Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ακόνι(ον)
- το, Λεξ. Μακεδ. (Giann.-Vaill.) 155, Εκατόλ. (Hess.-Pern.) M 42, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ 1631.
Υποκορ. του αρχ. ουσ. ακόνη. Η λ. ήδη στο Διοσκουρίδη (Sophocl.), μολονότι εκεί σημαίνει «φάρμακον»· όμως βλ. Chantraine, Dict. étym., λ. ακ‑. Η λ. και σήμ. (ΙΛ στη λ. ακόνι). Για την ύπαρξη βυζ. λ. ακόνα βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ Β΄ 6, 1955/6, 234.
Ακόνι, όπως και σήμ.: Οκτώ μαχαίρια ακόνισαν απάνου σ’ έν’ ακόνι| και στην καρδιά μου τα ’βαλαν να με διαβούν οι πόνοι Εκατόλ. M 42· Πιστέψετέ μου, ότ’ εις του νου την πίστην ήμουν μόνη| κι εις την τιμήν της αλληνής της δοκιμής τ’ ακόνι Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 1626.αραθυμώ,- Χρον. Μορ. P 4982, Αλφ. ξεν. 37, Περί γέρ. 161, Αιτωλ., Μύθ. 1199, Εκατόλ. M 33, Χριστ. διδασκ. 284· αροθυμώ, Κυπρ. ερωτ. 11111· ραθυμώ, Προδρ. ΙΙΙ 39, Διγ. Gr. IV 410, Διγ. Esc. 1143, Διγ. A 2948, Χρον. Μορ. H 4982, Πτωχολ. P 385, Πτωχολ. N 377, 391, Λίβ. Sc. 535, Λίβ. Esc. 3742, Λίβ. N 522, Αχιλλ. L 525, Δεφ., Σωσ. 285, Βίος γέρ. V 399, Διγ. Άνδρ. 3772, Ερωτόκρ. Α΄ 689, Διήγ. πανωφ. 58, 60.
Το αρχ. ραθυμέω με το προθετ. α. Για το ο του τ. αροθυμώ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 245. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ).
Α´(Αμτβ.) 1) Είμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω: Αν ραθυμήσω πώποτε και λείψω από τον όρθρον Προδρ. ΙΙΙ 39 (βλ. και αργώ). 2) Ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου: τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. Sc. 1535 (βλ. και ακουράζομαι I, αλαφρώνω Α2, ανακουμπίζω Β, ανασαίνω Α1, απορραθυμώ). 3) Λιποθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 54): απόθαναν … έως είκοσι άνθρωποι, οι δε εκείνοι οπού εραθύμησαν ουκ έξεστι δυνατόν διηγήσασθαι Διήγ. πανωφ. 60· ν’ αραθυμάς εκ την χαράν και να μηδέν χορταίνεις Περί γέρ. 161 (βλ. και απαφήνω 5 Φρ. α, απολιγαίνω 2, απολιγώνω 2, αποξενώνω Β2, λιγώνομαι). 4) Ανυπομονώ, άδημονώ, έπιθυμώ (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 682]): και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω,να κατέχω Ερωτόκρ. A΄ 689 όσοι τους βλέπουν λέγουσιν: αυτοί αραθυμούσιν να παν εις την πατρίδα τους Αλφ. ξεν. 37 (βλ. και αγκουσεύω, αναμένω 1γ, αποδέχομαι 5, αρίσκω, βαραίνω, βούλομαι, γυρεύω, θέλω, λαχταρίζω, λιγοψυχώ, ορέγομαι, πλήσκω). 5) Δυσανασχετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. 5· βλ. και Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 21): τι ραθυμάς, ω δέσποτα, Μεγάλε Δεμεστίκε; Χρον. Μορ. H 4982 (βλ. και αγανακτώ Α3γ, ακούω 8 Φρ., αποδυσπετώ, βαραίνω, βαριούμαι). Β´ 1) (Μτβ.) φοβούμαι κ. (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): γυμνή οσκιά γή ονύπνιο μες στην σκότην | θωρώ κι αροθυμώ την κι όλην ’σπέραν | δεν πέφτω αχ την φοβέραν εις το χώμαν Κυπρ. ερωτ. 11111. 2) Λυπώ, στενοχωρώ (κάπ.) (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): να λυπηθεί τινάς αληθινά μ’ όλην του την καρδίαν τες αμαρτίες του, οπού με τες οποίες εβάρυνε και αραθύμησε τον Θεόν Χριστ. διδασκ. 284. Βλ. και αγκυλώνω, αναγκάζω 2, ανακατώνω Α 5, ανατάζω 3, βάνω, θλίβω, κακοκαρδίζω, παραπονώ, πικραίνω.αφόντας,- σύνδ., Σουμμ., Ρεμπελ. 175· απόστα, Κατζ. Γ΄ 506· αποστά, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) 1845, Ερωφ. Α΄ 335· απόσταν, Αχέλ. 1370, Πανώρ. Β΄ 81, 155, Γ΄ 605, Ερωφ. Α΄ 116, Β΄ 380, Ε΄ 280, Ερωτόκρ. Α΄ 142, 1249, Β΄ 829, Δ΄ 153, Ε΄ 162, Αποκ. Θεοτ. I 40, Διήγ. ωραιότ. 610, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 342, Γ΄ 679, Ε΄ 128· αποστάν, Διήγ. πανωφ. 60· απόστα, Πανώρ. Ά́ 366, Γύπ. Β΄ 79, Γ΄ 591· απότα, Λίβ. Sc. 532· αποτάν, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1454 (Βλ. και Αλεξίου Στ., ΕΕΦΣΠΚ 3, 1986, 274 σημ. 4)· απούστα, Ερωτόκρ. Β΄ 975, Γ΄ 92· απούσταν, Ερωτόκρ. Β΄ 303, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 616, Ε΄ 124· αφόντας, Πουλολ. Z 311, Εκατόλ. M 1· αφόταν, Σκλέντζα, Ποιήμ. 513· ’φόντας, Αλφ. (Μπουμπ.) III 41.
Από τη συνεκφ. αφ’ όντας (τ. του όταν). Οι τ. απ‑ από επίδρ. της από. Οι τ. αποστ‑ από επίδρ. της απός. Οι τ. απούστα(ν) από επίδρ. της απού(ς). Κατά το Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 499 και Αθ. 29, 1917, 212 από συμφ. της αφού + όντας και από + όντας, όντες, όνταν. Βλ. και Φάβ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 47 κε. Η λ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόταν.
1) α) Αποτότε που, αφότου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόταν 1): απούσταν ήτονε μικρός εγάπησε μιαν κόρην Ερωτόκρ. Β΄ 303· απόστας ήμουνε μικρός σ’ εβάστου φυτεμένη,| μέσα στα φύλλα της καρδιάς σε ’χα ζωγραφισμένη Γύπ. Γ΄ 591· απόσταν ευρέθηκα ’ς τούτο τον τόπο ξένος, στ’ αφέντη μου τη δούλεψη πάντα ’μου προκομμένος Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 342· βλ. και αφόν 1α· β) από τη στιγμή που, ευθύς ως: απόσταν έλειψαν εκείνοι οπού ζούσαν Αχέλ. 1370· απόστας εξημέρωσε, καταταμό δεν έχω Γύπ. Β΄ 79· απόσταν ήρθε κι είπε μου, τα σωθικά μου λύσα Ερωφ. Ε΄ 280. Βλ. και αφόν 1β. 2) Όταν, αφού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόταν 2): αφόντας τον επιθώσανε εις το σπίτι εκείνο οπού ήτον ετοιμασμένο να κατοικήσει, … ήλθον οι καπουριόνοι Σουμμ., Ρεμπελ. 175· ’Φόντας τρως και ξεφαντώνεις, δίδε και αλλονού πτωχού Αλφ. (Μπουμπ.) III 41· και δεν τα λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα,| παρά ’πόσταν το γροίκησα μιαν ώραν από σένα Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 128. Βλ. και άμα Γ 1, αφόν 2.βράδι- το, Διγ. A 262, Νεκρ. βασιλ. 42, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 265, Συναξ. γυν. 451, Πεντ. Γέν. VIII 11, XXIV 11, XXX 16, Λευιτ. XXIV 3, Δευτ. XVI 4, XXIII 12, Πανώρ. Πρόλ. θεάς 46, Ε΄ 365, Ερωφ. Ιντ. α΄ 184, β΄ 2, Δ΄ 675, Βοσκοπ. 255, 359, Σταυριν. 644, Ιστ. Βλαχ. 2141, Ευγέν. 1262, Στάθ. Α΄ 229, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [826], Γ΄ [1372], Χορ. δ΄ [83], Ε΄ [1210], Λίμπον. Επίλ. 68, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 36, 280, Γ΄ 615, Ζήν. Α΄ 32, Β΄ 110, Διακρούσ. 7923, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1588, 1696, 22123, 27813, 4081, 41812, κ.π.α.· βραδί, Σταφ., Ιατροσ. 8231, Προδρ. IV 116, Καλλίμ. 1683, 2225, Χρον. Μορ. H 3849, Πανάρ. 6620, Ερωτοπ. 219, Λίβ. P 487, Λίβ. Sc. 174, 1019, 2514, Λίβ. N 1527, 2507, 2515, Ανακάλ. 83, Θησ. Ζ΄ [1503], Γαδ. διήγ. 18, Αλεξ. 116, Εκατόλ. M 34, Ερωφ. Ιντ. β΄ 79, Βοσκοπ. 233, Ερωτόκρ. Α΄ 156, Μαρκάδ. 336, 448, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26718, 3256, κ.π.α.· βράδιν, Χούμνου, Π.Δ. VII 29, Σκλέντζα, Ποιήμ. 755, Κυπρ. ερωτ. 1165· βραδίν, Προδρ. IV 89e (χφ g) (κριτ. υπ.), Ερωτοπ. 263, Λίβ. Sc. 623, 1676, Λίβ. N 681, 1711, 3125, Σαχλ., Αφήγ. 169, Κυπρ. ερωτ. 1562, Ερωτόκρ. Α΄ 512, κ.α.
Από το αρχ. επίθ. βραδύς (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 134 και Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 11). Η λ. στο Du Cange (λ. βράδυ) και σήμ. (ΙΛ, λ. βράδυ).
1) Εσπέρα (Η σημασ. στο Du Cange, λ. βράδυ και σήμ., ΙΛ, λ. βράδυ 1): Οπού της επαράδωκα οχ το πουρνό ως το βράδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [826]· όσον η μέρα πορπατεί κι εις το βραδί σιμώνει Ερωφ. Ιντ. β΄ 79. 2) (Επιρρ.) κατά την εσπέρα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βράδυ 2): μέρα νύκτα (έκδ. νύκτ’) ευρίσκουνταν μαζί, ταχύ και βράδι Λίμπον. Επίλ. 68. Βλ. και αποσπερά β, αποσπερινός, αποσπερού, βαθύς 3β, πάρωρα. — Βλ. και βραδιά.βρύσις ‑ση- η, Λόγ. παρηγ. L 714, Καλλίμ. 856, Διγ. (Trapp) Gr. 2077, Διγ. Z 76, 149, Διγ. (Trapp) Esc. 1017, Βέλθ. 295, Χρον. Μορ. H 5023, Φλώρ. 768, Ερωτοπ. 593, Λίβ. P 6, 1651, Λίβ. Sc. 814, Λίβ. Esc. 180, 624, Λίβ. N 11, 196, Αχιλλ. L 278, 491, Αχιλλ. N 1723, Αχιλλ. O 186, Ιμπ. 526, Φυσιολ. (Legr.) 278, Βεν. 12, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 879, Μαχ. 64826, Θησ. Δ΄ [654], Ch. pop. 63, Χούμνου, Π.Δ. XI 22, Νεκρ. βασιλ. 41, 106, Γεωργηλ., Θαν. 163, Ριμ. Βελ. 587, Σαχλ. N 137, 371, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 338, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 147, Σαχλ., Αφήγ. 714, Έκθ. χρον. 862, 3, Σκλάβ. 205, Κορων., Μπούας 7, Σοφιαν., Παιδαγ. 99, Δεφ., Λόγ. 630, Πεντ. Γέν. VIII 2, Αχέλ. 255, Αιτωλ., Βοηβ. 10, Θρ. Κύπρ. K 678, Παϊσ., Ιστ. Σινά 280, Εκατόλ. M 7, Αλφ. 1473, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397, Κυπρ. ερωτ. 2612, 7718, Πανώρ. Γ΄ 478, Ερωφ. Α΄ 293, Ιντ. β΄ 52, Γ΄ 331, Ε΄ 168, Χρον. Αθ. 862, Ιστ. Βλαχ. 1437, Διγ. Άνδρ. 31519, 36710, 3688, Ερωτόκρ. Α΄ 714, 1283, Β΄ 442, 636, Δ΄ 634, 1380, Στάθ. Α΄ 95, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 88, Δ΄ 82, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [325], Χριστ. διδασκ. 451, Ζήν. Α΄ 24, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13830, 57011, κ.π.α.
Από το βρύω και την κατάλ. ‑σις. Η λ. ήδη τον 6. αι. (Lampe, Lex., λ. βρύσις) και σήμ. (ΙΛ, λ. βρύσι).
Φυσική πηγή νερού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βρύσι 1): εις την ρίζαν του δεντρού ήταν πανώρια βρύση Κορων., Μπούας 7· ανηγέρθη η βρύσις του Εξεχώρου Χρον. Αθ. 862· το αίμα βρύσιν είδα κι είχε τρέξει Τζάνε, Κρ. πόλ. 13830· (μεταφ.): οπού ’σου βρύση τσ’ ευγενιάς και της τιμής περβόλι Ερωτόκρ. Α΄ 714. — Βλ. και ανάβρυσι ‑ση, βρυσούλα.γεμώζω,- Προδρ. III 293 (χφ g) (κριτ. υπ.), Γεωργηλ., Βελ. 269, Εκατόλ. M 7, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ί́ [251].
Από τα γεμίζω και γεμώνω κατά συμφ. (Βλ. Χατζιδ., Αθ. 36, 1924, 197 σημ. 1). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Γεμίζω (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ., λ. γεμίζω): καβαλικεύω μαύρον μου, πάνω να τον ποτίσω,| συναπαντώ τήν ηγαπώ στη βρύση που γεμώζει Εκατόλ. M 7. — Βλ. και γεμώνω.γλυκός,- επίθ., Σταφ., Ιατροσ. 13363, Καλλίμ. 755, Περί ξεν. A 207, 456, Ερωτοπ. 312, Λίβ. N 30, Αχιλλ. N 1081, Θησ. Δ΄ [653], ΙΒ΄ [594], Ch. pop. 32, 175, Κορων., Μπούας 26, 61, Φαλιέρ., Ιστ. V 324, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 111, 207, 339, 434, 523, 684, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 319, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 1, 49, 79, Θρ. Κύπρ. M 110, 278, 345, Κυπρ. ερωτ. 233, 12538, Πανώρ. Α΄ 167, Β΄ 341, Γ΄ 110, Ερωφ. Α΄ 628, Ιντ. α΄ 37, β΄ 40, Γ΄ 22, 38, 65, Δ΄ 401, Ιστ. Βλαχ. 677, Διγ. Άνδρ. 3367, Ερωτόκρ. Α΄ 438, 1209, Β΄ 387, Στάθ. Α΄ 307, Β΄ 19, Γ΄ 154, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 72, Δ΄ 8, Ροδολ. Β΄ [198], Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [247], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [103, 377, 752, 854], Β΄ [66, 339], Χορ. β΄ [47], γ΄ [72], Δ΄ [823, 1140, 1253], Ε΄ [394, 1151], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 238, Ιντ. δ΄ 136, Ζήν. Ε΄ 104, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2499· θηλ. γλυκή, Διγ. Z 2126, Λίβ. Sc. 959, Εκατόλ. M 28.
Το αρχ. επίθ. γλυκύς. Η λ. στο Du Cange και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. του θηλ. γλυκή απ. και στο Βηλαρά.
1) Γλυκός, ευχάριστος στη γεύση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): το αίμαν του εγίνη| γλυκό κρασί και χαίρεται ο καίσαρ και το πίνει Ζήν. Ε΄ 104. 2) Γλυκός στην ακοή (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): Κάθε καρδιά ’νελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι,| σ’ έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει Ερωτόκρ. Α΄ 438. 3) Γλυκός στην όψη (Πβ. Δημητράκ., λ. γλυκύς 5): Μην θλίβεσαι, κόρη γλυκή, παρηγοριά ξαθή μου Διγ. Z 2126. 4) (Προκ. για λόγια) μειλίχιος, τρυφερός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): με λόγους του δε τους γλυκούς εις πόλεμον τους τρέπει Κορων., Μπούας 61· ψυχή γαρ ερωτότρωτος όσα ποθοπονέσει,| χάνει τους πόνους αν γλυκή μάθει του λόγου φράσιν Λίβ. Sc. 959. 5) Που έχει ή δίνει ευχαρίστηση: Τρεις χρόνους και αν μ’ έβαλαν στα σίδερα για σένα,| τρεις ώρες δε μὀφάνησαν για τη γλυκή σου αγάπη Εκατόλ. M 28· γλυκότατη ανάπαψη μου φέρνει το σκοτίδι Στάθ. Α΄ 307· Ήτον πολλά γλυκότατος (ενν. ο τόπος) απ’ αηδονίων λαλίτσες| και βρύσες ολοκάθαρες Θησ. Δ΄ [653]. 6) Προσφιλής, αγαπητός (Πβ. Δημητράκ., λ. γλυκύς 8): Ω ταίρι μου γλυκότατο Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 339· φοβούμαι σε, γλυκιά Χώρα, ο Τούρκος μην σε πάρει Θρ. Κύπρ. M 278. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = σεληνιασμός, επιληψία (αν δεν πρόκ. για κοιλόπονο· πβ. Δημητράκ., λ. γλυκός 7) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γλυκός 6 και λ. γλυκί. Βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ., λ. γλυκύ): Εις γλυκόν όταν πιάσει τον άνθρωπον Σταφ., Ιατροσ. 13363. Το ουδ. ως τοπων. (Η χρ. και σήμ.· βλ. ΙΛ, λ. γλυκός): Χρον. Μορ. H 8070. Φρ. θρέφω με γλυκά = καλοπιάνω: Όλους μας θρέφει με γλυκά και όλους μας κολακεύγει Φαλιέρ., Ρίμ. AN 319.γλυκοφίλημα- το, Εκατόλ. M 49.
Από το επίθ. γλυκός και το ουσ. φίλημα.
Τρυφερό, γλυκό φίλημα: οχ τα γλυκοφιλήματα ανθεί και λουλουδιάζει Εκατόλ. M 49.δαμασκί,- επίθ. ουδ., Εκατόλ. M 93126· διμισκί, Κορων., Μπούας 62.
Η λ. με επίδρ. του τοπων. Δαμασκός (Βλ. Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).Ο τ. από το τουρκ. dimichqy (Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 68· βλ. και Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 167). Ο τ. και σήμ. (Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 68).
(Προκ. για μαχαίρι) δαμασκηνό (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Εφτά μαχαίρια δαμασκιά, καινουργιοτροχισμένα Εκατόλ. M 93126· φόνευσε με διμισκί μαχαίρι Κορων., Μπούας 62.δεκατέσσερεις,- αριθμητ.· δεκαθέσσερεις, Πεντ. Έξ. XII 6· δεκατέσσαρεις, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 83v, 240r, 241r· δεκατέσσαροι, Αλεξ. 2623, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18, Εκατόλ. M 4· δεκατέσσαρα, Προδρ. III 181· δεκατέσσερα, Προδρ. III 181 (χφ S) (κριτ. υπ.), Πεντ. Αρ. XXIX 20.
Το μτγν. αριθμητ. δεκατέσσαρες. Η λ. και ο τ. δεκατέσσαροι στο Somav. (λ. δεκατέσσερεις και δεκατέσσεροι). Η λ. και σήμ.
Δεκατέσσερεις, δεκατέσσερα.δέχομαι,- Σπαν. O 263, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 533, Γλυκά, Στ. 18, 113, Προδρ. I 63, III 105, Μακρεμβ., Υσμ. 1622, 1639, Καλλίμ. 2320, Ασσίζ. 519, 7819‑20, Ελλην. νόμ. 54119, 58130, Ιερακοσ. 41128, Διγ. (Trapp) Esc. 931, Βέλθ. 484, Ερμον. Β 343, Χρον. Μορ. H 7903, Χρον. Μορ. P 6269, Βίος Αλ. 2966, Αρμεν., Εξάβ. Á́ 629, 50, παράρτ. 242, Φλώρ. 169, Πανάρ. 6411, Ερωτοπ. 190, Απολλών. 103, Λίβ. N 232, 1288, Αχιλλ. L 1177, Αχιλλ. O 355, Μαχ. 38019, 60426, Σφρ., Χρον. μ. 5831, Θησ. Πρόλ. [244], Ch. pop. 147, Μάρκ., Βουλκ. 3392, Χούμνου, Κοσμογ. 278, Γεωργηλ., Θαν. 367, Διήγ. Αλ. V 41, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1486, Συναξ. γυν. 320, Κορων., Μπούας 39, 86, Πένθ. θαν.2 434, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 426, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 50, Ρίμ. θαν. 99, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 217, Αχέλ. 180, Χρον. σουλτ. 2531, 4313, 6021, Ιστ. πατρ. 11120, 16321, 1966, Εκατόλ. M 16, Κυπρ. ερωτ. 14912, Ερωφ. Έ́ 520, Παλαμήδ., Βοηβ. 450, Σταυριν. 559, 792, Χίκα, Μονωδ. 121, Ιστ. Βλαχ. 889, Σουμμ., Ρεμπελ. 192, Διγ. Άνδρ. 33827, 35711, 37432, 3835, Θυσ.2 1091, Ευγέν. 854, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 154, Βακτ. αρχιερ. 133, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε’ [1685], Ζήν. Πρόλ. 126, Γ́ 335, Διγ. O 653, Λεηλ. Παροικ. 446, Τζάνε, Κρ. πόλ. 50521, 58015, κ.π.α.· αδέχομαι, Βυζ. Ιλιάδ. 627· αόρ. εντικτήσαν, Μαχ. 20023.
Το αρχ. δέχομαι. Για τον αόρ. εντικτήσαν <εδίκτησαν βλ. Dawkins [Μαχ. Β́ σ. 243]. Για παλαιότ. χρήση του δέχομαι (= γίνομαι δεκτός) βλ. Επαρχ. βιβλίον I 17. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Α´ 1) α) Παίρνω κ. που μου προσφέρεται, παραλαμβάνω κ. (Η σημασ αρχ., L‑S στη λ. 1a και σήμ.): τα σεντούκια οπού μας έστειλες εδεχθήκαμέ τα καλά Διήγ. Αλ. V 41· Η κόρη γουν το δέχθηκεν του νέου το πιττάκιν Αχιλλ. O 355· εάν απομείνουν πράγματα, δέχουνται ταύτα οι παίδες όλοι οι πρώτοι και οι δεύτεροι Ελλην. νόμ. 58130· β) δέχομαι, μαζεύω κ. (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1b και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): ήσαν δεξάμενες οπού εδέχουνταν το νερόν Διγ. Άνδρ. 37432· Η φιάλη το ύδωρ εδέχετο Μακρεμβ., Υσμ. 1639· γ) φρ. δέχομαι γραφάς = παίρνω γράμμα: εύρω ότι δέχεται γραφάς και αντίγραφα αντιπέμπει Λίβ. N 1288· δ) (προκ. για το Θεό, που δέχεται τους αμαρτωλούς) (Βλ. και Lampe, Lex.): ο Πλάστης και Δημιουργός απάντων των κτισμάτων,| δέξαι μας επιστρέφοντας, δέξαι μετανοούντας Πένθ. θαν.2 434. 2) Ανέχομαι, υπομένω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. I2b· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): ιδέ και τες μικρές μηλιές, ιδέ και τες μεγάλες,| πώς δέχουνται τον άνεμον ωσάν και τες μεγάλες Ερωτοπ. 190· Δριμιά ’κλαιγε και η μάννα το κακόν του,| πώς να δεχθεί τον αποχωρισμόν του Λεηλ. Παροικ. 446· ίνα δυνηθεί δεχθήναι την πικρίαν της αλοιφής Ιερακοσ. 41128· να μηδέν κοιμηθεί ο άνθρωπος με την γυναίκα μήπως και ουδέν δυναστεί η γυναίκα να δεχθεί τον άνθρωπον Ελλην. νόμ. 54119. 3) Αποδέχομαι: μη δεξαμένου τον λόγον του πατρός αυτού Σφρ., Χρον. μ. 5831. 4) Επιδοκιμάζω, παραδέχομαι κ. ως σωστό (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I2b και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): αν έν’ το πράγμα δίκαιον, …| πληρώνω, πράττω, οικονομώ, θέλω το, δέχομαί το Φλώρ. 169· Ζήτησις περί βουλκολάκων και διατί ου δέχεται η αγία του Θεού εκκλησία ότι υπ’ αυτών γίνονται τα θανατικά Μάρκ., Βουλκ. 3392. 5) α) Υποδέχομαι, φιλοξενώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ1 και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 16): εδέκτη τον ο βασιλέας και πολλή τιμή του έκαμε Χρον. σουλτ. 6021· Ημείς έναι καιρός πολύς οπού καν ένα ξένον| εδέχθημαν στο σπίτιν μας Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 50· Ηκούσαμεν εις την Γραφήν ότι πολλοί πολλάκις| αντί πτωχών εδέξαντο, εξένισαν αγγέλους Σπαν. (Λάμπρ.) Va 533· β) φρ. (προκ. να δηλωθεί ευχή) καλώς δέχομαι κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 16): Κερά, καλώς το δέκτηκες, το τέκνο συντροφιάζει Θυσ.2 1091. Β´ (Παθ.) γίνομαι δεκτός: ήκω κήρυξ και δέχομαι παρ’ αυτοίς ουχ ως κήρυξ, αλλ’ ως Θεός Μακρεμβ., Υσμ. 1622· Κοινωνός υπέρ κοινωνού μαρτύρων ουκ εδέχθη έως ου η κοινοπραξία ελύθη Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 650.διά,- πρόθ., Σπαν. A 207, Λόγ. παρηγ. O 297, Act. Lavr. 6624, 6731, Ασσίζ. 56, 1021, 1620, 301, 3926, 5424, 6014, 657, 9216, 9617, 10626, 22123, 3201, Ελλην. νόμ. 5263, Ιερακοσ. 4256, 48724, Ορνεοσ. αγρ. 53210, Διγ. (Trapp) Gr. 232, 1279, 2898, Διγ. Z 814, 1555, 1651, 1848, 2009, 3280, Διγ. (Trapp) Esc. 398, 987, Βέλθ. 386, Χρον. Μορ. H 1005, 1143, 1183, 1362, 1874, 1987, 2094, 2467, 2619, 3729, 3934, 4185, 4314, 4465, 4563, Χρον. Μορ. P 72, Πουλολ. Z 407, Πτωχολ. P 344, Διήγ. Βελ. 317, Φλώρ. 281, 285, 398, 708, Περί ξεν. V 2, Λίβ. Esc. 18, 354, 1309, 3319, 3824, Αχιλλ. O 312, 360, 397, 603, 742, Χρον. Τόκκων 1386, 2712, 3496, Βεν. 77, Θρ. Κων/π. διάλ. 30, Χειλά, Χρον. 356, Μαχ. 6624, 6828, 10221, 21825, 34019, 36033, 37034, 37218, 37623, 38025, 47214, 54813, Σφρ., Χρον. μ. 241, 4210, 843, Θησ. (Foll.) I 50, 63, 88, 136, Θησ. Πρόλ. [57], Χούμνου, Κοσμογ. 2030, 2054, Ριμ. Βελ. 544, Βουστρ. 477, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 127, Συναξ. γυν. 15, Απόκοπ. 454, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 294, Σαχλ., Αφήγ. 18, 303, Κορων., Μπούας 6, 92, Σοφιαν., Παιδαγ. 112, Πεντ. Γέν. XLV 21, XLVII 12, Έξ. XVII 13, Αρ. IV 45, 49, IX 20, 23, Έγγρ. Σύρου Ά́ 123, Αιτωλ., Μύθ. 221, 8416, Χρον. σουλτ. 4322, 12116, Ιστ. πολιτ. 4111, Ιστ. πατρ. 8721, 9013, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961, Κυπρ. ερωτ. 259, 8629, Ιστ. Βλαχ. 320, 756, 1926, Διγ. Άνδρ. 33230, 38430, Συναδ., Χρον. 57, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [68], Λίμπον. 92, 214, 253, 254, 267, Διακρούσ. 11417, 11526, κ.π.α.· για, Μαχ. 20814, Ch. pop. 287, Αλεξ. 125, 1340, 1367, Κορων., Μπούας 70, 71, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 190, 587, Τριβ., Ταγιαπ. 45, Πεντ. Γέν. I 14, IV 15, IX 3, XII 19, XXII 2, Αχέλ. 2442, Αιτωλ., Μύθ. 12512, Εκατόλ. M 34, Κυπρ. ερωτ. 1111, 10013, 10319, Πανώρ. Ά́ 102, Β́ 17, 120, 254, 278, 301, 302, 385, 396, 459, 546, Γ́ 225, 236, 245, 251, Έ́ 292, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 7, Ιντ. γ́ 103, Φαλλίδ. 56, Παλαμήδ., Βοηβ. 1034, Ερωτόκρ. Ά́ 921, Β́ 29, Στάθ. Ά́ 75, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [266], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [60], Γ́ [556], Δ́ [525, 550], Φορτουν. (Vinc.) Β́́ 254, Ζήν. Β́ 371, Γ́ 314, Διγ. O 74, Διακρούσ. 1166, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13930, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 61, κ.π.α.· ογια, Χούμνου, Κοσμογ. 119, 2054, Απόκοπ. 235, 478, Ριμ. κόρ. 709, Πικατ. 187, 342, Κορων., Μπούας 7, 12, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 171, Ερωφ. Ά́ 216, Ιντ. γ́ 3, 113, Δ́ 200, 302, Έ́ 365, Κατζ. Πρόλ. 31, Β́ 114, 403, Βοσκοπ. 183, 387, Ερωτόκρ. Ά́ 396, 451, 873, 1070, Β́ 1669, Γ́ 1357, Θυσ.2 251, 992, Στάθ. Β́ 52, 79, Γ́ 20, 331, 352, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 17, 88, Ροδολ. Ά [210, 397, 603, 609, 640], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [298], Δ́ [146], Έ [209], Αποκ. Θεοτ. I 34, II 170, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 437, Γ́ 9, Δ́ 42, 111, Ιντ. δ́ 3, Έ́ 30, Ζήν. Ά́ 64, Β́ 164, 412, Δ́ 381, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 79, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13413, 15711, 1756, 1825, 1839, 23318, 28520, 35611, 42921, 4575, 46323, 47011, 53621, 56114, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 194, κ.π.α.· οδιά, Διήγ. Βελ. 33, Ερωτοπ. 149, 243, Λίβ. Sc. 517, 2645, Λίβ. N 2824, Αχιλλ. N 1508, 1515, Ιμπ. 822, Καραβ. 49414, 49834, 49929, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1124, Συναξ. γυν. 15, 94, Ιμπ. (Legr.) 398, Φαλιέρ., Λόγ. 273, Αχέλ. 934, Αιτωλ., Μύθ. 36, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 390, 394, 399, Επιστ. Ηγουμ. 175, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 23, 213, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24711, κ.α.· ως για, Διγ. (Trapp) Esc. 182, 207, Αλεξ. 320, 430, 436, 1718, 2940, Πικατ. 89, Κορων., Μπούας 93, Φαλιέρ., Ιστ. V 188, Βεντράμ., Φιλ. 9, 292, Ερωτόκρ. Ά́ 407, 414, 420, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [61], κ.α.· ως διά, Διγ. Z 496, Βέλθ. 657, Φλώρ. 710, Λίβ. Esc. 405, 3958, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2440, 2516, Θησ. Πρόλ. [54], Γεωργηλ., Θαν. 53, Ριμ. Βελ. 272, Αλεξ. 413, 1636, Ιστ. Βλαχ. 102, Διγ. Άνδρ. 3328, κ.α.
Η αρχ. πρόθ. διά. Για τον τ. για βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́, 494. Για τον τ. ογια βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ., σ. 640]. Βλ. και Kaps., Polych. 140. Η λ. και ο τ. για και σήμ. (Δημητράκ., λ. διά και για).
Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΒIII1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8, λ. για 1 και 7): Πάλε να έλθομεν εις τό ετραβενίασεν διά το πταίσμαν της ρήγαινας Μαχ. 21825· διά ποίαν αφορμήν και διά τίνα τρόπον Χρον. Τόκκων 3496· διά κακόν καιρόν εχωρίστησαν Μαχ. 36033· πως κλαίσινε για λόγου σου, στράφου να δεις λιγάκι Πανώρ. Β́ 385· για τούτ’ εχώρισα από την συντροφιάν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [525]· α) (με το σύνδ. να) (1) διά να: πως εσείς διά να φοβάσθε την κατάρα της μητρός σας Διγ. Άνδρ. 33230· Ένας, διά να φοβηθεί χειμώνα και κρυάδες,| απόμεινε στο σπίτι του κι έφα τες αγελάδες Αιτωλ., Μύθ. 221· (2) για να: η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ογια ν’ ανοίγει,| πίστεψε και για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 190· β) (με το σύνδ. ως) ως για: κοράσιον πάντερπνον ενίκησεν φουσάτον| και χιλιάδες εκατόν ως για τα ωραιά της κάλλη Διγ. (Trapp) Esc. 207· γ) (με τους συνδ. ως και να) ως για να: η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ως για ν’ ανοίγει,| πίστευσε, ως για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι Φαλιέρ., Ιστ. V 188. 2) Σκοπός, προορισμός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 13, λ. για 1 και 5): χίλιοι γαμπροί πλουσότατοι για πάσα κορασίδα Πανώρ. Έ́ 292· θέλει την κερά Μηλιά να πάρει ογια γυναίκα! Φορτουν. (Vinc.) Β́ 437· μη θαρείτε, αγούροι μου, διά πόλεμο σας θέλω Αχιλλ. O 397· η κόρη εκείνη η ωραία να είναι εις το ριζικόν σου εσένα, Ιωαννίκιε, να την έχεις διά το γήρας σου Διγ. Άνδρ. 38430· α) (με το σύνδ. να) (1) διά να (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 493-8): το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν Ασσίζ. 22123· (2) για να (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 493-8): Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου| για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; Πανώρ. Β́ 278· β) (με το σύνδ. ως) (1) ως διά: την νύκτα οπού περπατεί ως διά κακόν γυρίζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 58· (2) ως για: Με τετρακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας ως για χρειάν του Κορων., Μπούας 93· γ) (με τους συνδ. ως και να) (1) ως διά να (Βλ. και Kaps., Polych. 140): εδιάβηκε στο μάντειο (ενν. ο Φίλιππος) ως διά να μαντέψει Αλεξ. 292· (2) ως για να: ως για να λάβω θάνατο με τη δική σου χάρη Ερωτόκρ. Ά́ 420· αρματώνει κάτεργα και θέλει να μισεύσει| και κάμνει και την ορδινιά ως για να ταξιδεύσει Αλεξ. 320· δ) (με τους συνδ. όπως και να) όπως διά να (Βλ. και Kaps., Polych. 140): δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω Χρον. Μορ. P 72. 3) Μέσο ή όργανο: έκαμαν έτσι τα παιδιά του Ισραέλ και έδωσεν αυτονών ο Ιοσέφ αμάξια διά στόμα τον Φαρώ Πεντ. Γέν. XLV 21· εχάμνισεν ο Ιοσουά τον Αμαλέκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού Πεντ. Έξ. XVII 13. 4) Αναφορά (Η σημασ. τον 7. αι., Sophocl. στη λ. 8 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 12 και λ. για 1): βούλομαι δε, κυρία μου, τον κόσμον να γυρίσω,| να μάθω πώς εγένετον οδιά την Μαργαρώνα Ιμπ. 822· Λόγο ποτέ δεν ήλεγε ογια την Αρετούσα Ερωτόκρ. Ά́ 873· (με το σύνδ. ως) (1) ως διά: εκείνος τον ερώτησεν: «τι λέγουν ως διά τούτον;» Λίβ. Esc. 405· (2) ως για: να πα να ιδώ τι λέγουσι ως για το λαβωμένο Βεντράμ., Φιλ. 292. 5) Χρονικός προσδιορισμός ή διάρκεια (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΒΙΙ, και σήμ., Πρωίας Λεξ. στη λ. ε (με αιτ.) και Δημητράκ. στη λ. 13 και λ. για 2. Βλ. και Κριαρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1960, 231): Ούτω δε πορευόμενος διά δύο ημέρας| προφθάνεις τον αγιαλόν Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961· εις τον δρόμον του ήρθε μία αρρωστία, ζάλη διπλή και διά ολίγες ημέρες απόθανε Χρον. σουλτ. 12116· χρεωστεί να του πλερώσει διά όσον καιρόν να του δουλέψουν Ασσίζ. 3201· εχαίρουνταν αμφότεροι διά όλη την νύκταν Αχιλλ. O 603. 6) Αντικατάσταση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. για 1): Το δίκαιον ορίζει ότι εάν ημπορεί ν’ αλλαχθεί διά έτερον άνθρωπον γερόν οπού να πολεμήσει αντ’ αυτού Ασσίζ. 10626· αυξαίνουσι κι ελέγασι διά το ένα πεντακόσια Χρον. Μορ. H 3729· Φράγκος να μη μας βιάσει| ν’ αλλάξομεν την πίστιν μας διά των Φραγκών την πίστιν Χρον. Μορ. H 2094. 7) (Σε δήλωση της ύλης από την οποία παρασκευάζεται κ.) (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΑΙΙΙ2): την διά κηρού συνήθη βούλλαν Act. Lavr. 6624. 8) (Σε ευχές και επικλήσεις) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. για 4): παρακαλεί και λέγει| «διά τον Θεόν σου, πατέρα,| μην ειπείς το ρήμα τούτο…» Πτωχολ. P 344· Διά τον Θεόν, καλοί αδελφοί, μη αποθάνει αδίκως Διγ. Z 814. Β´ (Σε δήλωση ιδιότητας ή προορισμού) = ως (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., ό.π. λ. για 1 και 3): έχωσεν οπίσω εις τες άρτζες του σιρ Φρασέσκην τα Μαρρήν, Γενουβήσος οπού έμεινεν εις την Κύπρον εις το μηνίον του ρηγός διά βαχλιώτης του Μαχ. 54813· αυτός την εκράτειεν οδιά βεβαίαν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· επήρε με ογια ταίριν του κι ογια βασίλισσάν του Ροδολ. Ά́ [609]. (Με το σύνδ. ως) ως για: ’ς τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία Βεντράμ., Φιλ. 9.διαλέγω,- Διγ. Z 274, 4297, Φλώρ. 1544, 1842, Αχιλλ. L 119, Χρον. Τόκκων 1062, 2787, 3889, Μαχ. 5235, 882‑3, 26029, 32, 47215, Θησ. Γ́ [47], Δ́ [516], Έ́ [974], Ζ́ [268, 1468], Ριμ. Βελ. 686, 690, Αλεξ. 335, 2528, Σαχλ. N 75, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 492, Σαχλ., Αφήγ. 761, Σκλάβ. 197, Κορων., Μπούας 13, 20, 30 δις, 42, 47, 69 δις, 73, 74 δις, 115, 128, 133, Βεντράμ., Γυν. 272, Τριβ., Ταγιαπ. 7, 50, Περί γέρ. 170, Πεντ. Γέν. VI 2, XIII 11, Έξ. XVIII 25, Δευτ. VII 6, 7, X 15, XII 5, 11, XIV 2, 23, 24, XV20, XVI 2, 6, 7, 11, 15, 16, XVII 8, 10, XVIII 5, XXI 5, XXIII 17, XXVI 2, XXX 19, Αχέλ. 954, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 48, Χρον. σουλτ. 341, 3919, 7427, 1067, 1176, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 374, Εκατόλ. M 55, Κυπρ. ερωτ. 1524, Ερωφ. Δ́ 475, Βοσκοπ. 286, Παλαμήδ., Βοηβ. 967, 1067, Σταυριν. 904, Ιστ. Βλαχ. 1470, Διγ. Άνδρ. 31814, 37925, 38110, 38318, 38634, 38733, Ερωτόκρ. Ά́ 1293, 1326, Β́ 500, 2424, Γ́ 1119, 1188, 1193, 1751, Δ́ 1347, 1418, 1525, 1595, 1733, 1995, Έ́ 1508, Στάθ. Β́ 174, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ [83], Βακτ. αρχιερ. 154, 209 δις, 211, 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1107], Β΄ [176], Γ΄ [771], Δ΄ [606, 1206], Ε΄ [84], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 15, Χριστ. διδασκ. 67, 150, Διγ. O 660, 773, 1170, 1983, 2165, 2488, 2575, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14430, 15022, 22716 (έκδ. διαφέκαν· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 592, σε διαλέγαν), 25521, 44710, 18, 5219, 5271, 5338, 53526, 5363, 17· διαλέω, Ερωτόκρ. Ά́ 202.
Το αρχ. διαλέγω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
α) Εκλέγω, επιλέγω (Η σημασ, αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Είκοσιν άνδρας διάλεξεν απ’ όλην την στρατιάν του Κορων., Μπούας 115· Τον τόπον εδιαλέξασι που θε να πολεμήσου Ερωτόκρ. Δ́ 1595· Διάλεξ’ απ’ όλα τ’ άρματα άλογο και κοντάρι Ερωτόκρ. Δ́ 1525· η Ρώμη διαλέγει τον Ρωμαίων βασιλέα Φλώρ. 1842· β) προτιμώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): διαλέξειν ήθελα μόνο για την τιμή σου| χίλιες φορές να σκοτωθώ Ερωφ. Δ́ 475· ταύτα δε πάντα έδειξα διά την σην αγάπην,| εδιάλεξα αποθανείν, συ δε μην κινδυνεύσεις Διγ. Z 4297. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = διαλεχτός, εκλεκτός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Είτα αρμάδαν έποικαν και στρατόν διαλεμένον Κορων., Μπούας 73· πολλοί είναι καλεσμένοι, αμή ολίγοι είναι διαλεγμένοι Χριστ. διδασκ. 67.διατά,- επίρρ., Σπαν. A 636, Διγ. Z 55, Διγ. Esc. 168, Περί ξεν. A 308, 312, Λίβ. Esc. 4158, Ch. pop. 778, Βεντράμ., Φιλ. 137, Αιτωλ., Βοηβ. 29, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 395, 414, 415, Ιστ. Βλαχ. 2031, Διγ. Άνδρ. 35136, 35817, Ροδινός Νεόφ. 228· γιατά, Θησ. Ή́ [21], Αλεξ. 2863, Τριβ., Ταγιαπ. 272, Πεντ. Γέν. III 17, XII 13, XLIII 7, Δευτ. III 22, XX 4, Ιστ. Βλαχ. 2238, Διγ. O 1536, Εκατόλ. M 33· οδιατά, Κατά ζουράρη 32.
Η πρόθ. διά με το άρθρο τα. Για τον τ. γιατά βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 99, 444, 491. Ο τ. γιατά στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 902.
Για: ο πατήρ μου διατ’ εσένα έβαλε βίγλες Διγ. Άνδρ. 35136· πέντε φορές αραθυμώ, κόρη μου, γιατά σένα Εκατόλ. M 33· Κύριος ο Θεός σας αυτός οπού πολεμάει γιατ’ εσάς Πεντ. Δευτ. III 22.εβδομηντάβεργος,- επίθ., Εκατόλ. M 7066.
Από το αριθμητ. εβδομήντα και το ουσ. βέργα.
Που έχει εβδομήντα βέργες: Εβδομηντάβεργο κουβλίν Εκατόλ. M 7066.εγγαστρώνω,- Ασσίζ. 14718, Ερμον. X μετά στ. 269, Χρον. Μορ. H 8031, Ιατροσ. κώδ. τμά́, ωιή́, Φλώρ. 102, 413, Απολλών. 344, Ιμπ. 47, Rechenb. 452, Χούμνου, Κοσμογ. 1150, Αλεξ. 145, Συναξ. γυν. 746, Απόκοπ. 426, Βεντράμ., Γυν. 217, Δεφ., Λόγ. 678, Πεντ. Γέν. XVI 4, 5, Διγ. Άνδρ. 32620, Βακτ. αρχιερ. 139, 146, Χριστ. διδασκ. 37, 69, 197, 214, Ροδινός Νεόφ. 229· αγγαστρώνω, Ασσίζ. 12017, 37027, Ελλην. νόμ. 52517‑8, Μαχ. 21424, Βουστρ. 476, Εκατόλ. M 9· γαστρώνω, Κατά ζουράρη 98, Ερωτόκρ. Ά́ 47, Δ́ 510, Διακρούσ. 907, Θυσ.2 43, 668, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17219, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 120· ’γγαστρώνω, Αλεξ. 159, 2829, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 585, 684, Σαχλ., Αφήγ. 783, Ιμπ. (Legr.) 46, Πένθ. θαν.2 88, Πεντ. Γέν. IV 1, 17, XVI 4, 11, XIX 36, XXI 2, XXIX 32, XXXI 10, XXXIII 13, XXXVIII 3, Έξ. II 2, Λευιτ. XX 16, Διγ. Άνδρ. 3136, Ευγέν. Πρόλ. 125· 309, 1211, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά́ [19], Έ́ [846], Διγ. O 550.
Το εγγαστρόω, που απ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.). Για τη λ. βλ. Du Cange (λ. εγγαστρώνειν). Ο τ. αγγαστρώνω στη Λευκάδα (Λάζαρης, Λευκαδ. 12). Ο τ. γαστρώνω σε ιδιώμ. (Κουκ., Αθ. 49, 1939, 95). Οι τ. γαστρώνω και ’γγαστρώνω και σήμ. (Δημητράκ., λ. γαστρώνομαι και γκαστρώνω).
Καθιστώ κάπ. έγκυο: και δεν σμίγονται να ρίξει σπόρον να ’γγαστρωθεί, μόνον εγγαστρώνονται από το νερόν και από το πνεύμα του ανέμου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r· πιάνει (ενν. ο Αβραάμ) την σκλάβαν του και εγγαστρώνει την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 127v. Η μτχ. ως επίθ. (προκ. για γυναίκα ή ζώο θηλυκό) = έγκυος (Για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. εγγαστρώνειν και Δημητράκ., λ. γαστρώνομαι και γκαστρώνω 1): βαπτίζονται και γυναίκες εγγαστρωμένες Βακτ. αρχιερ. 139· ο όγκος της κοιλίας σου δείχνει σ’ εγγαστρωμένη Φλώρ. 102· το ποίμινιο και το βουκόλιο ’γγαστρωμένα Πεντ. Γέν. XXXIII 13· (μεταφ.): αν εν’ ο κόσμος ’γγαστρωμένος και τυπώνει| πράγματα τόσον θαυμαστά με πλήσια| τέχνη Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά́ [19].εγγόνι(ν)- το, Ασσίζ. 4419, Συναξ. γυν. 273, Σοφ. πρεσβ. B 13, Ροδολ. Έ́ [349], Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [270]· αγγόνι, Ασσίζ. 36331 δις, Εκατόλ. M 6810· ’γγόνι(ν), Μαχ. 9422 (πληθ. ’γγονία), Χούμνου, Κοσμογ. 234, 236, Ερωτόκρ. Γ́ 1599, Διήγ. ωραιότ. 736, Λεηλ. Παροικ. 286.
Υποκορ. του ουσ. έγγονος (Βλ. Ανδρ., Λεξ.). Η λ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. αγγόνι στον Κατσαΐτ., Θυ. Πρόλ. 156 και σήμ. (Δημητράκ., λ. εγγόνι).
Παιδί του γιού ή της κόρης κάπ., εγγόνι (Η σημασ. τον 6. αι., Lampe, Lex. και σήμ.).εκατό(ν),- αριθμητ., Χρυσόβ. του 1364 σ. 32, 33, Λίβ. N 3608, Αλεξ. 2884, Ερωτόκρ. Ά́ 567, 584, Β́́ 58, 396, 767, Γ́́ 1445, Φορτουν. (Vinc.) Β́́ 182, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 65· έκατο(ν), Απολλών. 720, Πεντ. Έξ. XXVII 18· ’κατό(ν), Διγ. Z 2648, Μαχ. 33612, Θησ. Γ́́ [465], Αλεξ. 495, 2175, 2180, 2190, 2542, 2573, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 [έκδ. αποκάτω· χφ MP (κριτ. υπ.) από ’κατόν· Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 10 διόρθ. σε απ’ εκατόν], Ιστ. πατρ. 16417, Εκατόλ. M 6818, Κυπρ. ερωτ. 12612, Ερωτόκρ. Δ́́ 491, Τζάνε, Κρ. πόλ. 21119.
Το αρχ. αριθμητ. εκατόν. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Εκατό (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ’κατόν λιτρών το βάρος του Αλεξ. 2190· κι αν γελάσω καμιάν φόρα,| στέκομαι ’κατόν κλαμόντα Κυπρ. ερωτ. 12612. 2) Έκφρ. εις τα εκατό, τα εκατό = η αναλογία ποσού στις εκατό μονάδες (Πβ. τη μτγν. σημασ., Sophocl. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): να έχουν και κείνες μερτικόν εις διάφορος ονομίσματα εξήντα τα ’κατόν Μαχ. 33612· ίνα δίδει τρία μόνα εις τα εκατόν Χρυσόβ. του 1364 σ. 33. 3) (Προκ.για υπερβολή) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Το λαγούτο σκόρπισεν εις εκατό κομμάτια Ερωτόκρ. Ά́ 567· εισέ θανάτους εκατό, όσ’ αγαπούν, τσι βάνει Ερωτόκρ. Ά́ 584· αν είχα εκατό γλώσσες Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 65. 4) Έκφρ. τα ’κατό λόγια = τα εκατόλογα, τα τραγούδια της αγάπης: για πε με λόγια τα ’κατό, πο λεν για την αγάπην Εκατόλ. M 6818.εννέα,- αριθμητ., Βυζ. Ιλιάδ. 878· εννεά, Προδρ. III 216ll (κριτ. υπ.)· εννία, Θησ. Ζ΄ [1243], Καραβ. 49311· εννιά, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [504]· ᾽νιά, Εκατόλ. M 6945.
Το αρχ. αριθμητ. εννέα. Ο τ. εννεά και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 541). Η λ. και ο τ. εννιά και σήμ. (Δημητράκ.).
Εννιά (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ.).επάνω (I),- επίρρ., Μυστ. 52, Ασσίζ. 11131, 17312, 19311, 21320, 3218, 34420, Ελλην. νόμ. 55524, Διγ. Z 2836, 3036, Βέλθ. 417, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α΄ 451, Χρον. Μορ. P 3318, Βίος Αλ. 3649, Βίος οσ. Αθαν. 238, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 826, Χειλά, Χρον. 346, Δούκ. 23712, Σφρ., Χρον. μ. 1231, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 269, Ιστ. πολιτ. 147, 577, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1321, Διγ. Άνδρ. 33613, 38912, 3935, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 243, Βακτ. αρχιερ. 180, κ.π.α.· απά, Ασσίζ. 3144 (βλ. απάτουν)· απάνου, Διγ. (Trapp) Esc. 172, 1127, 1284, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 158, 411, Διήγ. Βελ. 202, Αχιλλ. O 233, 285, 411, Τζαμπλάκ. 42, Χρον. Τόκκων 1604, Παρασπ., Βάρν. C 268, Θησ. (Foll.) I 48, 57, 77, 86, Θησ. Πρόλ. [46], Διήγ. Αλ. V 73, Αλεξ. 28, 1821, 2160, 2467, 2614, 2675, Σαχλ., Αφήγ. 448, Πεντ. Έξ. II 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [54, 449], Γ΄ [447], κ.π.α.· απάνω, Σταφ., Ιατροσ. 10287, Παράφρ. Μανασσ. Β΄ 307, Ασσίζ. 2819, Ιατροσ. 2075, Διγ. (Trapp) Esc. 1089, Χρον. Μορ. H 2360, Απολλών. 71, Λίβ. N 3087, Ιμπ. (Legr.) 122, Μαχ. 226, 66034, Βουστρ. 473, Απόκοπ. 32, Κορων., Μπούας 55, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 144, Αιτωλ., Μύθ. 664, Ιστ. πατρ. 10713, Κατζ. Α΄ 163, Ε΄ 300, Σταυριν. 165, Ιστ. Βλαχ. 1698, Διγ. Άνδρ. 3874, Ερωτόκρ. Α΄ 579, Ε΄ 1026, Θυσ.2 595, Διήγ. πανωφ. 59, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 464, Λεηλ. Παροικ. 495, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24530, κ.π.α.· απάνωνα· επάνου, Αχιλλ. N 476 (βλ. R. Lavagnini, RSBN 6-7, 1969-70, 177), Αχιλλ. O 296, Παρασπ., Βάρν. C 168, Έκθ. χρον. 5120, Πεντ. Γέν. XLIII 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 224· επάνως, Ασσίζ. 32525· πάνου, Εκατόλ. M 72, Συναδ., Χρον. 45, 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [11], Τζάνε, Κρ. πόλ. 28519, 54113· πάνω, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 645, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787.
— Βλ. και κατεπάνω.
I. (Ως επίρρ.) Α´ Τοπ. 1) επάνω (Βλ. και ΙΛ., λ. απάνω Α 1α και Δημητράκ. στις λ. απάνω και επάνω 1): η κόρη από τον φόβον της εσκώθηκεν απάνω Διγ. Z 222· Τα χέρια τους δεν δύνουνται απάνω να σηκώσουν Απόκοπ. Επίλ. I 505· η γιαλόν απάνωνα (ενν. πάρτε) οπού είναι προς το τράφο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 35316· (ως προτροπή για να σηκωθεί κανείς) (βλ. και ΙΛ, λ. απάνω ΓΖ φρ.): Λέγει τον: «Απάνου ογλήγορα και κάμε την κουρούνα» Δαρκές, Προσκυν. 82· έκφρ. (1) στ’ απάνω κι εις τα κάτω = πέρα δώθε, παντού (Η χρ. και σήμ. στον τ. πάνω-κάτω): «Το νικητή, τον κερδαιτή, στ’ απάνω κι εις τα κάτω| δεμένο κωλοσύρνω το στ’ αμάξι μ’ αποκάτω» Ερωτόκρ. Β΄ 515· ο Σταυρωμένος ο μεγάλος … και όλος απάνω-κάτω είν’ χρυσωμένος Λεηλ. Παροικ. 496· (2) απάνω-κάτω = (α) σε σύγχυση, σε αναστάτωση (Η χρ. και σήμ.): Ο λογισμός με τυραννά κι έχει με απάνου-κάτω Στάθ. (Martini) Α΄ 219· (β) περίπου (Η χρ. και σήμ. Δημητράκ., λ. επάνω 8): επέκεινα των εξακοσίων χρόνων, απάνω ή κάτω, ως εικάζω, Χειλά, Χρον. 347· φρ. βάνω επάνω-κάτω = καταβάλλω, καταστρέφω (βλ. και ά. βάνω 30α): Ελάτε γληγορότερα μ’ όλο σας το φουσσάτο,| να πάμε να τους βάλουμε όλους απάνω-κάτω.| Κι αν αντιτείνει και τινάς, …| σε φούρκα υψηλότατην να ʼρίσω να φουρκίσουν Διακρούσ. 7722· τον νουν του και την γνώσην του να βάλω απάνω-κάτω,| να τονε θάψω ζωντανό Ζήν. Πρόλ. 190. 2) Πιο πάνω, προηγουμένως: περνώντας βλέπει απομακράς της Ραχιήλ τον τάφον,| οπού ʼτον η μητέρα του, ωσάν απάνω γράφω Χούμνου, Κοσμογ. 1606. Β´ (Χρον.) έκφρ. επάνω όντεν, όταν, που = την ώρα που, την ίδια στιγμή που (Η χρ. του απάνω που και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 4 και Δημητράκ., λ. επάνω 7): απάνω που κινούσαμεν, μια φωνή γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 348· απάνω όντεν εκίνησα να πώ του ριζικού μου| να συβουλέψει …,| τότε μου λέγει Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 245. να δώσει εις ώρα της ευλόγησης ό,τι βρεθού απάνω στην ώρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8218. II. (Ως επίθ.) ο απάνω κόσμος = επίγεια ζωή (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 1α φρ. και Δημητράκ., λ. απάνω 14): Δόξα να έχει ο Θεός, οπού πριχού αποθάνω| με το παιδί μου σμίγομε στον κόσμο τον απάνω Κατζ. Ε΄ 242. III. (Ως πρόθ.) Α´ Τοπ. 1) α) Επάνω σε, επάνω από κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 1α και Δημητράκ. στη λ. 3 και λ. απάνω 3): κέντησαν αυτόν επάνω του οιδήματος Ιερακοσ. 49329· έκατσεν απάνω της θαυμαστής μούλας γυναικεία Μαχ. 4449· εποίησεν γέφυραν τερπνήν απάνω στον Ευφράτην Διγ. (Trapp) Esc. 1648· έκφρ.: (1) επάνω εις εκατόν = εκατό τοις εκατό: επάνω εις εκατόν να έλεγες ολοσίδηρος ένι Λίβ. P 735· (2) απάνω της θαλάσσου = διά θαλάσσης, μέσῳ θαλάσσης: εάν είς άνθρωπος να δώσει ετέρου ανθρώπου πέρπυρα κε΄ ή ρ΄ να τον ηπάρει απάνω της θαλάσσου ως γιον να ʼπούμεν να τον ηπάρει εις την Κύπρον Ασσίζ. 4628· (3) (προκ. για όρκο) απάνω εις τα άστρα, τα ευαγγέλια, τον όρκον (μου), την ψυχή (μου), κλπ. (γενικότερα για τους τ. των όρκων βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 346 κε.): κάνω σου όρκο εις τ’ άστρα απάνω Ζήν. Γ΄ 215· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια τον Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183 (Για τη σημασ. πβ. φρ. (ομόνω) επάνω εις τα άγια Ασσίζ. 19022)· εσύ κακέ Κατζάραπε, θέλω, στην ψη μου απάνω| να κάμω να φουρκίσου σε Κατζ. Ε΄ 277· β) (μεταφ.) επικεφαλής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 1β και Δημητράκ. στη λ. 2): Καίσαραν τον εποίησεν απάνω εις το φουσσάτον Διήγ. Βελ. 415· εγώ ʼμαι απάνω εις όλους σας, εγώ ʼμαι εδά κερά σας Σαχλ., Αφήγ. 830· φρ. είναι κάπ. ή κ. απάνω εις την κεφαλήν μου, στο κεφάλι μου = εκτιμώ, υπολήπτομαι κάπ. ή κ. (βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 1 φρ.): ούλοι είπαν: ορισμός της απάνω εις την κεφαλήν μας Βουστρ. 521· απάνω εις το κεφάλι μου …εσύ ʼσαι Ch. pop. 351. 2) (Προκ. για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επιπλέον· (Η σημασ. και σήμ.): απάνω ʼς τσι καημούς κι απάνω εις πρίκες πρίκα Θυσ.2 203 · έβαλε περισσότερα απάνω εις το χαράτσι Ιστ. πατρ. 15620· β) περισσότερο από (Η σημασ. και σήμ.): έμεινεν ο ναός τότε χρόνους πολλούς έρημος επάνω των είκοσι Χειλά, Χρον. 350· γ) (ως β΄ όρος σύγκρισης): πλήν απάνω εις όλα τα χαρίσματα λαμπρότερον είναι το χάρισμα της σοφί(ας) Πηγά Μ., Περί σοφ. 6836· δ) εκτός: επάνω της προικός έτερα χαρίσματα ουκ ολίγα Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 446· έκφρ. απάνω εις όλα = προπαντός: απάνω εις όλα ευγενικήν γύρεψε να την εύρεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 161· απάνω σ’ όλα φίλο μας περίσσα ηγαπημένος Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [218], Β´ (Με το μου, σου, κλπ.) 1) α) (σε χρ. αντί για απλή προσωπική αντωνυμία): ο Κύριος ο Θεός των Οβραιών εσυναντιάστην απάνου μας Πεντ. Έξ. III 18· να ιδεί ο Κύριος απάνου σας και να κρίνει Πεντ. Έξ. V 21· και ιδού παλληκάρι κλαίγει και ελυπηθην απάνου του Πεντ. Έξ. II 6· β) (σε χρ. αντί για την αυτοπαθή αντων.)· φρ. κρατώ απάνω μου = (α) συγκρατούμαι, αντέχω: (Εις τούτο συνέρχεται και ανοίγει τα μάτια του και αναστενάζει) Ειντά ’χεις; κράτιε απάνω σου Πανώρ. Γ΄ 546· (β) υπερηφανεύομαι (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): να κρατείς απάνω σου, κόρη, να καμαρώνεις Ερωτοπ. 101· γ) στα χέρια, στην κατοχή κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): Εάν … κανείς βίος εκλάπη και … ευρέθην απάνω οκάτινος ανθρώπου Ασσίζ. 44330· βαστά απάνω του τα μαγικά Κατά ζουράρη 143· δ) χαριστικό ή αντιχαριστικό δ1) υπέρ κάπ., επ’ ονόματι κάπ.: ει δε έχει παίδας και βουληθεί ποιήσαι διαθήκην επάνω τους παίδας Ελλην. νόμ. 58418· δ2) σε βάρος κάπ.: περί οπού αγωγιάζει άλλου υποζύγιον και σύρνει το και ψοφά, επάνω τίνος να ένι η ζημία Ασσίζ. 32420· αν τον εποίκεν να αγκρισθεί και να επέθανεν, πρέπει να βάλουν επάνω της ότι εσκότωσέν τον Ασσίζ. 13325· φρ. ας είναι επάνω μου αν … = ας τιμωρηθώ, ας υποστώ τις συνέπειες αν: εις τον καστελάνον θέλω πα διά να τον εγκαλέσω| και ας έν’ απάνω μου λοιπόν, αν δεν τον απολέσω Σαχλ., Αφήγ. 213· δ3) εναντίον κάπ. (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 6): απάνω σου επέσασιν αμέτρητα φουσσάτα Θρ. Κων/π. B 15· λουμπάρδες έριξαν πολλές εις αυτουνούς απάνω Ιστ. Βλαχ. 185· μετά πόσης της οργής επάνω μου κατήλθε Διγ. Z 3110· φρ. βάνω χέριν απάνω κάπ. = κακοποιώ κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. χέρι 1): εφοβήθην μηδέν βάλουν χέριν απάνω του ότι εθυμώθησαν Μαχ. 4620· δ4) (ως προτροπή για επίθεση) (Η χρ. και σήμ.): «παιδία συντρόφοι επάνω τους· μηδέν τους εντραπούμεν» Χρον. Μορ. H 5381. Γ´ (Αναφορ.) α) πάνω σε κ., σχετικά με κ. (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 3 και Δημητράκ., λ. απάνω 4): ουδέν ημπορούν να ομοφρονήσουν επάνω της ρηθείσης κρίσεως Ασσίζ. 9424· κατά τό λαλεί ο Αριστοτέλης εις το βιβλίον του απάνω εις την ψυχήν Άνθ. χαρ. 2903· λέσι οι άνωθεν αδελφοί πως χρωστούσι ... υπέρπυρα τρακόσα απάνω σε κάποια διαφορά όπου λέσι και έχουν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1964· β) έναντι κάπ. πράγμ.: Προσέταξεν … τούτους πανοικί εν τη Πόλει είναι επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας Δούκ. 39324· άνοιξε το χαρτίν το βουλλωμένον και ό,τι λαλεί ποίσε ότοιμα απάνω εις αφορισμόν Μαχ. 1436· Δ´ (Χρον.) κατά τη διάρκεια, την ώρα που … (Βλ. και ΙΛ Γ 6): ήφεραν και δικάσιμον απάνω εις το τραπέζιν Πουλολ. 5· απάνω εις την αυτήν ταραχήν ενέβησαν μεσόν τους οι μοναχοί των Λατίνων και εκατηγορήσαν τους Μαχ. 23010· έκφρ.: (1) απάνω εις μίαν στιγμήν = αμέσως: πε και εσύ, ω άνθρωπε, ότι δεν γίνομαι Τούρκος διά να τελειωθείς απάνω εις μίαν στιγμήν Συναδ., Χρον. 31· (2) απάνω σε (τόσες) ημέρες = μετά (τόσες) ημέρες (Βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 7, καθώς και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 237): αναμένετέ με και έρχομαι απάνω εις τρεις ημέρας Αχιλλ. L 11.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Λεξ. Μακεδ. (Giann.-Vaill.) 155, Εκατόλ. (Hess.-Pern.) M 42, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ 1631.