Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 17 εγγραφές  [0-17]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Επιστ. 16. αι.

  • πόστα
    η, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 62.
    Από το ιταλ. posta. Η λ. στο Somav., It.-gr. λ. posta και σήμ. με διαφορ. σημασ.
    1) α) Θέση· σειρά: Ηβλέπεις εκείνο οπού μας έμεινεν από το φαγητό μας, φάγε και εσύ εις την πόστα σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 185v· β) (προκ. για έγγεια ιδιοκτησία) η θέση όπου καταχωρείται η περιουσία κάπ., μερίδα: ο ευγενής άρχων αφέντης Τζανής Μανολέσος ... δίδει και κοντσεδέρει εις αλλαξίαν παντοτινήν του αφέντη του Τζανή Βαρούχα ... και αφέντη Τζώρτζη, του υιού του ... τα χωράφια του, οπού έχει την σήμερον ...· οι οποίοι να ’χουν αουτοριτάν απού την σήμερον και ομπρός να τα βγάνου απού την πόσταν του άνωθεν άρχο, να τα βάνου σε πόστα εδική τωνε Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 31113 δις. 2) (Στρατ.) α) θέση του στρατού, στρατόπεδο: υπήγαινε (ενν. ο Γολιάθ) το γύρο εκεί οπού ήσαν οι πόστες των ανθρώπων και εγύρευε ότι να έβγει τινάς να πολεμήσει μετ’ αυτόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 189v· β) στρατιωτικό σώμα· (εδώ στον πληθ.) οι τάξεις του στρατού: Και ο Σαούλ ήλθε καταπάνω τους με το πλήθος του εις εκείνον τον τόπον και είχε μετ’ αυτόν εις τες πόστες τρεις από τους υιούς του Ιεσσαί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 189r· γ) φρ. είμαι στην πόσταν = παραμονεύω, ενεδρεύω: Εις μιαν μεριάν εστάθησαν και ήτον εις την πόσταν,| με τέχνην την εκάμασιν οι χριστιανοί την χώστραν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 777. 3) Ταχυδρομείο: Αν ορίσεις ... να σε φέρω απόκριση από την Κωνσταντινόπολη, στείλε μέ την πόστα στο Βάρσιοβο, στο γαρδινάλη οπού έστειλες λεγάτον, και εξ αυτόν θέλω πάρει τη γραφή Επιστ. 16. αι. 16145. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 2211.
       
  • πρίγκιπος
    ο, Χρον. Μορ. P 3192, 7359, Χρον. Τόκκων 564, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 285, Σφρ., Χρον. (Maisano) 604, 9, 6626, 6811, 14420, Byz. Kleinchron. Á 42839, Καβαλίστας 72, Δωρ. Μον. XXIII, XXVII πολλ., XXXVIII πολλ., XXXIX πολλ., Δωρ. Μον. (Hopf) 238, Σεβήρ., Ενθύμ. 2815, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ.πρέντζιπος, Κατζ. Πρόλ. 11, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 57· πρέντσιπος, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 123, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 368, Β́ 155, Γ́ 11, Έ 307· πρίκιπος, Δωρ. Μον. XXXIX· πρίνζιπος, Byz. Kleinchron. Á 29632· πρίνκιπος, Χριστ. διδασκ. 439· πρίντζιπος, Κορων., Μπούας 112, 147, Χρον. σουλτ. 3611, 5832, 10517, 1345‑6, Επιστ. 16. αι. 1325, Διακρούσ. 1325· πρίντσιπος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 41723, 47019, 51716, 51910, 52318· γεν. εν. πρίντζιπο, Σουμμ., Ρεμπελ. 157.
    Από το ουσ. πρίγκιψ αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ος. Ο τ. πρίντζιπος στο Meursius και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) όπου και τ. πρίτσιπος (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 288, λ. πρίντζιπος). Η λ. τον 4.-5 αι. (Lampe, Lex., λ. πρίγκιψ) και σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi).
    1) α) Ηγεμόνας φεουδαρχικού κρατιδίου, άρχοντας: εγράψαμεν ορισμούς εις πάντας ... ίνα έλθωσι μετά αρμάτων και των πλειόνων ανθρώπων της αρχής ενός εκάστου αυτών, ίνα μετά του πρέποντος διέλθῃ τον τόπον του πριγκίπου και απέλθῃ εις τα περί την Ανδρούσαν ο νέος αυθέντης Σφρ., Χρον. (Maisano) 4222· Εχάρισε (ενν. ο Μεχεμέτης) και του πρίντζιπου της Βουλγαρίας έναν καλόν τόπον, διατί του εβοήθησε πολλά Χρον. σουλτ. 517· (ως προσφών. σε βασιλιά): Πρέντσιπε, αληθοσύνη| μας δείχνει πάντα ο ουρανός που ό,τι κι αν είπε εγίνη Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 167· (προκ. για το δόγη της Βενετίας και κατ’ επέκταση για τα μέλη του Βενετικού Συμβουλίου): τον γαληνότατον πρίγκιπον της Βενετίας Ιερόθ. Αββ. 336· έδωκε πάλι ο Ουρανός σ’ αυτή (ενν. την Βενετία) να βασιλεύου| οι πρέντζιποι οι ελεύθεροι και να την αφεντεύου,| οι πρέντζιποι οι δικαιότατοι που πάντοτες κρατούσι Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 54, 55· β) ανώτερος τίτλος ευγενείας: Ρηγάδες παίρνει ο θάνατος, πριντζίπους, βασιλιάδες,| μεγάλους γαρδενάληδες και μητροπολιτάδες Αλφ. 1533· (ως τιμητική προσφών.): Πρέντσιποι αδυνατότατοι, ....| ... γροικήσετε να δείτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 163. 2) Αρχηγός στρατεύματος: Ήθελενε κι ο πρίντσιπος που τσ’ έσερνε να έβγει,| κι ετύχαινε καλό καιρόν ετότες να γυρεύγει·| και το λαό του εδιάλεξε και καβαλιέρους παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5217· Χιλιάδες δύο βγαίνουσι και ο πρίντσιπος στη μέση| και τρέχουνε με τ’ άρματα ...| Κι οι Τούρκοι να τους δούσινε ...| εφύγανε από το φορτί Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5221. Ο τ. πρίντζιπος ως οικογ. επών. (πβ. και PLP 10, 23738, Πρίγγιπος): Προς βασιλέα τρέχουσιν, ...| οι άρχοντες οι πρώτιστοι ...| Ασάνης τε και Λάσκαρις ...,| Δούκας ...,|Διπλοβατάτζης, Πρίντζιπος, Σφραντζής και Λεοντάρης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 509. — Βλ. και πρίγκιψ.
       
  • προβοδώ — προβοδίζω,
    Εβρ. ελεγ. 162, Χρον. Μορ. P 4677, Gesprächb. 7725, Χρον. Τόκκων 2425, 3887, Διήγ. Αλ. V 22, 67, Διήγ. Αλ. G 28815, Επιστ. 16. αι. 2510, 19, Άλ. Κύπρ. 1200, 1730· προβαδίζω, Hagia Sophia ω 51019· προβεδίζω, Χρον. Μορ. H 4677· προβοδίζω, Διγ. O 2914, 2945· προβοδώ, Αλεξ.2 1094, 2187, 2516, 2530, 2548, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1358, 19313, 30517, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1346, 19210, 30417, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4916, 1058, 1516, 1533, 21, 17320, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4816‑17, 1048, 1505, 18, 17224, 17412, 1849, Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 29, XXXVII 32, Σταυριν. 281, 416, 447· προβοδώνω, Χρον. Τόκκων 1987· γ́ εν. ενεστ. προβοδάγει· παρατ. προεβόδιζον.
    Από το ουσ. πρόβοδος και την κατάλ. ‑ώ με επίδρ. του κατευοδόω ή από το *προευοδόω (Κοραή, Άτ. Δ́ 457, Meyer, NS II 87· βλ. και Τσοπ., Ελλην. 16, 1958/9, 339). Ο τ. προβοδώνω και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. προβοδίζω). Η λ. προβοδίζω (με μεταπλ.) και σήμ. λαϊκ. Η λ. προβοδώ στο Βλάχ., στο Βλαστού, Συνών. 145 (λ. ξεβγάζω), 153 (λ. οδηγώ ), καθώς και σήμ. σπάν. (ΛΚΝ).
    1) Συνοδεύω τιμητικά ως ένα σημείο κάπ. που αναχωρεί, ξεπροβοδώ: Και απόστειλέ τον (ενν. η βασίλισσα τον Αλέξανδρον) και οι δύο της υιοί τον επροβόδησαν ... έως το πέσιμον του Αλεξάνδρου Διήγ. Αλ. E (Konst.) 15120· (εδώ προκ. για εκφορά νεκρού): Ο Αλέξανδρος με όλους τους βασιλείς ... επροβόδησέν τον (ενν. τον Τάρειον) έως το μνήμα και έθαψάν τον με τιμήν μεγάλην Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30517. 2) α) (Μτβ.) οδηγώ, συνοδεύω: και οπού προβοδάει το ρίφι εις το Αζαζελ ... να πλύνει τη σάρκα του με το νερό και ύστερα έτσι να έρτει προς το φουσσάτο Πεντ. Λευιτ. XVI 26· β) (αμτβ.) προπορεύομαι ως οδηγός: προεβόδιζον γουν εγώ, οι δε εφείποντο Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 780 κριτ. υπ. 3) α) Στέλνω κάπ. κάπου: Και επροβόδησα αποκουρσάρους από την έρημο της Κερεμωθ προς τον Σιχον βασιλεά του Χεσβων λογιά ερήνης του ειπεί Πεντ. Δευτ. II 26· τα τζαμόγλανα ομπρός τα προβοδάγει (ενν. ο καπετάν Πασιάς) Διακρούσ. (Κακλ.) 124· β) στέλνω κ. σε κάπ.: ο Κολώνας έβαλε στην πρύμνην την παντέραν,| οπού του την προβόδισεν εκ το θρονί ο ρήγας| κι είχε τον Ιησούν Χριστόν αντάμα με την λίγα Άλ. Κύπρ. 1200· Επιστολήν σου προβοδώ, φίλε μου Μανογήλη Κυπρ. ερωτ. 1411.
       
  • ρεκάπιτο
    το.
    Από το ιταλ. (Battaglia) - βενετ. recapito (Boerio). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 615, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.).
    (Προσωρινή) διαμονή (για τη σημασία βλ. Battaglia, ό.π. σημασ. 2, Πατρινέλης [Επιστ. 16. αι. σ. 26]): αν ήθελες έχει όρεξη να ’ρθεις εις τους Κορφούς, εις τον τόπο σου, ήθελες έρθει μετά μένα, με το κάτεργο, όσο να ήθελες εύρει ρεκάπιτο να υπάς εις τους Κορφούς με καλό πασάντζο Επιστ. 16. αι. 2516.
       
  • ρένιο
    το, Επιστ. 16. αι. 16131.
    Από το ιταλ. regno (Battaglia). Τ. ρένιον σε έγγρ. του 17. αι. (Δετοράκης, ΕΕΦΣΠΑ 21, 1970/71, 133). Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′).
    Βασίλειο, επικράτεια: φοβάται ο μέγας Τούρκος ... τους Αλβανίτες οπού έχει στο ρένιο, ότι οι Αλβανίτες έναι από το Λεβάντη και ηξεύρουν τον τόπο του Τούρκου Επιστ. 16. αι. 16126· (εδώ προκ. για το βασίλειο της Κρήτης, ως βενετ. κτήσης:) Επόθανες, αθάνατε, και πάλι αποθαμένος| δεν έπεσες, μονό ’στεκες, ως ήσου αρματωμένος,| και σ’ εφοβούντανε οι οχθροί, καλλίμαχε του ρένιου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 55.
       
  • ρετζιβάρω.
    Από το βενετ. ricever ή το ιταλ. ricevere· βλ. και τ. recivere στο Battaglia (λ. ricévere). Πβ. τ. ρετζιβέρω σε έγγρ. του 16. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 61, 99  κ.α., Μαράς, Κατάστιχο 149 Β′ 76) και 18. αι. (Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 45) και τ. ριτζεβέρω σε έγγρ. του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 73).
    Δέχομαι· (εδώ προκ. για αλληλογραφία) παραλαμβάνω: Και ρετζιβάρησα τη γραφή σου εις στις έξι του Μαΐου Επιστ. 16. αι. 255.
       
  • ρεφάρω,
    Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6913‑14, 7412, 12313, 33111, 39220, 4299, 5325.
    Από το ιταλ. rifare - βενετ. refar. Τ. ριφάρω σε έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 168). Η λ. σε έγγρ. του 16. (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 154, 156, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 12, 1965, 106 κ.α.), 17. (Μπρούσκαρη, Θησαυρ. 19, 1982, 182, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 527, Κρ. συμβόλ. 62, 158, Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-4, 136, Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 14, 1983, 97, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 7, 1957, 137 κ.α.), 18. αι. (Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 448, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 157 κ.α.) και σήμ.
    1) Αποζημιώνω: ανίσως και ... ήθελε συγείρει εις τα άνωθε παιδιά τίβοτας χασούρα πραμάτου με λίτε να τυχαίνει να ρεφάρει ένας τον άλλον τως Μορεζίν., Διαθ. 484· να ρεφάρει (ενν. η αυτή αρχόντισσα και ρεζιντουάρια) ... τσι απανωγεγραμμένους ... εις ό,τι τωσε τοκάρει Διαθ. 17. αι. 3275‑6. 2) Αποκαθίσταμαι (οικονομικά): Και ’γώ έχασα εις σ’ τούτη την αμάχη από τους Τούρκους, που μου ηπήρανε πλιο παρά χίλια πεντακόσια φλωρία, και πάλε ’παντέχω να ρεφαριστούμε εκεί οπού ήμαστε Επιστ. 16. αι. 329.
       
  • ρηξ ‑γας
    ο, Τρωικά 5242, Σπαν. O 169, Ασσίζ. 63, 2531, 3625, 22027, 2377‑8, Βέλθ. 736, Χρον. Μορ. H 452, 5953, 6399, 6434, 6860, 7851, Χρον. Μορ. P 23, 452, 6399, 6434, 6860, 7851, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 404, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 250, 491, 757, Ερωτοπ. 563, Απολλών. (Κεχ.) 10, 26, Λίβ. διασκευή α 2722, 4513, Λίβ. Va 2169, Ιμπ. 248, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 123, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 200, Βησσ., Επιστ. 2613, Μαχ. 1835, 40025, 64611, Δούκ. 7511, Σφρ., Χρον. (Maisano) 944, 1423, 19014, Θησ. Πρόλ. 207, Β́ [106], [287], Βουστρ. (Κεχ.) 4414, 1806, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 52, Έκθ. χρον. 25, 7813, 798, 8329, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 163, 283, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1804, Πένθ. θαν.2 116, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 402, 1893, 4836, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 213v, 311r, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 150, Δεφ., Λόγ. 251, Παϊσ., Ιστ. Σινά 11, 1360, 2143, Επιστ. 16. αι. 16125, Σταυριν. 408, 707, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 151, 237, Έ 1301, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 23515, 23625, κ.α.· ρή(γ)ας, Μαχ. 7416· ρήγας, Ασσίζ. 517, 3613, 11430, 46421, Βέλθ. 759, 773, 781, 902, Χρον. Μορ. H 272, 459, 1804, 3598, 5999, 6240, 8486, Χρον. Μορ. P 272, 459, 1804, 5999, 6240, 8486, Λίβ. διασκευή α 1415, 2250, 2423, 2517, 2599, 3329, 4404, Λίβ. Va 2094, 2409, 3211, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1253, 1289, 1364, 1692, Αχιλλ. (Smith) N 1865, 1866, Ιμπ. 60, 262, 825, Χρον. Τόκκων 3330, 3340, 3344, Βεν. 51, Παρασπ., Βάρν. C 116, 376, Αργυρ., Βάρν. K 348, Μαχ. 1636, 1822, 30825, 37, 50623, 60428, Διήγ. Βελ. N2 274, Θησ. Ϛ́ [652], Βουστρ. (Κεχ.) 4413, 13214, Byz. Kleinchron. Ά 2097, 2109, 5132, 6274, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2202, 3426, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 76, Έκθ. χρον. 8417, Κορων., Μπούας 13, 29, 66, Βεντράμ., Φιλ. 127, 133, Βυζ. Ιλιάδ. 564, Αχέλ. 368, 1642, Αλφ. 1481, Μορεζ., Κλίνη φ. 258vΔωρ. Μον. XVIII, Ιστ. Βλαχ. 498, 1886, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 27, 765, 929, Β́ 1283, Γ́ 1065, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 4, δ́ 3, Ροδινός (Βαλ.) 193, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2093, 37015, κ.π.α.· ρηξ, Βέλθ. 1029, 1086, 1166, Πρέσβ. ιππ. 3 δις, 24, 25, 31, 38, 41, 49, 51, 67, 85, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2287, 3076, Χρον. Μορ. P 577, Λίβ. διασκευή α 2757, 2775, 3610, Χρον. Τόκκων 3338, Δούκ. 25917, Σφρ., Χρον. (Maisano) 9420, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 867, Ψευδο-Σφρ. 16222, 16614, 1724, 5· γεν. εν. του ρήγαν, Χρον. Τόκκων 20.
    Το μτγν. ουσ. ρηξ (<λατ. rex· TLG). Ο τ. ρήας (για τον οποίο βλ. Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 114) και σήμ. σε κυπρ. παροιμ. (Σακελλαρίου, Γλωσσ. Πραγμ. Κύπρ. 185, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 426, λ. ρήγας) και στην κυπρ. παράδοση (Ρουσουνίδης, Δένδρα στη Λαογραφία 67, Κιτρομηλίδου, Λαογρ. 33 <1982-84>, 1985, 181). Για τη γεν. ρηγός βλ. Κριαρ., Μεσαιων. Μελετ. Β́ 238. Η λ. ρήγας πιθ. το 12. αι. (Caracausi)· βλ. και Sophocl.· πληθ. ρηγάδες σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi λ. ρήγας, LBG, λ. ρήγας), στο Meursius (ρηγάς) και σήμ. λαϊκ. Η λ. ρηξ στον Πορφυρογέννητο (TLG) και τον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 1744.
    1) α) (Συν.) ηγεμόνας δυτικοευρωπαϊκού βασιλείου ή φράγκικου βασιλείου της Ανατολής: Το δε νησίν οπού ’ρριψε ζυγόν το των Ρωμαίων,| οποίον εδιαυθέντευεν ο ρηξ της Εγγλιτέρας ... Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 237· τῃ ιβ́ Οκτωβρίου ... επήραν τον (ενν. τον ρε Πιέρ τε Λουζουνίας) εις την Αμόχουστον και εστέψαν τον ρήγα των Ιεροσολύμων κατά την προπάλαι συνήθειαν Μαχ. 30827· έχω αφέντην και γαβρόν τον ρήγαν της Φραγκίας Χρον. Μορ. H 245· (εδώ προκ. για το βασιλιά της Ουγγαρίας· βλ. και Mor., Byzantinot. II 259-260): ο ρηξ της Ουγγαρίας εσκοτώθη ... εις την Βάρναν Σφρ., Χρον. (Maisano) 9420· (με το επίθ. μέγας· εδώ προκ. για τον Ρογήρο II (Schreiner [Byz. Kleinchron. Γ́ σ. 223]· βλ. και σε έγγρ. του 1469 (Richard-Papadopoullos, Livre des remembr. 55) και 1487 (Lefort, Documents 189, 10) καθώς και Darrouzès, REB 27, 1969, 57): μηνί Σεπτεμβρίῳ κζ́ μνήμην επιτελούμεν της κοιμήσεως του αγίου πατρός ημών Βίκτωρος ..., εν έτει Ϛχξά, ινδικτιώνος ά, εν ημέραις Ρογερίου μεγάλου ρηγός Byz. Kleinchron. Ά 5923· β) (γενικ.) ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς· (προκ. για τον καίσαρα της Ρώμης): εσύ, Πιλάτο, να βρεθείς αντίδικος του ρήγα,| του Καίσαρη τ’ αφέντη μας, ξεύρε δε σφάνει ελίγα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3438· (προκ. για το Χριστό): Λέγει ο Πιλάτος του Ιησού: «Εσύ ’σαι των Οβραίω| ο βασιλιός κι αφέντης τως, ρήγας των Ιουδαίω;» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3273· (μεταφ., προκ. για τον Έρωτα): φρικτός και θαυμαστός και μέγας ρήγας έναι (ενν. ο Έρως) Αχιλλ. (Smith) N 20. 2) Τοπικός ηγεμόνας: Να και ο στρατιώτης που ’φθασεν που ’στειλα (ενν. εγώ ο βασιλεύς) στους ρηγάδες| με ορισμόν, για να ’λθουσιν όλοι οι αυθεντάδες Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 405· (με το επίθ. μέγας): ο Κώνστος ήτον μέγας ρήγας της Κύπρου, βαλμένος από τους βασιλιάδες και αυτοκράτορες της Ρώμης Ροδινός (Βαλ.) 191.
       
  • Σεπτέμβριος
    ο, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6624, 7821, 8821, 13417, κ.π.α., Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 444, Byz. Kleinchron. Á́ 517, 2025, 3423, 5681, κ.π.α., Ψευδο-Σφρ. 2562, 30418-19, 35011, 52412, κ.π.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55810· Σεπτέβρης, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 7713, 14314, 17110, 1732, 6, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 487, 9, 22911, 24513, 2646, κ.π.α· Σεπτέβριος, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 154, Λίβ. διασκευή α πριν στ. 1150, 1150, Ημερολ. 4, Δούκ. 28114, 43324, Λίβ. Va πριν στ. 926, 926, Ολόκαλος 3114, Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 144r, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15r, 40r, 81r, 82r· Σεπτέβρης — Σεπτέβριος, Διήγ. Βελ. χ 268, Μαχ. 3037, 4033, 1909, 58011, 6143, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 393, Τσιρίγ., Επιστ. 17023, Βελλερ., Επιστ. 7728, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3336, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10014· γεν. Σεπτεβριού· Σεπτέμβρης, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6115 δις· Σεπτέμβρης — Σεπτέμβριος, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2621, 5381, 5391, 5401, 5411, κ.π.α.· Σεπτεμβρίος, Μαλαξός, Νομοκ. 552· Σετέβρης, Επιστ. 16. αι. 2526· Σετέβρης — Σετέβριος, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 988· Σετέμβρης — Σετέμβριος, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7371, 7977, 8031· Σετέμπρης, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1918 δις, 9 δις, 1968, 9, 2339· Σετέπρης, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1835, 2449· Σετέπρης — Σετέπριος, Μανολ., Επιστ. 17327, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17121· Σεττέβρης, Βουστρ. (Κεχ.) 7612, 8213, 14215, 17012, 1722, 7· Σεφτέβρης — Σεφτέβριος, Διήγ. Βελ. N2 288.
    Το μτγν. επίθ./ουσ. Σεπτέμβριος (Montanari, Λεξ.· για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG). Ο τ. Σεπτέβρης στο Somav. O τ. Σεπτέβριος τον 9.-10. αι. (LBG· για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG), στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 2408, 2426, σε έγγρ. του 11. (Caracausi) και 12. αι. (Act. Vat. I 15179) και στο Du Cange. Ο τ. Σεπτέμβρης και σήμ. (ΛΚΝ). Ο τ. Σετέβρης στο Somav. (λ. Σεττέβρης) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. Σεπτέμβριος)· βλ. και ΑΛΝΕ. Ο τ. Σετέμβριος στο Βλάχ. (λ. Σεπτέμβριος). Ο τ. Σετέμπρης σήμ. ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Ο τ. Σεττέβρης και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 779, γρ. ‑ις, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Τ. Σεμπτέβριος σε έγγρ. του 18. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 414, 419, Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 460), Σεμτέμβριος σε κείμ. του 19. (Σκουζέ, Χρον. Αθ. 99) και Σεπτέριος σε έγγρ. του 17. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968 (1972), 32). Τ. Σεντέμπρ(η)ς (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.), Σεττέμπρης (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου) και Σιτέμπρης (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. Σεττέμπρης) σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Ο ένατος μήνας του χρόνου, ο Σεπτέμβριος: τῃ κθ́ μηνός Σεπτεβρίου ͵ατό Χριστού, εράξαν εις την Αμόχουστον τα ς́ κάτεργα Μαχ. 29216· Ήτονε μέρα Κυριακή, Κυριακού του αγίου| είκοσιεννέα είχαμεν τότε του Σεπτεβρίου Διήγ. ωραιότ. 406· Στους χίλιους εξακόσιους εννέα και εξήντα,| εις έξι μήνες λείποντας να φτάξει εβδομήντα,| εις τας οκτώ του Σεπτεβριού το Κάστρο του ’χαν δώσει (ενν. οι Χριστιανοί του Οτομάνο),| τον φημισμένο Χάνδακα όπου χαθήκαν τόσοι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 57925. 2) (Εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ιερές ακολουθίες των εορτών του Σεπτεμβρίου, μηναίο Σεπτεμβρίου: αφήνω του ανωειρημένου καλογέρου τα βιβλία του μοναστηρίου. Πρώτον, Τετραβάγγελον και Πραξαπόστολον ... Πεντηκοστάριν κομμάτι έν, Ιούλιος και Αύγουστος κομμάτιν έν, Σεπτέβριος κομμάτιν έν Ολόκαλος 3112-13. Η λ. ως προσωποπ.: Ηύρηκα τον Σεπτέβριον του να τρυγά αμπελώνας,| εκράτιεν εις την χέραν του χαρτί μετά γραμμάτων Λίβ. Esc. 1067.
       
  • σηκώνω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 254, 381, Ασσίζ. 91, 19816, 21523, 46728, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7166, Ερμον. Μ 90, Χρον. Μορ. H 1952, 4208, 9234, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 355, Ιμπ. 869, Χρον. Τόκκων 1890, Φυσιολ. (Legr.) 801, Rechenb. 785, Φαλιέρ., Ιστ.2 291, Διήγ. Βελ. χ 279, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 273, 274, Μαχ. 5208, Σφρ., Χρον. (Maisano) 5813, Θησ. Ζ́ [1143], ΙΒ́ [238], Κάτης (Τικτοπούλου) 61, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 830, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2695, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 450, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1043, Πεντ. Γέν. XVIII 16, XXI 16, L 13, Έξ. XXVIII 12, Λευιτ. XI 25, Αρ. VII 9, Δευτ. I 9, XXIX 21, Κώδ. Χρονογρ. 6911, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1513], Μορεζ., Κλίνη φ. 9v, 39v, 107r, Κρασοπ. (Eideneier) S 3, Δωρ. Μον. XXIII, Πανώρ.2 Ά 328, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 195, Έ 91, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 135, 1009, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 44, Παλαμήδ., Βοηβ. 328, 424, Ιστ. Βλαχ. 239, 2117, Διγ. Άνδρ. 3208, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3728, 15237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 583, Γ́ 84, 534, Δ́ 1954, Διαθ. 17. αι. 3157, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 535, Β́ 378, Έ 617, Διήγ. πανωφ. 56 δις, 60, Λίμπον. 38, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 185, Δ́ 87, Ιντ. ά 142, δ́ 1, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6516, Ροδινός (Βαλ.) 128, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 211, Β́ 62, Έ 381, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14714, 5475, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. γ́ 9, κ.π.α.· ασηκώνω, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 6, 47, Αλεξ.2 633, 1619, Επίλ. 42, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2357, Ζήνου, Βατραχ. 374, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 60r, 76v, 81v, 167v, 243r, 250r, 318r, κ.α., Τριβ., Ρε 251, Τριβ., Ταγιαπ. 101, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ [325], [360], Ή [103], κ.α., Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 44r, 50r, 53r, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 15, 35, Κατζ. Ά 325, Γ́ 536, Μπερτόλδος 6, 19, Μπερτολδίνος 115, 167, Ιερόθ. Αββ. 331, Εγκ. αγ. Δημ. 10519, Καλόανδρ. (Δανέζης) 75 (1v), Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1274], Χριστ. διδασκ. 78, 80, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 23, 31, Διακρούσ. (Κακλ.) 137· ασκώνω, Επιστ. 16. αι. 2512‑13· εσηκώνω, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3411-12· σηκών(ν)ω, Μαχ. 631, 2012, 2619, 15430-31, 27627, 31632, 47630, 52019, 53810, 58013, 60830, 66631, κ.α.· σηκώννω, Μαχ. 20632, 24834, Ξόμπλιν φ. 134v, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 97, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 290, Θρ. Κύπρ. M 248, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 267, 269, 281, 483· σκώνω, Διγ. A 2319, Διγ. Z 222, Φυσιολ. (Legr.) 53, Χρον. σουλτ. 10819, Επιστ. 16. αι. 255, Βοσκοπ.2 261, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26817· γ́ πρόσ. εν. ενεργ. αορ. ασήκουσε, Αλεξ.2 957· γ́ πρόσ. εν. μέσ. αορ. εσήκωθαν, Πεντ. Αρ. XXV 7· β́ εν. πρόσ. ενεργ. προστ. ασήκω, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1172]· σήκα, Sprachlehre 190· σήκω, Πεντ. Δευτ. III 27· β́ εν. πρόσ. μέσ. προστ. σήκου, Αχιλλ. L 843, 916, Sprachlehre 88, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 527· σηκώθησαι, Σφρ., Χρον. (Maisano) 586· β́ πληθ. πρόσ. μέσ. προστ. σήκωτε, Πεντ. Γέν. XIX 14 (έκδ. σήκωμε· διορθώσ.), Έξ. XII 31, Δευτ. II 13, 24· σηκώτε, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιζ́ 7.
    Από το μτγν. σηκόω. Ο τ. ασηκώνω (με προθετ. α) στο Βλάχ. (λ. ασικώνω), καθώς και μτχ. ασηκωμένος στο Meursius (λ. ασικομένος), και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 140). Ο τ. ασκώνω σήμ. ιδιωμ. (Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Ο τ. σηκώννω σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 780, λ. σηκόννω, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Τ. #13’κώνου σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 343). Τ. σ’κώνω (με συγκ. του ‑η‑) καθώς και τ. εσ’κώνω στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Meursius (λ. σικόννειν) και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Μεταφέρω από χαμηλά ψηλότερα, μετακινώ προς τα επάνω· υψώνω, ανεβάζω: Ευθύς την σπάθην εσήκωσε και προς θηρίον τρέχει Διγ. A 1492· εξέβη ο ευνούχος·| βλέπει, γινώσκει την γραφήν ...| σκύπτει, εκ την γην σηκώνει την Λίβ. Esc. 1425· είδε (ενν. ο Κτεναβώ) τους πλανήτας και τα ζώδια· και ουδέν ήτον ώρα καλή· και είπε των γυναικών και ασήκωσαν τα ποδάρια της, να μηδέν πέσει το παιδίν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1053· Η δε κόνις εσηκώθη εκ πεζών τε και ιππέων| ... έως εις τα νέφη απάνω Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ́ [11]· (προκ. για σημαία): αφνίδιως, ως ευρέθησαν, εκίνησαν κι υπάγουν,| ούτε φλάμουρα εσήκωσαν, ούτε αλλάγια εποίκαν Χρον. Μορ. H 9020· β) (προκ. για μέλος του σώματος ανθρώπου ή ζώου) κινώ προς τα πάνω, υψώνω: τας χείρας του εσήκωσε και τον Θεόν δοξάζει Χρον. Μορ. H 4810· συχνά πηδά (ενν. ο γάδαρος), τσιλιπουρδά και την οράν σηκώνει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 455· εσήκωσε τον δάκτυλόν του και έσεισεν και εφοβέρισέν τον Διγ. Άνδρ. 32023· φρ. (1) σηκώνω τα αμμάτια/βλέμμαν/τα μάτια/τα ομμάτια = (α) στρέφω τα μάτια μου προς τα πάνω, υψώνω το βλέμμα μου: Κλαίγει, θαρρώ, κι ο βασιλιός, για κείνο δε σηκώνει| τ’ αμμάτια του να τηνε δει κι όσο μπορεί τα χώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 397· Βλέμμαν ουδέν εσήκωσεν (ενν. ο Φλώριος) καμίαν ν’ αντρανίσει Φλώρ. 844· να αφήσει (ενν. η ψυχή) πάσαν βιοτικήν μέριμναν και να σηκώσει τα ομμάτια της εις τον ουρανόν Βουστρ. Μεταφρ. 254· από την εντροπήν του δεν αποκότουνε να ασηκώσει πλέον τα μάτια του Μπερτόλδος 32· (β) στρέφω την προσοχή μου, βάζω στο μάτι κάπ.: και ήτον ύστερα τα λόγια ετούτα και εσήκωσεν η γεναίκα του αφεντός του τα μάτια της προς το Ιωσεφ και είπεν: «πλάγιασε μετά μεν» Πεντ. Γέν. XXXIX 7· (2) σηκώνω την χείρα/το χέριν = (α) χειροδικώ: αν σηκώσει (ενν. ο λαός ο πτωχός) το χέριν του καταπρόσωπα του ψουμάτου, να χάννει το χέριν το δεξιόν Μαχ. 2428· (β) επιτίθεμαι: Και δεν τους έσωσαν αυτά π’ όρισαν και επήραν,| αμή και εις την Βενετιάν εσήκωσαν την χείρα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5550· γ) μεταφ. γ1) προκ. για κοινωνική άνοδο: αν κάμεις τό σου θέλω πει, μπορώ να σε σηκώσω| και να σε κάμω άνθρωπον τον πρώτον εις τη χώρα Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1222· κάποιο ριζικό τον κόσμο ανακατώνει| και πλούσους ρίχνει χαμηλά κι ανήμπορους σηκώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 566· γ2) προκ. για ηθική άνοδο: ο περιστάτης σου λαός ζητά να τονε σώνου,| να ξεπλυθεί τα πταίσματα και οπόθεν έχει κρίμα| να τον σηκώσ’ η χάρις σου εκ του βυθού το φρίμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 542· Έχεις το βάπτισμα οπού σε σηκώνει, έλα και εις την θείαν μετάληψιν, και αν σου φαίνεται δύσκολον, έχεις την εξομολόγησιν οπού σε κρατεί Lucar, Sermons 110· δ) (με υποκ. το Θεό ή το Χάρο) ανεβάζω την ψυχή κάπ. στον ουρανό, παίρνω την ζωή κάπ.: ας απομεινίσκομεν ώστι να θέλει ο Θεός να σηκώννει τους γονίους μας και να παίρνομεν την κληρονομίαν Μαχ. 210· Αν μέλλεται ποτέ να με σηκώσεις,| Χάρε, μηδέν ιστέκεις ν’ ασκοπίζεις| καλλιότερον καιρόν για να με σώσεις Κυπρ. ερωτ. 521· ε) (συνεκδ.) βαπτίζω: η δείνα ... εμνηστεύσατο εαυτήν μετά του δείνα, μη γινώσκουσαν ότι υπήρχεν αδελφός αυτής πνευματικός, διατό εσήκωσεν αυτήν ο δείνα και πατήρ αυτού από της αγίας κολυμβήθρας Ελλην. νόμ. 55726. 2) α) Φέρνω κάπ. ή κ. που έχει πέσει στην όρθια θέση: ως ... είδεν ότι έπεσον, ήρξατο του γελάν με,| εκβαίνει και σηκώνει με γοργόν από του πάτου Προδρ. (Eideneier)2 Ά 191· Και αφότου επαρεκάλεσα μετά πολλών δακρύων,| σκύπτει η Αγάπη, από την γην σηκώνει με και λέγει Λίβ. διασκευή α 416· (με σύστ. αντικ.): μη διεις το γαϊδούρι του αδερφού σου γή το βοΐδι του πέφτουν εις τη στράτα ...· σηκωμό να σηκώσεις μετ’ αυτόν Πεντ. Δευτ. XXII 4· β) (μεταφ.) επαναφέρω κ. στη σωστή θέση, διορθώνω: εντέχεται εκείνος (ενν. ο δεσπότης) απαύτα να ’σάσει πολλά και να σηκώσει, πάντα τον καλόν ποιών, και μετά ταύτα εντέχεται να εξεύρει ότι εις τοιούτην τάξιν ως κρίνει τους άλλους κριθήσεται Ασσίζ. 2746. 3) α) Κρατώ το βάρος κάποιου πράγματος, υποστηρίζω κ.: ανάγναντις την κλειδαριά να είναι τα κρικέλια ... να σηκώνουν το τραπέζι Πεντ. Έξ. XXV 27· (εδώ προκ. για το βάρος των αμαρτιών που επιρρίπτονται στον αποδιοπομπιαίο τράγο): και να σηκώσει το ’ρίφι απάνου του όλα τα κρίματά τους ... και να απεστείλει το ’ρίφι εις την έρημο Πεντ. Λευιτ. XVI 22· (προκ. για τον αμνό του Θεού): ελπίζοντες εις τον μεσίτην μας Ιησούν Χριστόν, ο οποίος είναι το αρνίον οπού σηκώνει και εβγάνει την αμαρτίαν του κόσμου Χριστ. διδασκ. 431· β) μεταφ. β1) αντέχω το βάρος κάπ. πράγματος· αντιμετωπίζω: Φρόνιμος έναι και καλός όπου φρονεί το τέλος,| και αν τον έλθει τίποτε, να το σηκώσει ως άνδρας Κομν., Διδασκ. Δ 374· β2) επαρκώ, φτάνω: και δεν εσήκωσεν αυτουνούς (ενν. τον Αβραμ και τον Λωτ) ηγής να κάτσουν αντάμα, ότι ήτον το πλούτος τους πολύ Πεντ. Γέν. XIII 6· β3) ανέχομαι: μη σηκώσεις άκουσμα ψοματένιο Πεντ. Έξ. XXIII 1. 4) α) Κουβαλώ, μεταφέρω, φέρνω: Έσω εις κοφίνια βάλλουσι τα ρόδα των ανθέων,| βάγιλοι τα σηκώνουσιν, τον αμιράν τα πάσι Φλώρ. 1593· και είς σοφός διδάσκαλος μετά των μαθητών του| ευρέθηκεν εις τον γιαλόν, θωρούσιν το κιβώτιον,| σηκώνουν το οι μαθηταί, εις το σκολείον το παίρνουν Απολλών. (Κεχ.) 408· το πουρνό ήτον και ο άνεμος ο ανατολικός εσήκωσεν την ακρίδα Πεντ. Έξ. X 13· φρ. σηκώνω την κατούνα(ν) = διαλύω το στρατόπεδο (βλ. και ά. κατούνα Φρ. (και Επιτομή)): εδώκαν τα σαλπίγγια,| τα τούρκικα τα βούκινα, όπου είχαν μέγα πλήθος,| σηκώνουν τες κατούνες τους, εβάλθησαν στον δρόμον Χρον. Μορ. H 5202· β) μεταφέρω κάπ. σε πλοίο, επιβιβάζω: επήγεν εις το καράβιν τους Βενετίκους και παρακάλεσέν τους να τον σηκώσουν να τον βάλουν εις το καράβιν του το γενοβήσικον Μαχ. 22819· γ) (προκ. για νεκρό) μεταφέρω στον τόπο ταφής: και έκαμαν ... και πολλά αμάξια και μουλάρια οπού τους ασήκωναν (ενν. τους απεθαμένους) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 312v· όταν απέθανεν, εγύρεψαν εις το οσπίτιόν του και δεν ευρήκασι πανί να τον σαβανώσουσι, μήτε ξυλοκράβατον να τον σηκώσουσι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 292. 5) Ξυπνώ κάπ. που κοιμάται: κουτάβι λοντάρι Ιουδα· από άρπαγμα, υιέ μου, ανέβεις, εγονάτισεν, εστάλισεν σαν λοντάρι και σαν λονταρίνα· τις να τον σηκώσει; Πεντ. Γέν. XLIX 9· Χήρα γυναίκα ήτονε κι αγάπα την δουλεία| και είχε σκλάβες περισσές διά υπηρεσία·| νύκτα πολλά τες σήκωνε πάντα εις την δουλεία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 793· φρ. σηκώνω τον ύπνο τινος = ξυπνώ κάπ.: Αμέ φοβούμαι αληθινά ο χτύπος τση καρδιάς μου| μην ασηκώσει ογλήγορα τον ύπνο τση κεράς μου Πανώρ.2 Β́ 242. 6) Ξεσηκώνω κάπ.: Και συ τούτο μου έκαμες, τ’ αδέλφια να σηκώσεις;| τάχατες εβαρέθης με και θες να με σκοτώσεις; Διγ. O 825. 7) α) Κάνω καλά κάπ. που είναι άρρωστος: ο Θεός εις δοκιμήν της ώρας σήκωσέ τον,| απέκει οπού κείτουντον ευθύς ανάστησέ τον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 183· Αφήνω να ειπώ όσους ύγιανεν ... και όσους παραλύτους εσήκωσε και όσους ζουγλούς και κουτσούς ύγιανεν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12116· φρ. σηκώνω αρρωστιάν = θεραπεύω ασθένεια: Και ο άρρωστος θέλει να γλυτώσει, θωρεί (ενν. το πουλλίν ο καλανδρίνος) τον στεριά και συχνά και σηκώνει πάσαν αρρωστιάν απού πάνω του Άνθ. χαρ. 29028· β) συνεφέρνω: τι ήτον αυτόν το καλομύρωδον είδος, οπού με εσήκωσεν από την λιγοθυμίαν; Σπανός (Eideneier) A 278· γ) (προκ. για νεκρό) ανασταίνω: Ω καλή μου χριστιανή, βούλεσαι να αποθάνεις| δι’ άνδραν, όπου έχασες; Πρέπει να τον σηκώνεις; Συναξ. γυν. 395. 8) (Προκ. για κατασκευή) ορθώνω, στήνω: Οι Έλληνες εξόρθωσαν και του Επιού τον ίππον| εις τέσσαρας χοντρούς τροχούς, φοβερούς εν μεγέθει,| εσήκωσαν απάνου τους την μαλαγήν της τέχνης Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12042· (εδώ μεταφ.): Σκοπός μας εδώ δεν είναι να σηκώσομεν άλλην βαθμίδα, διά να σώσομεν εις την θεωρίαν του Θεού Βουστρ. Μεταφρ. 256. 9) (Προκ. για κτίσμα) α) κτίζω: Οι Ιουδαίοι λοιπόν είπαν: «Ο ναός ετούτος εκτίσθη εις σαρανταέξι χρόνους —και εσύ εις τρεις ημέρες να τον σηκώσεις;» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. β́ 20· β) κατεδαφίζω, γκρεμίζω: Εάν κανείς άνθρωπος ... πακτώνει μία εδικήν μου γην διά να οικονομήσει οικίαν ... και γίνεται μετά ταύτα ότι ... ουδέν θέλει πλείον να το κρατήσει εκείνον το έφυτον, το δίκαιον κρίνει ότι ... ημπορεί καλά να σηκώσει απέ την γην μου, ού να το πουλήσει αν θέλει Ασσίζ. 45318· (εδώ μεταφ.): παρακαλούμεν τον Θεόν να δει την ταπείνωσίν μας και να σηκώσει την σουπερπίαν τους (ενν. των Γενουβήσων) Μαχ. 45621. 10) α) Παίρνω, αφαιρώ κ. από κάπ.: αν λάχει ότι κανείς άνθρωπος επιάστην εις κανέναν άσχημον αμάρτημαν, ώσπερ εμοιχίαν, και διά τον φόβον σηκώνουν του κανέναν πράγμαν απέ το εδικόν του ... ένι κρατημένος να το στρέψουν με κείμενον, διότι διά φόβον το έδωκεν Ασσίζ. 16231· Καί έρισεν ο ρήγας και εσήκωσάν του (ενν. του αποστολέ) την αρχιεπισκοπήν Βουστρ. (Κεχ.) 1017· (με δύο αιτιατ.): εθελήσαν οι Γενουβήσοι δυναστικώς να σηκώσουν τα άρματα τους Λευκωσιάτες και ... αρχέψαν ταραχάς μεγάλες Μαχ. 4168· (σε παροιμ. φρ.): Του γουρουνίου και του βαθράκου μην ασηκώσεις την λάσπην Μπερτόλδος 28· φρ. (1) σηκώνω την ζωήν τινος = αφαιρώ τη ζωή κάπ., σκοτώνω κάπ.: εκείνη ελόγιασεν ότι να του ασηκώσει την ζωήν ολότελα Μπερτόλδος 51· (εδώ προκ. για αυτοκτονία): Το χέριν του σήκωσεν την ζωήν του Κυπρ. ερωτ. 10131· (2) σηκώνω τινός την ιεροσύνην = καθαιρώ ιερέα: τον ιερέαν οπού τους όρμασεν ... πρέπει να του σηκώσουν όλας τας ημέρας της ζωής του την ιεροσύνην Ασσίζ. 36524· (3) σηκώνω τον αθό τση παρθενιάς = παίρνω την παρθενιά, διακορεύω: λέγει μου: «Η βασιλική πίστη απ’ εσύ έδωκές μου| και τον αθό τση παρθενιάς τσ’ άξας εσήκωσές μου ...» Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 280· (4) σηκώνω τη φιλιά τινός = στερώ τη φιλία μου από κάπ., παύω φιλική σχέση: Μάλλιος φοβούμαι να τση πω πως καίγομ’ ογιά κείνη| μη μου σηκώσει τη φιλιά κι ο πόνος μου πληθύνει Πανώρ.2 Ά 174· β) αρπάζω, κλέβω: Αυτός την βασιλείαν σου ταχέως θέλει πάρει,| να μη περάσει τρίμερον και να σε την σηκώσει Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 452· ως είδαν και την ωραιοτάτην εκκλησία, οπού εξέστραπτε μέσα και έξω, την εξεσκέπασαν οι άνομοι και εσήκωσαν εκείνη τη σκέπη τη χρυσοπάμφυλο Ιστ. Βατοπ. 39· ό,τι και αν ηύρισκεν (ενν. ο ιατρός) εις το σπίτι της γραίας, όλα τα ασήκωνε Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 19. 11) α) (Προκ. για αντικείμενο πώλησης) παίρνω κ. πίσω, αποσύρω: Ανίσως είς άνθρωπος επούλησεν έναν πράγμαν ..., και γίνεται ότι ο πουλητής θέλει να μετανώσει ..., το δίκαιον ... ορίζει ότι ουδέν ημπορεί να του το σηκώσει εκείνον το πράγμαν απ’ εκείνον οπού το αγόρασεν Ασσίζ. 3819· β) κατάσχω: το δίκαιον ορίζει ότι εκείνος ή εκείνη του ποιού ένι εγγυητής ή χρεωφελέτης, ημπορεί καλά να του σηκώσει το κτηνόν του διά το χρέος του Ασσίζ. 7011· γ) απαγορεύω να γίνει κ.: απέ την Κυριακήν του Ασώτου άχρι της Κυριακής του Θωμά ένι οι ημέρες και σηκώνουνται οι ορμασίες Ασσίζ. 12527· δ) καταργώ: μετά το ελθείν τον ρε Ζακ έμαθεν το πως ο αδελφότεκνός του εχάρισεν πολλά χαρίσματα και εποίκεν πολλές ελευθερίες και ... εσήκωσέν το Μαχ. 55019. 12) (Προκ. για χρήματα) α) αναλαμβάνω, παίρνω: Την σήμερον φανερά, έστοντας και η κερά Ζαμπέτα Φιλιμοπούλα ... να θέλει να πιάσει και να σηκώσει το προυκίο τση, το οποίον, ως λέγει, είναι υπέρπυρα φ́ ... Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 24· ο ίδιος μισσέρ Σταμάτης ... να πάγει με δύναμιν του προυκοχαρτίου ... να σηκώσει απού την κάμεραν τσ’ Αφεντίας ... υπέρπυρα χίλια διακόσια Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 17327· φρ. σηκώνω το μερτικόν μου (σου, του ...) = (προκ. για περιουσία) παίρνω το μερίδιό μου: ορίζει το δίκαιον ότι τα παιδιά ουδέν ημπορούν να σηκώσουν το μερτικόν τους (ενν. εκ της κληρονομίας της μητρός τους) απέ τον πατέρα τους εωσπού ζει Ασσίζ. 1322· β) έχω αξία (σε χρήματα), στοιχίζω: λόγιασε, υψηλότατη δικαιοσύνη, είντα σηκώνουνε τα τριανταδύο μουζούρια η ταγή και τα εφτά μουζούρια το στάρι Κατά ζουράρη 35. 13) Απομακρύνω κ., διώχνω: ήρτεν έναν κοπάδιν ακρίδα και ... με λιτανείες και ελεημοσύνες και παρακάλησες εσήκωσέν την ο Θεός από το νησσίν Μαχ. 62412· Δίωξε και σήκωσε έξω απέ την ψυχήν σου πάσαν θλίψιν και πόνον Ξόμπλιν φ. 122r. 14) Αναδεικνύω: Προφήτη απομεσοθιό σου από τα αδέρφια σου σαν εμέν να σηκώσει ο Κύριος ο Θεός σου· προς αυτόν να ακούγετε Πεντ. Δευτ. XVIII 15· και πήραν τον κυρ Γαβριήλ έτσι καθώς ευρέθη,| αφέντην τον εσήκωσαν (ενν. οι άρχοντες και οι στρατιώτες) και κείνος εβαρέθη Ιστ. Βλαχ. 790. 15) α) Δημιουργώ: Διατί είναι γραμμένον πως ο Θεός ημπορεί από ετούτες τες πέτρες να σηκώσει παιδία του Αβραάμ Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11231· φρ. (α)σηκώνω ελπίδες = γεννώ, δίνω ελπίδες: με τες ανεμικές ελπίδες π’ ασηκώνεις (ενν. συ, Αφροδίτη)| πρώτα με γαλιφιές πλανάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1103]· β) προκαλώ: Δεν με εκόμπωσες, ω επικατάρατε απατεών, να μην εγνωρίσω ποίος είναι οπού μου τα σηκώνει ετούτα (ενν. τα κακά) Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15326. 16) Καταργώ (τα όρια του ουρανού), ανοίγω τον ουρανό: Οι άγγελοι καθημερνόν σ’ εσέναν (ενν. Μαρία) εσιμώναν| επτά φορές των ουρανών το ύψος εσηκώναν.| Άκουες ύμνους, ψαλμωδιές και γλυκομελωδίες Σκλέντζα, Ποιήμ. 1190. 17) (Απρόσ., προκ. για φυσικά φαινόμενα) γίνεται, συμβαίνει: και τα μεσάνυκτα πάλε εσήκωσε ωσάν και την ημέραν με φωτιές και με βροντές Διήγ. πανωφ. 57· τῃ Κυριακῄ μετά τον όρθρον εσήκωσεν ένα σύννεφον ωσάν ένα φοβερόν και μέγα βουνόν Διήγ. εκρ. Θήρ. 10913. II. Μέσ. 1) α) Έρχομαι σε όρθια θέση: Και παρευθύς τον βασιλιάν βλέπει ότι εσηκώθην,| στέκεται εις πόδας όρθιος Φλώρ. 406· Ωσάν ουν καθῃρέθη ο αυτός κύρης Ιωάσαφ, εσηκώθη από του θρόνου και έκαμε μετάνοιαν των αρχιερέων δεξιά και αριστερά Ιστ. πατρ. 18710. φρ. σηκώνεται η αυλή = λήγει η συνεδρίαση του δικαστηρίου: εκείνος ο πουργέζης ουπού ουδέν έλθει εις την ημέραν του πριν να σηκωθεί η αυλή, θέλει χάσει την ημέραν του με το δίκαιον Ασσίζ. 887· β) η προστ. (α)σήκω/σηκώσου σε σχ. ασύνδετο ή με δευτερεύουσα πρόταση δηλώνει προτροπή ή επιθυμία να γίνει κ. άμεσα: Ασήκω, φύγε, μίσευσε, μην κάθεσαι εις τον γάμον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 173 κριτ. υπ.· Πατέρα μου, ασηκώσου να φάγεις από το κυνήγι μου διά να με ευλογήσει η ψυχή σου πριν παρά να αποθάνεις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 137v· Το λοιπόν σηκώσου, φύγε από τα ομμάτια μου και να μην σε ιδώ πλέον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3721‑2. 2) α) Υψώνομαι, ανεβαίνω: και το φεγγάρι ας χαθεί και τ’ άστρα ας σκοτεινιάσου| κι ας σηκωθούσι νέφαλα τον κόσμο να σκεπάσου Πανώρ.2 Δ́ 126· (εδώ μεταφ.): η μακαρία Παρθένος ήτονε εβγαλμένη από την γην ..., αλλά ωσάν απού έγινε του Θεού μητέρα εσηκώθη υπεράνω των ουρανών Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405· Πνεύμα κράζεται, καθότι σηκώνεται επάνω από τις σωματικές ετούτες ενέργειες Ροδινός (Βαλ.) 94· φρ. σηκώνονται οι τρίχες μου = προκ. για σωματική αντίδραση σε αίσθημα φόβου, τρόμου ή φρίκης: και ετρόμαξα τόσον, ότι εσηκώθησαν αι τρίχες μου Διγ. Άνδρ. 36811· β) (προκ. για ζύμη) φουσκώνω· (εδώ σε παρομοίωση): Ο δε Μωσής εισδύς ευθύς τῃ πέτρᾳ εκρυβήθη (παραλ. 2 στ.) κι η πέτρα εκ της στενωσιάς ως ζύμη εσηκώθη Παϊσ., Ιστ. Σινά 102. 3) Αφήνω το κρεβάτι που κοιμήθηκα, ξυπνώ: Οκάποτε εξημέρωσε, σηκώνομαι εκ του ύπνου Λίβ. διασκευή α 1473· Ζούσιν οι ξένοι πανταχού και ζουν ωσάν δε θέλουν (παραλ. 1 στ.) κοιμούνται και σηκώνονται πικρά, φαρμακωμένα Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 36. 4) α) (Προκ. για άρρωστο) γίνομαι καλά: Περί μετανοούντων και εξομολογουμένων και κανονισμένων πόσους χρόνους, αν έλθωσιν εις θάνατον, να μεταλάβουν, και αν σηκωθούσι, πάλιν δουλεύουσι Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1072 κέ 3· β) συνέρχομαι, συνεφέρνω: μέγαν καιρόν οπίσω| ποτέ δεν εσηκώθησαν από τον τόσον πόνον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7311· γ) (προκ. για νεκρό) ανασταίνομαι: Να σηκωθούσιν οι νεκροί, άνδρες, γυναίκες κι όλοι| και οι άγγελοι να ’ναι δεξιά, ζερβά οι διαβόλοι Τζάνε, Κατάν. 95. 5) α) (Προκ. για πλοίο) σηκώνω άγκυρα, αποπλέω: Θωρώντα τα κάτεργα πως διάφορος δεν είχαν, εσηκώθησαν. Και επήγαν εις την Πάφον Βουστρ. (Κεχ.) Μ 1311· (μετων.): Αν είσαι καταβολάρης, κάτεχε ότι με τρεμουντάνα δυνατήν ουδέν σε αφήνει να σηκωθείς Πορτολ. A 4012· β) (προκ. για οδοιπόρο ή ταξιδιώτη) ξεκινώ (ή συνεχίζω) ταξίδι, αναχωρώ, φεύγω: έπειτα δε από την Τρίπολιν σηκώνεται πεζός άνθρωπος και υπάγει έως το Χάμα οδιά ημέρες τρεις Ουζούχασαν 24· εσηκώθη από την Φιορέντσα μετά λύπης μεγάλης ... και ήλθεν εις την Βενετίαν Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18· (μεταφ.): στο μίσεμάν της (ενν. της κυράς μου) εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 9410. 6) α) (Προκ. για καιρικό φαινόμενο) εκδηλώνομαι, ξεσπώ: τότες εσηκώθην ένας κακός καιρός και εφοβήθησαν διά τα κάτεργα Μαχ. 27410· Την νύκταν εκείνην ... σηκώνεται ένας άνεμος και αγριεύγεται η θάλασσα Μορεζ., Κλίνη φ. 388r· μερικούς καιρούς σηκώνεται δυνατός νότος και σηκώνει τα βουνά του άμμου ολόκληρα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 256· (σε μεταφ.): εσηκώθηκε αέρας σωτηρίας εις τον λαόν του Θεού, ο Μεθόδιος, ο καλός αληθινά βοσκός των προβάτων του Χριστού Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 677· β) (προκ. για ουράνιο σώμα) ανατέλλω: Ακόμη ο ήλιος δεν ήτονε καλά σηκωμένος από την ανατολή ... και οι Τούρκοι επεριλάβανε την ελεεινή Πόλη Χρον. σουλτ. 9210· Εκείνο το ψοματινό και το μισό φεγγάρι,| που ’γέρθη και σηκώθηκε μ’ έτοια μεγάλη χάρη ... Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 106· γ) (προκ. για χρονικό διάστημα) ακολουθώ· φτάνω: και να σηκωθούν εφτά χρόνια πείνας καταπόδου τους και να λησμονηθεί όλη η χόρταση εις την ηγή την Αίγυφτο, και να αποτελέψει η πείνα την ηγή Πεντ. Γέν. XLI 30. 7) α) Ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι: να σηκωθώμ’ απάνω του, να τον ’πιβουλευτούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 734· ο λαός όλος της χώρας του άνωθεν νησιού εσηκώθηκαν καταπάνου του Πρίντζιπό τους και των αρχόντων τους Σουμμ., Ρεμπελ. 157· β) επιτίθεμαι, ορμώ σε κάπ.: και ήτον όνταν ήτον εις το χωράφι και εσηκώθην ο Κάιν προς τον Έβελ τον αδερφό του και εσκότωσέ τον Πεντ. Γέν. IV 8. 8) Δημιουργούμαι: και ιδού εσηκωθήκετε κατωθιό τους γονεούς σας ανάθρεμμα αθρώπων φταισμένων Πεντ. Αρ. XXXII 14· Μαλιές εσηκωθήκασι κι έχθρητες εγενήκα Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 35. 9) Παρουσιάζομαι, φανερώνομαι: Τῳ αυτῴ χρόνῳ εσηκώθη ένας άνθρωπος μαύρος και εκήρυττε τον εαυτόν του, ότι είναι κι αυτός προφήτης μέγας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 275· τον αυτόν καιρόν οπού εις τους Μωαμεθίτας εσηκώθη η αίρεσις του Χαϋντάρ, τον αυτόν και εις τους χριστιανούς η αίρεσις του Λουτέρου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 318. 10) Ανεβαίνω σε αξίωμα: και εσηκώθην βασιλεάς καινούριος ιπί την Αίγυφτο, ός δεν ήξερεν τον Ιωσεφ Πεντ. Έξ. I 8. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = επηρμένος, αλαζόνας: Οι πρησμένοι και σηκωμένοι, τουτέστιν οι υπερήφανοι Ροδινός (Βαλ.) 60. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κουβαλητός: έρχονται προς αυτόν (ενν. τον Ιησού) βαστώντες έναν παράλυτον σηκωμένον από τεσσάρων Πηγά, Χρυσοπ. 49. Φρ. 1) Σηκώνω το αίτιον = αναιρώ την αιτία: αφόν να σηκώσεις το αίτιον, παύουν και τα τούτων ακόλουθα Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 527. 2) Σηκώνω ανακάτωμαν/ζάλην/θόρυβον/ταραχήν κ.τ.ό. = προκαλώ αναστάτωση, κάνω φασαρία: Ως το ήκουσαν, ως το έμαθαν οι άνθρωποι της χώρας,| σηκώνουν ανακάτωμαν και ταραχήν και ζάλην Διήγ. Βελ. χ 356· εκάμνασι συμβούλια θόρυβον να σηκώσουν Λίμπον. 291. 3) Σηκώνω άρματα απάνω εις τινά = παίρνω τα όπλα εναντίον κάπ., επιτίθεμαι: εις αυτούς (ενν. τους μοναχούς του Σίναιου Όρους) απάνω να μη σηκώνει τινάς άρματα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 273. 4) α) Σηκώνω το γεμάτο = κάνω πρόποση: εις του Θεού το όνομα σηκώνουν το γεμάτο Ιστ. Βλαχ. 2115· β) σηκώνω το ποτήρι, βλ. ά. ποτήριον 1. 5) Σηκώνω το γεφύριον/γιοφύρι = (προκ. για κινητή γέφυρα) μαζεύω: προλαβόντες οι εν τῳ Ευρίπῳ εσήκωσαν το γεφύριον, και ακουσίως εμείναμεν εις τας έξωθεν του γεφυρίου πέτρας Σφρ., Χρον. (Maisano) 761· Σιμώνει μέσα για να μπει και βλέπει το γιοφύρι| πως σηκωμένο του ’χανε, κι έπρεπε να γιαγείρει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2528. 6) Σηκώνω δόγμα = προκαλώ θρησκευτικό ζήτημα: οι Τούρκοι ... εσήκωσαν δόγμα μεγάλο και εγίνη σύγχυσις και ταραχή Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 19r. 7) Σηκώνω το έκκλημαν = αντιμετωπίζω κατηγορία στο δικαστήριο: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος θελήσει να σύρει μαρτυρίαν ... δι’ αγάπην εκείνου οπού θέλει να σηκώσει το έκκλημαν, το δίκαιον ορίζει ότι οι κριτάδες ουδέν εντέχουνται να τους δεχτούν διά μάρτυρας τοιούτους ανθρώπους Ασσίζ. 1012. 8) Σηκώνω την ελπίδαν = σταματώ να ελπίζω: Τούτον ούλον εγίνετον, διατί εσήκωσεν την ελπίδαν απέ τον Θεόν και εθάρρησεν εις το νουν του και εις την αγάπην του ρηγός Μαχ. 57614. 9) Σηκώνω το καταλόγι μου = (αρχίζω να) απαγγέλω προφητεία, προφητεύω: Και εσήκωσεν το καταλόγι του και είπεν· «λέει ο Βιλεάμ υιός του Βεορ ...» Πεντ. Αρ. XXIV 15. 10) Σηκώνω κατάστιχο/ινκάντο = δηλώνω στο κτηματολόγιο/βγάζω σε δημοπρασία (περιουσιακό στοιχείο): οι λεγόμενοι πουλητάδες ... δίδουν θέλημα του άνωθεν αγοραστή να το καταστιχάρει γή να το ’καντάρει (ενν. το αμπέλι) και σηκώνοντας κατάστιχο γή ικάντος να το ντελιμπεράρει απάνω του Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6138. 11) Σηκώνω κέρας σωτηρίας = στέλνω βοήθεια (πβ. Κ.Δ., Λουκ. 1, 69: ήγειρε κέρας σωτηρίας): να ζητήξομεν την βοήθειαν του Θεού ... να σηκώσει κέρας σωτηρίας να έλθει πάλι η Κωνσταντινούπολις εις τα πρώτα της Μορεζ., Κλίνη 23v. 12) α) Σηκώνω κεφάλι, βλ. ά. κεφάλι(ν) Φρ.· β) σηκώνονται κεφάλια = γίνονται εξεγέρσεις, επαναστάσεις: από τους πολλούς πολέμους και τες πολυαρχίες και τα πολλά κεφάλια οπού εσηκώνουντα και εκεί συχνά, εκλείοντο οι δρόμοι και δεν εδύνοντο οι οικονόμοι ... να στείλουσιν τίποτες εις το μοναστήριον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 201. 13) Σηκώνω το κεφάλι/τον λογαριασμό/το ψήφος = καταμετρώ πληθυσμό, κάνω απογραφή: να σηκώσεις τον λογαριασμό παιδιών του Ισραελ εις τους αναγραμμένους τους Πεντ. Έξ. XXX 12· Σήκωσε το κεφάλι παιδιά του Κεαθ απομεσοθιό παιδιά του Λεβη εις τις γενεές τους Πεντ. Αρ. IV 2· ανάγραψε παν πρωτόκοκο ασερνικό εις τα παιδιά του Ισραελ ... και σήκωσε το ψήφος ονόματά τους Πεντ. Αρ. III 40. 14) Σηκώνω κόπια = αντιγράφω κείμενο, αποκτώ αντίγραφο κειμένου: Δέξου τα (ενν. τούτα τα βέρσα) το λοιπόν α θες και απήτις τα αναγνώσει| ότις ζητήξει κόπια δος του να την σηκώσει| διά να μπορούν να δούσινε και άλλοι την δούλεψίν μου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 28. 15) Σηκώνω το κρίμα/(το) φταίσιμο = διαπράττω αμαρτία, είμαι ένοχος αμαρτίας: αυτός μάρτυρας γή είδεν γή ήξερεν, αν δεν αναγγείλει, και να σηκώσει το κρίμα του Πεντ. Λευιτ. V 1· μη μισήσεις τον αδερφό σου εις την καρδιά σου ... και να μη σηκώσεις απάνου του φταίσιμο Πεντ. Λευιτ. XIX 17· ανήρ ότι να καταριστεί τον Θεό του και να σηκώσει το φταίσιμό του Πεντ. Λευιτ. XXIV 15. 16) α) Σηκώνω την κρίση = (πιθ., προκ. για το εβραϊκό αρχιερατικό επιστήθιο) φέρω τα διακριτικά σημάδια του θελήματος του Θεού: και να σηκώσει ο Ααρων τη κρίση παιδιών του Ισραελ ιπί την καρδιά του ομπροστά στο Κύριο πάντοτες Πεντ. Έξ. XXVIII 30· β) σηκώνεται η κρίσις = (τριτοπρόσ.) ανακοινώνεται καταδικαστική απόφαση (πβ. ΚΔ, Πράξ. Αποστ. 8, 32, ΠΔ, Ησ. 53, 8): Με την ταπείνωσίν του ασηκώθη η κρίσις του, αμή το γένος του τις να το λογαριάσει; Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 72r. 17) Σηκώνω το λαμπρόν = σβήνω τη φωτιά· (εδώ μεταφ.): Έναι χρήση να σηκώσεις| το λαμπρόν από ’ξαυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 11842. 18) Σηκώνω μαχαίριν απάνω εις κάπ. = επιτίθεμαι σε κάπ. με μαχαίρι: Έκοψεν (ενν. ο ρε Τζάκες) το κόμμαν του χεριού εκείνου όπου να σηκώσει μαχαίριν απάνω εις καβαλλάρην ή λιζίου Μαχ. 886. 19) α) Σηκώνω (τη) μάχη/σεφέρι = ξεκινώ σύγκρουση, αρχίζω πόλεμο: Ήλθε καιρός και εσηκώθησαν μάχαι ανάμεσον των χριστιανών και των βαρβάρων Μορεζ., Κλίνη φ. 479v· Μα αλήθεια σου όποιος βασιλιός λογιάζει να σηκώσει| τη μάχη, πρέπει ολονομπρός βλέπηση να ’χει τόση Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 9· εγώ ωσάν οργισθώ και σηκώσω σεφέρι, όλος ο κόσμος ... δεν δύναται να με αντισταθεί Βίος Αλ.2 113· β) σηκώνομαι εις μάχην = ξεκινώ για πόλεμο: Κι ο βασιλεύς μετά στρατού εις μάχην εσηκώθη Κορων., Μπούας 114. 20) Σηκώνω μοιρολόγι, βλ. ά. μοιρολόγιον Φρ. 2. 21) Σηκώνω νερόν, βλ. ά. νερόν Φρ. 7. 22) α) Σηκώνει ο νους, βλ. ά. νους Φρ. 59· β) σηκώνω τον νου(ν), βλ. ά. νους Φρ. 60. 23) Σηκώνω πόλεμον/(εις) πόλεμον, βλ. ά. πόλεμος Φρ. 18α, β. 24) Σηκώνω πουλία = εκτρέφω κατοικίδια πτηνά: ο Σατούρνος ήτονε ο πρώτος οπού έδειξεν να δουλεύουν την γην και να φυτεύουν δενδρά και να ασηκώνει πουλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 7r. 25) α) Σηκώνω (τα) πρόσωπα κάπ. = φέρομαι σε κάπ. ευνοϊκά, παίρνω το μέρος κάπ.: μη σηκώσεις πρόσωπα φτωχού και μη διαπρέψεις πρόσωπα μεγάλο· με δίκο να κρίνεις τον σύντροφό σου Πεντ. Λευιτ. XIX 15· ιδού, εσήκωσα τα πρόσωπά σου απατά για το πράμα ετούτο να μη γυρίσω το κάστρο ος εσύντυχες Πεντ. Γέν. XIX 21· β) σηκώνω τα πρόσωπα προς κάπ. = στρέφω το βλέμμα μου σε κάπ., κοιτάζω κάπ.: να σηκώσει ο Κύριος τα πρόσωπά του προς εσέν και να βάλει εσέν ερήνη Πεντ. Αρ. VI 26. 26) Σηκώνω τον σταυρόν = οργανώνω σταυροφορία: ω πάπα αγιότατε, της πίστεως ο στύλος (παραλ. 1 στ.) ποίσε ...| όλοι αυθέντες της Φραγκιάς να κάμουσιν αγάπην (παραλ. 1 στ.) και να σηκώσουν τον σταυρόν εσύ πρώτος και κείνοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 544· οι χριστιανοί ήλθαν εις τα μέρη της Συρίας και της Παλαιστίνης ... διά να ελευθερώσουν την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και εσήκωσαν τον σταυρόν δι’ αυτήν την υπόθεσιν Ροδινός (Βαλ.) 190. 27) Σηκώνω το στοίχημα = κερδίζω στοίχημα: μάντευσέ το εσύ ... διά να ημπορέσω εγώ να ξεκαθαρίσω το άνωθεν αίνιγμα και να ασηκώσω το στοίχημά μου Μπερτολδίνος 138. 28) Σηκώνω το τραπέζι(ν) = μαζεύω τα σκεύη του φαγητού μετά το γεύμα, καθαρίζω το τραπέζι: και όταν σηκώσουν το τραπέζι, να λογαριάζει (ενν. ο βδελυρός) πως επερίσσευσαν μισού ασπρού ρεπάνια, διά να μην τα φάγουν οι δούλοι του Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126· ο Μανόλης ήτον άνθρωπος ως νέ χρονών ... και τόσος ήτον φιλόξενος ότι το τραπέζιν του δεν το εσήκωνεν από μία εβδομάδα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 56r. 29) Σηκώνω φουσσάτα = συγκεντρώνω στρατεύματα: Δεν ηθέλησε την αυτήν σύβαση και εκοίταζε να σηκώσει φουσσάτα ... διά ν’ αντισταθεί του σουλτάνου Χρον. σουλτ. 10135. 30) Σηκώνω την φωνήν = ανεβάζω την ένταση της φωνής μου, φωνάζω: Ιδέ μου εκείνους τους άλλους κατακειτάμενους εις τα καπηλεία, να τρώγουσι, να πίνουσι, να μεθύουσιν, έπειτα να μου σηκώσουσι την φωνήν εις το τραγούδι Πηγά, Χρυσοπ. 305· Φωνή εσηκώθη φοβερή από όλον το φουσσάτον| ότι Έκτορας εκρέμνισεν Έλληναν βασιλέα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7062. 31) Σηκώνω τσι ψύλλους μου και φεύγω = (ειρων., προκ. για άτακτη υποχώρηση) τα μαζεύω και φεύγω: και ό,τι ώρα οι Τούρκοι εκούσασι ...| τον ερθομό μου εμένα εδώ, πάραυτας εσηκώσα| τσι ψύλλους τως κι εφύγασι Φορτουν. (Vinc.) B́ 88. 32) Σηκώνω την ψυχή μου προς κ. = έχω την ελπίδα μου σε κ.: Μη αδικήσεις μισταργόν φτωχόν και πένητον ... Εις την ημέρα του να δώσεις το μιστάρι του ... ότι φτωχός αυτός και προς αυτό αυτός σηκώνει τη ψυχή του Πεντ. Δευτ. XXIV 15.
       
  • σίγουρος,
    επίθ.· σεγούρος, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 154· σιγούρος, Θησ. (Foll.) I 95, Επιστ. 16. αι. 13, Πορτολ. A 18210, 1898, 22017, 2421, 3604, Β 2421, κ. ά., Χρον. σουλτ. 6914, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3317, 832, 39010, 6112‑3, 6316, 6577, κ. ά., Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 258, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 370, Δωρ. Μον. ΧΧΙΧ.
    Από τα ιδιωμ. ιταλ. siguro/seguro (βλ. Battaglia, λ. sicuro). Ο τ. σεγούρος στο Meursius (λ. σίγουρος). Ο τ. σιγούρος στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 167, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Λάζαρης, Λευκαδ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.).· βλ. και LBG. Λ. σίγουρης και τ. σούγουρος σήμ. στο ποντ. ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Τ. σίουρος σήμ ιδιώμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Η λ. και σήμ.
    1) (Για άνθρωπο): α) αξιόπιστος, έμπιστος, φερέγγυος: το τράτο να πέμπεται με ανθρώπους σιγούρους Διαθ. 17. αι. 3242· στέλλομεν τούτα τα τρία γράμματα … εις Ρέθεμνος και Χανία και Σητείαν … και παρακαλώ να τα εξαποστείλεις εκεί με ανθρώπους σίγουρους Παρθεν., Γράμμ. 22824· βλέπεις αυτουνούς τους συγκεφίληδές σου ως αύριον άλλος πεθαίνει, άλλος φεύγει, ... άλλος επτωχαίνει, και έρχεται ο χρεώστης και πιάνει μοναχά μόνον εσένα τον σίγουρον και σε βάνει διά το χρέος όλο και εσύ τότες πλέον δεν έχεις τι να κάμεις. Πουλείς τα είτι και αν έχεις και τα δίδεις … και πάλιν δεν εγλυτώνεις, και τους άλλους τους κεφίληδες δεν έχεις τι να τους κάμεις, διότι πλέον έξοδα δεν έχεις να εξοδιάζεις εις την κρίσιν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 170r· και το … έχειν οπό αφήνω για το παιδί να το σιγουράρει ο λεγόμενος κουμμεσσάριος εισέ ανθρώπων σιγούρων έως ν’ αναθραφεί το παιδίν Ολόκαλος 5220· φρ. είμαι σίγουρος εις κάπ. = έχω εμπιστοσύνη, πιστεύω σε κάποιον: Εγώ πιστεύω ήγουν είμαι σίγουρος εις εσάς εν Κυρίῳ, ότι δεν θέλετε έχει άλλην γνώμην· αλλά εκείνος οπού σας συγχύζει θέλει σηκώνει το κρίμα, όποιος και αν είναι Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Γαλ. έ́ 10 σημ.· β) σταθερός στα πιστεύω του, ακλόνητος, συνεπής: Διά τούτο, αδελφοί μου αγαπητοί, στέκεσθε σιγούροι, αμετασάλευτοι, περισσεύοντες εις το έργον του Κυρίου πάντοτε, ηξεύροντες ότι ο κόπος σας δεν είναι εύκαιρος εις τον Κύριον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ ιέ́ 58· γ) που αισθάνεται σιγουριά, ασφάλεια, που δεν φοβάται κίνδυνο: Σύρε σίγουρος, διατί η βασίλισσα δεν έχει έχθραν πλέον με του λόγου σου, αλλ΄ απέρασεν εκείνο το μετεώρισμα εις γέλως Μπερτόλδος 52· (συχνότ. για ταξίδια): αν είσαι απάνω εις το Πανόρμιν εις εκείνα τα νερά εις την τραβερσία, έρχου σιγούρος χωρίς φόβου εις το νησίν των Κορφών, μίλια κ́. Θέλεις εύρει φούντος οργίες έ ή και Ϛ́ και έναι άμμος εις τον κάβον του νησίου Πορτολ. A 2664‑5· και έχει (ενν. το Μάγο) και μία ξέρα εις το έμπα και όταν εμπαίνεις εις το πόρτο, άφηνε την ξέρα δεξιά και έμπα μέσα σιγούρος Πορτολ. A 18723· (εδώ σε μεταφ.): Όποιος έχει διά οδηγόν την αρετήν, υπάγει σιγούρος εις το ταξίδι του Μπερτόλδος 80. 2) (Για τοποθεσία, λιμάνι κ.τ.ό.) καλά προφυλαγμένος, που παρέχει ασφάλεια: Επίστευσε (ενν. η δόμνα η ταλαίπωρος) τα λόγια του αρχηγού Σκεντέρη| και κάθετον ειρηνική μ’ όλον της το σεφέρι·| εις έναν τόπον σίγουρον ήτον ταμπαρωμένη,| δεν εθαρρούσε παντελώς επιβουλή να γένει Ιστ. Βλαχ. 687· Και τότε ως απαίδευτος από πολέμους, άρχισε (ενν. ο Καμψών) να μικροψυχεί και να δειλιάζει, και να συγχύζεται, δεν ηξεύροντας τι να κάμει, ή να δράμει εις τόπον σιγούρον να φυλαχθεί ή να σταθεί να πολεμήσει να μην εντροπιασθεί φεύγοντας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 382· Λέγει (ενν. η κυρ’ αλουπού) και του κυρ γάδαρου: «Βλέπεσαι μηδέν σφάλεις| κι εισέ λιμιώνα γύρεψε σεγούρον να μας βάλεις.| Βλέπε καλά την στράτα σου, θώριε τον μπούσουλά σου,| να μην παραστρατήσομε, κι απόκει σφάκελά σου!» Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 154· Η Μαφριδόνια με την Μπαρλέτα βλέπονται σιρόκο λεβάντη, μίλια λ́. Ήξευρε ότι ουδέν έχει ουδέναν τόπον σιγούρον Πορτολ. A 32010· (εδώ μεταφ.): Ακομή θέλω ότι η μεσσαρία μου η περίσσια και είτι μου θέλει ευρεθεί εις χρυσάφι και εις ασήμι να πωληθούν και με άλλα δηνέρια οπού μου θέλουν ευρεθείν, να τα βάλουν εις τόπον σιγούρον οπού να δίδουν διάφορον, από το οποίον διάφορον να αποκρατείται η γυναίκα μου έστοντα χήρα με το παιδίν έως ότου να πανδρευθεί το παιδίν Διαθ. Ακοτ. 14725. 3) Γερός στην κατασκευή, δυνατός, ανθεκτικός: Έπαρε δύο ουγγίας ψαρόκολλα, μίαν λίτραν ξύγγι απ’ εκείνο οπού κάμνουν τα ξυγγοκέρια, και πέντε ουγγίας κερί, ανάλυσέ τα όλα αντάμα εις την φωτίαν και μετ’ αυτό κέρωσε το πανί, οπού θέλεις να ενδύσεις τας βίβλους, και γίνεται τόσον σιγούρον και δυνατόν, οπού είναι από τα σανίδια καλύτερον και … ουδέ το νερόν το περνά ολότελα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 258· η κάτω χώρα του Αναπλίου, οπού φαίνεται την σήμερον κτισμένη γύροθεν, την έκτισαν οι Βενετσιάνοι με τείχη σιγούρα και στερεά Δωρ. Μον. XXIX. 4) Συχνότ. σε συμβόλαια α) (προκ. για τους συμβαλλόμενους) α1) εξασφαλισμένος, προφυλαγμένος από κίνδυνο: να μαντενίρου (ενν. ο Μιχελής και οι κλερονόμοι του) τον άνωθεν αγοραστή για τον αυτό μούστο από κάθα τινάν όπου ήθελεν ευρεθεί ποτέ να του δώσει πείραξη για να είναι πάντα σιγούρος να τονε σκοδάρει και, αν ήθελεν ξεριζωθεί τ’ αμπέλι … να του δίδει το ρέστος ως τα υπέρπυρα ρ́ του αυτού πουλητή ο άνωθεν αγοραστής Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7388· α2) συχν. με τη μτχ. αναπαημένος/η, για να δηλ. η τελεσίδικη ρύθμιση ενός συμβολαίου (βλ. και Δετοράκης, Λοιβή 146): να είναι σιγούρος και αναπαημένος για το άνωθεν στεκάμενο αυτός και οι κλερονόμοι του Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1898· να είναι σιγούρα και αναπαημένη (ενν. η κερ’ Ανέζα Αρκολιοπούλα) απού την σήμερον και ομπρός να μη του χρωστεί πλέα τίβοτας (ενν. του μαστρο Δημήτρη Ξενικού, του γαμπρού τση) Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 39010· β) (προκ. για αντικείμενα του συμβολαίου) εγγυημένος, που παρέχει εξασφάλιση για την πραγματοποίηση επιδιωκόμενου αποτελέσματος: για μεγαλύτερη καουτσιόν εκεινού απού θέλει αγοράσει τη λεγόμενη πενσιόν λιβελάρια να δώσει (ενν. ο αφέντης Λεωνής Σκορδάς) μια σιγούρη πιετζαρία ογιά μαντενίρισμα τση λεγόμενης πουλησάς Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 431 για το οποίον στάρι λέσι πως ήτονε οπλεγάδος τση να το πλερώνεται (ενν. η αρχόντισσα μαντόνα Μανταλένα) απού το χωράφι των άνωθεν πουλητάδω, ’νοματισμένο στο Μακρύ Χωράφι, και α δεν ήθελεν είσταιν εκείνο σιγούρο να είναι οπλεγάδα τση και τα χωράφιά τωνε ’νοματισμένα στον Αθρόλακκο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4475. Ο τ. σιγούρος ως επών.: Μάρτυρες ο Νικόλας Καλοσυνάς Σιγούρος και ο Ιωάννης Ροδωπός. Εγώ, Μανόλης Βαρούχας, νοτάριος υπό εξουσίας βασιλικής, έγραψα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1698. Το ουδ. εν. του τ. σιγούρος ως ουσ. = αλήθεια, πραγματικότητα: Και άλλοι έσκουζαν άλλο, και άλλοι άλλο μέσα εις το πλήθος· και μη ημπορώντας ο χιλίαρχος από τη σύγχυσιν να μάθει το σιγούρον, επρόσταξε να τον πάσιν (ενν. τον Παύλον) εις το κάστρον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά 34. Το ουδ. εν. του τ. σιγούρος ως επίρρ. = χωρίς αμφιβολία, σίγουρα: η γούλα και το πόρνευμα, το ένα σύρνει τ’ άλλο| ωσάν η ρίζα το κλαδίν, σιγούρον δίχως άλλο Γεωργηλ., Θαν. 547.
       
  • σολδάτος
    ο, Μαχ. 12630, 17835, Βουστρ. (Κεχ.) 1363‑4, Μορεζ., Κλίνη φ. 539r, Κυπρ. χφ. 163, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2693, 27411, 18, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5111, 5441, 6179, Μπερτόλδοςσολδάδος, Κατζ. Β́́ 74, Γ́́ 437, 454, Δ́́ 271, Μπερτόλδος 46· σολντάδος, Byz. Kleinchron. Ά́ 50626, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3120, Φορτουν. (Vinc.) Δ́́ 203, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14910, 15020, 21221, 31022, 44524, 5587, κ.π.α.· σολτάδος, Byz. Kleinchron. Ά́ 52420, Χρον. σουλτ. 9312, 11518, Μορεζ., Κλίνη φ. 539r κριτ. υπ. δις, Σουμμ., Ρεμπελ. 190· σορδάτος, Μαχ. 4212, 24, 4428, 34029, 35632, 67214, Βουστρ. (Κεχ.) B 1373· σουλδάδος, Ιστ. πατρ. 16522· σουλδάτος, Επιστ. 16. αι. 15106· σουλτάδος, Byz. Kleinchron. Ά́ 48411.
    Από το ιταλ. soldato - βενετ. soldado (Battaglia, λ. soldato2, Kahane, Sprache 585). Ο τ. σολδάδος στο Somav. και τον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ́́ 583, Έ́ 391, Κλ. Β́́ 12, 265. Ο τ. σολντάδος σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Δ́ 2205), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. σο(υ)λντάδος, με διαφορ. σημασ.). Ο τ. σολτάδος σε έγγρ. του 17. (Καραθανάσης, Κρ. Χρ. 25, 1973, 25) και 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 27). Ο τ. σορδάτος με τροπή του λ σε ρ (βλ. Meyer, Γλωσσ. Πραγμ. Κύπρ. 116, 141)· απ. σε έγγρ. του 15. αι. (Κακ.-Πάνου, Κυπρ. πεζ. λόγ. 148, Livre rem. 241) και σήμ. ως κύρ. όν. (Λορεντζ., Λαογρ. 2, 1910-11, 33). Ο τ. σουλδάδος στο Meursius. Ο τ. σουλδάτος στο Du Cange. Ο. τ. σουλτάδος σε κείμ. του 18. αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 93). Η λ. στο Meursius, σε επιστ. του 16. αι. (Παπαδ. Στ., Απελευθ. αγώνες κείμ. Ά́ 43), σε έγγρ. του 18. αι. (Τσίτσας, ΔΑΕ Κερκ. 12, 1975, 34) και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ)· βλ. και Λορεντζ., ό.π.
    Μισθοφόρος στρατιώτης (για τη σημασ. βλ. και Battaglia, ό.π. σημασ. 1, Νικολάου-Κονναρή, Neogr. Med. Aevi V 337): πέμπει| γιανίτσαρους να κατεβού να πάσι να μαλώσου,| και τουφεκιές και σαϊτιές των σολνταδώ να δώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26922· τους σολντάδους κράζει (ενν. ο γενεραλίσιμος)| και τους πλερώνει πάραυτας και μέρος τότες βγάνει| ανθρώπους για τον πόλεμο κι εις τα καράβια βάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3696· δεν είναι ομπλιγάδοι, μήτε σολτάδοι πλερωμένοι να παίρνουν την ρεσίνια αφεντικήν, να τους τραβήξουνε εισέ ρόλο Σουμμ., Ρεμπελ. 165. — Βλ. και σορδιέρης.
       
  • στενόν
    το, Προδρ., Δεητ. 91, Ασσίζ. 2035, 15, 16, 21, 23, 23211, 19, 4822, 5, 10, Χρον. Τόκκων 2923, 3743, Αργυρ., Βάρν. Κ 142, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2010, 11818, Θησ. ΙΒ́ [745], Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 494 κριτ. υπ., Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 313, 356, Θρ. Κύπρ. Μ 271, 313, 324, Χρον. βασιλέων 1214, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 28, κ.α.· στενό, Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 105, Σαχλ., Αφήγ. 42, 116, Χρον. σουλτ. 4326, Επιστ. 16. αι. 1476, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 55, Έ́ 1215, Στάθ. (Martini) Β́ 189, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 939, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 467, Γ́ 741, κ.α.· στενό(ν), Γεωργηλ., Θαν. 68, 291, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 660, Φαλλίδ. (Παναγ.) 87, 129, Διγ. Άνδρ. 34734, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ. 1246, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, Ροδινός (Βαλ.) 84, Λεηλ. Παροικ. 234, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6111, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6424, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. Ϛ́ 2 σημ., κ.α.
    Το αρχ. ουσ. στενόν (L—S, λ. στενός). Ο τ. στενό και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 798, Λουκά, Γλωσσάρ.).
    1) Στενός δρόμος (κατοικημένης περιοχής), σοκάκι: Τα παραθύρια τα ψηλά, κυρά μου που καθίζεις,| συχνοδιαβαίνω το στενόν και δεν με αναντρανίζεις Ερωτοπ. 613· Περί του φουρκαλημάτου των στενών Ασσίζ. 2226· (σε προσωποπ.): Κλαι σας οι ρύμες άμετρα και τα στενά θρηνούσι Γεωργηλ., Θαν. 62· Γελούν τση χώρας τα στενά, κι οι στράτες καμαρώνου| όλα γροικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 789. 2) Στενό πέρασμα θαλάσσιο η χερσαίο: τι πέραμαν εβάσταξεν και τι στενόν εκράτει |ο σαθροφόρος βασιλεύς, ο πάντων αμελήτης; Παρασπ., Βάρν. C 158· τα κάτεργά μας στέκονται και το στενόν κρατούσιν Παρασπ., Βάρν. C 151· (συχν. στον πληθ.): δι’ απελάτων ήκουσεν (ενν. ο Διγενής) άγαν ανδρειωμένων,| ότι κρατούσι τα στενά, ποιούν ανδραγαθίας,| και ζήλος ήλθεν εις αυτόν του ειδέναι εκείνους Διγ. Ζ 1556· δεν ημπορούσανε να περάσουνε από τα στενά της Καλλίπολης από εναντίον καιρό Χρον. σουλτ. 579· Σιμά προς τα παράγιαλα, Ανατολής το μέρος,| στης Μυτιλήνης τα στενά, στου Πογαζίου το μέρος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6144· (εδώ προκ. για το πέρασμα που οδηγεί στον Άδη): Παρακαλώ σε κλείσε τα (ενν. το στόμα και τους οφθαλμούς, τα θλιβερά ρουθούνια), και ποίσε να περάσω| γουργά του Χάρου το στενό, εκεί να μην αργήσω Θησ. Ί́ [418]. Η λ. ως τοπων.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 13012. — Βλ. και στενός.
       
  • στερεά (I)
    η, Χρον. Μορ. Η 546, Λίβ. διασκευή α 3140 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων μετά στ. 119, μετά στ. 154, 2477, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2616, 785, 12615, Έκθ. χρον. 1310, 4317, 6921, Βυζ. Ιλιάδ. 555, Κώδ. Χρονογρ. 67, 6917, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18, Ιστ. πατρ. 15322, Διήγ. πανωφ. 58, 59, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 926, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Αποκάλ. Ιω. ί́ 8· στερέα, Χρον. Μορ. Η 534, 1599, 4363, 8791, κ.α., Χρον. Μορ. P 1679, 2864, 4235, κ.α., Λίβ. διασκευή α 3141, 3154, 3179, 3182, Λίβ. Esc. 3011, 3047, 3050, Χρον. Τόκκων 2309, 3108, 3767, Βεντράμ., Φιλ. 317, Πορτολ. Α 3416-351, 605, 23011, Χρον. σουλτ. 8036, 817, 11821, Ιστ. πατρ. 1256· στερία, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 623, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6658· στεριά, Ονειροκρ. Ιβ. 16, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 45, Ροδινός (Βαλ.) 169, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6419, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2955, 8429, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3046, 36418, 36611, 38521.
    Το θηλ. του επιθ. στερεός ως ουσ. Για το σχηματ. του τ. στερέα βλ. Καψ., ΛΔ 1, 1939, 66-7· απ. και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. στερέο, Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. στερία σε έγγρ. του 16. αι. ως τοπων. (Τοξότης, Πράξεις 2443, 2561) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., ό.π., λ. στερέα). Ο τ. στεριά στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. πιθ. τον 6.-7. αι. (LBG) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., ό.π.).
    α) Η ξηρά (σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα): Ο δε αυτός κύρης Ιερεμίας, ο πατριάρχης, ήρχετο διά γης, ήγουν της στερέας, μετά της συνοδείας αυτού εις την Κωνσταντινούπολιν Ιστ. πατρ. 1561· Οι αιγιαλοί, οι τόποι της στεριάς που ’ναι στο περιγιάλιον (έκδ. περιγάλιον), οι οποίοι κρατούσιν όσον τόπον εβγαίνει το κύμα στην φουρτούνα ..., είναι κοινοί Zygomalas, Synopsis 126 A 27· έστειλε τον Μεσίκ μπασίαν εκ τε στερεάς και θαλάσσης μετά δυνάμεως πλείστης κατά της Ρόδου Έκθ. χρον. 3426· (σε επιρρ. χρ.· πβ. και Κριαρ., Λεξ., λ. στεριά): ήτον (ενν. ο σταυρός) απάνω εις το καμπανάριον και εφαίνετον από μακρόθεν στερεάς και θαλάσσης, και εγνώριζε πάσα χριστιανός το πατριαρχείον, όταν ήθελεν ιδεί τον σταυρόν Ιστ. πατρ. 17814· ο σουλτάνος επήρε τα φουσσάτα του και εδιάβη στερέας τα μέρη της Ανατολής εις το Σινώπι το κάστρο Χρον. σουλτ. 1087· επολέμα στερέας με τα φουσσάτα του και επήγαινε και εδιαγούμιζε τους τόπους των Ρωμαίων Χρον. σουλτ. 4725· Ο Τούρκος μάχη έποισεν στεριά και της θαλάσσου,| ’ς χώρα Μοθώνη εβάλθηκε δυνάστειο να την πιάσου Βεντράμ., Φιλ. 315·   β1) η ηπειρωτική χώρα σε αντιδιαστολή με τα νησιά και τα παράλια: πάλιν εάν μισεύσουσιν, ουκ έχουν πού να πάσιν,| ούτε εις νησίν ούτε στερεάν ουδ’ εις κανέναν τόπον Βυζ. Ιλιάδ. 754· εσωρεύθησαν πολλοί και μεγάλοι ρηγάδες και στρατηγοί από την στερεάν και από τα νησία και από τα παραθαλάσσια Τρωικά 52410· β2) το εσωτερικό μιας περιοχής, η ενδοχώρα: εδιάβη εις τα στενά της Καλλίπολης και έως εις τα καστέλλια, ... διά να φυλάξει και κάποιους τόπους οπού ορίσανε τηνε στερέα της Ρούμελης, διά να μην τους κάμουνε ζημία οι Τούρκοι Χρον. σουλτ. 5213· εκ της Αττάλειας έσω της στερεάς δύο και ήμισυ ημέρας εις χώρα ονομάζεται Σπαρτά Μηλ., Οδοιπ. 635· ανισώς και εμπλάσει σου η αρμάδα τους Γενουβήσους να μεν σου ποίσουν καμίαν αγανάκτησιν ουδέ εις λιμνιώναν ουδέ εις το κάστρον ουδέ εις την στερεάν Μαχ. 50229· (ως επίθ. με το ουσ. γη): η άνωθεν χώρα … έχει β́ κάστρη, το πρώτον πλησίον της θαλάσσης και το άλλον ευρίσκεται εις την γην την στεριάν Μαχ. 19228· γ) (σε γεν. με τη λ. φουσσάτο) χερσαία στρατιωτική δύναμη: Τῳ δ’ αυτῴ έτει ήλθεν ο αυθέντης ο σουλτάν Μπαγιαζίτης με τα φουσσάτα του της στερεάς και με αρμάδα του πελάγου ... εις την Κορώνη Byz. Kleinchron. Ά́ 30118· Σαν κινήσει η αρμάδα και πάει καταπώς σε γράφω, να εβγάλετε άλλο φουσσάτο της στερέας, από το ρε Μαξιμιανό Επιστ. 16. αι. 1586.
       
  • στερεώ ‑ώνω,
    Σπαν. Β 275, Διγ. Z 1265, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1809, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 94, Έκθ. χρον. 738, Ιστ. πατρ. 828, 1644, Ιστ. Βλαχ. 1572, 2184, 2434 [= Γέν. Ρωμ. 68], 2637· στερεώ, Λίβ. διασκευή α 3870 κριτ. υπ.· στερεώννω, Μαχ. 2887, 8, 3723, 47067, 50636, κ.π.α., Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 702, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8306· στερεώνω, Διάτ. Κυπρ. 5025, Ασσίζ. 1214, 2728, 17613, Χρον. Μορ. Η 573, 2097, 8776, 9000, Χρον. Μορ. P 180, 191, 198, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 75, 283, Φλώρ. 1496, Ερωτοπ. 538, Λίβ. διασκευή α 1461, Λίβ. Esc. 1317, Χρον. Τόκκων 1150, 3104, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 873, Αργυρ., Βάρν. Κ 403, Διήγ. Βελ. N2 240, Θησ. Θ́ [767], Λίβ. Va 1232, Δεφ., Λόγ. 400, Δεφ., Σωσ. 233, Χρον. σουλτ. 5925, 7036, Δαρκές, Προσκυν. 158, Μορεζ., Κλίνη φ. 182v, Επιστ. 16. αι. 1457, Δωρ. Μον. XXXVII, Ψευδο-Σφρ. 29622, Λίμπον. 351, Ροδινός (Βαλ.) 175, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 93, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4473, Παλαμήδ., Ψαλμ. 428, κ.α.· στεριώννω, Θρ. Κύπρ. Μ 664· στεριώνω, Ρίμ. θαν. 24, Εκατόλ. M 63, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 768, Μαρκάδ. 118· προστ. παθητ. αορ. στερεώθησαι, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 296.
    Το αρχ. στερεόω. Ο τ. στερεώννω σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi). Ο τ. στερεώνω το 13. αι. (LBG, λ. στερεόω), στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. στεριώννω και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Ο τ. στεριώνω στο Κατσαῒτ., Θυ. Έ́ 140 και σήμ. Το μέσ. στερεούμαι και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. στερεώνω).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Στηρίζω, σταθεροποιώ: έβαλεν αυτήν (ενν. την Αγίαν Τράπεζαν) απάνω εις δώδεκα στύλους ασημένιους και την εθρονίασε και την εστερέωσε με λείψανα αγίων μαρτύρων Hagia Sophia f 59524· Ω φιλάνθρωπε ... Θεέ ..., οπού εστερέωσας τον ουρανόν και εθεμελίωσας την γην και την άπειρον θάλασσαν επεριετείχισας με την άμμον Διγ. Άνδρ. 40915· Εις το ποιήσαι απαλόν όνυχα. Στερεώσεις απαλούς όνυχας του ιέρακος ει μετά όξους δριμέος θερμού διαβρέχεις· αυξήσεις δε υδρελαίῳ χλιαρῴ διαβρέχων Ιερακοσ. 49914· (μεταφ.): ήτον στερεωμένη (ενν. η ανθρώπινη φύσις) ωσάν με επτά πύργους από τες επτά χάριτες του Αγίου Πνεύματος Χίκα, Μονωδ. 116· να σε φωτίσει ο Θεός και να σε στερεώσει| στον θρόνον σου τον υψηλόν, ημέρας να σου δώσει Ιστ. Βλαχ. 1843· ευθύς επερωτά τον προλεχθέντα παιδαγωγόν, ανίσως και εγνωρίζει τινάν οπού να ημπορεί να του δώσει πληροφορίαν εις εκείνα οπού ελόγιαζεν, και να στερεώσει τον νουν του οπού ήτονε πολλά βυθισμένος από τους λογισμούς Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 475· β) (μεταφ., προκ. για το βλέμμα, τη σκέψη, τα συναισθήματα) επικεντρώνω, εστιάζω σε: Όνταν τα ’μνοστα ’μμάτια να με δούσιν,| το βλέμμαν να στεριώσουν εις αυτόν μου ... Κυπρ. ερωτ. 62· εις εκείνο να γίνεται (ενν. ο άνθρωπος) ένα με τον Θεόν, διότι τέτοιας λογής σηκώνοντας ψηλά τον λογισμόν σας ... και στερεώνοντας τον νουν σας εις μόνην την τριαδικήν θεαρχίαν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1111213· Κόρη …,| στερέωσε την όρεξη ’ς τούτον που λέγεις τώρα,| καλά και α λείπεται απ’ εδώ κι έναι σε ξένη χώρα Φαλιέρ., Ενύπν.2 83. 2) Καθιστώ κ. στερεό, αναλλοίωτο: Ο Αριστοτέλης είπεν: Ο ήλιος στεριώννει τον πηλόν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 153. 3) α) Δυναμώνω, ενισχύω· εξασφαλίζω: ο βασιλεύς Αλέξιος εις βοήθειαν της πόλεως ... την πόλιν Δυρράχιον εστερέωσε πάντα τα χρειώδη από γης και θαλάττης εισάγων Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 288· (μεταφ.): την αυτών υπόληψιν εν τῳ ψευδαββά στερεώσαντες και υπέρτερον προφήτου τούτον υμνήσαντες, εξέθεντο δόγμα του μη ενδύεσθαι την κεφαλήν πίλον Δούκ. 15126· β) εμψυχώνω: εφάνη (ενν. ο Κύριος) πολλάκις εις τους μαθητάς αυτού διά να τους στερεώσει καλύτερα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 12824. 4) α) Εδραιώνω, παγιώνω: Πού είναι οι σχολαστικοί με την πολλήν σοφίαν,| αυτοί οπ’ εστερέωσαν την πίστιν την αγίαν …; Ιστ. Βλαχ. 2434· οι άλλοι απόστολοι έστειλαν τον Μακάριον Βαρνάβαν, ωσάν Κυπριώτην, οικονομικώς, διά να στερεώσει ως απόστολος εκείνο οπού οι άλλοι Κυπριώτες είχαν κάμει εις το κήρυγμα του ευαγγελίου Ροδινός (Βαλ.) 175·   β1) βεβαιώνω: απαρχής διηγείται (ενν. το βιβλίον) ... ποταποί άνθρωποι εντέχουνται να ένι οι κριτάδες της ρηθείσης αυλής και ποταποί ουδέν εντέχουνται να στερεώσουν και να κρίνουν πάσα άνθρωπον και πάσαν γυναίκαν, οίτινες έμπροσθέν τους να έλθουν Ασσίζ. 2412· β2) επιβεβαιώνω: στάσου ανδρείως, και όσα είπες εχθές μηδέν τα αρνηθείς, μόνον πάλιν στερέωσε τα λόγια σου Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 2686· β3) δίνω το λόγο μου, διαβεβαιώνω: θέλω γαρ και ορέγομαι κι εδώ σε το στερεώνω,| να μείνεις κύριος απ’ εμού, αφέντης κληρονόμος Χρον. Μορ. Η 1885·   γ1) επικυρώνω, εγκρίνω: Τες συμφωνίες εστερέωσεν ο πρίγκιπας Γουλιάμος,| εγράφως τες απόστειλεν με κρεμαστές τες βούλλες Χρον. Μορ. P 3030· ούλοι είπα να πάγει ο αυτός Περότ να τους απολογηθεί, και εμόσαν του πως ό,τι ποίσει να το στερεώσουν Μαχ. 59619· ου (ενν. του επισκόπου) την εκλογήν εκείνην γνωρίσας ο Λατίνος αρχιερεύς, ούτινος εις ενορίαν υπάρχει η αυτή καθέδρα, εάν εύρει αυτήν εις σώμα άξιον γεγονυίαν κανονικώς εξουσίᾳ ισασμού μη έχειν άργησιν στερεώσαι Διάτ. Κυπρ. 50617· γ2) επισημοποιώ: ο σουλτάνος επέψεν μας να σε στερεώσομεν διά ρήγαν Βουστρ. (Κεχ.) 9418· απήγασιν εις τον ναόν του Απόλλωνος, ότι να ομόσουσι και να στερεώσουσι το συνοικέσιον Τρωικά 53124· γ3) αποδέχομαι: πηγαίννοντα οι άνωθεν εις τον Τακκάν, και εδιαβάσαν του το χαρτίν του ρηγός, εχάρην χαράν μεγάλην και εστερέωσεν τα μαντάτα και εδώκεν τους κανισκία Μαχ. 34434· δ) (για συμφωνία ειρήνης ή πόλεμο) συνάπτω: Είχα μεγάλην εξουσίαν εγώ απέ το κουμμούνιν| να στερεώνω, ως μου φανεί, αγάπην τε και μάχην Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1258· ήρθανε καράβια βενέτικα εις τον Αβαρίνο με τους ιμπασσαδόρους των Βενετσάνω και εδιάβησαν εις τον σουλτάν Μεχεμέτη και εστερεώσαν την αγάπην οπού είχανε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 10527· Εμήνυσά του δύο φορές με τα ξύλα μου, ότι να πέψει να στερεώσει την αγάπην, και δεν δείχνει φανόν Μαχ. 64011. 5) Τηρώ, σέβομαι, διαφυλάσσω: διά την θάρρησιν του αυθέντη και διατί ένι κρατημένος να στερεώσει νόμους δικαίους έρχουνται όλοι οι πραματευτάδες εις την εξουσίαν του να πουλήσουν και να αγοράσουν Ασσίζ. 48314‑15· ο ρήγας ομνέ ... επάνω εις τα άγια να στερεώσει τας δόσεις τους προκατόχους του ρηγάδες, έπειτα ομνέ να στερεώσει τα καλά συνήθια και τα καλά κουστούμια του ρηγάτου Ασσίζ. 28516, 17‑18. 6) Αποφασίζω: Στήνουσιν τούτο οι αυτοί εις πόλεμον να ’λθούσιν,| να εξεγυμνώσουσι σπαθία, το αίμα να λουσθούσιν·| τούτο εστερεώσασιν, τα όργανα εκτυπήσαν| και ώσπερ θηρία ανήμερα ούτως επολεμούσαν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 341· να κάμουν ότι εγώ να την στεφανωθώ χωρίς φωτίαν, και απέκει αφόντις την εστεφανωθώ, με φανερώνουν· και κάμνει χρείαν τότες, ότι εκείνη αστάνιόν της να ευχαριστηθεί, διατί έτσι εστερεώθη Μπερτόλδος 60. 7) Θεσπίζω, θεσμοθετώ: στο θεϊκό του νου (ενν. ο Ζευς) μ’ άμετρη χάρη| κι ύψιστη γνώση μ’ ήθελε γεννήσει (ενν. εμέ, το Μελλούμενο)| κι αξίωμα απ’ άλλος πλια δεν είχε πάρει| μου ’θελε στερεώσει έτσι μεγάλο,| να μην μπορώ ’ς τσι γνώμες μου να σφάλω Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 63. Β´ (Αμτβ.) γίνομαι στέρεος, σταθεροποιούμαι: Αντάν το χόρτον είναι τρυφερόν εύκολα ανασπάται, αμμέ ανισώς και στεριώσουν οι ρίζες του δεν ανασπάται χωρίς κόπον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 111· (μεταφ.): απόφαση ουδεμιά στο νου μου δε στεριώνει,| μα ένας τον άλλο λογισμό καταχαλά και λειώνει Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 287. IΙ. Μέσ. 1) α) Μένω ακίνητος, σταθερός: Έσεισε ο Κύριος την γην και πάλι εστερεώθη,| και από τον φόβον του σεισμού ο κόσμος ελυτρώθη Σκλάβ. 229· β) (μεταφ.) επιβάλλομαι στον εαυτό μου, συγκρατούμαι, ηρεμώ: μη οξυνθείς δε, ω υιέ, μηδέ κακοτροπήσεις,| μάλλον δε στερεώθητι και σκόπευσον το κρείττον Σπαν. Α 281. 2) α) Εδραιώνομαι, παγιώνομαι: το κακόν και αφόντις αργήσει και θεμελιωθεί και στεριωθεί με πολλά παραδείγματα ... κρατιέται διά νόμος Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12922· σύντεκνον σε έποικεν να στερεωθεί η φιλία σας Χρον. Μορ. Η 5542· δράκοντας δε και λέοντας και τα λοιπά θηρία| ουδοτιούν λογίζεται στερεωθείς ο πόθος| και τους ληστάς τους τολμηρούς αντ’ ουδενός ηγείται Διγ. (Trapp) Gr. 965· β) καθιερώνομαι: εστερεώθη το λαμπρόν σέβας εις τον αιώνα,| του προσκυνείν και σέβεσθαι την άχραντον εικόναν| Χριστού και της μητρός αυτού Παρθένου της Μαρίας Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1319· γ) διασφαλίζω την εξουσία μου: θωρώντα τους ο ρήγας, άρχεψεν να κλαίει και να πέφτει εις τα πόδια τούς σαρακηνούς και να παρακαλεί τον καπετάνον να μεν τον αφήσει να πα, χωρίς να στερεωθεί εις το ρηγάτον Βουστρ. (Κεχ.) 9416· Δύο και μόνα είχεν όλον όλον εις τον νουν του· πώς να αρέσει των αφεντάδων του διά να στερεωθεί εις το πατριαρχείον … Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9117· δ) βεβαιώνομαι: Διά την καλήν κομόδιταν οπού ’βρα εις αυτόν σου,| γράφω και στερεώννομαι όλος τέλεια δικός σου Κυπρ. ερωτ. 1354. 3) (Μεταφ.) στηρίζομαι σε κ.: η ανάστασις και η αιώνιός μας σωτηρία ... βεβαιώνουνται και στερεώνουνται εις την αληθινήν ανάστασιν του Χριστού Χριστ. διδασκ. 75+σημ.· να ενθυμούμεσθεν πως οδιά την σωτηρίαν μας τοσαύτα εκατόρθωσε (ενν. ο Ιησούς Χριστός) και να στερεωνόμεσθεν εις την ελπίδα οπού έχομεν εις Αυτόν να μας σώσει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 15. 4) α) Ισχυροποιούμαι, ανασυντάσσομαι: Βάνουνται, στερεώνουνται και δύναμιν επήραν,| γυρίζουν οι γενίτσαροι και βάνουν τους στην μέσην,| και πολεμίζουν δυνατά έως δύσεμαν ηλίου Παρασπ., Βάρν. C 400· β) δυναμώνω· συνέρχομαι, αναρρώνω: Εστερεώθη η καρδία του τραγογένη· εξέβην κέρατον εις το ’φθιν του· επλατύνθη το στόμα του ως ο φούρνος Σπανός (Eideneier) A 76· Εις τρόμον ιέρακος ... Θρέψον δε αυτόν ευθύς· πλην χοίρειον μη δώσῃς αυτῴ, έως ου στερεωθῄ Ορνεοσ. 55829· (σε παρομοίωση): Εστερεώθη ως πέτρα η καρδία σου Σπανός (Eideneier) D 342. Φρ. 1) Στεριώνω βουλή = αποφασίζω: Μ’ αν απεθάνει, καταπώς βουλή έχει στεριωμένη,| ποιο μου μοιράδι ζωντανό στον κόσμο μ’ απομένει; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 363. 2) Στεριώνω γυναίκα = παντρεύομαι: για να δει την ευγενειά και την πολλήν της γνώση,| ηθέλησεν κι επήρε την, γυναίκα να στεριώσει! Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1774. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Σταθερός, αμετακίνητος, ακλόνητος: πηδά (ενν. ο Έκτωρ) εκ της αμάξης (παραλ. 1 στ.) εις την γην την στερεωμένην Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [39]· ένι τούτον το πουλλίν (ενν. το φενίτσε) τόσον στεριωμένον και φερμιασμένον, ότι δεν σκαλεύγει, αμμέ αφήννει και καύγεται, διατί ξεύρει το φυσικά ότι μέλλει να ξαναγενεί Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 132· β) στηριγμένος επαρκώς· οχυρωμένος: πύργον μέσον έστεσεν πλήρη πολλών επαίνων,| ένδοξον έργον, φοβερόν, λίαν στερεωμένον Διγ. Α 4231. 2) (Μεταφ.) α) ισχυρός, εδραιωμένος: να στέκει στεριωμένη| η αυθεντιά μου δυνατά σ’ όλην την οικουμένη Αλεξ.2 757· Εκάθισε και αφέντεψε καλά στερεωμένος| ωσάν αφέντης άξιος και ευημερημένος Ιστ. Βλαχ. 375· β) βασισμένος σε: Η βουλή σου εις έ́́́́ μερτικά πρέπει να μοιραστεί: Το ά́ εις κανέναν καλόν εξήγημαν ..., το δ́ να φέρεις οξόμπλιν εις όμοιον έργον στερεωμένον Ξόμπλιν φ. 138v· γ) βέβαιος, σίγουρος, διασφαλισμένος: ο λόγος εκ το στόμα σου να είν’ βεβαιωμένος,| δίκαιος και αληθινός, καλά στερεωμένος Ιστ. Βλαχ. 1558· ζητά ο ρήγας της Κύπρου την αγάπην, η ποία αγάπη να είναι αληθινή και στερεωμένη Μαχ. 13435· Υιέ μου, πάντα προτιμού, στρέφε τό σε δανείζουν,| και ούτως να είσαι δυνατός, να είσαι και στερεωμένος| και, όταν βιάζεσαι πολλά, να εύρεις να σου δανείζουν Διδ. Σολ. P 68· εκάμασι καπίτουλα, να είναι βεβαιωμένοι,| πιστοί τε και αληθινοί, καλά στερεωμένοι Διακρούσ. (Κακλ.) 606· δ) προσηλωμένος, σταθερός· αφοσιωμένος: Μηδέν ρίψεις ουδέ να πάρεις το βλέμμα αξάφνου απού πάνω κανενού κορμιού ουδέ ακομή να το κρατήσεις πολλά στερεωμένον, αμμέ με τίποτες συγκερασμόν το μοβίασε κατά το πρέπει εις τα λόγια τά λαλεί Ξόμπλιν φ. 136v· εάν λάχει τινάς και πέσει εις αυτόν (ενν. τον έρωτα) … Πάντα είναι ο νους του στερεωμένος εις την αγάπην Διγ. Άνδρ. 34121· ο Θεός ήξευρεν αυτόν ότι είναι αγέλαστος και στερεωμένος εις Θεόν, και τότε άφησεν αυτόν (ενν. τον διάβολον) να κοπιάζει κάκως κακού Βίος Φιλαρ. 238· ε) ισορροπημένος, πνευματικά υγιής: οπού θέλει να κάμει διαθήκην, εάν και ασθενεί, αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. 3) (Νομ., προκ. για ενέργεια, πράξη) α) έγκυρος· εγκεκριμένος: ποία πούληση χρη έσται στερεωμένη και ποία πούληση ένι αστερέωτη και άκαιρη, κατά το κείμενον και κατά την ασσίζαν Ασσίζ. 25019· Πελάγιος, του Ουλβανού επίσκοπος, του αυτού λεγατίου εξουσιαστής, έκδωκεν, και η ποίησις αυτού υπήρχεν υπό της καθέδρας της αποστολικής στερεωμένη … Διάτ. Κυπρ. 50422· β) αποδεκτός, σεβαστός: πάντα τα στοιχήματα οπού όκε εναντιούνται του νόμου, πρέπει και εντέχεται να ένι στερεωμένα και κρατημένα Ασσίζ. 29428. — Βλ. και στερρώ.
       
  • στουπίον
    το, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7214, 15, Επιστ. 16. αι. 1329, Γιατροσ. Ιβ. 106, Διγ. Άνδρ. 37228‑29, Μπερτολδίνος 104· στουπί, Απόκοπ.2 218· στουππίν, Μαχ. 19212.
    Από το αρχ. ουσ. στυππείον (απ. με διάφ. γρ. βλ. L‑S) με τροπή του υ σε ου (Μπαμπιν., Ετυμ. λεξ., λ. στουπί, βλ. και Μωυσιάδης, Ετυμ. 261, σημ. 53)· απλοποιημένη γρ. Ο τ. στουπί στο Βλάχ. (στουππί) και σήμ. Ο τ. στουππίν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. στουππί(ν), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Η λ. σε επιγρ. (L‑S Suppl., λ. στυππείον, Montanari, Λεξ., λ. στυππείον), τον 7. αι. (LBG, λ. και γρ. στουππίον) και στο Du Cange (λ. στουπή).
    Μάζα από υφαντικές ίνες λιναριού ή κανναβιού για διάφορες χρήσεις· (1) για την περιποίηση τραυμάτων: Βράσε αμολόχα εις το νερόν, έπειτα στούπισε και τύλιξέ την εις τα στουπία, εις τα οποία βάλε καμπόσον λάδι, θες τα εις το πρήσμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 238· άλλαι δε (ενν. γυναίκες) εκρατούσαν ωά και στουπιά, και τους λαβωμένους ιάτρευον Καναν. (Pinto) 478· (2) ως εύφλεκτο υλικό: παίρνει (ενν. ο Δανιήλ) ρετσίνι και πίσσα και στουπία και ανάφτει τα και ρίχνει τα μέσα εις το στόμα του δράκου και παρευθύς εψόφησε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 219v· (σε παρομοίωση): ποτέ δεν αγαπά (ενν. ο άντρας) μ’ ορθήν εμπιστοσύνη,| μα σα στουπί να καίγεται και ν’ άφτει και να σβήνει Φαλιέρ., Ιστ.2 348· (3) για το φράξιμο ρωγμών ή ανοιγμάτων, για καλαφάτισμα: Τότες την εσφαλίσασι (ενν. την κασέλα) και όλη την εγυρίσαν| κι έτις και λίγο με στουπί την εκαλαφατίσαν| και, για να μηνε βρέχεται, εισμίον την επισσώσαν (παραλ. 2 στ.), και τότες τηνε πιάνουσιν, εις τον γιαλόν τη ρίκτου Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 940.
       
  • τειχίον
    το, Χρον. Μορ. H 1483, 8431, Χρον. Μορ. P 1462, 2053, 8310, 8398, 8407, Μαχ. 707, 5002, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 69, Zygomalas, Synopsis 198 Θ 1 δις, 199 Θ 1, 210 Κ 32, 259 Π 1, 301 Φ 15, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 226, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1830, Δωρ. Μον. XXIX δις, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1120, 1131, 1229, 1582, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4818, 57625, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14120· τειχί, Παϊσ., Ιστ. Σινά 323, 1354, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1350· τειχίο, Πορτολ. A 22514· τειχιό, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 984, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16618, 2232, 28329, 4157, 48826, κ.π.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. θ’ 25· τειχίο(ν), Θησ. (Foll.) I 84, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1750, 1854, Βεντράμ., Φιλ. 317, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Αχέλ. 1158, Κώδ. Χρονογρ. 691, Χρον. σουλτ. 3020, Ιστ. πατρ. 1607, 16622, Μ. Χρονογρ. 334, 6, Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 110204, 111207, Διακρούσ. (Κακλ.) 410, 482, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2314, 2316, 7338· τειχιό(ν), Θησ. (Foll.) I 88 δις, 89, 112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 366, Σκλάβ. 178, Πηγά, Χρυσοπ. 121 (34), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 126, Δ́ 569, 583, Χορ. δ’ 741, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 4, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 1069, Δ́ 920, Στάθ. (Martini) Ά́ 96, Ιντ. β’ 116, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 529, Γ́ 58, Έ́ 27, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 32, Β́ 291, Γ́ 341, Έ́ 52, 70, 371, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 553· τειχιόν, Βυζ. Ιλιάδ. 1027, Αχέλ. 464, 1615, 1669, 2122, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 695, 845, Θρ. Κύπρ. M 342, Προσκυν. Ιβ. 535 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 323.
    Το αρχ. ουσ. τειχίον. Ο τ. τειχίο και σήμ. Ο τ. τειχιό στο Βλάχ. (γρ. τειχειό) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 341). Τ. τει#03ιόν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 227, λ. τει#03#12όν).
    1) α) Τοίχος κτίσματος: Μάθε λοιπόν το ψήλωμαν ποτάπον έν’ του πύργου| και πώς τον εσυνήργησεν εκείνος ο τεχνίτης.| Το ύψος άνω ανέβασεν οργίας ενενήντα,| το πλάτος γαρ το έσωθεν τριάκοντα οργίας,| το πάχος του τειχίου του οργίες είναι δέκα Φλώρ. 1344· οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι| και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 190· έκφρ. το τειχιό τειχιό = (επιρρ., εδώ για σκαρφάλωμα στο τοίχο) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κατά μήκος του τοίχου: Ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παρεθύρι,| για νά ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 328· β) (συνεκδ.) κτήριο, κατασκευή, οικοδόμημα: Μαρτύρων Τεσσαράκοντα είναι η εκκλησία,| τειχίον ωραιότατον και με πολλά κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 236. 2) α) Τείχος πόλης: ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Αντραβίδα) εις τον κάμπον,| ούτε πύργος ούτε τειχία έναι ποσώς εις αύτην Χρον. Μορ. P 1429· Η Κωνσταντινόπολη έχει αχαμνά τειχία, γλήγορα παίρνεται, μόνο τα καστέλλια την φυλάγουν Επιστ. 16. αι. 1583· ο νόμος της πατρίδας μας ο παλαιός ετότες| έκαμε απόξω οχ τα τειχιά να στέκουσι οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 334· (σε παρομοίωση): ευρίσκομεν το Κάριος εις δύο πόλεις ... Είναι γουν και αι δύο εις το αριστερόν μέρος του ποταμού και έχουσι τον ποταμόν ωσάν τειχίον Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13711· ο τόπος ούτος καλός και επιτήδειος, ευρισκόμενος εις το παραπόταμον του Ντούναβη, όντας ωσάν ένα τειχίον όλης της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· β) (συνεκδ.) περιτειχισμένη, οχυρή πόλη: Τριγύρου όλα τα τειχιά Τουρκιά ’τον γεμωσμένα,| η Χώρα όλη γέμισεν, ήτον μεγάλη πένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 385· γ) έπαλξη τείχους: άνωθεν τούς είχασι (ενν. των Τουρκών) δυο φλάμπουρα παρμένα| οπού ’χασιν εις το τειχιόν απόκοτοι μπημένα Αχέλ. 689· ευρέθη ο ... Χαϊδάρ πασιάς οπού επολέμα εις ένα μέρος της αυτής Λευκωσίας απάνω εις τα τειχία· διότι η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο ... απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5224· οι Ρωμαίοι απομέσα επολεμούσανε και αντιστέκανε και ερρίχνασι απάνω εις το πλήθος των Τουρκών φωτίες αρτιφιτσιάλους με βοτάνι και τειάφι· τα οποία τα ερρίχνασι απάνω από τα τειχία Χρον. σουλτ. 7921· δ) περίβολος μοναστηριού: Κεκόλληνται δε και οι τρεις (ενν. ναοί) τῳ του μοναστηρίου| τειχίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1126. 3) Φράχτης, εμπόδιο· (σε παρομοίωση): η ψυχή οπού στέκεται εις τούτο το κορμί είναι ωσάν ένα φυλακωμένον, είναι τριγυρισμένη απ’ αυτήν την σάρκα, ωσάν από τόσα τειχιά Ροδινός (Βαλ.) 70· (εδώ μεταφ. προκ. για τα μαλλιά της κόρης που κρύβουν το πρόσωπό της): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 4) (Μεταφ., για πρόσωπα) στήριγμα, προστασία: Τειχίον είσαι των παρθένων, ω Θεοτόκε παρθένε, και ολωνών οπού τρέχουσιν εις εσένα Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 1404. — Βλ. και τοιχίον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης