Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- επιπίπτω.
- Το αρχ. επιπίπτω.
(Με αιτιατ. αντί δοτ.) πιέζω κάπ. (για να ενεργήσει κ.· πβ. τη σημερ. χρ. πέσαν απάνω μου όλοι [για να ...]): και άλλοι των αιχμαλώτων ουκ ολίγοι επέπεσον ημάς και εδέθημεν εις αυτούς και εδουλώθημεν Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15660.παραλόγως,- επίρρ., Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15446, Ιστ. πατρ. 1831.
Το αρχ. επίρρ. παραλόγως.
α) Χωρίς καμιά λογική, παράλογα: Ο δε μέγας κοντόσταβλος αυτού (ενν. του τυράννου) ουκ ηθέλησεν ακούσαι· και γαρ παραλόγως επρόσταττεν Δούκ. 3371· β) χωρίς λογική αιτία: ο πατήρ σου, ο βασιλεύς, εμέναν παραλόγως,| αδίκως κατεδίκασεν πυρί παραδοθήναι Φλώρ. 479.παρατείνω.- Το αρχ. παρατείνω. Η λ. και σήμ.
Α´ (Μτβ.) (προκ. για αφήγηση) εκτείνω, επιμηκύνω: Τον λόγον επαράτεινα και την γραφήν εποίκα| προς τους αναγινώσκοντας να κατοκνήσει τάχα Καλλίμ. 2392. Β́ (Αμτβ.) διαρκώ περισσότερο: η ζωή σου η αναγκαία εν ευδαιμονίᾳ παρατείνει ... έτη πολλά διά της αενάου ελεημοσύνης Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15899.παρρησιάζω,- Σπαν. B 130, Κομν., Διδασκ. Δ 162, Θησ. Β́ [901], Χρονογρ. (Λαμψ.) 246, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 50v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 9, 352, Μπερτόλδος 39.
[Το αρχ. παρρησιάζομαι. Το ενεργ. ήδη μτγν. Τ. παρρησιάντζομαι σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου 140, λ. παρησιάζω). Η λ. σε έγγρ. του 17. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, <1962> 1965, 134), 18. (Παπαστάθης, Αφ. Κριαρ. 259) και 19. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, <1968> 1972, 34, Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 241) και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., λ. παρησιάζομαι και Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., λ. παρησιάζω ‑ομαι).]
I. Ενεργ. 1) Παρουσιάζω κ. με θάρρος, φανερώνω, ομολογώ: εγώ δεν κρύπτω την αμαρτίαν μου, αλλά μάλλον την παρρησιάζω κατέμπροσθέν σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 197v. 2) (Προκ. για ιστορία) παρουσιάζω, κοινολογώ· εκθέτω, αφηγούμαι: Και ως ουκ έπρεπεν ουδέ ήτον| άξιον να μην παρρησιάσω| την υπόθεσιν και τέχνας| του καλού πατρός εκείνου,| άγραφον να την αφήσω,| έγραψά την παραυτίκα Πτωχολ. α 967. 3) Καταθέτω ως μάρτυρας· (εδώ σε εκκλησιαστική αρχή): όταν μαρτυρήσουν (ενν. οι μάρτυρες), εάν θέλουσιν, εις αφορισμόν, μήπως και το κάνουν εχθροπαθώς ή διά δώρα, τότε γίνεται, όταν το παρρησιάσουν μεθ’ όρκου, απόφασή τους Νομοκριτ. 112. IΙ. Μέσ. Α´ Αμτβ. 1) Μιλώ με θάρρος, με παρρησία: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 98, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8719-20. 2) Αποκτώ θάρρος, οικειότητα, εμπιστοσύνη (σε κάπ.): Η προσευχή προς τον Θεόν μεγάλως οικειούται·| οπόταν γαρ η προσευχή γίνητ’ από καρδίας,| ώσπερ οπού συνομιλεί τον κύριν του πολλάκις,| θαρρεί, παρρησιάζεται, ως έθος προς εκείνον,| ούτως ο προσευχόμενος και ψάλλων καταμόνας| λαμβάνει χάριν εκ Θεού, ευρίσκει παρρησίαν Σπαν. A 133. 3) α) Παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι με θάρρος, ελεύθερα: ο άνθρωπος ο δίκαιος, οπόταν πέσει εις αμαρτίαν, φοβείται και κρυβύνεται από τον φόβον του Θεού ..., οπόταν πάλιν ο άνθρωπος αρχινήσει και κάμει αρετήν ..., τότες παρρησιάζεται πάλιν εις τον Θεόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 59v· β) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δημόσια: Εκείνη δε (ενν. η αυτοκράτειρα) ουκ ηγάπα παρρησιάζεσθαι, αλλ’ ήθελεν εντός του οίκου αυτής ευρίσκεσθαι. ... Ειδέ και διά την της βασιλείας χρήσιν ανάγκη ην παρρησιασθήναι, τότε από της εντροπής τα μάγουλα αυτής εκοκκίνιζον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 155, 156· γ) παρουσιάζομαι (μπροστά σε κάπ.): ο βασιλεύς πέμπει διά ταύτον (ενν. τον Μπερτολδίνον), και εκείνος παρρησιάζεται ομπροσθά Μπερτολδίνος 160· αποφάσισαν να παρρησιασθούν εις την βασίλισσαν και να της διηγηθούν το έργον Μπερτόλδος 40. 4) Αποκτώ δικαιοδοσία, εξουσία: το μικρότερον τό επάρει άνθρωπος κρυφά και φάγει αυτό, γράφουν αυτό οι δαίμονες, και εις την ανάβασιν της ψυχής, τότε έρχονται οι δαίμονες και φέρουσι τα χειρόγραφα αυτών και δεικνύουσιν αυτά των αγίων αγγέλων και παρρησιάζονται και αρπάζουσιν την ψυχήν από τας χείρας των αγγέλων Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 61. 5) Υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι: επαρρησιάσατο και ως δοκόφρων εματαιολόγησεν Κανον. διατ. Α 2085. Β́ (Μτβ.) παρουσιάζω, φανερώνω κ. δημόσια: ευκαιρίαν ευρών διά το τους βασιλείς περισπωμένους υπάρχειν ..., την αίρεσιν αυτού επαρρησιάσατο, ήν είχεν υποκεκρυμμένην χρονούς ικανούς, και νομοθέτης αυτών και διδάσκαλος εγένετο Ψευδο-Σφρ. 43822. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Εντυπωσιακός, μεγαλοπρεπής: Οι άρχοντες οι προεστοί θέλουν να τον τιμήσουν,| ένα αμάξι πλούσιον, πολλά παρρησιασμένον,| εποίκαν και ηφέραν το, κει πού ’τον ο Θησέος,| τέτοιο ου φάνηκε ποτέ εις τον απάνου κόσμον Θησ. Β’ [212]· Άρχοντες, αρχοντόπουλα έτρεχαν εις τον μόλον·| να είδες άμετρον χαράν, παρρησιασμένον στόλον| και παλληκάρια έμορφα, μυριοχαριτωμένα| εις την αρμάδαν έτρεχαν καλά λουρικωμένα Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 144· Η κεφαλή του Λυτρωτού πέλει ζωγραφισμένη| μεγίστη, ωραιόμορφος, πεπαρρησιασμένη Παϊσ., Ιστ. Σινά 944. 2) Αναγνωρισμένος, διακεκριμένος, ονομαστός: άριστος ψάλτης πεπαρρησιασμένος εν τέχνῃ Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15433. 3) Τίμιος· άμεμπτος, αναμάρτητος: Διατί να μην έχεις πρόσωπον παρρησιασμένον και καθαρόν, αμή να πλάττεσαι, να είσαι πανουκλιασμένος και να παραδέρνεις μέχρι θανάτου ...; Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 20629. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = θαρραλέα, ελεύθερη έκφραση (γνώμης), παρρησία: Δεν υποφέροντες δε οι αλιτήριοι το πεπαρρησιασμένον της γνώμης του, αλλά ορμήσαντες με βίαν προς την ανδρείαν της ψυχής του, έδωσάν τον τόσας πληγάς όσας ηδύνατο να δεχθεί εκείνο το κορμί Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 124.πειράζω,- Καλλίμ. 716, Διγ. (Trapp) Gr. 12, 272, Διγ. Z 4028, Σαχλ., Αφήγ. 313, Φυσιολ. (Legr.) 917, Φαλιέρ., Ιστ.2 591, 633, Χούμνου, Κοσμογ. 1184, 2236, Αλεξ. 742, Συναξ. γυν. 28, 1107, Βεντράμ., Γυν. 52, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 456, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [310], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 25r, 305r, Ιστ. πατρ. 943, Κυπρ. ερωτ. 383, 9038, 13319, Πανώρ. Β́ 253, Γ́ 460, Πιστ. βοσκ. I 1, 380, Σταυριν. 516, Ιστ. Βλαχ. 2641, Διγ. Άνδρ. 3249, 33219, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 631, 752, 1693, Β́ 859, Δ́ 114, 145, Έ́ 339, 734, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 320, Διαθ. Νίκωνος 25116, Στάθ. (Martini) Γ́ 126, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61v, 29r, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 711, Β́ 158, Νομοκριτ. 74, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [566], Γ́ [111], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172, 401, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 80, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 108, Β́ 200, Δ́ 179, Έ́ 362, Διγ. O 1804, Διακρούσ. 9215, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 34214, 56626, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 24, Μάρκ. έ 35, Μπερτόλδος 63, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15441, κ.π.α.· πειράζουμαι, Αλφ. 1091, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. έ́ 16· παθητ. αόρ. επειράστηκα, Ερωτοπ. 301· (ε)πειράστην, Κυπρ. ερωτ. 1913, 9318, 32· γ́ πληθ. παθητ. αορ. ’πειράκτησαν, Χούμνου, Κοσμογ. 2319· υποτ. παθητ. αορ. (να) πειρακτώ, Αχέλ. 1419, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8435‑36· πειραστώ, Ξόμπλιν φ. 123r, Πτωχολ. α 127· πειραχθώ, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 266r· Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 243· πειραχτώ, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 339· γ́ πληθ. υποτ. παθητ. αορ. (να) πειρακτήκασιν, Μυστ. παθ. 33· μτχ. ενεργ. ενεστ. πειράζουντας, Ιστ. Βλαχ. 1802· μτχ. παρκ. πειραγμένος· πειρασμένος, Πηγά, Χρυσοπ. 81 (29), Κυπρ. ερωτ. 253· απαρέμφ. παθητ. αορ. πειρακτεί, Μυστ. παθ. 27, Αχέλ. 287· πειρασθήν, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3616.
[Το αρχ. πειράζω. Η λ. και σήμ.]
I. Ενεργ. (Μτβ.) 1) υποβάλλω, θέτω σε δοκιμασία κάπ. (η σημασ. ήδη μτγν.): Εγίνετον ο Ισαάκ στους χρόνους δεκοκτάρι (παραλ. 1 στ.).| Με δοκιμήν ο Κύριος τον Αβραάμ πειράζει,| «Αβραάμ, Αβραάμ», του σύντυχε, σύντομα τονε κράζει,| «θέλω αυτόν τον Ισαάκ θυσίαν να τον κάμεις, ...» Χούμνου, Κοσμογ. 1239· Πόσα ’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,| εις τη φτωχή την Αρετή πως ήτο μπιστεμένη,| και πάλι θε να καλοδεί και θε να την πειράξει| αν είναι κι αγαπά τονε γή λογισμό αν αλλάξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 721. 2) Βάζω σε πειρασμό κάπ. (η σημασ. ήδη μτγν.): επειδή ... ο Χριστός υπόμεινεν πολλούς και μεγάλους πειρασμούς, ου μόνον παρά ανθρώπων αλλά και υπό του διαβόλου, ... και ημείς οφείλομεν πειραχθήναι και υπομένειν τα πάντα γενναίως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 344v· τους επτωχούς τους μοναχούς για δε τους αγαπάτε,| διότι ο διάβολος κάμνει και τους μισάτε·| ότι εκείνος τους μισεί και πάντα τους πειράζει Ιστ. Βλαχ. 1801. 3) α) Βάζω σε ερωτικό πειρασμό, προσπαθώ να προκαλέσω ερωτικά κάπ.: Πολλά τον εδικίμασε (ενν. η γυναίκα του Πεντεφρή τον Ιωσήφ), πειράζει, ανακατώνει,| και αυτός με αγανάκτησιν ’κ τα χέρια της γλυτώνει Χούμνου, Κοσμογ. 1669· η γυναίκα του (ενν. του Ουρίου) η Βηρσαβεέ τον επείραζεν διά να κάμει μετ’ αυτήν, και αυτός δεν ηθέλησεν, διότι είχανε συνήθειαν είτις θέλει να υπάγει εις τον πόλεμον να μηδέν σμιχτεί την γυναίκα του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 379r· β) «παρενοχλώ» σεξουαλικά: εγώ είμαι εκείνος απού έσφαξα το παιδίν σου, οδιά να σε κάμω να θανατώσεις εκείνη την αγίαν γυναίκα, την οποίαν επείραξα εγώ πολλά οδιά να έλθει εις το θέλημά μου, και επειδή δεν ήθελεν ... επήγα κι έσφαξα το παιδίον ..., οδιά να θαρρέψεις πως αυτήνη το εθανάτωσε και να τηνε αποκτείνεις Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 424. 4) α) Ταλαιπωρώ, βασανίζω κάπ.: Σαν τη γυναίκαν αρπετό στον κόσμο δεν εφάνη| ... αγριότερο ...| Μήδ’ άλλον εις το φυσικό λογιάζω να τση μοιάζει,| γιατί με δίχως διάκριση τον άνθρωπο πειράζει (παραλ. 4 στ.). Ποτέ δεν κοντεντάρουνται (ενν. οι γυναίκες), μα πάντα μουρμουρίζου,| μαλώνουσι, φωνιάζουσι, γρινιάζου και μανίζου Πανώρ. Β́ 4· δε θέλω πλιο να στέκω να πειράζω| μια πρικαμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 525· (προκ. για αρρώστια): αρρωστιά εσυνέβη| της κόρης και αναπαύεται αδύνατη στην κλίνην·| και τέτοια ανάγκη δυνατή πειράζει το κοράσιον,| ότι ουκ αναπαύεται νύκταν ουδέ ημέραν Φλώρ. 1689· β) στενοχωρώ: Κι αν είν’ και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε, (ενν. κύρη μου)| λησμόνησε το σφάλμα μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 833· γ) (προκ. για αμαρτία) βαραίνω: Μεγάλο πράγμα ο κακός καιρός να μην σκολάζει·| μα την αλήθεια, τίβοτας κρίμα μασε πειράζει| κι είναι μας χρεία να πάγομε θυσία χωρίς άλλο| προς το θεό της θάλασσας Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 14· δ) κουράζω: Στράταν ποτέ περιπατών κάποιος στρατοκόπος,| η στράτα τον επείραξε και ο πολύς ο κόπος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 462· (σε προσωποπ.): Κοντύλι, φίλε μου ακριβέ, καιρός έν’ να σε πιάσω| μα σου μηδέν το βαρεθείς αν είν’ και σε πειράσω·| διατί πάντα τα πάθη μου μ’ εσέν αποδιαβάζω Κυπρ. ερωτ. 1322· 5) α) Βλάπτω, κάνω κακό σε κάπ.: Ο σουλτάνος ... δεν είχε τροφές ... και έβαλε διαλαλημό εισέ όλα τα χωρία, ότι να φέρουνε ψωμία, ... κριάτα, να πουλήσει όσα θέλει κaθένας και τινάς να μην τους πειράξει. Τότε ... εδράμανε πολλοί χριστιανοί και επιστέψανε ... και ηφέρανε φαγητά Χρον. σουλτ. 1071· τότε και από τη Μύκονο παγαίνει (ενν. ο πασάς).| Δίδουν του το κανίσκι και μισσεύει| και αυτούς να τσι πειράξει δε γυρεύει Λεηλ. Παροικ. 672· Αγαπάτε τους εχθρούς σας· ... και παρακαλείτε διά εκείνους οπού σας πειράζουν και σας κατατρέχουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 44· β1) επιτίθεμαι, κάνω πολεμική επιδρομή: Ο βασιλιάς είναι νεκρός; Ω ...| (παραλ. 1 στ.) Αίγυπτος, κακό τό ’παθες και τις να σε φυλάξει,| γή ποιος από τσι βασιλιούς δε θέλει σε πειράξει; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 294· ο σουλτάν Μεεμέτης,| τον Μιχαήλ παρακαλεί να μη γενεί προπέτης,| να μη πειράξει πλεότερον τα κάστρη, την Τουρκίαν Σταυριν. 535· β2) λεηλατώ: Οι Ούγγροι άρχιζαν να εβγαίνουσι να πειράζουσι τα σύνορα της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· έκτισεν ένα μεγάλον χάνι ... έξω από την χώραν της Δαμασκού, ... και εκεί μέσα έβαλε τους γιανιτσάρους να τρέφονται ... με βασιλικά τροφήματα, διά να μην έχωσιν αφορμήν να πειράζουσιν εκείνην την πλουσιοτάτην χώραν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 391. 6) α) Ενοχλώ: λέγει εκείνος ο άδικος κριτής ...: ας κάμω εκείνο οπού μου γυρεύει (ενν. η χήρα γυναίκα) διά να μην έρχεται πάντοτε έως τέλος να με πειράζει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 364v· μα οι συντροφιές για λόγου του (ενν. του Ρώκριτου) έτοιο καιρό δεν ήσα·| γιατί η φιλοξεφάντωση, πολλά τονε πειράζει| και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον πόθο να λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 825· Μη με ξυπνάς, να με χαρείς, να ζήσεις αφεντάκη,| μη με πειράζεις, άφησ’ με να κοιμηθώ δαμάκι Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 488· β) κοροϊδεύω: Σαλιάρη μ’ ονομάζεις;| Πώς ηύρες με του μόδου σου και θε να με πειράζεις! Κατζ. Δ́ 311· γ) (προκ. για άλογο) σπιρουνίζω: Τούτα ’πεν (ενν. η Μαξιμίλλα) και το άλογο κρούει με πτερνιστήρι (παραλ. 3 στ.). Ο Διγενής στοχάζεται αυτήν και της φωνάζει| το άλογο ’πού κάθεται πολλά μην το πειράζει Διγ. O 2810. 7) (Προκ. για έντονο συναίσθημα που εμποδίζει κάπ. να κρίνει σωστά) παραπλανώ, «τυφλώνω»: Έτοιας λογής η πεθυμιά και ο πόθος τους πειράζει,| που τ’ άσπρο μαύρο λέσινε, το δροσερό πως βράζει·| δε γνώθουσι τη διαφοράν, οπού ’ναι πλια παρ’ άλλη,| από ένα δουλευτή μικρό σε μια κερά μεγάλη,| μα λογαριάζουν προξενιά του αφέντη να μηνύσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 701· (σε προσωποπ.): μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου| και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:| τούτες την πεθυμιά πετού,| ... (παραλ. 9 στ.). Και τούτη η πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει| και πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά, όντε βράζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 343· Με πόσες στράτες μας γελά (ενν. ο Έρωτας), με πόσες μας πειράζει,| πώς μασε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει! Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1041. 8) (Νομ.) α) καταγγέλλω, μηνύω κάπ.: Αν εύρει (ενν. ο δανειστής) άλλα είδητα του αποθαμένου ή του ζωντανού, επαίρνει· ειδέ ουδέν εύρει τίποτες, δεν πειράζει τον προλαβόντα Νομοκριτ. 97· β) καταδικάζω, τιμωρώ: Δούλος τινός έκαμε παζάρι προς άλλον και εγέλασέν τον ... Ελευθερώθη ο δούλος. Κρίνεται τούτος που εζημιώθη με τον αυθέντην που είχε τον δούλον. Ο νόμος ορίζει να μην πειραχθεί τίποτε Zygomalas, Synopsis 170 Δ 42. 9) (Με βουλητική πρόταση) επιχειρώ, προσπαθώ να ...: δε μπορώ να κοιμηθώ,| κερά μου όντα σε θυμηθώ.| Το λοιπόν μηδέ πειράζεις| το κορμί μου να κολάζεις·| μετά μένα αγαπήσου,| για να μ’ έχεις δουλευτή σου Αγν., Ποιήμ. Β́ 61. II. Μέσ. Α´ Αμτβ. 1) Υφίσταμαι πειρασμό, δοκιμασία: Ο δε λογικός και φοβούμενος τον Θεόν σχολάζει αδιαλείπτως τῳ Θεῴ υποφέρων τους πειρασμούς τους επερχομένους αυτῴ. Πολλοί γαρ πειραζόμενοι κι υποφέροντες πλείονα μισθόν λήψονται, ως ο μακάριος Ιώβ Φυσιολ. (Zur.) XLIII 318. 2) Υποβάλλομαι σε δοκιμασία· κινδυνεύω: ο Θεός ...| ... μας εβοήθησεν, και ουδέν εποίησέν μας (ενν. ο δράκος).| Και είδετε, παλληκάρια μου, μόνος πώς επειράσθην| και εσείς αλλού ηυρίσκεσθε και μετ’ εμέν ουκ ήσθε Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1748. 3) α) Βασανίζομαι, υποφέρω: έπαθες, επειράστηκες, είδες ανάγκες τόσες,| και τόσα ουκ εσπαράχθηκες από λιγοθυμίας,| και τώρα τι λιγοθυμείς ...; Λίβ. N 3180· (προκ. για ερωτικό συναίσθημα): θρηνών και κλαίων (ενν. ο Φλώριος) έλεγεν: «Καρδιά μου πονεμένη,| (παραλ. 7 στ.) δι’ εσέν, καρδιά, πειράζεται (ενν. η κόρη Πλάτζια-Φλώρα) και δι’ εσέν παθάνει Φλώρ. 512· Γύπαρη, ογιά ν’ αναπαγείς ...| (παραλ. 1 στ.) κι ογιά να μην πειράζεσαι κι εμέ να βασανίζεις,| σου λέγω αγάπην από με ποτέ σου μην ορπίζεις Πανώρ. Β́ 369· β) (προκ. για τη μεταθανάτια ζωή) βασανίζομαι· τιμωρούμαι: οι θεοί των Ελλήνων ... εις τον Τάρταρον πειράζουνται με τον διάβολον από ορισμόν του Θεού Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4612· Ως πότε να πειράζονται οι αμαρτωλοί στον Άδην| και τα πουλιά στην έρημον και ’γώ, κυρά, για σένα; Ch. pop. 388· γ) περνώ μια δοκιμασία, «παθαίνω»: ο μύθος λέγ’: οι φρόνιμοι πρώτον σαν πειραχθούσι,| οι λόγοι και τα ψέματα πλέον δεν τους γελούσι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2719. 4) Βλάπτομαι: στην χώραν να εμπούσιν (ενν. οι χριστιανοί),| χωρίς να τους εγνώσουσιν (ενν. οι Τούρκοι), όχι να πειρακτούσιν Αχέλ. 1419· (προκ. για ασθένεια): ηρώτησε (ενν. ο ασθενής τον ιατρόν)· λέγει ’τι παροξύνθη| και τόσον επειράχθηκεν σαν να ’τον εις τα βύθη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 428. 5) Κουράζομαι, μπαίνω σε κόπο: αφέντη, τά μιλείς, πάψε ...| γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνο τον κόπο χάνεις. Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πε το του κυρού μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 491· Κάμνουσι και με άρμην μόνον τα άσπρα λάχανα, ... αμή είναι ... άνοστα, διά τούτο δεν κάθομαι και πειράζομαι ερμηνεύων άχρηστα πράγματα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 253· (με δευτερεύουσα πρόταση): Η Πολυξένη, η έμνοστη, τις να την καταλέξει;| Εύκαιρα να πειράζεται διά να την ερμηνεύσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2249. 6) (Με την πρόθ. με και αιτιατ.) έρχομαι σε πολεμική σύγκρουση με κάπ.: Πασάδες ... (παραλ. 5 στ.) συμβούλιον εκράξασιν κι εκάμαν να σταθούσι,| γαλιόταν οπού στείλασιν διά να καρτερούσι| και ώστε νά ’ρθει ορδινιά εκ τ’ αφεντός τα χείλη| μετ’ αύτους να πειράζουνταιν τ’ Αγιού Γιαννιού οι φίλοι Αχέλ. 1989. 7) (Νομ.) καταδικάζομαι: Περί γυναικός συκοφάντρας. Η γυνή, όταν κατηγορεί τιναν, είτε παρατηθεί την κατηγορίαν είτε νικηθεί και ουκ αποδείξει, δεν πειράζεται ως συκοφάντης, αμμή οι άνδρες καταδικάζονται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 623 ξή́ 3· Ειδέ συνεφώνησαν χρήματα, να μηδέν πουλεί το σημάδι, εάν το πουλήσει χωρίς το θέλημα του χρεωφειλέτου, ως κλέπτης πειράζεται Νομοκριτ. 96. Β́ Μτβ. 1) Βασανίζομαι, υποφέρω· (εδώ με σύστ. αντικ.): Τις είπει τας κακώσεις μου, τα πάθη μου συγγράψει,| τις ... τας εμάς αφηγηθεί πικρίας;| Και είτις θελήσει λεπτομερώς να γράψει τά επειράστην,| ας ψηλαφήσει, ας τα ιδεί, και ας τα καταλέξει Λίβ. N 3837. 2) Τιμωρούμαι· (εδώ με σύστ. αντικ.): από το κρούσμα εγροίκησεν (ενν. ο Λάμεχ) κι εσκότωσεν τον Κάι, (παραλ. 2 στ.) κι ύστερα στες γυναίκες του το κρίμα αναθιβάνει:| «Άνδρα στανιόν μου εσκότωσα· ...| ο κύρης ήτον, ξεύρετε, αυτούνος των γονιών μου. (παραλ. 2 στ.) και θέλω πειραχθήν πολλά εις τον Θεόν σωτήρα ...» Χούμνου, Κοσμογ. 277. Η μτχ. παρκ. πειραγμένος ως ουσ. = ανόητος, παλαβός ή «πειραγμένος» στο μυαλό(;): στέλνει (ενν. ο νοικοκύρης) τον δούλον να καλέσει ... από ... τες πλατείες ... της πόλεως, τους πτωχούς ... και αναπήρους, ήγουν τους πειραγμένους, τους ζουρλούς ... Πηγά, Χρυσοπ. 225 (48). Η μτχ. παθητ. ενεστ. ως επίθ. = που υποφέρει, βασανισμένος: Αρχόμεθα διήγησιν τινός πειραζομένου,| καρδιακού και πρακτικού και πολυαγαπημένου Καλλίμ. 2. Η μτχ. παθητ. παρκ. πειρασμένος ως επίθ. = α) βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, τυραννισμένος: Αλίμονον εις τον πτωχόν λαόν και τον ξενιτεμένον,| τον πειρασμένον περισσά και τον μαρτυρημένον Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 514· Ποιος ένι γιον εμένα πικραμμένος| και ποιος ως γιον εμένα μαρτυρίζει, (παραλ. 1 στ.) και τις έν’ γιον εμένα πειρασμένος; Κυπρ. ερωτ. 204· β) που υφίσταται κακό, αδικημένος: Βλέπεις, άνθρωπε, οπόταν είσαι αδικημένος, συκοφαντούμενος, πειρασμένος και εσύ ησυχάζεις και σιωπάς, πως ο Θεός απάνωθεν απολογάται και υπερμάχεται διά σένα Πηγά, Χρυσοπ. 162 (38)· γ) (σε παρομοίωση) ερεθισμένος, εξαγριωμένος: τους οφθαλμούς του ηγρίωσεν (ενν. ο νεότερος) ως λέων πειρασμένος Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 419.πλεονέκτημα- το.
Το αρχ. ουσ. πλεονέκτημα. Η λ. και σήμ.
α) Ανωτερότητα, υπεροχή: ο Αδάμ ήτον ο πρώτος άνθρωπος οπού έπλασεν ο Θεός ... και εχάρισέ του όλα τα χαρίσματα ... και έβγαινεν λάμψις από την ψυχήν του και έλαμπε και ήτον γεμάτη ενθύμησιν θείαν και έτρεχεν εις πάσαν φύσιν και διχώς αμαρτίαν το εδικό της πλεονέκτημα πάσα μιας έφθανε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 66v· β) (στον πληθ.) προτερήματα, αρετές: Ημείς διά παντός ακούομεν ... είναι σε οικείος του Κυρίου και εκπληροίς τας εντολάς αυτού προθύμως· τούτο δε κέκτησαι αενάως, ίνα και εν τῳ παρόντι τα μέλλοντα απολαύσεις ένεκα των πνευματικών σου πλεονεκτημάτων Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15215.προκοπή- η, Διδ. Σολ. Ρ 135, Σπαν. P 248, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 53, Γλυκά, Στ. 217, 352, Λόγ. παρηγ. L 273, 281, 285, Λόγ. παρηγ. O 287, 290, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 74, Σαχλ., Αφήγ. 29, Παρασπ., Βάρν. C 370. Αργυρ., Βάρν. K 371, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15432, Σοφιαν., Παιδαγ. 91, 105, 111, 116 δις, Μπερτολδίνος 129, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17034‑35, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1292], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50711, 51717.
Το μτγν. ουσ. προκοπή (για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG). Η λ. και σήμ.
1) Ανάπτυξη, καλλιέργεια: πολλάκις συνομιλούσαν (ενν. οι ασκηταί) μετ’ αυτού παρακινούντες τον (ενν. τον άγιον Νικόλαον) εις περισσοτέραν προκοπήν αρετής με ψυχωφελή διηγήματα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16373. 2) Πρόοδος, ευημερία (υλική και πνευματική): Εις λόγους και μαθήματα γύμναζε τον εαυτόν σου| και προκοπή σοι γένηται από των μαθημάτων Σπαν. B 173· διότι τα βιβλία είναι σύνεργα και εργαλεία της παιδεύσεως και της προκοπής και της φιλοσοφίας Σοφιαν., Παιδαγ. 110. 3) Αξίωμα, προαγωγή: Εάν τις … φονεύσει συγλητικόν ή στρατιώτην, κρίνεται εις το περί καθοσιώσεως έγκλημα … Και οι υιοί του άτιμοι, και ούτε εις στρατείαν, ούτε εις άλλου κληρονομίαν ερχόμενοι, ή εις καμίαν προκοπήν και τιμήν Zygomalas, Synopsis 299 Φ 6. 4) Φιλοπονία: Τέχνη πολλή και δύναμη και προκοπή μεγάλη| θε να ’χει εκείνος ο γιωργός απού στο νου ντου βάλει| να ξανανιώσει τα παλιά, καινούργια να τα κάμει,| και μέρα νύχτα θα κοπιά χέρια και πόδι’ αντάμι Πανώρ.2 Γ́ 311. 5) Προσόν, χάρισμα: ’πιδεξιότητα και παίδευσιν και κάλλος| και προκοπές αρίφνητες τάς έδειξεν, τάς είχεν (ενν. ο Πάρις) Βυζ. Ιλιάδ. 620. 6) Ωφέλεια, όφελος: σας παρακαλώ, γαληνότατοί μου αυθεντάδες, να μας δώσετε καλόν θέλημα να υπάμεν επειδή ατοί σας δεν ημπορείτε να λάβετε από τ’ εμάς καμίαν προκοπήν Μπερτολδίνος 168. Φρ. κάνω προκοπή, βλ. κάμνω (Φρ.).προσηγορία- η, Μάρκ., Βουλκ. 34329, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 158.
Το αρχ. ουσ. προσηγορία. Η λ. και σήμ. (λόγ.).
α) Ονομασία, όνομα: Hagia Sophia α 4485· β) προσωνυμία: Αγία Ζώνη πέφυκεν εκ της προσηγορίας| κλήσις αυ της θεόπαιδος και παρθένου Μαρίας Παϊσ., Ιστ. Σινά 203.σπλαγχνίζομαι,- Λόγ. παρηγ. L 597, 634, Λόγ. παρηγ. O 619, 652, Διγ. (Trapp) Gr. 414, 3533, Διγ. Ζ 4381, Σπανός (Eideneier) D 623, 640, Λίβ. διασκευή α 521, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2254, Χρον. Τόκκων 3136, 3213, 3724, Φυσιολ. (Zur.) VIII 15, Φυσιολ. (Kaim.) 16a7, 16b7, Μαχ. 28817, 53015, 57024, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 68, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15893, Βεντράμ., Γυν. 103, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30510, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 75r, 354v, Δεφ., Σωσ. 365, Βησσαρ., Διαθ. 23448, Χρον. 307, Μορεζ., Κλίνη φ. 115v, 324r, 400v, κ.α., Hist. imp. (Iadevaia) IIa 3464, Διον. ρήτ., Ιστ. 255, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13921, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1253, 14014‑15, Ψευδο-Σφρ. 5688 (έκδ. σπλαγχισθείς), Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17518, Χριστ. διδασκ. 421· σπλαχνίζομαι, Λίβ. Esc. 456, Φαλιέρ., Ιστ.2 612, Λίβ. Va 448, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6612, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 30411, Πηγά, Χρυσοπ. 321(1), 397(2), Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1533, Hist. imp. (Iadevaia) I 1246, Θυσ. (Bakk.-v Gem.) 298, 871, Διαθ. 17. αι. 380, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9417, 9986, κ.α., Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 162, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ά́ 41, ή́ 2, Παύλ. Ρωμ. θ́ 15· μτχ. ενεργ. ενεστ. σπλαγχνίζοντας, Μορεζ., Κλίνη φ. 262v.
Το μτγν. σπλαγχνίζομαι. Ο τ. σπλαχνίζομαι σε κείμ. του 18. αι. (Ρούσμ.-Σαβ. (Πρωτοπ.-Μπουμπ.) Κμ. Δ́ 223) και σήμ. λαϊκ. Τ. σπλαγνίζομαι σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Ερωτόκρ., Γλωσσάρ.). H λ. και σήμ. λαϊκ. και λογοτ. (ΧΛΝΓ).
Α´ Μτβ. 1) α) Συμπονώ, λυπάμαι κάπ. ή κ., αισθάνομαι συμπάθεια ή οίκτο για κάπ. ή κ., ελεώ κάπ.: Όταν δε ταύτα έλεγεν ο Δυσσεύς μετά θρήνους,| από την θλίψιν την πολλήν τήν είχεν, εις τον κόσμον| πούπετε ουκ ήτον άνθρωπος να μη τον εσπλαγχνίσθη| και να μην εθαυμάζετον τα δύσκολα της τύχης Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13828· όλοι να πέσομεν εις προσευχήν να παρακαλέσομεν τον δεσπότην Χριστόν ... να σπλαγχνισθεί την πόλιν ετούτην, να βοηθήσει του βασιλέως Μορεζ., Κλίνη φ. 106v· Ένα δεντρόν ευρίσκετο σε κήπον ωριωμένο,| μα ’χε τες ρίζες του γδυμνές κι ήτον και μαδισμένο· (παραλ. 2 στ.) κι ο κηπουρός το κοίταξε τότες και το σπλαγχνίστη| και του ’ριξε πολύ νερό, ώστε που τ’ αναμπλήστη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13424· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· Λοιπό ετότες ο Θεός το πλάσμαν του ελυπήθη| και δεύτερο να κατεβεί στον κόσμο εβουλήθη.| Την πρώτη εκατέβηκε κι έπλασε κι έκαμέ τσι| τη δεύτερη εγιάγειρε και εσπλαχνίστηκέ τσι.| Γιατί δεν ήτον μπορετό άλλος να τσι λυτρώσει,| εθέλησε να κατεβεί (ενν. ο Θεός), το πλάσμαν του να σώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1533· (σε προσωποπ.): τα κάλλη ου σπλαγχνίζονται (ενν. ο Θάνατος, ο Χάρων και ο Άδης), αλλά κόνιν ποιούσιν,| πηλόν και τέφραν άπαντα εργάζονται δυσώδη Διγ. (Trapp) Gr. 3643· (σε παρομοίωση): καθώς ελεημονάται ο πατέρας τα παιδιά του, έτσι σπλαγχνίζεται ο Κύριος εκείνους οπού τον φοβούνται Χριστ. διδασκ. 377· (ενεργ.): να δώσεις (ενν. Παρθένε) πάλι τα αμμάτια αυτεινής της τιμίας γυναικός, τα οποία ήμουνε εγώ αιτία και ήβγαλέν τα ... και πιστεύω πως ετούτο θέλεις το κάμει, ωσάν μάννα του ευσπλάχνου Θεού, σπλαγχνίζοντας την τιμίαν γυναίκαν αυτείνην και εμέναν τον αμαρτωλόν σου δούλον Μορεζ., Κλίνη φ. 262v· β) προβαίνω σε εκδηλώσεις φιλοφρόνησης και εγκαρδιότητας προς κάπ.: Τιμητικά τους χαιρετά (ενν. ο δούκας τους άρχοντες με τον μητροπολίτην), γλυκέα τους εσπλαγχνίσθη,| πλησίον του τους εκάθισεν, εδείπνησαν εντάμα Χρον. Τόκκων 1507· γ) τιμώ: Το τέκνον οπού ζήτηξε, πράμα δικό του θέλει·| σκλάβος του εγώ, η μάννα του, σκλάβος και το κοπέλι.| Κιανένα πόνο δε γρικώ, μα ’χω χαρά μεγάλη| πως μ’ εσπλαχνίστη ο Θεός στα γερατειά μου πάλι.| Πλια άξον εδιάλεξεν εμέ παρά κιανέναν άλλο| εις το κανίσκι τό ζητά, και θέλεις να του σφάλω; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 710. 2) Αγαπώ, συμπαθώ κάπ.: άλλον παιδίν ουδέν έχεις μόνον εμένα, και φιλείς με εγκαρδιακά και σπλαχνίζεσαί με και χαίρεσαι μετ’ εμένα, μητέρα μου Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6711· Εβλέπαν τον οι μπιστικοί, και συνεπλέκουντάν τον.| Ήσαν και άλλοι έτεροι, πλήθος αυτού ποιμένες,| γνωρίζουν και σπλαγχνίζουνται, τον Πάριν αγαπούσιν Βυζ. Ιλιάδ. 188. Β´ (Αμτβ.) νιώθω λύπη, οίκτο, δείχνω συμπόνια: Αν ημπόρουν καν πούπετε να την είδα (ενν. εκείνη οπού αγαπώ) και μόνον,| ελεημοσύνην να έπεσα πολλά να της εζήτουν.| Και αν λάχαινε από τα πολλά ολίγον να εσπλαγχνίσθη| και οκάτι παρηγόρημα να επήρα εγώ απ’ εκείνην,| τήν ουκ εβλέπω πούπετε, και πώς να της συντύχω; Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7766· εάν γεννήσει (ενν. ο πελεκάνος) τους νεοσσούς, και ολίγον αυξηθώσι, ραπίζουσιν εις το πρόσωπον των γονέων· οι δε γονείς κολαφίζουσιν αυτά και αποκτείνουσιν· είτα σπλαγχνιζόμενοι οι γονείς πενθούσιν τρεις ημέρας τα τέκνα ά απέκτειναν Φυσιολ. (Kaim.) 17a7· Εις την δευτέρα παρουσιά όταν αυτός καθίσει| αυτός ο δίκαιος κριτής απόφασιν να ποίσει·| «εσείς οπού σπλαγχνίζεσθε, υπερευλογημένοι,| άμετε στην παράδεισον την περικοσμημένη (παραλ. 2 στ.) εσείς που … τ’ ορφανά βοηθάτε| που ξένους αποδέχεσθε, στην βασιλειά μου ελάτε» Δεφ., Σωσ. 341· κύριε φιλάνθρωπε, ... ωσάν ποτε εις τον παλαιόν καιρόν ήκουσας την δέησιν του βασιλέως Μανασσή και ελευθέρωσας αυτόν, έτσι παρακαλώ σε να ακούσεις και της εδικής μου δεήσεως και να σπλαχνισθείς ως μόνος συμπαθής και ελεήμων Διγ. Άνδρ. 40924· (σε προσωποπ.): Η αγάπη μακροθυμεί, η αγάπη σπλαχνίζεται, η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν είναι προπετής Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ ιγ́ 4. — Βλ. και ευσπλαγχνίζομαι.συμβίβασις- η, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 11282, Χρον. Μορ. H 1626, 1785, 6323, 7247, 8027, Χρον. Μορ. P 49, 2475, 8813, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 57, Λίβ. διασκευή α 3321, Λίβ. Esc. 696, Λίβ. Va 2957, 3946, Δούκ. 11715‑16, Σφρ., Χρον. (Maisano) 566, 1228, Χούμνου, Κοσμογ. 1578, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 3, 106, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15442, 45, Έκθ. χρον. 2012, 7228‑29, Ολόκαλος 22, Ψευδο-Σφρ. 54816· συβίβασις, Λίβ. Va 607· συμβίβαση, Χρον. Μορ. Η 432, 3367, 5932, Χρον. Μορ. P 2537· συνέβασις Ασσίζ. 825, 8· συνήβαση, Ριμ. κόρ. A 104· συνήβασις, Χρον. Μορ. P 473, Θησ. (Foll.) I 123, Ριμ. κόρ. V 32, 102, Αχέλ. 1172, Ολόκαλος 5024, 724, Ιστ. Βλαχ. 1439, Ψευδο-Σφρ. 17825, 1982, 21628, 2221635013, 41017, κ.α.
Το μτγν. ουσ. συμβίβασις (TLG). Ο τ. συβίβασις, από τον αόρ. του τ. συβιβάζω του συμβιβάζω (βλ. ά.), σε έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 57, 249, 298). Ο τ. συμβίβαση και σήμ. Ο τ. συνέβασις από τον αόρ. του τ. συνεβάζω του συμβιβάζω (βλ. ά.). Ο τ. συνήβασις, από τον αόρ. του τ. συνηβάζω του συμβιβάζω (βλ. ά.), σε έγγρ. του 18. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75 (1974/5) 129).
1) Συνεννόηση, αμοιβαία κατανόηση: ήλθεν του νόμου ηλικίας κι εγίνετον γυναίκα,| άντραν της εδώκασιν μισσίρ Νικόλαον εκείνον (παραλ. 1 στ.)· ποτέ καλήν συμβίβασιν ουκ είχασιν τα δύο Χρον. Μορ. H 8036· την φήμην σου εγνωρίζουν την και την ανδρείαν σου πάλε| ο κόσμος όλος γέμει την και οι πάντες την ηξεύρουν,| και μετά συμβιβάσεως ο πόθος σου να γένει Λίβ. διασκευή α 771· λαός πολύπλοκος εις διαφόρες γλώσσες| ποτέ καλήν συμβίβασιν ουκ έχουσιν αλλήλως Χρον. Μορ. P 3842. 2) α) Συμβιβασμός μεταξύ δύο αντίθετων πλευρών· συμφωνία, συνθήκη: Έρων, απάρτι αρνούμαι σε και ψεύτην σε ονομάζω,| κόπτω και την συνήβασιν τήν έποικα μετά σεν Λίβ. Va 3674· μαντατοφόρους έστειλαν (ενν. οι αρχηγοί) στον πρίγκιπα Γυλιάμον,| συμβίβασιν εζήτησαν τού να έχουσιν εγκούσιον Χρον. Μορ. H 3025· Πώς η βασίλισσα Ιππόλυτα εμετεχειρίσθη συνήβασιν με τον Θησέον, και πώς επαραδόθη εις αυτόν Θησ. (Foll.) I μετά 123· ο αμιράς έχει ορέξεως απελθείν εις εκείνον τις των αρχόντων σου, και γενήσεται συμβίβασις μέσον υμών αγάπης Σφρ., Χρον. (Maisano) 16618· φρ. έρχομαι εισέ/εις, κάνω συμβίβασιν/συνήβασιν = συμβιβάζομαι, συμφωνώ: Ημείς, ο Παύλο Καλούτζης και ο Δημήτρη Καλούτζης, υιοί του ποτέ Αντωνίου ... ήλθαμεν εισέ συμβίβασιν οδιά δύο περβόλια οπού μας εφηκεν ο πατέρας μας ... να πάρει καθαείς το ένα Ολόκαλος 454· πολλών πολέμων εμφυλίων γεγονότων και φόνων και πάλιν εις συνηβάσεις ήλθον Ψευδο-Σφρ. 17810· Το να τους δουν οι αδελφοί (ενν. τους πραγματευτάδες), τρέχουσι να μιλήσουν,| να κάμουσι συνήβασιν, τ’ αδέλφιν να πουλήσουν Χούμνου, Κοσμογ. 1578 κριτ. υπ.· κάμνουσι συμβίβασιν, πιστά να του ποιμαίνει| τα πρόβατα του Ραγουήλ και να ’ν’ ηγαπημένοι Χούμνου, Κοσμογ. 2137· β) (εδώ) γραπτό συμφωνητικό: θέλουσι (ενν. οι αδελφοί Βαρούχα) ωσάν καλά αδέλφια και συβάζουνται με τη λεγόμενη κερα-Ζαμπέτα, την αδελφήν τως ..., και κάνουσι την παρούσαν συβίβασιν, η οποία θέλουσι να είναι στερεά και βέβαια και ατσάκιστη πάντα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6376. 3) Κοινωνική σύμβαση, συμφωνία: ΒΑΣΙΛΕΥΣ: Ω τι μυαλά διαβολικά (ενν. οι γυναίκες) να στοχασθούν πως εγώ επρόσταξα ότι κάθε άνθρωπος να παίρνει εφτά γυναίκες, πράγμα οπού ποτέ μου δεν το ελογίασα μήτε το ονειράσθηκα ... ΜΠΕΡΤΟΛΔΟΣ: Εσύ ηξεύρεις τες συνήβασες, οπού έχομεν ανάμεσόν μας Μπερτόλδος 20. Φρ. πίπτω/πέφτω εις συμβίβασιν/‑εις, βλ. ά. πέφτω φρ. 26. — Βλ. και σύμβασις.συνάριθμος,- επίθ.
Το πιθ. μτγν. επίθ. συνάριθμος (TLG).
Που συνυπολογίζεται, που συγκαταλέγεται σε ένα σύνολο: Διά γουν την αγίαν ψυχήν των γονέων σου δεόμεθα ... ίνα παρέξεις και αυτόν τον πτωχόν και πολύαθλον (ενν. τον Ιωάννην τον μάγιστρον) την συνήθη σου βοήθειαν· μετά Θεόν συ δύνασαι ποιήσαι ταύτην την επικουρίαν ...· τούτον συνάριθμον (έκδ. συναρίθμον) ποίησον ους προσελάβου εις ευποιίαν Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15676. — Βλ. και συναρίθμιος.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Το αρχ. επιπίπτω.