, του ...) εις την/την καρδία (καρδιά), πονεί η καρδιά/ψυχή μου (σου, του ...)= α) αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: έγραφεν έτσι η γραφή (ενν. του Δαρείου): «Ολπίζεις να νικήσεις;| Γιατί έπιασες την μάνα μου, λέγεις να μ’ αφανίσεις;| Κι εγώ δεν το ’χω τίποτες, μόν’ να ’ναι η κεφαλή μου| καλά ... (παραλ. 4 στ.)». Ως τ’ άκουσεν Αλέξανδρος, επόνεσ’ η καρδιά του,| είπε· «Γραφή για να γενεί να ’λέγξω τη λωλιά του» Αλεξ.2 1013· Τον παραστάτην ήπιασα, σκύφτω την κεφαλή μου,| αναντρανίζω και θωρώ· ώφου, πονεί η ψυχή μου! Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 347· Ρωτόκριτε, παιδί μου,| θωρώ σε πως απόδωκες και στην καρδιά πονεί μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 732· πως έναι η Ήρα, ξεύρετε, γυναίκα και αδερφή μου,| και να τση δώσω τ’ άδικον εις την καρδιά πονεί μου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 152· β) αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια: να συμπονείς τούς έφλεξεν η φλόγα της αγάπης (παραλ. 2 στ.), να τους θεωρούν τα ομμάτια σου και να πονεί η ψυχή σου Λίβ. Sc. 338· ενός πτωχού τα βόδια μαζί με το αμάξι| εκείτονταν εις το νερόν και μέσα εις την λάσπην,| και δεν μπορούσαν να εβγούν και πόνεσε καρδιά μου,| έβαλα και το έβγαλαν εδώ με τ’ άλογά μου Ιστ. Βλαχ. 2243. 3) Με (σε, τον) πονεί η καρδία = δεν τολμώ να κάνω κ., διστάζω (από φόβο): και ο αυτός σιρ Πατής επόνεν τον η καρδιά του να μπει εις το καράβιν, μήπως και ’δουν τον από μακρά και έλθουν και πάρουν τον Μαχ. 34632. 4) Πονούν τα σωθικά (μου, σου, του ...) = αισθάνομαι έντονη συγκίνηση (από χαρά ή λύπη): ας πηαίνομε, πονού τα σωθικά μου,| θωρώντας τους να κρίνουνται χάνω τα λοϊκά μου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 650· Γροικώντας τσι επονέσασι μέσα τα σωθικά μου,| τα δάκρυά μου τρέχουσι, κλαίγω απού τη χαρά μου Φορτουν. (Vinc.) Έ 119. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (προκ. για μέλος σώματος) που πονά, πονεμένος: Αξούγγιν ορνιθίου και έλαιον ρόδινον ... εις χύτραν καινήν εψήσεις και τους πονούντας τόπους αλείψεις και ιαθήσεται Ορνεοσ. αγρ. 56429. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = αυτός που νιώθει ψυχικό πόνο· ο δυστυχισμένος: οι σταλαγμοί αν ερρίζωναν ...,| τα δάκρυα αν εσυνάγοντο τά χύνουν οι πονούντες,| να είδες δενδρά τους στεναγμούς, ωραία, τους ιδικούς μου Λίβ. Sc. 2960. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Γεμάτος (ψυχικό) πόνο· λυπημένος, δυστυχισμένος: και νυν εμέ χωρίζουσιν εκ τον εμόν τον πόθον,| ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην,| νύκτες να κλαίω, να θλίβομαι, ημέρες να λυπούμαι Φλώρ. 1011. 2) Που προκαλεί πόνο, επώδυνος: δίχως νερό (ενν. οι αυτόχειρες ή οι φονιάδες) να σβήσουσι την γλώσσαν την καημένην| απὂχει φλόγα άμετρην με λάβρα πονεμένην Τζάνε, Κατάν. 452. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει πόνους στο σώμα του (από αρρώστια ή τραύμα)· άρρωστος, τραυματίας: οι πονεμένοι εγιαίνασιν και οι γεροί απιστούσαν,| διατί ’τον άπιστος λαός, σκύλοι μαγαρισμένοι Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 138· Ο ρήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα| και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα κι είντα εκάμα.| Δυο επήγαν κι είπασί του το από τσι πονεμένους| κι εθώριε τους ο βασιλιός άσκημα λαβωμένους Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 601. 2) Αυτός που έχει πένθος: ειπέ τους πονεμένους:| Τούς εις τον Άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,| τον ουρανό στερεύγουνται, τον ήλιον ου θωρούσιν Απόκοπ.2 487· Το πράμαν είναι σύνωρο κι ακόμη οι πονεμένοι| είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 45. Το απαρέμφ. ενεστ. ως ουσ. = ο πόνος: από την αγανάκτησιν ανάγκη έν’ να συντύχω,| να φανερώσω ο ταπεινός τον πόνον της καρδίας·| οπού φυλάσσει το πονείν γίνεται εις κίνδυνόν του Ντελλαπ., Ερωτήμ. 656.
       
  • ποταμός
    ο, Λόγ. παρηγ. O 126, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 380, Καλλίμ. 446, Διγ. (Trapp) Gr. 1790, 2511, 3146 κριτ. υπ., Διγ. Z 901, 2960, 3477, 3478, 4089, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1620, 1622, 1627, 1634, Βέλθ. 1105, 1123, 1139, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 284, Ερωτοπ. 555, Λίβ. Esc. 3804, Λίβ. Sc. 2963, Λίβ. Va 2754, 3500, 3796, Λίβ. N 2525, 2736, Αχιλλ. L 1283, Αχιλλ. (Smith) N 618, Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 22, Μαχ. 109, 1602, 2705, 27412, Hagia Sophia α 46212, 13, Απόκοπ.2 88, Κορων., Μπούας 60, Πεντ. Γέν. XV 18 δις, XXVI 17, 19, XXXI 21, XLI 1, Έξ. I 22, II 3, VII 24, Αρ. XXXII 9, XXXIV 5, Δευτ. I 24, II 36, 37, III 16, IV 48, Πορτολ. A 1717, 19826, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 871, 2, 11, Χρον. σουλτ. 814, Ιστ. πατρ. 818‑9, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 172, 922, 1448, 1514, 2281, 2423, 2424, 2426, 2435, 3647, 4613, Χρησμ. (Brokkaar) N 94, Λαυρ., Οπτασία Σ. 112, Κυπρ. ερωτ. 9713, 15414, Πανώρ.2 Πρόλ. 55, Β́ 472, Γ́ 57, 209, 571, 599, 626, Δ́ 119, 127, 133, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 410, Γ́ 341, Διγ. Άνδρ. 3895, 3908, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1251, 1484, Δ́ 57, 60, 105, 133, 214, Έ 976, Διαθ. Νίκωνος 56, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1545 ά 3, 1546 ά 25, 28, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [695], [699], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 24, Γέν. Ρωμ. 69, Διγ. O 1373, Διακρούσ. 998, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2024, 48214, 51020, 52018, 5521, Hagia Sophia φ1 50317‑18, 20, ω 51027, f 59820, ψ 61624· πόταμος, Πεντ. Δευτ. II 36.
    Το αρχ. ουσ. ποταμός. Ο τ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Ποταμός: Διγ. (Trapp) Gr. 3053, Διγ. Z 2203, Λίβ. (Lamb.) N 169, Μαχ. 19828· (μεταφ., προκ. για το θάνατο): Γεφύριν έν’ και ποταμός (ενν. ο πρώτος θάνατος) γοργοπεραματάρης Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 61· (σε παρομοίωση): Οι Τούρκοι τότε με βοήν και όχλον επληθαίναν (παραλ. 1 στ.)· τόσα φουσσάτα μπήκασιν, τόσα φουσσάτα μπήκαν, (παραλ. 1 στ.). Ποτέ με τέτοιαν ταραχήν στους κάμπους δεν εβγαίνει| τις αφρισμένος ποταμός, όταν πολλά πληθαίνει| κι αρπά χαράκια και δενδρά Αχέλ. 1083· Ως ποταμός χειμωνικός θολός όντα φουσκώσει| κι εις το καυκί ντου δε χωρεί κι όξω ’ς τσι κάμπους δώσει (παραλ. 4 στ.), τέτοιας λογής την σήμερο τον πόθο φουσκωμένο| βαστώ στη δόλια μου καρδιά Πανώρ.2 Γ´ 399· (σε προσφών.): τα πάντα θλιβερά να κλαύσουν να θρηνήσουν,| περβόλια, βρύσες, ποταμοί και δρόμοι σφαλισθήτε,| κάμποι, λαγκάδια, πετρωτά, όλα σας λυπηθήτε| και γοερώς θρηνήσατε Διακρούσ. 11118· (σε προσωποπ.): Θαρρώ το να ’κλαψες κι εσύ πολλές φορές για μένα,| καθώς με κλαίσι τα θεριά, τα δάση, τα χαράκια,| οι κάμποι κι όλοι οι ποταμοί, τα δέντρη και τα ρυάκια Πανώρ.2 Β́ 292· (προκ. για μυθικό ποταμό του Κάτω Κόσμου): Εκεί στον τόπον βρίσκεται ο ποταμός της Λήθης,| και όστις πάγει πίνει τον και λησμονεί τον κόσμον Διγ. A 4508· β) (με τα ουσ. καυκί, πλάτη και χείλος, προκ. να δηλωθούν αντίστοιχα η κοίτη, η επιφάνεια και η όχθη του ποταμού· βλ. και ά. καυκί(ν) 2, πλάτη 2α): χαρούμενοι εκατήρχοντο του ποταμού το χείλος Διγ. Z 3453· Κι απήτις επεράσαμε του ποταμού την πλάτη,| θωρώ κι εχώρισε εις τρία στράτα και μονοπάτι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 173· και εσύντυχεν ο Φαρώ προς τον Ιωσέφ· εις το όνειρό μου ιδού εγώ στέκω ιπί το χείλος του ποταμού Πεντ. Γέν. XLI 17· τσ’ εφάνη στ’ όνειρό τση (ενν. της Αρετούσας)| και σκοτεινιάζει ο ουρανός ...| και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλυτώσει,| όντες θωρεί πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη| μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει·| φωνιάζει της «μη φοβηθείς» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 65· εις το καυκί του ποταμού του Αλφειού σε μίαν| ... όμορφην μυρωδικήν μερτίαν,| καταλαχού πρωτύτερα το βρήκα (ενν. το παιδί) Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [679]. 2) Μεταφ. α) (προκ. για υγρά) μεγάλη ποσότητα: να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις Λόγ. παρηγ. L 130· εγώ τη σβήνω (ενν. την καμένη καρδιά), λυγερή, κι εσύ την άφτεις πλέον,| και α δεν την βρέχεις, λυγερή, με τα δικά σου χέρια,| τον ποταμόν και αν έβαλα, ποσώς δεν την δροσίζω Ερωτοπ. 287· τα δάκρυά του είχε ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του Λίβ. Sc. 2637· επλήθυνεν ο ποταμός της αιματοχυσίας,| και πάλιν εκατέκοπτεν και χορτασιάν ουκ είχεν Αχιλλ. L 455· (σε σχ. έλξης): Η δε, στενάξασα πικρώς ως από σπλάχνων μέσων,| εκίνησαν εξ οφθαλμών, φευ, ποταμός δακρύων Καλλίμ. 603· (σε παρομοίωση): ως ποταμός εγρήγορος τα δάκρυά τους ετρέχαν Αχιλλ. L 1283· Κι ως ποταμός το αίμα των έτρεχεν Κορων., Μπούας 57· οι μπάλες πλήσες να ’ρχουνται απάνω τως, να τρέχου| τα αίματα σαν ποταμός Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52018· (ως επίρρ.· πβ. ά. ποταμηδόν): τα μάτια ετρέχαν ποταμός Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1028· να χύσου δάκρυα ποταμόν πως αιχμαλωτιστήκα| από το γένος των Τουρκών Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1465· β) (προκ. να δηλωθεί αφθονία): Βοστρύχους είχεν ποταμούς, ερωτικούς πλοκάμους Καλλίμ. 811· πηγή (ενν. το κάστρο) χρημάτων, ποταμός των όλων πλουμισμάτων Καλλίμ. 1460· γ) (προκ. να δηλωθεί ψυχικός, πνευματικός και πολιτιστικός πλούτος): η βασιλεία σου, ... της δικαιοσύνης| συνήγορος και ποταμός της ελεημοσύνης Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1276· κάμωμα πολλά ακριβό σ’ έτοιους καιρούς εγίνη| εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις| και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Α´ 26· Θάλασσαι, ποταμοί, πενθήσατε τον μέγαν ετούτον ποταμόν της διδασκαλίας Χίκα, Μονωδ. 146· στη Δύσιν έπεψες (ενν. Ρέθεμνος) όλη σου τη σοφία| κι εγέμισεν η Ανατολή, Άρκτος και Μεσημβρία,| κινώντας τ’ αργυρότρεχα νερά του ποταμού σου| σ’ όλο τον κόσμο ζάχαρη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2309. 3) (Σε παρομοίωση, προκ. να δηλωθεί η ορμή και η ταχύτητα με την οποία κινείται κ.): να έναι γοργόν ως ποταμόν (ενν. το άλογον) και ώσπερ την σαγίτταν Λίβ. P 1955· (εδώ προκ. για το πέρασμα του χρόνου): Ελάφιν τόσα γλήγορα στην στράταν| δεν τρέχει ’δ’ άλλον ζον μέσα στο δάσος,| ’δέ ποταμός βιασμένος ’πού ψιχάδιν,| ’δέ νέφος όνταφ φεύγει ομπρό στ’ ανέμιν (παραλ. 1 στ.) γιόν φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 1073. 4) (Μεταφ.) α) αναστάτωση, ταραχή: Έφθασεν άλλος ποταμός με πόσην τρικυμίαν,| με πόσην, να είπες, μέριμναν, με ποταπήν φροντίδαν (παραλ. 6 στ.)· αρμάτων ήτον έξαψις και δοκιμή φαρίων| και πάντες είχασιν απλώς την περί τούτου ζάλην Καλλίμ. 1013· β) (στον πληθ.) συμφορές, παθήματα: Ημέρας τρεις ο Ιωνάς κατείχετο τῳ κήτει| και φέρειν μη δυνάμενος, εφώναζε βαρέως (παραλ. 1 στ.) «Εκύκλωσάν με ποταμοί, παύθητι της οργής σου (ενν. δέσποτα)| ... χαώνεις τον Ιωνάν σου» Γλυκά, Στ. 235. 5) (Εκκλ., στον πληθ.) διακοσμητικά στοιχεία ιερατικών αμφίων (για το πράγμα βλ. Βεργωτής, Λεξ. λειτουργ., λ. ποταμός): επί του ιερού κριτηρίου καθίσας ως κοινός δεσπότης όλης της οικουμένης, φορών το ιερόν μανδύον μετά των ποταμών Ιστ. πατρ. 1941516· Οι δε ποταμοί, οπού είναι εις το μανδύον άσπροι και κόκκινοι, το άσπρο δηλοί την ανθρωπότητα, το δε κόκκινον εικονίζει την θεότητα Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1545 ά 22. Εκφρ. πύρινος ποταμός/ποταμός του πυρός = (α) (εκκλ.) ο ποταμός της κόλασης: Οι αμαρτωλοί δε τρέμοντα δικαίους να θωρούσιν,| με τας φωνάς να κράζουσιν βοήθειαν να ζητούσιν:| «Άγγελοι, λυπηθήτε μας, ψυχοπονέσετέ μας, με τα σπαθιά σας τα λαμπρά δέτε, απαντήξετέ μας»| Ως λέοντες θέλουσι πηδάν, ως δράκοντες κινήσαν,| τον ποταμόν τον πύρινον στο πέραν τως δεθήσαν Ρίμ. θαν. 132· είδε (ενν. η Παναγία) την λίμνη και τον ποταμόν του πυρός, οπού ’ναι όλο φωτιά ... Και είναι εκεί πλήθος άντρες και γυναίκες. Και θωρώντα τους η Παναγία εδάκρυσε και είπεν: «Τι είναι το αμάρτημάν τους;» Αποκ. Θεοτ. I 201· (προκ. για τους κατακτητές Τούρκους): Γίνωσκε, αγιώτατε, και κορυφή της Ρώμης,| ο ποταμός ο πύρινος εσέβην εις την πόλιν,| την Δύσιν περιπλέκεται με παρακλάδια έξι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 619· διά τα κρίματα ημών την επήραν (ενν. την Κωνσταντινούπολιν) οι Τούρκοι.| Οι τέχνες των Χριστιανών και τα καμώματά των (παραλ. 1 στ.) τον ποταμόν τον πύρινον έβαλαν εις την Πόλιν,| ... και επυρπόλησέν την Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 667· (β) (σε κατάρα) «το πυρ εξ ουρανού» (για το πράγμα πβ. και Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 332-3): να μου εποίησεν ο Θεός ετουτηνάν την χάριν,| να ’βρεξεν πύρινον ποταμόν, και να ’καψεν τους ξένους Περί ξεν. (Μαυρομ.) 238.
       
  • προβάλλω,
    Ελλην. νόμ. 53110, 53321, 54423, 5452, 56025, 56124, 5622, 5725, 23, Διγ. Z 1836, Σαχλ. N 283, Notizb. 147, Byz. Kleinchron. Á 7714, 8028, 8548a, Νομοκριτ. 70, Ροδινός (Βαλ.) 142, 211, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 24, Μάρκ. θ́ 16· προβάλλω — προβέρνω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1462, Έ 182· αόρ. πρόβλησα, Byz. Kleinchron. Á 9629· μτχ. προβαλμένος.
    Το αρχ. προβάλλω. Ο τ. προβέρνω σε έγγρ. του 18. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 581, λ. προβαίρνω, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. προβαίνω, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., λ. προβαίνω· βλ. και Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., λ. προβαίρνω)· βλ. και Κακρ., Αφ. Τριαντ. 147, λ. αποχτενίζω. Τ. (μ)προβέλνω ή (μ)προβέρνω (Κουσαθανάς, ό.π., λ. (μ)προβέρνω, προβέρνω), bροβέρνω-μπροβέρνω (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. προβάλλω, Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Γ' 25) και bρουβέλνου σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ.), καθώς και προβέλνω στο Κριαρ., Λεξ. Αόρ. επροέβλησε το 12. αι. (Caracausi 477). Η μτχ. προβαλμένος στο Somav. και ουδ. προβαλμένον στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Προκ. για στράτευμα) προτάσσω, θέτω εμπρός· (εδώ σκωπτ.): Θεολ., Τζίρ. 3543. 2) Θέτω κάπ. ζήτημα προς εξέταση: ο αυτός των Γραικών αρχιεπίσκοπος ... προέβαλεν έμπροσθεν ημών, καθάπερ τότε οι επίσκοποι των Γραικών του ρηθέντος ρηγάτου της Κύπρου την αυτών χηρεύουσαν μητρόπολιν προσκομίσαντες αυτόν τον Γερμανόν, ή έτερον σώμα άξιον εις αρχιεπίσκοπον Διάτ. Κυπρ. 5015. 3) (Προκ. για στόχο, προορισμό· μεταφ.) θέτω εμπρός, προβάλλω: εμείς το λοιπόν, έστοντας να έχομεν τόσον μεγάλον σύννεφον των μαρτύρων οπού είναι τριγύρω μας, ..., τρέχομεν με υπομονήν τον αγώνα οπού μας επροβάλθη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ιβ́ 1. 4) Θέτω εμπρός, τονίζω, προβάλλω ως επιχείρημα: έχω να με κωλύει ο νόμος της καθ’ ημάς εκκλησίας, οπού θέλει ότι τινάς να μη γίνεται τρισεπίσκοπος και ο παναγιότατός μας πατριάρχης έχει τώρα δύο φορές οπού μου τον επρόβαλε με γράμματά του Μεταξά, Επιστ. 47. 5) Δίνω, παρέχω: εσείς όλοι οπού θέλετε διαβάζει μεταγλωττισμένον το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον τούτο, καρπωθείτε την ωφέλειαν οπού σας προβάλλει η ανάγνωσις Κύριλλ. Κων/π. 375 6) Προβάλλω (δικαιολογία): Ειδέ εμετενόησας, αγάπησας δε άλλον| και διατούτο αφορμάς προβάλλεις τας τοιαύτας,| ειπέ μοι την αλήθειαν, διά να υποστρέψω Διγ. Z 1890. 7) Παραθέτω, εκθέτω: το να κάμει τινάς λόγους από την θείαν Γραφήν εις την εκκλησίαν προβάλλοντας προφητείαν ή άλλα ιερά και θεόπνευστα λόγια με γλώσσαν οπού δεν γροικά ο ιδιώτης, είναι ανωφελής και άκαρπος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πρόλ. 8. 8) (Ή μέσ.) προβάλλω, (επι)δεικνύω κ. ως κύριο χαρακτηριστικό μου: ευθύς γαρ απορήσει τις, πώς ενταυθοί τα δύο, (παραλ. 1 στ.) ... πώς θρασύς ο την αιδώ προβεβλημένην έχων Γλυκά, Αναγ. 5. 9) Συζητώ, φιλονικώ, προβάλλω αντιρρήσεις σε κάπ.: εβγήκαν οι Φαρισαίοι και άρχισαν να τον προβάλλουσι (ενν. τον Ιησούν), ζητούντες απ’ αυτόν σημείον από του ουρανού, δοκιμάζοντές τον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. Ή 11· φρ. προβάλλω ζήτημα (βλ. και Εξίσου-Τσελίκας [Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παράρτ. σ. 114]): παγαίνοντας (ενν. ο Ιησούς) εις τους μαθητάς του, είδεν όχλον πολύν τριγύρω τους, και τους γραμματείς οπού τους επροβάλλασι ζητήματα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. Θ́ 14. 10) Κατηγορώ (βλ. και σημασ. II5): όταν ιδεί η πολιτική καλά και εντροπιάσθη (παραλ. 1 στ.), στην αφεντιάν υπά θέλει, τον καύχον να προβάλει,| να τον ελέγχει ψόματα, διά να τον καταβάλει Σαχλ. N 286. 11) (Βλ. και ά. προβαίνω, σημασ. 4, προβάνω, σημασ. 3)· α) παρουσιάζω (κάπ.) (βλ. Κριαράς [Πανώρ.2 σ. 547, λ. προβέρνω]): Συναφορμά τση πορπατώ ’ς τούτα τα δάση πάλι·| και παρακάλιε το Θεό να μου τηνε προβάλει Πανώρ.2 Ά 304· β) (προκ. για τον ήλιο) εκπέμπω (φως), στέλνω τις ακτίνες και φωτίζω: Τες τρίχες του ο ήλιος δεν είχεν προβαλμένες| ακόμ’ από την γην καλά, κι εδείχναν θαμπωμένες,| όταν αυτείνοι άρχισαν με την αλτελαρίαν Αχέλ. 2084 12) Ανακηρύσσω, αναγορεύω κάπ. (βασιλιά): Έτει ͵Ϛωπβ́ Σεπτεμβρίῳ ιβ́, εξόρισεν τον υιόν αυτού εις νήσον Λήμνον. Τῳ αυτῴ μηνί κέ πρόβλησεν βασιλέαν τον Μανουήλ εν τῳ παλατίῳ των Αετών Byz. Kleinchron. Á 9629·. II. Μέσ. 1) Επικαλούμαι: τους τέσσαρας προβάλλομαι, θεόστεπτε, μεσίτας, (παραλ. 1 στ.), Γεώργιον, Δημήτριον, Τήρωνα, Στρατηλάτην Προδρ. (Eideneier) III 287· Επεί δε νυν προβάλλομαι μεσίτην τε και πρέσβυν| ως προς την βασιλείαν σου Γεώργιον τον Δούκαν, (παραλ. 1 στ.), εν τούτῳ τοίνυν εξαιτώ γοργόν κατάνευσόν μοι Προδρ. (Eideneier) IV 654. 2) α) Προβάλλω (δικαιολογία): Ειδ’ ίσως εμετέγνωσας, ετέρου ῃρετίσω| και διατούτο αφορμάς προβάλλεσαι τοιαύτας,| μα τους αγίους μάρτυρας του Χριστού Θεοδώρους,| ουκ αν άλλος ζώντος εμού εισακουσθεί ανήρ σου Διγ. (Trapp) Gr. 1427· β) προβάλλω κ. ως επιχείρημα: έπαυεν αυτόν προ καιρού μελετώντα πολιορκήσαι την Κωνσταντίνου, προβαλλόμενος αυτῴ ότι, εάν στρατεύσει κατά της πόλεως, ορμήσουσιν έθνη άλλα και εκβαλούσιν αυτούς της δύσεως και απολέσουσι τα εν χερσί Ιστ. πολιτ. 2415. 3) Αναδεικνύω, αναγορεύω (πατριάρχη) (βλ. και L‑S, στη λ. BI4, Lampe, Lex., στη λ. D, Avotins, Nov.): Μαρτίῳ δε κά ... προεβλήθη πατριάρχης ο ιερομόναχος κυρ Γεράσιμος ... και τῃ επαύριον, ..., εχειροτονήθη παρά του Σάρδεων Byz. Kleinchron. Á 7612a. 4) Παράγω, γεννώ: γίνεται σήψις της γης και αποτελεί η σήψις τα ενεργήματα αυτής, ήγουν αμανίτας, επεί η ουσία προβάλλεται δύναμιν και η δύναμις ενέργειαν και η ενέργεια τα ενεργήματα, την ιδίαν κατά λόγον δύναμιν, και η σήψις την ομοίαν φύσιν της σήψεως Μάρκ., Βουλκ. 3439. 5) (Νομ.) α) κατηγορώ: Ελλην. νόμ. 51620, Ελλην. νόμ. 53030· β) (προκ. για κατηγορία που εξετάζεται κατά τη δικαστική διαδικασία) δηλώνω (ενόρκως) ενώπιον δικαστικής αρχής: Προβάλλομαι κἀγώ η δείνα επάνω εις τον όρκον μου, έτι υπάρχω μητέρα εκείνης της δείνα· έτι, ότι υπάρχω πενθερά του δείνα ...· έτι, ότι ουδέν επιτρόπευσεν την προίκα της θυγατρός μου Ελλην. νόμ. 57513· «Προβάλλεται η δείνα ότι εστιν θυγάτηρ του δείνα». Και ο μάρτυς λέγει ή ναι ή ουχί Ελλην. νόμ. 56218. — Βλ. και προβάνω.
       
  • προθυμερά,
    επίρρ., Αχέλ. 2103, 2471, Πανώρ.2 Δ́ 383, Βοσκοπ.2 225, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 832, 11528, 1525, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1087, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 17, 20, 220, 255, 740, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 78, Χριστ. διδασκ. 355, 427, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3037, 4001, 40224, 46414, 49724, 52511.
    [Από το επίθ. προθυμερός. Η λ. στο Βλάχ., στο Κατσαΐτ., Ιφ. Ά 22 και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κριαρ., Λεξ., λ. προθυμερός).]
    α) Πρόθυμα· με ευχαρίστηση: εδέχθηκε ... τον λόγον προθυμερά ο βασιλεύς Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1191· το λογισμό, το νου και την ψυχή μου| κι εκείνη την εμπόρεση τη λίγη τη δική μου| τάσσω τση καλοσύνης σας κι όρεξης τση καλής σας,| προθυμερά στη δούλεψη πάντα την εδική σας Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 158· Ας πηαίνομε προθυμερά, τούτη η βουλή μ’ αρέσει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1027· β) με προθυμία, με όρεξη για τη μάχη· με γενναιότητα: Ετρέχασι προθυμερά, τον πόλεμον αρχίζου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26927· Μια συντροφιά εκάμανε παπαδοκαλογέροι (παραλ. 1 στ.) κι εσμίγασι προθυμερά τσι Τούρκους κι εμαλώνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15413.
       
  • προθυμερός,
    επίθ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 846, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 372, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1217, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1002, Χριστ. διδασκ. 174, 285, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2177, 43210, 47512· θηλ. προθυμερά, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1804.
    [Από το επίθ. πρόθυμος και την κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κριαρ., Λεξ.).]
    1) α) Πρόθυμος: γιάντα (παραλ. 1 στ.) τέτοιο ανθό τση ομορφιάς η φύση| να θε να σου χαρίσει, αν έν κι εσύ ’σαι| τόσα προθυμερός ναν τονε ρίχνεις| χαμαί Πιστ. βοσκ. Ι 1, 57· β) πρόθυμος, δραστήριος, γρήγορος: Ακούραστη και πλια κουρφή, Τύχη, απού την ασπίδα,| προθυμερή σ’ τσι χαλασμούς κι εις τσι θανάτους σ’ είδα.| Γιάντα σ’ εμένα εφάνηκε πολλή η αναμελιά σου,| και τα βερτόνια σου κρατείς μακρά και τη φωτιά σου; Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 304· γ) ακούραστος, επίμονος: με την προθυμερήν μου ζήτησιν εύρηκα την αληθινήν στράταν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9540. 2) (Προκ. για συναισθήματα) δυνατός (σε παροιμ., Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 775]): Το σιγανό με τον καιρό προθυμερόν εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 305. 3) Ευσπλαχνικός: χάρισε των πλουσίων προθυμερές καρδίες, να μεταδίδουσι τες ελεημοσύνες εις τους φτωχούς Χριστ. διδασκ. 416.
       
  • προς,
    πρόθ., Προδρ. (Eideneier) I 234, II 86, Καλλίμ. 36, 919, Ασσίζ. 3613, Διγ. (Trapp) Gr. 855, 2122, 3073, Διγ. Z 14, 433, 2546, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1229, 1291, Βέλθ. 609, 1085, Χρον. Μορ. H 1658, 1826, 1959, Χρον. Μορ. P 1658, 1826, 1959, Φλώρ. 379, 754, Απολλών. (Κεχ.) 756, Λίβ. διασκευή α 184, 3079, 3264, Λίβ. Esc. 937, 2244, Αχιλλ. (Smith) N 160, 248, 311, Αχιλλ. (Smith) O 6, 378, 500, Ιμπ. 420, Μαχ. 49, Λίβ. Va 673, 1074, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 207, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 49, Απόκοπ.2 397, Πεντ. Γέν. XVI 2, XXIII 19, Έξ. VII 23, Κυπρ. ερωτ. 96, 244, 376, Πανώρ.2 Ά 142, Β́ 415, Γ́ 188, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. τίτλ., Έ 67, 530, 534, Κατζ. Δ́ 29, Έ 351, Βοσκοπ.2 257, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2187, Γ́ 1230, 1489, Στάθ. (Martini) Β́ 278, κ.π.α.
    [Η αρχ. πρόθ. προς. Η λ. και σήμ.]
    Ά Με αιτιατ. 1) (Δηλώνει κίνηση ή κατεύθυνση προς πρόσωπο/τόπο) προς, σε· α) συν. με ρ. όπως τα υπαγαίνω, έρχομαι, κλπ.: Απολλών. (Κεχ.) 670, 692, Χρον. Μορ. H, P 1564, P 5204, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 146, 2118, Λίβ. Va 179, 2162, 3426· Πάσα σου πόνος διπλοτριπλός στρέφεται προς εμένα Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 49· προς το μανικότερον μετέπεσεν ο νους του| και προς το ληστρικότερον εσέβην η ψυχή του Λίβ. Va 3095, 3096· (με τις προθ. εις/ως): ήρτα σήμερα εις προς τη βρύση Πεντ. Γέν. ΧΧΙV 42· ως προς την κόρην την τερπνήν ο νους μετατραπέντον Αχιλλ. (Smith) N 852· έκφρ. προς τα δεξιά, βλ. Επιτομή δεξιός 1 εκφρ.· φρ. (1) έρχομαι προς (κάπ.) = συνευρίσκομαι: ήρτεν (ενν. ο Αβραμ) προς τη Άγαρ και εγγαστρώθην Πεντ., Γέν. XVI 4· (2) μετατρέπομαι προς ύπνον, βλ. λ. μετατρέπω Φρ.· β) με ρ. όπως το δίδω, πουλώ, στέλνω, δείχνω, κλπ. εισάγει το έμμεσο αντ.: την πόλιν εχαρίσατο τούτοις απελευθέραν,| φόρους αυτούς παντάπασι πρός τινα μη διδόναι Βίος Αλ. 2913· θέλεις να το πουλήσεις (ενν. το καστέλλιν)| προς των Ρωμαίων κεφαλήν αυτόν του βασιλέως Χρον. Μορ. P 8412· Πιττάκιν της Ροδάμνης· προς Λίβιστρον το πέμπει Λίβ. Va 1547· προς εκείνον σύντομα δείξε το δακτυλίδιν Λίβ. Va 2634· (με το ως πλεοναστικά): το πιττάκιν έστειλεν ως προς τον Αχιλλέα Αχιλλ. (Smith) N 958· γ1) (με ρ. ή ουσ. που σημαίνουν «πολεμώ», «πόλεμος», κλπ.) εναντίον (βλ. και Apostolopoulos, Καλλίμ. 125): Χρον. Μορ. P 3411, Δευτ. Παρουσ. 215· προς δρακοντόκαστρον, προς αντιδίκους όφεις (παραλ. 1 στ.), πάντες απαγορεύουσιν, τον πόλεμον οκνούσιν Καλλίμ. 1053· (εδώ με παράλ. του ρ.): προς έναν εκατόν η απαντοχή κακή έναι Δευτ. Παρουσ. 76· γ2) (με την αντων. άλλος για να δηλωθεί αλληλοπάθεια): όλοι ας καβαλικεύσουν| και είς προς τον άλλον όρισε και ας δώσουν κονταρέας Λίβ. Va 2972· δ) με ρ. που δηλώνουν υπακοή, υποταγή: «Ο Πόθος είμαι», λέγει με, «και κλίνε προς εμένα» Λίβ. Va 341· μη γνέψετε προς τα είδωλα και θεούς χυτούς μη κάμετε εσάς Πεντ. Λευιτ. XIX 4· υιός αγνεύτης και αντάρτης, δεν ακούει εις τη φωνή του πατρός του και εις τη φωνή της μάννας του και να παιδέψουν αυτόν και να μην ακούσει προς αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXI 18· ε) με το εναλλάσσω («αλλάζω»): μέλαν να φορέσουσιν και προς το σχήμαν τούτο| ... πάντες εναλλαγώσι Καλλίμ. 1519· στ) με ρ. όπως λέγω, λαλώ, απιλογούμαι, κλπ. (ή ουσ. όπως απιλογία, κλπ. βλ. και Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1939, 42, Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης 282-3) ή γράφω (ουσ. γραφή), κλπ.: Χρον. Μορ. P 20, 6761, H, P 3440, Απολλών. (Κεχ.) 239, Λίβ. Va 665, Δευτ. Παρουσ. 145, Αχιλλ. (Smith) N 338, 927, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1203· (με το ως πλεοναστικά): λόγους εδημηγόρησεν ως προς τους άρχοντάς του Λίβ. Va 2178· ζ) (με ουσ. ή ρ. που σημαίνουν δέηση, παράκληση, ευχή κλπ.): τον πρίγκιπα παρακαλούν και δέονται προς αύτον Χρον. Μορ. P 5699· Η προσευχή προς τον Θεόν μεγάλως οικειώνει Κομν., Διδασκ. Δ 159· Ευχή πατρός προς Αχιλλέα Αχιλλ. (Smith) N 349· η) (προκ. για όρκο): Χρον. Μορ. H, P 8515, Λίβ. Va 2099· θ) (προκ. για αφιέρωση, βλ. και Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης, 281-2): Προς τον εκλαμπρότατον και ευγενέστατον κύριο Μαρκαντώνιο Βιάρο Πανώρ.2 Αφ. τίτλ.· ι) (με ρ. που σημαίνουν «κοιτάζω, βλέπω»): Χρον. Μορ. H, P 4807, Αχιλλ. (Smith) N 1062· ια) (με τα σημεία του ορίζοντα δείχνει κατεύθυνση): Χρον. Μορ. P 5047, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O I20· ευρίσκεται προς μεσημβρίαν εκείνου ... του κάστρου| οκάτι ένα βουνόπλαγον Χρον. Μορ. P 2803. 2) Δηλώνει α) (πιθ.) θέση κατά προσέγγιση: επέζευσεν προς την Λεμεσόν Μαχ. 410· (προκ. για λόγο, ομιλία): φαίνεταί μου ό,τι θέλεις ειπείν προς το τέλος της μαντατοφοριάς σου, θέλεις το πειν καλά και πρεπάμενα Μαχ. 47216· β) (εγγύτητα σε τόπο) κοντά, δίπλα: εκάθισεν εφ’ ικανόν προς την του κήπου θύραν Καλλίμ. 1620· ήλθεν, εστάθην προς εμέν Λίβ. Esc. 3694. 3) (Τέρμα) μέχρι, έως: πολύ ... τούτο του βουνού το ύψος αναβαίνει·| αν είποις, και προς ουρανόν η κορυφή του φθάνει Καλλίμ. 85. 4) α) (Στάση σε τόπο) σε (βλ. και Trapp, JÖBG 14, 1965, 32): ας μένει Απολλώνιος ημέρες προς τ’ οσπίτιν Απολλών. (Κεχ.) 259· β) μέσα· σε (κάπ./κ.): διά το ολιγόψυχον τό εθεώρουν προς εκείνον ... Λίβ. Va 3437· ουδέν γαρ λείπει το καλόν και το τερπνόν εκ λύπης (παραλ. 1 στ.). Προς δόξαν, προς λαμπρότηταν, προς τε τιμήν και πλούτον,| προς κάλλος και προς φρόνησιν, προς γνώσιν, προς ανδρείαν,| προς έρωταν, προς καλλονήν, προς είδος ευπρεπείας,| άπερ προσφέρουσιν χαράν ...|, εν τούτοις ίδῃς κίνδυνον,| μέσον τούτοις και ψόγον Καλλίμ. 9, 10, 11. 5) (Προκ. για διήγηση) στη συνέχεια, ακολούθως (προς τμήμα της διήγησης που προηγήθηκε): Ας παραδράμω τα πολλά ... (παραλ. 6 στ.) Λοιπόν προς την διήγησιν την πρώτην διηγούμαι Λίβ. Va 2206. 6) (Δηλώνει γενικά σύνδεση, σχέση συν. μεταξύ προσώπων, φιλική ή εχθρική διάθεση προς κάπ./κ. (Κριαρ., Πεπρ. Β′ ΔΚρ.Σ 4, 274)) προς, σε (βλ. και Lex. Chron. Mor., στη λ. 2b, Bauer, Wört., στη λ. ΙΙΙ4, Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης, 280-1): έφταισεν και έσφαλεν προς αύτον Χρον. Μορ. H 3317· αρμόζει να είσαι προς εμέν αληθινός εις πάντα Χρον. Μορ. H 1871· να είναι πιστοί προς αύτον Χρον. Μορ. H 5477· εθαύμασεν ...| την εκ ψυχής μου καθαράν φιλίαν προς εκείνον Λίβ. Va 3787· α) προς, σε σχέση με: ουδέν μετέχω προς αυτόν εις τίποτε συγγένειαν Χρον. Μορ. H 4156· β) (με ουσ. όπως βοήθεια, ευεργεσία, κ.ά.): βοήθειαν και πρόβλεψιν να ποίσει προς εκείνον Χρον. Μορ. P 1551· τι τιμήν κι ευεργεσίαν να ποιήσομεν προς αύτον Χρον. Μορ. H 6740· γ) (με τα ουσ. πόθος, έρωτας): είπα την τά πάσχω,| τον πόθον και τον έρωτα τόν έχω προς εκείνην Λίβ. Va 3205· δ) (με το ρ. βαραίνω, κ.τ.ό.· βλ. Αλεξίου Στ. [Βοσκοπ.2 σ. 33]) εναντίον, προς: βαραίνει προς το ριζικόν οπού τονε πειράζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1538· προς τη Μοίρα εμάνιζε και προς το ριζικό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2269· ε) (με το συνηθίζω): Οπού χαρεί τα ευφρόσυνα του κόσμου, την αγάπην| και συνηθίσει προς αυτά και καταγλυκαθεί τα ... Λίβ. Va 908· στ) (με το ουσ. εξουσία) πάνω σε: Περί της εξουσίας τήν έχει ο ρήγας προς τους ανθρώπους του Ασσίζ. 2854· ζ) με το ρ. πρέπω «ταιριάζω»: τι λόγον να άρξομαι να πρέπει προς εκείνην Λίβ. Va 2010·   η1) για (κάπ.) (βλ. και Bakker‑v. Gemert [Φαλιέρ., Θρ. σ. 186, 234]): ήτον κι ετούτο προς εμάς χρειαζόμενο μαντάτο! Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 238· η2) προς χάριν κάπ., για κάπ.: να γαληνώσαν προς εμέν οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 10714· θ) με το προσκαρτερώ: Χρόνον προσεκαρτέρεσεν πάλιν προς έρωτά μου| ώστε να έλθω εις θέλημα, ξένε μου, το δικόν του Λίβ. Va 2942. 7) Δηλώνει χρόνο α) (με ουσ. που δηλώνουν χρονικό σημείο) χρονική προσέγγιση ή συγκεκριμένο χρόνο, κατά: Απολλών. (Κεχ.) 248, 533, Λίβ. Va 673, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 180, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 30· (με το άρθρο): ανάστηθι το προς πρωί λίαν όρθρου βαθέος Παϊσ., Ιστ. Σινά 1611· β) (με ουσ. που δηλώνουν χρονικό διάστημα) για: μικράν ανάπαυσιν εύρηκα ...| προς ώραν, προς αναμονήν Καλλίμ. 2368· εκφρ. (1) προς βραχύ = για λίγο (χρόνο): τούτον προσεκύνουν| φέροντες δάκρυα και χαράν, όθεν ου προσεδόκουν,| και προς βραχύ θρηνήσαντες χαράν είχον μεγάλην Διγ. Z 973· (2) προς μικράν ώραν, βλ. ά. μικρός Εκφρ. 5· (3) προς ολίγον ή ολιγόν / προς ώραν = (α) για λίγο, για σύντομο χρονικό διάστημα· βλ. λ. ολίγον Εκφρ. 9, Επιτομή Εκφρ. 10· πβ. επίρρ. προσώρας σήμ. (βλ. και Καψ., ΕΕΦΣΠΘ 7, 1957, 356, βλ. και L‑S, στη λ. CIII4): Ημείς επαναπαύθημεν προς ολιγόν, προς ώραν Καλλίμ. 2418· προς ώραν έχει δύναμιν, προς ώραν φλαμμουλίζει,| η προκοπή προσωρινή, προς ώραν η χαρά του Γλυκά, Στ. 351, 352· (β) σε λίγο: προς ολίγον έφην Καλλίμ. 1499· (4) προς ολίγας ημέρας = για λίγες μέρες (βλ. και Καψ., ΕΕΦΣΠΘ 7, 1957, 356,): Η αγάπη ... με ανάγκασεν, προς ολίγας ημέρας,| της ταπεινής μου της μητρός και όλων των συγγενών μου,| θέλω να πάω να τους ιδώ και πάλι να υποστρέψω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 373· (5) προς μακρόν χρόνον = για μεγάλο χρονικό διάστημα: κρατήσει προς μακρόν ... χρόνον Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O VIΙΙ4· (6) προς καιρόν = για λίγο χρόνο, πρόσκαιρα, προσωρινά: δεν ήσαν καλαί (ενν. αι θυσίαι), ειμή προς καιρόν, διό και κατηργήθησαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 59· Βλέπεις τον κόσμον, άνθρωπε, τροχός έν’ και γυρίζει·| τους μεν ανάγει προς καιρόν, τους δε άλλους κατεβάζει,| και τούς ανάγει σήμερον πάλε κλωθογυρίζει Αλφ. 147· γ) (εδώ) ταυτόχρονα με: Εκείνη λέγει: «Κηπουρέ, τον μισθαργόν σου πέμψε| και δώσ’ τον ρόδα περισσά ...».| Και παρευθύς ο μισθαργός ευρεύθη με τα ρόδα·| εις θέσιν γαρ και λογισμόν και ακοήν και γνώσιν| προς την φωνήν ηυτρέπισεν ο μισθαργός Καλλίμ. 1904. 8) (Προκ. για κατάσταση, περίσταση) κατά, σε: Προς δε τον πόλεμον αυτόν όσαι σφαγιασθώσιν,| αυτάς τιμώμεν ως θεάς Βίος Αλ. 5530. 9) (Με αριθμητ.) α) (προκ. για διανομή, επιμερισμό) από: οι δύο κοντάδες τού έδωκαν προς έναν καβαλάρην Χρον. Μορ. H 220· της Βελίγοστης (ενν. ο επίσκοπος) κι εκείνος του Αμυκλίου| όλοι προς τέσσαρα είχασιν (ενν. φίε) Χρον. Μορ. H 1961· β) περίπου: προς χιλιάδας εξ επτά μετρουμένας Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O VIII12· γ) δηλώνει προσθήκη: έρχεται προς Βραχμάνους,| τους μακροβίους τε φημί· ζώσι γαρ ούτοι πάντες| εν έτεσι πεντήκοντα προς εκατόν Βίος Αλ. 4700. 10) α) (Για τη δήλ. σκοπού ή αποτελέσματος) προς, για (βλ. και Κριαρ., Λεξ., στη λ. 6, Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 141, 5): Χρον. Μορ. P 3951, Μαχ. 15436, Δευτ. Παρουσ. 144, Αχιλλ. (Smith) N 443· «Ο τόπος ούτος», λέγει των, «ας γένηται κατούνα.| Έχει δενδρά και ποταμόν, ...,| έχει και δάσωμα καλόν προς το να σκεπαστούσιν ...» Καλλίμ. 877· ηλλοτριώθην συγγενών, γονέων εχωρίσθην| προς το κερδήσαι φίλτατον, όν και απεστερήθην Διγ. Z 2599· εδίωκε τάχα τον αετόν προς ίνα τον τοξεύσει Λίβ. διασκευή α 2833· πάντες εσυνάχθησαν ...| παρέτοιμοι προς κίνημα και συμπλοκήν πολέμου Αχιλλ. (Smith) N 363, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O III3· με ρ. όπως τα αρκώ, συντελώ: στόμα μικρόν και ενήδονον ωσάν το δακτυλίδιν| όσον αρκεί προς φίλημα ερωτικής καρδίας Λίβ. Va 2233· Προς ορισμούς και συμβουλάς και πατρικάς θελήσεις| και προς ελπίδα στέμματος ...| ου συντελούσι χάριτες ουδέ τερπνότης τόπων Καλλίμ. 164, 165· φρ. είμαι προς, βλ. Επιτομή είμαι Γ́ Φρ. 12· β) με το αφήνω: τινάν ουκ έφηκαν προς το να τον σιμώσει| ή να τον άψεται ποσώς Καλλίμ. 1783. 11) (Αιτία) εξαιτίας· χάρη σε (βλ. και Apostolopoulos, Καλλίμ. 125, 126 και σημ. 1): αγανακτών προς του καιρού το μήκος Καλλίμ. 1202· «... έξελθε σύντομα, γοργά ...».| Εκείνος ουν προς την φωνήν εξήλθεν μετά φόβου Καλλίμ. 558· Ουκ έχω την ανεύρεσιν της κόρης προς εσέναν,| προς την φιλίαν σου την ορθήν και το ευυπόληπτόν σου; Λίβ. διασκευή α 3899, 3900. 12) α) (Αναφορά) ως προς, σχετικά με, όσον αφορά ...· για: Ερμον. Δ 295· Ουκ ημπορεί μου ο λογισμός να αφηγηθώ την κόρην,| αλλ’ όσα γράψω προς αυτήν, πάλιν να με νικήσει Αχιλλ. (Smith) N 855· Ει και δημώδες το ρητόν όλον της παροιμίας,| και προς την φράσιν ευτελές και συμπεπατημένον,| αλλ’ έσω φλέβα θαυμαστήν χρυσίτιδα συγκρύπτει Γλυκά, Αναγ. 111· (με το ως όπως και σήμ.· βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 141, 6, Κριαρ., Λεξ., λ. ως ΙΙ 2): Τον Μάιον είδα ...,| καλόν εις είδος, εις κοπήν, καλόν ως προς το σχήμα Λίβ. Va 903· Ήτον ωραία (ενν. η κόρη), ...|, παρείκαζεν ... τον κύκλον της σελήνης (παραλ. 1 στ.) ως προς την στρογγυλότητα του ξένου της προσώπου Λίβ. Va 2218· έκφρ. προς το παρόν, βλ. παρών, Το ουδ. ως ουσ. α) εκφρ. (2)· β) κρίνοντας από, με βάση ... (βλ. και Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 161]): κρέμεται (ενν. ο λυτρωτής) εις τον σταυρόν ...,| με δίχως φταίσιμον ..., προς τά καταλαμβάνω Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 282· γ) ως, για: Προς δε παράδειγμ’ άκουσον αρχαίας ιστορίας Σπαν. (Λάμπρ.) Va 442· δ) (σύγκριση, αναφορά) σε σχέση, σύγκριση με (Lex. Chron. Mor., στη λ. 2f): Χρον. Μορ. H 3843· (με το ως): ουδένας δεν εφάνηκεν ως προς εσέ ανδρείος Διγ. Z 3159· ε) (συμφωνία· αντιστοιχία) σύμφωνα με, κατά (Lex. Chron. Mor., στη λ. 2e): Χρον. Μορ. H 1022, Χρον. Μορ. H 7412· (με το ως): ως προς αυτών τα σχήματα ήτασιν και οι λόγοι Λίβ. Va 886. 13) (Προσθήκη) κοντά σε, εκτός από: προς τα πρώτα βάσανα άλλα πάλι μ’ ευρήκα Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 204. 14) (Εδώ, αντίθεση, εναντίωση) παρά την ..., σε αντίθεση προς ...: θαυμάζομαι προς την καλή σου γνώση,| να παίρνεις δίχως διάφορο κατηγορία τόση Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 73. 15) α) Με τις λ. ένας και κομμάτι(ν) (Κριαρ., Λεξ., στη λ. 8, Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1939, 42, ΛΚΝ, στη λ. ΑΙ4· βλ. και L‑S, στη λ. CIII4, Somav. ((ένα) Προς ένα)· πβ. έκφρ. λόγος προς λόγο (17. αι., Έγγρ. Σύρου Ά 21): αποβλέπω εις ένα προς ένα πατέρα Σοφιαν., Παιδαγ. 118· σήμερο να μας ήβανεν ένα προς ένα χώρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2187· Να τα πάρουν ούλα (ενν. τα πράματα) αντάμα ... κομμάτιν προς κομμάτιν! Βουστρ. (Κεχ.) 27413· β) έκφρ. χρόνον προς χρόνον = κάθε χρόνο (πβ. και νεοελλ. έκφρ. χρόνο με το χρόνο): χρόνον προς χρόνον ιχνηλατούντες ουκ εώσιν αυτήν (ενν. την πόλιν) εσοδιάζειν χρόνους τρεις Ιστ. Ηπείρ. XIII2. Β́ Με γεν. 1) Δηλώνει α) κατεύθυνση προς τόπο/πρόσ., προς, σε· με ρ. όπως το μιλώ κλπ.: Πάντες ομού προσέρχουνταν, προς του δεσπότου λέγουν Αχιλλ. (Smith) O 96· β) κατεύθυνση με έχθρική ή φιλική διάθεση (βλ. και Ά 6): αντεπήλαυνον τους ίππους| προς αλλήλων εν τῃ μάχῃ Ερμον. Λ 175· Ω Γεροσόλυμα ...,| τούτο το μέγα φταίσιμο τό ’ποίκες προς του υιού μου ... Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 74· Τις ημπορεί να διηγηθεί καταλεπτόν εκείνην| την ευθυμίαν και την χαράν τήν είχαν προς αλλήλων Λίβ. Va 3846. 2) Προσέγγιση σε τόπο, δίπλα, κοντά: Χρον. Μορ. H 9162. 3) Στάση σε τόπο (βλ. και Apostolopoulos, Καλλίμ. 125· εδώ η γεν. πιθ. για μετρ. λόγους) σε: είδον τον Καλλίμαχον εις τον καιρόν εκείνον| άψυχον, κείμενον (νεκρόν) προς του μεσονησίου Καλλίμ. 1794. 4) Εκ μέρους, από: Διγ. (Trapp) Gr. 2785. 5) (Για τη δήλωση γεν. διαιρετικής, Christensen, BZ 7, 1898, 382) από: προς ... των ημετέρων| απέθανον ως εκατόν εξήκοντα και πλείον Βίος Αλ. 4201. 6) (Εδώ για να δηλωθεί η ύλη, Christensen, BZ 7, 1898, 382): ποτήρια πολλά προς του σαπφείρου| τετορνευμένα Βίος Αλ. 5657. 7) Διαμέσου: σώμα γαρ επεφαίνετο τούτου προς της υέλου Βίος Αλ. 3764. 8) (Με αριθμητ., πιθ.) πάνω από: πλείστους συναθροίσας| προς χιλίων επέκεινα δοκίμους στρατιώτας Διγ. (Trapp) Gr. 2774. Γ́ Με δοτ. 1) (Με ρ. που δηλώνει κίνηση προς τόπο, LS, στη λ. BI3) δηλώνει κατεύθυνση, προς, σε: Βίος Αλ. 3449, Βίος Αλ. 1091· (με το ουσ. χρέος) προς (βλ. και Trapp, JÖBG 14, 1965, 33): τούτους γαρ απέστειλα, ..., εις τους γονείς μας| και προσκυνήματα πολλά πρεπόντως, αρμοζόντως,| κατά τοις τέκνοις οφειλή και χρέος προς γονεύσιν Αχιλλ. (Smith) N 1469. 2) Δηλώνει στάση σε τόπο (ισοδυναμεί με την εν, Christensen, BZ 7, 1898, 380): πάντας προς τοις όρεσι φούρκῃ προσανυψώσω Βίος Αλ. 1735. 3) (Εδώ προκ. για κατάσταση) κατά, σε: Κεκοίμηται δ’ Αλέξανδρος και προς τοις ύπνοις βλέπει| αυτόν Ερμήν τον Άμμωνα θεού φορούντα σχήμα Βίος Αλ. 3354. 4) Δηλώνει προσθήκη (και σε έγγρ. του 16. αι., Γρηγορόπ., Έγγρ. 113): Βίος Αλ. 3754· (με αριθμητ.): Διγ. (Trapp) Gr. 2462. 5) (Με αριθμητ.)· (εδώ) δηλώνει χρόνο, κατά: Εγράφη δε προς έτεσι τοις εξακισχιλίοις| έξ συν τοις ενενήκοντα και τοις οκτακοσίοις Βίος Αλ. 6118. Δ́ Με επίρρ. 1) (Τοπ.) δηλώνει κατεύθυνση: οκάτι ολίγον προς εκεί ένι η Καλαμάτα Χρον. Μορ. H 1664· το λαήνι ... προς χάμαι να γυρίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 594. 2) Εδώ με το επίρρ. μικρόν = για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο χρόνο (βλ. λ. μικρόν 4γ· πβ. έκφρ. προς ολίγον ή ολιγόν, λ. προς Ά 7β): ευρέθη προς μικρόν ανάπαυσις της λύπης Καλλίμ. 2348· Ναούς ειδώλων προς μικρόν ανεγείρεις Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O VI8. Έ (Απολ. ως επίρρ.) παραπάνω, περισσότερο: Σφρ., Χρον. (Maisano) 17428, 13210, Πανάρ. 7326. Εκφρ. 1) Προς απομέσα, βλ. λ. απομέσα 1 Φρ., Επιτομή 1β έκφρ. 2) Προς δεύτερον, βλ. Επιτομή δεύτερον 4 Έκφρ. 3) Προς θάνατον (πβ. νεοελλ. δεν είναι κ. για θάνατο / προς θάνατον, ΛΚΝ λ. θάνατος 1 έκφρ., (κ.) δεν είναι προς θάνατον, Μπαμπιν., Λεξ., λ. θάνατος): έτσι την συντυχαίνει: «Ω ψυχή μου ... Μεγάλη θλίψιν έχω ...». Ωσάν ήκουσεν η κόρη ετούτα τα λόγια, ... είπεν: «... Εάν και θάνατος με έλθει, αυθέντα μου, να μην αρνησθώ την αγάπην σου.» Ο δε αμιράς απεκρίθη: «Όχι προς θάνατον, αγάπη μου ...» Διγ. Άνδρ. 3296. 4) Προς ισότηταν, βλ. Επιτομή ισότης ‑τητα 4 Έκφρ. 5) Προς την καρδιά μου = στην καρδιά μου, μέσα μου, κατάβαθα: εμετάνιωσεν ο Κύριος ότι έκαμεν τον άθρωπο εις την ηγή και εχολομάνησεν προς την καρδιά του Πεντ. Γέν. VI 6. 6) Προς κατά μικρόν = λίγο, κατ’ ολίγον (βλ. Μαυρ., Εκλ. Ά, 521): επεγίνοντο πλησίον| προς κατά μικρόν της κλίνης Ερμον. Ω 215. 7) Προς τον νουν μου, βλ. λ. νους, εκφρ. 1. 8) Πρόσωπα προς πρόσωπα, βλ. λ. πρόσωπον, Εκφρ. 9. Φρ. Ίσταμαι πόδα προς πόδα, βλ. λ. πόδας Φρ. 5.
       
  • προσκέφαλον
    το, Σταφ., Ιατροσ. 11315, Καλλίμ. 571, 577, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1707, Σπανός (Eideneier) B 123, Διήγ. σεβαστ. Θωμά 220, Κρασοπ. (Eideneier) ΑΟ 106, L 72, Ριμ. κόρ. A 150, V 132, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 328, Βυζ. Ιλιάδ. 305· πρεσκέφαλον, Κρασοπ. (Eideneier) O 106 (βλ. Eideneier [Κρασοπ. σ. 155])· προσκέφαλο, Εβρ. ελεγ. 162, Λεξ. Μακεδ. 138, Πανώρ.2 Β́ 212, Γ́ 580, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 994, Β́ 71, Έ 1045· προσκέφαλο(ν), Αχιλλ. (Smith) N 1858, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3514, 17, Πεντ. Γέν. XXVIII 11, Μπερτόλδος 64· προυσκέφαλον, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. δ́ 38.
    To μτγν. ουσ. προσκέφαλον. Ο τ. προσκέφαλο και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. προσκεφάλιν, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. προσκέφαλο(ν)· (με διαφ. σημασ.) Πασπ., Γλωσσ.).
    1) α) Προσκέφαλο, μαξιλάρι (ύπνου): Ει δε και έχεις εις τα ομμάτια ασθένειαν, μη κοιμηθείς πρίμυτα ..., αλλά βάλε ένα προσκέφαλον ελαφρόν και λεπτόν εις το στήθος σου Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 178· ήτον και το προσκέφαλο τα δάκρυα τση γεμάτο,| οπού εφοβάτο κι ήκλαιγε στον ύπνο που εκοιμάτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 89· γράψον τους ψαλμούς ημέραν Κυριακήν μετά μόσχου και ροδοστάματος και κρόκου, και θες το εις το προσκεφαλόν του και θέλει κοιμηθεί Ιατροσ. 24186· φρ. πίπτω εις προσκέφαλον = ξαπλώνω, πλαγιάζω: Εις στένωσιν, όταν δεν ηπορεί να πέσει εις προσκέφαλον Ιατροσ. κώδ. φκς́· (σε μεταφ.): Χιλιδονάκι να γενώ, στην κλίνην σου να έλθω,| να κτίσω την φωλίτσα μου εις τα προσκέφαλά σου Ch. pop. 242· ο άνθρωπος που περπατεί τα ξένα, (παραλ. 1 στ.) πάντα θλιμμένος περπατεί και παραπονεμένος (παραλ. 1 στ.) και βρέχει το προσκέφαλον, ποτέ δεν ανασαίνει Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.)(μεταφ.): Ώχου, και κείτονδαι όμορφα κορμιά στους κάμπους ξαπλωμένα (παραλ. 2 στ.). Ώχου, κι είχαν τη πλάκα προσκέφαλο τα γνέφη για σενδόνια Εβρ. ελεγ. 160· Άτυχε Απολλώνιε, ... (παραλ. 1 στ.) Πού ’ναι το στρώμα τ’ όμορφον, οπού ’σου μαθημένος (παραλ. 1 στ.) κι έχεις το βράχος συντροφιά, τη θάλασσα κοντά σου,| προσκέφαλο να κείτεσαι απάνω στα μαλλιά σου; Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 328· β) καθετί που χρησιμοποιείται σαν προσκέφαλο: ο Ιακώβ ενύκτωσε εις την στράταν και όταν εσκοτεινίασεν καλά και έγινε νύκταν, έπεσεν εις έναν κάμπον έμορφον διά να κοιμηθεί και βάνει μίαν πέτραν διά προσκέφαλον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 144v· ο Αλέξανδρος εγδύθη την φορεσίαν του και την μπερέττα του, οπού είχεν ωσάν προσκέφαλον τάχα ότι εκοιμάτον Διήγ. Αλ. V 76· (εδώ σε υπερβολή): και κλίνη έποισα ληνόν και πάπλωμαν τη σκάφη,| πισσάσκιν το προσκέφαλον, εγκόλπιον πιθάρι Κρασοπ. (Eideneier) V 102. 2) (Με τοπ. χρ.) α) (προκ. να δηλωθεί το τμήμα που βρίκεται στην περιοχή του κεφαλιού): Δύο αγγέλους έκλαμπρους εσκιάστηκες καθάρια,| έναν εις τα προσκέφαλα, άλλον εις τα ποδάρια Σκλέντζα, Ποιήμ. 1150· β) (προκ. για δήλ. εγγύτητας): ο Ηλίας, ο ένδοξος προφήτης, ... εξυπνηθείς, εύρε το ψωμί ... και το κανάτι το νερόν εις το προσκέφαλόν του Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 113.
       
  • πρωτόγερος
    ο, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2784, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1367, Έ 415, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v, 119r, Νομοκριτ. 109, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3655, 41314· πρωτόγηρος· πληθ. πρωτογέροι.
    Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. γέρος. Ο τ. (με επίδρ. του ουσ. καλόγηρος) σε έγγρ. του 14. (Act. Vat. I 43139, II 8243, Act. Lavr. II 91 III117, 108342, κ.α.) και 15. αι. (Act. Lavr. III 16416). Η λ. στο Meursius, σε έγγρ. του 13. (Act. Vat. I 2641‑2) και 14. αι. (Act. Vat. I 3623) και σήμ. ιστ. (Κριαρ., Λεξ.)· βλ. και LBG.
    1) α) Αρχηγός, επικεφαλής μιας κοινότητας ή αδελφότητας: αυτοί δε οι Γαλατιανοί να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των διά να διορθώνει τας δουλείας Επιστ. Μωάμ. 6721‑2· με το να τσακώνουνται οι πρωτογέροι ποίος να γένει πρωτόγερος ... εσυνέβαλαν τους Τούρκους Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 43r δις· β) (στον πληθ.) οι επικεφαλής (λόγω ηλικίας, πλούτου και κοινωνικής θέσης) άρχοντες, οι προύχοντες: Οι φρέρηδες της Ρόδου με όλους τους πρωτόγερους εμετανώσαν πολλά Μαχ. 5407· Απείτις βάρη άμετρα εις τα νησά εβάλα,| πρωτόγερους ευρήκανε αποδεκεί κι εβγάλα| να πάσινε του βασιλιού Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46214. 2) Ηλικιωμένος σύμβουλος του βασιλιά που διακρίνεται για την πείρα και τη φρόνησή του: Ήκραξε δυο πρωτόγερους από τσι πλια μεγάλους| οπού ’σανε του παλατιού, πλια φρόνιμοι παρ’ άλλους Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 311. 3) (Εδώ) ο αρχαιότερος και μεγαλύτερος σε ηλικία υπηρέτης, που εποπτεύει τους υπόλοιπους και έχει την ευθύνη του σπιτιού: είπεν ο Αβρααμ προς το σκλάβο του, πρωτόγερος του σπιτιού του, οπού ’ξουσιάζει εις όλο ος αυτουνού Πεντ. Γέν. XXIV 2.
       
  • πρωτύτερα,
    επίρρ., Ασσίζ. 429, 8412, 13621, Διγ. A 2505, Σαχλ., Αφήγ. 311, Σαχλ. N 295, Λίβ. Esc. 692, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401, Μαχ. 26219, Θησ. (Foll.) I 136, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6723, Ξόμπλιν φ. 130r, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. π, Μαλαξός, Νομοκ. 335, Αχέλ. 1245, 2461, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1127, Αιτωλ., Βοηβ. 129, Χρον. σουλτ. 5718, Ιστ. πατρ. 1036, Μορεζ., Κλίνη φ. 368v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30914, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1635‑6, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Πανώρ.2 Δ́ 84, Πιστ. βοσκ. IV 8, 122, Μανολ., Επιστ. 17331, Ιστ. Βλαχ. 1031, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Διγ. Άνδρ. 36723, 4104, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 186, Στάθ. (Martini) Ά 134, Διήγ. ωραιότ. 662, Νομοκριτ. 83, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1276], Έ 1223, Φορτουν. (Vinc.) Ά 286, Β́ 198, Ροδινός (Βαλ.) 214, Διακρούσ. (Κακλ.) 1194, Μπερτολδίνος 111, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 22 κ.π.α.· εμπρωπύτερα· εμπρωτότερα, Χρον. Τόκκων 706· εμπρωτύτερα, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2285, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88v, 118v, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νξά, ρξθ́, σοβ́· εμπρωτύτερας· ομπρωτύτερα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 120r, 301v· πρωτέτερα, Μπερτόλδος 16· πρωτότερα· πρωτύτερας, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1032, 1168, 3777, Μορεζ., Κλίνη φ. 38v, 53v, Πανώρ.2 Έ 201, Πιστ. βοσκ. I 1, 300, V 5, 126, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3024, 3320, 3438, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1438, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1487, 3603, 44912· πρωτύττερα, Μαχ. 5907· πρωτυττέρα, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1859.
    Από το επίθ. πρωτύτερος. Ο τ. εμπρωτότερα από το πρωτότερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. εμπρότερα του εμπρός (βλ. ά.). Ο τ. εμπρωτύτερα από το πρωτύτερα, σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 514). Ο τ. ομπρωτύτερα από το πρωτύτερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. ομπρότερα του ομπρός (βλ. ά. εμπρός)· ο τ. στο Meursius (γρ. ομπροτίττερα). Ο τ. πρωτύτερας στο Βλάχ. (γρ. προτήτερας), σε έγγρ. του 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 14, 1983, 99, Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 274, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 220, Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. προυτύτιρας σήμ. ιδιωμ. (Ανδρ., Ιδ. Μελ.). Ο τ. πρωτύττερα και σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 151, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. πρωτήττερα). Τ. μπρω(τ)ύτερα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. μπρωύτερα, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. μπρο(τ)ύτερα). Τ. πρωτοτέρως σε έγγρ. του 19. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. προτήτερα), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 5116, 9210, Β́ 220α4, Γ́ 20132, 3493, Κασιμ., Έγγρ. 1 (79), 63 (145), Γρηγορόπ., Έγγρ. 4532, 7810, 12096, στ. 250, 1126), του 18. αι. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 89, 95, 130, Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 463, 465, 467) και σήμ.
    1) (Χρον.) α) προηγουμένως: Είπα σου το και πρωτύτερας πως ο πατέρας σου εκείνους τους σοφούς οπού εφιλοσοφούσασιν απάνω εις τούτο, ... άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε πάλιν εξόρισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 477· Ο μύθος λέγει ότι πολλοί άνθρωποι δεν φροντίζουν την βλάβην τους, όταν θωρούν και τους εχθρούς τους πως βλάπτονται εμπρωπύτερα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 25· επροεφήτευσεν (ενν. ο προφήτης Ιερεμίας) τι του έδειξεν ο Δανιήλ πρωτύτερα διά τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 26632‑33· Ο τόπος απού λέγεται τώρα Άγιον Όρος ελέγετονε πρωτύτερας Αίγεον Όρος Μορεζ., Κλίνη φ. 135r· (εδώ) την προηγούμενη φορά: Και με τούτο το θάρρος εβούλουμουν να έλθω πρωτύτερα εις εσάς, διά να έχετε και δευτέραν χάριν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ά 15· (εδώ πλεοναστικά): εξόχως έγινε, καθώς προείπα πρωτύτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτσένιγου του γουβερναδόρου Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ο αισθητός και βλεπόμενος ούτος ήλιος, προ του να φανεί ανατέλλοντας εις την ανατολήν, φαίνονται πρωτύτερα αι ακτίνες του απάνω εις τας κορυφάς των υψηλών βουνών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63· β) νωρίτερα, πιο μπροστά, στο μεταξύ: με τι να πολεμήσομεν, αφέντη, τους εχθρούς σου;| Έπρεπεν εμπρωτύτερα να τὄβανες στον νου σου Ιστ. Βλαχ. 1010· Σαν επαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει| κι εκείνον οπού θε να πει πρωτύτερα λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 260· ωσάν είδε ο αφέντης της Βλαχίας πως του κάμει πολλή ζημίαν, έβαλε ανθρώπους και έκαμε αγάπην με τον σουλτάν Μεχεμέτη, να του δίδει χαράτσι πάσα χρόνο, εκείνο οπού έδιδε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5113· Όμως εμείς ουδέ ποσώς μηδέν τον καρτερούμεν,| γιατί το φύγι των Τουρκών πρωτύτερα θωρούμεν Αχέλ. 2459· (εδώ) έγκαιρα: αν είχαν αναφάνειν πρωτύττερα απάνω τους Σαρακηνούς, δεν εγινίσκετον τούτον το κακόν και η ζημία απού ’γίνην Μαχ. 66623· (εδώ σε αντίθεση με την έκφρ. την ώραν εκείνην): ήδωκεν ο Θεός του παιδίου τόσην χάριν, και πρωτύτερα εψιθύριζεν τα λόγια, καθώς ψιθυρίζουν τα βρέφη, και την ώραν εκείνην ... ομίλει τόσα καθάρια ... απού όλοι εξενίζουντανε Μορεζ., Κλίνη φ. 378v· (εδώ με το συγκρ. πλιο για έμφαση): Η αδελφή μου εδεπά νά ’ρθω μου ’χε μηνύσει (παραλ. 1 στ.) και τούτος πλιο πρωτύτερα ήθελεν έμπει μέσα| ογιά να κλέψει τίβετας, γή πράμα γή τορνέσα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 31· γ) αρχικά, πρώτα-πρώτα: ετρέξαν ούλοι εις το παλάτιν, και πρωτύττερα επήγαν εις την αυλήν της ρήγαινας Βουστρ. (Κεχ.) 18410· Αυτόν γουν τον ναόν, οπού άρχισεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός να τονε κτίσει, τον είχεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος πρωτύτερα κτισμένον Hagia Sophia ω 5128· δ) παλαιότερα: ο κεραυνός σου έφθειρε ωσάν το ξεύρουν πάντες| και άλλους εμπρωτύτερα και τους αγρίους γιγάντες Κρουσ., Τουρκογρ. 381· αγάλια-αγάλια θρέφεται (ενν. η αγάπη), σαν το καμίνι ανάφτει,| κεντά και καίγει δυνατά και το κορμί μας βλάφτει.| Πρωτύτερα όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι| σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 325· ο ποίος (ενν. ο Γαβριήλ) και πρωτύτερα ήτον εδώ ’στεμμένος,| με του Θεού το θέλημα αφέντης καμωμένος Ιστ. Βλαχ. 771· εδιάβησαν εις τον σουλτάν Μεχεμέτη και εστερεώσαν την αγάπη οπού είχανε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 10527· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερον): ο Ιωάννης, ο υιός του Ανδρονίκου, ... ήτονε πρωτύτερα τυφλωμένος και υστέρου ήλθε το φως του Χρον. σουλτ. 2927· (εδώ σε αντίθεση με το τώρα): ολίγοι ήταν πρωτύτερα μαζί (ενν. πλούσιοι) και τώρα πλουσιότεροι απ’ αυτόν, αλλά δεν έκαμαν τόσα καλά Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 80r· (εδώ πλεοναστικά): να ηξεύρεις ότι πρωτύτερα, όσα σας επροέγραψα, το πως επήρα το βασίλειον της Περσίας και τον βασιλέαν τους τον Τάρειον εσκότωσα Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6623‑24· ε) μέχρι τότε: διά τούτην δε την αφορμήν τον τόπον τους αφήκαν| αποὔσανε πρωτύτερα κι εις άλλον εσταθήκαν Αχέλ. 819· επήρανε την Κωνσταντινούπολι από τον Αλέξιον, βασιλέα της Πόλης πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5413· στ) εκ των προτέρων: ήλθα να σου το ειπώ πρωτύτερας οδιά να μην φοβηθείς όταν ιδείς το μυστήριον Μορεζ., Κλίνη φ. 53v· Εκάλεσε (ενν. ο Θεός) το όνομά του και την φύσιν ενός εκάστου ζώου ώσπερ να τα είχεν γραμμένα, οπού ουδέ τα εμελέτησε ή τα εσυλλογίσθη ομπρωτύτερα, αλλά μόνον παρευθύς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r· Σαν κάμεις τώρα,| πρωτύτερα να το ’καμες έπρεπ’ εις άλλην ώρα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6912· ζ) (με επόμ. γεν.) πριν από: μετά τον θάνατον της μάννας μου να τα αφήνει και να τα δίδει (ενν. τα χρήματα) της κερα Φιλίππας της αδελφής μου ή, αν της φανεί (ενν. καλό) να της τα δώσει και πρωτύτερα του θανάτου της (ενν. μάννας μου) Διαθ. Πασχαλίγ. 78· η) (με επόμ. προθ.) η1) (με επόμ. την πρόθ. από): Περί χήρας, οπού γεννήσει πρωτύτερα από ... σαράντα ημέρες Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 201185· τες ημέρες εκείνες πρωτύτερα από τον κατακλυσμόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 38· η2) (με επόμ. την πρόθ. παρά): κανείς ιατρός ξένος ... ουδέν πρέπει να ιατρεύσει απού καρούραν τινάν, έως οπού να φανερωθεί με ετέρους ιατρούς ... έμπροσθεν του επισκόπου και πρωτύτερα παρά τούτον να γένει, και αν ηγνωρίσου ότι ούτος εστίν δίκαιος κληρονόμος της ιατρείας, να ιατρεύσει Ασσίζ. 1865· εκείνη η γυναίκα (ενν. η χήρα) οπού επήρεν άνδραν πρωτύτερα παρά το εντεχάμενον, εθεσπίστην της ετέρης τιμωρίας Ασσίζ. 12010‑11· θ) (πριν από συνδ.) θ1) (με επόμ. το σύνδ. παρά· πβ. Επιτομή λ. παρά ΙΙΆ1, 4β) (1) (με επόμ. β́ όρο σύγκρισης): Και μοναύτα επήγεν ο αποστολές πρωτύττερα παρά τινάν, και εποίκεν όρκον της κυράς, της ρήγαινας, ότι να ζήσει και να πεθάνει εις πάσα της ορισμόν Βουστρ. (Κεχ.) 4416· το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος οπού ένι κρατούμενος τενιασμένος ότι έδερεν άλλον ... εντέχεται πρωτύτερα να πλερώσει τον δαρμένον παρά την αυλήν Ασσίζ. 48011· Καλά το είπες πως δεν ήκουσες ποτέ μήτε εώρακας τέτοιον λίθον, μα είναι δύσκολον να τον ιδείς (ενν. τον λίθον) εσύ πρωτύτερα παρά τον αυθέντην σου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4818‑19· (2) (με επόμ. χρον. πρόταση): ο ένας είναι και αληθινός Θεός οπού είναι πρωτύτερα παρά να γενεί ο κόσμος Χριστ. διδασκ. 198· επρόβλεπε τες ταραχές και τους χειμώνας πρωτύτερα παρά να έλθουσι Χίκα, Μονωδ. 66· θ2) (με επόμ. το σύνδ. παρού· πβ. λ. παρού ΙΆ2α): εμπορώ να μοιάσω την βερτούν της μεγαλοψυχιάς εις το φαρκόνιν, ότι ήθελεν ψοφήσει πρωτύτερα απέ την πείναν παρού να έφαγεν κριάς σαπημένον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130· ένι διαφεντεμένον να μηδέν λάβει κανείς διά γυναίκαν εκείνην τήν έλαβεν εκ των βυθών της κολυβήθρας … ουδέ ο υιός του να μηδέν λάβει εις γάμον την θυγατέραν της θυγατρός της … αλλά αυτά τα παιδιά του εγεννήθησαν πρωτύτερα παρού να την βαπτίσει Ασσίζ. 12620· θ3) (με επόμ. το σύνδ. πριχού· εδώ πλεοναστικά, για έμφαση): ήλθεν ο γλυκύς όμβρος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και εδόθη εις την γην ... και δύνεται να βλαστήσει πάσα βλάστημα αρετής, τες οποίες αρετές δεν εδύνετον πρωτύτερας η ανθρώπινος φύσις πριχού να κατέβη αυτός ο ουράνιος όμβρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· ι) (με αιτιατ. που δηλώνει χρόνο· πβ. και ολίγον καιρόν πρωτύτερα στο Φυλλ. Αλ. (Βελουδ.) 2748): Τ’ αμμάτι’, απού ’χεν ήτονε καλύτερ’ ογιά μένα| πολύ καιρό πρωτύτερα να ’χα ’σται τυφλωμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 194· είδαν να κρατεί και να έχει εκείνον το κτηνόν ή εκείνον το πράγμαν εις νομήν έναν μήναν πρωτύτερα του Πασχάτου ή των Γεννών Ασσίζ. 17424· (εδώ πλεοναστικά): αυτός εδιηγήθηκεν όσα ήκουσεν διά λόγου μου, ότι απεδώ και πέντε ημέρες πρωτύτερα πως είδεν παλληκάριον ξανθόν, νέον, εις το Βλατολιβάδιν Διγ. Άνδρ. 37033‑34· ια) (ως συγκρ., με επόμ. β́ όρο σύγκρισης) ια1) (με γεν.): απέθανε εμπρωτύτερας του πατρός του Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νζ́· εάν γένηται ούτως, ότι εκείνος οπού του εδόθην η χάρις ετελεύτησεν πρωτύτερά του εκείνου οπού έμελλεν να λάβει την δωράν, εντέχεται να το περιλάβουν (ενν. το πράγμαν) οι κλερονόμοι του τεθνεώτος Ασσίζ. 15714· τέτοιας λογής εδίωξαν τους προφήτας οπού ήταν πρωτύτερά σας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 12· ια2) (με αιτιατ.): Και τούτο γίνωσκε, ότι (ενν. τα δύο κάτεργα) εις τα μίλια έρχονται ίσα, αμή εις τας ώρας ποτέ δεν ημπορεί να έρθει ίσα, επειδή σηκώνεται (ενν. σχετικά με την άγκυρα) ένα το άλλον πρωτύτερα Rechenb. 7812· ια3) (με την πρόθ. από· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 77, 2): καθώς πρωτύτερας από λόγου μου εγνώριζες τον Θεόν και ελάτρευές τον με καθαρόν νουν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14824· Απέθανε και η βασίλισσα Ζωή απ’ αυτού πρωτύτερα Χρον. βασιλέων 1265· Αυτά επροσεύχετον ο Θεόδοτος, και ο Θεός ... ο συνιείς εις πάντα τα έργα ημών, έστοντας να δεχθεί την γνώμην του πρωτύτερα από τα έργα, έδωκε τέλος της προσευχής του, και έστειλέ του πάραυτα τον θάνατον Ροδινός (Βαλ.) 208. 2) (Τοπ.) πιο μπροστά, πριν από κ. άλλο: επολέμησε ο Ταμερλάνος ... και επήρε τον σουλτάν Μπαγιαζίτη και εχάλασε και το φουσσάτο του ... ως καθώς τα εγράψαμε πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5722· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερα): Επίρρημα έναι μέρος λόγου άκλιτον όπου λαμβάνεται ή πρωτύτερα ή ύστερ’ από το ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 80. 3) (Προκ. για υψηλότερη προτεραιότητα ή μεγαλύτερη σημασία) α) (για πράγματα) πριν και πάνω απ’ όλα, πρώτο και κύριο: ο βισκούντης ένι κρατούμενος ... να νομέψει όλα τα πράγματα του τεθνεώτος, και να ποιήσει πούλησιν ... έως όπου να πλερωθεί εκείνον το όφλημαν πρωτύτερα· και έπειτα να μείνει τίποτες απ’ εκείνα Ασσίζ. 38817· Αυτού δηλοί πρωτύτερα περί των κρισιμάτων, και ποταπός άνθρωπος εμπορεί να εγκλητεύσει εις την αυλήν έτερον άνθρωπον, και ποίον όχι Ασσίζ. 2816· (εδώ με επόμ. το σύνδ. παρά, βλ. Επιτομή, λ. παρά ΙΙΆ1α): πρωτύτερα παρά όλα τα πράματα του κόσμου πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει τον Θεόν, τάπισα να αγαπήσει τον εμαυτόν του, τάπισα να αγαπήσει τον κύρην του και την μάνναν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75· β) (για πρόσωπα) πριν και πάνω απ’ όλους τους άλλους, κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους λοιπούς: ομού ετρώμεν πάντα·| εμπρότερά μου ενίβγετον, πρωτότερα καθίζει| και πάντα επροτίμουν τον εις τα καλά μπουκούνια Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 351· εγώ διά το δικό μου συμπαθώ σου ει τι μου ’ποίκες, ότι εγώ θέλω πρωτύτερα την αφεντιά σου παρά τους λας μου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 93· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· (εδώ ως κατηγ.): ο ρήγας ένι όλων πρωτότερα εις τα άγια του Θεού να στερεώσει τας δόσεις τους άλλους ρηγάδες Ασσίζ. 3624. 4) (Ως συγκρ.) προτιμότερο, καλύτερα: πρωτύττερα ν’ αποθάνομεν όλοι μας και πασαείς, παρά ν’ αφήσομεν τους Γενουβίσους να μπουν ώδε Μαχ. 45630. Εκφρ. 1) Όλο(ν) πρωτύτερα, βλ. λ. όλον 3 έκφρ. 2) Πρωτύτερα από τον καιρόν = πριν από την αναμενόμενη στιγμή, πριν την ώρα (κάπ.): Ιησού, Υιέ του Θεού, τι έχεις να κάμεις εσύ μετά μάς; Ήλθες εδώ να μας βασανίσεις πρωτύτερα από τον καιρόν; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ή 29. Φρ. Έχω πρωτύτερα δίκαιον από κάπ. = έχω προτεραιότητα σε κάπ. ζήτημα έναντι κάπ. άλλου προσώπου: εάν ο είς απ’ αυτούς τους δύο (ενν. διαδίκους) ημπορεί να δείξει με β́ μάρτυρας άλλους, ... ότι ήτον πρώτος ο εγκαλών, δίκαιον ένι ότι αυτός να έχει πρωτύτερα δίκαιον απ’ εκείνον ή απ’ εκείνους τούς αγκάλεσεν Ασσίζ. 10315.
       
  • πταίω,
    Σπαν. A 630, 652, Σπαν. (Ζώρ.) V 82, Σπαν. O 223, Διδ. Σολ. Ρ 101, Γλυκά, Στ. 532, 536, Γλυκά, Στ. Β́ 38, 41, Γλυκά, Αναγ. 17, Καλλίμ. 1677, Ασσίζ. 2366, 44626, Διγ. (Trapp) Gr. 1986, Διγ. A 239, 245, Φλώρ. 390, Λίβ. διασκευή α 522, Λίβ. Esc. 400, 457, Χρον. Τόκκων 2992, Διήγ. Βελ. χ 141, Χούμνου, Κοσμογ. 1108, Σκλέντζα, Ποιήμ. 121, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 201, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 223, Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 116, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1118, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 89, 183, Θρ. Κύπρ. M 47, 142, 484, Μορεζ., Κλίνη φ. 127r, 161r, Διγ. Άνδρ. 31713, 3323, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [637], Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 7· πταίγω, Συναξ. γυν. 101, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42r, 42v, 51r· πτιω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· φθαίγω, Βεντράμ., Γυν. 72· φθαίω, Φαλιέρ., Ιστ.2, 489, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 77r, 351r· φταίγω, Συναξ. γυν. 959, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 341, Κακοπ. 109, Πεντ. Γέν. XL 1, Λευιτ. IV 22, Αρ. V 6, XV 27, 28, Δευτ. XXIV 4, κ.α., Αχέλ. 1390, Πανώρ.2 Έ 205, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 114, 240, 642, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 26, 34, 87 δις, 112, 173, 201, Πιστ. βοσκ. IV 3, 273, 5, 139, 163, 301, Σταυριν. 821, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1885, Β́ 2345, Έ 1337, 1463, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1350, Στάθ. (Martini) Β́ 122, Γ́ 275, Διαθ. 17. αι. 325, Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. β́ 14, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 41315, 23, 5133, 53516, 5589, Μορεζ., Κλίνη φ. 367r· φταίω, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 324, Χρον. Μορ. H 2691, 3317, 5131, 5884, 7441, 7591, Χρον. Μορ. P 2691, 3317, 3336, 4114, Αχιλλ. (Smith) O 333, Φαλιέρ., Ιστ.2 144, 580, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 176, Φαλιέρ., Ενύπν.2 (Bakk.-v. Gem.) 123, Χούμνου, Κοσμογ. 1054, Πεντ. Γέν. XXXIX 9, Δευτ. XXVIII 45, Λευιτ. IV 14, 22, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 715, Κυπρ. ερωτ. 9049, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 732, 2200, Γ́ 712, 1196, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 683, Ιερόθ. Αββ. 332, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 221· φτιω, Κυπρ. ερωτ. 8718, 9040, 44, 9458· αόρ. ήφταισα, Διαθ. 17. αι. 324· β́ πληθ. πρόσ. αορ. εφταίξετε, Πεντ. Αρ. XXXII 23, Δευτ. IX 16· εφταίσετε, Πεντ. Δευτ. ΙΧ 18· β́ εν. υποτ. αορ. επταίσεις, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 207· γ́ πληθ. υποτ. αορ. εφταίσουν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 368r· μτχ. μέσ. ενεστ. φταιγούμενος, Πεντ. Γέν. XLII 21· μτχ. μέσ. παρκ. πταισμένος, Φλώρ. 390, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 89, 183, Θρ. Κύπρ. M 47, 142, Μορεζ., Κλίνη φ. 127r· φταισμένος, Φαλιέρ., Ιστ.2 580, Σκλάβ. 100, Πεντ. Αρ. XXII 14, Κυπρ. ερωτ. 9036, Πιστ. βοσκ. V 2, 131, IV 3, 273, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1906.
    Το αρχ. πταίω. Ο τ. πταίγω στο Somav. Ο τ. φταίγω στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 848). Η μτχ. παρκ. φταισμένος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. φταίω). Ο τ. φταίω στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. φτιω (για το σχηματ. βλ. και Ανδρ., Ελλην. 29, 1976, 224) και τ. φκιώ σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 236). Η λ. και σήμ. στη λόγ. φρ. τις πταίει; (Μπαμπιν., Λεξ., λ. φταίω).
    Ά Μτβ. 1) α) Προκαλώ, κάνω κακό σε κάπ.· βλάπτω, ζημιώνω κάπ.: Ειπέ με τό σε έφταισα και τι κακόν σ’ εποίκα Χρον. Μορ. H 4114· Εμείς φοβούμεθα πολλά από την βασιλειάν σου| διότι σε επταίσαμεν και επικράναμέ σε Χρον. Τόκκων 2986· (με είδος σύστ. αντικ.): Ως πταίσμα οπού έπταισεν, διά τούτο τυραννείται Λίβ. Va 410· το πρικόν ριζικόν μου| ... να θέλει ν’ απομείνει| φταίξιμον εδικόν μου| τό ’φταιξεν ένας άλλος Πιστ. βοσκ. IV 5, 99· (με εμπρόθ. προσδ. σε θέση αντικ.): προσείπα προς εσάς ...· μη φταίξετε εις το παιδί Πεντ. Γέν. XLII 22· φρ. τι (+ γεν. ή αιτιατ. προσώπου) φταίω = σε ερώτηση που εκφράζει διαμαρτυρία για άδικη κατηγορία ή μεταχείριση: Έρω μου, τι σε έπταισα και τι κακόν σε εποίκα| και την καρδίαν μου σύρριζον καθόλου εξανασπάς την; Αχιλλ. (Smith) N 908· Τι σου ’χω εγώ φταισμένα;| Δεν ήμουν πάντα πιστικός, φίλος καλός για σένα; Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1697· τιμώρησε (ενν. Κύριε) τον Αβραάμ· το τέκνο τι σου φταίγει; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 54· β) κάνω κάπ. να υποφέρει, προκαλώ πόνο (ψυχικό ή σωματικό) σε κάπ.: ανίσως αγαπώντα σε και φτιω σου,| συχώρα με και δεν έν’ αξαυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 10455· Τόσον έναι τά κογγύζω| κι όλα μου τα μέλη φτιουμ μου Κυπρ. ερωτ. 1282. 2) α) Ευθύνομαι για κ. κακό, είμαι ένοχος για κ.: Με τα κατσιά δικάζεται (ενν. η κόρη), μαλώνει με τ’ αρνίθια (παραλ. 1 στ.). Και τούτες όλες τις χολές, όλες τες φταίγει ο γέρος! Κακοπ. 109· β) θεωρούμαι ένοχος απέναντι σε κάπ.: αν δεν τον φέρω προς εσέν και να τον στέκω (ενν. το Βενιαμιν) ομπροστά σου και να φταίσω εσέν όλες τις ημέρες Πεντ. Γέν. XLIII 9. 3) α) Δείχνω ανυπακοή σε κάπ., παρακούω κάπ.: Ω βασιλεύ,...| την βασιλείαν σου ουκ έφταισα ποτέ εις έναν ρήμαν Διήγ. Βελ. N2 145· εσκότωνε (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) με το χέρι του πολλούς πασάδες ..., όποιος του έφταιγε· αμή ταπεινός εις εκείνους, οπού τον επροσκυνούσανε Χρον. σουλτ. 285. β) (θρησκ.) παραβαίνω τις εντολές του Θεού, αμαρτάνω απέναντι στο Θεό: Υιέ μου, ιδές και αν έπταισες τον Ποιητήν του κόσμου Σπαν. (Ζώρ.) V 290· Δέσποινα, ... γνωρίζω πως ... μεγάλα έπταισα του γλυκυτάτου σου Υιού Μορεζ., Κλίνη φ. 164v· Σφαίνω και φταίγω σου πολλά (ενν. Θεέ μου) Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 85· (με σύστ. αντικ.): εστράφην ο Μωσε προς τον Κύριο και είπεν· ... έφταισεν ο λαός ετούτος φταίσιμο μεγάλο Πεντ. Έξ. XXXII 31· (με εμπρόθ. προσδ. σε θέση αντικ.): οκ την πολλήν φιλαργυρίαν εις τον Θεόν εφταίσαν Βεντράμ., Φιλ. 240. 4) (Εδώ προκ. για ζευγάρι) γίνομαι μοιχός, απατώ κάπ.: εμπορώ να μοιάσω την βερτούν της καστιτάς εις την φιλικουτούναν, η ποια ποττέ δεν πτιε του ακριβού της συντρόφου και ανισώς και λάχει και ψοφήσει ... πλιον δεν σμίγεται με άλλην Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 146. Β́ Αμτβ. 1) α) Πέφτω σε ηθικό παράπτωμα, σφάλλω: Υιέ μου, αν πέσῃ φίλος σου εις εντροπήν και πταίσῃ,|... κρύψε την εντροπήν του Σπαν. (Μαυρ.) P 258· Η ίδια η φύσις τη ζωή ποτέ της δε χαρίζει,| τω βασιλιώ που φταίξουσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 180· (σε παροιμ. φρ.· βλ. Ερωτόκρ. Παροιμ. 776): δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1908· β) παραβαίνω το θείο νόμο, αμαρτάνω: αν είναι η ψυχή φταισμένη και καταδικασμένη, τηνε γυρίζουσι οπίσω ... οι πονηροί δαίμονες Αποκ. Θεοτ. II 47· Ετούτ’ οι κακορίζικοι αμάρτευσαν κι εφταίσαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [294]. 2) α) Ευθύνομαι για κ. κακό, είμαι φταίχτης, είμαι ένοχος: Στραφήτω η απόφασις όπισθεν να συντύχω| να ειπώ το δίκιον της ωριάς και αν έπταισεν, ας πάθει Φλώρ. 577· δε λογιάζου οι λωλοί, πως... η δείλιαση, ...| είναι αφορμή και στέκουσι ...,| ...φτωχοί ...| μα λέσι, πως το ριζικό τως φταίγει Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 31· λέγοντας (ενν. ο Ιούδας): «Έσφαλα και επαράδωκα αίμα οπού δεν έπταιεν» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 4· β) (ειδικότ.) είμαι ένοχος για την διάπραξη παράνομης πράξης: σ’ τούτη τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 489. Η μτχ. μέσ. παρκ. ως επίθ. = α) υπεύθυνος για κ. κακό, ένοχος, φταίχτης: τάχατες δε θωρούμε απού τα τόσα| σημάδια, πως τυχαίνει ν’ αποθάνει| τούτη η φταισμένη κόρη; Πιστ. βοσκ. V 2, 131· β) ένοχος απέναντι στο Θεό, αμαρτωλός: ιδού εσηκωθήκετε κατωθιό τους γονεούς σας ανάθρεμμα ανθρώπων φταισμένων Πεντ. Αρ. XXXII 14· (προκ. για τους εκπεσόντες αγγέλους): μεσίτης των επταικότων αγγέλων εγένετο (ενν. ο Μωάμεθ) Ψευδο-Σφρ. 51422. Η μτχ. μέσ. παρκ. ως ουσ. = α) αυτός που υπέπεσε σε ηθικό ή νομικό παράπτωμα· ο ένοχος, ο παράνομος: όλους τους πταισμένους, κακοποιούς, και σκλάβους φευγούς, όλοι να είναι συμπαθημένοι Μαχ. 5081· έδραμεν εις τις φυλακές, εις τους φυλακισμένους,| όλους τους ελευθέρωσε χρώστες και τους φταισμένους Σκλάβ. 100· αν εμπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ’ρίξου (παραλ. 2 στ.)· να πουν πως άλλος τα ’δωκε (ενν. τα χαρτιά) στου Ρώκριτου τη χέρα (παραλ. 2 στ.) ... να βουηθηθεί ο φταισμένος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1906· β) αμαρτωλός: σήκωσε (ενν. μήτηρ του Χριστού) τους πεσμένους,| της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον και πταισμένους Σκλέντζα, Ποιήμ. 726. Το ουδ. της μτχ. παθητ. παρκ. στον πληθ. ως ουσ. = οι αμαρτίες: να μου δώση ο Θεός συμπάθιον στα φταισμένα Διήγ. ωραιότ. 72.
       
  • πτωχότης
    η· φτωχότητα.
    Το μτγν. ουσ. πτωχότης (Lampe, Lex., TLG)· βλ. και LBG. Τ. φτωχότη σε παραμύθι ιδιωμ. (Μινώτου, Λαογρ. 11, 1934/37, 510).
    Φτώχεια, ένδεια (εδώ σε παροιμ. χρ., βλ. Ερωτόκρ., Παροιμ. 781): όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε ’γγίζει| του κύκλου τα στρατέματα, ως θέλει, να γυρίζει·| μα πάντα ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει κι αν κοιμάται,| του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 617.
       
  • στόλισις
    η, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 78· στόλιση, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 334, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3724, 4525, κ.α., Πιστ. βοσκ. II 5, 40, IV 4, 2, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1404, 1410, Στάθ. (Martini) Γ́ 345, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 40, Έ́ 5, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 335, Χορ. β́ 1325, γ́ 1493, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 40, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 337, Β́ 5, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14414, 4378.
    Το μτγν. ουσ. στόλισις. Ο τ. στόλιση και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.) και στο ΑΛΝΕ.
    1) Ενδυμασία, φορεσιά· στολή: Οι άρχοντες οι προεστοί ... (παραλ. 3 στ.). ... φέραν του στόλησιν βασιλείας,| κι ως βασιλέαν (έκδ. βασιλείαν) τον ένδυσαν, έμορφα ως του πρέπει Θησ. Β́ [215Με στόλιση βασιλική και πλούσα πλια παρ’ άλλη| και μ’ έπαρσες ρηγατικές ...| επρόβαλεν ωσάν αϊτός στ’ άλογο καβαλάρης| του ρήγα του Βυζάντιου ο γιος ο κανακάρης Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 365. 2) α) Στολισμός, καλλωπισμός: εκείνη (ενν. η Αρετούσα) με λιθάρια| τσ’ Αράβιας πολύτιμα και με μαργαριτάρια| και φορεσάν ολόχρουσην ας ντύσει το κορμί τση,| μ’ ό,τι άλλο πράμαν ακριβό πράσσει ογιά στόλισή τση Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 36· β) (προκ. για χώρο) διάκοσμος· (εδώ στον πληθ.): Όλο το τριγυρίσασι (ενν. το περιβόλι), στην κατοικιά σου εσώσα (παραλ. 3 στ.)· με τάξη και με φρόνεψην εμπήκαν κι εθωρούσα,| τσι στόλισες ορέγουντα, τσι πάστρες επαινούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1850. 3) α) Στολίδι· (μεταφ.): θέατρα, πύργοι και ναοί ...| ... συνορίζουνται γλυκιά με τσι πυράμιδές τση (ενν. τση χώρας),| που πασαένα κάνουσι περίσσα και θαυμάζει| και μόνια τση ογιά στόλιση του κόσμου τηνε κράζει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 10· Τώρα τι θέλετε σ’ εμέ, κάλλη μου κι ευμορφιές μου (παραλ. 1 στ.); Στόλισις μόνον μάταια είστενε στο κορμί μου,| αμή ζημιά και βλάψιμο στη δόλια την ψυχή μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1581· β) είδος κοσμήματος, πιθ. περιδέραιο (πβ. και ά. τοντίνι): μία στόλισιν τοντίνια αργυρά Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4183· δύο στόλισες τοντίνια αργυρά για υπέρπυρα ξ́ Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 32511.
       
  • συχνά,
    επίρρ., Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 235, 403 χφ Η κριτ. υπ., Ασσίζ. 48215, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 661, Χρον. Μορ. P 1351, Φλώρ. 503, 718, 861, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 107, Σαχλ., Αφήγ. 222, 405 δις, 713, Λίβ. διασκευή α 2413, 4005 κριτ. υπ., Λίβ. Va 1229, 2080, Αχιλλ. (Smith) N 394, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 13, Χρον. Τόκκων 470, 954, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 390, 547, Αχέλ. 899, 2130, Κυπρ. ερωτ. 604, 7011, Πανώρ.2 Γ́ 102, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 88, Πιστ. βοσκ. I 1, 336, II 2, 21, III 6, 369, Σταυριν. 58, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 458, Παρθεν., Γράμμ. 2276, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6628, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 118, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1061, Γ́ 327, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17815, 4941, κ.π.α.· συγχνά, Χρον. Τόκκων 470 κριτ. υπ., 954 κριτ. υπ., 2007 κριτ. υπ., Μαχ. 1061· συγχνιά· συχνέα, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 285, 1030, 1035, 1187, 1606, 1611· συχνία, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Ν 298· συχνιά, Φαλιέρ., Ιστ.2 289, Χούμνου, Κοσμογ. 930, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 593, 1681, 4541, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1086 δις, Μορεζ., Κλίνη φ. 238r, Πανώρ.2 Ά́ 170, 206, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 44, Ά́ 106, κ.α., Πιστ. βοσκ. I 2, 188, ΙΙΙ 6, 189, κ.α., Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ. 4521, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 238, 424, κ.α., Στάθ. (Martini) Ά́ 100, 214, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 111, 344, 467, κ.α., Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 14, Ά́ 252, κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14525, 15626, κ.α.
    Το αρχ. επίρρ. συχνά. Ο τ. συχνιά στο Du Cange (γρ. σιχνιά· βλ. και Κουκ., Αθ. 42, 1930, 62). Η λ. και σήμ.
    1) Τακτικά, πολλές φορές: ένι υπόψογον συχνά να κάμνεις φίλους,| να τους αφήνεις σύντομα και να γυρεύεις άλλους Σπαν. Α 192· Στραφείς ουν πάλιν έπεσον επάνω επί την κλίνην| συχνά περιστρεφόμενος και βλέπων προς την θύραν Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 205· Τον ήλιο και τον ουρανό συχνιά παρακαλούσα (ενν. ο ρήγας και η ρήγισσα)| για να τσ’ αξώσει και να ιδού παιδί που πεθυμούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 45· και απού την πείνα την πολλή συχνιά το νου μου χάνω Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 57· (πλεοναστικά με επιρρ. όπως καθεκάστην, πάντα): Ο κόντος τον αρχίρισεν εκ μέρος της θαλάσσης| να τον κουρσεύει αδεώς, συχνά και καθεκάστην Χρον. Τόκκων 2007· αι ημέτεραι καλογράδες ... έχουσι συνήθειαν να περισκέπτονται πάντα και συχνά με την κερά Θεόκλητην, την αδελφήν της πανιερότητός σου Βλαστού, Επιστ. 1776· στις εκφρ. συ(γ)χνιά συχνιά, συχνά γλήγορα/πυκνά/συχνά/, συχνία συχνία = πολύ συχνά (πβ. νεοελλ. έκφρ. συχνά πυκνά): συγχνιά συχνιά ’ναστέναζε (ενν. ο Απολλώνιος) Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Ν 1086· εβγήκα από τα φωτερά κι εμπήκα στο σκοτίδι| και τ’ άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά συχνιά μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 240· ως ήλιος εκείτετον η κόρη στο κρεβάτιν,| ετρέχασιν τα δάκρυα της και θώριεν τον στρατιώτην·| συχνά γλήγορα στρέφετον, βαριά αναστενάζει,| όλον το βλέμμαν έρικτε η κόρη εις τον νέον Αχιλλ. L 1247· της Πόλης γαρ ο βασιλεύς, αυτός ο Παλαιολόγος (παραλ. 2 στ.) συχνά πυκνά μηνύματα αυτός ημάς εμήνει| το πώς οι Τούρκοι εφθάρησαν και Αμουράτης λείπει Παρασπ., Βάρν. C 149· Ατόνησε και δεν μπορεί (ενν. ο γέρος) …| αγκομαχεί συχνά συχνά και η καρδιά του άφτει Κακοπ. 50· Και τότε τον εσυντηρά (ενν. ο Στρογγίλιος τον Απολλώνιο) περίσσα πρικαμένον,| συχνία συχνία ανεστέναζε Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Α 1086. 2) α) Γρήγορα: με τον καιρόν τως πορπατού τα πράματα και πάσι,| του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 332· Εάν θέλεις να στεγνώσει συχνά το κατάστιχο Ιατροσ. κώδ. φξή́· β) στην έκφρ. γοργά συχνά (βλ. γοργά 2). — Βλ. και συχνώς.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης