Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Επιστ. 16.-17. αι.

  • σώζω,
    Σπαν. A 517, Σπαν. O 205, Γλυκά, Στ. 418, Προδρ., Δεητ. 184, Κρασοπ. (Eideneier) V 65, Διάτ. Κυπρ. 5077, Ελλην. νόμ. 56010, Ασσίζ. 2914, 36310, Ιερακοσ. 50325, Διγ. (Trapp) Gr. 2462, Διγ. Z 2903, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1154, Ερμον. Ω 72, Χρον. Μορ. H 2582, Χρον. Μορ. P 8945, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 204, Απολλών. (Κεχ.) 257, Λίβ. διασκευή α 2954, Λίβ. Esc. 2439, Λίβ. Va 2248, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 81, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 298, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 366, Συναξ. γυν. 67, Κορων., Μπούας 66, Δεφ., Λόγ. 524, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ Υπόθ., Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1094, Αχέλ. 1305, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 411, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 858, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 21119, Ιστ. πατρ. 1185, Μορεζ., Κλίνη φ. 378r, Ιστ. Βλαχ. 2041, Λίμπον. 178, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 306, Διγ. O 566, Διακρούσ. (Κακλ.) 1048, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8907, κ.π.α.· μέσ. σώζουμαι, Ελλην. νόμ. 5652· υποτ. παθητ. αορ. σωστώ, Ασσίζ. 47516· μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος, Επιστ. 16.-17. αι. 142.
    Το αρχ. σώζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Γλυτώνω κάπ./κ. από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.:  «Άφες την κόρην» λέγοντες «και σώσον τον εαυτόν σου·| ειδ’ ου, κερδίσεις θάνατον απείθειαν ως έχων» Διγ. (Trapp) Gr. 2464· Ω θαυμαστέ Μερκούριε, έρκος και φυλακή μας,| όπου μας σώζεις την ζωήν κι αυξάνεις την τιμήν μας Κορων., Μπούας 61· πολλάκις δέκα| γενναίοι κύνες, υλακήν μεγάλην εμποιούντες,| όλας αγέλας έσωσαν ποιμνίων από λύκων Βίος Αλ. (Aerts) 2656· β) απαλλάσσω, λυτρώνω κάπ. από δυσάρεστα συναισθήματα: έμεινα εις την έρημον και επεριπάτουν εκεί δεχόμενος τον Θεόν να με σώσει από τον φόβον οπού είχα και από την ταραχήν να μην πέσω εις αμαρτίαν και απολεσθώ Ιστ. Βαρλαάμ 392. 2) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Ο βασιλεύς των ουρανών επί της γης εφάνη,| επ’ αληθείᾳ άνθρωπος, αλλ’ ουκ εκ φαντασίας·| χρόνους πολλούς εποίησεν ένεκεν γαρ ανθρώπου,| ότ’ εβουλήθη άπαντας σώσαι εκ του μη όντος Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 86· Αυτούνο το παιδίν ... (παραλ. 1 στ.) αυτούνος έναι Υιός Θεού ... (παραλ. 1 στ.) Και όταν αυτούνο καταβεί τον κόσμον διά να σώσει,| αυτούνος έν’ το έλεος, νεόν νόμον να δώσει Χούμνου, Κοσμογ. 363· (προκ. για τον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου για τη σωτηρία της ψυχής του): εκείνοι (ενν. οι άγιοι) εγκρατεύονταν εις όλην την ζωήν τους,| ποτέ κρασί δεν έπιναν να σώσουν την ψυχήν τους Ιστ. Βλαχ. 2126. 3) Διατηρώ κ. ασφαλές, διαφυλάττω, διασώζω: καθόλου το σώμα σώζεται με χορτασμόν και κένωσιν, η δε ψυχή με κόπον και ανάπαυσιν Σοφιαν., Παιδαγ. 113· Γιαύτος σου λέω, Βενετιά, ποτέ να μη με δώσεις,| ούτε ποτέ μη μ’ αρνηθείς, μα κράτει εμέ (ενν. την Κρήτη), να σώσεις| τη φήμην οπού σου ’χανε στον κόσμον και γροικάται,| κι Αγαρηνός σε σκιάζεται και πλήσια σε φοβάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39120. 4) (Νομ.) επικυρώνω: πληρουμένων των δέκα ημερών, σώζεται η απόφασις και βάλλεται εις νομήν· και γράφει ο νοτάριος και δίδει την απόφασιν εις ό,τι μέρος την ζητήσει Ελλην. νόμ. 52320. 5) Έχω τις απαραίτητες οικονομικές (και κοινωνικές) δυνατότητες: Ας το διακρίνει, αφέντη μου, το κράτος της βασιλείας σου,| προς την ουσίαν του καθενός όπου είμεθεν ενταύτα| να δώσει να εξαγοραστεί, ’κ την φυλακήν να έβγει.| Κι αν θέλεις τούτο, δέσποτα, άγιε βασιλέα,| να βιαστούμε ο καθεείς τό δύναται και σώζει Χρον. Μορ. P 4298· να δέχεσαι έκαστον προς την τάξιν του και την αρετήν του, ίνα μήτε οι άρχοντες υβρίζουσι τους αρχομένους, μήτε οι αρχόμενοι τους άρχοντας. Έξευρε ουν έκαστον εις τι σώζει και σύρνε τον εκεί, ίνα μη κεφαλατικεύουσιν τα ελάφια τους λέοντας, αλλά μάλλον οι λέοντες τα ελάφια Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 119· Ειδέ δεν στρέξουσιν οι γονείς του κοριτσίου να ευλογήσουσι το παιδί τους με τον άνδρα οπού το έφθειρε, αν έχει βίον και σώζει, να δώσει του κοριτσίου οπού έφθειρε εκατόν πενήντα φλουρία Νομοκριτ. 73. 6) (Αμτβ.) φτάνω κάπου: ρίψαντες σίδηρα εστάθησαν (ενν. τα καράβια) τοσούτον από της γης, όσον μη σώζειν σαγίταν εντός Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 38· Τῳ κγῳ’ έτει Μαρτίῳ ... έσωσεν (ενν. ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ) εν τῳ λιμένι των Κεχρεών Σφρ., Χρον. (Maisano) 101. 7) Καταφέρνω να εξομοιωθώ στις επιδόσεις με κάπ. (που υπερτερεί): Περνάς τον Πάρη στες ’μορφιές, τον Σολομών στην γνώση,| άνθρωπος δεν ευρίσκεται στον κόσμο να σε σώσει Κορων., Μπούας 151· Όλ’ οι Ρωμαίοι μια μεριά, δεν δύνονται να σώσουν| την αφεντιά σου, ουδεποσώς το καν εις το μισό σου Κορων., Μπούας 151. 8) (Για αριθμό, ποσό κ.τ.ό.) συμπληρώνω: αν σε λείψει τίποτες και χάσεις το εδικόν σου,| και σώζουσιν οι φίλοι σου εξ όσο οπού σε λείπει Σπαν. (Ζώρ.) V 314· σώζοντες τον αριθμόν, ίνα σαφώς εξείπω,| άπαντες τριακόσιοι αρμάτων εμπλησμένοι Διγ. Z 2900. 9) (Τριτοπρόσ.) είμαι αρκετός, επαρκώ: Αλήθεια, δίδεις με πολλά, πλην αν τα συμψηφίσεις,| τετράμηνον ου σώζουν με, ψυχοκρατούν ουδόλως Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 25· Λοιπόν, εξάφες τα πολλά, ...| σώζουν σε τά επάσχισες τους παροπίσω χρόνους·| χάρησε, ζήσε τον καιρόν, όσον απάρτι ζήσεις,| με την χαράν, με την τρυφήν, με την ευημερίαν Λίβ. διασκευή α 4444· η ρόγα που έλαβαν ουδέν τους σώζει μόνη| του να πληρώσουν τ’ άρματα και τ’ άλογα που αγοράσαν,| διά να έλθουσιν τιμητικά εδώ στην χρείαν όπου έχεις Χρον. Μορ. H 8945· μόνην με καταλείψατε, μόνην εμέ αφήτε,| εμένα μόνην μοναχήν και με καυχίτσαν μίαν.| Αυτή και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416. 10) (Απρόσ.) α) φτάνει, αρκεί: Και μόνον δεν τους έσωζεν να εβγάλουν την ψυχήν σου,| αμή έκοψαν τα κάλλη σου και αγνώριστος υπάρχεις Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 106· Και λέγω σου· σώζει σε εις την Ανατολήν να βασιλεύεις. Και της Περσίας το φουσσάτον ... όριζε, το δε εκ την Δύσιν άπεχε Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1572‑3· πρεσβύτερος οπού να έλαβε γυναίκα και ευρέθη συγγενής αυτού, ... ούτε κρυφώς ούτε φανερώς να τολμήσει να ευλογήσει ούτε να μεταλάβει τινάν άνθρωπον, ότι σώζει αυτόν μόνον να καθέζεται εις την καθέδραν των ιερέων, ουχί άλλην εκκλησιαστικήν υπηρεσίαν να υπηρετεί Μαλαξός, Νομοκ. 164· β) είναι δυνατό, είναι εύκολο: ην ιδείν πάντας ομού, άνδρας τε και γυναίκας,| εξελθόντας εις απαντήν μετά της στρατηγίσσης,| ώστε μη σώζειν ευχερώς τούτους απαριθμήσαι Διγ. (Trapp) Gr. 926. 11) Μπορώ, κατορθώνω να κάνω κ.: των χριστιανών οι αρχιερείς και ιερείς, όσους αφορίζουν νομίμως εις πταίσιμον οπού να σφάλουν και δεν σώζουν ζώντας τους να διορθούν ... εις εκείνον το πταίσιμον οπού αφορίσθησαν, η γης δεν λύει το κορμί εκείνο του αφορισμένου Ιστ. πατρ. 1185. II. Μέσ. 1) Γλυτώνω από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.: ήσαν γαρ νήαι απολειφθείσαι και οι ναύαρχοι αυτών φυγόντες συν ταις άλλαις ναυσίν εσώζοντο Δούκ. 37328· Οι βάρκες εκ των μπουμπαρδών τες τρύπες εβουλούσαν,| και τα φουσσάτα των Τουρκών στανιό τους κολυμπούσαν,| κι ετότε άλλοι πνίγονταν και άλλοι, για να σωθούσι,| πλέγοντες εξετρέχασιν σε βάρκα ν’ ανεβούσι Αχέλ. 1740· Ήρπασαν γαρ και ηφάνισαν τα του κάστρου εκτός· όσοι γαρ έφθασαν εμβήναι έσω ούτοι μόνον εσώθησαν Έκθ. χρον. 8017. 2) α) Διατηρούμαι, διαφυλάσσομαι, παραμένω: έχει την σήμερον χρόνους τόσους και ου δύναται συναφθήναι μετ’ εμού καθώς και οι έτεροι άνδρες, αλλ’ ουν σώζομαι παρθένος μέχρι την σήμερον Ελλην. νόμ. 5313· β) υπάρχω: ο μέγας ούτος βασιλεύς εθέσπισε να λαμβάνει χειροτονίαν επισκόπου και να είναι ομού ηγούμενος και επίσκοπος, να έχει και τα δύο ταύτα αξιώματα· και πρεπόντως, διά να σώζονται εις ένα υποκείμενον, το του ηγουμένου, δύο αξιώματα, ηγεμονίας και ιεραρχίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 177. 3) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Τα μοναστήρια των Φραγκών όμοιως και των Ρωμαίων| ... παρακαλούσιν| τον Βασιλέαν των ουρανών, νυχτός τε και ημέρας,| να σώζονται οι χριστιανοί οπού ’ναι βαφτισμένοι Χρον. Μορ. Ρ 7781· Και του είπεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ποία ζωή να κάμνω διά να σωθώ;» Και ο Βαρλαάμ: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επαράγγειλεν ότι όποιος θέλει να σωθεί, να αποθάνει πτωχός και να μετρά τον θάνατον, πως έχει να αποθάνει, και πως ο Ιησούς Χριστός έχει να κρίνει ζώντας και νεκρούς» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1097, 8· ελογιάσασιν (ενν. πολλοί άλλοι) πως ημπορούσι να σωθούσι χωρίς εξομολόγησιν, το οποίον είναι αδύνατον Μορεζ., Κλίνη φ. 453r. 4) (Νομ.) απαλλάσσομαι από κατηγορία, αθωώνομαι· (εδώ προκ. για απαλλαγή μετά από θεοκρισία): το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι εφειδήν βάνει τον θεόν μάρτυρα, ότι χρή να βαστάξει ... την τζουίζαν, και αν σωστεί εκ της τζουίζας εντέχεται να μείνει ελεύτερος με το κείμενον παρά εκείνου του φόνου Ασσίζ. 47516. 5) Προλαβαίνω· καταφέρνω να κάνω κ.: άπελθε, επισύναξον τους φυγείν σωζομένους| και ανδραγάθει συν αυτοίς δυνατώς Διγ. (Trapp) Gr. 2979. Φρ. να σωθείς = σε παρακαλώ (πβ. νεοελλ. φρ. να χαρείς/ να ζήσεις): Πάλιν την γραίαν λέγουν:| «Λέγε μας, μάννα, να σωθείς, λόγον μηδέ μας κρύψεις».| Και πάλιν η κακόμοιρος η μάγισσα η γραία| ήρκεψεν την υπόθεσιν διά να μας διηγείται Λίβ. Va 2582· Λοιπόν, κερά μου, να σωθείς, εις τούτο δίδαξέ με,| είντα να ποίσω ο ταπεινός, τα κοσμικά ν’ αφήσω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1505· Εντρέπου, κύρη, να σωθείς· εντρέπου καν ολίγον,| ουκ είσαι χωρικούτσικον ουδέ μικρόν νινίτσιν Προδρ. (Eideneier)2 Á́ 193. Η μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος ως επίθ. = «φτασμένος»· επιφανής, καταξιωμένος: είναι νέος, αληθινά ... ενάρετος, φιλομαθής, καλά γεννημένος, σωζάμενος εις τον τόπον του Επιστ. 16.-17. αι. 142. Το αρσ. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζόμενος ως ουσ. = (θεολ.) ο λυτρωμένος άνθρωπος: διά της χάριτος της Παρθένου Μαρίας όχι μόνον την άφεσιν των αμαρτιών του εύρεν (ενν. ο άρχων εκείνος), μα ηξιώθη και ... έτυχεν εις την συντροφιάν των σωζομένων Μορεζ., Κλίνη φ. 175r· έκφρ. πόλις σωζομένων = η Νέα Ιερουσαλήμ, ο παράδεισος: Δι’ αύτους οπού σέβονται Χριστόν εσταυρωμένον,| που θέλουσιν αξιωθείν εις πόλιν σωζομένων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3280. Η γεν. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζομένου σε επιρρ. χρ. = α) με την προϋπόθεση, με τον όρο ότι/να ...: όταν πλεονάζει εις σε ξανθή χολή μάλλον μετά αίματος, πρώτον μεν την φλεβοτομίαν παραλάμβανε, είτα την κάθαρσιν, σωζομένου ότι να φανώσι σημεία της πέψεως εις τα ούρα Επιστ. ιατρ. ποδ. 69· Οι Ουγγροί έστειλαν ίσως αποκρισιαρίους λέγοντες ότι: «σωζομένου του να έχητε και μετά της Πόλεως αγάπην, εποιήσαμεν και ημείς μεθ’ υμών την αγάπην· ειδ’ ου, θέλομεν την χαλάσειν» Σφρ., Χρον. (Maisano) 1409‑10· β) σύμφωνα με ...: να ποίσουν προς τον πρίγκιπαν, σωζομένου του όρκου,| την πίστιν γαρ και την λιζίαν, όπου χρεωστούν του ρήγα Χρον. Μορ. P 8636· Ταύτα δε λέγω σωζομένου του δικαίου, και τα εξής, προβάλλομαι δε του αυξήσαι και ελαττώσαι Ελλην. νόμ. 5171· έκφρ. σωζομένου της τιμής μου = στο λόγο της τιμής μου, στην τιμή μου (πρόκ. για μετάφρ. του γαλλ. honneur gardé· βλ. Dawkins [Μαχ. II σ. 269]): Ο ποδέστας ... εσύντυχεν με καλήν τάξιν και γλυκεία λογία, και είπεν τους άρχοντες: «Από τό ξηγάσθε ότι ... δεν εθέλησα να ποίσω δίκαιον, σωζομένου της τιμής μου απαρχής η αφεντία του ρηγός όρισεν και εθανατώσαν πολλούς πραματευτάδες Γενουβήσους εις την όρεξίν του ...» Μαχ. 3224· γ) εκτός από· εξαιρουμένου ...: Εάν μου αφήσει η γυναίκα ... την προίκαν της ..., χρεωστεί, εάν έναι διάκων, να κρατεί την προίκαν έως χρόνον, και, εάν δευτερογαμήσει, στρέφει την προίκαν, σωζομένου του τετάρτου, ήγουν του κάσσου· ειδέ γένεται ο διάκων ιερεύς ή καλόγερος, κερδαίνει την προίκα όλην Ελλην. νόμ. 57927. Η μτχ. παρκ. σωσμένος ως επίθ. = 1) (Θεολ.) που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία: Ακόμη θέλω να σας πω διά τες ευλογημένες| γυναίκες άξιες της τιμής και της ψυχής σωσμένες Βεντράμ., Γυν. 213. 2) (Νομ.) απαλλαγμένος από κατηγορία, αθώος: και αν μένει σωσμένος παρά της τζουίτζας, εντέχεται ούτε να κριθεί Ασσίζ. 3496. Η μτχ. μέσ. ενεστ. Σωζόμενος ως κύρ. όν.: Σεβήρ., Διαθ. 19179. — Βλ. και σώνω.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης