Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- προσκεφαλάδιον,
- το· προσκεφαλάδι, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 92, Ριμ. κόρ. A 146, Ολόκαλος 13712, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1649, Δ́ 583· προσκεφαλάδιν, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 648, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 91 κριτ.υπ., Ολόκαλος 4213, 6413, Επιστ. Barozzi 360· προσκεφαλάδι(ο)(ν), Ολόκαλος 120, 37, 512, 67, 710, 910, 136, 668, 7410, 828, 8323, 8812, 11316, 14515, 1997, 20017, 20220, 33, 2207, 2233, 23710, κ.π.α.
To μτγν. ουσ. προσκεφαλάδιον (Rohlfs, Et. Wört.· βλ. και Preisigke-Kiessling Suppl. 1, L‑S Suppl. και TLG). Ο τ. προσκεφαλάδι στο LBG, στη λ., σε έγγρ. του 16. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1978, 35) και 17. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 12, 1990, 482, Έγγρ. Σαντορ. 879), στο Βλάχ. (λ. προσκέφαλον) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. προσκεφάλι)· πολλ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 582, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. προσκέφαλο, Σύρκου, Μεγαρ. ιδίωμ.). Ο τ. προσκεφαλάδιν στο LBG, στη λ., σε έγγρ. του 11. αι. (Act. Lavr. 2215) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. προσκεφαλά(δ)ιν). Ο τ. προσκεφαλάδι(o)(ν) σε έγγρ. του 15. (Act. Doch. 6017, 22, 36), 16. (Σάθ., ΜΒ Ϛ’ 68819, Γρηγορόπ., Έγγρ. 1115, 5053, 5249‑50, 89, 98, Κασιμ., Έγγρ. 24 (102-03), 132 (219), 157(246), 238 (334), 261, Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 617, 17013, Β́ 1215, 9641, Γ́ 2109, κ.π.α.) και 17. αι. (Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 123). Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πορκιλαφάδι(ν)). Η λ. προσκεφαλάδιον στον Ευστ. (TLG), σε έγγρ. του 11. αι. (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2, Caracausi, όπου και τ. προσκεφαλώδιον σε έγγρ. του 12. αι.), του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 1417) και στο Du Cange, App., λ. προσ(κ)εφαλάδιον.
α) Προσκέφαλο· (γενικ.) μαξιλάρι (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β́ 2, 73-74, ΕΕΚΣ 3, 1940, 36): Η Μαργαρώνα ακούμπησεν στα γόνατα του Ιμπέρη| μη ν’ ανασάνει ολιγοστόν, να κοιμηθεί καμπόσον.| Εβγάνει (ενν. ο Ιμπέριος) το ποδάριν του, προσκεφαλάδιν βάνει Ιμπ. 533· είχε (ενν. το νήπιον) προσκεφαλάδιον ατίμητον μεγάλον| μετά σαπφείρου και σαρδού και σμαραγδουμαργάρου Βυζ. Ιλιάδ. 147· Λουλούδι μου παμπλούμιστο και δροσερό λιβάδι,| τα δυο να ξεψυχήσομε σ’ ένα προσκεφαλάδι Ch. pop. 523· βγαίνουσιν έξι κορασίδες και η μια βαστά ένα ταπέδο κι η άλλη προσκεφαλάδια και ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εις τη σένα Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ μετά στ. 62· (μεταφ.): σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι,| το αίμαν είναι η κλίνη τως κι η γης προσκεφαλάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1082· (σε προικοσύμφωνα και διαθ. ως μέρος της λινοσκευής· βλ. Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, λ. προσκεφαλάδι· πβ. ά. προσκεφαλάδα): Αφήνω τση Ζαμπέτας τση μαστόρισσάς μου χίλια πέρπυρα κι ένα στρωμάτσο, ένα πάπλωμα, ένα ζευγάρι σεντόνια, δυο προσκεφαλάδια με τα ψίδια τως Διαθ. 17. αι. 9134· παραλαμβάνει ... προυκίον ... δύο προσκεφαλάδια γεμάτα Ολόκαλος 118· β) καθετί που χρησιμοποιείται σαν προσκέφαλο: ο μεν Βασίλειος έπεσεν και εκοιμάτον εις έναν πεζούλιν μάρμαρον ούτως έρημος και είχεν πέτραν προσκεφαλάδιν Χρονογρ. (Λαμψ.) 232.πρόσοψις- η, Σταφ., Ιατροσ. 14405, Θησ. Δ́ [195], Θ́ [334], Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 206, 808· πρόσοψη, Θησ. Β́ [64], Γ́ [212], [505], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2625, 4545, 4562, Επιστ. Barozzi 361, Τριβ., Ρε 147, Πανώρ.2 Γ́ 574, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 605, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 70, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 894, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 279, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 98, 108, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 49, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 331· πρόσοψις –ψη, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7329, Χρον. Μορ. H 1374, 4189, Χρον. Μορ. P 2260, 4189, Αχιλλ. L 138, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 19, Θησ. Γ́ [147], Ϛ́ [157], Θ́ [464], ΙΒ́ [437], Νεκρ. βασιλ. 90.
Το αρχ. ουσ. πρόσοψις. Η λ. πρόσοψη και σήμ.
α) (Για πρόσωπα και πράγματα) εξωτερική εμφάνιση, μορφή: Θησ. Έ [994]· Έρωτα, ... (παραλ. 16 στ.) και την καρδιά του Ζευ την ίδια σφάζεις·| και τόση παιδωμή και τόση ζάλη| του δίδεις, απ’ αφήνει το θρονί του| κι έρχεται εδώ στη γη με πρόσοψη άλλη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. ά 605· (σε ιδιάζ. σύντ.): Υπήρχε δουξ των Σαμψονών, διοικητής μεγάλος,| άνθρωπος γιγαντογενής και πρόσοψις και κάλλος Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 808· (μεταφ.): Άλλαξε πρόσοψη καιρός, αέρας εθολώθη| και όλος δάκρυα γένετον, όλος κατεβρεμένος Θησ. Γ́ [441]· β) (περιφραστικώς, προκ. για συγκεκριμένο άτομο· η χρ. ήδη αρχ.): Γιαζόνε μου, ...| ... από την καρδιά την εδική μ’ εβγήκα,| για να μπορώ τση πρόσοψης ν’ αρέσω τσ’ όμορφής σου Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 25· γ) (ειδικ.) πρόσωπο: Η πρόσοψίς του (ενν. του Υιού του Θεού) αστραπή και το κορμίν του λάμψη,| οι οφθαλμοί μ’ αγριότητα, η γη θέλει τρομάξει Ρίμ. θαν. 81· Έτσι καμπόσο καρτερεί κι απόκει αναντρανίζει (ενν. η Αρετούσα),| την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη νένα τση γυρίζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1510· (εδώ προκ. για την αποτύπωση του προσώπου του Χριστού στην Ιερά Σινδόνη): εβγάνει (ενν. η Βερόνικα) την αγίαν πρόσοψιν και δείχνει του την, και ο Κλαύδιος έπεσε ολοψύχως και μετά δακρύων προς την αγίαν αυτήν τύπωσιν και επροσκύνα την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 333v.πτερουγάτος,- επίθ.
Από το ουσ. πτερούγιν και την κατάλ. ‑άτος.
Φτερωτός· (εδώ προκ. για νυχτερίδα): το γαστρί με έκαμε ... να πίνω γάλα του πτερουγάτου ποντικού Επιστ. Barozzi 360.ράσινος,- επίθ., Ολόκαλος 17339, Επιστ. Barozzi 362, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7211, 4867.
Από το ουσ. ράσο και την κατάλ. ‑ινος· πβ. και ιταλ. rasina (Battaglia). Η λ. στο Du Cange (λ. ράσον) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. ράσο· βλ. και Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ράσινε).
Μάλλινος, από χοντρό μαλλί (επεξεργασμένο· μάλλον τσόχα): έπρεπε ο κακότυχος (ενν. ο γέροντας) καλόγερος να γένει (παραλ. 1 στ.), έπρεπέ τον να φόρεσε μαντί και καμηλαύχι| και ράσινο ποκάμισο, διά την ψυχήν να πάσχει Κακοπ. 128.ραχοχελώνικος,- επίθ.
Παιγνιώδης σχηματ. από τα ουσ. ράχη και χελώνα.
Που μοιάζει στο σχήμα με τη ράχη της χελώνας: Τις γροικά καλά τα στολίσματα εκείνα οπού η φύσις εσένα εχάρισεν; ... Τι να σου πω ... για το στήθος το ραχοχελώνικο; Τι για την μέσην την ξεκερκουλλωμένη; Τι για τους κώλους τους πιλαστράδους και έξω πετασμένους ...; Επιστ. Barozzi 361.ρουθούνι- το, Πεντ. Γέν. II 7, III 19, VII 22, XXIV 47, Έξ. XV 8, Δευτ. XXXIII 10· αρθούνι, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 273-29 χφ P κριτ. υπ., Χούμνου, Κοσμογ. 1372, Κατζ. Γ́ 70, Δ́ 22, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1657, 1934, Στάθ. (Martini) Ά́ 118, Διήγ. ωραιότ. 803, 913, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 475, Τζάνε, Κατάν. 39· ξαρθούνι, Πηγά, Χρυσοπ. 223 (40)· ορθούνι, Επιστ. Barozzi 361, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 263· ρουθούνι(ν), Σπανός (Eideneier) D 1786, 1792, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 566, Φυσιολ. (Legr.) 16, Θησ. Ή́ [98], Ί́ [416], Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8120, Ζήνου, Βατραχ. 377, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 773, Διήγ. πανωφ. 58, 60· ρουθούνιν, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 132· ρουθούνιον, Φυσιολ. (Legr.) 81· ρωθούνι, Ιων. II 6· ρωθώνιον, Ορνεοσ. 57821, 58127, 5822, 6.
Από το ουσ. ρωθούνι (<ρωθώνιον με αφομ. ‑ω‑ σε ‑ου‑, βλ. Μωυσιάδης, Ετυμ. 101· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 307). Ο τ. αρθούνι στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Β́ 258, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., κ.α.). Για τον τ. ξαρθούνι πβ. σημερ. ιδιωμ. λ. ξαρθουνέα (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Ο τ. ορθούνι και σήμ. ιδιωμ. (Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ.)· βλ. και LBG. Ο τ. ρουθούνιν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο πληθ. ρωθούνια στο Meursius. Τ. ουρθούνι στο Somav. (λ. ρουθούνι), και ουρθού#19 σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας).T. ρωθώνιν το 13. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. ρωθώνιον (υποκορ. του ουσ. ρώθων, που απ. στον Ιπποκράτη, TLG) τον 7. αι. (LBG) και στο L‑S Κων/νίδη· ο πληθ. ρωθώνια στο Du Cange. Η λ. και σήμ.
Ρουθούνι, καθένα από τα ανοίγματα της μύτης απ’ όπου εισέρχεται ο αέρας: Και έσωσέν τον η οσμή εις τα ρουθούνια Σπανός (Eideneier) Α 272· Το βλέμμα αυτού (ενν. του Βαϊμούντου) ακαταδεξοσύνην σημαίνον, η μύτη αυτού και τα ρουθούνια ανοικτά. Συνήργει γαρ η φύσις διά την πλατύτητα του στήθους ίνα ώσιν ανοικτά διά το ίνα εξέρχηται ο από της καρδίας κινούμενος άνεμος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 412· Απού τ’ αρθούνια εκίνησε και τ’ άγιον του το στόμα (ενν. του Ιησού)| κι εγέμισε η μούρη του και το κορμίν του το αίμα.| Τα χέρια του πιστάγκωνα έχου σφικτά δεμένα,| στον άγιον του το σφέντυλα είχα διπλή καδένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3114· Καύσε αβγόφυλλα, βάλε τα εισέ ολίγον ξίδι δριμύ να κάμουν έως να ξηρανθεί το ξίδι και τότε τα τρίψε να γένουν σκόνην και από ταύτην φύσα με μασούρι εις το αρθούνι οπού τρέχει το αίμα, και στένεται Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· αναφυσά (ενν. ο ιέραξ) και εκβάλλει από των ρωθωνίων αυτού υγρά Ορνεοσ. 58128-29. Φρ. 1) Η ψυχή μου ήλθεν εις τα ορθούνια μου = κόντεψα να πεθάνω: τρεις ημέρες εγύρευα νερόν και δεν ηύρα,| η ψυχή μου εις τα ορθούνιά μου ήλθεν διά να έβγει,| και γαρ άδικος θάνατος μετά μένα παλεύει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 991. 2) α) Ρουθούνι δεν απόμεινεν = δεν έμεινε κανένας ζωντανός (πβ. νεοελλ. φρ. δεν έμεινε ρουθούνι): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2474· β) ρωθούνι μη γλυτώσει! = (προκ. για εντολή εξάλειψης κάπ. ομάδας ανθρώπων) να μη μείνει κανένας ζωντανός: Και διά τούτο έκαυσα τα ξύλα και τα πλοία| διά αύτες τες δύο αφορμές …| ή να κερδίσομεν ημείς, να πάρομεν τον τόπον,| ή να χαθούμε παντελώς, ρωθούνι μη γλυτώσει Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 289.σαλιάρης,- επίθ., Κατζ. Ά́ 166, Δ́ 311, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 101r, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 367, 445· πληθ. σαλιάροι.
Από το ουσ. σάλιο και την κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) Που του τρέχουν τα σάλια· εδώ προκ. για σαλιγκάρι, που αφήνει ίχνη βλέννας καθώς κινείται: ο σαλιάρης ο χοχλιός και η χελώνα η βρομερή ως κατηραμένοι βαστούσι τα σπίτια τως και μέρα νύκτα σηκώνουν τα Επιστ. Barozzi 361. 2) (Μεταφ.) ανόητος, φλύαρος, μωρολόγος: και διαλαλώντας (ενν. οι μάγοι) εσένα τον Χριστόν εις όλους τους ανθρώπους αφήκασι τον Ηρώδην ωσάν τινα σαλιάρην και περίγελον· Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13723· ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Latinità, καθώς θωρώ, κιαμιάς λογής δεν έχεις,| γιαύτος τσι φράζες τσ’ όμορφες δεν ξεύρεις, δεν κατέχεις.| Εγώ με γράμματα, κι εσύ με τ’ άρματα, τη χώρα| είπα σου πως στολίζομε. Γροικάς το τούτο τώρα;| ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ: Γροικώ τα εγώ καλότατα, δε λέγεις παραμύθια.| ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ: Σαλιάροι πλιο δε βρίσκονται δυ’ άλλοι, μα την αλήθεια! Κατζ. Δ́ 344.σαμάμιθος- ο· σαμιάμιθος, Επιστ. Barozzi 360.
Από το ουσ. σαμαμίθιν (Μηνάς, Μορφολ. μεγεθ. 55). Ο τ. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ.). Τ. σαμιάμινθος στο Du Cange και σαμνιάμιθος στο Βλάχ. (γρ. σαμνιάμυθος). Η λ. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Ε’ 138)· βλ. και LBG.
Είδος μικρής σαύρας: η εκκλησία γέμει τας αράχνας και τας κολισαύρας και σαμιαμίθους και πάσαν άλλην ακαθαρσίαν, και αφίεις αυτήν ως παντελώς καταφρονημένην Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 803.σιφωνίζω·- μτχ. παρκ. σιφουνιασμένος.
Το αρχ. σιφωνίζω. Τ. σιφουνίζω και μτχ. σιφουνισμένος στο Βλάχ. με διαφορ. σημασ. Τ. σιφουνίζω, σιφινίζω, σφινίζω, σ’φινίζου σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 24, Andr., Lex., στη λ.). Τ. σιφφωνίζω σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ.).
Χορηγώ κ. μέσω κάπ. είδους σωλήνα: κρινέλαιον ή βλησκουνέλαιον ίνα αλείφῃς την κεφαλήν αυτού (ενν. του ορνέου) …, και μετά ταύτα ίνα σιφωνίσῃς αυτό από των ρωθωνίων Ορνεοσ. 58127. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) μαινόμενος, έξαλλος: Διά τούτο εγώ της ψαρής φοράδας το νύχιν εις τον λαιμό σου εκρέμασα, και του θρασοκοράκου τον ομυαλόν, με του … σιφουνιασμένου γαϊδάρου χολήν εις την δακτυλήθραν σε επότισα και πάραυτα έγιανες Επιστ. Barozzi 360.σκατομπούμπουλας- ο.
Από το α΄ συνθ. σκατο‑ και το ουσ. μπούμπουλας (βλ. ά. μπάμπουλας)· πβ. λ. σκατοπάμπουλος ο στο Μeursius (‑ον, λ. σκατά· απ. και σήμ. στην Κύπρο, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. σκατοπάμπουλλος), σκατομπαμπούλα η στο Somav. και σκατομπούμπουλο το στο Βλάχ. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. σκατομπάμπουρας, Λάζαρης, Λευκαδ., λ. σκατομπούρμπ(ου)λας, Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., λ. σκατομπούρμπουλας, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σκατοπάμπουλλdας, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. σκατοπούbουλλας, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. σκατοπούμπουλλας).
Είδος κανθάρου που τρέφεται με κοπριές· (εδώ σε παρομοίωση): εγέννησά σε ως όνειρον εις τον ύπνον μου, και ξυπνώντας το μεσάνυκτο σε είδα ωσάν τον κούκο και σκατομπούμπουλαν εις το προσκεφαλάδιν καθήμενο και εμάσιες το κοπρίο σου Επιστ. Barozzi 360.σκάφη- η, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 26-4 χφ H κριτ. υπ., Κρασοπ. (Eideneier) V 110, L 72, I 160, 169, 180, S 152, Ολόκαλος 1803, Προσκυν. Ιβ. 535 283, Επιστ. Barozzi 362.
Το αρχ. ουσ. σκάφη. Η λ. και σήμ.
1) Σκεύος μακρόστενο και βαθύ που χρησιμοποιείται για διάφορες οικιακές εργασίες (π.χ. ζύμωμα ψωμιού, συγκέντρωση υγρών ή στερεών υλικών, πλύσιμο ρούχων κλπ.): εγώ ήμην ευγενική και συ πτωχός πολίτης,| συ είσαι Πτωχοπρόδρομος και εγώ ήμην Ματσουκίνη (παραλ. 1 στ.) εγώ είχον προίκα περισσήν και συ είχες ποδοκόπιν,| εγώ είχον ασημοχρύσαφον, και συ είχες σκαφοδούγας| και σκάφην του ζυμώματος και μέγαν πυροστάτην Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 74· Και την Λαμπράν την Κυριακήν όνειρον είδα ξένον:| Φόρεμα είχα τον ασκόν, καπάσιν μεσοβούτσιν,| σκούφιαν αργυρόκουπαν και κάλτσας τας κανάτας, (παραλ. 2 στ.) Την κλίνην έποισα ληνόν και την ανάπλαν σκάφην Κρασοπ. (Eideneier) AO 105· παραλαμβάνει (ενν. ο κυρ Γεώργης Φουλές) … προυκίον: … πιθάρια β́ … πινακωτή μια, σανίδι ά … σκάφην ά … Ολόκαλος 10121· (εδώ σε σχ. αδύνατον): Πάλιν εμετεβρόντησεν, η γη διχώς ερράγη,| καθαρογλυκοπίπερος ανέβαινε ο μούστος,| το στόμα μου εγέμισεν από της γης την σκάφην Κρασοπ. (Eideneier) AO 111. 2) α) Ελαφρύ πλοιάριο, μικρή λέμβος (για το πράγμα βλ. και Kahane-Tietze, Lingua Franca 844): Και δη και οι του Μουράτ ασφαλίσαντες, ως έδει, το πολίχνιον και εν τῳ λιμένι τας σκάφας και τας τριήρεις εισάξαντες, και τους πολεμιστάς επί τον πύργον τον εν τῳ λιμένι καλώς εφαρμόσαντες, εκάθηντο προσδεχόμενοι πόλεμον Δούκ. 18123· Ηγόρασε τινάς καράβιον μετά την εξάρτησίν του, τα εξάρτιά του, τα οποία ο νόμος τα λέγει εξαρτίαν. Δεν δικαιώνεται και την σκάφην, ήγουν την βάρκαν, να την πάρει ομού, αν δεν συμφωνηθεί Zygomalas, Synopsis 252 Ν 44· β) (γενικ.) πλοίο· (εδώ μεταφ., προκ. για τον κόσμο): Διαβολεύς γαρ άνθρωπος ... (παραλ. 3 στ.) καρποδοτεί τον θάνατον από ψευδοδενδρίου,| φυσά, τινάσσει κύματα τῃ παγκοσμίῳ σκάφῃ Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 404. 3) (Πιθ.) φτυάρι (για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., στη λ. σημασ. 2): Λοιπόν ελιγοθύμησα, έγινα του θανάτου,| να κοινωνήσω εγύρεψα, μη χάσω την ψυχήν μου (παραλ. 1 στ.). Και φέρασιν τον δέσποτα παπά Ρουφοκανάτην,| με το ποτήρι το μικρό, που μοιάζει καδοπούλα,| και την λαβίδαν την σθενήν, που μοιάζει μύλου σκάφην,| και γέμισέ την τρεις φορές, τάχα κοινώνησέ με,| κρασάκι μ’ εκοινώνησαν και υγιής ευρέθην Κρασοπ. (Eideneier) S 142. 4) Σαρκοφάγος (για τη σημασ. βλ. L‑S Suppl., στη λ.)· κρύπτη: υπό του τοίχου γαρ αυτής (ενν. της εκκλησίας) και επί της γωνίας,| ευρίσκεις τρύπαν παρευθύς εις σκάφην μαρμαρένην| κι εξέρχεται εξ αυτής φωνή Προσκυν. Ιβ. 845 300.σκλαβούνικος,- επίθ.· σκλαβόνικος.
Από το εθν. Σκλαβούνος (βλ. ά.) και την κατάλ. ‑ικος· πβ. υστλατ. sclavonicus (Du Cange, Lat.)· για την προέλ. της λ. βλ. και Georgac., Κυπρ. Σπ. 14, 1950, 9-10. Ο τ. στο LBG (λ. σκλαβώνικον). Πβ. επίθ. σθλαβίνικος το 10. αι. (LBG). Η λ. σε έγγρ. του 16. (Βλαχάκη, Θησαυρ. 17, 1980, 312, Κασιμ., Έγγρ. 193 (286), Τοξότης, Πράξεις 720) και 17. αι. (Μπρούσκαρη, Θησαυρ. 18, 1981, 316, 317)· το ουδ. ως ουσ. και σήμ ιδιωμ. (Georgac., ό.π., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. σκλαβούνικα, Ερωτόκρ., Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β΄, λ. σκλαβούνικα).
Που προέρχεται από τη Σκλαβουνία (βλ. ά.): Έχεις το καύκαλον ωσάν κουρκούδαν σκλαβούνικην Επιστ. Barozzi 361. Το ουδ. του τ. ως ουσ. = φτωχικό σλάβικο ένδυμα, είδος καζάκας (για τη σημασ. και το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β́2 8, Ϛ́ 292, Georgac., ό.π., 10-11, Năsturel, Βυζαντ. 132, 1985, 764-5 και Φουρίκης, ΛΑ 6, 1923, 462): ευρίσκω το σκλαβόνικον (έκδ. σκλαβώνικον) και βάλλω το επάνω| και της Τομπρίτσας το μανδίν επάνω το εντυλίχθην| και βάλλω και σκαράνικον επανωκαμελαύχιν Προδρ. (Eideneier)2 Ά́́ 246.σκουλόπετρα- η.
Από το ουσ. σκολόπενδρα που απ. στον Αριστοτέλη με παρετυμ. επίδρ. του ουσ. πέτρα (για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 502, 505, λ. σκουλλυόπετρα). Τ. σκολόπετρα στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Πασχ., Ανδρ. γλωσσ.). Η λ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., λ. σκολόπεντρα και σκουλόπετρα).
Σαρανταποδαρούσα: Τις τα μουστάκια και γένια έχει απού τα δικά σου καλύτερα; Είναι ωσάν της ακνίδας τ’ αγκάθια και της σκουλόπετρας Επιστ. Barozzi 361.σκουριάζω,- Ιατροσ. κώδ. φϞή́, Θησ. Ϛ́ [226], Επιστ. Barozzi 362, Διήγ. πανωφ. 58, Μάξιμ. Καλλιουπ., Ιακ. Καθ. Επ. έ́ 3· μτχ. παρκ. σκουρασμένος.
Από το σκωριάζω (3.-4. αι., TLG). Η λ. στο Meursius (σκουριάζειν) και σήμ.
(Αμτβ.) καλύπτομαι με σκουριά, αποκτώ σκουριά: Χρυσός, λέγω, και άργυρος σκουριάζουν και χαλούσι,| αμή τα γράμματα ποτέ εκ το χαρτί δε λειούσι Διακρούσ., Αφ. 83· (εδώ σκωπτ.): Σήμερον ο κακός σπανός, ο πονηρός την γνώμην, την μουστάκαν του εκτένιζεν οδιατί εσκουρίαζεν Σπανός (Eideneier) A 361. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Που είναι καλυμμένος με σκουριά: αρματωσά πολλά βαράν είχε (ενν. ο αφέντης της Πάτρας) και σκουριασμένη,| κι η όψη μαυροπράσινη κι αγριοσυννεφιασμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 457· β) (μεταφ.) δυσκίνητος· (προκ. για ομιλία) που δε χαρακτηρίζεται από ευφράδεια: Κι εγώ, απού ’μαι αγράμματος, δειλιός και άτεχνος τόσα,| με σκουριασμένη και τσευδή και μπερδεμένη γλώσσα ... Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 10. 2) Που έχει ανώμαλη επιφάνεια, που δεν είναι λείος· (μεταφ.) α) λερωμένος, βρόμικος: Και με σκοπόν εμίσευσε εκείθεν να παγαίνει| για να ντυθεί και να πλυθεί, οπού ’τον σκουριασμένος Θησ. Θ́ [792]· β) (προκ. για ρούχο) τραχύς, χοντροφτιαγμένος: να ενδυθώ εγώ από τούτα τα σκουρασμένα και χοντρά ρούχα, διά να δείξω πως είμαι πτωχός Μπερτόλδος 56.σπάστρεμα- το.
Από το σπαστρεύω και την κατάλ. ‑μα. T. σπάστρεμαν (Χατζ., Λεξ., λ. σπαστρικός), σπάστριμα (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., λ. πάστριμα σημ.) σήμ. ιδιωμ. και πάστρεμα κοιν.
Καθάρισμα: Πέμπω σου ράσινες πέτσες και τρία σφουγγάρια οδιά των αρθουνιώ σου το σπάστρεμα Επιστ. Barozzi 362.σπογγάρι- το· σπουγγάρι, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 175· σφογγάρι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 284v, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 248, 265· σφογγάριν, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 10519· σφουγγάρι, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3666, 3668, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 250, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 48, Μάρκ. ιέ 36, Ιω. ιθ́ 29· σφουγγάρι(ν), Επιστ. Barozzi 362· σφουγγάριν, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 412.
Το μτγν. ουσ. σπογγάριον. Ο τ. σπουγγάρι σήμ. ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Οι τ. σφ‑ με τροπή π> φ. Οι τ. σφογγάρι (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 470), και σφογγάριν (Σακ., Κυπρ. B́ 814, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου) σήμ. ιδιωμ.· βλ. και τ. σφογγάριον στο Meursius (σφογκάριον). Ο τ. σφουγγάρι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. σφουγγάριν σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. σφογγάριν, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.)· βλ. και LBG (λ. σφουγγάρι(ο)ν). Τ. σπογγάριν στο LBG και στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.), όπου και τ. σπουγγάρ’. Η λ. στο Du Cange.
1) Θαλάσσιο ζωόφυτο με πορώδες σώμα, που ζει σε αποικίες στο βυθό, σπόγγος: μία νήσος ονόματι Σύμη ... και κατοικούσι πάντες Έλληνες και η τέχνη αυτών ... βουτούσι εις τα βάθη της θαλάσσης ... και εβγάνουσι τα σφογγάρια και από εκείνης έρχονται τα σφογγάρια στην Βενετίαν Μηλ., Οδοιπ. 636 δις. 2) Μαλακή, ελαφριά και πορώδης μάζα που παρασκευάζεται με την επεξεργασία του σκελετού του ομώνυμου θαλάσσιου οργανισμού και είναι κατάλληλη για διάφορες χρήσεις λόγω της απορροφητικότητάς της: βρέξε εις ... αλουσάν ένα σφογγάρι παστρικόν και στίψε το να μείνει μόνον ολίγη υγρασία και μετ’ αυτό τρίψε ελαφρά την εικόνα ... ή είτι άλλο πράγμα θέλεις να καθαρίσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 248· Διά τα μάτια ... Αμή ανίσως και είναι ο πόνος των ματίων από ψύχραν, ζέστανε ... κρασί με σπογγάρι καινούριον ή με ψίχαν ψωμίου με θερμόν κρασί Νικ. Ιεροπ., Εκδ. ιατρ. 5· (σε παρομοίωση): Άσι τους (ενν. τους καλούς άντρες), μαύρε Χάροντα, να πολεμούν τα κάστρη (παραλ. 2 στ.) και μην ρουφάς το αίμα τους ωσάν ξερό σφογγάρι Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 300. — Βλ. και σπόγγος.σταβλόρθουνος,- επίθ.
Λ. πλαστή, από τα ουσ. στάβλος και ορθούνι (βλ. ά. ρουθούνι).
(Σκωπτ.) που έχει πολύ μεγάλα και βρώμικα ρουθούνια: Έχεις το καύκαλον ωσάν κουρκούδαν σκλαβούνικην ... Τις το πλατύ τετραρούκουνο και σαρωμένο σου κούτελο; ... Τις ... γαρδουμομύτης και σταβλόρθουνος, ως θωρώ και εσέναν, η φύσις η φρονιμότατη έπλασεν. Απού τα οποία ορθούνια βγαίνει κάθα ώρα το κρούσταλλον, και ως βρύση το νερό στάλαμαν Επιστ. Barozzi 361.στάλαγμα- το, Λίβ. Esc. 1639, Λίβ. Va 1509, Χρον. Τόκκων 3398· στάλαμαν.
Το αρχ. ουσ. στάλαγμα. Τ. στάλαμα στο Βλάχ. (γρ. στάλαμμα, λ. σταλαϊτό) και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ. λαϊκ.
α) Στάξιμο, ροή σταγόνων: ο σταλαγμός του πόθου μου την πέτραν της ψυχής σου| χάρβαλον να την έποικεν από τά την προσδέρει,| οπού έχει αντί σταλάγματος πιττάκια τοσούτα,| γραφάς μου πανεξαίρετας, λόγους ερωτικούς μου Λίβ. διασκευή α 1751· β) (εδώ σε σκωπτ. συμφραζόμενα) απόσταγμα: Απού τα οποία ορθούνια βγαίνει κάθα ώρα το κρούσταλλον, και ως βρύση το νερό στάλαμαν, και εσύ διά τούτο ως φρόνιμον παιδί την πέτσαν βαστάς με τα δόντια σου Επιστ. Barozzi 361.στραβός,- επίθ., Πωρικ. (Winterwerb) I 153, II 81, III 122, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 845, Gesprächb. 1093, Μαχ. 6424, 1021, Δεφ., Λόγ. 117, Επιστ. Barozzi 361, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1023, Δ́ 625, 678, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 24382, 93, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 14, Χρον. βασιλέων 1348, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. γ́ 5.
Το μτγν. επίθ. στραβός. Η λ. και σήμ.
1) Που δεν είναι ίσιος· λοξός: Σκορπίε … ος έχεις το στόμαν ίσον και την ουράν στραβήν Σταφ., Ιατροσ. 10278· Ποία δένδρα είναι εκείνα όπου αμελήθησαν και ουδέν έγιναν άκαρπα και στραβά, και, εάν κυβερνηθώσιν ως πρέπει, γίνονται εύμορφα και καρπερά; Σοφιαν., Παιδαγ. 98· το μεν στραβόν το ξύλον κόπτουν το (ενν. οι ξυλουργοί) και ρίχνουν το κάτω, το δε ίσιον το βάλλουν εις την τέχνην τους Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 24383· (σε παροιμ. φρ.· βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 775): Πολλά μεγάλην αφεντιά, πολλά μεγάλη χάρη| έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι (παραλ. 2 στ.). Την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,| φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μας μαγερεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 277. 2) Σακάτης, ανάπηρος: Πανάχραντέ μου, κράτει την, εμπόδιζε, Χριστέ μου,| μη παίξει κοντογύρισμα και επάρει το ραβδίν μου| και δώσει και ποιήσει με στραβόν παρά διαβόλου Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 177. 3) (Μεταφ.) α) εσφαλμένος· φρ. κάμνω στραβήν κρίσιν = παίρνω λανθασμένες αποφάσεις: τολμούν κατηγορούν, βρίζουν την βασιλείαν σου,| το πως ποιείς παράδικα και κάμνεις στραβήν κρίσιν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 108· β) (για πρόσωπο) δύστροπος· κακός· ανήθικος, διεστραμμένος: Απέθανεν και ο Μαχμούτ εφέντης …, ως π́ χρονών άνθρωπος, φαγάς, αδικητής, στραβός, αδικοκρίτης, πικρόλογος και αποκρουσάρης Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 88v· τις εμπορεί αρκετά να διηγηθεί την κακοσύνην και πονηριάν εκείνου του καιρού, μάλιστα τες επιβουλές και ατυχίες του στραβού εκείνου δράκου του Φωτίου; Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1273· γενεά στραβή και περιπλεγμένη Πεντ. Δευτ. XXXII 5. 4) Που έχει μειωμένη όραση ή δε βλέπει καθόλου, τυφλός: ο Αντίγονος, ο βασιλεύς των Μακεδόνων, οποίος ήτον μονόμματος και στραβός …, οργίσθη πολλά Σοφιαν., Παιδαγ. 117· ανισώς και είς στραβός σύρνει τον άλλον, πέφτουν και οι δύο στον γούππον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 115. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = λαθεμένες σκέψεις, απόψεις: Κάθε εμιλιά της Αρετής ήτο φαρμακεμένη| και σαϊτιά μες στην καρδιά της νένας της εμπαίνει| και δε σκολάζει να μιλεί, δεν παύγει να διατάσσει| και τσ’ Αρετούσας τα στραβά εγύρευγε να ’σάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 272.συστήνω,- Λίβ. διασκευή α 3872, Λίβ. Esc. 3740, Λίβ. Va 3592, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 234· συσταίνω, Μορεζ., Κλίνη φ. 68v, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 166, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14934, 19114, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 20615 κριτ. υπ., 1705 ί́ 2· ενεργ. αόρ. εσύστασα, Θησ. Έ́ [194]· εσύστεσα, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 196· παθητ. αόρ. συστάθηκα, Ιστ. Βλαχ. 2820, Μαρκάδ. 213· μτχ. παρκ. συστεμένος.
Από την υποτ. αορ. συστήσω του συνίστημι (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. και η μτχ. στο Βλάχ. (γρ. συστένω, συστεμένος). Ο αόρ. εσύστασα το 18. αι. (Διήγ. Βεφά 730, 733). Η λ. και ο τ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Συγκροτώ, οργανώνω: με πίστην και αγάπην να δουλεύεις ... τον αφέντη μας, οποίος με την μεγάλη του γνώσην και ’πιτηδειότηταν την Κρήτην εσύστεσεν και των ετέρων πρωτινών τα σφάλματα έλειωσεν Επιστ. Barozzi 362· έναι τίτοια φοβερή και θαυμαστή εις γνώσιν (ενν. η δουκέσσα)| και πρακτική και τολμηρή διά να συστήσει τόπον,| ότι ’παντέχω και θαρρώ εις τα ρηγάτα όλα| άλλη να μη ηυρέθηκεν εις τα καμώματά της| και να ηξεύρει να κρατεί κόσμον και αφεντίαν Χρον. Τόκκων 1848· β) στήνω κ.· ετοιμάζω: Φιλοξενιάν και τράπεζαν ο Αβραάμ συσταίνει,| και όσοι περάτες και α διαβούν, όλους τους ανιμένει,| να φαν, να πιούσι μετ’ αυτόν Χούμνου, Κοσμογ. 1003· γ) ξεκινώ, προκαλώ κ.: Εκπαντός ιδού το κάστρον τούτο| άμαχον, ανυπόστατον, αδούλωτον καθόλου.| Τις καταστήσει πόλεμον και τις κινήσει μάχην| και τις συστήσει ταραχήν μετά θηρίων φύσιν; Καλλίμ. 215. 2) Τακτοποιώ, σιάζω: κρατείτε τα όμορφα ’μορφα (ενν. τα ρούχα), τίβετσι μη σας πέσει,| και πέτε τση μαστόρισσας καλά να τα συστέσει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 96. 3) Συγκρατώ: σκευήν ζητήσας Έκτωρ| καύσαι των Ελλήνων νήας·| και λαβών το πυρ εις χείρας| έφλεξεν πολλάς εκ τούτων.| Βλέπων δ’ Αγαμέμνων τούτο| μετά ύβρεων συσταίνει| τας συντάξεις τας φευγούσας Ερμον. Μ 328. 4) (Μεταφ.) συνεφέρνω κάπ.: Γλυκαίνει ο πόθος ολιγόν, πικραίνει ο πόνος (έκδ. πόθος· διορθώσ.· πβ. Λίβ. Va 3636) πλέον.| Και ο πόθος ολιγούτσικος συστήνει με καμπόσο Λίβ. Va 3651· (με αντικ. τα ουσ. καρδία, λογισμός, ψυχή): Γρηγόρησε καμπόσο,| σύστησε την καρδία σου και την ψυχή σου τώρα·| έπαθες τόσας συμφοράς, είδες ανάγκας τόσας| και ουκ ελιγοθύμησες από λιγοψυχίας| και τώρα τι λιγοθυμείς ...; Λίβ. Va 3449· Τον δρόμον εκινήσαμεν και λέγω την φουδούλαν:| «Σύστησε την καρδίαν σου και αυτόν τον λογισμόν σου,| κάθου εις την σέλαν σου καλά, κράτει το ρέτενόν σου ...» Λίβ. διασκευή α 4039· φρ. συσταίνω το κορμί μου = ανακτώ τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι: σε παρακαλώ, σύστασε το κορμί σου,| τόσο τι συ γαρ να χαρείς τα κερδαιμένα κάλλη.| Κι άφησ’ εμέν τον ταπεινόν, να πάγω γαρ του κόσμου Θησ. Ί́ [495]. 5) Στηρίζω, ενισχύω: Έπειτα με συμβουλές τως κρυφές και συνδρομές τως τους λατινόφρονας ... τους συσταίνουν πολλαχώς (ενν. οι Γιεζουίται) και προβιβάζουνται εις αρχιεροσύνην Λούκαρ., Διάλογ. 22315. 6) α) Δημιουργώ· (εδώ προκ. για το Θεό): Και τώρα δείχνουνται εδώ των γυναικών οι φύσεις,| οπού τον Θεόν παρακαλώ όλας να τας ποντίσει (παραλ. 1 στ.) και των ανθρώπων την φυλήν πάλε να την συστήσει Συναξ. γυν. 44· Ευθύς απαρχής, όταν εσυστάθη η κτίσις, άβυσσος ήτον, οπού εσκέπαζε το παν, ήγουν «πλήθος πολύ ύδατος και πνεύμα Θεού επιφερόμενον επάνω του ύδατος», διά να μορφώσει το ανείδεον εκείνον χάος και να συστήσει την οικουμένην Πηγά, Χρυσοπ. 293 (2) δις· β) (προκ. για θεσμό, γιορτή, κ.τ.ό.) θεσπίζω, καθιερώνω: Να εορτάζεται και η ημέρα που εγεννήθη ο βασιλεύς και οπού έγινε και η παλαιά Ρώμη και η Νέα, επειδή τα κριτήρια αι δύο μεγαλοπόλεις και οι βασιλείς τα εσύστησαν Zygomalas, Synopsis 197 Η 5· Και Όλυμπος ο ουρανός και Ούλυμπος το όρος,| εις ον και τα Ολύμπια ο Ηρακλής συστήσας Λεξ. I 135. 7) α) Παρουσιάζω, εκθέτω, κάνω γνωστό κ.: Αξιότατα επόδειξες εσύ το πρόβλημά σου| με τρόπον που εσύστεσες καλώς το θέλημά σου.| Στάσου λοιπόν με σιωπήν, ο άλλος να μιλήσει,| το ζήτημά του και αυτός ως θέλει να συστήσει Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 536, 538· λέγουν ότι εις την κεφαλήν στέκουν τρεις πρώτες χάριτες της ψυχής, η μία ... λέγεται εγροίκησις, ... η δευτέρα δύναμις ... κράζεται ... λογιστικόν, η οποία συλλογίζεται ατή της, διότι συσταίνει τα πράγματα εις τον εαυτόν της και κάνει και εγνωρίζονται με λογαριασμόν και με έργον. Η τρίτη δύναμις ... κράζεται ενθύμησις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 35r· β) παρουσιάζω, γνωρίζω κάπ. σε κάπ. άλλο: Αρχίζομεν πάλιν να συστήνομεν του λόγου μας; Ή μη χρειαζόμεσθεν (ωσάν χρειάζονται μερικοί) συστατικές επιστολές εις εσάς ή συστατικές από εσάς; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 589 Παύλ. Κορ. Β́ γ́ 1· (μεταφ.): τους εχειροτόνησαν (ενν. οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος) πρεσβυτέρους εις κάθε εκκλησίαν, έστοντας να προσευχηθούσι με νηστείαν· και τους εσύστησαν τῳ Κυρίῳ εις τον οποίον επίστευσαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιδ́ 23. 8) Αποδεικνύω: ο Θεός συστήνει την αγάπην του εις εμάς, ότι ακόμη οπού είμεστεν αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανε αντίς διά λόγου μας Χριστ. διδασκ. 81· Προτείνεται πολλάκις εις κρίσιν συμβόλαιον ... και άλλος λέγει τούτο πλαστόν. Όταν ουν γένηται τούτον, πρότερον να ιδούμεν τας αποδείξεις που το συστήνουν ως αληθές, από εκείνον που το ’φερεν Zygomalas, Synopsis 270 Π 66. 9) Προτείνω, συμβουλεύω: εις την Εκκλησίαν (ενν. ο Θεός έχει) προφήτας να προφητεύουν τα μέλλοντα, αποστόλους να μαρτυρούν τα όσα είδαν και ήκουσαν εκ στόματος του Κυρίου, πατέρας να συσταίνουν τα όσα έλαβαν υπό των αποστόλων Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 217· κωλύοντες εκείνο οπού ο Θεός προστάζει και όλοι οι Άγιοι Πατέρες συστήνουσι, φανερόν είναι πως εναντιούνται τον Θεόν και τους αγίους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πρόλ. 6. IΙ. Μέσ. Α´ Αμτβ. 1) α) Σηκώνομαι όρθιος: Συναπαντώ τον Έρωτα και πέφτω, προσκυνώ τον, (παραλ. 1 στ.) και τότε πάλιν λέγει με: «Συστάσου, μη φοβάσαι» Λίβ. Va 575· β) (μεταφ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι: Πολλές φορές συνέρχεται και προς θάνατον η αγάπη, ωσάν το ήθελαν πάθει και αυτοί παρ’ ολίγον, και μετά βίας πολλής έφεραν τον νουν τους και εσυστάθησαν Διγ. Άνδρ. 3403· θέλω συσφίξει την καρδιά λίγο ν’ αποκοτήσει,| την αίστηση να συσταθεί, τη γλώσσα να μιλήσει| το πράμα οπού μου φαίνεται πως θέλ’ είσται τιμή σου| να κάμεις στον Πανάρετο τώρα και στο παιδί σου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 230. 2) Στέκομαι: εκ το μέρος ο καθένας| ήλθεν εις το μέσον τότε (παραλ. 2 στ.). Και πλησίον συσταθέντες| εις τον μετρητόν δη τόπον| σείοντες το δεινόν δόρυ,| πρώτος μεν αυτός ο Πάρις| έπεμψε το μακρόν δόρυ| κατ’ αυτού του Μενελάου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ [287]. Β´ (Μτβ., προκ. για συμπεριφορά) δείχνω, επιδεικνύω· συμπεριφέρομαι (με ορισμένο τρόπο): Άκουσον, φρίξον, άνθρωπε, συστάσου σωφροσύνην·| γενού τρυγόνιν καθαρόν, πίνε εκ των σων φρεάτων·| ευφραίνου μετά γυναικός της εκ νεότητός σου,| μη άλλου κοίτην ορεχθείς, χάσεις την εδικήν σου,| κλαύσον και μετανόησον, ως κλαίει το τρυγόνιν Φυσιολ. (Legr.) 738. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = συγκροτημένος, συνετός: Θεωρώ σε άνθρωπον συστεμένον και γεμάτον φρονιμάδα· μα τα λόγια σου δείχνουσιν πως να καυχάσαι άμετρα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4810.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το· προσκεφαλάδι, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 92, Ριμ. κόρ. A 146, Ολόκαλος 13712, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1649, Δ́ 583· προσκεφαλάδιν, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 648, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 91 κριτ.υπ., Ολόκαλος 4213, 6413, Επιστ. Barozzi 360· προσκεφαλάδι(ο)(ν), Ολόκαλος 120, 37, 512, 67, 710, 910, 136, 668, 7410, 828, 8323, 8812, 11316, 14515, 1997, 20017, 20220, 33, 2207, 2233, 23710, κ.π.α.