Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- προφυλακή
- η.
Το αρχ. ουσ. προφυλακή. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.
(Ιατρ.) πρόληψη, προφύλαξη: ακόμη διά προφυλακήν άμα και θεραπείαν τίμα και αγάπα την ολιγοτροφίαν και ολιγοποσίαν, εάν θέλεις γενέσθαι πολυχρόνιος Επιστ. ιατρ. ποδ. 94.πυρός (II),- επίθ., Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 194 (έκδ. πυρρ‑).
Από το ουσ. πυρ ή το ουσ. πυρά και την κατάλ. ‑ός (ΛΚΝ) αναλογ. με τα επίθ. σε ‑ός· πβ. και επίθ. πυρρός (βλ. λ.· πβ. L‑S, λ. πυρρός Ι 3 (μτγν. πυραί = πυρραί), Steph., Θησ., στη λ. και Αλεξ. Στ., Αμάλθ. 8/30, 1977, 86 σημ. 58). Η λ. στο Βλαστού, Συνών. 46 (λ. αψής), 80 (λ. ζεστός), καθώς και σήμ. ιδιωμ. (Πασχ., Ανδρ. γλωσσ., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Λουκά, Γλωσσάρ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 420, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ., λ. πυρό, κ.α.) και λογοτ. (ΛΚΝ).
1) Που καίει, που βρίσκεται σε πολύ μεγάλη θερμοκρασία, καυτός, πυρακτωμένος: Το σίδερο όνταν είν’ πυρό, ο μάστοράς το κάνει,| μα ’στερα δε μαλάσσεται ποσώς, ωσάν κρυγιάνει Πανώρ.2 Δ́ 67· (επιτ., προκ. για φωτιά) αναμμένος: Τον Ισαάκ μού ζήτηξε (ενν. ο Θεός), κι όρισε δίχως άλλο| να τόνε σφάξω και εις πυρή φωτιά να τονε βάλω Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 158 (έκδ. πυρρή)· (σε μεταφ.): φωτιά πυρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,| καπνός απ’ τα ρουθούνια του μαύρος βραστός εβγαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1029· Θωρείτε τούτη την καρδιά; Πυρή φωτιά την καίγει,| στ’ αμόνι κοπανίζεται κι Έρωτας τη δοξεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 197 (έκδ. πυρρή). 2) (Μεταφ., για εκδηλώσεις έντονου συναισθήματος ή πάθους): ούτε στες διονυσίες| θυσίες επήρα με κακία και με πυρήν καρδίαν| των εδικών μου την ζωήν, ως έποικεν εκείνη Θησ. Ί [ 945]· Τότες απέσω στον ναόν στενάγματα μεγάλα| εγροίκησε που στρίγγιζαν με ταραχή μεγάλη| πολλά πυρή κι ολόκαυτη Θησ. Ζ́ [653]. 3) (Προκ. για χόρτα) καυτερός, πικάντικος (πβ. Τσιτσέλη, ό.π.) : Διάλεγε την τρυφερήν ρούκαν και κάρδαμον, ότι αφού κάμουν αστάχυν είναι πολλά πυρά και βλάπτουσι περισσότερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 206. 4) (Προκ. για φλεγμονή, όγκο) που έχει υποστεί φλόγωση: όταν δε ένι εξ αίματος (ενν. ο ρευματισμός) φλογώδης ο όγκος και ερυθρός, ήγουν πυρός και κόκκινος Επιστ. ιατρ. ποδ. 66. — Πβ. και πυρρός.ρεύμα- το, Σταφ., Ιατροσ. 1954, Ιερακοσ. 37813, 38012, 38230, 38720, 39616, Ορνεοσ. αγρ. 54513, Βίος Αλ. 3558, 3652, Ιατροσ. κώδ. υκή, ωνβ́, ωνζ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 853, Ταμυρλ. 84, Δούκ. 2157, Θησ. Ζ́ [1076], Κορων., Μπούας 38, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 403, Επιστ. ιατρ. ποδ. 50, 80, 89, 91· ρέμα, Θησ. ΙΆ [304]· ρέμαν, Σταφ., Ιατροσ. 1946, 54, Ασσίζ. 5025, 29913, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 846, 1005· ρούμα, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42524.
Το αρχ. ουσ. ρεύμα. Ο τ. ρέμα στο Du Cange και σήμ. Ο τ. ρέμαν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. (λ. ρέμα), Ερωτόκρ., Γλωσσάρ., 48). Ο τ. ρούμα από τ. ρόμα (<ρέμα· απ. ιδιωμ., βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Β’ 90) με τροπή του ‑ο‑ σε ‑ου‑ (βλ. Μωυσιάδης, Ετυμ. 109·) και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Η λ. και σήμ.
1) Ροή υδάτινης μάζας, συνηθέστ. ποταμού ή θάλασσας: Σταυριν. 391, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 294, Χριστ. διδασκ. 49· Εις ποταμόν ένας ψαράς πλεμάτι είχε στήσει,| του ποταμού τριγύρισε το ρέμα να ’μποδίσει,| κι έδεσε πέτρα με σκοινί κι έδερνε το ποτάμι| να δώσει ταραχήν πολλήν, το ψάρι κει να δράμει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 872· και πάραυθα εκεί έσυρεν το ρέμα το γεφύρι,| εδώ κι εκεί το σκόρπισεν ... Παλαμήδ., Βοηβ. 371· (εδώ προκ. για δάκρυα): Προδρ., Δεητ. 69· (προκ. για την επιφάνεια της θάλασσας): Περί τα πράγματα, τά ρίπτουνται εις την θάλασσαν διά κακόν καιρόν,| και κάτινες ευρίσκουν τα εις τον βυθόν της θάλασσας ού εις το ρέμαν των νερών, και τείντα μέλλει να λάβει εκείνος οπού τα ηύρεν εις το βυθόν και τείντά του μερτικόν να λάβει εκείνος απού τα ηύρεν εις τον αφρόν της θάλασσας Ασσίζ. 25225. 2) (Ιατρ.) α) παθολογική ροή/συγκέντρωση σωματικών υγρών ή χυμών: Εις ρεύμα οφθαλμού Ιατροσ. κώδ. Ϡοθ́· Περί ρέμαν κεφαλής Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9714· Εις ρεύμα ποδός Ιερακοσ. 49727· β) (συνεκδ.) σωματικά υγρά ή χυμοί που παρουσιάζουν παθολογική έκκριση/συγκέντρωση: Τα της κορύζης είδη διάφορα όντα και ποικίλα τίκτονται ποτέ μεν από κρεών σεσημμένων, …, άλλοτε δε από ρεύματος κεφαλής εμπεσόντος τῳ φάρυγγι ... Ιερακοσ. 40919· ρεύμα φερόμενον από των οφθαλμών και των ρινών Ιερακοσ. 42416· γ) ρευματική πάθηση: ψευδοπλόκε, ψευδολόγε, ψύξη και ρέμα στα χέρια σου Σπανός (Eideneier) D 1048. 3) Ρεματιά: Αυτές εδιάβηκαν εκεί, σε ρέματα κι εις τράφους,| που κείτονταν οι βασιλείς του Άργου ’ποθαμένοι Θησ. Β́ [771]. 4) Ξεροπόταμος: Δέκα χιλιάδες ήτονε εκείνοι οπού βοηθούσα,| και βόιδια κι ετραβίζανε κι άνδρες κι εκουβαλούσα| χώματα, πέτρες και κλαδιά, τα ρυάκια να γεμίζου (παραλ. 16 στ.) τα ρούματα να φράξουσι και τα βουνά να ’σάσει (ενν. ο Χουσεΐνης) Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26520. 5) Στην έκφρ. Μέγαν Ρέμα(ν) ως τοπων.: Από το Φανάρι εις το Μέγαν Ρέμαν μίλια κ́ Πορτολ. B 4124· Από το Μέγαν Ρέμα εις τη Χερσώνα μίλια δ́ προς τον βορέαν Πορτολ. B 4128.ρευματίζω,- Ιερακοσ. 38116, 38528, 3864, Ορνεοσ. αγρ. 54514· ρεματίζω, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12086, 12306, Ch. pop. 459.
Το μτγν. ρευματίζω. O τ. ρεματίζω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πασπ., Γλωσσ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ., Παπαθαν., Γλωσσ. ρουμελ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 422, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.) καθώς και λογοτ. στο ΑΛΝΕ.
I. Ενεργ. 1) Εμφανίζω καταρροή: Εάν ο ιέραξ την κεφαλήν ρευματίσῃ, ούτως αυτόν νοήσεις: οι οφθαλμοί αυτού δακρύουσι Ορνεοσ. αγρ. 5722. 2) Θανατώνω κάπ. με πνιγμό: Παραυτίκα εκρίναν τον να τον λιθοβολήσουν (ενν. τον Παλαμήδην)| ή να τον κάψουν παρευθύς ή να τον ρεματίσουν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13178. IΙ. Μέσ. α) Υποφέρω από καταρροή: Ποτέ καιρού εχασμήσετον οκάτις κατά τύχην| και τώρα εποίκε τον σταυρόν και τώρα απεσφραγίσθη·| απεσκεπάσθη πρόπερσι κι εφέτο ερεματίσθη Γλυκά, Στ. 263· Ιέραξ εάν ρευματίζηται την κεφαλήν, υγρόν πολύ εκβάλλει διά των ρινών Ιερακοσ. 3842· β) υποφέρω από ρευματισμούς: οίδα τινάς των ούτω ρευματιζομένων επί πολλῴ και δριμεί τῳ ρεύματι πολλά ωφελουμένους υπό των βοείων κρεών Επιστ. ιατρ. ποδ. 80.ρευματισμός- ο, Ιερακοσ. 3941, 47921, 26, 4981, Ορνεοσ. αγρ. 54318, 54518, 5721, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18224, Έκθ. χρον. 501· ρεματισμός, Σταφ., Ιατροσ. 10287, Γλυκά, Στ. 265.
Η λ. στον Ιπποκράτη. O τ. στον πληθ. και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). H λ. στο Somav. και σήμ. συν. στον πληθ.
(Ιατρ.) α) Παθολογική συγκέντρωση ή έκκριση σωματικών υγρών ή χυμών· καταρροή: Πάσχει δε η κεφαλή του ιέρακος συχνώς υπό ρευματισμού Ιερακοσ. 38319· συμβαίνει γαρ πολλάκις τον τοιούτον ρευματισμόν γίνεσθαι εκ τε φλέγματος και αίματος· και όταν μεν γένηται εκ φλέγματος, γίνεται το όγκωμα μέγα, όταν δε ένι εξ αίματος, φλογώδης ο όγκος και ερυθρός Επιστ. ιατρ. ποδ. 64· Του δ’ αυτού χρόνου τῃ ᾴ του Οκτωβρίου μηνός επήλθεν εμοί ρευματισμός εις τε την κεφαλήν και τα γόνατα και εξήλθεν από το στόματός μου και της ρινός και των ωτίων τοσαύτη υγρασία, ότι απέλπισάν με Σφρ., Χρον. (Maisano) 1942· β) ρευματικό νόσημα, ρευματισμοί: ο σουλτάνος Μπαγιαζίτης ... ην εν κλίνῃ υπό ρευματισμού ασθενών κακώς. Και τόσον υπήρχεν ακίνητος ότι έδοξεν αυτῴ δούναι την ηγεμονίαν προς τον τούτου υιόν σουλτάν Αχουμάτην και έτι ζώντα αναχωρήσαι Ιστ. πολιτ. 6213. — Βλ. και ρεύμα, ρευματικόν.ροδάκινον- το· ροδάκινο(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Γ΄ 197-2 χφ Κ κριτ. υπ., Ιατροσ. κώδ. ͵αρί, Gesprächb. 52983, Ονειροκρ. Ιβ. 44.
Από το ουσ. δωράκινον (<λατ. duracinum· 4. αι., TLG· βλ. και L‑S, LBG, Meursius, λ. δωράκινα) με μετάθεση και ορθογραφική απλοποίηση (βλ. Μπαμπιν., Λεξ., Κριαρ., Λεξ., λ. ρωδάκινο)· πβ. ποντ. δοράκινο σήμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Για τις διαφορ. ετυμ. βλ. Volk, Lexicograph. Byzant. 309-310, Κοραή, Άτ. Ά 189, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 169. Ο τ. ροδάκινο στο Meursius και σήμ. Τ. ροάκινον (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου), ρουάκινο(ν) (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.), ροβάτ#22ινον και ροδάτ#22ινον (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 244, γρ. ρω‑) σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 6. αι., στο Βλάχ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Ο καρπός της ροδακινιάς: Προ του γουν να ποιήσεις την κάθαρσιν, η δίαιτά σου ας ένι λάχανα και οπώραι, ροδάκινα λέγω και σταφυλή γλυκεία Επιστ. ιατρ. ποδ. 72· συκίτσια και ροδάκινα, ροδίτσια, ’μυγδαλίτσια Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 197-2 χφ P κριτ. υπ.· ροδάκινον σχίσον, ίνα εστίν άωρον, και μετά άλατος έψησον, και τῳ ιέρακι δος εις τροφήν Ορνεοσ. αγρ. 5714.ροδέλαιον- το, Σταφ., Ιατροσ. 230, 35, Ιατροσ. 23154, Ιερακοσ. 37626‑27, 41514, 21, 42620, 43310, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3718, Επιστ. ιατρ. ποδ. 91, 92, Γιατροσ. Ιβ. 34, 62, 106, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 2, 26· ροδόλαιο(ν), Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7811.
Από τα ουσ. ρόδον και έλαιον, αν δεν πρόκ. για το μτγν. ουσ. ροδέλαιον (TLG, L‑S Κων/νίδη). Ο τ. ροδόλαιον στο LBG (στη λ., όπου και τ. ροδοέλαιον) και σε ιατρ. κείμ. του 18. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 85)· βλ. και Άμ., Αθ. 43, 1931, 151. Τ. ροδόλαδον στο Βλάχ., λ. ροδολάδι (για την οποία βλ. και Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 55). Η λ. τον 4-6. αι. (TLG· βλ. και LBG), σε ιατρ. κείμ. του 18. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 100) και σήμ. στον τ. ροδέλαιο.
Αρωματικό έλαιο από τριαντάφυλλα (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 348, Άμ., Αθ. 43, 1931, 151): ροδέλαιον (ήγουν λάδι από τριαντάφυλλα) Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 54· Όταν οι δάκτυλοι κατασχισθώσιν. Υγροπίσσιν σμίξε μετά του ροδολαίου και άλειφε τα κατασχισμένα μέρη Σταφ., Ιατροσ. 6148· ωφελείται (ενν. ο ιέραξ) δε πάνυ και ότε ενστάζεις τοις μυκτήρσιν αυτού βαλσαμέλαιον και γάρος καλόν μετά οίνου και ροδέλαιον Ιερακοσ. 40719· Ο κζ́ ψαλμός, διάβασέ τον εις ροδέλαιον ζ́ πρωί και εσπέρας, ημέρας τρεις και άλειψε το πρόσωπόν σου ... και να είσαι ηγαπημένος υπό ιδικούς και ξένους Ιατροσ. 2070. — Βλ. και ροδολάδι.ρόδι- το, Κρασοπ. (Eideneier) V 56, Πεντ. Έξ. XXVIII 33, 34, XXXIX 25, 26, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133· ρόγδι, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133, 153, 157· ρόδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. ͵αρθ́, Επιστ. ιατρ. ποδ. 73, Γιατροσ. Ιβ. 36, 62, 82, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 134, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14229· ρόιδι, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11217, Προσκυν. Λαύρ. M (Σινά) 809-10, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 131· ροΐδιν, Σταφ., Ιατροσ. 122, 4110, 5122, 130· ροΐδι(ο)(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 44, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1498, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 1323, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 70, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 17, 58.
Από το ουσ. ρόιδι (<μτγν. ουσ. ροΐδιον). Ο τ. ρόγδι στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 631· πβ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Ά́ 179). Ο τ. ρόδιν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (ρόδι(ν)). Ο τ. ρόιδι και σήμ. Ο τ. ροΐδι (<από το μτγν. ουσ. ροΐδιον) στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ρόδι)· βλ. και LBG, λ. ροΐδιον. Ο τ. ροΐδιον ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
Ο καρπός της ροδιάς, ρόδι: είδα τον, εγόραζεν απίδια και σταφύλια και μήλα και ρόδια Sprachlehre 175· όσα σπυρία έχει μέσα το μικρότερον ρόγδι, τόσα έχει και το τρανύτερον εκείνου του δένδρου και όχι περισσότερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (για φαρμακευτική χρ.): Τα ξινά ρόγδια ας τρώγουσιν οι χολερικοί εις το ύστερον της τραπέζης, διατί εσβήνουσι την χολήν θαυμασιότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215· Διά τες αιμορροούσες ... Να κάμεις εγκάθισμα από ζουμί βάτου και φακής και από πίτυρα και άλλα οπού είναι στυπτικά, ωσάν τα σίδια (ήγουν τα σπυρία του ροδίου) ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 27· Περί πόνον ποδών ... μύρτα χλωρά και ρόδα ξηρά, σίδια, ρόδια, βαλάνια κηκίδια και μέλιν κουταλίες δύο γαστρός περίπεμπε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 854· (συνεκδ. προκ. για διακοσμητικό στοιχείο με σχήμα ροδιού): έκαμαν ιπί ποδιές του τερλικιού ρόδια γεράνιο και οξύ και πιρνοκοκκάτο (έκδ. πιρνοκόκκ‑· διόρθ. Άμ., Γλωσσ. Μελ. 287) λίνο κλωστό Πεντ. Έξ. XXXIX 24· Όλ’ ήτον καθαρόχρυσος, όλη με το γλυπτήρι (ενν. η στέγη)| και όλη σφυροκτύπητη απ’ άριστον τεχνίτη.| Είχε κλαδία περισσά και λόγγους και αμπέλια| σταφύλια και ρόδια, διάφορα πουλία,| είχε με τέχνην άριστην στην μέσην ένα λεόντα Αρσ., Κόπ. διατρ. [1031]. — Βλ. και ρόιδον.ροδοζάχαριν- το· ροδοζάχαρι, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 23· ροδοσάχαρ, Επιστ. ιατρ. ποδ. 88· ροδοσάχαρι(ν), Ιατροσ. κώδ. Ϡμβ́.
Από τα ουσ. ρόδον και ζάχαριν (Επιτομή). Ο τ. ροδοζάχαρι και σήμ. ιδιωμ. (Πασχ., Ανδρ. γλωσσ.). Ο τ. ροδοσάχαρ (από τ. σάχαρ, Επιτομή, λ. ζάχαριν) τον 11. αι. (LBG λ. ροδοσάκχαρ· για πιθ. παλαιότ. μνεία βλ. TLG). Ο τ. ροδοσάχαρι(ν) από τ. σάχαριν (Επιτομή, λ. ζάχαριν). Τ. ροδοσάκχαρ στο L‑S Κων/νίδη (βλ. και TLG) και ροδοζάχαρη (η) στο Somav. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.). Η λ. στο Du Cange.
(Πιθ.) είδος γλυκού από ροδοπέταλα (για το πράγμα βλ. και Πασχ., Ανδρ. γλωσσ., ροδοζάχαρι): Και τρώγε (ενν. το μέλι) αντάμα με άλλο φαγί ξινικόν ή με ροδοζάχαριν (γρ. ροδοζάχαρην· διορθώσ.) Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 190· Εις πόνον κεφαλής από θέρους ... δος του ένα δράμι σκαμμωνίαν εψημένην μέσα εις κυδώνιον με ολίγον ροδοζάχαρι ή ζωμόν κρέατος Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 2.ροδόζωμον- το· ρουδόζουμον.
Από τα ουσ. ρόδι και ζωμίν (βλ. ά. ζουμίν)· για το σχηματ. πβ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 170-3. Η λ. στο LBG.
Χυμός που προκύπτει από τη συμπίεση σπόρων ροδιού: μετά το ποιήσαι την φλεβοτομίαν, παραλάμβανε τροφήν ψυχράν και εύκρατον, οίον … βλίτον και σπανάκιν ... και κολοκύνθην μετά ροδοζώμου ή σταφυλοζώμου και ... παν είδος οπού δύναται να σε καταψύξει και να υγράνει Επιστ. ιατρ. ποδ. 53-54· εβδέλλας εκζεστάς με το ρουδόζουμον Σπανός (Eideneier) B 120.ρόκα (II)- η· ρούκα, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 135, 180, 204, 209.
Από το ιταλ. ruca (βλ. Battaglia, λ. ruca2). Ο τ. ρούκα στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 174, Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Λάζαρης, Λευκαδ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 427, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης). Η λ. στο Du Cange και σήμ.
Το εδώδιμο φυτό ρόκα: κάρδαμον και πράσον και σκόρδον και ρόκας ως βλαβεράς πρέπει σε αποφεύγειν Επιστ. ιατρ. ποδ. 56· αν το κάμουν σαλάτα (ενν. ραδίκιον), ας βάνουν και ρούκα ή κάρδαμον ή άλλο θερμόν χορτάριον να ιατρεύει την τούτου ψυχρότητα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 201. — Πβ. και Επιτομή, λ. εύζωμον.σέλινον- το, Σταφ., Ιατροσ. 376, 8222, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 135, 205· σέλινο· σέλινο(ν), Ιατροσ. κώδ. ͵αριή, Επιστ. ιατρ. ποδ. 34, Γιατροσ. Ιβ. 106· σέλλινον.
Το αρχ. ουσ. σέλινον. Ο τ. σέλινο στο Βλάχ. και σήμ. Τ. σέλλενον (Σακ., Κυπρ. Β́ 778) και σέλλdινο(ν) (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Ποώδες αρωματικό φυτό, σέλινο: Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 40· Εμένα (ενν. τον γάδαρον) ο αφέντης μου έπιανε κι έστρωνέ με,| και μέσα το μεσόνυκτον στον κήπον έπαιρνέ με,| κι εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια,| σπανάκια και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 329· (σε παρομοίωση): έχει μαλλιά χρυσαφωτά, ίσα της ηλικιάς της·| ως χόρτον εις παράδεισον, ως σέλινα εις κήπον,| ούτως είχε το δάσωμα των ομαλλιών η κόρη Βέλθ. 689· (για φαρμακευτική χρ.): Περί ελμίνθων, ήτοι σκωλήκων: … Σελίνου φύλλα βράσας και τον ζωμόν τους πότισον Σταφ., Ιατροσ. 243· (συνεκδ.) στεφάνι από σέλινα για τους νικητές των αγώνων στα Νέμεα (για το πράγμα βλ. Γενναδ., Λεξ. 808): Βίος Αλ. 2420 κριτ. υπ. Οι τ. Σέλινο και Σέλλινον ως τοπων. (βλ. και Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 60): Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7976, μετά στ. 10240.σημάδι- το, Σπαν. (Ζώρ.) V 233, Χρον. Μορ. H 4451, Χρον. Μορ. P 4451, Λίβ. διασκευή α 1837, Λίβ. Esc. 1726, 1727, 1935, Λίβ. Va 1586, 1633, 1669, Αχιλλ. L 377, Αχιλλ. (Smith) N 532, Χρον. Τόκκων 2523, 2777, 3664, Φαλιέρ., Ιστ.2 171, 404, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 28, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 152, Θησ. Δ́ [484], Ζ́ [967], ΙΒ́ [273], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 77, 1119, 1973, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 313, 337v, Πεντ., Γέν. ΙΧ 13, 17, Έξ. III 12, Αρ. II 2, Δευτ. IV 34, κ.α., Αχέλ. 1629, 1630, 1803, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 13625, Χρον. σουλτ. 395, 5223, 24, 755, 9627‑28, Zygomalas, Synopsis 136 Α 86, 145 Β 22, 158 Γ 27, κ.α., Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, 80r, 367v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 21920, Πανώρ. Β́ 214, 277, Δ́ 204, Έ 422, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 111, Δ́ 697, Έ 155, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 121, Δ́ 29, 39, Κατζ., Πρόλ. 21, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13123, Πιστ. βοσκ. I 1, 3, II 1, 358, III 6, 192, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Σουμμ., Ρεμπελ. 185, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1511, Β́ 223, Γ́ 258, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 18, Ματθ. ιβ́ 39, Πράξ. Ά 3, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16224, 29‑30, 30, 18345, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 31, Ά 517, Β́ 63, Διήγ. ωραιότ. 303, 307, 655, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 12137, 37124, 398, κ.α., Νομοκριτ. 70 δις, 77, 95 πολλ., κ.α., Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [19], Ά [3], Β́ [166], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 131, 280, 357, Φορτουν. (Vinc.) Αφιερ. 55, Προλ. 7, Δ́ 445, Ροδινός (Βαλ.) 90, 92 δις, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 898, 10321, 26, 10734, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 31, Β́ 431, 441, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2708, 28524, 32913, κ.π.α.· σημάδι(ν), Χρον. Μορ. H 4495, Χρον. Μορ. P 4495, Απολλών. (Κεχ.) 774, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 818, Αχέλ. 1446, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1188, 1830, 3443, κ.α.· σημάδιν, Τρωικά 5349, Αιν. άσμ. 129, Παράφρ. Μανασσ. 313, Ασσίζ. 21511, Χρον. Μορ. H 8261, Χρον. Μορ. P 8261, Σαχλ., Αφήγ. 185, Λίβ. διασκευή α 1874, 1875, κ.α., Λίβ. Esc. 3676, 3700, Αχιλλ. L 378, Αχιλλ. (Smith) N 533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 292, 949, Μαχ. 45812, 48635, 51033, Θησ. Ζ́ [1101], Θησ. (Foll.) I 13, Βουστρ. (Κεχ.) Β 31514, Λίβ. Va 1621, 3386, Απόκοπ.2 401, 417, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 13335, 14228, 14439, Δεφ., Λόγ. 93, Πορτολ. A 165, Αχέλ. 1007, Μορεζ., Κλίνη 184v, 192r, 235r, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9515, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 22921, Κυπρ. ερωτ. 11, 101, 15115, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 264· σημάδι(ον), Metrol.2 473, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 36· σημάδι(ο)(ν), Hist. imp. 4, Πορτολ. A 1613, Διγ. Άνδρ. 3713· σημάδιον, Διγ. Άνδρ. 3328, Διαθ. Νίκωνος 259.
Από το μτγν. ουσ. σημάδιον. Ο τ. σημάδιν το 10. αι. (LBG, λ. σημάδιον), στο Meursius (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. B́, 780, Λουκά, Γλωσσάρ.). Η λ. στο Meursius και σήμ.
1) α) Σημείο, ορισμένη θέση στο χώρο: κινάται κατ’ ανάγκην (ενν. ο ήλιος), και μεταβαίνει από σημάδι εις σημάδι, και βασιλεύει και ανατέλλει, διά να θερμαίνει τα δένδρη και τα σπέρματα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1045· β) διαχωριστική γραμμή, όριο: Και εσημείωσε ο Μωυσής το γύρο όλο το βουνό του Σινά, ότι να μηδέν ημπορούν να απεράσουν από εκείνο το σημάδι, διότι έτσι του είπεν ο Θεός, και ει τις ήθελεν εγγίξει το βουνό να απεθάνει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 174v. 2) α) Σχέδιο, (γραμμική) παράσταση, απεικόνιση: ο τσουκαλάς έχει μεγάλην άδειαν,| και κάμνει αγγεία εύμορφα, χυτά με τα σημάδια Γεωργηλ., Θαν. 245· β) σχήμα, περιγραμμένη επιφάνεια: Νυν ιδείν και του σημαδίου τον τόπον. Έχει η κεφαλή ν́ και η πόδωσις ν́ ... έχει και το έν πλάγιον σχοινία π́ και το έτερον π́ ... και πολυπλασίασον τα ν́ με τα π́ και γίνονται ͵δ. Ιδού τοσούτων μοδίων εστίν η τοιαύτη γη και το μέτρον του σημαδίου Metrol.2 5617, 23· γ) μονάδα μέτρησης μήκους (1 σημάδι = 3,5 πήχες, Schilbach [Metrol.2 σ. 187]): Το σχοινί ί σημάδια ένι, το σημάδι γ́ć́ ́ πήχες Metrol.2 473. 3) α) Ένδειξη, δείγμα, απόδειξη: Η ζήλα τήν έχει ο άνθρωπος εις την γυναίκαν του ού η γυναίκα εις τον άνθρωπον ένι σημάδιν της αγάπης Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 1235· Χίλια σημάδια να θωρεί άθρωπος, να κατέχει| άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει· μα λέγει και ξαναρωτά και ξαναδικιμάζει| τήν αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 737· σε τούτο σε παρακαλώ για σημάδιν φιλίας| πεντακοσίους διαλεκτούς άνδρας Αλαμανίας| σιδερωμένους δέομαι να τους δώσεις εμένα,| για να γνωρίσουν οι εχθροί πως είμεσθε το ένα Παλαμήδ., Βοηβ. 1245· β) (νομ.) τεκμήριο, απόδειξη: Όταν είναι φανερά τα τεκμήρια, ήγουν τα σημάδια διά τα οποία ο κατηγορούμενος βασανίζεται, τότε και δεύτερον βασανίζεται και τιμωρείται και παιδεύεται ο τοιούτος, αν αντιλέγει και εναντιείται εις τα φανερά σημάδια τα καταπάνω του Zygomalas, Synopsis 196 Ζ 14 δις· οπού σημάδια πεπλασμένα ποιεί και δόλια, ως πλαστογράφος κρίνεται και παιδεύεται Zygomalas, Synopsis 269 Π 64. 4) Αντικείμενο που επιδεικνύεται ως επιβεβαίωση ενός γεγονότος, απόδειξη: να την πάγεις εις τόπον έρημον και εκεί να τηνε θανατώσεις ... και οδιά σημάδι θέλω να κόψεις τα χέρια της να μου τα βαστάς Μορεζ., Κλίνη 235r· λέγω την: «Δος με και συ σημάδιν| διά γνωριμίαν σου να κρατώ, να μάθει ότι ηύρηκά σε».| Και το δακτυλιδόπουλον εβγάνει παραυτίκα,| το την απέστειλεν αρχήν με το ερωτοπιττάκιν Λίβ. διασκευή α 3832· γράφω σε, δεσποτεία μου, μυριοπαρακαλώ σε,| πέψε σημάδιν εις εμέν να το έχω αντί εσένα Λίβ. διασκευή α 1955· να βλέπεις το σημάδιν μου και να παρηγορήσαι Λίβ. διασκευή α 2083· προκ. για το δαχτυλίδι του αρραβώνα: Πιάσ’ και το δαχτυλίδι μου, και ας είναι ογια σημάδι| και μαρτυριά τση παντρειάς που μελετούμε αμάδι Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 481· (εδώ πιθ. δηλωτικό εξουσιοδότησης ή εντολής, βλ. και Lurier, Chron. Mor. 202): ο αφέντης της Καρύταινας ... εβάστα τα σημάδια,| τά έδωκεν ο πρίγκιπας να δώσει των καστελλάνων Χρον. Μορ. P 4495· και πηγαίνοντα το κοπέλλιν και έδειξέν του το σημάδιν του Πρεμερά, αφήκεν τον και ’πήρεν άλογα ιγ́ Μαχ. 4967. 5) Εγγύηση δανεισμού, υποθήκη, ενέχειρο: Δεν ορίζει η διάταξις, να πουλεί ο άνδρας της γυναικός του τα είδητα, είτε κινητά, είτε ακίνητα, ούτε να τα θέσει σημάδι, ήγουν τα προικιμαία Νομοκριτ. 94· Κυρίως ενέχυρον λέγεται το σημάδι οπού δώσει ο άνθρωπος εις τα χέρια του ανθρώπου οπού δανείζει, ήγουν κούπα, ή πεύκι, ή φορεσία και απλώς όλα τα κινητά πράγματα, οπού επάρει τινάς εις τα χέρια του σημάδι, ενέχυρον λέγεται Νομοκριτ. 95· Τα δε ακίνητα πράγματα οπού δεν σαλεύουνται από τον τόπον τους, όσα σημάδι και πάλιν εις τούτον τον τόπον τους στέκουνται, ήγουν αμπέλια, χωράφια, σπίτια, κήπους, και τα όμοια, υποθήκη, ήγουν σημάδια λέγουνται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 636, ιά 11· σημάδιν μάς άφηκες το κάλλιον σου φαρίτσιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1005. 6) α) Φυσικό σημείο ή περιστατικό που εκλαμβάνεται ως προάγγελος (συχν. με τον προσδ. καλό, κακό) ή ακόμη και αιτία πρόκλησης καλού ή κακού γεγονότος, οιωνός: Ύπαγε προς την πόρτα και ίδε. Και εάν ίδεις δύο κουρούνας, έλα να με το ειπείς, ότι καλόν σημάδι έναι. Ειδέ και ιδείς μία, κακόν είναι η ορνεοσκοπία Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18214· ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,| χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 800· Λέγουσι· «συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον| αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον» (παραλ. 2 στ.) αντίς να κράξουν ιερείς για να τους ευλογήσουν,| να πάγουν στο ταξίδι τους, καλά να ευτυχήσουν,| αυτοί τον αποστρέφονται διά κακόν σημάδι Ιστ. Βλαχ. 1739· β) υπερφυσικό σημείο, φαινόμενο: με θαμάσματα πολλά και με σημάδια εσέβη,| όντεν ο Θεός εθέλησε στον κόσμο κι εκατέβη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1538· Πολλά σημάδια εφάνησα τη νύκτα αυτή, την ώρα| απού εγεννήθη ο Χριστός ...| Στη Ρώμη τότε εφάνηκε ετούτο το σημάδι:| μια βρύση φοβερότρομη κι ήρρικτε όξω λάδι.| Και δεύτερο ο βασιλιός απού ’τονε στη Ρώμη| ένα σημάδι φοβερό είδε αυτός ακόμη.| Εστράφην εις τον ουρανό, θωρεί λαμπρό σημάδι,| γυναίκα τέκνο και κρατεί κι εστέκασι ομάδι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2122, 2124, 2127, 2128· Πόλεμοι μυριαρίφνητοι, χρόνοι καταραμένοι,| πάντοτες να ’ναι οι Χριστιανοί εις το κακό δοσμένοι.| Σημάδια θέλουσι φανεί στον ουρανό κι εις τ’ άστρη| κι εις κάθα χώρα και χωριό, ’ς κάθα πόλη και κάστρη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4734· (εδώ) τέρας: εκείνοι οπού ήσαν ομού με τον Ξάνθον, όταν είδαν τον Αίσωπον και εγέλασεν και εφάνησαν τα δόντια του, εφάνη τως πως είδαν τίποτες μεγάλον σημάδιν Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 25230. 7) α) Διακριτικό ή αναγνωριστικό σημείο: να κάμετε ένα σημάδι απάνω εις τες πόρτες σας με το αίμα, διότι εγώ θέλω απεράσει τούτην την νύκταν από την μέσην της Αιγύπτου, και οι πόρτες οπού θέλουν είσταιν σημαδεμένες κακόν δεν θέλουν πάθει ουδένας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 163r· θέλει είσταιν το αίμα αυτό εις εσάς διά σημάδι εις τα σπίτια σας ... και θέλω ιδεί το αίμα και θέλω σας φυλάξει και κακόν εις εσάς δεν θέλει είσταιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 166r· β) (προκ. για φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό): Ο Αλέξανδρος ασηκώθηκε και ωσάν αποκρισάρης αρχίνισε να λέγει της βασίλισσας. Και εθαύμαζέ τον η βασίλισσα τους λόγους οπού ελάλει και σημάδια του προσώπου του εδοκήθη και έβαλε κατά νουν της· «Μήνα ένι τούτος ο βασιλεύς ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας ο αυθέντης;» Διήγ. Αλ. E (Konst.) 13712· εκείνη δε (ενν. η κόρη) τον Βέλθανδρον εκατεσκόπησέν τον·| σημάδια του προσώπου του, τα ά είχεν εις νουν της,| είδε κι εκαλογνώρισεν, όλα πιστώθηκέν τα Βέλθ. 819· γ) (προκ. για χαρακτηριστικά τόπου): αρμένιζαν, κάτεργα και καράβια,| έως οπού γνωρίσασιν του τόπου τους σημάδια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1188· Η Χίος εις το ακρωτήριν του μαστόρου έχει βουνίν υψηλόν ... εκείνον το βουνίν έναι το σημάδιν της Χίος... θωρείς το απομακρέα ωσάν τρούλον Πορτολ. A 1083· εις το ακρωτήριν της Βίγλας έχει λιμνιώναν και έναι ακρωτήριν στρογγυλόν και απάνω του στέκει το σημάδιν ωσάν τρουλίν Πορτολ. A 37. 8) Σύμπτωμα ασθένειας: ώσπερ άνωθεν η διάγνωσις της αιτίας, ήγουν τα σημάδια της ασθενείας, προηγήσαντο της θεραπείας, πρέπον και ενταύθα αυτό τούτο ποιήσαι Επιστ. ιατρ. ποδ. 39· Εις το ρίγος ωφελεί, προτού να του έλθουν τα σημάδια του ρίγους, να του δώσεις του ανθρώπου ένα δράμι και μισό από την αντίδοτον οπού ονομάζεται σωτήριος με κρασί και να τον σκεπάσεις να ιδρώσει Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 36. 9) Οτιδήποτε απομένει από όπου πέρασε ή έγινε κ., κατάλοιπο, ίχνος: εκλαίγασι λογιάζοντας πως να το ηύρεν το παιδίον τίποτας θηρίον και έφαγέν το, και πάλι άλλοι ελέγασι ότι πως το θηρίον ήθελεν αφήσει καν τα κόκαλα και αυτείνοι εγύρεψαν όλον το όρος και δεν είδασι τίποτας σημάδι Μορεζ., Κλίνη φ. 136r· Κάποια γυναίκα εντόπια, ... ήτον βαρυνομένη καταπολλά από το πάθος του Καρκίνου, και εκινδύνευε τον θάνατον ... Η οποία μόνον οπού αλείφθηκε με το θείον Μύρον ... τόσον ιατρεύθη καταπολλά, ώστε πούπετε δεν έμεινε σημάδιον του πάθους Διαθ. Νίκωνος 259· πολλοί τινες αρχιερείς απιστούσαν το πως είναι αχειροποίητη η εικόνα και με το μαχαίρι έσκαφταν και επελεκούσαν την εικόνα πολύ βαθέα, ως τάχα είναι με χρώμα ιστορισμένη· ... και φαίνουνται τα σημάδια ως και την σήμερον το πως την επελεκούσαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. 199v· Ο Έκτορας δύο σπαθές τον έδωκεν (ενν. τον Αχιλλεύ) εις το έλμον·| το σημάδιν τους φαίνοταν επάνω εις το κεφάλιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6099. 10) α) Ουλή, σημάδι στο δέρμα: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα ... και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη, απού δεν είχεν απάνω του ... ούτε καν σημάδι κανένα Μορεζ., Κλίνη 80r· Αν δεν ιδώ εις τα χέρια του τα σημάδια των καρφίων, και αν δεν βάλω το δάκτυλόν μου εις τα σημάδια των καρφίων ... δεν θέλω πιστεύσει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. κ́ 25· ο δαίμων ... του έδωκεν πληγές τες οποίες ανθρώπινος επιμελεία δεν εδύνετονε να τες ιατρεύσει, καθώς εμαρτυρούσαν ..., ακομή και τα σημάδια απού του επόμειναν Μορεζ., Κλίνη 282r· Δακάνω σε και δάκα με και ας κάμομεν ομάδι| μ’ ένα γλυκότατο φιλί ο είς τ’ αλλού σημάδι Φαλιέρ., Ιστ.2 684· β) (μεταφ.) στίγμα: εάν εγώ έκαμα τέτοιον πράγμα, να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει, και να γενώ σημάδιον εις τον κόσμον, ως διά να μη φυλάξω τα μυστήρια του ανδρός μου, και να με ιδούν άλλες να φυλαχθούσιν Διγ. Άνδρ. 3328. 11) Σύνθημα α) έναρξης (κυρίως μάχης, πολέμου): σημάδι δίδει ετότες| κι ευθύς επεταχτήκασι με τα σπαθιά οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 321· ηρματώθησαν τα φουσσάτα και εδώκαν τα βούκινα και εσηκώθησαν τα φλάμουλα εις σημάδι πολέμου Χρονογρ. (Λαμψ.) 227· Η σάλπιγγα εδευτέρωσε τση μάχης το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1659· β) σινιάλο, νεύμα: το σημάδιν του Τρίστα ήτον να πυριοβολήσει εις τον γιαλόν, για να πάγει η βάρκα, να τον πάρει εις το ξύλον Βουστρ. (Κεχ.) Β 31517· Αμή ας ποίσομεν καπνόν να έλθουν οι απελάτες (παραλ. 2 στ.) Και εις το βουνίν υπήγασιν και εποίκαν το σημάδιν| και τρία μερόνυκτα ήπτασιν, κανείς ουδέν εφάνη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1346· Τριγύρου (ενν. στο σπήλαιο του ύπνου) στέκ’ η σιωπή τού καθενός να δώσει| σημάδι να ’ναι απόμακρα κι εκεί να μη σιμώσει Αχέλ. 1395. 12) α) Σύμβολο: να ομοφωνήσουσιν οι χριστιανοί τε όλοι,| και να σηκώσουν τον σταυρόν, του Χριστού το σημάδι,| με λιτανείες, δέησες, προσευχές και δακρύων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 292· β) έμβλημα: έβαλεν απανωκλίβανον, σημάδι μακιδονίτικο, απάνωθεν τα άρματα Διήγ. Αλ. G 27311, 15· φλάμπουρον με τα σημαδία του ρηγός Μαχ. 37617· Ο Έκτωρ έφθασε κρατώντα το κοντάριν (παραλ. 1 στ.) σκουτάριν είχε ολόχρυσον, σημάδιν δύο λεοντάρια·| ούτως και εις το κοντάριν του είχε το πανιτσέλιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3143· τον σταυρόν να βάλετε σημάδι στ’ άρματά σας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 960· Εφόριεν στο κεφάλιν του κασσίδιν ωραιωμένον (ενν. ο Ιμπέριος)·| κόρακαν είχεν εγκοφτόν στου κασσιδίου την τρούλλαν| και εις του πουλίου την κεφαλήν, στην κορυφήν του απάνω| είχεν πτερόν του παγωνιού βαμμένον κιτρινόχροιον.| Τούτο ήτον το σημάδιν του τό σύρνει εις τα άρματά του. Ιμπ. 394· γ) σημαία, λάβαρο: ορισμόν του ζήτησαν (ενν. οι ναύτες), να μπουν εις τον λιμνιώνα·| και αυτός (ενν. ο Απολλώνιος) ορίζει ... να εμπούν χωρίς σημάδιν,| χωρίς σημάδιν φλάμπουρον, όλοι μαυροφορούσαν Απολλών. (Κεχ.) 639, 640· επέψαν τους μαντατοφόρους τους ... εις τον ρήγα παρακαλώντα τον να έχει καλήν αγάπην μετά τους και εταχθήσα ... να βάλει τα σημαδία του εις τους τόπους τους, και να είναι ανθρώποι του Μαχ. 10814· εδώ σε μεταφ.: Α δενδρόν μου πανσέληνον, του σπιταλιού σημάδιν,| του κοντοστάβλη γιασιμίν, έλα, ’φέντη μου, ας φιλούμεν Ερωτοπ. 450. 13) α) Σημείο σκόπευσης, στόχος: άλλοι στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι| και το κοντάρι άλλοι πετούν, να ’βρουσι το σημάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [72]· (σε μεταφ.): Φόβος και πόθος πολεμά, και εγώ ’μαι το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1657· Οι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν’ το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 269· αγάλια αγάλια σώνει| εις το σημάδι το μακρύ (ενν. την προξενιά του γάμου), κι ήρχισε να ξαμώνει (ενν. ο Πεζόστρατος).| Αποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει| κι οπίσω τον εγιάγερνε κι εκράτιε τον η γνώση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 914· β) σκοπός: τα οπίσω αλησμονώ και απλώνομαι εις τα μπροστινά, τρέχω εις το σημάδι, εις το βραβείον του καλεσμού του Θεού, οπού μας καλεί απάνου εις τον Χριστόν Ιησούν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Φιλ. γ́ 14· προς το σημάδι τούτο,| ... να ζεις στον κόσμον θέλω Πιστ. βοσκ. IV 8, 264. Έκφρ. Μηδέ για σημάδι = κανείς (πβ. σημερ. έκφρ. ούτε για δείγμα): το κάστρο μ’ όλο το λαό παντελώς ν’ αφανίσεις,| κούρτες και μοναστήρια, κανένα μην αφήσεις,| μόν’ να τους κόψεις, λέγω σου, να πάνε εις τον Άδη,| να μη φανεί μηδέ τινάς απ’ αυτούς για σημάδι Διακρούσ. (Κακλ.) 98. Φρ. 1) Δείχνω σημάδι, βλ. Επιτομή, λ. δείχνω IΆ 9 Φρ. 2) Δίδω σημάδι = εκδηλώνω, φανερώνω: ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ: Κι εσένα μπορεζάμενο πώς ήτονε τση τόσης| φωτιάς, οπού σ’ επαίδευγε, σημάδι να μη δώσεις;| ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ: Οι φρόνιμοι τα πάθη τως κουρφότατα κρατούσι,| κι όντε πονούσι στην καρδιά, τα χείλη τως γελούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 232· ανάμεσα στα χείλη μου στέκεται κι ανιμένει (ενν. ο πόθος)| πότες να δει την κόρη μου σημάδι να τση δώσει| το πως για κείνη σε φωτιά βρίσκομαι τώρα τόση Πανώρ. Γ́ 411· ανέν και τονε σφάξω εδώ, τ’ αίμα του θέλει δώσει| σημάδι εις το πράγμ’ αυτό, και να με φανερώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1306]. 3) Λέγω το σημάδι = εκβάλλω πολεμική κραυγή: Πολυδαμάς εστρίγγισε, λέγει και το σημάδιν| στην μέσην εκατέβηκε, πόλεμον κάμνει μέγαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3635. 4) Κάνω σημάδι, βλ. Επιτομή κάμνω, Φρ. 101.σκόρδον- το, Ορνεοσ. αγρ. 53820, Επιστ. ιατρ. ποδ. 34, 56, Γιατροσ. Ιβ. 42, 112, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 206· σκόρδο, Gesprächb. 4917, Γιατροσ. Ιβ. 60· σκόρδο(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 197-5 χφ ΡΚ κριτ. υπ., Ασσίζ. 2421, 2455, 4931 δις, 4968, Ιατροσ. 21110, Σπανός (Eideneier) D 1706, Ιατροσ. κώδ. ͵αρκδ́, Αιτωλ., Βοηβ. 134, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1453, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 179, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1585 λζ́ 13· σκόροδον, Ιερακοσ. 36213, 17, 40715, 44119, 25, 27‑28, Ορνεοσ. αγρ. 53828, 54116, 54728, 30.
Το ουσ. σκόρδον, που απ. στο Θεόφραστο. Ο τ. σκόρδο στο Meursius και σήμ. Ο τ. σκόροδον ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.)
Σκόρδο: Αφού φάγεις σκόρδον, τρώγε καμπόσα κουκκία ωμά ή σέλινον να μη βρομά το στόμα σου ή απήγανον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 206· κρέη χοίρων και βοών εις τα κακκάβια βάλλοντες (ενν. οι Λατίνοι) και κατακόπτοντες εταρίχευον, εισάγοντες και από των αλεσμένων οσπρίων, καθώς και την σάλτσαν αυτών εποιούσαν μετά σκόρδων και άλλων ειδών των δριμυτέραν ποιούντων την αίσθησην Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 787 κριτ. υπ.· σκόρδα κεφάλια δώδεκα, κρομμύδια δεκαπέντε Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 213· (εδώ μεταφ. προκ. για ηλικιωμένο γαμπρό σε αταίριαστο γάμο): Τις ήτον πὀπροξένησε το βρομερό το σκόρδο| με τ’ άσπρο το τριαντάφυλλο και μυρωδάτο ρόδο;| Τις ήτον που την έσμιξε την αγριοτσουκνίδα| μ’ αυτείνη την ροδόμνοστην και γλυκοκορασίδα; Κακοπ. 117· (για φαρμακευτική χρ.): Περί πόνον οδόντων: Έπαρε σκόρδον και ψήσε το και βάλε το απάνω εις το δόντι και υγιαίνει Γιατροσ. Ιβ. 84· σκόρδου βραχύ τι μέρος λαβών και μετά οίνου παλαιού τρίψας έμβαλε μετά πτερού εις τας ρίνας αυτού Ιερακοσ. 40628· Είναι (ενν. το σκόροδον) θερμόν πολλά και αντιφάρμακον διά τούτο το λέγουσιν όλοι θηριακήν των χωρικών Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 206.σκορπίος- ο, Σταφ., Ιατροσ. 10277 δις, 278, 2626, Σπαν. (Hanna) B 431, Κομν., Διδασκ. Δ 284, Σπαν. P 233, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 474, Βίος Αλ. (Aerts) 4846, Ιατροσ. κώδ. 164 φέ, 166 ωλζ́, Αλεξ.2 2057, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 187, Γιατροσ. Ιβ. 38, 86, Εγκ. αγ. Δημ. 10799, 102, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 165, 166, 168, 169 δις· σκόρπιος, Πεντ. Δευτ. VIII 15· σκορπιός, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 84, Διήγ. Αλ. G 289, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 260, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 192, Τζάνε, Κατάν. 461.
Το αρχ. ουσ. σκορπίος. Για τον τ. Σκόρπιος ως προσων. βλ. Moritz, Zunam. 17. Ο τ. σκορπιός στο Βλάχ. και σήμ. Τ. σκόρπ#14ος σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ.).
1) α) Αραχνοειδές αρθρόποδο με ουρά που καταλήγει σε δηλητηριώδες κεντρί: Μέγα κακόν, μέγα θηρίον ο φθόνος ένι, φίλοι,| σκορπίον απεικάζουν τον με μύρια κεντρούνια Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 16· Όταν δακώσει τον άνθρωπον όφης ή σκορπίος … Γιατροσ. Ιβ. 38· (σε παρομοίωση): Ως γαρ τις κακομήχαντος, κακεντρεχής σκορπίος (παραλ. 5 στ.), ούτως απράγμων άνθρωπος, κακεντρεχής καρδία Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 98· β) μεταφ., ως αρνητικός χαρακτηρισμός (βλ. και Bauer, Wört., στη λ. σημασ. 2)· β1) (προκ. για το διάβολο): και τον σκορπίον τον δεινόν, τούτον τον φαρμακτήρα, (παραλ. 1 στ.) σκελίσας, ρίψας (ενν. ο Λόγος) καταγής ... (παραλ. 1 στ.) αυτός ανέστη θεϊκώς Γλυκά, Αναγ. 131· β2) (προκ. για το φθόνο): σκορπίε, φθόνε δολερέ, με μύρια κεντρούνια Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 494. 2) Είδος ψαριού (βλ. και Παπαδημ., Ψάρια 110): Μετά δε το ποιήσαι την κάθαρσιν, πρώτον μεν πρόσφερε τους πετραίους ιχθύας, ήγουν κωβίους, γαλέας, σκορπίους … Επιστ. ιατρ. ποδ. 76. 3) Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου: ο Ζυγός με τον Σκορπίον αντάμα Θησ. Θ́ [316].σπανάκι- το, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 135, 200· σπανάκι(ν)· σπανάκιν, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 41, Επιστ. ιατρ. ποδ. 53.
Από το λατ. *spinaceum <περσ. #04sp#04nah με παρετυμ. επίδρ. του λατ. spina (Ανδρ., Λεξ.). Πβ. λ. σπάνακα στον Ησύχ. και σπινάκιον στο Meursius. Ο τ. σπανάκιν σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σπανάκι(ν)). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.· βλ. και LBG (λ. σπανάκιν).
Είδος εδώδιμου λαχανικού με πλατιά πράσινα φύλλα (για το πράγμα βλ. Καββάδας, Βοτ. φυτολ. λεξ.): Εμένα ο αφέντης μου έπιανε κι έστρωνέ με,| και μέσα το μεσόνυκτον στον κήπον έπαιρνέ με,| κι εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια,| σπανάκια και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 330.σταφίς ‑ίδα- η, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 321 χφ H κριτ. υπ., Ιερακοσ. 38327, 43011, Ιατροσ. κώδ. ͵αρις́, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 292, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4220, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 204, 219, Πωρικ. (Winterwerb) II 52, III 58· ασταπίς ‑ίδα, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 328 χφ P κριτ. υπ.· σταπίς ‑ίδα, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7316, 9418‑19, Ολόκαλος 14415, Πωρικ. (Winterwerb) I 47 κριτ. υπ., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 1127.
Το αρχ. ουσ. σταφίς (L-S Suppl., TLG) - ασταφίς. Ο τ. σταπίς τον 6. αι., σε παπυρ. του 8. αι. (LBG) καθώς και στο Du Cange· αιτιατ. σταπίδαν σε κείμ. του 14. αι. (Text. z. Finanz.-Wirtschaftsgesch. 1235). Ο τ. σταπίδα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Andr., Lex., λ. σταπίς). Η λ. σταφίδα στο Meursius, σε κείμ. του 14. αι. (Text. z. Finanz.-Wirtschaftsgesch. 1216, 229) και σήμ.
1) (Συν. στον πληθ.) η αποξηραμένη ρώγα του σταφυλιού (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 107): τα … καρύδια, τα κουκουνάρια και τα αμύγδαλα, ωσαύτως δε και σταφίδας και σύκα ξηρά παραιτού και απόφευγε Επιστ. ιατρ. ποδ. 85· όταν εξαπορισθείς (ενν. κυρ’ αλωπού), εσθίεις τας ακρίδας| και κλέπτεις τα σταφύλια και τρώγεις τας σταπίδας Διήγ. παιδ. (Eideneier) 288· Των σταφίδων τα κουκκία κοπάνισον και ας το πίνει (ενν. ο ασθενής) με το κρασί το αυστηρόν Σταφ., Ιατροσ. 5116· (εδώ περιληπτ.): κρασί μ’ ελούσαν παρευθύς, έλαβα την υγείαν,| καπνίσαν με μουστόπιτα, έμπλαστρον την σταπίδα Κρασοπ. (Eideneier) V 97. 2) Σταφίς αγρία = φυτό (Delphinium staphisagria) με φαρμακευτικές ιδιότητες (ήδη στον Ιπποκράτη, L-S, λ. σταφίς ΙΙ· βλ. και ά. αγριοσταφίς –ίδα): Πώς δει θεραπεύειν ιέρακα κλαίοντα … Νυκτερίδα θηρεύσας παράβαλε αυτῄ σταφίδος αγρίας κόκκους τρεις, είθ’ ούτως δος αυτήν φαγείν τῳ ιέρακι Ιερακοσ. 36220. Ως προσωποπ.: Σταφίδαν την κυρά καλογραίαν Πωρικ. (Winterwerb) I 47.σταφυλή- η, Ιατροσ. κώδ. ͵αριδ́, Χρησμ. I 389, Διαθ. Αλ. 12, Ονειροκρ. Ιβ. 46, Πωρικ. (Winterwerb) I 19 κριτ. υπ., 41a κριτ. υπ., 42a κριτ. υπ., 43 κριτ. υπ., 71 κριτ. υπ., 111α κριτ. υπ., 111γ κριτ. υπ., 152 κριτ. υπ., III 112· σταφύλη, Πωρικ. (Winterwerb) I 41 κριτ. υπ.
Το αρχ. ουσ. σταφυλή. Ο τ. άσχ. με το αρχ. ουσ. σταφύλη (L-S, στη λ. ΙΙΙ). Τ. στάφυλη σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
1) α) Ο καρπός του αμπελιού, σταφύλι· (εδώ περιληπτ.): Προ του γουν να ποιήσεις την κάθαρσιν, η δίαιτά σου ας ένι λάχανα και οπώραι, ροδάκινα λέγω και σταφυλή γλυκεία Επιστ. ιατρ. ποδ. 72· β) (συνεκδ.) το κλήμα: εάν σεισμός γένηται ... καταπεσείται και η σταφύλη πιών των καρπών αυτής το ύδωρ αυτήν φθείρει και έσται οργή Σεισμολ. (Οικονόμου) 50. 2) Σταφυλή αγρία = είδος φυτού με βοτρυοειδή καρπό, η αγριάμπελος, (πβ. L‑S, στη λ. σημασ. 2· βλ. και Δημητράκ., λ. μήλωθρον): σταφυλής αγρίας κόκκους έ Ορνεοσ. αγρ. 54911. 3) (Ανατομ.) σαρκώδης απόφυση της μαλακής υπερώας, που κλείνει το φαρυγγικό στόμιο κατά την κατάποση· (εδώ συνεκδ.) φλεγμονή της σταφυλής: Εις σταφυλήν και πλαγινά Ιατροσ. κώδ. σϞγ́. Ως προσωποπ.: Ο δε βασιλεύς … εκατηράσατο την Σταφυλήν λέγων: «Ύπαγε, Σταφυλή κατηραμένη, υπό στραβού ξύλου κρεμασθείσα … Το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες και να λέγουσι λόγια κλωθογυρισμένα και από τοίχον εις τοίχον να πίπτουν …» Πωρικ. (Winterwerb) III 120, 121.σταφυλόζωμος σταφυλόζωμο(ν)- το.
Από τα ουσ. σταφύλι(ν) και ζωμός ή ζωμίν (βλ. ά. ζουμίν). Λ. σταφυλοζώμιν και σταφυλοζώμ’ σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο LBG.
Χυμός σταφυλιού: μετά το ποιήσαι την φλεβοτομίαν, παραλάμβανε τροφήν ψυχράν και εύκρατον ... εάν δε ορέγεσαι, και βλίτον ... και κολοκύνθην μετά ροδοζώμου ή σταφυλοζώμου και ... παν είδος οπού δύναται να σε καταψύξει και να υγράνει Επιστ. ιατρ. ποδ. 54.στυφότης- η, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17525· στυφότης ‑τητα.
Το μτγν. ουσ. στυφότης. Ο τ. στυφότητα και σήμ.
1) Η στυφότητα, η ιδιότητα (η γεύση) του στυφού· στυφάδα· (εδώ) πιθ. (και) στυπτικότητα: Προ του γουν να ποιήσεις την κάθαρσιν, η δίαιτά σου ας ένι λάχανα και οπώραι, ροδάκινα λέγω και σταφυλή γλυκεία, να μηδέν έχει στυφότητα τίποτε Επιστ. ιατρ. ποδ. 72-73. 2) (Μεταφ.) αυστηρότητα: Μη βαρεθείς, παρακαλώ, κυρ Αλέξανδρε, την στυφότητα του γράμματος, ότι η στυφότης είναι και θεραπευτική και ιάσιμος Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17524.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η.