Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- οπτικός,
- επίθ.,
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ.
Που σχετίζεται με την όραση· εκφρ. (1) οπτική δύναμις = όραση: η οπτική δύναμις η εδική μας η δεξιά εσβέσθη παντάπασι· του ετέρου όμως οφθαλμού βλέπει Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 1606· (2) οπτική τέχνη = η ικανότητα παρατήρησης και υπολογισμού με κάπ. οπτικό όργανο: οπτικήν δε τέχνην είχον οι βάρβαροι οι το Δυρράχιον πολεμίζοντες — ου γαρ άνευ τοιαύτης δυνάμεως τα ύψη των τειχών εκείνων κατελάμβανον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 335. Το ουδ. ως ουσ. = 1) Όραση: Το κάλλος εστί βέλος σου (ενν. έρως), το πυρ επιθυμία,| το οπτικόν των οφθαλμών εστίν αντί πτερού σοι Εις τον έρωτα (Πολέμης I.) 66. 2) Οπτικό όργανο, διόπτρα: ου γαρ άνευ τοιαύτης δυνάμεως (ενν. της οπτικής τέχνης) τα ύψη των τειχών εκείνων κατελάμβανον (ενν. οι βάρβαροι), ει δε μη οπτικής, αλλά γε της από των οπτικών καταλήψεως Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 335.πανευειδής,- επίθ., Αχιλλ. N 22.
Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. ευειδής. Υπερθ. πανευειδέστατος στον Ψελλό (Steph., Θησ., στη λ.).
Πανέμορφος: ην ιδείν ανδρόγυνον του κόσμου εξαιρημένον,| νέους τε και πανευειδείς, πανευτυχείς, πλουσίους Αχιλλ. N 32· μορφή πανευειδής υπέρ μαγνήτην έλκει Εις τον έρωτα (Πολέμης I.) 94.παραχωρώ,- Σπαν. A 470, Προδρ. (Eideneier) IV 146, Εις τον έρωτα 110, Ελλην. νόμ. 56028‑9, Διγ. (Trapp) Gr. 3547, 3653, Διγ. Z 3974, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1552, 1858, Θεολ., Τζίρ. 3584, Ιστ. Ηπείρ. VIII2, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 119, Μαχ. 42619, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1816, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 619, Έκθ. χρον. 517, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 164v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1158, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 403, Θρ. Κύπρ. M 360, Ιστ. πολιτ. 2019, Lucar, Sermons 105.
Το αρχ. παραχωρέω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Επιτρέπω, αφήνω: Ελλην. νόμ. 55628, Γλυκά, Στ. 94, Βίος Αλ. 2945, Σφρ., Χρον. (Maisano) 10620. 2) Παρέχω, δίνω· παραδίνω, εγκαταλείπω: το των Μουσουλμάνων γένος ούτ’ εμοί την αρχηγίαν παραχωρήσει ούτε σοι του χωρίου τούτου χαρίσει την είσοδον Δούκ. 13729· Σας παρακινώ (ενν. εγώ, ο Μουράτ), λοιπόν, πριν δοκιμάσητε (ενν. εσείς, οι Ιωαννίτες) τα ολέθρια του πολέμου τέλη ..., να με παραχωρήσητε την πόλιν σας Επιστ. Μουρ. Β́ 58 B· φρούριον εν πολιορκίᾳ ειληφώς ... εις συμβάσεις μετά του βασιλέως Συμεών χωρούσι και το φρούριον τούτῳ παραχωρεί Ιστ. Ηπείρ. VII11. Β́ Αμτβ. 1) Κάνω στην άκρη, παραμερίζω· υποχωρώ: Διγ. O 1358. 2) Αποχωρώ, απομακρύνομαι: Δούκ. 14111. II. (Μέσ.) επιτρέπω στον εαυτό μου, αφήνομαι: ου παραχωρούμενος πεσείν υπό της λύπης Εις τον έρωτα 121.περιπλοκή- η, Εις τον έρωτα 160, Βέλθ. 863, Λίβ. Esc. 3853, Αχιλλ. L 779, 933, Αχιλλ. (Smith) N 1328, Αχιλλ. (Smith) O 446.
Το αρχ. ουσ. περιπλοκή. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.
Εναγκαλισμός· ερωτική περίπτυξη (η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex.): Οι δε προς κλίνην έπεσαν αμφότεροι και δύο,| και εκ τα πολλά φιλήματα και τας περιπλοκάς τους| τα δένδρη τα αναίστητα και αυτά αντιδονούσιν Αχιλλ. (Smith) N 1164· κρατούν, περιλαμβάνουσι, σφικτά συμπεριπλέκουν,| καταφιλούν ενήδονα ... (παραλ. 1 στ.). Και με τα αφηγήματα και τας περιπλοκάς των,|τας ποταπάς τας ηδονάς τας ερωτοενηδόνους|απέστασαν, εκάθισαν, αρχίνισαν να λέγουν Λίβ. Sc. 2688· (μεταφ.): Τις γαρ η τόση του χρυσού περιπλοκή και σχέσις; Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 888.σπλήνα- η, Σπανός (Eideneier) Α 64, Ιατροσ. κώδ. τπή, τπθ́, τϞ́, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 369, 971, 9, 10, 1033, 9, Μαλαξός, Νομοκ. 417, 448, Γιατροσ. Ιβ. 34, 40, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 139, Νομοκ. 38510.
Από το αρχ. ουσ. σπλην ο με μεταπλ. Λ. σπλήνη τον 7.-8. αι. (LBG). Η λ. στο Meursius και σήμ.
1) Μεγάλος αδένας του ανθρώπου και κάποιων ζώων, ο οποίος ρυθμίζει τον καθαρισμό του αίματος: Έρως, ειπέ τον λογισμόν, ειπέ και την αιτίαν,| το πυρ σου τίνος ένεκεν εις τας καρδίας πέμπεις (παραλ. 1 στ.), αλλ’ ούτε σπλήνα και πλευράν, ούτε κοιλίαν φλέγεις; Εις τον έρωτα 27· (προκ. για σπλήνα ζώου ως έδεσμα): αρχόντισσα, εσύ ηξεύρεις πως, οπόταν εμείς οι γυναίκες ήμεστεν εγκαστρωμένες, μας έρχεται όρεξις από πράγματα ανάποδα, και εστάθησαν από τ’ εκείνες ακόμη οπού τους ήλθεν όρεξις από βουλτίαν, από σπλήνες, από κεφάλια λαγών Μπερτολδίνος 140. 2) (Συνεκδ.) α) το σημείο του σώματος εξωτερικά, ανάμεσα στο διάφραγμα και το αριστερό νεφρό, όπου βρίσκεται η σπλήνα: όταν πρησθεί όλον του σώματος ... Περιστερών κόπρια κοπανισμένα ...και τεάφην ψιλήν και αμμωνιακόν, σμίξε τα πάντα ... και άλειφε την κοιλίαν του ... και την σπλήναν του, και το ήπαρ του Σταφ., Ιατροσ. 385· Περί σπλήνας. Λαβών όξος και σίτινον αλεύριν έψησον και θες επάνω εις την σπλήναν και λάλει την γητείαν ταύτην ... Ιατροσόφ. (Oikonomu) 971, 3· β) ασθένεια της σπλήνας: Περί του ωφελείν τους έχοντας σπλήναν και τους υδρωπικούς Ιατροσόφ. (Oikonomu) 954· Η αργία είναι αιτία πολλών ασθενειών ... Αφανίζει την δύναμιν ..., το κορμί από την αδουλευσίαν γίνεται σαχλόν, ασθενισμένον και άχρηστον ..., γεννούνται χυμοί κακοί και καταρροές εις τα εντόσθια, σπλήνα, ποδάγρα, ... και άλλες ασθένειες Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176.στρεπτός,- επίθ.
Το αρχ. επίθ. στρεπτός. Η λ. και σήμ. λόγ.
1) Που περιστρέφεται, περιελίσσεται· (εδώ προκ. για τον κισσό, σε μεταφ.): Τις ουν εκφύγει τας λαβάς, τους βρόχους, τους δεσμούς σου (ενν. Έρωτα)| και τους κιττούς σου τους στρεπτούς και τας περιπλοκάς σου; Εις τον Έρωτα 160. 2) Στριφτός· πλεκτός: τρανά μαργαριτάρια είχεν αντί κομβίων,| τα δε θηλύκια στρεπτά εκ καθαρού χρυσίου Διγ. (Trapp) Gr. 1176. 3) (Μεταφ. για την ανθρώπινη φύση) που κάμπτεται· μεταβλητός: ούτω το έχουν οι αγαθής γνώμης άνθρωποι ...· όταν ... παραστατήσουν και νικηθούν υπό του θυμού ή υπό τινος των άλλων παθών, επειδή και στρεπτής είμεστεν φύσεως, αλλά πάλιν γοργά στρέφονται εις το αγαθόν Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251. Το αρσ. ή ουδ. ως ουσ. = περιδέραιο από στριφτό μέταλλο ή αλυσίδα: δώσειν υπισχνούμενος στρεπτόν περιαυχένιον χρύσεον και πορφυράν εσθήτα φορείν, ως οι των Χαλδαίων βασιλείς Παράφρ. Μανασσ. (Τièche) 349. Το ουδ. ως ουσ. = περιστροφή· (σε παρομοίωση): ο Μεχεμέτ εν αδημονίᾳ γεγονώς και την τύχης μεταφοράν ως σφενδόνης στρεπτόν ηγησάμενος είρηκε τῳ βασιλεί ... Δούκ. 1318.συμπυρακτώ ‑ώνω.- Από την πρόθ. συν και το αρχ. πυρακτόω (TLG). Το μέσ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. (λ. συμπυρακτούσθαι) και στο LBG (συμπυρακτόομαι).
(Μέσ.) θερμαίνομαι μέχρι να γίνω διάπυρος, πυρακτώνομαι· (μεταφ.): αν δε μορφή πανευειδής υπέρ μαγνήτιν έλκει,| πάντως ο συνελκόμενος υπό τοσούτου κάλλους, (παραλ. 4 στ.) και, σίδηρος γενόμενος ψυχρός, υπό του θάμβους| εκείνῳ συγκραθήσεται τῳ παραδόξῳ κάλλει| και συμπυρακτωθήσεται τῳ θαύματι του κάλλους Εις τον έρωτα 102.συναρμολογία- η.
Από το μτγν. συναρμολογέω και την κατάλ. ‑ία. Η λ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. Βλ. και LBG.
Συμφωνία, αρμονία: οπόταν γαρ ποθήσωσιν αδόλως και γυναίκες,| τοιαύτην αναγκάζουσιν ανάγκην τοις ανδράσιν| ως και την φύσιν την αυτών μετακινείν εξαίφνης| εις την εκείνων θέλησιν και συναρμολογίαν| και γνώμην αμετάθετον αντιμετατιθέναι Εις τον έρωτα 142.συνέλκω.- Το αρχ. συνέλκω. Η λ. σε παπυρ. και σχόλ. (TLG).
Η μτχ. παθητ. ενεστ. ως ουσ. = αυτός που ελκύεται, που γοητεύεται από κ. (η σημασ. μτγν.): αν δε μορφή πανευειδής υπέρ μαγνήτιν έλκει,| πάντως ο συνελκόμενος υπό τοσούτου κάλλους (παραλ. 4 στ.) και, σίδηρος γενόμενος ψυχρός, υπό του θάμβους| εκείνῳ συγκραθήσεται τῳ παραδόξῳ κάλλει| και συμπυρακτωθήσεται Εις τον έρωταν 95.τελείως,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 278, Καλλίμ. 681, Διάτ. Κυπρ. 5132, Διγ. Z 4482, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1129, Βέλθ. 723, Ερμον. Ψ 271, Χρον. Μορ. P 5129, Βίος Αλ. (Aerts) 1654, Φλώρ. 380, 1682, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) M 349, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 1083, Λίβ. διασκευή α 2510, 3536, Λίβ. Va 1645, 3130, Χρον. Τόκκων 722, Θρ. Κων/π. (Mich.) 63, Σφρ., Χρον. (Maisano) 3612, Νεκρ. βασιλ. 126, Κορων., Μπούας 28, 113, Μαλαξός, Νομοκ. 113, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 744, Ιστ. πατρ. 1016, 1594, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11710, Μορεζ., Κλίνη φ. 4r, Hagia Sophia ω 51220‑21, Δωρ. Μον. XXIX, Διακρούσ. (Κακλ.) 849, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2186, 6565, κ.α.· τελέως, Εις τον έρωτα 16, Ερμον. Α 340, Σφρ., Χρον. (Maisano) 682, Ιστ. πατρ. 1452, Ψευδο-Σφρ. 5227‑8.
Το αρχ. επίρρ. τελείως. Ο τ. τελέως αρχ. Η λ. και σήμ.
1) α) Εντελώς, ολότελα: τους τόπους τους καλλιότερους όπου είναι από τον κόσμον,| η μάχη γαρ τους καταλεί, τελείως τους ερημάζει Χρον. Μορ. H 8684· απέ την λύπην την πολλήν και την στενοχωρίαν| το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην Φλώρ. 75· Οι γλυκόμνοστες τροφές ... πολλές φορές σύρνουσιν εις όρεξιν φαγιού όχι μόνον τους πεινασμένους, αλλά και καμιάν φοράν και τους τελείως χορτασμένους προσερεθίζωσιν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 3· β) χωρίς αμφιβολία, σίγουρα: οπού τελείως ενόμιζα εμήν κυρίαν να ποίσω,| κείνη μ’ εκατεφρόνησεν κι έποικεν τέτοιον πράγμαν Φλώρ. 1722· Μερκούριε θαυμαστέ, οι εχθροί έφθασάν με,| και αν συ λείψεις απ’ εμέ, τελείως εχάλασάν με Κορων., Μπούας 105. 2) (Με άρν.) καθόλου: Τέκνον μου, λέγει, Ισαάκ, ξύπνα και μη κοιμάσαι,| πάμε απάνω στο βουνόν, τελείως μη φοβάσαι Περί Ιωσήφ 32· τελείως δεν ήθελε να το ακούσει (ενν. ο Γεώργιος Σχολάριος) ουδέ να το στέρξει διά να γένει πατριάρχης Ιστ. πατρ. 8010· — Βλ. και τέλεια.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ.,