Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαλώ,
- Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172.
Από το επίρρ. αγάλι (Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 128). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγαληώ).
Περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγαληώ 1): και τους εβάλανε τους δύο μέσα σε μια κάμαρη· και οι νοικοκυραίοι τους αγαλούσανε από ’ξω και ελέγανε Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172.αγκαλιάζω- Διγ. (Καλ.) A 1271, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 745, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 174, Απολλών. (Wagn.) 767, Θησ. (Βεν.) Γ́́ [555], Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 381, Συναξ. γυν. (Krumb.) 709, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 112, Αχέλ. (Pern.) 990, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16321, Δωρ. Μον. (Buchon) XXX, Κατζ. (Πολ. Λ.) Έ́ 259, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 430, Έ́ 137, 350, 362, 381, 382, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34016, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́́ 1327, Δ́́ 313, 591, 1546, 1837, 1843, 1903, Ευγέν. (Vitti) 604, 1423, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 288, Γ́́ 503, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 146, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1192, Γ́́ 144, 163, 204, 208, 1096, 1170, Δ́́ 1234, 1506, Έ́ 392, Διγ. (Lambr.) O 462, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22910, 43724, 57124· αγκαλιάζω ή γκαλιάζω, Διγ. (Lambr.) O 443, 525, 2019.
Από το ουσ. αγκαλιά. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Ενεργ.: αγκαλιάζω (κάποιον) (όπως και σήμ., ΙΛ λ. αγκαλεάζω Α 1): Και αυτή τους εγκάλιασεν και κατεφίλησέν τους Διγ. O 525. Β´ Μέσο α) αγκαλιάζω (κάποιον): και ποιούς πρέπει ν’ αγκαλιαστώ και ποιούς να χαιρετήσω Πένθ. θαν. N 112· β) αγκαλιάζομαι (με κάποιον): Πανώρια, τα χεράκια σου δώσ’ μου ν’ αγκαλιαστούμε| κι αγκαλιασμένοι σπίτι μας κι οι δυο να πα να μπούμε Πανώρ. Έ́ 381· γ) συμπλέκομαι: κι αράσσου κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα·| επιάσαν τα κοντά άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα Ερωτόκρ. Δ́́ 1837.αγκωνή- η, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 170, 172· αγκώνη, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2782.
Κατά συμφ. των ουσ. αγκών και γωνία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Γωνιά, άκρη: και τους εβάλανε τους δυό μέσα σε μία κάμαρη … ο ένας στη μια αγκωνή και ο άλλος στην άλλη Εβρ. ελεγ. 172· Για να μαζώξουν όλο το Ισραέλ από τες αγκωνές του κόσμου Εβρ. ελεγ. 170.αγροικώ,- Τρωικά (Praecht.) 5334, Ασσίζ. (Σάθ.) 2818, 3523, 9431, 17831, 20913, 2141, 33823, 47222, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 278, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 214, 28633, 30234, 36410, 36629, 46628, 33, 47416, 57813, 59617, 60211, 62019, 65410, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 330, 336, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 32, Βουστρ. (Σάθ.) 425, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 418, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 653, 654, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 136, 232, 676, 7520, 7714, 964, 10439, 11644, 1194, 35, 1258, 12624, 14110, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 422, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXVII 20, Δευτ. IV 10, Αχέλ. (Pern.) 78, 1161, 2245, 2464, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 9127, 12526, 12819, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 77, 367, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 76, Γ́́ 63, Δ́́ 34, 470, Έ́ 490, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 164, 169, 170, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 173, 263, 435, 961, 1509, Β́́ 1943, Γ́́ 32, 1314, Δ́́ 1189, 1984, Έ́ 375, 416, 642, Θυσ. (Μέγ.)2 115, 179, 354, 613, 702, 833, 1116, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 82, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 57, Γ́́ 1, 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 398, 1026, 1033, Β́́ 17, Γ́́ 1194, Χορ. Γ́́ 88, Έ́ 628, 1009, 1124, 1183, 1416, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 132, Ά́ 135, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 16, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 189, Γ́́ 231, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13711 (έκδ. αουρικήσουν) 13929, 18023, 1944, 47014, 51813, 5204, 5402, 56417· εγροικώ, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4120, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 164 χοζ́́, Διήγ. Βελ. (Cant.) 354, Λίβ. (Wagn.) N 2495, 2533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 573, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 363, 5, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1058 C, Ch. pop. (Pern.) 490, Θησ. (Foll.) I 99, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153, Συναξ. γυν. (Krumb.) 182, 785, Ξόμπλιν φ. 124v· γροικώ, Διγ. (Hess.) Esc. 860, Διγ. (Καλ.) A 10, 3856, Ασσίζ. (Σάθ.) 307, 333, 3411, 18, 10322, 1084, 14810, 24223, 2534, 39924, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5350, Πτωχολ. (Schick) P 180, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1830, Αχιλλ. (Haag) L 344, Μαχ. (Dawk.) 88, 5027, 9017, 16224, 20810, 25013, 25830, 26022, 37, 31823, 31, 57833, 5909, 6222, Θησ. (Foll.) I 3, 4, 27δις, 39, 121, Ch. pop. (Pern.) 28, Βουστρ. (Σάθ.) 488, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5626, 5698-9, 71621, Ριμ. κόρ. (Pern.) 649, 763, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 513, 807, 903, 15310, 1554, Πικατ. (Κριαρ.) 346, 489, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 512, 555, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 492, 602, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 180, 209, 210, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12682, Αχέλ. (Pern.) 1327, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 252, 189, 4120, 734, 8416, 8512, 9132, 9316, 23, 1038, 1173, 11910, 1258, 14029, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 30, 118, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 478, 621, Δ́́ 83, 208, Έ́ 76, 118, 354, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 325, 358, Β́́ 319, Δ́́ 237, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 113, 221, 524, Β́́ 23, Ιντ. Β́́ 40, 133, Δ́́ 53, 255, 320, Έ́ 52, 625, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 349, 414, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, 1301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2059, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 167, 188, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 170, 241, 630, 770, 1166, 1401, 1456, 1516, Β́́ 1987, Γ́́ 30, 32, 413, 1155, Δ́́ 448, 691, Θυσ. (Μέγ.)2 70, 107, 121, 178, 182, 193, 698, 704, 709, 714, Ευγέν. (Vitti) 973, 975, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 330, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 293, 485, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 138 ρμδ́́, 184 μέ́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ́́ 10, Έ́ 466, 1148, 1356, Λίμπον. (Legr.) 173, 278, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 102, 268, 273, Ιντ. Ά́ 45, Β́́ 211, Ιντ. Β́́ 40, Γ΄ 222, Έ́ 119, 146, 242, 258, Διγ. (Lambr.) O 724, 1399, 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15724, 15926, 17111, 22226, 2233, 33524, 3362, 38021, 3897, 39121, 42324, 47421, 51223, 53020, 54213, 55313, Διακρούσ. (Ξηρ.) 738, 8210· aγροικώ ή γροικώ, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 337, Ασσίζ. (Σάθ.) 13913, 39018, Βέλθ. (Κριαρ.) 635, 940, 1077, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 166, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 986, Λίβ. (Lamb.) Esc. 386, 1670, Αχιλλ. (Hess.) N 1235, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 658, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 943, Μαχ. (Dawk.) 88, 9, 1235, 1620, 5027, 801, 18416, 28028-29, 29410, 31227, 4729, 47836, 6222, 63816, Θησ. (Foll.) I 27, 38, 47, 97, 109, 116, Ch. pop. (Pern.) 596, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 31, XI 7, Βουστρ. (Σάθ.) 433, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 406, Πικατ. (Κριαρ.) 242, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 261, 556, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 4017, 587, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 91, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3416, 14419, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 257, 443, Γ́́ 322, Έ́ 207, 325, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 279, 317, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 59, 96, 1782, 1815, Β́́ 895, 1812, Γ́́ 10, 528, Δ́́ 205, 725, 840, 854, 1076, Έ́ 107, 982, 1234, Θυσ. (Μέγ.)2 640, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 244, 255, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 46, 117, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, 60, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 471, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 57, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 107, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 311, Διγ. (Lambr.) O 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1626, 41623, 47421, κ.π.α.
Από το επίθ. *αγροικός = νοήμων, που από το άγροικος = ανόητος, όπου το α‑ θεωρήθηκε στερ. (Χατζιδ., ΕΕΠ 9, 1913, 47-51). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. 1) α) Καταλαβαίνω, έχω την ικανότητα να κρίνω (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Μα σώνει δα ως εδεπά, κι οπού γροικά ας τελειώνει Βεντράμ., Γυν. 209· κι οπού κατέχει και γροικά, κι εις έτοια πάθ’ ά λάχει,| αντρειεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. Δ́́ 691· Μα είντα μου ξάζει ν’ αγροικώ και τα πρεπά να γνώθω| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο; Ερωτόκρ. Ά́ 263. β) (μέσ.): και γιατί άλλον δεν πεικάζω,| κάμνω σ’ όσον αγροικούμαι Κυπρ. ερωτ. 12624 [πβ. Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 136]· β1) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάποιον): και του φρονίμου χάρασσε, και κείνος αγροικά σε Γεωργηλ., Θαν. 336· Δάσκαλος: Pulsa illam ianuam το λοιπόν. Γιάκουμος: Δε σου γροικώ, αδερφέ μου Κατζ. Δ́́ 237· β2) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάτι): Εκείνους ήθελα τα γράψει, αλλ’ επειδή εκείνοι ως νέοι ακόμη δεν τα αγροικούν καλά, δι’ αυτό γράφω τα την ευγενείαν σου να τους παραινείτε Βησσ., Επιστ. 278· β3) καταλαβαίνω (κάτι από κάποιον): Πως τα τορνέσα θες ομπρός γροικώ σου· πιάσ’ τα κι άμε Κατζ. Ά́ 358· β4) καταλαβαίνω (με πρόταση) (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): και έδωκέν τους ν’ αγροικήσουν ότι αρέσαν τους τα λογία Μαχ. 59617· και έδωκεν τους Τρώας ν’ αγροικήσουσι ποταποί είναι οι άρχοντες των Ελλήνων Τρωικά 5334· β5) το μέσο: μπορώ να συνεννοηθώ (με κάποιον) (πβ. Κατάγρ. Χαριτόπ. 150 και ΙΛ στη λ. 1ζ): και ο σουρτάνος εδιάβαζέν τα, ότι πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του, και εμούλλωνεν Μαχ. 6222· φρ.: γροικώ λογαριασμό = ακούω την υπαγόρευση της λογικής, σκέπτομαι λογικά Ερωτόκρ. Ά́ 1516, Δ́́ 854. 2) α) Αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση» (κάποιον, κάτι): Μ’ ας φύγωμεν από ’δεπά, να μη μάσε γροικήσει| τούτη, που μ’ είχε σκλάβο τζη, το φύγι να μποδίσει Ερωφ. Ιντ. Β́ 133· Τη νύχτα ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει| κι ήνοιξα την πορτούλα μας Κατζ. Ά́ 325· επειδή ημπόριε να το κάμει κρυφά, χωρίς να αγροικηθεί Σουμμ., Ρεμπελ. 169· Γείς οχ το σπίτι λογισμός μ’ έκαμε να κινήσω| κι εδώ στη βρύση μ’ ήφερε δίχως να το γροικήσω Πανώρ. Γ́́ 478· και συνηβάζεται κρυφά μ’ έναν καραβοκύρην| να τον επάρει μυστικώς κανείς μην το γροικήσει Ιμπ. (Κριαρ.) 644· β) αντιλαμβάνομαι (με πρόταση): Και σύντομα γροικήσασιν πως εγυμνοί εγυρίζαν Πικατ. 489· το μέσο: Δεν ξεύρεις όντα τρώει τινάς, δεν πρέπει να δηγάται;| εις πάσα λόγον μια γουλιά χάνει και δεν γροικάται Φαλιέρ., Ιστ. V 492. 3) α) Κρίνω, θεωρώ, νομίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1γ): κι εγώ δεν είμαι σα γροικάς, μηδέ σα βάνει ο νους σου Φορτουν. Έ́ 258· Είμαι επίγειος βασιλεύς, τρέμουν όταν με δούσι,| στην οικουμένην όλην δε αφέντην με γροικούσι Διακρούσ. 738· Η μια (ενν πληγή), σαν κλείσει ολότελα, γροικάται γιατρεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1356· Περί φθαρτού και αφθάρτου του παναγίου άρτου και σώματος του Χριστού, πώς γροικάται, φθαρτόν είναι ή άφθαρτον Βακτ. αρχιερ. 184 μέ́· β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ: Μα ’βλεπες τον καλόγερο να ’ναι αναμπουκωμένος| κι ως ένα λιόντα άγριο έδειχνε μανισμένος·| κι ερίχνασί ντου τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 54213· Άντις σ’ εσέν η δόξα πλιότερ’ αγροικάται,| γιατί όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. Γ́́ 88· γ) κρίνω (ότι είναι δυνατό), προβλέπω: ουκ έχει φίλον ο πτωχός, διατί δεν έχει πράγμα,| διατί δεν εγροικά κανείς μ́’ αυτούς να διαφορεύσει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153· δ) κρίνω σωστό: κι ά λάχει το ενάντιον είντα ’χομεν να δούμεν;| αφανισμόν στα κάτεργα, γιαύτος δεν το γροικούμεν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3362· Περί εκείνου οπού δανείζει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου, και όταν του τα ζητήσει, λαλεί ότι χρωστεί τούτον περίτου παρά εκείνο οπού τον ζητά, και διά τούτον ουδέν γροικά να τον πλερώσει, αν ου μη το αγρωνίσει η αυλή Ασσίζ. 2534· Δεν γροικώ να σου απολογηθώ ώσπου να μου δείξεις την εξουσίαν τήν έχεις από τον ρήγα Μαχ. 31823· Διά τούτον γροικώ ότι ο αφέντης ο ρήγας να αναπληρώσει και να πλερώσει το δικόν τους Γενουβίσους Μαχ. 31831· ε) προτίθεμαι: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη … (παραλ. 1 στ.) κι εσύ, κυρά μου δέσποινα … (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματα σας Θησ. Ι 3. 4) α) Ξέρω: να είμεστεν πάντοτ’ έτοιμοι αφήτις δεν γροικούμεν| την ώραν όπου έρχεται ο κλέπτης να μας κλέψει Πένθ. θαν. N 512· ότι είστεν απόξενοι, τον τόπον ου γροικάτε Χρον. Μορ. P 5350· ήτον από την Σερβίαν και ομίλιε σέρβικα, και ρωμαίικα τελείως δεν εγροίκα· μόνον είχε δραγουμάνον, οπού ομίλιε Ιστ. πατρ. 1147· Και φυσικόν του καθενός τό βλέπει ν’ αγαπάει,| μα πρώτα θέλει να αγροικά σε τι πράγμα υπάει Δεφ., Λόγ. 422· β) ξέρω, μπορώ (να κάνω κάτι): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα (παραλ. 1 στ.) να θέλου ν’ αποθέσουσι την διαφοράν εκείνη,| που ο μεγαλύτερος θεός δεν το γροικά να κρίνει Φορτουν. Ιντ. Β́́ 40. IΙ. 1) α) Αισθάνομαι: Καθημερνό τηνε ρωτού, είντα ’ν’ κι αδυναμίζει (παραλ. 1 στ.). Κι εκείνη με καλήν καρδιά και γέλιο πιλογάτο,| κι ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αμή καλά ’γροικάτο Ερωτόκρ. Γ́ 32· ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 760· β) ξυπνώ (πβ. το σημερ. νιώνω = ξυπνώ Ανδρ., Σημασ. εξ. 50): Κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπήσω·| και αν τύχει να πηγαίνομε, πέτε μου ν’ αγροικήσω Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434· γ) αντιλαμβάνομαι (κάτι) με τις αισθήσεις, αισθάνομαι (κάτι) (πβ. ΙΛ στη λ. 2α): και εγροικούντα και σεισμοί πότε και πού … και άλλοι τις γροικούσαν και άλλοι δεν τις ενιώθασι Διήγ. πανωφ. 60· Πάμε λοιπόν στα ξώπορτα κι εκεί βρόμον γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 293· να μη γροικήσω το σπαθί να κόψει το λαιμό μου Θυσ.2 877· την κονταρά τα μέλη ντου όλα την εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1812· κι απάνω ’ς τσι λαβωματιές τα πέταλα βουλούσα| και την πληγή ξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα Ερωτόκρ. Δ́́ 1076· κι εκ την πολλήν ευλάβειαν ουδέν γροικούσι κόπον Παϊσ., Ιστ. Σινά 118· το μέσο: Μα μέσα <’ς> τσι δυο μήνες εγροικούμου| τη δύναμη δαμάκι του κορμιού μου Βοσκοπ. 317· δ) αισθάνομαι (συναισθηματικά): Άμετρην αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη| γροικά η καρδιά μου μέσα τση Φορτουν. Έ́ 146· Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις ν’ αγροικήσω Ερωφ. Γ́ 63· οκ την μεγάλην λύπησην σήμερον που γροικούσι Ευγέν. 973· ε) αισθάνομαι (με πρόταση): Βοηθάτε μου και δεν μπορώ· γροικώ κι εβγαίνει η ψη μου Θυσ.2 193· το νου τζ’ εγροίκα σαν πουλί να φύγει να πετάξει Ερωτόκρ. Έ́ 982· στ) υπομένω (κάτι): Γείς πόνος μ’ έσφαξε δριμύς, μα ’δα με σφάζει κι άλλος (παραλ. 1 στ.). Τον ένα δεν εδύνουμου, τσι δυο πώς ν’ αγροικήσω; Θυσ.2 115. 2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Τη γλώσσα σου γροικώ ξερή, θαμπό τ’ ανάβλεμμά σου Θυσ.2 107· Ώφου! και πώς το λόγιαζα κι ο νους μου πώς το γροίκα| η άργητα κι ο πόλεμος πως θα μου φέρει προίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 55313· Ω! πώς το γροίκα η καρδιά κι έτρεμεν το κορμί μου,| πώς θε να λάβγεις θάνατον ετότες, Κατερή μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 51223. IΙΙ. 1) α) Ακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): να μη θωρούν τα μάτια μου να μη γροικούν τ’ αφτιά μου Θυσ.2 178· και όσο ν’ αγροικήσουν το τρουμπέτιν, να ευρεθούν αρματωμένοι Μαχ. 36410· Πράμα καινούργιο σου γροικώ που άλλη φορά ποτέ σου| δε μου το ξεφανέρωσες Φορτουν. Β΄ 211· το μέσο: Κτύπους, λουμπάρδες στο Λίδο έξαφνα και γροικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 38021· β) κάνω κάποιον να ακούσει (κάτι): μάζωξε εμέν τον λαό και να τους αγροικήσω τα λόγια μου Πεντ. Δευτ. IV 10· γ) ακούω με προσοχή (κάτι): Και κάθε πωρνόν επήγαινεν εις την Αγίαν Σοφίαν και εγροίκαν λειτουργίαν Βουστρ. 433· θέλετε γνωρίσει| σε τούτη μας τη κωμωδιά, οπού για ν’ αγροικήσει| καθένας από λόγου σας είστε εδεπά ερθωμένοι Φορτουν. Πρόλ. 132· δ) σε προστ.· πρόσεξε: Γροίκα, αφέντη βασιλεύ,| το λιθάρι τό φουμίζουν,| έχει σκώληκαν απέσω Πτωχολ. P 180· Σύρε, μα γροίκα, φίλε μου, πρι το χρυσάφι δούσι κάμε ν’ ανατριχιάσουνε όλοι να σε γροικούσι Ζήν. Γ́́ 231· ε) ακούω με καλή διάθεση: Και όποιος στα λόγια τους γροικά, τα λόγια τους πιστεύει,| εις το τσικάλι άνεμον εύκαιρα μαγερεύει Δεφ., Λόγ. 577· Αφέντη, μηδέν γροικάς εκείνου όπου σου λαλεί διά το δικόν του διάφορος, παρά γροίκα εκείνου όπου σου λαλεί διά ούλους το διάφορος Μαχ. 20810· στ) εισακούω: Μωραίνει, λέσι, ο Θεός λαόν που θ’ απολέσει| και παρακάλια δεν γροικά και προσευχές αν λέσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15724· Άξιε θεέ, άλλοι το πρέπον δεν είναι ν’ αγροικούσι| ποτέ τα παρακάλια σου, μα να παρακαλούσι| πρέπει όλοι εσέναν Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́́ 57· ζ) υπακούω (πβ. ΙΛ στη λ. 4): Και αν δεν θελήσετε ν’ αγροικήσετε της βουλής μας, ακριβά θέλετε τα ξαναγοράσειν Μαχ. 47416· Κι ο γενεράλες είπε ντω λίγον να σταματήσουν| και τύχαινε την ορδινιά τ’ αφέντη ν’ αγροικήσουν.| Μα εκείνοι δεν εκούσανε, μ’ εθέλησαν να βγούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5204. 2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάποιον να ακουστεί: και αν ένι ο απεβγαλμένος να αγκαλέσει εις αγκάλεμαν τον αυθέντην του ή την κυράν του, ή τα παιδιά τους, ή αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει Ασσίζ. 333· Τοιαύτα πράγματα ένι απέ τα ποία οι άνθρωποι ουδέν πρέπουν να αγκαλέσουν εις την αυλήν και αν το ποίσουν, ουδέν εντέχεται ν’ αγροικηθούν Ασσίζ. 3523· και εκείνοι ορίσαν τον Περότ να τον απολογιάσουν, αμμέ δεν εμπόρησε ν’ αγροικηθεί Μαχ. 60211. 3) α) Ακούω, πληροφορούμαι: Ακριβέ φίλε, είμεσθεν πεθυμημένοι ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου, παρακαλούμεν σε να μας το ποίσεις φανερόν με την γραφήν σου Μαχ. 28633· Και ο κούντης της Σαβογίας, όπου ’τον δηγημένος να έλθει διά τους Σαρακηνούς, γροικώντα την αγάπην επήγεν εις την Ρωμανίαν Μαχ. 16224· και θάνατο κριμένο τού ’δωκε τόσ’ απού ποτέ σ’ άνθρωπο πλιο κιανένα| να δόθηκε χειρότερος δεν έχω γροικημένα Ερωφ. Έ́ 52· Τούτοι που ’πεψαν προξενειές οι βασιλιοί για σένα,| πως είναι δίχως αρετές τους έχεις γροικημένα; Ερωφ. Δ́́ 320· Χίλιους μεγάλους βασιλιούς …| τον περαζόμενον καιρό έχομε γροικημένους,| κι είδασι και τ’ αμμάτια μας περίσσιους ν’ αποθαίνου Ερωφ. Ά́ 524· κι όπου γροικάται ο μπασιάς να παν να τονε φτάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33524· β) το παθητ. = ακούομαι, γίνομαι γνωστός: Το τέλος τ’ έχει να γενεί μ’ έτοιο βαρύ κανόνα,| οπού δεν εγροικήθηκεν εις όλον τον αιώνα Θυσ.2 640· θέλω να γράψω ν’ αγροικάται:| ο πόθος, ποθητέ, μπορεί καμπόσα,| αμμ’ όχι γιον μιαν άγγρη μηδέ τόσα Κυπρ. ερωτ. 676· θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου Πανώρ. Γ́́ 621. γ) αναγνωρίζομαι, γίνομαι παραδεκτός: το αδερφομοίρι να είναι και να γροικάται τση λεγάμενης κερα-Ελένας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5347.αδέλφι(ν)- το, Διγ. (Mavr.) Gr. I 253, Διγ. (Hess.) Esc. 26, 61, 130, 163, 189, 329, 451, 460, 1804, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1343, 1361, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2735, Περί ξεν. (Wagn.) V 343, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 66, 287, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1087, Μαχ. (Dawk.) 1026, 21834, 26232, 26437 (αδερφία), Δούκ. (Grecu) 23521, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 428, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 7, Συναξ. γυν. (Krumb.) 349, 1075, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 71, 125, 151, 185, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 588, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 237· αδέρφι(ν), Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 164· Μαχ. (Dawk.) 442 (αδερφία), Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 8, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 7, ΧΧΧΙ 25, XXXVII 2, Έξ. ΙΙ 11, Αρ. VIII 26, XXV 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 427, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 67, Β́́ 252, 507, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 33, 43, 165, 210, 1139, 1233, 1969, Β́́ 1420, 1589, Ε΄ 911, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 153, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 220, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 39910, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8121.
Υποκορ. του ουσ. αδελφός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδέρφι).
1) Αδελφός ή αδελφή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αδέρφι 1): Τον αδελφόν του έκραξε, εκείνον τον Γυλιάμο (παραλ. 1 στ.): αδέλφιν μου γλυκύτατον, αδέλφι μου ηγαπημένο Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730· Κι εβλέπασι τ’ αδέρφια τους και άλλοι τα παιδιά τους (παραλ. 1 στ.) και καν για να τους κλάψουνε οι εδικοί τως λίγο Διακρούσ. 8121. 2) α) Φίλος στενός, σύντροφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Αδέρφι μου, έτοιο κουζουλό ωσάν εσέ δεν είδα Ερωτόκρ. Ά́ 210· β) σε προσφώνηση (προς άγνωστο πρόσωπο) (πβ. το σημερ. φίλε): Βρίσκω ’να νιόν ωριόπλουμο, πού ’λαμπε σαν τον ήλιο (παραλ. 5 στ.). Σιμώνω, χαιρετώ τονε, λέω τ’: Αδέρφι, γειά σου, είντά ’χεις κι απονέκρωσες; Ερωτόκρ. Έ́ 911· κι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα, Αντρόμαχος σιμώνει.| Λέει τ’: Αντρ. Ό,τ’ έχεις ως εδά, αδέρφι, καμωμένα| δεν ξάζουσι ουδέ τίβοτσι, ά δε βαρείς κι εμένα Ερωτόκρ. Β́́ 1589.αδέξιος,- επίθ., Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 16, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 266, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 438, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 12, II 7, 45, II 8, 4· αδέξος, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 38, Δ́́ 17, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 177, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 448, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 358· αδέξιο(ν) το, Ασσίζ. (Σάθ.) 17913, 4143, 4331, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 166, Θησ. (Βεν.) Β́́ [883], Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 333, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 128, 230 (έκδ.: τούτο ξεμελετώντας· Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 85 διόρθ. γι’ αδέξιο μελετώντας).
Το μτγν. επίθ. αδέξιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Κακός, δυσάρεστος, δυσμενής: κι ιδέτε σ’ είντα μ’ ήφερε η μοίρα μου η γιἀδέξα Πανώρ. Δ́́ 17· Γιατ’ η φωτιά όμορφή ’ναι| όντα κανείς τη βλέπει,| μ’ αδέξια και κακή όντα την πιάσει Πιστ. βοσκ. Ι 5, 12· προκ. για καιρό (πβ. Μέγα, ΕΛΑ, 3-4, 1941-1942, 148 και ΙΛ στη λ. 2δ): μα να περνώ κακόν καιρό κι αδέξο Βοσκοπ. 448· τούτη τη νύχτα είχα| περίσσια αδέξια και κακή Κατζ. Ά́ 266· προκ. για τόπο (πβ. ΙΛ στη λ. 2γ): κι εκεί που με κατέφθασεν εις τον αδέξιον τόπον Νεκρ. βασιλ. 16· προκ. για βάσανα: βάσανα να ’χει ολημερνίς χίλια του κάνει αδέξα Πανώρ. Β΄ 38· και αδέξες και κακές οι παιδωμές του Πιστ. βοσκ. Ι 1, 177· Αφού έλαβες την κόρην (παραλ. 2 στ.) και ατίμησας δη τούτον (παραλ. 2 στ.), κακά πάσχομεν αδέξια Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ι΄ [113]. 2) (Προκ. για όπλο) αναποτελεσματικός: στον καλόν τον στρατιώτην| έδιδεν και καλά όπλα| και εις τον δειλόν δη πάλιν| έδιδον μικρά και αδέξια Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΕ΄ [433]. Το ουδ. ως ουσ. = αναποδιά, κακό, συμφορά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Ότι εκείνος ο ιατρός … επήρεν τον ασθενή να τον ιατρεύσει, ήλθεν τον κίνδυνος, … ασθένεια ή έτερον τίποτες αδέξιον, απέ το ποίον ουδέν ημπόρησεν να έλθει να τον ιδεί εκείνον τον ασθενήν Ασσίζ. 17913· Κακό οπού μας ηύρηκε κι αδέξιο που μας ήρτε Εβρ. ελεγ. 166 (πβ. αδεξιοσύνη).άδικο(ν)- το, Σπαν. (Μαυρ.) P 302 (βλ. ιδικός· διορθώσ.) Ασσίζ. (Σάθ.) 11515, 17012, Διγ. (Καλ.) A 2796, Βέλθ. (Κριαρ.) 94, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 160, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 744, Φλώρ. (Κριαρ.) 1211, Αχιλλ. (Hess.) N 47, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [213], Θησ. (Foll.) I Υπόθ. 4, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 74, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 917, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2417, 351, 1284, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 497, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 471, 746, Πεντ. (Hess.) Γέν. XVI 5, Λευιτ. V 23, XIX 35, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 616, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 264, Έ́ 324, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 299, Γ΄ 216, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 118, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 5, 90, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 377, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 168, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 571, 792, 977, 1718, Γ́́ 1304, Δ́́ 762, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 104, 116, Δ́́ 94, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 279, Λίμπον. (Legr.) 5, 238, 275, 431, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Ά́ 150, Ιντ. Δ́́ 15, 36, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 282, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21620, 41316, 4319 (έκδ. άδικα· Ξανθ., BZ 18, 1909, 596, διόρθ.: άδικο) 48725, 53518· άδικο το, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. ΧΙΧ 15.
Το ουδ. του επιθ. άδικος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αδικία (ως αφηρημένη έννοια): Τυχαίνει καθανός κριτή που μια δουλειά θα κρίνει (παραλ. 2 στ.) το δίκιον απού τ’ άδικο καλά να ξεχωρίζει Φορτουν. Ιντ. Ά́ 150· Γροίκα να πω το δίκιο μου, τ’ άδικο δε γυρεύγω Ζήν. Ά́ 282· β) αδικία (ως ενέργεια) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): πολλήν, πολλήν κατάκρισιν από παντός ανθρώπου| θέλεις λαβείν, ω βασιλεύ, και ψόγον ουκ ολίγον,| διότι μέγαν άδικον την σήμερον ειργάσω Βέλθ. 94· και να περάσει ο κλονισμός και το άδικον της μοίρας Φλώρ. 1211· γ) αδίκημα (ως παράνομη πράξη): Περί εκείνου οπού έβαλεν το σπίτιν του αμάχιν … και εκείνος οπού τα έλαβεν αμάχιν λέγει ότι ένι εδικά του, ποταπόν δίκαιον να γένειται περί αυτού του αδίκου Ασσίζ. 17012· δ) το αντικείμενο που αποκτάται με αδικία: Και ακόμ’ αν δε γυρίσουσι τ’ άδικα, τα παρμένα,| ας ξεύρουσι πως είν’ μακρά τα χέρια μου κι εμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 21620· φρ. (1) δίδω άδικον: μηδέν με καταγνώσεις,| μήδ’ άδικον μου δώσεις Κυπρ. ερωτ. 917· τους έδιδε άδικο και το πως το πταίσιμο είναι από αιτία εδική τους Σουμμ., Ρεμπελ. 168· (2) έχω άδικον: Και τέτοιο πράγμα με λαλείς, άδικον μέγαν έχεις Φαλιέρ., Ιστ. V 471. 2) α) Ζημία, βλάβη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): κι ετούτο όλο τ’ άδικο ο ψύλλος μου το ποίκεν Φαλιέρ., Ιστ. V 746· να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου Ερωτόκρ. Γ́́ 1304· β) δυστυχία, συμφορά: άδικο που μας ηύρηκε, άδικο που μας ήρτε Εβρ. ελεγ. 160.αδικοπονεμένος,- μτχ. επίθ., Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 162.
Από το επίρρ. άδικα και τη μτχ. πονεμένος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που υποφέρει, που πάσχει άδικα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Τα λεν κι εκειές που χάσανε αδικοπονεμένοι Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 162.αδικοσκοτωμένος,- μτχ. επίθ., Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 160, Ερωφ. (Ξανθ.) Έ́ 297, Λίμπον. (Legr.) 440.
Από το επίρρ. άδικα και τη μτχ. σκοτωμένος. Η λ. και στο Τραγ. Σούσ. Β́́ 147 και σήμ. (ΙΛ λ. αδικοσκοτώνω).
Που σκοτώθηκε άδικα: Πολλά του εκακοφάνηκε να ιδεί του φονεμένου| τες σάρκες και τα κόκκαλα τ’ αδικοσκοτωμένου Λίμπον. 440. —Συνών.: αδικοφονευμένος.αλί (I),- επιφ., Διγ. (Hess.) Esc. 535, 565, Διγ. (Καλ.) Esc. 245, Διγ. (Καλ.) A 192, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 165, 951, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 603, Αχιλλ. (Hess.) N 7, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 31, Ch. pop. (Pern.) 456, 539, Σαχλ. (Vitti) N 271, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 357, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 464, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 164, 404, Επίλ. Ι 510, ΙΙ 504, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12022, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 322, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 122, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 86, Σταυριν. (Legr.) 1160, Ευγέν. (Vitti) 868, Διγ. (Lambr.) O 2308· αϊλί, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 86, 562, 702, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 88, 180, 545, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 598, 611, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1111, 1256, 7223, Πουλολ. (Krawcz.) 98, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 356, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 63· αλίς, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 635· αλιά, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174.
Πιθ. από το ευαγγελικό επιφ. ηλί ηλί, Ματθ. ΚΖ΄ 46, και το επιφ. α, που προτάσσεται (Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 158 και Πολ. Ν., Παροιμ. Α΄ 503· βλ. και ΙΛ, λ. αλλοίμονο, ετυμ.)· πβ. και αλίμονο (ετυμ.). Ο τ. αϊλί και σήμ. γνωστός στη Μακεδονία και τον Πόντο. Το α του τ. αλιά (που απαντά πολλ. και με διάφορους συγγενικούς τ. σε ορισμένα ιδιώμ.) από συνεκφορά όταν ακολουθεί η προθ. από (βλ. ΙΛ, λ. αλλοίμονον, ετυμ. και πιο κάτω στο άρθρο τούτο δ2), ενώ ο τ. αλίς (που απαντά και σήμ. πολλ.) από συνεκφορά όταν ακολουθεί η πρόθ. σε. Ο τ. αλί, πιθ. ήδη στα Αποφθ. πατέρ. (PG 65) 327B, είναι πολύ συχνός και στα σημερ. ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αλλοίμονον).
Αλίμονο, κρίμα α) (Χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα): Αϊλί! ελάλουν θλιβερά Πόλ. Τρωάδ. 611· λουρίκιν ουκ ημπόρεσε αϊλί να τον κρατήσει Πόλ. Τρωάδ. 598· τόν βάλει εις τα βρόχια της, αλί το τι του γίνη! Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 357· Αϊλί και τι κερδίζουσιν να σφάλλουν προς τον Θεόν; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1256· αλί και σε εύρουσιν, αλί και αν σε πιάσουν Διήγ. παιδ. 165· αϊλί να ευρέθη ο τρόπος και να εσταυρώσασι και εμέν αντάμα μετά σένα! Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 356· Αλί κρίμα τό έποισεν ο Έρωτας σ’ εμένα Ch. pop. 539· Αϊλί ζημία όπου εγένετον εκείνην την ημέραν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1111· β) (με γεν. προσ. ή πράγματος): Οϊμένα ο κακορίζικος αϊλί του ριζικού μου! Πανώρ. Β΄ 63· η κερά μου το γροικά κι αλί του ριζικού σου Κατζ. Α΄ 322· αμή οπού τον επρόδωκεν, αλί του πόθεν πάγει Μυστ. παθ. 12022· γ) (με αιτ. προσ. ή πράγματος): αϊλί τόν γράψει άτυχον της Δυστυχίας το χέριν Λόγ. παρηγ. O 86· αλί τόν βάλει η φυλακή και τόν σφαλίσει η πόρτα! Σαχλ., Αφήγ. 464· Αλί τούς καρτερεί το δολερόν μαντάτον Απόκοπ. 404· και αλί (ενν. τον ή του) οπού πέσει εις χείρας του και οπού τον γνωρίσει Διγ. A 192· αλί την ψυχήν μου και το κακόν μου γήρας Διγ. (Hess.) Esc. 535· αλί το ριζικόν του Κατζ. Δ΄ 32· δ) δ1) (με την πρόθ. εις): και έκλαιγεν και έλεγεν: αλί σ’ εμένα τώρι Διγ. O 2308· και στο χωριό γυρίζουν σε κι αϊλί εις την θανήν σου Πουλολ. 98· Αλίμονον εις τά ’παθα και αλί στά θέλω πάθει Ch. pop. 456· δ2) (με την πρόθ. από): αλιά από μένα ότι με κάνεις να θυμηθώ Εβρ. ελεγ. 174. — Πβ. και αλίμονον.ανάρια,- επίρρ., Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4031, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 164.
Από το επίθ. ανάριος. Για τη λ. βλ. Du Cange και ΙΛ, λ. ανάραια.
Σε αραιά διαστήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάραια 1): ανάρια όλοι εβάλθηκαν ... τους Αλλαμάνους έσφαξαν και εθανάτωσάν τους Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4031.άνδα,- σύνδ., Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172,
βλ. όντε.ανοικτός,- επίθ., Ασσίζ. (Σάθ.) 9425, Λίβ. (Μαυρ.) P 161, Λίβ. (Wagn.) N 396, Αχιλλ. (Hess.) L 33, 52, Αχιλλ. (Hess.) N 100, Ιμπ. (Κριαρ.) 81, Μαχ. (Dawk.) 50622, Θησ. (Foll.) Ι 21, Ch. pop. (Pern.) 22, 24, 66, 70, 289, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 232, 480, Συναξ. γυν. (Krumb.) 128, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7131, 14219, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 1, 47, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 249, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 13, 340, Ε΄ 131, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 38522· αννοικτός, Μαχ. (Dawk.) 1429, 37238, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 629· ανοιχτός, Ασσίζ. (Σάθ.) 8011, 3302, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 168, Πεντ. (Hess.) Έξ. IV 11, Δευτ. ΙΙΙ 5, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1086, 1121, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [1405]· ανεῳκτός, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1152.
Το μτγν. επίθ. ανοικτός. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ, λ. ανοιχτός).
1) α1) Ανοικτός (αντίθ. κλειστός) (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S, και σήμ., ΙΛ, λ. ανοιχτός Α1): ήσαν β΄ πόρτες καθολικές αννοικτές εις την Λευκωσίαν, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Αντρέα Μαχ. 37238· μετά ωρίτσαν ολιγήν (έκδ. ολίγην· διορθώσ.) είδα ανοικτάς τας πόρτας Λίβ. N 396· Τα μάτια να ’ναι κι ανοιχτά τη νύχτα δε θωρούσι Ερωτόκρ. Α΄ 1121· υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιούς επαίρναν·| άλλοι έβλεπα τα βούλλωναν και άλλοι ανοικτά τα φέρναν Απόκοπ. 480· Με τες αγκάλες ανοικτές κι εμένα δεν θυμάσαι Ch. pop. 66· Πούρι καλά κατέχω πως λίγο ’ναι (έκδ. λιγό είναι· διορθώσ.)| οπού ’τονε ανοικτόν το σπήλιο ετούτο Πιστ. βοσκ. IV 1, 47,· και πώς θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ελικιάν τους| και πώς τους οίκους ανοικτούς χωρίς την φαμελιάν τους; Απόκοπ. 232· έκφρ. (1) χαρτίν ανοικτόν = διάγγελμα ηγεμόνα: ο ρήγας όρισεν και εποίκαν άλλον χαρτίν ανοικτόν το οποίον έφαινεν ούτως Μαχ. 50622· (2) σπίτι ανοιχτό = σπίτι προσιτό (σε κάποιον), φιλόξενο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανοιχτός 1 φρ.): Πάντα ανοιχτό το σπίτι μου θέλ’ είσται για τ’ εκείνο (δηλ. τον Κωσταντή) Κατζ. Γ΄ 347· φρ. (1) έχω τ’ αφτιά ανοικτά = προσέχω, έχω το νου μου: Τ’ αφτιά θε να ’χομε ανοικτά κάθ’ ώρα να γροικούσι Φορτουν. Γ΄ 249. Πβ. ακρώννομαι γ. —Συνών.: αγροικώ ΙΙΙ 1δ. (2) έχω το χέρι ανοικτό: είμαι απλόχερος, «ανοιχτοχέρης», γενναιόδωρος (Πβ. τη σημερ. σημασ., ΙΛ, λ. ανοιχτός 1 φρ.): Όποιος το χέρι έχει ανοικτό εκείνος μόνο πρέπει| για βασιλιό ο κόσμος μας καθημερνό να βλέπει Ζήν. Γ΄ 13· α2) που έχει άνοιγμα: Να ’σαν τα στήθη μου ανοικτά να ’δες τα σωθικά μου Ch. pop. 789. β1) (προκ. για πόλη) που οι πύλες της είναι ανοικτές, που δε φρουρείται: έστειλε έναν πασά και εμπήκε μέσα στην χώρα, διατί ήτονε ανοικτή και σουλτάν Αχομάτης δεν ήτονε εκεί Χρον. σουλτ. 14219· β2) ατείχιστος: όλα ετούτα κάστρα περιορισμένα τείχο ψηλό πόρτες και αμπάρα οξωθιό από τα κάστρα τα ανοιχτά πολλά πολλά Πεντ. Δευτ. ΙΙΙ 5· γ) ξεκλείδωτος: περί εκείνου οπού παραδίδει το εδικόν του ού έναν σκεύος κλειδωμένον και μετά ταύτα εύρει τον ανοιχτόν Ασσίζ. 3302· δ) ακάλυπτος: εγύρευγέν τον ανοιχτό για να τονε λαβώσει Ερωτόκρ. Β΄ 1086· Πλήγωσε τούτην την καρδιάν που σου ’τον οχθρεμένη.| Να το το στήθος μ’ ανοιχτόν που ’ς τούτο σ’ ανιμένει Σουμμ., Παστ. φίδ. [1405]· ήταν τα στήθη σου ανοικτά· φέγγαν με σαν φανάρι Ch. pop. 70· ε1) που δεν έχει φυσικά εμπόδια, που έχει ανοικτό και ευρύ ορίζοντα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανοιχτός Α2, 4): να εμπούνε εις την Ρούμελη από τόπους ανοικτούς, οπού να είναι κάμποι διά να βολεί να πολεμήσουν Χρον. σουλτ. 7131· ε2) (προκ. για τον ουρανό) ανοικτός, ελεύθερος (Πβ. τη σημερ. σημασ., ΙΛ, λ. ανοιχτός Β1): ήταν οι ουρανοί ανοιχτοί και ακούστη η κατάρα Εβρ. ελεγ. 168· ς) απλωμένος, ξεδίπλωτος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανοιχτός Α5): με άρμενα ανοικτά ας έβγομε εις τον κάμπο Θησ. Ι 21. 2) Που βλέπει, που δεν είναι τυφλός: είπεν ο Κύριος προς αυτόν: «Τις έβαλεν στόμα του ανθρώπου; Γή τις να βάλει βουβόν γή κουφόν (έκδ. κούφον· διορθώσ.) γή ανοιχτόν γή τυφλόν; (έκδ. τύφλον· διορθώσ.) Πεντ. Έξ. IV 11. 3) (Προκ. για γυναίκα) (το επίθ. με το επίρρ. οπίσω) που έχει συνουσιαστεί παρά φύση (Πβ. τη σημερ. σημασ., ΙΛ, λ. ανοιχτός Β7): γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη| οπού είσαι οπίσω ανοικτή και από ’μπροσθεν (έκδ. από ’προσθεν· διορθώσ.) σκισμένη Συναξ. γυν. 128. 4) Πλατύς, που έχει φαρδειές πλάτες, ρωμαλέος (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 561 και B-NJ 2, 1921, 201. Πβ. τα σημερ. ανοιχτοκούταλος, ανοιχτοκουταλάτος, ΙΛ): Οι δισουμιές του ανοικτές, παράξενον το στήθος Ιμπ. 81· επάνω του και κάτω του ανοικτός ως λεοντάριν Αχιλλ. L 52. 5) (Προκ. για δικαστική διαδικασία) εκκρεμής (Βλ. και Χατζ., Ξέν. στοιχ. 99): Εάν γένηται ότι έναν αγκάλεμαν γένηται εις την αυλήν καμμίας υποθέσεως και οι κριτάδες ένι επάνω εις την υπόθεσιν να το κρίνουν και ουδέν ημπορούν να ομοφρονήσουν επάνω της ρηθείσης κρίσεως, αμέ βάνουν το αυτόν έγκλημαν ανοικτόν, όν λέγεται φράγκικα αρεσπίτ Ασσίζ. 9425.αντάμα,- επίρρ.· εντάμα, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 12348, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 179, Καλλίμ. (Κριαρ.) 786, Βέλθ. (Κριαρ.) 768, 786, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 27, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 665, 1736, Λίβ. (Lamb.) Sc. 137, 1441, 2894, Λίβ. (Lamb.) N 129, 615, 766, Αχιλλ. (Hess.) N 1472, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3511, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 432, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 442, 541, Συναξ. γυν. (Krumb.) 47, 68, 357· εντάμι, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 96· ενταμώς, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4160, Συναξ. γυν. (Krumb.) 834· ενταμού, Ιατροσόφ. (Du Cange, λ. μπούφα)· αντάμα, Τρωικά (Praecht.) 52510, 53113, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 14, Ασσίζ. (Σάθ.) 9911, 33216-7, 34418, 4771-2, Διγ. (Καλ.) Esc. 188, Διγ. (Hess.) Esc. 415, 581, 1118, 1304, Διγ. (Καλ.) A 937, 2603, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41401, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 177, Πτωχολ. (Schick) P 147, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 5, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 123, 290, 1030, 1699, 1829, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 155, 241, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 708, Απολλών. (Janssen) 157, 279, 403, 553, 698, 836, Λίβ. (Μαυρ.) P 110, Λίβ. (Lamb.) Esc. 246, 740, 2586, 3605, Λίβ. (Wagn.) N 1114, 2279, Αχιλλ. (Haag) L 100, 911, Αχιλλ. (Hess.) L 185, 1073, 1075, 1141, Ιμπ. (Κριαρ.) 298, 440, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 39, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 265, Φυσιολ. (Pitra) 37237, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2315, Μαχ. (Dawk.) 613, 307, 4425, 4632, 10012, 21416, 25825, 26433, 29031, 50219, 50422, 63424, 64019, Θησ. (Foll.) I 60, 118, Θησ. (Βεν.) Β΄ [443], Δ΄ [237], Ε΄ [1028], Ζ΄ [128], Αρμούρ. (Κυριακ.) 200, Ch. pop. (Pern.) 376, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 73, ΧΙ 8, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 48, 525, Βουστρ. (Σάθ.) 420, 474, 498, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 36, 53, 525, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 33, 70, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 105, 107, 574, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7914, 1554, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 233, 270 315, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 38, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 100, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 30, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 45, 54, 373, 536, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 40, Περί γέρ. (Wagn.) 129, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 6, Δευτ. ΧΙΙ 22, ΧΧΙΙ 10, XXV 5, Αχέλ. (Pern.) 120, 377, 1831, 2480, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 12, 42, 123, 1061, 1283, 1421, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 75, 141, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 324, 377, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 284, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 677, 13110, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, 392, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [411], Αλφ. (Κακ.) 2391, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1281, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 234, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 121, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 189, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 522, 571, Σταυριν. (Legr.) 803, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 184, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 867, 907, 2677, Θυσ. (Μέγ.)2 670, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 331, Ευγέν. (Vitti) 588, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [636], Ε΄ [32, 1107], Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 77, 228, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 19, Διγ. (Lambr.) O 1930, 2711, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 23220, 3819, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9221· ανδάμα, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174· αντάμε, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11011· αντάμι, Απολλών. (Wagn.) 640, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 12215, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [188, 271], Δ΄ [354], Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 334, Γ΄ 231, 361, Δ΄ 247, Ε΄ 433, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 314, Δ΄ 398, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 54, Α΄ 362, Ιντ. α΄ 65, Β΄ 39, 384, Ιντ. β΄ 93, Γ΄ 200, Ιντ. γ΄ 73, Δ΄ 318, Ε΄ 238, 512, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 353· ΙΙ 3, 60· V 6, 252, Θυσ. (Μέγ.)2 385, 955, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 282, Β΄ 182, Ιντ. β΄ 22, Γ΄ 181, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 134, Β΄ 98, Γ΄ 57, Δ΄ 9, 67, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1254], Ε΄ [1094, 1100], Λίμπον. (Legr.) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 190, Ιντ. α΄ 130, β΄ 94, 162, Γ΄ 130, Ιντ. γ΄ 50, Δ΄ 58, Ιντ. δ΄ 106, Ε΄ 75, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 226, Ε΄ 280, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 584, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24019, 41817, 44724, 52721· αντάμιν, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 72· ανταμώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 1530, 8617, 12818, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 244, (έκδ. ανταμό σας· διορθώσ.), Γύπ. Γ΄ 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [964], Δ΄ [1455]· αντάμως, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170· ανταμού, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 212 (χφφ SA) (κριτ. υπ.).
Από τη μτγν. φρ. εν τῳ άμα (Βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 124-125 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215). Ο τ. ανδάμα από τάση αρχαϊστική. Το αρχικό α από αφομοίωση. Ο τ. αντάμε κατά επιρρ. σε ‑ε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Οι τ. αντάμι, εντάμι κατά το ομάδι, μαζί (Πβ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 497, λ. αντάμη). Οι τ. ανταμώς, ενταμώς κατά τα επιρρ. σε ‑ως (Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 84). Ο τ. ανταμώς σε έγγρ. του 1477 (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄ 304) και σε αντίγραφο του Χρον. Τόκκων από το Σοφιανό (βλ. Shirò, RES-EE 7, 1969, 217). Οι τ. ανταμού, ενταμού κατά τα επιρρ. σε ‑ού. Ο τ. ανταμού και σε κρητ. έγγρ. του 1446 (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 98) και σε επιστ. του 1453 (Darrouzès, REB 22, 1964, 111). Η λ. ήδη το 10 αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 22415, 22634) και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ). Πβ. και Krumbacher, Συναξ. γυν. σ. 414.
Α´ Επίρρ. 1) α) (Τροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος, ιδίως σε κυπριακά κείμ.· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί (Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3β · η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μ’ όλη τη δόξ’ αντάμι Ερωφ. Α΄ 362· έναν, απὄχει κι αρετές και βασιλειάν αντάμι Ερωφ. Δ΄ 318· ως είδασιν τ’ αδέλφια της την κόρην μαραμένην,| αντάμα οι πέντε εστενάξασιν Διγ. Esc. 188· όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές Μαχ. 4632· αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) Πιστ. βοσκ.V 6, 252· —Συνών.: άμα Α, Εκφρ. 3β, αμφοτέρως 1· β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): γυρεύουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι Ερωτοπ. 708· ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν Φλώρ. 665· οι λαγωοί και αετοί εμάλωναν αντάμα Αιτωλ., Μύθ. 106· Πβ. αναμεταξύ 1β. 2) (Χρον.) συγχρόνως, αμέσως, συνεχώς: σ’ έν’ ανοιγοσφάλισμα των ομματιών του αντάμι Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 67· ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα Συναξ. γυν. 68· γη ποιοι ’χασίνε κάμει| τούτες σας τσι Πυράμιδες μέρα και νύκτ’ αντάμι κοπιάζοντας έτσ’ εύκαιρα; Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 54. Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3α. —Συνών.: αδιάλειπα, αδιάλειπτα, αδιαλείπτως. Β´ Πρόθ. (με γεν., με αιτ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτ.) μαζί (Πβ. ΙΛ στη λ. 5): να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον Αχιλλ. L 205· έλα λοιπόν αντάμα μας Διγ. O 2711· αντάμα με την πλήξην η χαρά μου Κυπρ. ερωτ. 7914· ας έλθει εις το οσπίτιν μου αντάμα μετά μένα Ιμπ. 440· και εις εμέν αντάμα εκάθετον κι επρόσεχεν η κόρη Λίβ. Esc. 3605. Πβ. άμα Β1.ανταμώνω,- Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 277, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 13311, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 54, 55, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 317, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 370, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 138, Ε΄ 14, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 409, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1096, 1117, 1201, Σταυριν. (Legr.) 315, 350, 780, 1009, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 888, 1093, 1283, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 166, 189, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 441, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [680], Β΄ [389], Γ΄ [1374], Δ΄ [457, 719], Ε΄ [779, 1063], Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 207, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 17014, 42714, 4747· ανδαμώνω, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172· ’νταμώνω, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 455, 639.
Από το επίρρ. αντάμα και την κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και στο Somav. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ. μτβ. 1) α) Συναντώ (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5): υπήγε και αντάμωσε τον αρχηγόν Σκεντέρη Ιστ. Βλαχ. 888· Τις Μποργιανούς ’νταμώνομεν κάτω στην εκκλησίαν Διήγ. ωραιότ. 639· Και έτσι επήγαμεν και ενταμώσαμεν τις (= τσι) Καστρινούς εις τον Αγιον Ανδρέα Διήγ. πανωφ. 56· β) (προκ. για πολεμική συνάντηση) συγκρούομαι: λαόν δεν είχαν πλιο, διατί τους εσκοτώσαν,| όταν ερίξαν το τειχιό και μέσα τσ’ ανταμώσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 17014. —Συνών.: ανακατώνω Γ2. 2) α) Οδηγώ σε ερωτική ένωση (Πβ. ΙΛ στη λ. 4β): Ω! τι γλυκειά δημηγερσιά που είναι αυτή που σώνει| τον ποθητόν στην ποθητήν κι ομάδι τσ’ ανταμώνει! Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [719]· β) ενώνω με γάμο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): Ω αδελφέ μου, έλα να τους ανδαμώσομε ανδάμα τους δύο· και τα παιδιά που θέλουν κάμουν ... Εβρ. ελεγ. 172. —Συνών.: παντρεύω. IΙ. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Συναντώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5): ότε να ξαναγράψει δε ο βασιλέας πάλι να πα να τον ανταμωθεί στην Πράγαν την μεγάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 1096. 2) ενώνομαι σαρκικά (Πβ. ΙΛ, στη λ. 3β): τα ταίρια τους για να μπορού ν’ ανταμωθούσι, κρίνω Κατζ. Α΄ 138. Β´ Αμτβ. (με την πρόθ. με + αιτ. ή χωρίς την πρόθ. με) 1) Συναντώμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5): Μ’ απήτις έφταξε εκεί στο κάστρο ανταμώθη| με το γενεραλίσσιμο και σε φιλιά εδόθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 4747· Είδε κανείς την όργητα μ’ αγάπη ανταμωμένην; (παραλ. 1 στ.) σε στήθος και σε μιαν καρδιάν σμικτά να κατοικούσι; Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [680]· ανταμώθηκαν αυτείν’ οι πριντζιπάδες Σταυριν. 315. 2) α1) Συνενώνομαι, ενοποιούμαι, σμίγω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): γιατί το σφάλμα που ’καμα χίλιοι αν ανταμωθούσι| πρώτοι του κόσμου ποταμοί να πλύνου δε μπορούσι Ερωφ. Α΄ 409· α2) συγκεντρώνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Κι είπαμεν: ας υπάγομεν με αυτούς ν’ ανταμωθούμεν| γή όλοι να γλυτώσομεν γή όλοι να χαθούμεν Διήγ. ωραιότ. 441· ανίσως και συβάζεται όλοι ν’ ανταμωθούμε,| τον γάμον της να κάμομε, περίσσα να χαρούμε Φορτουν. Ε΄ 207. Πβ. αναμίγω Β1α. 3) Ενώνομαι σαρκικά (Πβ. ΙΛ στη λ. 3β): και ανταμώθηκε μ’ εμένα κι έκαμα, υιέ μου, σένα Πτωχολ. Z 277· στο στρώμα ν’ ανεβούμε,| γλυκά να ξεφαντώσομε, γλυκά ν’ ανταμωθούμε Κατζ. Ε΄ 14.απακουμπώ·- αποκουμπώ, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 168 (έκδ. αποκουβήσουν), Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 59, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1324 (έκδ. αποκουβήσουσιν), Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 14, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXVII 37, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ́ [907], Ριμ. κόρ. (Pern.) 621, Πικατ. (Κριαρ.) 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1476· μτχ. αποκουμπισμένος, Μπερτόλδος 64.
Από την πρόθ. από και το ακουμπώ. Απιθανότ. από το μτγν. επακκουμβίζω (ΙΛ, λ. αποκκουμπώ). Βλ. και Triand., Lehnw. 109 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 414. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, ό.π.).
1) Γέρνω, στηρίζομαι κάπου: στο παραθύρι σώνει (ενν. η κόρη),| έφτασε κι αποκούμπησε Ριμ. κόρ. 621· δείχνει πως πονεί κι αποκουμπά στην κλίνη Ερωτόκρ. Α΄ 1476. Βλ. και ακουμπίζω Α2β, Β1, ακουμπώ Α1, 2α. 2) Βρίσκω καταφύγιο, προστασία: νά ’βρω τόπον να βολεί να πά ν’ αποκουμπήσω Πικατ. 50. 3) (Μτβ.) αφήνω (κάτι) στην προστασία (τρίτου): ώστε να καταστήσουσιν να φέρουσιν αφέντην,| ιδούν να αποκουμπήσουσιν (έκδ. ‑κουβήσουσιν) όλα εις πρόσωπόν του Χρον. Τόκκων 1324. 4) (Μτβ.) προσφέρω, χαρίζω: σιτάρι και μούστον αποκούμπησά τον Πεντ. Γέν. ΧΧΙΙ 37.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172.