Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγχίθυρον
- το, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275.
Το ουδ. του αρχ. επιθ. αγχίθυρος ως ουσ. Η λ. ήδη στο Μένανδρο Προτ. (PG 113, 921D).
Γειτνίαση: τοπίον έλαβεν ο εν τῳ Στυλῳ οικών προνόμιον παρά των ηγεμονευόντων πάλαι και κατέχει αυτό μέχρι της δεύρο· τινές δε των Σταγινών διά το αγχίθυρον και άλωνας εσκευάσαντο Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275.αδιαφορία- η, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275.
Το μτγν. ουσ. αδιαφορία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Έλλειψη ενδιαφέροντος (πβ. L‑S στη λ. Ι) (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ): Και συνανατραφείς (κώδ. συνατραφής· διορθώσ.) τῃ αδιαφορίᾳ Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275.αισχροπραγία- η, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274.
Πιθ. από το μτγν. αισχροπραγώ με επίδρ. του ουσ. ευπραγία. Η λ. ήδη στον Παλλάδιο (Sophocl.). Πβ. και το σημερ. αισχροπραξία (Δημητράκ.).
Αισχρή, επονείδιστη πράξη (Η σημασ. ήδη στον Παλλάδιο, βλ. Sophocl.): ούτος ορμήσας, δι’ αισχροπραγίαν, ανελθείν εν τῳ του στόλου λίθῳ και συλληφθείς, … θἀτέρου ποδός εστέρηται Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274.αιχμαλωτίζω,- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.
Το μτγν. αιχμαλωτίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και ως δημ. στο Λιβύσσι (Λυκίας) (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S και σήμ, ΙΛ στη λ. 1): Αλλά δη και αυτοί οι Τούρκοι ... τους μεν ηχμαλώτιζον τους δε απέκτεινον, τους δ’ αυθέντας και τους άρχοντας κατεγέλων Σφρ., Χρον. μ. 11418· Ορίζει αιχμαλωτίζουν τους και σιδηρώνουσίν τους Αχιλλ. N 588· ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους ’χμαλωτίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 863· αυτός ην ο προ τεσσάρων ετών ελθών εν τῃ Λέσβῳ και αιχμαλωτίσας αιχμαλωσίαν άπειρον Δούκ. 33710· και έκλαιεν εκείνον οπού την ήρπασεν από τους γονείς της και έφερέν την εκεί να αιχμαλωτισθεί Διγ. Άνδρ. 37132· και καθ’ εκάστην τους εχθρούς πάντα να πολεμούμεν,| να τους αιχμαλωτίζομεν και να τους κατελούμεν Αχιλλ. N 653· παρού ότι αιχμαλωτίζομαι διά πόθον ιδικόν σου Λίβ. N 1371. (πβ. ιδιάζουσα χρήση): Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 105. 2) α) Υποδουλώνω, κυριεύω: Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Ηχμαλωτίσθη δε υπό των Τούρκων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. Πρόλ.· όπως δουλώσομεν τους Ρωμαίους και αιχμαλωτίσομεν και την Πόλιν Καναν. 69C· να πάρομεν και να αιχμαλωτίσομεν την Κερυνίαν Μαχ. 4444. β) κυριεύω, κατακτώ (μεταφ.): το κάστρον της καρδίας μου μόνη να το υποτάξεις| και αυθεντικά να το διαβείς, τον πύργον της ψυχής μου,| του φθόνου το επιβούλευμα να λείψει από την μέσην| και από το αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ, να μη νικήσει ο φθόνος Λίβ. Sc. 298· και το πτερό σου οπού πετά και αιχμαλωτίζει ανθρώπους Λίβ. Sc. 3983. 3) Λεηλατώ: να αιχμαλωτίσουν τα χωρία και να σφαγούν ανθρώποι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623· τες χώρες σου κουρσεύουν,| καταπατούν και καύτουν τες, αιχμαλωτίζουσίν τα Αχιλλ. L 103· να λυπηθεί από καρδιάς και να αναστενάξει| και τα λοιπά περίχωρα πώς αιχμαλωτισθήκαν| από το γένος των Τουρκών και καταρημασθήκαν Διακρούσ. 719. 4) (Προκ. για πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αιχμαλωτίσας πάμπολλα πρόβατα της Περσίδος (παραλ. 2 στ.) προσέταξεν ακολουθείν όπισθεν στρατοπέδου Βίος Αλ. 3333· Έρριψαν δε και πολλά ων εκείθεν ηχμαλώτισαν μη έχοντες φέρειν αυτά Ιστ. πολιτ. 7413. 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κάτι (διανοητικώς): τούτον τον λόγον ει μεν τις ούτω απλώς νοήσει,| προς μόνον το φαινόμενον, ουδέν σπουδαίον έχει (παραλ. 6 στ.)· εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 254. II. (Παθητ.) δε σημειώνω ανάπτυξη, πρόοδο, μαραζώνω: τα μεν ουν σωματικά ηύξανεν ως αι ημέραι ..., τα δε ψυχικά λίαν ηχμαλωτίζετο και εις άκρον επτώχευε Εξήγ. πέτρ. 275. Η μτχ. παρακ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος: Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα από τους εδικούς σου και έγινες αυθέντρια Διγ. Άνδρ. 33116· Τότε λοιπόν εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι Διακρούσ. 1059. — Πβ. και αιχμαλωτεύω.άκρον- το, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ΄ 196, Διγ. (Καλ.) A 496, Βέλθ. (Κριαρ.) 366, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 778, Ερμον. (Μαυρ.) 753, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7841, 8932, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 907, 1004, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 242, Δούκ. (Grecu) 25127, 43122, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 41118, Λίμπον. (Legr.) 14, 114· άκρος, Διγ. (Mavr.) Gr. I 31, Πουλολ. (Krawcz.) 85 (απίθανη η υπόθεση του Κυριακ., Λαογρ. 8, 1925, 574, ότι πρόκειται για άλλη λ.), Δούκ. (Grecu) 16127, 18718, 40117, Θησ. (Foll.) I 14, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 74, 83, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 73, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 375.
Το αρχ. ουσ. άκρον. Για τον τ. άκρος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 64.
1) α) Τα όρια μιας χώρας, τα σύνορα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. Ι3): Εκείνον οπού εφοβήθη πολλά η Ανατολή και η Δύσις, εκείνον οπού εκατασκόπευαν τα άκρα της Ρωμανίας Διγ. Άνδρ. 41118· και των άκρων εκείνων είς αρχηγός του τυράννου θέλων δείξαι αριστείαν τινά Δούκ. 43122· β) περίχωρα: Κι ο ρε ντε Φράντσας ήθελεν ο Κάρλος ν’ αφεντεύσει| ούλην την Πούλιαν μοναξός τότε να διαφεντεύσει·| Και ήθελε και Λομπαρδιάς τα άκρα και την πόλιν Κορων., Μπούας 9· γ) απομακρυσμένο σημείο: πατέρας μας εξορίσθηκεν διά τινάς μωρίας,| απήλθεν εις τα άκρα γης λαόν να συναθροίσει Διγ. A 496. 2) Τα ακραία μέλη του σώματος (πόδια, χέρια) (Η σημασ. ήδη μτγν., Δημητράκ. στη λ. 5): Και τρώγουσιν τα άκρη μου οι άρχοντες κρασάτα Πουλολ. 85· τ’ άκρη μου μοιάζει να είναι κρυά, μ’ άφτουν τα σωθικά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 73. 3) Αντικειμενικός σκοπός: ... ’ς διδάσκαλον τον βάνει,| με του οποίου την παίδευσιν εις κάθε άκρον φθάνει Λίμπον. 114. 4) (Επιρρ. σημασ.) πάρα πολύ, υπερβολικά, πέρα για πέρα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 1Β και Κεκ., Στρατ. (Wass.-Jern.) 5228). Εκφρ. 1) Εις άκρον· εις άκρος: Εις άκρον ήτον πλούσιον εκείνον το κιβούριν Πόλ. Τρωάδ. 778· Λοιπόν πολλά εθυμώθηκεν κι εχόλιασεν εις άκρος Θησ. (Foll.) Ι 14· 2) Απ’ άκρον έως άκρον = από τη μια άκρη ως την άλλη (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): Είδεν πάντα ο Βέλθανδρος απ’ άκρον έως άκρον Βέλθ. 366.αμπελώνας- η, Ασσίζ. (Σάθ.) 10410, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Φυσιολ. (Zur.) LIV 2.
Από το αρχ. αμπελών. Για την αλλαγή του γένους πβ. σωλήνας ο <σωλήνα η, κ.ά. Η λ. και σήμ., ΙΛ, λ. αμπελώνας.
Αμπελώνας, όπως και σήμ.: ει δε έρτει κανείς εις τον αμπελώνα μου, τουτέστιν εις τον μελισσιώναν μου Ασσίζ. 44921· Εάν γένηται μία πούληση εις την αυλήν ενώπιον του βισκούντη και τους κριτάδες γης ή αμπελώνας ή οικιών Ασσίζ. 10410· αμπελώνα μικράν εφύτεψεν Εξήγ. πέτρ. 274.αντίκρυ,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 64, Λίβ. (Lamb.) Sc. 34, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 45, 75, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [477]· αντικρύ, Ιερακοσ. (Hercher) 34226, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Λίβ. (Μαυρ.) P 503, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΙΧ· άντικρυ, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 268107, Δούκ. (Grecu) 23919, Έκθ. χρον. (Lambr.) 95, 5020, 5114, 6612, 7114, 7220, 7324, 7410, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 635. αντίκρυς, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51410, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 66 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Φλώρ. (Κριαρ.) 815, Απολλών. (Janssen) 175, Λίβ. (Lamb.) N 640, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 87 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1591, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35716, 37534· αντικρύς, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 3986· άντικρυς, Σπαν. (Lundström) U 84, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 237, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1160, 3445, 4553, 5032, 5262, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3164, Διγ. (Καλ.) A 1998, 2898, Βίος Αλ. (Reichm.) 929, Απολλών. (Wagn.) 175, Αχιλλ. (Hess.) N 30, 707, Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 84, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 50819, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1992, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38928, 40710, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 319· άντικρυν, Έκθ. χρον. (Lambr.) 729· αντίκρυτα, Ασσίζ. (Σάθ.) 21427, Λίβ. (Lamb.) Esc. 759, 3068, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 254, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 3, 63, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 956, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 178δις, 179, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1271, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14927, 15126, 4955, 5123.
Τα αρχ. επίρρ. αντικρύ και άντικρυς. Η λ. και οι τ. της, εκτός των τ. άντικρυς και άντικρυν, και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. αντίκρυτα βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 83. Ο τ. αντικρύς στο Δοκειαν. (Hopf) 253.
1) Απέναντι (Πβ. L‑S, λ. αντικρύ ΙΙ 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): εβγαίνω από την τέντα μου, θεωρώ αντικρύ το κάστρο Λίβ. P 503· ο Τούρκος καστελώνεται, τριντζέρες είχε κτίσει| εις τα Χανιά αντίκρυτα Τζάνε, Κρ. πόλ. 15126· από την χώρ’ αντίκρυτα είχανε εξαμώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927· τεντώσαντες απ’ αλλήλων άντικρυ, απέχοντες ως στάδια πέντε Δούκ. 23919· Βλέπεις ... εκείνον το αναλίβαδον, τό είναι αντίκρυτά μας Λίβ. Esc. 3068· το κάτεργο έστεκε αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει Σουμμ., Ρεμπελ. 179. 2) Εναντίον (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ): ου βλέπει (ενν. ο κριτής) πρόσωπον πτωχού εις κρίσιν την δικαίαν,| αλλ’ ούτε εις άρχοντα ορά αντίκρυς του δικαίου Ελλην. νόμ. 51410· Τρεις είν’ που θε να πολεμού και δέκα αντίκρυτά ντως| να δείξουσι την τέχνη ντως και την παλληκαριά ντως Ερωτόκρ. Β΄ 1271· Ήτον αντίκρυς μου ο λαός στην χώραν οργισμένος Χούμνου, Π.Δ. VIII 87. 3) (Αντί επιθ.) αντικρινός: τα άντικρυ βουνά τα αντιπέραν Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24. 4) (Αντί επιθ.) απολύτως όμοιος (Πβ. L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ· πβ. το σημερ. αντίκρυ χαραυγή, ΙΛ στη λ. Φρ.): δος με ολίγον έντερον ... λαπάραν τραγανόδεχτον, την άντικρυς νευρώδη Προδρ. IV 237· Η κόρη δε ην εξαίρετος ... της Αφροδίτης άντικρυς και Ελένης Μενελάου Αχιλλ. N 707· σύζυγον ... ερωτικήν, εξαίρετον, άντικρυς Αφροδίτην Αχιλλ. N 30.αποδίδω,- Σπαν. (Hanna) A 649, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 370, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ill 7, Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17017, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 929, 2221,2239, 3120, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2147, Ασσίζ. (Σάθ.) 53130, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 54620, 56524 Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 47, Ερμον. (Legr.) Ζ 90, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Βίος Αλ. (Reichm.) 2728, Πανάρ. (Λαμψ.) 6528, Δούκ. (Grecu) 7713, 16318, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 7612, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 235, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 352, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9514, Αλφ. (Μπουμπ.) 116, Αλφ. (Κακ.) 1470, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 153, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 256, 1105, 1363, Γ΄ 51 (επόδωκα), 486, 531, 732, 791, Ε΄ 714, 870, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 88, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35116· απεδίδω, Σπαν. (Hanna) A 358.
Το αρχ. αποδίδωμι. Η λ. με διάφορους τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποδίνω).
1) Επιστρέφω (κάτι) (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ στη λ. αποδίνω Α): την εμήν δε θυγατέραν, (παραλ. 1 στ.) αποδότε προς εμέναν Ερμον. Ζ 90· και το κτηθέν, ει βούλοιτο, πάλιν αποδιδόναι Μανασσ., Χρον. 2221. 2) α) (Μετά από συμφωνία) παραδίδω: υποσχεθέντος του επιδούναι μοι πραότηταν προικός τόσην, μετά δε του πληρώσαι τον γάμον ουκ άπέδωκάν μοι τι Ελλην. νόμ. 54620. Βλ. και αποβγάνω 7 β) κληροδοτώ: αν ούκ έχει ή τέκνα ή γονείς ... ευρήσεις το ζητούμενον πρόσωπον το πλέον κοντότερα και ούτως απόδος την κληρονομίαν Ελλην. νόμ. 56524 Βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποθέτω 2. 3) Ανταποδίδω, δίνω για αντάλλαγμα: είπε πως θεν να δώσει (ένν. ο αγάς)| τον τόπον του· κι ο βασιλιάς τί θέλει τ’ αποδώσει; Εμένα κόπτει και παιδιά, δικούς μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 35116 . Βλ. και ανταμείβω, ανταποδίνω 2, αντιμεύω 1α. 4) (Προκ. για κατάθεση καταγγελίας) καταθέτω: ουδέν οφείλω του απολογηθήναι αυτής εν τη αιτήσει, ην απέδωκεν κατ’ εμού Ασσίζ. 53130. 5) (Συνήθως με αντικ. λ. όπως ίασις, δόξα, κλπ.) παρέχω: αναμαθείν τους πόνους του νοσούντος,| είθ’ όντως και την ίασιν εντέχνως αποδούναι Προδρ. ΙΙΙ 7· πάσι δ’ ημίν απέδωκε δόξαν, τιμήν μεγίστην Βίος Αλ. 2728. Η χρ. και σε παροιμ. (Βλ. και Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 163): Κατά ρογίν τον ελαδάν ο Θεός ούκ αποδίδει Γλυκά, Στ. 370. 6) α) Φρ.: αποδίδω την ψυχήν, απ. το ζήν, απ. το χρεών, απ. το τέλος = πεθαίνω (Βλ. και L‑S Κων/νίδη, λ. αποδίδωμι II 4): έδωκε το κοινόν χρέος, τον θάνατον, και απέδωκε την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού Ιστ. πατρ. 9514· επεριωρίσθησαν εις τα Λιμνία και εκεί το ζήν απέδοικαν Πανάρ. 6528· επιληψίας εισπεσούσης και φωνήν και γλώτταν κωλυθείς εσπέρας ήδη καταλαβούσης απέδωκε το χρεών επί τής στρωμνής αυτού Δούκ. 16318· όταν ο θάνατο(ς) σ’ ευρή, το τέλος ν’ αποδώσεις; Αλφ. (Μπουμπ.) 116· β) αποκάμνω, εξαντλούμαι (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β2. Βλ. και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 72): απέδωκε (ενν. το σώμα μου) τοις στεναγμοίς, απέδωκε τοίς θρήνοις Καλλίμ. 2147· Η Νένα τζη να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη| φοβώντας τα περσότερα το διάταμα σωπαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 531. Βλ. και αποδώνω· γ) καταλήγω, καταντώ (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτοκρ., σ. 502 και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 71. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β1): Οκ τη φιλαργυρία τους κακά θέλ’ αποδώσουν Βεντράμ., Φιλ. 352· θωρώ σε, πως απόδωκες, και στην καρδιά πονεί μου Ερωτόκρ. Γ΄ 732· επόνεσε ... να δεί για κείνο μίαν κερά, πως είν’ αποδομένη Ερωτόκρ.Ε΄ 870. Βλ. και κακαποδίδω. 7) Φρ.: α) αποδίδω λόγον = δίνω λόγο (για κάτι): όταν ουν μέλλει να κριθεί, τι λόγον ν’ αποδώσει; Αλφ. (Κακ.) 1470· β) αποδίδω τούς οφθαλμούς = προσηλώνω το βλέμμα, βλέπω επίμονα: οίς (ενν. μαργάροις) εγώ τούς οφθαλμούς όλους αποδούς είπαν μετά θάμβους και ηδονής Μακρεμβ., Υσμ. 17017.αποστρέφω,- Φυσιολ. M 366, Σπαν. A 370, Σπαν. V Suppl. 143, Σπαν. (Μαυρ.) P 205, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 398, Γλυκά, Αναγ. 339, Προδρ. IV lh (χφ g) (κριτ. υπ.), lss (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Κρασοπ. 57, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 361, Ελλην. νόμ. 51523, 5165, 54321, Ιερακοσ. 50332, Διγ. A 480, Ερμον. Ψ 267, Χρον. Μορ. H 22, Εξήγ. πέτρ. 275, Πουλολ. Z 236, Βίος Αλ. 2578, Πανάρ. 6220, Απολλών. (Wagn.) 114, Λίβ. P 99, 2181, Βησσ., Επιστ. A΄ 2310, Μαχ. 64229, Θησ. Ε΄ [34], Θ΄ [228], I΄ 328], Πένθ. θαν.2 426, 490, Ψευδο-Σφρ. 35624, 56030, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 361, 451, 1069, Παϊσ., Ιστ. Σινά 187, Αλφ. 2376, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450, Χίκα, Μονωδ. 39190, Ιστ. Βλαχ. 1739, Στάθ. Β΄ 77, Βακτ. αρχιερ. 155, 156, 181, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 424, 709, Ηπειρ. 2297, ’ποστρέφω, Ch. pop. 337.
Το αρχ. αποστρέφω. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Παναρέτου, Κυπρ. Σπ. 14, 1950, 147). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ. Α´ μτβ. 1) Κατευθύνω: και τους δικαίους εις ζωήν αιώνιον να πέψει, εις πυρ δε τους αμαρτωλούς και σκότος ν’ αποστρέψει Πένθ. θαν.2 490. 2) Αποπέμπω· αδιαφορώ (για κάπ. η κ.): την θεραπείαν σου θέλομεν, μηδέν μας αποστρέφεις Πένθ. θαν.2 426· Προδρ. IV lh (χφ. g) κριτ. υπ.)· αν δύνεσαι και δανεικόν μηδέν το αποστρέφεις | και βλέπε και το δάνος σου το τίναν γουν το δίδεις Σπαν. V Suppl. 143 (βλ. και ακηδιάζω, ακηδιώ 1, αμελεύω, αμελώ, αμεριμνώ Αβ, αποβγάνω 1, αποδιώχνω α, αποζυγώνω 2, απολογιάζω 14, απομεριμνώ 1β). 3) Επιστρέφω, γυρίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. A3): και πρόβλεψον εις την υγείαν τ’ Αρκύτα πώς να γιάνει | για ν’ αποστρέψουν την ζωήν οπού ’τόνε χαημένη Θησ. Θ΄ [228]· Ιερακοσ. 50332· Θησ. I΄ [328] (βλ. και αποδίδω 1, γιαγέρνω). 4) Μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω: οι γάρ θεοί των εθνών ουκ έχουσιν εν εαυτοίς ισχύν αποστρέψαι βασιλείαν βασιλέως εις έτερον βασιλέα Παράφρ. Μανασσ. 361 (βλ. και ανακινώ Α1, απομακρίζω 1β). Β´ αμτβ. επιστρέφω, γυρίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): και ανέν και ιδείς την ’πόστρεψε χαρτάκι μου οπίσω | και κατά το έκαμε αυτή πε μου κι εμέ να ποίσω Ch. pop. 337· Σπαν. (Μαυρ.) P 205· εκεί, στα μέρη εκείνα | ουκ έναι ημπορούμενο εκείνος ν’ αποστρέψει Θησ. Ε΄ [34] (βλ. και αναγυρίζω Αα, αναζευγνύω, ανεπιστρέφω, άνθυποστρέφω Α). II. (Μέσ.) 1) α) Αισθάνομαι αποστροφή, αντιπάθεια, αδιαφορία, αδιαφορώ (για κάπ.), αντιπαθώ, αποφεύγω (κάπ.) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Γ1): αυτοί τον αποστρέφονται (ενν. τον ιερέα) διά κακόν σημάδι Ιστ. Βλαχ. 1739· Περί τους έχοντας τέλειον γάμον μετά γυναικός και αποστρέφονται τον γάμον και ου βούλονται είναι μετ’ αυτάς Ελλην. νόμ. 54321· Αλλά μη κλείσεις ακοάς, μηδέ αποστραφείς με Προδρ. IV lss (χφφ CSA) (κριτ. υπ.) γονείς του απεστράφηκεν διά την εμήν αγάπην Λίβ. P 2181 (βλ. και ακηδιάζω, ακηδιώ 1, αμελεύω, αμελώ, αμεριμνώ, ανορεξιάζω, απομεριμνώ 1β)· φρ. αποστρέφομαι το πρόσωπον = γυρίζω από το άλλο μέρος: εάν η νόσος του ανθρώπου ῄ εις θάνατον, αποστρέφεται το πρόσωπον αυτού ο χαλαδριός Φυσιολ. M 366 (βλ. και ακρογυρίζω)· β) αλλάζω διάθεση, γνώμη: τανύν δε αποστρέψεται και ου βούλεται εκπληρώσαι μετ’ αυτήν την τελείαν ιερολογίαν Ελλην. νόμ. 5165 (βλ. και αλλάσσω Γβ, αλληλογώ Α). 2) Απομακρύνομαι, μένω μακριά (από κ.), αποφεύγω (κ.): Περί ιερέως αναξίου … ότι πριν να εξεταχθεί από της συνόδου να μην αποστρέψεται ο λαός από τας λειτουργίας αυτού Βακτ. αρχιερ. 155· αν δεν αποστραφείς απέ την μωρικήν βουλήν τούτην, θέλεις νικηθήν και θέλεις χαλαστήν Μαχ. 64225· Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 361, 451 (βλ. και ανασπώ III, απολείπω 1, απομακραίνω Β, απομακρύνω A3, αποξεβαίνω β, αποξενώνω Β1β, αποπηδώ 3). 3) Επιστρέφω: ουδείς ημών χωρίς αυτήν αποστραφήναι θέλει Διγ. A 480· εάσας το σπήλαιον απεστράφη όπισθεν εις το χρύσινον Εξήγ. πέτρ. 275 (βλ. και αναγυρίζω, αναζευγνύω, ανεπιστρέφω ανθυποστρέφω Α, γιαγέρνω). 4) α) Καταφεύγω: όπου ανεμίσεις (έκδ. ανεμίσει· διορθώσ.) τίποτας καλό σιμά αποστρέφου Στάθ. Β΄ 77· είχεν δε φίλον γνώριμον … (παραλ. 1 στ.) εκεί απεστράφην το λοιπόν ’πολλώνιος ο πρίγκιψ Απολλών. 114 (βλ. και ανασώνω 1)· β) φτάνω: Εγώ προς γην αποστραφείς διά την αμαρτίαν | και λογισθείς εν τοις νεκροίς εκ παραπτώματος μου έρημος πάντων γέγονα Γλυκά, Αναγ. 339. 5) Αποτείνομαι: Η κίσσα απεστράφηκε και λέγει προς εκείνον Πουλολ. Z 236· Ερμον. Ψ 267.αποφαίνω,- Ασσίζ. 32322, Διγ. Gr. VII 146, Ερμον. Ω 4, Χρον. Μορ. P 5547, Εξήγ. πέτρ. 276, Βίος οσ. Αθαν. 248, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 103, Κορων., Μπούας 18, 30, 41, 44, 55, 668δις, 81, 96, 119, Αχέλ. 1632, Διγ. Άνδρ. 35117· αποφήνω, Ελλην. νόμ. 51918, 5238, 5475, 56111, 5751, Ιστ. πατρ. 195· ’ποφαίνω, Κορων., Μπούας 128, Ερωτόκρ. Β΄ 283.
Το αρχ. αποφαίνω. Το μέσ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. αποφήνω από επίδρ. του αορίστου απέφηνα.
I. Ενεργ. α) Αποφασίζω: Πιζάνοι γουν κατέχοντας πως ότι Φλωρεντινοί έχουσι πλέον δύναμιν και δεν έχουσι κείνοι απόφηναν να ’ποκλιθούν πάντες στην Βενετίαν Κορων., Μπούας 18· η μοίρα πάντοτε εκείνο που αποφήνει να το τελείωσει βούλεται Κορων., Μπούας 81 (βλ. και αποκρίνω)· β) (προκ. για δικαστήριο) εκδίδω απόφαση (Πβ. L‑S στη λ. Β II 3 ): έκριναν και απόφηναν τον να τον εξορίσουν Ασσίζ. 32322· γ) εκφράζω γνώμη, γνωμοδοτώ (Πβ. L‑S στη λ. Β II 1): αποφήνουν (ενν. οι κανόνες) ότι όποιος γένει αρχιερεύς … Ιστ. πατρ. 1954. IΙ. Μέσ. 1) Έχοντας εξουσία αποφασίζω: να ορίζουν, να αποφαίνονται και να τους λεν αυθέντας Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 103. 2) α) Γίνομαι φανερός, φανερώνομαι, αποδεικνύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποφαίνομαι 1α): σκεύος δαιμόνων απεφάνηκεν εκείνος Ερμον. Ω 4· τι αγαθόν, ω Θάνατε, εφθόνησας τοιούτον (παραλ. 1 στ.) και απεφάνθης άδικος παρά βραχείαν ώραν; Διγ. Gr. VII146 δεν αποφάνη ο Διγενής ότι τον εγνώρισεν Διγ. Άνδρ. 35117 (βλ. και αποσκεπάζω 1γ)· β) (γ΄ πρόσ.) γίνεται αισθητό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποφαίνομαι 1β): αρκομπουζές απόλυσαν πολλά φου σάτ’ ομάδι, διά να μην αποφανεί, καπνόν το συγεμούσαν Αχέλ. 1632. 3) Εξαφανίζομαι (Η σημασ. και σήμ., βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 414]): την ώραν που ’ποφάνηκε τούτος ο αντρειωμένος επρόβαλεν απομακρά γείς νιος καμαρωμένος Ερωτόκρ. Β΄ 283 (βλ. και απαλλάσσομαι 2).αργός (Ι),- επίθ. και ουσ., Σπαν. B 313, Ιερακοσ. 34524-5, 51624, Διγ. A 4119, Εξήγ. πέτρ. 276, Διήγ. παιδ. 339, 801, Gesprächb. 16115, Δούκ. 20927, Θησ. Γ́ [786],Η΄ [483], Πικατ. 345, Φαλιέρ., Λόγ. 174, Δεφ., Λόγ. 205, 210, Κώδ. 16. αι. (Κρ. Χρ. 5, 1951, 239), Ιστ. Βλαχ. 1874, Ερωτόκρ. Δ́ 1731, Συναδ., Χρον. 54, Βακτ. αρχιερ. 133,184· αργιός, Ερωφ. Έ 135, Πιστ. βοσκ. V 4, 165, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ [242].
Το αρχ. επίθ. αργός (L‑S στη λ. Β). Η λ. και σήμ. κοιν. και ο τ. της στη Ρόδο (ΙΛ).
Α´ Επίθ. 1) α) Που δεν εργάζεται, οκνηρός, νωθρός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΒΙ1 και σήμ. ΙΛ στη λ. Α1α): μην κάθεσαι αργός ποτέ κατά την πολιτειά σου Δεφ., Λόγ. 205· και μη των αργών τις έστω, αλλά των μάλιστα ενεργών Ιερακοσ. 51624· βλ. και αράθυμος 1· β) βραδυκίνητος (στην εκτέλεση έργου), νωθρός, απρόθυμος (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2): και δη λαβών εκείνος τούτο, ουκ αργός απεφάνθη, αλλά συνέργησε και αυτός το κατά δύναμιν Εξήγ. πέτρ. 276. 2) α) Που κινείται αργά, βραδυκίνητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): πλιά αργός φαίνετ’ ο Ρώκριτος εις τα καμώματά του | δείχν’ Άριστος πλιά γλήγορος και τ’ άλογο βουηθά του Ερωτόκρ. Δ́ 1731· είσαι αργοκίνητη, αργή ώσπερ χελώνα Διήγ. παιδ. 801. Βλ. και αργητός, αργοκίνητος, αργόπους· φρ. αργός εις το χωνεύσαι (προκ. για τροφή ) = δύσπεπτος: και γάρ τα κρέατα τα σα κακόψητα υπάρχουν | και μάλλον κακοστόμαχα, αργά εις το χωνεύσαι Διήγ. παιδ. 339· β) βραδυκίνητος, διστακτικός: τό θα κάμω στο παιδί σου | δεν ήθελά ’σθαι αργιός και εις το δικό μου | να κάμω Πιστ. βοσκ. I 4,165. Βλ. και απομουδιάζω β. 3) Που δεν έχει απασχόληση (Πβ. ΙΛ στη λ. Α1γ): ο κόσμος μύλος έναι | και νοικοκύρης τον κρατεί και αργός ποτέ δεν έναι Πικατ. 345. 4) (Προκ. για μέλος νεκρού) ακίνητος, αναίσθητος: πόδες αργοί, αναίσθητοι, ακίνητοι, δεμένοι Διγ. A 4119. Βλ. και αγροίκητος, αναισθητώ 2, ασάλευτος, άψυχος. 5) α) (Προκ. για κληρικό) που τιμωρήθηκε με «αργία», που στερήθηκε το δικαίωμα να ιερουργεί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β): περί φυγής κληρικού αργού και πάγει εις άλλην επαρχίαν ξένην και εκεί τον δεχθεί ο αρχιερεύς του τόπου και τον συγχώρησει να λειτουργεί Βακτ. αρχιερ. 184· β) (προκ. για πολεμιστή) που απολύεται ή παύεται από τον πόλεμο (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4): και τότ’ αφόν εγνώρισε το πως αργός εγίνη, | απέ τον πόλεμον φημί, επήγε ν’ αποθάνει Θησ. Ή [483]. 6) Που δε γίνεται την ώρα πού πρέπει, καθυστερημένος: Λύπησ’ αργιά κι ανέφελος μεταγνωμός Ερωφ. Ε΄ 135. 7) (Προκ. για λόγια) μάταιος (Πβ. L‑S στη λ. Β Ι2β και Bauer, Wört. στη λ. 3): λόγους αργούς μηδέν λαλείς, μηδέ ακούειν [σε] θέλεις Σπαν. B 313. Βλ. και άδηλος 2, ανωφέλητος 1, εύκαιρος. 8) (Προκ. για εκκλ.) που δε λειτουργεί, κλειστή: αι εκκλησίαι αυτής αργαί έσονται έως τριών Κώδ. 16. αι. (Κρ. Χρ. 5, 1951, 239). Β´ Ουσ. Η μέλισσα που δεν εργάζεται, ο κηφήνας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 304): και τα μελίσσια τ’ άγνωστα πώς τά ’δωκεν η φύση | να εργάζονται και τους αργούς όλους να καταλύσει Δεφ., Λόγ. 210.αρκώ,- Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 157, Σπαν. A 34, 434, Σπαν. B 518, Σπαν. V 28, Κομν., Διδασκ. Δ 264, 401, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 36, 368, Μιχ. ιερομ. 18, Λόγ. παρηγ. L 693, Προδρ. I 65, 117, II Η 26η, Προδρ., Κατομυομ. 333, Μανασσ., Αρίστ. I γ΄ 44, Καλλίμ. 1386, 1654, 1836, Ιερακοσ. 3992, 48414, 4907, 4977, Κυνοσ. 59424, Ορνεοσ. αγρ. 5462, Διγ. Gr. ΙΙ 6, IV 491 (έκδ. ηρκέσθη· Τσοπ., Ελλην. 17,1962, 85, προτ. ηρέσθη ή ηράσθη· βλ. και Eideneier Ν., Ελλην. 23, 1970, 309), Διγ. Z 538, 2102, Χρον. Μορ. H 2582, 4116, Χρον. Μορ. P 4159, Εξήγ. πέτρ. 276, Διήγ. παιδ. 263, 357, 815, 981, Διήγ. Βελ. (Cant.) 68, Βίος οσ. Αθαν. 244, Λίβ. P 206, 1554, 1691, 2091, Λίβ. Esc. 450 (κριτ. υπ.), Λίβ. N 1566, 2100, 2706, Φυσιολ. B 1119, Βησσ., Επιστ. 3511, Δούκ. 18128, 1971, 3473, Ριμ. Βελ. 114, 672, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 659, Αιτωλ., Μύθ. 5715, 1072, Ιστ. πολιτ. 699, Διακρούσ. 1002.
Το αρχ. αρκέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Είμαι αρκετός, είμαι επαρκής, επαρκώ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τα γονικά σου πράγματα και η οικοσκευή σου | αρκούν τας θυγατέρας σου να τας εξωπροικίσεις Προδρ. I 65· σώνει ο κόπος ο πολύς, αρκεί η παίδευσή σου Διακρούσ. 1002· βλ. και αποσώνω A3· β) (απρόσ.) είναι αρκετό, φτάνει (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 5 και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1): αρκεί· το λοιπόν βαίνε μη περαιτέρω· ήδη βλέπω γαρ άγγελον ταχυδρόμον Προδρ., Κατομυομ. 333· πάλε ουδέν σε άρκησε να έλθεις εις εμένα (παραλ. 1 στ.), αλλά ήλθες στον αφέντη μου … να επάρεις το βασίλειόν του Χρον. Μορ. H 4116. Βλ. και ακανητός Β απρόσ., αυταρκώ, σώνω. 2) (Μέσ.) μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι (σε κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω IV και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): το πλήθος ουκ ηρκήθηκεν εις την βουλήν εκείνη Ριμ. Βελ. 672· Ο μύθος λέγει: οι πτωχοί πρέπει τους να αρκούνται, | ότι οι άρχοντες πολλά τα κίνδυνα φοβούνται Αιτωλ., Μύθ. 5715· Επαίνει πάντα το καλόν, πλην μη αρκεσθείς εν τούτῳ Σπαν. (Λάμπρ.) Va 368· πυκνότερον διήρχοντο (ενν. συγγενείς βασιλέων) του οίκου μου πλησίον, | αλλ’ ουδενί το σύνολον ηρκέσθη ο πατήρ μου Διγ. Gr. IV 491.αρτίουλος,- επίθ., Εξήγ. πέτρ. 275 (έκδ. αρχίουλος· πιθ. από λάθος του αντιγραφέα με επίδρ. του αρχή).
Το μτγν. επίθ. αρτίουλος (L‑S Suppl.).
Που βγάζει το πρώτο χνούδι, τα πρώτα γένια (Η σημασ. μτγν., L‑S Suppl.): έτι σφριγών και ούπω αρτίουλος Εξήγ. πέτρ. 275 (έκδ. αρχίουλος· πιθ. από λάθος του αντιγραφέα με επίδρ. του αρχή). — Βλ. και αρτιγενής.αύξησις- η, Γλυκά, Στ. Β΄ 94, Διγ. Z 1249, Ερμον. Φ 143, Χρον. Μορ. H 6759, Εξήγ. πέτρ. 275, Ιατροσ. κώδ. ωϟθ΄, Περί ξεν. A 142, Παρασπ., Βάρν. C 214, Χειλά, Χρον. 355, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 57, Ιστ. πατρ. 10623, 17616, Διγ. Άνδρ. 4419, Ιερόθ. Αββ. 336, Φυλλ. Αλ. 87, Ηπειρ. 24318.
Το αρχ. ουσ. αύξησις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αύξησι).
1) α) Ανάπτυξη σε μέγεθος, όγκο, κλπ. (Πβ. L‑S στη λ. 1 και ΙΛ): Περί αύξησιν τριχός Ιατροσ. κώδ. ωϟθ· τον μαζόν τον δεξιόν γάρ| μετ’ αυξήσεως τον κόπτουν Ερμον. Φ 143· β) προκ. για ηλικία: ούτος τοίνυν ανδρειωθείς σ’ αύξησιν ηλικίας Διγ. Z 1249. Βλ. και ανδρεία 3. 2) α) Επέκταση: στοχασθέντες πρώτον μεν πόσον η βασιλεία των Οθωμανών προχωρεί κατά παραχώρησιν Θεού καθ’ ημέραν εις αύξησιν Ηπειρ. 24318· β) κραταίωση, ενδυνάμωση: ζητώντας της αυθεντίας μας στην Βενετίαν δικαιολογημένην χάριν ωφέλιμην και πνευματικήν εις αύξησιν της αυτής εκκλησίας Ιερόθ. Αββ. 336· βλ. και εμπόρεση· γ) δύναμη: Σουλτάνε μέγα, θαυμαστέ, Μουράτμπεη Ατουμάνε,| των Μουσουλμάνων η ελπίς, η αύξησις και πλούτος Παρασπ., Βάρν. C 214· βλ. και αδυνατότητα, ανάκαρα, αυθεντία 1ε, εμπόρεση, χάρη. 3) Ωφέλεια: ουχί διά του Μοναστηρίου αύξησιν, άλλ’ ως αυτού θεραπείαν Χειλά, Χρον. 355. Βλ. και διαφορά, διάφορο, ιντερέσσε, κέρδος, όφελος, περκάτσο. 4) Πρόοδος, προκοπή: απόταν γάρ ξενιτευθούν εις αύξησιν <υπάσιν>,| <εις αύξησιν> και εις τιμήν πολλάκις [κι εις] αυθεντείαν Περί ξεν. A 142· αύξησιν του βίου| ευδαίμονος, ειρηνικού, σώφρονος και τίμιου Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 57· να κυβερνάς τον τόπον μας ολού του πριγκιπάτου| εις αύξησιν τε και τιμήν εμάς κι εσέν ομοίως Χρον. Μορ. H 6759. Βλ. και ανάβασις 3, προκοπή. 5) Επίδοση: προσλαμβάνων αύξησιν τόσον εις ευκαρπίαν,| όσον ευρύνεις μοι τας σάς φλέβας της ευπορίας Γλυκά, Στ. Β΄ 94. 6) Τιμή: Πολλήν τιμήν και αύξησιν έκαμες εις εμένα στέλλοντάς μου γουργούραν να παίζω μετ’ εκείνην Φυλλ. Αλ. 87. Βλ. και αουκτοριτά. 7) (Προκ. για χρήματα) επαύξηση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): πάλιν έκαμαν περισσοτέραν αύξησιν Ιστ. πατρ. 17616. 8) Χρηματική χορήγηση: ηυχαρίστησε πολλά της μητρυιάς του, οπού του έκαμε ταύτην την αύξησιν Ιστ. πατρ. 10623.βεβαιώ,- Τρωικά 52118, Διγ. (Trapp) Gr. 2215, 2753, Διγ. Z 523, 2621, 2976, 3296, Εξήγ. πέτρ. 275, Διήγ. παιδ. 92, Βίος οσ. Αθαν. 252, Ηπειρ. 2266, Επιστ. Μουρ. Β′ AB 58 (= Ηπειρ. 24221), Σφρ., Χρον. μ. 829, 6021, 8212, 8630 (έκδ. βεβαίον· διορθώσ. βεβαιού· βλ. κριτ. υπ.), 9013, Μάρκ., Βουλκ. 350.
Το αρχ. βεβαιόω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
Α´ Ενεργ. 1) α) Κάνω κ. βέβαιο, σταθερό (Πβ. Sophocl., λ. βεβαιόω 1): τελέσας ή μάλλον πλέον βεβαιώσας το της Ιβηρίας συνοικέσιον Σφρ., Χρον. μ. 8212· βλ. και ασφαλίζω 2β· β) «κυρώ», ορίζω, καθορίζω: ήσαν τα νήματα της τύχης αμετάκλωστα και το εξ αρχής βεβαιωθέν ουκ ηδύνατο διαλυθήναι Τρωικά 52118· βλ. και απαιτώ IΑ2, αφορίζω 2α, βούλομαι (I) 2, ορίζω, τοπώνω· γ) (προκ. για ειρήνη) συνομολογώ: μεθ’ όρκου βεβαιώσαντες καθολικήν αγάπην Διήγ. παιδ. 92. Βλ. και αποκαθιστώ Α6, ασφαλίζω 3β, βεβαιώνω Α1δ. 2) Επικυρώνω, καθιστώ έγκυρο (Η σημασ. και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ. στη λ. 1): Ταύτά τε ιδιοχείρως εγχαράξας και τῃ του αρχιερέως επιγραφῄ βεβαιώσας Βίος οσ. Αθαν. 252. Βλ. και βεβαιώνω Α2, Α1γ. 3) Αποδεικνύω: εξ έργων την αγάπην σου βεβαίωσον, κυρία Διγ. Z 3296· ταύτα γαρ τα γνωρίσματα εκείνον βεβαιούσι Διγ. Z 2621. 4) Διαβεβαιώνω: Είθ’ ούτως βεβαιώσαντες τον αμιράν μεθ’ όρκου| γαμβρόν να τον επάρωσιν Διγ. Z 523. Βλ. και αφυρώνω 2, βεβαιώνω Α5. 5) Αποδέχομαι, εγκρίνω (Βλ. Sophocl., λ. βεβαιόω 1): τούτο εβεβαιώθη και εστάθη παρά πάντων των αυτού άνευ μόνου του Χαλίλ πασία, όστις αντέστη Σφρ., Χρον. μ. 6021. Β´ Μέσ. 1) Είμαι σίγουρος για κ., δεν μου μένει αμφιβολία για κ. (Βλ. Sophocl., λ. βεβαιόω 2): τούτο βεβαιού και χωρίς ενόρκου προστάγματος, ότι τα διά σου αποκρισιαρίκια (έκδ. απκρισιαρίκια) να παύσουν Σφρ., Χρον. μ. 8630· Εβεβαιώθητε ακριβώς από τας νίκας και εμού και των προγόνων μου ότι ο Θεός δεν έβαλεν εις το βασίλειόν μου σύνορα Επιστ. Μουρ. Β′ AB 58 (= Ηπειρ. 24221). 2) α) Σταθεροποιούμαι: και έτι εβεβαιώθη ο λογισμός μου εις την όρεξιν ην είχον Σφρ., Χρον. μ. 9013· β) αποδεικνύομαι αυτός που είμαι· αναγνωρίζομαι ως άξιος (Για τη σημασ. βλ. και L‑S, λ. βεβαιόω II): γέγονε δε περίφημος εν ταις ανδραγαθίαις,| ώστε σχεδόν εις άπαντα βεβαιωθείς τον κόσμον Διγ. (Trapp) Gr. 1906. Βλ. και βγαίνω 30. 3) (Μτβ.) σιγουρεύομαι για κάπ. (Για τη χρ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 55): Μη ένι ούτος ο Διγενής, ον λέγουσιν Ακρίτην;| Χρη να τον δοκιμάσομεν, να τον βεβαιωθώμεν Διγ. Z 2976. — Βλ. και βεβαιώνω.βιβλίον- το, Λόγ. παρηγ. L 425, Χρον. Μορ. H 91, 1507, 1908, 7638, Χρον. Μορ. P 1358, 3469, 4683, Εξήγ. πέτρ. 276, Βίος Αλ. 385, Φλώρ. 183, Μαχ. 1230, 1841, Θησ. Πρόλ. μετά στ. [260], Διήγ. Αλ. V 22, 26, Βεντράμ., Γυν. 286, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1329, Θρ. Κύπρ. M 406, Ερωτόκρ. Α΄ 1083, Ζήν. Α΄ 130, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3363, 40721· βιβίλιο, Ασσίζ. 22821, 27924, 47825, 48016, 48619· βιβιλιόν, Κυπρ. ερωτ. 29, 26· βιβλιό(ν), Ζήνου, Βατραχ. 27, Κυπρ. ερωτ. 217.
Το αρχ. ουσ. βιβλίον. Για τη λ. βλ. Atsalos, Term. Α΄ 60, 63 κε. και 72 και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 94. Τ. βιβιλίον στα 1326/63 (Atsalos, Term. Α΄ 69 σημ. 1). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βιβλίο).
1) Βιβλίο, σύγγραμμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II1 και σήμ., ΙΛ, λ. βιβλίο 1· βλ. και Atsalos, Term. Α΄ 71-2): εις του βιβλίου τον πρόλογον, φαίνει με, σε το γράφω Χρον. Μορ. H 1507· διήλθε δε και έτερον βιβλίον της αγάπης Φλώρ. 183· άνοιξε το βιβλίον της αστρονομίας Διήγ. Αλ. V 26· την εκκλησίαν εκαλλώπισεν εν τε σκεύη και βιβλίοις Εξήγ. πέτρ. 276. 2) Μέρος, τμήμα συγγράμματος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II2. Βλ. και Atsalos, Term. Α΄ 71-3. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): πίναξ και πώς ετούτο το βιβλίον χωρίζει εις βιβλία δώδεκα Θησ. Πρόλ. μετά στ. [260]. 3) Επίσημο βιβλίο καταγραφής φεουδαρχικών κτημάτων (Βλ. Αδαμαντίου, ΔΙΕΕΕ 6, 1902/06, 648) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βιβλίο 2): είπεν κι ηφέραν το βιβλίον όπου ήτο η μερισία·| εγράφως γαρ του καθενός το τι του επαρεδόθη| να έχει και νομεύεται Χρον. Μορ. H 1908. 4) Βιβλίο όπου καταγράφονται ήθη φεουδαρχικά (Βλ. Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 206): με ήφερεν η όρεξις κι έπιακα το βιβλίο,| εκείνο που εγράφασιν του τόπου τα συνήθια Χρον. Μορ. P 7638. — Βλ. και βίβλος 2, λίμπρο.δαπάνη- η, Μανασσ., Χρον. 3699, Εξήγ. πέτρ. 274, Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 411, Βίος οσ. Αθαν. 250, Δούκ. 15930, 26519, Ριμ. Βελ. 84, Ιστ. πολιτ. 814.
Το αρχ. ουσ. δαπάνη. Η λ.και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Έξοδο, ανάλωση (κυρίως χρημάτων) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): εκένωσες τους θησαυρούς εκ της πολλής δαπάνης Ριμ. Βελ. 84. 2) Ποσό χρηματικό που ξοδεύεται για κ. (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): οφείλει προικίζειν και την του γάμου δαπάνην ποείν Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 411· ο βασιλεύς στείλας αποκρισιαρίους εζήτει παρά του Μαχουμέτ τας δαπάνας, ας έμελλε δαπανάν ο Μουσταφάς Δούκ. 15930. 3) Εφόδια, τρόφιμα (η σημασ. και στο Μαυρικ., Στρατηγ. 5218. Πβ. τις σημασ. της λ. δαπάνα του ποντιακού ιδιώματος, Βαγιακ., ΑΠ 20, 1955, 267-70): εξαιτείταί τινι των αρχόντων μισθόν και δαπάνην Βίος οσ. Αθαν. 250· λαβών δαπάνας και έξοδον ανήλθεν εν τῳ σπηλαίῳ Εξήγ. πέτρ. 274.δευτερεύω,- Act. Lavr. 4033, Act. Xér. 1242, Εξήγ. πέτρ. 276.
Το μτγν. δευτερεύω.
Η μτχ. δευτερεύων ως ουσ. = αξίωμα ιερατικό (Πβ. L‑S Suppl. Για τη σημασ. βλ. σχετικά Du Cange, λ. δευτερεύων και Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 208. Βλ. και ενθύμηση του 1801, Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 254): Δημήτριος ελέῳ Θεού πρεσβύτερος και δευτερεύων Act. Lavr. 4033· Ο μέγας δευτερεύων Ιωάννης Καλοδράς Act. Xér. 1242.διαβιβάζω,- Λόγ. παρηγ. O 335, Προδρ. IV 89 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Ιερακοσ. 39113, Ορνεοσ. 58420, Εξήγ. πέτρ. 276, Chron. br. (Loen.) 3, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 316, Βίος οσ. Αθαν. 247, Πανάρ. 7823, Λίβ. P 1870, Αχιλλ. N 92, 302, 380, Δούκ. 3927, 714, 31313, 39529, Σφρ., Χρον. μ. 7430, 1223, 12613, 32, Ψευδο-Σφρ. 56834.
Το αρχ. διαβιβάζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
1) Φρ. διαβιβάζω την ψυχήν = πεθαίνω: προαπέθανεν εις απόπατον διαβιβάσας την ψυχήν αμ’ εγκάτοις Σφρ., Χρον. μ. 1223. 2) Περνώ: Εγκέφαλον ερίφου λαβών, πρώτον διαβιβάσας εις δακτύλιον χρυσούν Ιερακοσ. 39113. 3) (Προκ. για χρόνο) περνώ (Η σημασ. σε σχόλ., L‑S στη λ. 4): διεβίβαζεν ημέρας ολοκλήρους καταφιλούσα τον υιόν Αχιλλ. N 92· απελθόντες εν τῃ Λαζικῄ διεβιβάσαμεν το καλοκαίριν όλον εκεί Πανάρ. 7823· κακεί το λοιπόν της ζωής αυτού διεβίβασεν Δούκ. 3927. 4) (Μέσ.) (με υποκ. λ. που δηλώνουν χρόνο) περνώ: έως ου διαβιβασθώσιν έτεροι δέκα χρόνοι Αρμεν., Εξάβ. Á́ 316.διαδέχομαι,- Διάτ. Κυπρ. 50416, Εξήγ. πέτρ. 276, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 413, Δ́ 78, 34, 98, Ϛ́ 71, Πανάρ. 6117, Λίβ. N 337, Διαθ. του 16. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 67826, 6832).
Το αρχ. διαδέχομαι. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Καταλαμβάνω αξίωμα που κατείχε άλλος· γίνομαι διάδοχος κάπ. (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. Ι2): επωνομάσθη Βαρνάβας, όστις μετά τον θάνατον Δωροθέου διεδέξατο διά προτροπής του κυρ-Ιωάσαφ του κελλίου άπασαν την αρχήν Εξήγ. πέτρ. 276· Απεκάρη γουν κατά μοναχούς Ιωαννίκιος και διεδέξατο την βασιλείαν Πανάρ. 6117· να διαδεχθείς στην χώρα του και να κοσμοκρατήσεις Λίβ. N 337. 2) Κληρονομώ (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 4): Οι από κεκωλυμένων γάμων τικτόμενοι παίδες … ουδέ διαδέχονται κατά τι τον ίδιον πατέρα Αρμεν., Εξάβ. Δ́ 78· όπως πάλιν μετά τον αυτού θάνατον τα εμά τέκνα διαδέχονται το ρηθέν ρέστος Διαθ. του 16. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 6832). 3) (Προκ. για άρχοντα) παραδίδω την αρχή (Πβ. για τη σημασ. L‑S στη λ. IIb και Sophocl.): Πάσα δίκη προγυμναζομένη κατά των διαδεχθέντων αρχόντων Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 413.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275.