Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαθός,
- επίθ., Σπαν. (Hanna) A 505, Σπαν. (Hanna) B 483, Σπαν. (Legr.) P 54, 55, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 65α, ΙΙΙ 235 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 160, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1023, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 403, Βίος Αλ. (Reichm.) 134, Λίβ. (Μαυρ.) P 929, Λίβ. (Wagn.) N 2006, Notizb. (Kug.) 74, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5616, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14019, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 2· παραθ. κρειττότερος, Βέλθ. (Κριαρ.) 533, Ερμον. (Legr.) A 227, X 150.
Το αρχ. επίθ. αγαθός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που έχει σχέση με την αρετή, ηθικός: κι εις την οδό την αγαθή πάντα να μας οδεύγει Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 14. 2) Καλοκάγαθος (πβ. ΙΛ στη λ. Α2): ήτονε άνθρωπος ταπεινός. Αγάπα την φιλοσοφίαν … και ήτονε φύσις αγαθός άνθρωπος Χρον. σουλτ. 14019. 3) Που προέρχεται από καλή διάθεση: ει δε κἀν <συ> πτωχός είσαι, ουκ έχεις τί να δώσεις, κἀν λόγον δος τον αγαθόν, να τον <ε> θεραπεύσεις Σπαν. A 512. 4) Που σχετίζεται με κάτι καλό, ευχάριστο: ορθοτομία και ευσέβεια και ελπίς αγαθή και πολλαί διαλέξεις περί πίστεως και νίκος κατά των αντερούντων αυτοίς Ωροσκ. 403. 5) Που χαρακτηρίζεται από ευημερία, ευμάρεια: και διά τον αγαθόν καιρόν και διά την λιμπισίαν Προδρ. ΙΙ Η 65α. 6) Ευοίωνος (πβ. ΙΛ στη λ. Β1): ουκ αγαθήν εδέξατο την λεκανομαντείαν Βίος Αλ. 134. 7) Γενναίος: να τον παρακαλέσω ίνα ποίσῃ αυτούς τους Τρώας κρείττους των Ελλήνων πάντων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Α΄ [629].αγκιστρώνω,- Ερμον. (Legr.) Σ 12.
Το μτγν. αγκιστρώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Συλλαμβάνω, πιάνω με αγκίστρι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ώσπερ αλιεύς ιχθύν γαρ,| όταν αγκιστρώσει τούτον Ερμον. (Legr.) Σ 12. — Πβ. αγκιστρεύω.άγνωστος,- επίθ., Ερμον. (Legr.) Ξ 20, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 568, Συναξ. γυν. 32, 64, 78, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 173, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 209, 265, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 413, 623, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 13723, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 606, 10110, 12912, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 1, 24 (έκδ. άνωστη· διορθώσ.), Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 631, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 142, 320, 325, 510, 657, 709, 1236, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35216, 35434, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 991, 993, 1199, Β́́ 1034, Γ́́ 491, 617, Δ́́ 24, 604, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 776, Γ́́ 116, 1131, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Β́́ 37, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 127, Διγ. (Lambr.) O 2555, 2831, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11612· ανέγνωστος, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 633, Δ́́ 1176, 1311, Θησ. (Βεν.) Η’ [183, 263].
Πιθ. από το στερ. α‑ και το ουσ. γνώση (βλ. και Pern., Ét. linguist. Γ́́ 341). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που έχει περιορισμένες γνώσεις, περιορισμένη εμπειρία (πβ. Βλάχ.): περιτοπλιάς σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα,| που άλλο παρά τα δάσητα δεν έχω γνωρισμένα Φορτουν. Ιντ. Β́ 37. 2) α) Που δεν έχει λογικό, άλογος (προκ. για ζώα): Και τα μελίσσια τ’ άγνωστα πως τα ’δωκεν η φύση| να εργάζονται Δεφ., Λόγ. 209· Βλέπεις τα ζώα ’’ άγνωστα την στράτα να διαβαίνουν| και <αν> πέσει το ’να, βλέπονται τ’ άλλα, κει δεν πηγαίνουν Δεφ., Λόγ. 265· β) ανόητος, μωρός, απερίσκεπτος (πβ. αγνωστιά. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β 1): γυναίκα και τον Σολομών έκαμε κι εγελάσθη,| ώσπερ μωρός και άγνωστος κι ύστερα ελανθάσθη Διακρούσ. 11612· και γίνηκε κομμάτια τότε εις μίαν πέτρα,| διότι ήτον άγνωστη και άγνωστα εμέτρα Αιτωλ., Μύθ. 606 (πβ. αγνωσία 1β· αγνωσιάρης, άγνωστα 2, αγνωστιά.)αγριαίνω,- Σπαν. (Hanna) A 249, Σπαν. (Legr.) P 132, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ́́ 13, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6396, 6458, Ερμον. (Legr.) Λ 238, Δούκ. (Grecu) 21124· αγριαίνομαι, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4474, 5132, Δούκ. (Grecu) 32523-24.
Το αρχ. αγριαίνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για παλαιότερες μνείες του μέσου βλ. Στέφ., Θησ. λ. αγριαίνω.
I. Ενεργ. Α´ Αμτβ: ξεσπώ (προκ. για καταιγίδα): αλλ’ αίφνης αγριάνασαι σαρκός αι καταιγίδες| εξήγειραν δυστάραχον άνεμον κυματίαν Μανασσ., Χρον. 6458. Β´ Μτβ.: ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): ώσπερ τα ξύλα του δρυμού την φλόγαν επαυξάνουν,| ούτως και τον θυμούμενον ο λόγος αγριαίνει Σπαν. A 249· και δρέπανον επέτετο διχάζον ομοφύλους (παραλ. 1 στ.) και παίδας ταυτοπάτορας αλλήλοις αγριαίνον Μανασσ., Χρον. 6396 IΙ. Μέσ. α) εξοργίζομαι: ως ει τινές ιχώρων πεπλησμένοι| νοσοκομοίντο προς τινός, οι δ’ αποδυσπετοίεν| και μάλλον αγριαίνοιντο προς τον ευεργετούντα Μανασσ., Χρον. 5132· β) προκ. για θάλασσα (πβ. και Στέφ., Θησ. λ. αγριαίνω): και ίδωμεν την αγριαινομένην θάλασσαν, πως μέλλει χάναι και καταποντίσαι την κιβωτόν Δούκ. 32523-24 (πβ. αγριεμένος Αα λ. αγριεύω).αγριωμός- ο, Ερμον. (Legr.) K τίτλ. μετά στ. 172 (έκδ. αγριωγμός· βλ. κριτ. υπ.).
Από το αγριώνω.
Αγρίεμα, θυμός: Όρα τήν λάβωσιν του Διομήδους και τον θυμόν και αγριωμόν αυτού Ερμον. (Legr.) K τίτλ. μετά στ. 172 (πβ. αγριάδα ΙΙ 2).αγριώνω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. B´ Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.άγωμε(ν),- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 633 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 555 σημ. 1 διόρθ.: άγωμε), Προδρ. (Hess.-Pern.) III 263 (χφ H) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 1626, Διγ. (Καλ.) Esc. 525, 1352, Ακ. Σπαν. (Legr.) 286, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 101, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3787, 4127, 7700, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1387, 6547, 8209, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 768 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 366-367 διόρθ.: άγωμε), Gesprächb. (Vasm.) 561089, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 304, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1532, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 618, Αχιλλ. (Hess.) L 783, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1436, Μαχ. (Dawk.) 15834, 50216, Καραβ. (Del.) 49521, Κάτης (Băn.) 49, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 29, Βίος γέρ. (Schick) V 130, 518, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 351, Β́́ 295, Δ́́ 395, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 399, Γ́ 395, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 555, Β́́ 425, Έ́ 378, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 2, 278, III 2, 102, IV 7, 44, Θυσ. (Μέγ.)2 397, 442, 526, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 184, 223, 269, 519, 675, Δ́́ 517, Ε΄ 230, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 27028· αγώμεν, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 115· άμε, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 635, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 123, Διγ. (Καλ.) Esc. 1280, Βέλθ. (Κριαρ.) 1193, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 305, Ερμον. (Legr.) I 105, II 267, Σ 217, Βίος γέρ. (Schick) V 154, 542, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8209, Απολλών. (Wagn.) 145, 697, Λίβ. (Wagn.) N 1378, 2658, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 420, 1080, 1199, 2024, 2454, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 389, Μαχ. (Dawk.) 24227, 26615, 41012, 45613, Ch. pop. (Pern.) 53, Βουστρ. (Σάθ.) 535, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 307, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8639, 15319, Συναξ. γυν. (Krumb.) 592, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙ 1, ΧΧVII 9, XXXVII 14, Έξ. ΙΙ 9, ΙΙΙ 16, ΧΙΧ 24, Αρ. Χ 29, ΧΧΙΙΙ 13, Δευτ. Χ 27, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 629· [έκδ. κι άμε· γράφε κάμε βλ. Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 673], Αλφ. (Κακ.) 1087, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά 330, Β́ 227, 288, Γ́ 404, Δ́ 297, Έ 38, 48, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 45, Ά́́ 402, Γ́́ 338, 354, Δ́́ 383, Έ́ 176, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 8, 173, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 56, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 281, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 91, 1274, 1340, Γ́́ 624, 1583, 1638, Δ́́ 437, Έ́ 245, 629, 1133, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 398, 399, 495, 532, 975, 1037, 1132, Ευγέν. (Vitti) 1364, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́́ 353, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 109, Δ́́ 49, 137, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 119, 520, Δ́́ 238, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 301, Δ́́ 352, Έ́ 114, Διγ. (Lambr.) O 789, 857, 1636, 2128· άμες, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 49· άμετε, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310, Αρμούρ. (Κυριακ.) 22, Αλφ. (Κακ.) 1530, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 41, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIX 7, XLI 55, XLV 17, Έξ. V 4, VIII 21, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 407, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 189· αγώμετε, Αχιλλ. (Hess.) L 1045, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 293 (διορθώσ. από αγωμέτε)· αμέτε, Ερμον. (Legr.) Ρ 326, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799, 4245, Φλώρ. (Κριαρ.) 923, Αχιλλ. (Hess.) L 177, 825, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 504, 558, Μαχ. (Dawk.) 2821, 52810, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) II 33, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 570, 645, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 765, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 401, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 97, 401, 407, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 1, 5, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 554, Θυσ. (Μέγ.)2 549, Ευγέν. (Vitti) 294, 533, 955, 1475, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 208, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 143, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19327 δις, 19626, 22424, 53821, 56117, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10411· αμέστε(ν), Διγ. (Lambr.) O 185, 1422.
Ο τ. άγωμε(ν) υποτ. του άγω. Ο τ. αγώμεν από μετρ. αν. Ο τ. άμε από το άγωμε κατά συγκ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 111). Ο τ. άμες κατά το δες, πες. Ο τ. άμετε από το άμε κατά το λέγε-λέγετε (Hatzid., BZ 4, 1895, 419). Ο τ. αμέτε από επίδραση προστ. που τονίζονται στην παραλήγουσα και όχι από το αγωμέτε κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 98. Ο τ. αμέστε από το αμέτε κατά το πέστε. Οι τ. άγωμε, έμε, άμετε, αγωμέτε, αμέτε, αμέστεν και σήμ. (ΙΛ λ. άγω).
Α´ Προστ. β΄εν. προσ. 1) μετάφερε (κάτι) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Πέζευσε σύντομα, γοργόν να επάρεις το δερμάτιν| και τους οδόντας του …| και απέκει άγωμέ τα τον Διγενήν Ακρίτην Διγ. (Hess.) Esc. 525· και συ άμε ’ς τση μαστόρισσας τα ρούχα Φορτουν. Γ́́ 119. 2) α) Πήγαινε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Άγωμε, ατός σου, φέρε εδώ τη ντάμα Μαργαρίτα (παραλ. 1 στ.). Κι ο λογοθέτης παρευτύς απήλθεν κι έφερέν την Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7700· λέγει μου, αγώμε εις το χωριόν να κάμεις τες δουλειές σου Σαχλ., Αφήγ. 115· Άμε κι εσύ, ψυχούλα μου, όπου ’ν’ του ποθητού σου Βέλθ. 1193· άμε καλώς, η κόρη Απολλών. (Wagn.) 697· Μ’ ἀμες την προξενήτρα μου να βρεις για να γροικήσεις| το πράγμα αν εκατήστεσε Στάθ. Ά́ 49. σε φρ. για να δηλωθεί ευχή, προτροπή ή κατάρα : αγώμετε καλώς Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 293· άμε καλώς Απολλών. (Wagn.) 697, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1199, Πανώρ. Ά́ 402, Πιστ. βοσκ. IV 8, 173· άγωμε στο καλό Κατζ. Δ́ 395, Πανώρ. Ά́ 399, Φορτουν. Δ́́ 517· άμε στο καλό Κατζ. Δ́́ 297· αμέτε στο καλό Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327· άγωμε στη δουλειά σου Κατζ. Β́́ 295· άγωμε στην ευκή μου Θυσ.2 526· αμέτε στην κατάρα μου Πανώρ. Δ́́ 97· άμε στον κακό χρόνο Φορτουν. Δ́́ 238· άμε στ’ ανάθεμα Ch. pop. 53· άγωμε στ’ ανάθεμα Ακ. Σπαν. 286. άγωμε στα κομμάτια Φορτουν. Γ́́ 184· πβ. ύπα καλώς Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 190 κ.α. β) σε δήλωση αποχαιρετισμού (πβ. χαίρε): κι ά στερευτώ τό δείσ σου,| εννοιάζομαι στο σκότος να πεσώσω·| Άμε, ζωή Κυπρ. ερωτ. 8639· γ) έλα: άμε εδά μετ’ εμέν προς τόπον άλλον Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 13. Β´ Προστ. β΄ πληθ. προσ. 1) α) Οδηγήσετε (κάποιον) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Άρχοντες, άμετέ μας εκείσε| όπου ένι γαρ ο πρίγκιπας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310· β) μεταφέρετε (κάτι): Αμέτε τον στο σπήλαιον οπὄναι στο χαράκι| και μέσα αυτόνον θάψετε, τ’ άγιον παλληκαράκι Χούμνου, Π.Δ. ΙΙ 33. 2) Πηγαίνετε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Αγώμετε, αδέλφια μου, εις τους γονείς σας Αχιλλ. L 1045· Άμετε στο πυρ, κατηραμένοι Αλφ. 1530· Αμέτε εις τον πρίγκιπα κι ειπέτε του … Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799· Όμως αν θέλετε να πάτε, αμέτε εις το καλόν Μαχ. 52810· αμέστεν εις τα σπίτια σας Διγ. O 1422. Γ´ Παρακελευσματικά: άγωμε, καλέ πατέρα, καλοϊδές τήν την γυναίκα Βίος γέρ. V 518· Άμε να πας Μαχ. 41012· Φορτώσετε τ’ αγγά σας και άμετε, ελάτε εις την ηγή του Κεναάν Πεντ. Γέν. XLV 17· Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι| … του κυνηγιού Πιστ. βοσκ. Ι 1, 1.άδεια- η, Τρωικά (Praecht.) 52721, Σπαν. (Hanna) A 45, 137, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 141, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 575, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 306, Ασσίζ. (Σάθ.) 6626, 28026, Διγ. (Mavr.) Gr. I 55, Διγ. (Καλ.) A 2488, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 590, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1701, Αχιλλ. (Hess.) N 1313, Ιμπ. (Κριαρ.) 409, 410, 630, Καναν. (PG 156) 73 A, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 6721, 28, Δούκ. (Grecu) 2771, 3736, Θησ. (Βεν.) Ϛ́́ [678], Ζ́́ [1366], Ή́ [438], Έκθ. χρον. (Lambr.) 7416, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5227, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 1319, 2921, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1484, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36917, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 782, Γ́́ 400, Δ́́ 1805, Ευγέν. (Vitti) 1140, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 38722, 48914 κ.π.α.· αδεία, Ερμον. (Legr.) Φ 216, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 614, Αχέλ. (Pern.) 1205, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 875, Διγ. (Lambr.) O 1768· αδειά, Ch. pop. (Pern.) 30, Αχέλ. (Pern.) 2077, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 1, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 2, 23, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 318, 346, Στάθ. (Σάθ.) Β́́ 83, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 91, 96, 261, 1369, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3221, 3584, 46716· ’δειά, Ασσίζ. 1291 (έκδ. διάν).
Το αρχ. ουσ. άδεια. Ο τ. αδεία απ. και σήμ. στην Κ. Ιταλία (Rohlfs, Et. Wört. σ. 12). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ελευθερία να κάνει κανείς κάτι, δικαίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl., και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): Ουδέν εντέχεται ποτέ να τελειωθεί εις κοσμικήν αυλήν, χωρις να τους δώσουν άδειαν οι λεγάδες Ασσίζ. 28626· να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των Επιστ. Μωάμ. 6721· άδειαν να τα έχουσιν (ενν. τα εδάφη) κατά κληρονομιάν Χρον. Τόκκων 2285· β) απόλυτη ελευθερία, ασυδοσία: αυθέντην τον εποίησεν … Δίδει τόν άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 630. 2) α) Ευχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος (πβ. Άννα Κομν. II, IV 3 και ΙΛ στη λ. 3): και όταν ευρίσκεις άδειαν, και ψάλλε και προσεύχου Σπαν. V 141· β) ευκαιρία: η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο από την αγρυπνίαν την πολλήν και τον κόπον … απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5227· ολονυκτίς σέ πάντεχα εγώ με αγρυπνία| να φύγωμεν κι ευρίσκουντον σ’ εμάς πολλή αδεία,| γιατ’ όλοι εκοιμούντανε Διγ. O 1768 (πβ. αδειάση)· γ) ευκαιρία, δυνατότητα: τούτο το παιγνίδι,| καθώς θωρώ, καμιάν αδειά δε βλέπω να μου δίδει| που να μπορώ ο βαριόμοιρος στό πεθυμώ να σώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 96· ιδών ο λαός τα κακά οπού έκαμνε ο Ιουστινιανός ο Κοψομύτης ευρόντες άδειαν τον αποκεφάλισαν Χρον. βασιλέων 802. 3) Άνεση, ξεκούραση: Ω Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδίν της δυστυχίας,| έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας Γλυκά, Στ. 575· πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά γαϊδάρα όντας γλακά και κόβει τη το γάλα (παραλ. 2 στ.)· δαμάκι ακροστάθηκα για νά βρω την αδειά μου Στάθ. Β́́ 83. 4) α) Άνεση χρόνου, ευρυχωρία (πβ. ΙΛ στη λ. 4): ο Αχιλλεύς εδιέβαινεν· όλοι άδειαν του κάμνουν Πόλ. Τρωάδ. 590· ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν Ιμπ. 409· για να σταθεί τόπο πολύ, μεγάλη αδειά γυρεύγει Ερωτόκρ. Β́́ 346· Ορκίζω σε εις τον Θεόν να φύγεις απ’ ομπρός μου.| Άδεια οκ το δάσος τούτονε παρακαλώ σε δώσ’ μου Ευγέν. 1140· β) κενός χώρος, δίοδος: Τραπέντες γαρ εις φυγήν ουχ εύρισκον άδειαν ως ότι εκ τριών μερών απέκλεισαν αυτούς Έκθ. χρον. 7416· Πέντ’ ώρες εμαχόντανε κι οι Τούρκοι τότ’ ευρήκαν| σε τρία μέρη την αδειάν και απόκοτοι σεβήκαν Αχέλ. 2077· γ) το κενό: Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά κι ώρες την άδειαν βρίσκα Ερωτόκρ. Δ́́ 1805.αδιάντροπος,- επίθ., Σπαν. (Hanna) V 127 (διορθώσ. από αδιάνθρωπος), Πωρικ. (Winterwerb) I 135 κριτ. υπ., Διγ. (Καλ.) A 1951, Διγ. Z 1922, Ερμον. (Legr.) Γ 111, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 237, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 281, Πουλολ. (Krawcz.) 221, 329, 442, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 138, Βίος γέρ. (Schick) V 625, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 34, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 226, Έ́ 286, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 247, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 211, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35618, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 270, Έ́ 62, 240, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 15 κριτ. υπ.
Από το επίθ. αδιάτροπος (που απ. στο Νικηφόρο Πρεσβύτερο, Βίος αγ. Ανδρέου, PG 111, 724B και σε κείμ. του 10. αι. (Βλ. ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 187), παράλληλο του αδιάτρεπτος, που ήδη σε Σχολ. (L‑S) κατά τα αδιάστρεπτος-αδιάστροφος, αδιάσταλτος-αδιάστολος, αδιάτμητος-αδιάτομος. Το ν από επίδρ. του εντρέπομαι. Πβ. το αρχ. διατρέπομαι, Στέφ., Θησ. Κατά Ανδρ., Λεξ. από το στερ. α‑ και το *διεντρέπομαι. Πβ. Κουκ., Αθ. 56, 1952, 314. Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 108. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Διά τούτο όποιος αγαπά, γονείς του δε φοβάται,| ου συγγενείς εντρέπεται, ου γείτονας αιδείται,| αλλά είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης Διγ. A 1951· Κι ένα σκυλίν αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν,| του Μεχεμέτη απόγονον και του δαιμόνου σπέρμα Θρ. Κων/π. διάλ. 70.αθεράπευτος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 4882, 4911· αθαράπευτος, Ερμον. (Legr.) Ω 353.
Το αρχ. επίθ. αθεράπευτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος (Η σημασ. ήδη μτγν. και σήμ., ΙΛ): εάν γαρ εκβολήν ποιήσει περί την μασχάλην αστέον, αθεράπευτόν εστι το πάθος Ιερακοσ. 4882· ει τις υπάρχει| αθαράπευτος η λύπη Ερμον. Ω 353.αθεωρήτως,- επίρρ., Ερμον. (Legr.) X 347.
Το μτγν. επίρρ. αθεωρήτως.
Χωρίς θεώρηση, χωρίς σκέψη, χωρίς εξέταση: αλλ’ ο νους αθεωρήτως| την υστέρησιν γαρ βλέπει| της πολυχρονίας τότε Ερμον. (Legr.) X 347.αθύμητος,- επίθ., Ερμον. (Legr.) T 15.
Από το στερ. α‑ και το θυμούμαι. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Δημητράκ.).
Που δεν πρέπει να θυμάται κανείς: Ερμον. (Legr.) T 15.αιματόφυρτος,- επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1417, 3527, Ερμον. (Legr.) Σ 143, 182, 305, Δούκ. (Grecu) 819, 36320.
Το μτγν. επίθ. αιματόφυρτος.
Αιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): και πάλιν αιματόφυρτοι Τροίας αι πεδιάδες Μανασσ., Χρον. 1417· αιματόφυρτοι όντες ηρωτώντο παρά των γυναικών Δούκ. 36320. — Πβ. αιματόβαπτος, αιματοφόρος, αιματώδης, αιμόφυρτος.αιμοβόρος,- επίθ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 544, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4043, Ερμον. (Legr.) T 33, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 96, Δούκ. (Grecu) 28713, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11018· αιμόβορος, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 16, 23, 816, 856, Διακρούσ. 11018 (έκδ. αιμοβόρα· διορθώσ. σε αιμόβορα)· ωμόβορος, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 23 (χφ V) (κριτ. υπ.), 816 (χφ V) (κριτ. υπ.) 1033.
Το αρχ. επίθ. αιμοβόρος. Ο αναβιβ. του τόνου στον τ. αιμόβορος αναλογικά προς το αιμόδιψος (Δημητράκ.) και το αιματόδιψος (Βλαστού, Συνών.) (πβ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 91). Μάλλον απίθανη η γνώμη του Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 521, Β́́ 164 και Αθ. 10, 1898, 22) ότι πρόκειται για γλωσσικό βιασμό. Ο τ. ωμόβορος, που απαντά και σήμ. στην Πελοπόννησο (ΙΛ λ. αιμοβόρος), μάλλον κατά παρετυμ. προς το ωμός ή κατά προληπτική αφομοίωση (τ. ομόβορος) παρά διάσωση του μτγν. επιθ. ωμόβορος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Σαρκοβόρος: εγώ (δηλ. ο λύκος) είμαι αιμόβορον, εσθίω γαρ τα ζώα Διήγ. παιδ. 816 (πβ. αιμοφάγος)· β) αιμοχαρής (Η σημασ. ήδη στο Μέγα Κωνσταντίνο, βλ. Lampe, Lex. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ουδέποτε συνόδευσα φονεύσιν αιμοβόροις Γλυκά, Στ. 544. — Πβ. αιματοβόρος, αιματοπίνος, αιματοπότης, αιματοχαρής, αιματόχαρτος, αιμοπότης, αιμοχαρής.αιμορραγία- η· αιμορραΐα, Ερμον. (Legr.) Λ 5.
Το αρχ. ουσ. αιμορραγία. Η λ. και σήμ. ως λόγ., αλλά και στη Ζάκυνθο με τ. ’μορρογγία (ΙΛ).
Αιμορραγία: Ερμον. (Legr.) Λ 5.αιμορραγώ,- Ερμον. (Legr.) M 87.
Το αρχ. αιμορραγώ. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ.).
Ρέω (με υποκείεμενο κατά βιασμό το ουσ. αίμα): κι εκ του δόσματος την κόψιν| αιμορράγησεν το αίμα Ερμον. (Legr.) M 87.αιμόρρευσις- η, Ερμον. (Legr.) P 47.
Από τα ουσ. αίμα και ρεύσις.
Ροή αίματος, αιμορραγία: Οι δ’ Αχαιοί βλεψάμενοι| τον τε κίνδυνον Εκτόρου| την αιμόρρευσιν ακούσας| εκ τον στόμαχον εκείνου| υπολάβαν γουν οι πάντες| ότι τέθνηκεν αυτίκα Ερμον. (Legr.) P 47.αίσθησις- η, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 495, Καλλίμ. (Κριαρ.) 447, 932, Βέλθ. (Κριαρ.) 362, 1061, Διήγ. Βελ. (Cant.) 245, Φλώρ. (Κριαρ.) 430, 930, Λίβ. (Μαυρ.) P 1295, 1499, Λίβ. (Lamb.) Sc. 169, 892, 920, 984, 2314, 2931, 3155, Λίβ. (Lamb.) N 176, Λίβ. (Wagn.) N 1146, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 520, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 230, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ 587, Ε΄ 14· αίστησις, Σπαν. (Hanna) V 12, Ερμον. (Legr.) II 317, Λίβ. (Lamb.) Sc. 160, 511, 1614, 1953, 1974, 2059, 2626, 3504, 3841, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 446 (αιστήσις: παρατονισμός για λόγους μετρικούς), Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 171, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 4, 209, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 114, Ε΄ 1051, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. γ΄ 31, Δ΄ 587, Ε΄ 14, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 133.
Το αρχ. ουσ. αίσθησις.
1) α) Συνείδηση, συναίσθηση (Η σημασ. ήδη στο Μέγα Κωνσταντίνο, βλ. Lampe, Lex., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): άνθρωπος να αισθάνεται και να πονεί τοσούτον| και να μη λέγει τό πονεί, χωρίς αισθήσεως ένι Λόγ. παρηγ. O 495· Τι αυτά δεν έναι πράματα να τα καταφρονούσιν,| μάλιστα πὄχουν αίσθησιν πρέπει να τα θρηνούσιν| βλέποντα τι όσα είναι άξια να κάμνουν αμελούσιν Πένθ. θαν. N 520· β) αντίληψη, νοητική ικανότητα: άρχοντας εδικούς του| εις φρόνεσιν, εις αίσθησιν βάνει στην Εγγλιτέραν,| να προμηθεύηται καλώς την σύστασιν του τόπου Διήγ. Βελ. 245· Της αίστησης του νου, και πάλι| του λογικού της πεθυμιάς και της αγάπης| σκότισις, συγχυσμός έναι και ζάλη Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [31]· γ) λογικό, νους: θέλω συσφίξει την καρδιά λίγο ν’ αποκοτήσει| την αίσθηση να συσταθεί, τη γλώσσα να μιλήσει Ερωφ. Δ΄ 230. 2) α) Ευαισθησία, αισθαντικότητα: Όμως γλυκιά ’ναι εις τον καθένα πὄχει τα λογικά του| και δεν του λείπουν οι αίσθησες, η πατρική φωλιά του Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [14]· Ουδ’ αίσθησιν ανθρωπινήν δεν ήθελε μετέχει| όποιος σε τέτοιαν συμφοράν λύπην σ’ εσέ δεν έχει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [587]· πέτρας αν είχες αίσθησιν και σιδηράν καρδίαν,| να με εσυνεπάσχισες, αν έμαθες τά πάσχω Λίβ. N 1146· Άλλην δε πάλιν έγραφεν αρχόντισσα γυναίκα,| τήν αίσθησις ανέθρεψεν, επαίδευσεν η χάρις Βέλθ. 362· β) τα αισθήματα (ως σύνολο): εις αισθήσεως άβυσσον εσέβην η ψυχή μου Λίβ. Sc. 984. Φρ.: έρχομαι εις αίσθησιν = αναπολώ: αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και εις νουν αναβιβάσω,| πόσας καλάς μεταβολάς ερωτικοενηδόνους| κατάστρατα εχαιρόμεθα Λίβ. Sc. 3155.αισχροκερδής,- επίθ.· αισχροκέρδης, Ερμον. (Legr.) Θ 127, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Α΄ [389].
Το αρχ. επίθ. αισχροκερδής. Ο τ. αισχροκέρδης για λόγους μετρικούς. Η λ. στον αρχ. τ. και σήμ. ως λόγ. (ΙΛ).
Αισχροκερδής: Ερμον. (Legr.) Θ 127.αιτία- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 139, II 70, III 424, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 281, 299, Ασσίζ. (Σάθ.) 8718, 8818, 12327, Ιερακοσ. (Hercher) 34619, 4971, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 57310, Βέλθ. (Κριαρ.) 521, Ερμον. (Legr.) B 101, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11423, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 50, Πικατ. (Κριαρ.) 357, Συναξ. γυν. (Krumb.) 16, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 369, Αχέλ. (Pern.) 1492, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9819, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 638, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1424, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 649, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40219, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 166 μζ΄, 176 ρθ΄, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 1647, 1657, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16419, 1773, 2756, 39913, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7217, 8715, 931, 11515, 16419· αιτιά, Βέλθ. (Κριαρ.) 1289, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 436, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 339, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 396, Πικατ. (Κριαρ.) 504, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 453, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 334, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 6373, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 494, 576, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 59, Ε΄ 327, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 62, 86, Β΄ 525, Δ΄ 346, Ε΄ 348, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 260, Ε΄ 15, Γ΄ 295, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 162· III 3, 66· IV 5, 164· 5, 312, V 6, 121, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 107, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 37, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 182, 375, Δ΄ 298, 559, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ 460, 804, Χορ. β΄ 2, Δ΄ 852, Ε΄ 1024, 1647· ητία Ασσίζ. (Σάθ.) 2741.
Το αρχ. ουσ. αιτία. Η λ. και σήμ. στον αρχ. τ. και σε ιδιώμ. σε διάφορους τ. (ΙΛ).
1) α) Αφορμή: Και τούτο έδωσε αιτία του σκανδάλου τούτου Σουμμ., Ρεμπελ. 1647· Να ήθελε πάγει να τους γράψει όξω από τη χώρα διά να μη τους δώσει αιτία να τους κακοφανεί Σουμμ., Ρεμπελ. 1657· β) δικαιολογία: Γιατί δεν έναι αμαρτωλός χωρίς κάποιαν αιτίαν καλού, και πάλιν δίκαιος γυμνός απ’ αμαρτίαν Πένθ. θαν. N 369· κι εμπήκαν τα φουσσάτα της με ταύτην την αιτίαν Ιστ. Βλαχ. 649· να αγνωρίζονται ότι χάνουν το δίκαιόν τους εάν ουκ έχουν αιτίαν Ασσίζ. 8718· εξήλθον κἀγώ πλάσας αιτίας τινάς και απήλθον εις την Πίδασον Σφρ., Χρον. μ. 11423. 2) Ελάττωμα, μειονέκτημα: Το έλεγεν αδύνατον και αχαμνό ’ναι πράγμα (ενν. το καλάμι)·| όταν φυσήσ’ ο άνεμος, κλίνει με ευκολία| και αχαμνόν ευρίσκεται κι έχει αυτήν την αιτία Αιτωλ., Μύθ. 1424· Περί πουλήσεως ζώων, ότι να λέγουσι τας αιτίας αυτών, κρυφάς και φανεράς Βακτ. αρχιερ. 176 ρθ΄. Πβ. αιτίαμα, αίτιον. 3) Πληροφορία, υπόθεση, ζήτημα: Εις τρεις ημέρας έφθασαν στην Πόλην τα μαντάτα, επήγαν εις του βασιλιά, του είπον την αιτίαν.| Γίνωσκε πως η νύμφη σου επάρθη εις σκλαβίαν Διακρούσ. 7217· Βάλε σε δύο κατατομές, δουκάτα και φωτία| και αν λυμπιστεί τα στάμενα, δικαιώνει σε η αιτία Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 50. 4) α) Αιτία αρρώστιας (Η σημασ. και σε σημερ. ιδιώμ., ΙΛ στη λ. 2α): Διατί τα λόγια [των] γυναικών είναι ωσάν αέρας| και της δαιμονικής αιτιάς είναι ψηλός πατέρας Δεφ., Λόγ. 576· β) αρρώστια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β. Για τη μετάπτωση της σημασ. βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 66): Και ευθύς γνώσει ει υγιής εστίν ή ου. Εάν γαρ έχει αιτίαν τινά, ουχ άπτεται αυτής Ιερακοσ. 34619· Εις αιτίαν εντέρων. Βούτυρον μετά μέλιτος μεμιγμένον εις κρέας εμβαλών συχνώς δίδου τῳ ιέρακι και ιαθήσεται Ορνεοσ. αγρ. 57310. Με την πρόθ. εκ = ένεκα (απαντά και σήμ., βλ. ΙΛ στη λ. 1): η αρχή γαρ των κινδύνων| εξ αιτίας Αλεξάνδρου Ερμον. Β 101. Πβ. αιτίαμα, αίτιον.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Σπαν. (Hanna) A 505, Σπαν. (Hanna) B 483, Σπαν. (Legr.) P 54, 55, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 65α, ΙΙΙ 235 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 160, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1023, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 403, Βίος Αλ. (Reichm.) 134, Λίβ. (Μαυρ.) P 929, Λίβ. (Wagn.) N 2006, Notizb. (Kug.) 74, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5616, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14019, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 2· παραθ. κρειττότερος, Βέλθ. (Κριαρ.) 533, Ερμον. (Legr.) A 227, X 150.