Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αιχμάλωτος,
- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 425, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 727, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) A΄ 257, Καλλίμ. (Κριαρ.) 606, 1843, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5557, Διγ. (Καλ.) A 554, 807, 2710, Ερμον. (Legr.) Ψ 296, Ω 205, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1259, Σωσ. (Legr.) 484, Λίβ. (Μαυρ.) P 1459, 1665, Λίβ. (Lamb.) Sc. 427, 2650, 3195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1473, 1543, 1736, 1910, 3818, 4174 (χφ αιχμάλωτον), Λίβ. (Wagn.) N 1389, 3777, 3811, Επιστ. Μουρ. Β′ (Λάμπρ.) 58, Δούκ. (Grecu) 3523, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10423, 12229, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 611, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 973, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3012, 3312, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 146, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 46, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 467, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32533, 3246, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 147 ρκβ΄, 187 νζ΄, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11127· αιγμάλωτος, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 70· αμάλωτος, Ασσίζ. (Σάθ.) 40315-16, 43517, Πεντ. (Hess.) XII 29· ηχμάλωτος, Χρον. Τόκκων 3194.
Το αρχ. επίθ. αιχμάλωτος. Για τον τ. αιγμάλωτος βλ. αιχμάλωτον. Ο τ. ηχμάλωτος από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Τ. ομάλωτος σε ενθύμ. του 16. αι. (Darrouzès, Κυπρ. Σπ. 15, 1951, 43 = Νεκρολ. φ. 43). Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. στους τ. αχμάλωτους και αγμάλωτος (ΙΛ λ. αιχμάλωτος).
1) Δούλος: Αιχμάλωτον σ’ εκράτησα και αυθέντρα εγεγόνεις Διγ. A 807. —Συνών.: δούλος, σκλάβος . 2) Που δεν έχει πατρίδα, που περιπλανάται: και διά τον φθόνον τον πολύν, την ’περοψιάν την τόσην| την βασιλειάν εχάσασι και την τιμήν την τόσην| και περπατούν αιχμάλωτοι και γέμουν και της ψώρας Ριμ. Βελ. 973· σήμερον ήλθεν μετ’ εμέν εις την εμήν πατρίδα| αιχμάλωτος ολόξενος Λίβ. Sc. 3195· ελθόντες γαρ ασυνήθεις αιχμάλωτοι εκ διαφόρων τόπων, γέγονε τοσαύτη φθορά ως ουκ εστί δυνατόν διηγήσασθαι Έκθ. χρον. 3312· εγίνονταν αιχμάλωτοι όλης της οικουμένης Χρον. Μορ. P 1259· άγουρος εκ την χώραν του διά πόθον ωραιωμένης| αιχμάλωτος εξέβηκεν απέ τα γονικά του Λίβ. Esc. 1736· ο κόπος ήτον περισσός και μισθαργόν επήρα·| και μισθαργόν αιχμάλωτον, ξένον, εξ άλλης χώρας Καλλίμ. 1843· άγορος εκ την χώραν του και από τα γονικά του| αιχμάλωτος εξέβηκεν και μυριοτυραννείται Λίβ. N 1389· και έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του| και εις ξένον κόσμον περπατεί (χφ περιπατεί) και αιχμάλωτος διαβαίνει Λίβ. Esc. 3818. 3) Δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κατατρεγμένος (Για τη σημασ. βλ. και Bauer, Wört. λ. αιχμάλωτος. Η σημασ. και στη διάλεκτο του Πόντου, ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Άμ., ΛΑ 5, 60): Νεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην Καλλίμ. 606. — Πβ. και αιχμάλωτον.αναμεταξύ,- επίρρ. Ασσίζ. (Σάθ.) 7727, 8831, 10527, 13116, 29426, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52226, Επιστ. Μουρ. Β′ A 58, Δούκ. (Grecu) 873, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 135, 1022, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 111, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 146.
Η λ. στον Αριστοτέλη, καθώς και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Τοπικώς) μεταξύ: ηύρεν τον χείμαρρον πολλά μέγαν, οποίος ήτον αναμεταξύ εκείνου και της χώρας οπού έμελλε να υπάγει Ασσίζ. 8831· κρούει δη κι αυτός την πέτραν| αναμεταξύ του στήθους Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ΄ [427]· —Συνών.: αναμέσον 1α· β) (προκ. για σχέση προσώπων) μεταξύ: Την αναμεταξύ τους φιλονικίαν Χίκα, Μονωδ. 111· τας αμφιβολίας τας αναμεταξύ συμβαινούσας Ρωμαίοις και Τούρκοις αυτός διέκρινε κατά τον αραβικόν νόμον Δούκ. 873· πβ. αναμέσον 3α· γ) (με παράλ. προσδιορ.) ο ένας προς τον άλλο, ο ένας με τον άλλο: στοιχήματα τά έχουν αναμεταξύ Ασσίζ. 10527. 2) (Προκ. για σχέση κοινού κλήρου, κοινής ιδιοκτησίας) μεταξύ: των κλήρων των αναμεταξύ εκείνης και του συμβίου της Ασσίζ. 13116.αποβάλλω,- Γλυκά, Στ. Β′ (Ευστρ.) 17, Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 341, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2567, Ασσίζ. (Σάθ.) 11530, Ιερακοσ. (Hercher) 44113, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 52726, Επιστ. Μουρ. Β′ (Λάμπρ.) 58Β, Δούκ. (Grecu) 797, 3252, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6719.
Το αρχ. αποβάλλω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) (Ενεργ. και μέσ.) εγκαταλείπω, παρατώ: αποβαλών δε την γυναίκα και παίδας αυτού, ήλθεν εν τῃ Πόλει Έκθ. χρον. 6719. Βλ. και αλλάσσω Α4, αμπαντονάρω, αναχωρίζω Α, απαριάζω 1α, απαρνούμαι, απαφήνω 1. 2) Δεν αποδέχομαι κάτι: προσέξατε μήπως αποβάλλοντες το ζήτημά μου Επιστ. Μουρ. Β′ 58 Β. 3) Θανατώνω, φονεύω (πβ. και ΙΛ στη λ. αποβγάζω 4): εκεί γαρ ο το τρόπαιον στησάμενος της νίκης φθάσας πολλούς απέβαλε τῳ του πολέμου νόμῳ Γλυκά, Στ. Β′ 17. Βλ. και αγουροκόβω, αποκοιμίζω 2. 4) (Μεσ.) απομακρύνομαι από τους κόλπους της εκκλησίας: και εαν ο ιερεύς οπού τους ευλόγησεν ουκ εγίνωσκεν ότι ήσαν συγγενάδες …, ου χρή αποβάλλεται Ασσίζ. 11529-30. 5) Φρ. α) Αποβάλλω χολήν = βγάζω χολή από το στομάχι, κάνω εμετό: … όταν αυτόν ιδείς αποβάλλοντα χολάς, τότε αυτῴ δός … Ορνεοσ. αγρ. 52726· β) αποβάλλομαι την ψυχήν = χάνω την ζωτικότητά μου, εξασθενώ: Η δε Πόλις … τῳ μεγέθει του λοιμού εστενοχωρείτο και απεβάλλετο την ψυχήν Δούκ. 797· γ) αποβάλλομαι του ζήν = πεθαίνω (πβ. και L‑S στη λ. 3, χωρίο Σοφοκλ.): δει ούν ινα αυτόν ιατρεύσει ευθέως· εάν δε μη, του ζήν αποβαλείται Ιερακοσ. 44113.βεβαιώ,- Τρωικά 52118, Διγ. (Trapp) Gr. 2215, 2753, Διγ. Z 523, 2621, 2976, 3296, Εξήγ. πέτρ. 275, Διήγ. παιδ. 92, Βίος οσ. Αθαν. 252, Ηπειρ. 2266, Επιστ. Μουρ. Β′ AB 58 (= Ηπειρ. 24221), Σφρ., Χρον. μ. 829, 6021, 8212, 8630 (έκδ. βεβαίον· διορθώσ. βεβαιού· βλ. κριτ. υπ.), 9013, Μάρκ., Βουλκ. 350.
Το αρχ. βεβαιόω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
Α´ Ενεργ. 1) α) Κάνω κ. βέβαιο, σταθερό (Πβ. Sophocl., λ. βεβαιόω 1): τελέσας ή μάλλον πλέον βεβαιώσας το της Ιβηρίας συνοικέσιον Σφρ., Χρον. μ. 8212· βλ. και ασφαλίζω 2β· β) «κυρώ», ορίζω, καθορίζω: ήσαν τα νήματα της τύχης αμετάκλωστα και το εξ αρχής βεβαιωθέν ουκ ηδύνατο διαλυθήναι Τρωικά 52118· βλ. και απαιτώ IΑ2, αφορίζω 2α, βούλομαι (I) 2, ορίζω, τοπώνω· γ) (προκ. για ειρήνη) συνομολογώ: μεθ’ όρκου βεβαιώσαντες καθολικήν αγάπην Διήγ. παιδ. 92. Βλ. και αποκαθιστώ Α6, ασφαλίζω 3β, βεβαιώνω Α1δ. 2) Επικυρώνω, καθιστώ έγκυρο (Η σημασ. και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ. στη λ. 1): Ταύτά τε ιδιοχείρως εγχαράξας και τῃ του αρχιερέως επιγραφῄ βεβαιώσας Βίος οσ. Αθαν. 252. Βλ. και βεβαιώνω Α2, Α1γ. 3) Αποδεικνύω: εξ έργων την αγάπην σου βεβαίωσον, κυρία Διγ. Z 3296· ταύτα γαρ τα γνωρίσματα εκείνον βεβαιούσι Διγ. Z 2621. 4) Διαβεβαιώνω: Είθ’ ούτως βεβαιώσαντες τον αμιράν μεθ’ όρκου| γαμβρόν να τον επάρωσιν Διγ. Z 523. Βλ. και αφυρώνω 2, βεβαιώνω Α5. 5) Αποδέχομαι, εγκρίνω (Βλ. Sophocl., λ. βεβαιόω 1): τούτο εβεβαιώθη και εστάθη παρά πάντων των αυτού άνευ μόνου του Χαλίλ πασία, όστις αντέστη Σφρ., Χρον. μ. 6021. Β´ Μέσ. 1) Είμαι σίγουρος για κ., δεν μου μένει αμφιβολία για κ. (Βλ. Sophocl., λ. βεβαιόω 2): τούτο βεβαιού και χωρίς ενόρκου προστάγματος, ότι τα διά σου αποκρισιαρίκια (έκδ. απκρισιαρίκια) να παύσουν Σφρ., Χρον. μ. 8630· Εβεβαιώθητε ακριβώς από τας νίκας και εμού και των προγόνων μου ότι ο Θεός δεν έβαλεν εις το βασίλειόν μου σύνορα Επιστ. Μουρ. Β′ AB 58 (= Ηπειρ. 24221). 2) α) Σταθεροποιούμαι: και έτι εβεβαιώθη ο λογισμός μου εις την όρεξιν ην είχον Σφρ., Χρον. μ. 9013· β) αποδεικνύομαι αυτός που είμαι· αναγνωρίζομαι ως άξιος (Για τη σημασ. βλ. και L‑S, λ. βεβαιόω II): γέγονε δε περίφημος εν ταις ανδραγαθίαις,| ώστε σχεδόν εις άπαντα βεβαιωθείς τον κόσμον Διγ. (Trapp) Gr. 1906. Βλ. και βγαίνω 30. 3) (Μτβ.) σιγουρεύομαι για κάπ. (Για τη χρ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 55): Μη ένι ούτος ο Διγενής, ον λέγουσιν Ακρίτην;| Χρη να τον δοκιμάσομεν, να τον βεβαιωθώμεν Διγ. Z 2976. — Βλ. και βεβαιώνω.βουνό(ν)- το, Λόγ. παρηγ. L 44, 130, Λόγ. παρηγ. O 126, Καλλίμ. 1477, Διγ. Z 337, 1985, Διγ. (Trapp) Esc. 1141, Βέλθ. 129, Χρον. Μορ. P 4758, 5428, Διήγ. Βελ. 277, Φλώρ. 1525, Περί ξεν. A 199, Ερωτοπ. 423, Λίβ. P 1746, 1882, Λίβ. Sc. 1013, 1592, 2631, Λίβ. Esc. 3798, Επιστ. Μουρ. Β′ ΑΒ 58, Θρ. Κων/π. H 3, Σφρ., Χρον. μ. 12422, Διήγ. Αλ. V 31, Έκθ. χρον. 523, Κορων., Μπούας 77, 129, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 202, Πεντ. Δευτ. XXXII 22, Χρον. σουλτ. 4424, 6216, 11037, Δωρ. Μον. XVIII, XXXVI, Κυπρ. ερωτ. 889, Πανώρ. Αφ. 3, Β΄ 152, Δ΄ 117, Βοσκοπ. 454, 459, Παλαμήδ., Βοηβ. 613, 996, 997, 998, 1042, Σταυριν. 661, 851, Ιστ. Βλαχ. 1198, 1207, 1228, Λίμπον. 283, Πρόλ. άγν. κωμ. 36, Διγ. O 2438, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1542, 2347, 23927.
Από το αρχ. ουσ. βουνός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Βουνό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): απέδω βράχη και βουνά, κρημνός απέκει πάλιν Λίβ. Sc. 1592· βλ. και ακριά, αναπτυχή, βουνάκι α, β, βουνάρι(ν), βουνί(ν), βουνίτσι(ν), βουνόπουλον, βουνός, βουνοτόπιν, όρος· (μεταφ.): να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις Λόγ. παρηγ. L 130.έρχομαι,- Προδρ. IV 227, Ασσίζ. 4864, Ιερακοσ. 37814, Διγ. Z 1723, Πόλ. Τρωάδ. 595, Χρον. Μορ. H 3692, 8175, 8716, Δούκ. 15527, Αλεξ. 2641, Πεντ. Γέν. XXXVIII 9, Πτωχολ. α 632, Παϊσ., Ιστ. Σινά 237, Αλφ. 1518, Ερωφ. Α΄ 528, Ιντ. α΄ 66, β΄ 85, Βίος αγ. Νικ. 104, Διγ. Άνδρ. 4042, Ερωτόκρ. Α΄ 49, Β΄ 1, 95, Δ΄ 1557, Ευγέν. 652, Στάθ. (Martini) Α΄ 320, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1131], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 4, Ζήν. Ε΄ 289, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3649, 39624· έλθομαι, Επιστ. Μουρ. Β′ Α 58· έρκομαι, Ανακάλ. 8, Μαχ. 4812, 3825, 66221, 66832, Βουστρ. 498, 504, Κυπρ. ερωτ. 993, 10411, 26· αόρ. ήρτα, Ασσίζ. 6012, 2085, 2578, 26928, 32616, 33817, 36614, 3681, Βουστρ. 441, 451, 452, 484, 486, Πεντ. Γέν. XIX 31, XXIV 41, Έξ. XXII 8, Λευιτ.ΧI 34, Δευτ. VI 18, X 11, Αρ. XXXI 21, Κυπρ. ερωτ. 10633, 11039· ήρχα, Λεηλ. Παροικ. 343· προστ. αορ. άλα, Μαχ. 5801· έλα, Διγ. (Trapp) Esc. 1227, 1228, Πόλ. Τρωάδ. 190231, Πεντ. Γέν. XXX 3, Ερωφ. Ε΄ 329· ελάστενε, Διγ. O 1870· μτχ. ενεστ. ερχάμενος, Ιων. 2135, Χρον. Τόκκων 561, Πεντ. Γέν. XXIII 10, 18, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 186· έρχοντας, Απόκοπ. 397, Στάθ. (Martini) Α΄ 255· έρκοντα, Μαχ. 3621, Βουστρ. 435· ερκόντα, Βουστρ. 443· μτχ. αορ. ελθόντας, Χρον. Μορ. P 401· μτχ. παρκ. (ε)λθωμένος, Αχέλ. 1888, 1097, 1907, 2383· ’ρθωμένος Ερωφ. Ιντ. β΄ 32, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 33, 133, Ιντ. δ΄ 88· ’ρχωμένος, Ερωφ. Β΄ 483.
Το αρχ. έρχομαι. Ο τ. έρκομαι και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 544). Ο τ. έλθομαι από ψευδοαρχαϊσμό από το έρθομαι (απ. στην Κρήτη, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄ 346), που προήλθε από τον αόρ. ήρθα. Αόρ. ήρχα και σήμ. στις Κυκλάδες (Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 504). Αόρ. ήρτα και σε άλλα ιδιώμ. και στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 544). Για τη μτχ. έρχοντας βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄122-3. Για τις μτχ. σε ‑όμενος, ‑ούμενος βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 9 και Πιλαβάκη, Πρακτ. Α′ Κυπρ. Σ Γ΄ 276. Για τις μτχ. ερχούμενος, ερχάμενος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 13. Η μτχ. ερχάμενος και στην Ήπειρο (Αναγνωστόπουλος, Αθ. 36, 1924, 93). Το ουδ. στον τ. ερχάμενο και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ΄ 223, Δ΄ 279, Θυ. 226. Για τη μτχ. παρκ. ερχωμένος (απ. και σήμ. στην Κρήτη, Ξανθουδίδη [Φορτουν., σ. 232]) βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8. Η λ. και σήμ.
1) Έρχομαι (Η σημασ. και σήμ.): ελθέ, έπαρέ με, Χάροντα, να ζω δεν υπομένω Κορων., Μπούας 58· πιστεύγω, έρκουνται να σε σκοτώσου Βουστρ. 539. 2) Προέρχομαι: αυτά γουν όλα τα αγαθά έρχονται από την φιλοσοφίαν Σοφιαν., Παιδαγ. 110· ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον Χρον. Μορ. H 7233. 3) Γεννιέμαι (Η σημασ. και σήμ.): κείνους απού νά ᾽ρτου ’ς χίλιους χρόνους Κυπρ. ερωτ. 10835. 4) Φτάνω (Η σημασ. και σήμ.): εποίκαν πολλές ημέρες ώσπου και ήλθαν Μαχ. 27822· Δυο προξενιές … ήρθασι Ερωφ. Β΄ 252. 5) Επιστρέφω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): ας μὴ χάσομεν τον καιρόν, γιατί πλούτη και άλλα πράγματα πάσιν κι έρχουνται μικρά ομού μεγάλα Παλαμήδ., Βοηβ. 58. 6) Παρουσιάζομαι (Η σημασ. και σήμ.): εκεί που εκοιμάτονε … του φάνη| πως ήρθε πόδας λιονταριού και την καρδιάν του πιάνει Ερωτόκρ. Β΄ 688· όταν δε γένεται καιρός της αποδείξεως παρά των μαρτύρων, τότε οι ερχόμενοί μοι μάρτυρες οφείλουσιν εκείνοι καθαρίσαι Ελλην. νόμ. 56011. 7) (Με αντικ. τις λ. στράταν, οδόν) πορεύομαι: μόνον την στράταν είχαμεν τήν ήλθαμεν εντάμα Λίβ. N 2426· εσύ περπάτει την οδόν, εμπρόθυμα την έρχου Λόγ. παρηγ. L 366. 8) Προχωρώ: Τότε λέγουσι κι αυτόν: «Άφες να ’ρθεις κι εις άλλην» Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 196· ας έρθομε προς την γιατρεία Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 351. 9) Φτάνω στο σημείο (να …): από την θλίψιν την πολλήν ήλθαν να κιντυνέψουν Χρον. Μορ. H 154· από τον φόβον μὂρχομαι σχεδόν να ξεψυχήσω Ζήνου, Βατραχ. 90. 10) Προχωρώ σε μια ενέργεια, περιέρχομαι σε μια κατάσταση (ψυχική ή άλλη): έρχομαι εις βοήθειαν <σ’> όλους τους εδικούς μου Αχιλλ. (Haag) L 328· όταν γουν (ενν. το γένος των βαρβάρων)| εις νίκην έλθουν Ερμον. X 288· αν έρθουσι σε ντέσπουτα Στάθ. (Martini) Γ΄ 220· ήλθεν εις μεγάλην αδημονία τι να κάμει Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· εμετελλάγην όψη του, ήλθεν εις αηδίαν Γεωργηλ., Βελ. 462· τα βάσανα να λειώσουσι κι εισέ χαρές να ’ρθούσι Πρόλ. άγν. κωμ. 26· ήλθαν σε πολλήν ανάγκην Σοφ. πρεσβ. B 7. 11) Έχω την πρόθεση: ήρθες τη δασκάλισσα να κάμεις μετά μένα Ερωφ. Ε΄ 634. 12) Αρχίζω: Όταν ο ιέραξ κυπτός σταθῄ και αναπνέειν έρχεται και ουδέ καλώς βλέπειν δύνηται Ορνεοσ. αγρ. 5514. 13) Καταφεύγω (σε πρόσωπο): ήλθαμε προς τον λόγον σου να κάμεις δικαιοσύνη Λίμπον. 432. 14) Επέρχομαι: ο αμιράς ήλθεν κατ’ αμφοτέρων Σφρ., Χρον. μ. 11630· ο βασιλεύς των Ρωμαίων να ποίσει αρμάδαν να έλθει απάνω μου Μαχ. 2022. Φρ. 1) Έρχομαι εις γνώρα = συνετίζομαι, αναγνωρίζω το σωστό: άν τύχει να πιστέψουσι και να ’ρθουσι εις γνώρα Π. Ν. Διαθ. 511. 2) α) Έρχομαι εις τον εαυτόν μου = συνέρχομαι: εις εαυτήν ελθούσα| έφησε ταύτα προς αυτόν μετά πολλών δακρύων Διγ. Z 799· β) έρχομαι εις τον νουν ή κατά νουν = συνέρχομαι: εστάθησαν πολλήν ώραν συλλογισμένοι και μετά βίας ήλθαν εις τον νουν τους κι έχυναν δάκρυα πικρά Διγ. Άνδρ. 32126· μόλις ήλθον κατά νουν και δάκρυα εχύναν Διγ. Z 395. 3) Ερχομαι εις λόγον = συμφωνώ: συνεφώνησαν και εις λόγον ήλθον Ιστ. πολιτ. 319. 4) Έρχομαι εις λογία = (α) συζητώ, διαπραγματεύομαι: εφάνην τους να πέψουν τον αρχιεπίσκοπον … και επήγεν … και ήρταν εις πολλά λογία και εις πολλά τά εσυντύχαν εζητήσαν να ’χουν την Αμμόχουστο Βουστρ. 496· (β) φιλονεικώ: Ο μισέρ Φίλιππος είπεν του: «Τζουάνη, παρακαλώ σε, τούτα τα πράματα μεν τα ανακατώνεις πάσα ώρα!» Και εις πολλά λογία ήρτασιν Βουστρ. 533. 5) Έρχομαι αντάμα = συνευρίσκομαι: η Μαρία αρραβωνιάσθη τον Ιωσήφ. Πριν να έλθουν αντάμα ευρέθη εγγαστρωμένη από Πνεύμα Άγιον Χριστ. διδασκ. 73. 6) Έρχομαι παρακάτω = ξεπέφτω: παρευθύς εσκόνταψεν το γένος των Σπαταίων· αχάμνισαν, εξέπεσαν και ήλθαν παρακάτω Χρον. Τόκκων 178. 7) (Προκ. για στρατεύματα) έρχομαι της γης = αποβιβάζομαι (στην ξηρά): ήρταν της γης και ενέβησαν εις το χαντάκιν Μαχ. 46229. 8) Πηγαίνω και έρχομαι = σείομαι (Η χρ. και σήμ., βλ. Ανδρ., Αθ. 51, 1941, 35): η γη επήγεν κι έρχετον, τα νέφη σκοτεινιάσαν Απολλών. 618. 9) Υπάγω και έρχομαι = βρίσκομαι σε αμηχανία: εγώ υπάγω και έρχομαι πόδας μετρών των στίχων Προδρ. IV 69. 10) Μου έρχεται από χέρι = μου περνά από το χέρι, έχω τη δυνατότητα (Βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ 544): επειδή και διά την σύντροφον και συγκάτοικον πενίαν, δεν μου έρχεται από χέρι με άλλο τίποτις να δείξω αυτόν τον πόθον, εβάλθηκα να κάμω μίαν συλλογήν ή μάζωμα των σοφών και ενάρετων ανθρώπων Ροδινός Νεόφ. 227. 11) Καλώς ήλθαν = καλώς όρισαν (Η φρ. και σήμ.): καλώς ήλθαν οι άρχοντες, χίλια καλώς μεν ήλθαν Απολλών. (Wagn.) 296. Η μτχ. ενεστ. ερχόμενος, ερχάμενος ως επίθ. = μελλοντικός: ως χρόνοι είναι … ο περασμένος, ο ευρισκόμενος και ο ερχόμενος, ίτσου είναι και οι μέραι της ζωής μας Μαχ. 24· το ερχόμενον έαρ έρχεται μετά κατέργων Σφρ., Χρον. μ. 1056. Το ουδ. της μτχ. στον εν. και τον πληθ. το ερχόμενον, τα ερχόμενα ως ουσ. = το μέλλον: εις το ερχόμενον της ζωής του όλης επεθυμά ευχαριστημένα να αρέσει του Θεού Χριστ. διδασκ. 365· θωρώντα τα ερχόμενα κι εγώ σιγοτρομάσσω,| ’ς τόσον κακόν που θε γενεί άλλην βουλήν θα πιάσω Αχέλ. 792.Ιωαννίτης- ο, Ηπειρ. 24519, 2161, 2227, 2231, 23012, 2319,22, 2327.
Από το τόπων. Ιωάννινα και την κατάλ. ‑ίτης. Η λ. τον 5. αι. (Sophocl.).
Κάτοικος των Ιωαννίνων: Βασιλεύς Μουράτ Ανατολής και Δύσεως γράφω εις εσάς τους Ιωαννίτας και σας συμβουλεύω Επιστ. Μουρ. Β′ σ. 58 Α.λοιπόν,- επίθ., Προδρ. I 178, IV 72, Ασσίζ. 14 224, Βέλθ. 823, Επιστ. Μουρ. Β′ 58 Λ, Κορων., Μπούας 46 δις, Βλαστού, Επιστ. 1762, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 740, Επιστ. Ηγουμ. 175, Δωρ. Μον. XXII, Βελλερ., Επιστ. 6217· ελοιπός, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ [345], Η [473], ΙΑ [529], ΙΖ [67].
Το αρχ. επίθ. λοιπός. Πληθ. ουδ. έλοιπα σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. Παπαδ. Α., Λεξ. (λ. λοιπά). Η λ. και σήμ. στην ήδη μτγν. έκφρ. και τα λοιπά.
α) Υπόλοιπος: Διγ. A 744, Διήγ. Βελ. (Neap.) 205, Σεβήρ., Διαθ. 192109. Το ουδ προκ. για αριθμητικές πράξεις = υπόλοιπο: άφελε από των δ΄ α΄, λοιπόν γ΄ Rechenb. (Vog.) 1148· Ταύτα μέρισον παρά των ιγ΄ … λοιπόν ιβ΄ γ11 Rechenb. (Vog.) 1099· β) άλλος, πρόσθετος: επεθυμείς, αντέφησεν, Έρων μου, του να μάθεις| το ποίαν εδώκα το βεργίν και τα τερπνά της κάλλη| και τα λοιπά χαρίσματα, τά ’χει παρά τας άλλας; Βέλθ. 679. έκφρ. και τα λοιπά: Εισήξε δε τους υπηρέτας αυτού και τας σκηνάς και τα λοιπά και εναπετίθεσαν εις το γενίμπαχτσε Ιστ. πολιτ. 6621.ολέθριος,- επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 215, 3224, Διγ. Z 3894, Ερμον. Ω 306, Καναν. 64Β, Επιστ. Μουρ. Β′ 58Β, Χίκα, Μονωδ. 98.
Το αρχ. επίθ. ολέθριος. Η λ. και σήμ.
α) Ολέθριος, καταστροφικός: Ερμον. Η 22, Διγ. Z 4246, Notizb. 82· (σε επανάληψη, επιτ.): την ολκάδα της ψυχής επόντωσα βιαίως| ολέθριον ολέθριον κακόν γεγενημένην Μιχ. ιερομ. 20· β) θανάσιμος, θανατηφόρος: παρά ατίμως ζήσαι| ῃρετήσω τον θάνατον και σφαγήν ολεθρίαν Διγ. Z 429· ολιγοί μέλλουν στραφήναι| εις τας χώρας τας ιδίας,| άμφω γαρ εκ του θανάτου| κι εκ της ολεθρίας μάχης Ερμον. Η 229· (με δοτ.): ταχείς μέν άλλοι (ενν. ιέρακες) προς θήραν, περιστεραίς μάλιστα και φάσσαις ολέθριοι Ιερακοσ. 34523· έστι δέ λίαν επαχθές και βλαβερόν τῳ ζώῳ και ολέθριον το τοιούτον εφεύρεμα Ιερακοσ. 35131. Το ουδ. ως ουσ. = πράξη κακή και απεχθής: ακόμη το ολέθριον και το κακόν τό κάμνεις, (ενν. χοίρε),| κανένα ζώον ...| ουκ εισηκούστηκε ποτέ το κρέας του να φάγει·| κι εσύ αν εύρεις μοχθηρόν και ένι ψοφισμένον (παραλ. 1 στ.), εκεί στέκεις και τρώγεις το Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 440.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 425, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 727, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) A΄ 257, Καλλίμ. (Κριαρ.) 606, 1843, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5557, Διγ. (Καλ.) A 554, 807, 2710, Ερμον. (Legr.) Ψ 296, Ω 205, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1259, Σωσ. (Legr.) 484, Λίβ. (Μαυρ.) P 1459, 1665, Λίβ. (Lamb.) Sc. 427, 2650, 3195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1473, 1543, 1736, 1910, 3818, 4174 (χφ αιχμάλωτον), Λίβ. (Wagn.) N 1389, 3777, 3811, Επιστ. Μουρ. Β′ (Λάμπρ.) 58, Δούκ. (Grecu) 3523, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10423, 12229, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 611, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 973, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3012, 3312, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 146, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 46, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 467, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32533, 3246, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 147 ρκβ΄, 187 νζ΄, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11127· αιγμάλωτος, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 70· αμάλωτος, Ασσίζ. (Σάθ.) 40315-16, 43517, Πεντ. (Hess.) XII 29· ηχμάλωτος, Χρον. Τόκκων 3194.