Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ερμον. (Μαυρ.)

  • αιματοφόρος,
    επιθ., Ερμον. (Μαυρ.) 2167.
    Από το ουσ. αίμα και το φέρω (άσχετο προς το αρχ. αιματηφόρος). Η εσφαλμ. γραφή αιματοφόνος, Ερμον. (Legr.) X 283, πιθ. από επίδρ. του δολοφόνος.
    Αιματοβαμμένος, αιμόφυρτος: και πλατείαι γαρ και ρύμαι (παραλ. 1 στ.) εγεμώσασιν εκ το ’μα (παραλ. 1 στ.) ως ποταμηδόν εκρέον| των ανδρών αιματοφόρων| συν τε γυναικών και παίδων Ερμον. (Μαυρ.) 2167. — Πβ. αιματόβαπτος, αιματόφυρτος, αιματώδης, αιμόφυρτος.
       
  • άκρον
    το, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ΄ 196, Διγ. (Καλ.) A 496, Βέλθ. (Κριαρ.) 366, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 778, Ερμον. (Μαυρ.) 753, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7841, 8932, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 907, 1004, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 242, Δούκ. (Grecu) 25127, 43122, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 41118, Λίμπον. (Legr.) 14, 114· άκρος, Διγ. (Mavr.) Gr. I 31, Πουλολ. (Krawcz.) 85 (απίθανη η υπόθεση του Κυριακ., Λαογρ. 8, 1925, 574, ότι πρόκειται για άλλη λ.), Δούκ. (Grecu) 16127, 18718, 40117, Θησ. (Foll.) I 14, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 74, 83, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 73, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 375.
    Το αρχ. ουσ. άκρον. Για τον τ. άκρος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 64.
    1) α) Τα όρια μιας χώρας, τα σύνορα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. Ι3): Εκείνον οπού εφοβήθη πολλά η Ανατολή και η Δύσις, εκείνον οπού εκατασκόπευαν τα άκρα της Ρωμανίας Διγ. Άνδρ. 41118· και των άκρων εκείνων είς αρχηγός του τυράννου θέλων δείξαι αριστείαν τινά Δούκ. 43122· β) περίχωρα: Κι ο ρε ντε Φράντσας ήθελεν ο Κάρλος ν’ αφεντεύσει| ούλην την Πούλιαν μοναξός τότε να διαφεντεύσει·| Και ήθελε και Λομπαρδιάς τα άκρα και την πόλιν Κορων., Μπούαςγ) απομακρυσμένο σημείο: πατέρας μας εξορίσθηκεν διά τινάς μωρίας,| απήλθεν εις τα άκρα γης λαόν να συναθροίσει Διγ. A 496. 2) Τα ακραία μέλη του σώματος (πόδια, χέρια) (Η σημασ. ήδη μτγν., Δημητράκ. στη λ. 5): Και τρώγουσιν τα άκρη μου οι άρχοντες κρασάτα Πουλολ. 85· τ’ άκρη μου μοιάζει να είναι κρυά, μ’ άφτουν τα σωθικά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 73. 3) Αντικειμενικός σκοπός:  ... ’ς  διδάσκαλον τον βάνει,| με του οποίου την παίδευσιν εις κάθε άκρον φθάνει Λίμπον. 114. 4) (Επιρρ. σημασ.) πάρα πολύ, υπερβολικά, πέρα για πέρα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 1Β και Κεκ., Στρατ. (Wass.-Jern.) 5228). Εκφρ. 1) Εις άκρον· εις άκρος: Εις άκρον ήτον πλούσιον εκείνον το κιβούριν Πόλ. Τρωάδ. 778· Λοιπόν πολλά εθυμώθηκεν κι εχόλιασεν εις άκρος Θησ. (Foll.) Ι 14· 2) Απ’ άκρον έως άκρον = από τη μια άκρη ως την άλλη (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): Είδεν πάντα ο Βέλθανδρος απ’ άκρον έως άκρον Βέλθ. 366.
       
  • άνθος (I)
    το, Σπαν. (Lundström) U 6, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2385, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙΙ 54, IV 766, VIII 290, Διγ. (Καλ.) Esc. 192, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 884, Διγ. (Καλ.) A 4515, Ερμον. (Μαυρ.) σ. 73 στ. 5, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1112, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 609, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙΙ 47, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 18, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 34, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [360]· άθος, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) Β΄ 19, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 68.
    Το αρχ. ουσ. άνθος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Λουλούδι (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): κόνις και τέφρα και καπνός, άνθος, σκιά και όναρ Σπαν. UΩς ονείρατα τα πλούτη| και ως άνθος η ζωή Αλφ. ΙΙΙ 47· Και τα μήλα σου και τ’ άθη| μ’ έβαλαν εις πλήσια πάθη Αγν., Ποιήμ. Β΄ 19. Πβ. ανθός 1α. 2) α) Δροσιά, χάρη, ομορφιά (ανθρώπου ή ανθρώπινου προσώπου) (Πβ. την αρχ. σημασ. του άνθος = «χρώμα υφάσματος» και το μτγν. ανθοβάφος, Κουκ., ΒΒΠ Β2 34): το άνθος του προσώπου σου εμάραινεν η θλίψις Διγ. Esc. 192· γυμνώνει με (δηλ. το Διγενή ο Χάρος) τον ταλαίπωρον, τα κόκκαλα μ’ αφήνει,| το κάλλος και το άνθος μου εκείνος μου το παίρνει Διγ. A 4515· β) στολίδι, ομορφιά (του κόσμου): και αγάλι αγάλι επήγαινα, σιγά σιγά επερπάτου,| τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του Απόκοπ. 18· λέγω τον Κατακουζηνόν, τ’ άνθος του κόσμου τούτου Αιτωλ., Βοηβ. 34. 3) (Προκ. για πρόσ. αγαπημένο ή και σε προσφών.): και άνθος το πανεύγενον, τον πάγκαλον υιόν μου Διγ. Gr. ΙΙΙ 54· δεύρο, άνθος γλυκύτατον, ρόδον μεμυρισμένον Διγ. Gr. IV 766. 4) Εκλεκτό τμήμα ανθρώπινης ομάδας ή και πράγματος, «αφρόκρεμα» (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): και πάλιν κόσμου καλλονή και των χαρίτων άνθος Καλλίμ. 2385· εξετρύγησεν εκείσε| πάσης γαρ σοφίας άνθος Ερμον. σ. 73 στ. 5· ’ς τέτοιους ανθρώπους βγενικούς απ’ το άνθος της Φραγκίας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1112· το άνθος του φουσάτου Γεωργηλ., Βελ. 609· Αυτή, που ήτον πάντα της της παρθενιάς το άνθος Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [360]· έκφρ. το άνθος της νεότητος = η ακμή της νεότητας: μη άνθος της νεότητος προ καιρού απολέσεις Διγ. Τρ. 884 (Πβ. εν τῳ άνθει της ηλικίας Ιωάνν. Χρυσόστ., PG 60, 480, καθώς και ήβης άνθος Ιλ. Ν 484). Πβ. ανθός 2. 5) (Μεταφ.) καρπός· αποτέλεσμα: Ως μέλιττα επόθησεν εκ νεαράς να μάθει,| να ερευνήσει, να ευρεί των αρετών τα άθη Βίος αγ. Νικ. 68.
       
  • απολεράπαις,
    Ερμον. (Μαυρ.) 2525 (χφ από λεράπαις), εσφαλ. γρ. αντί άπολις, άπαις (βλ. Ερμον. Ψ 274, κριτ. υπ.).
       
  • βούιον·
    Ερμον. (Μαυρ.) 2808, εσφαλμ. γρ. αντί βοείων (Βλ. Ερμον. Ω 223).
    βουΐων
       
  • βρούλον (ΙΙ)·
    Ερμον. (Μαυρ.) 1782808, εσφαλμ. γρ. αντί λούρων (Βλ. Ερμον. Ω 223).
    βούρλων
       
  • διαπλάττω,
    Ερμον. (Μαυρ.) 567, Ερμον. Ω 278.
    Το μτγν. διαπλάσσω ‑ττω.
    Α´ (Ενεργ.) σχηματίζω, δημιουργώ (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): ώτα δε ούτε βραχεία| ούτε μείζονα γαρ ήσαν (παραλ. 1 στ.), αλλ’ εις πάσαν ευρυθμίαν| εδιέπλασεν η φύσις Ερμον. (Μαυρ.) 567. Β´ (Μέσ.) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι: η του άρρενος γαρ γόνη| και τῳ αίματι μιχθείσα (παραλ. 2 στ.), διαπλάττεται προς μέλη Ερμον. Ω 278.
       
  • διασπείρω,
    Ερμον. (Μαυρ.) 1216, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 258 (αόρ. διεσπάρτησαν), Γαδ. διήγ. 519, Έκθ. χρον. 3624, Κορων., Μπούας 117, Ιστ. πολιτ. 4912, 648, Βακτ. αρχιερ. 209.
    Το αρχ. διασπείρω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    1) Διασκορπίζω σε διάφορες κατευθύνσεις (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): σκλάβοι διεσπάρτησαν σ’ όλην την οικουμένην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 258· Η γνώσις είναι πανταχού στον κόσμον διασπαρμένη Γαδ. διήγ. 519. 2) (Μεταφ.) μεταδίδω κ. (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 2): εδιέσπειρεν κακίαν Ερμον. (Μαυρ.) 1216. (Προκ. για νόμ.) η μτχ. διεσπαρμένος = που δεν είναι συγκεντρωμένος, κωδικοποιημένος. αλλά ήσαν διεσπαρμένοι και εκείνοι οι νόμοι Βακτ. αρχιερ. 209.
       
  • μέθυσος,
    επίθ., Ερμον. (Μαυρ.) 751, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2772.
    Το αρχ. επίθ. μέθυσος. Η λ. και σήμ.
    Μπεκρής: Έκθ. χρον. 3211, Κορων., Μπούας 44.
       
  • ξεπηδώ,
    Διγ. (Trapp) Gr. 1069, Διγ. Z 718, Ερμον. (Μαυρ.) 1738, Οψαρ. 36112, Λίβ. Esc. 2563, Αχιλλ. L 982, 1172, Διγ. Άνδρ. 3452· εξεπηδώ, Χρονογρ. (Λαμψ.) 241.
    Από τον αόρ. του αρχ. εκπηδώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) α) Ξεπροβάλλω απότομα μέσα από κλειστό ή περιορισμένο χώρο, πηδώ έξω: έκειτο ο Θεόφιλος κρυμμένος εις τον τάφον·| εξαίφνης εξεπήδησεν και δράσσει την την κόρην| και το σπαθίν του ’ξέβαλεν διά να την αποκτείνει Απολλών. (Wagn.) 502· από των άρκων τον βρυγμόν και των ποδών τον κτύπον| έλαφος εξεπήδησεν από της παγανέας Διγ. Z 1421· β) (για υγρό) χύνομαι: δράκον μεγάλον είδα,| και μέσα από το στόμαν του φαρμάκιν εξεπήδα Πικατ. 8. 2) Πετιέμαι, ορμώ, ξεχύνομαι (για να δηλωθεί ορμητική εκκίνηση, που επιτείνεται με την προσθήκη σχετικής παρομοίωσης ή χρον. επιρρ.): Τότε λοιπόν ελάκτισεν τον θαυμαστόν του μούντον| και ως αστραπή εξεπήδησεν Αχιλλ. N 549· ως το ήκουσαν οι γυναικαδελφοί του,| εξαίφνης εξεπήδησαν απέσω εις το κουβούκλιν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 588· Την γουν φωνήν ακούσαντες οι αδελφοί της κόρης| πηδούν, καβαλικεύουσιν μετά πολλών φουσσάτων,| ως σφήκες εξεπήδησαν μέσα απέ το κάστρον Αχιλλ. N 1297· 3) α) Πετιέμαι πάνω, τινάζομαι (μετά απότομο ξύπνημα ή ανάκτηση των αισθήσεων): «Εξύπνησον, αυθέντη μου, χαώνεις την καλήν σου».| Και της φωνής εις την εμήν καρδίαν ηχησάσης,| τάχιον εξεπήδησα και τον οχλούντα ειδον Διγ. Z 2824· εβγάνουν (ενν. το δακτυλίδιν) τάχα να το ιδούν και ευθύς ανεψυχώθην.| Ανέζησα, εξεπήδησα, την κόρην εψηλάφουν Λίβ. Sc. 1413· β) σηκώνομαι απότομα πάνω αντιδρώντας σε κ.: Τούτους ιδών ο δούλος σου γύροθεν καθημένους,| ως είχον έθος, συν αυτοίς έδραμον συγκαθίσαι,| εκείνοι δ’ εξεπήδησαν λέγοντες ομοφώνως:| «Μαθόν μηδ’ άρτι βιάζεσαι ελθείν ίνα καθίσεις (παραλ. 1 στ.), μη βλέπεις το απάκιν μας, ουκ έν’ του λάρυγγός σου» Προδρ. IV 171· Ευθύς εξεπήδησεν ο κυρ Κρομμύδιος μετά κόκκινης στολής, ... μετά δριμείας χολής τους λόγους τούτους προς τον βασιλέαν απεκρίνατο: «Δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, ... ψευδώς ανήγγειλεν η Στάφυλος ...» Πωρικ. Ϛ΄ 10425. 4) (Εδώ μτβ.) επιτίθεμαι: οκάποιος μέγας ευγενής κόντης της Φλάνδρας ένας,| τόν εκαλούσαν Μπαλδουίν, μετά τους Βενετίκους| μετά μεγάλον στόλον των εξεπηδά την πόλιν| και πιάνει και αυθεντεύει την αυτός εξήντα χρόνους Χρονογρ. (Λαμψ.) 241.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης