Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 170 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Δούκ. (Grecu)

  • αβάπτιστος,
    επίθ., Δούκ. (Grecu) 13519, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1500, Ευγέν. (Vitti) 1145· αβάφτιστος, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 12, 1249.
    Το αρχ. επίθ. αβάπτιστος. Η λ. και σημ. (ΙΛ λ. αβάφτιστος).
    1) α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αβάφτιστος 1): Θανών αβάπτιστος … Δούκ. 13519· β) ο μη χριστιανός, αλλόθρησκος (πβ. Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. (Mor.) 3074 και ΙΛ λ. αβάφτιστος 1 Γνωμ.): τα έθνη γαρ τα αβάφτιστα όρκον αν σε ποιήσουν (παραλ. 2 στ.), οι δε Ρωμαίοι, όπου λέγουσιν ότι εις Χριστόν πιστεύουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1249. 2) Άπιστος, κακός (πβ. ΙΛ λ. αβάφτιστος 2): διότι είναι άπιστοι, αιρετικοί, λουτράνοι| και παντελώς αβάπτιστοι, μάλιστα και τυράννοι Ιστ. Βλαχ. 1500.
       
  • αγάλλομαι,
    Διγ. (Mavr.) Gr. IV 79, 839, Διγ. (Καλ.) A 2852, Αχιλλ. (Hess.) N 77, 78, 90, 701, 1464, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 127, Δούκ. (Grecu) 22521, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1196, 751, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36211, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5836. Ο τ. αγάλλω [Λίβ. (Μαυρ.) P 834] πλαστός. Πβ. Λίβ. (Lamb.) Esc. 1139 και Λίβ. (Lamb.) Sc. 11.
    Το αρχ. αγάλλομαι.
    Απολαμβάνω κάτι: Ο δε νέος Διγενής εχαίρετον και ηγάλλετον με την ποθητήν του τα ωραία της κάλλη Διγ. Άνδρ. 36211.
       
  • αγάς
    ο, Mevlānā (Burg.-Mantran) 7α, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 45, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5117, 18, 5512, 699, 30, 8223, Αχέλ. (Pern.) 194, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. (Λάμπρ.) 18, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5419, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1077, 1169, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16619, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 681, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 400, Σταυριν. (Legr.) 376, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1191, Λίμπον. (Legr.) 419, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14720, 1616, 35024, 37726 37925 38417, 19, 3899, 40817, 46517, 5082, 53117, 5518, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8028.
    Το τουρκ. ağa. Βλ. και Mor., Byzantinot. Β́ λ. αγάς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Ο επικεφαλής, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός, βλ. και Baştav, Ordo portae σ. 28): Ο αγάς των γιανιτσάρων, ο οποίος έναι είς μόνος, έναι μεγαλύτερος παρά όλας τας τάξεις τους πρώτους αγάδες Τάξ. Πόρτ. 45· ην γαρ αγάς των γιανιτσάρων ο Γιονούς αγάς Έκθ. χρον. 5118. Η λ. ως επωνυμία: Δούκ. (Grecu) 21112.
       
  • αγγαρεία
    η, Σπαν. (Legr.) P 191, Δούκ. (Grecu) 30320, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1787, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137 ρλδ́, ρλέ́· αγγαρειά, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 358, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 409· αγγάρεια, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 239· εγγαρεία, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 26, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13333, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16711, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIII, XXVII.
    Η λ. ήδη σε επιγρ. (L‑S). Ο τ. εγγαρεία κατά παρετυμ. προς την πρόθ. εν (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 313). Η λ. και σήμ. (ΙΛ)· βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Βυζαντ. 11, 1982, 23-54).
    1) Υποχρεωτική εργασία χωρίς αμοιβή (Η επιβολή της θεσμός βυζ. και νεότερος) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): απήει … υπουργήσων και αυτός την κοινήν αγγαρείαν εν τῳ κάστρῳ Δούκ. 30320· ως είδε ο σουλτάνος την δουλοσύνην αυτών, εδέκτη τούς με μεγάλην ευσπλαχνίαν και αγάπην και ορισμόν τους έδωσε ότι να είναι ελεύτεροι από άπασαν εγγαρείαν Χρον. σουλτ. 13333· να είναι παντελεύθεροι από πάσαν εγγαρείαν παιδίων παιδίων τως Δωρ. Μον. ΧΧΙΙΙ· και έδωκέ τους χρυσόβουλλον να είναι ελεύθεροι από πάσαν εγγαρείαν και κανένα βάρος να μηδέ έχουν Δωρ. Μον. ΧΧVII. 2) Επιφόρτιση με εντολή, ανάθεση αποστολής: Η αδελφή (έκδ. θεία) του Μωυσή, …| τ’ ανίψιν της εγνώρισε, ζητά την (έκδ. της) αγγαρεία (έκδ. εγγαρεία): | «κερά, βασιλοπούλα μου, να σ’ εύρω (έκδ. να σού ’βρω) εγώ βυζάστρα (έκδ. βυζάστρια)» Χούμνου, Π.Δ. ΧΙΙΙ 26 (Διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 64). 3) Κουραστική απασχόληση, καταπόνηση: άφες και τες πολιτικές, μίσησε και τα ζάρια,| της νύκτας τα γυρίσματα, την πελελήν αγγάρεια Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 239.
       
  • αγγαρεύω,
    Μυστ. (Vogt) 60, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 6727, Δούκ. (Grecu) 3016, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 173 ις́· αγγαρεύω ή εγγαρεύω, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1792· αγγαρεύγω, Δωρ. Μον. (Buchon) XLII· ʼγγαρεύγω, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 212. ’γγαρεύω, Άσμα διερμ. 212· μτχ. αγγαρεμένος, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 234, Δούκ. (Grecu) 14912· εγγαρεμένος, Σπαν. (Hanna) A 224.
    Η λ. ήδη σε επιγρ. (L‑S) και παπυρ. (Preisigke-Kiessling). Ο τ. ’γγαρεύω πιθ. από μετρ. αν. Για τον τ. εγγαρεύω βλ. και Frisk, Wört. λ. άγγαρος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Επιβάλλω αναγκαστική εργασία σε κάποιον: και τινάς να μηδέν τους εμποδίζει, ουδέ να τους αγγαρεύγει, κατά το χρυσόβουλλον Δωρ. Μον. XLII· Περί πλεονεξίας των αρχιερέων και κληρικών, Ότι να μην είναι πλεονέκται, ουδέ να αγγαρεύουν τους λαϊκούς χριστιανούς Βακτ. αρχιερ. 173 ις́· οι άρχοντες και οι πραματευτάδες να μηδέν αγγαρεύονται Επιστ. Μωάμ. 6727.
       
  • αγγαρικός,
    επίθ., Δούκ. (Grecu) 1497· εγγαρικός.
    Από το ουσ. αγγαρεία και την κατάλ. ‑ικός. Βλ. και L‑S λ. αγγαρικός (addenda). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (ΙΛ).
    Που έχει σχέση με την αγγαρεία: και τους μεν αγγαρικῴ τρόπῳ εισαχθέντας εν τῳ στόλῳ την ζωήν εδωρήσαντο, τους δε διά προσόδων και της τυχούσης προνοίας πάντας ανεσκολόπισαν Δούκ. (Grecu) 1497. Η λ. και ως ουσ. = αγγαρεία μιας ημέρας: οπλεγάρεται να πλερώνει ... εγγαρικούς δύο και, όταν έχει, ζευγάρι ζευγαρέα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 19016· να του κάμνου εγγαρικό (χφ εκαρικό) και ζευγαρέα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 458.
       
  • αγέρωχος,
    επίθ., Λίβ. (Lamb.) Esc. 197, 1623, 1678, 4007, Λίβ. (Lamb.) Sc. 588, Λίβ. (Μαυρ.) P 1319, 1503, Λίβ. (Wagn.) N 242, 1184, 1328, 1485, Δούκ. (Grecu) 21124, 25517, 28519.
    Το αρχ. επίθ. αγέρωχος.
    1) Ατίθασος (προκ. για άλογο· πβ. και όνος αγέρωχος L‑S στη λ. ΙΙ): Ου δυνήσῃ καθίσαι εν τῴ ίππῳ, αγέρωχος υπάρχων· μόλις γαρ εγώ την επίβασιν τίθημι Δούκ. 25517. Πβ. και αγερωχών ίππος (λ. αγερωχώ 2). 2) Το ουδ. ως ουσ. ακαμψία, ακαταδεξιά: και ακόμη αν ουδέν μετατεθείς από το αγέρωχόν σου,| ιδού απεδά φονεύομαι και εις άδην υπαγαίνω Λίβ. N 1485.
       
  • αγερωχώ,
    Έκφρ. ξυλοκ. (Λάμπρ.) 153, Δούκ. (Grecu) 2414.
    Από το επίθ. αγέρωχος. Η λ. ήδη στον Ιωάνν. Ϛ́́ Ιεροσολ. (Lampe, Lex.).
    1) Περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι: Ο δε Κούρτης αλαζονευόμενος και αγερωχών συν τῳ ίππῳ Δούκ. 2414. 2) Είμαι ατίθασος (προκ. για άλογο). Πβ. και αγέρωχος ίππος (λ. αγέρωχος 1): επ’ αγερωχούσιν ίπποις μετέωροι φέρονται Έκφρ. ξυλοκ. 153.
       
  • αγίασμα(ν)
    το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 9243, 16451, Ιατροσ. (Legr.) 24204, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 386, Μαχ. (Dawk.) 343, 3612, Δούκ. (Grecu) 38727· άγιασμα, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXV 8, Λευιτ. XVI 33, XIX 30, XX 3, XXI 23, XXII 16, Αρ. ΙΙΙ 38, Χ 21, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 4, 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 420· αγιάσμα, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 188.
    Το μτγν. ουσ. αγίασμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Τόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο (πβ. Bauer, Wört. και Stryker, Protév. Jacq. 302): Και να κάμουν εμέν άγιασμα και να απλικέψω μεσωθιό τους Πεντ. Έξ. XXV 8 (πβ. άγιον 1α). 2) α) Νερό που βγαίνει από τάφο αγίου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): την λέγουν αγίαν Φωτεινήν και ο τάφος της είναι κάτω της γης … και έχει νερόν αγίασμαν και έχει πολύν βάθος νερόν Μαχ. 343· β) νερό καθαγιασμένο (με θρησκευτική τελετή) (πβ. Lampe, Lex., στη λ. 2). Η σημασ. και σήμ. (ΙΛ στη λ. 2): πότιζε τρεις πρωίας μετά αγιάσματος Σταφ., Ιατροσ. 9243· αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες Απόκοπ. 188. 3) Η (θρησκευτική) τελετή του καθαγιασμού του νερού: και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 386 (πβ. αγιασμός 2). 4) Άγια λείψανα (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): και εκτίσαν ναόν και εβάλαν τα αγιάσματα (ά. γρ. : τα άγια λείψανα) και θεραπεύουν πάσαν νόσον Μαχ. 3612. 5) Τα άγια δώρα (που πρόσφεραν οι Ιουδαίοι στο Θεό): και να φορτώσουν αυτουνούς κρίμα αμαρτιάς άντε φαν τα αγιάσματά τους, ότι εγώ ο κύριος ο αγιαστής τους Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 16 (πβ. άγιον 2).
       
  • αγριαίνω,
    Σπαν. (Hanna) A 249, Σπαν. (Legr.) P 132, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ́́ 13, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6396, 6458, Ερμον. (Legr.) Λ 238, Δούκ. (Grecu) 21124· αγριαίνομαι, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4474, 5132, Δούκ. (Grecu) 32523-24.
    Το αρχ. αγριαίνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για παλαιότερες μνείες του μέσου βλ. Στέφ., Θησ. λ. αγριαίνω.
    I. Ενεργ. Α´ Αμτβ: ξεσπώ (προκ. για καταιγίδα): αλλ’ αίφνης αγριάνασαι σαρκός αι καταιγίδες| εξήγειραν δυστάραχον άνεμον κυματίαν Μανασσ., Χρον. 6458. Β´ Μτβ.: ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): ώσπερ τα ξύλα του δρυμού την φλόγαν επαυξάνουν,| ούτως και τον θυμούμενον ο λόγος αγριαίνει Σπαν. A 249· και δρέπανον επέτετο διχάζον ομοφύλους (παραλ. 1 στ.) και παίδας ταυτοπάτορας αλλήλοις αγριαίνον Μανασσ., Χρον. 6396 IΙ. Μέσ. α) εξοργίζομαι: ως ει τινές ιχώρων πεπλησμένοι| νοσοκομοίντο προς τινός, οι δ’ αποδυσπετοίεν| και μάλλον αγριαίνοιντο προς τον ευεργετούντα Μανασσ., Χρον. 5132· β) προκ. για θάλασσα (πβ. και Στέφ., Θησ. λ. αγριαίνω): και ίδωμεν την αγριαινομένην θάλασσαν, πως μέλλει χάναι και καταποντίσαι την κιβωτόν Δούκ. 32523-24 (πβ. αγριεμένος Αα λ. αγριεύω).
       
  • αγριώνω,
    Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
    Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.
       
  • άγροικος,
    επίθ., Διγ. A 4737, Λίβ. (Wagn.) N 23, Δούκ. (Grecu) 1511, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 415, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 43, Γ́́ 152· αγροικός, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 1055, 1061, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1043 C (κατά Χαριτων., Πλάτων 4, 1952, 95, αγροικικός).
    Το αρχ. επίθ. άγροικος. Ο τ. αγροικός από επίδρ. επιθ. σε ‑ικός (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 172. Βλ. και Φάβ., Αθ. 51, 1941, 116-117). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγροίκος Ι).
    1) Άγριος, ατίθασος: και εις ολίγον διάστημα της χαίτης τε κρατήσας| όπισθεν τον εγύρισεν τον αγροικόν και μέγαν Διγ. Gr. IV 1061. 2) Απλοϊκός: Πλανήσας σε τους πάντας αγροίκους εν αυτῴ τῳ δόγματι, υπούλως επραγματεύετο και την των χριστιανών φιλίαν Δούκ. 1511.
       
  • αγροτικός,
    επίθ., Δούκ. (Grecu) 1718.
    Από το αρχ. ουσ. αγρότης και την κατάλ. ‑ικός. Η λ. ήδη στον Ευστ., Opusc. (Tafel) 26123.
    Ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος: Αλλά και όσον εγκρατές και περί την ηγεμονίαν ταύτην αξιωματικώτερον, σοφώς και επιστημόνως συλλέξαντες εκ πασών των γενεών και ταύτα το πλέον κατωτυχές και αγροτικόν, … ευτυχείς αξιωματικούς τε και λαμπρούς ηγεμόνας απέδειξαν Δούκ. (Grecu) 1718.
       
  • αγωγή
    η, Ιερακοσ. (Hercher) 38921, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2387, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2387, Δούκ. (Grecu) 4091, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 150 ιή, 156 λά, 171 κθ́.
    Το αρχ. ουσ. αγωγή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Μεταφορά, πέρασμα (προκ. για νερό) (πβ. L‑S στη λ. Ι 4): Περί νερού αγωγής και νομής οπού εδιάβαινε ποτέ από εκείνον τον τόπον Βακτ. αρχιερ. 171 κθ́́. 2) α) Το δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς (Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 212· πβ. και L‑S στη λ. ΙΙ 10): επεί ένθα είναι οι χριστιανοί σ’ όλην την οικουμένην| τον νόμον και τες αγωγές οι συμφωνίες τες κλειούσιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2387· β) ένδικο μέσο για την έναρξη δίκης στο δικαστήριο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Περί εγκαλεσμών, ήγουν αγωγών και εις φερμόν εις κρίσιν, ότι έως πότε και εις πόσον καιρόν εισφέρονται εις την κρίσιν Βακτ. αρχιερ. 150 ιή́. Συνών. εγκαλεσμός. 3) Τρόπος θεραπείας μιας αρρώστιας (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ 3): προ δε του καθαρτικού τούτου καλόν κεχρήσθαι τῃ αγωγῄ ταύτῃ. Λαβών νίτρον … και οίνον … διά των ρινών … παράπεμπε Ιερακοσ. 38921.
       
  • αγών
    ο, Δούκ. (Grecu) 16521, Λίβ. (Μαυρ.) P 1023 (βλ. ανάγων), κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. αγών. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγώνας).
    Κόπος, μόχθος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγώνας 1): Πεζοί την πορείαν ποιούμενοι άμφω οι δύο παις ων έτι ο Μεχεμέτ και μη φέρων της οδού τον αγώνα … και μηκέτι βαδίζειν δυνάμενος Δούκ. (Grecu) 16521.
       
  • αγωνία
    η, Δούκ. (Grecu) 1331.
    Το αρχ. ουσ. αγωνία.
    Μάχη (Η σημασ. ήδη στον Προκόπ. Á́ 55, 24514, Β́́ 1426, 33319): Εν δε ταις ημέραις εκείναις έχων σχολήν και αγωνίαν ο Μωσής μετά του αδελφού αυτού Μαχουμέτ Δούκ. (Grecu) 1331.
       
  • άδεια
    η, Τρωικά (Praecht.) 52721, Σπαν. (Hanna) A 45, 137, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 141, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 575, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 306, Ασσίζ. (Σάθ.) 6626, 28026, Διγ. (Mavr.) Gr. I 55, Διγ. (Καλ.) A 2488, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 590, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1701, Αχιλλ. (Hess.) N 1313, Ιμπ. (Κριαρ.) 409, 410, 630, Καναν. (PG 156) 73 A, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 6721, 28, Δούκ. (Grecu) 2771, 3736, Θησ. (Βεν.) Ϛ́́ [678], Ζ́́ [1366], Ή́ [438], Έκθ. χρον. (Lambr.) 7416, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5227, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 1319, 2921, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1484, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36917, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 782, Γ́́ 400, Δ́́ 1805, Ευγέν. (Vitti) 1140, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 38722, 48914 κ.π.α.· αδεία, Ερμον. (Legr.) Φ 216, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 614, Αχέλ. (Pern.) 1205, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 875, Διγ. (Lambr.) O 1768· αδειά, Ch. pop. (Pern.) 30, Αχέλ. (Pern.) 2077, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 1, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 2, 23, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 318, 346, Στάθ. (Σάθ.) Β́́ 83, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 91, 96, 261, 1369, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3221, 3584, 46716· ’δειά, Ασσίζ. 1291 (έκδ. διάν).
    Το αρχ. ουσ. άδεια. Ο τ. αδεία απ. και σήμ. στην Κ. Ιταλία (Rohlfs, Et. Wört. σ. 12). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Ελευθερία να κάνει κανείς κάτι, δικαίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl., και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): Ουδέν εντέχεται ποτέ να τελειωθεί εις κοσμικήν αυλήν, χωρις να τους δώσουν άδειαν οι λεγάδες Ασσίζ. 28626· να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των Επιστ. Μωάμ. 6721· άδειαν να τα έχουσιν (ενν. τα εδάφη) κατά κληρονομιάν Χρον. Τόκκων 2285· β) απόλυτη ελευθερία, ασυδοσία: αυθέντην τον εποίησεν … Δίδει τόν άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 630. 2) α) Ευχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος (πβ. Άννα Κομν. II, IV 3 και ΙΛ στη λ. 3): και όταν ευρίσκεις άδειαν, και ψάλλε και προσεύχου Σπαν. V 141· β) ευκαιρία: η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο από την αγρυπνίαν την πολλήν και τον κόπον … απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5227· ολονυκτίς σέ πάντεχα εγώ με αγρυπνία| να φύγωμεν κι ευρίσκουντον σ’ εμάς πολλή αδεία,| γιατ’ όλοι εκοιμούντανε Διγ. O 1768 (πβ. αδειάσηγ) ευκαιρία, δυνατότητα: τούτο το παιγνίδι,| καθώς θωρώ, καμιάν αδειά δε βλέπω να μου δίδει| που να μπορώ ο βαριόμοιρος στό πεθυμώ να σώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 96· ιδών ο λαός τα κακά οπού έκαμνε ο Ιουστινιανός ο Κοψομύτης ευρόντες άδειαν τον αποκεφάλισαν Χρον. βασιλέων 802. 3) Άνεση, ξεκούραση: Ω Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδίν της δυστυχίας,| έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας Γλυκά, Στ. 575· πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά γαϊδάρα όντας γλακά και κόβει τη το γάλα (παραλ. 2 στ.)· δαμάκι ακροστάθηκα για νά βρω την αδειά μου Στάθ. Β́́ 83. 4) α) Άνεση χρόνου, ευρυχωρία (πβ. ΙΛ στη λ. 4): ο Αχιλλεύς εδιέβαινεν· όλοι άδειαν του κάμνουν Πόλ. Τρωάδ. 590· ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν Ιμπ. 409· για να σταθεί τόπο πολύ, μεγάλη αδειά γυρεύγει Ερωτόκρ. Β́́ 346· Ορκίζω σε εις τον Θεόν να φύγεις απ’ ομπρός μου.| Άδεια οκ το δάσος τούτονε παρακαλώ σε δώσ’ μου Ευγέν. 1140· β) κενός χώρος, δίοδος: Τραπέντες γαρ εις φυγήν ουχ εύρισκον άδειαν ως ότι εκ τριών μερών απέκλεισαν αυτούς Έκθ. χρον. 7416· Πέντ’ ώρες εμαχόντανε κι οι Τούρκοι τότ’ ευρήκαν| σε τρία μέρη την αδειάν και απόκοτοι σεβήκαν Αχέλ. 2077· γ) το κενό: Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά κι ώρες την άδειαν βρίσκα Ερωτόκρ. Δ́́ 1805.
       
  • αδελφή
    η, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 306, Δούκ. (Grecu) 11122, Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 14133, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [726], Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 198, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 1, 164· αδελφή, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧ 2, Έξ. XXVI 3, 5, 6, Δευτ. XXVII 22, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 47, Ά́ 391, Γ́́ 455, Έ́ 83, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 493159.
    Το αρχ. ουσ. αδελφή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδερφός). Ο πληθ. αδελφίδων (Δούκ. 11122) μάλλον άσχ. προς το ουσ. αδελφίς (L‑S addenda). Πβ. Αποκ. Θεοτ. 493159 και σημερ. πληθ. αδερφήδες, ΙΛ λ. αδερφός.
    1) Για δήλωση ομοιότητας (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S λ. αδελφός 6. Πβ. και ΙΛ λ. αδερφός 4): Και να κάμεις πενήντα κομπιά μαλαματένια και να κολλήσεις τα βηλάρια γεναίκα προς την αδερφή της με τα κομπιά Πεντ. Έξ. XXVI 6. 2) Φίλη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αδερφός 5): Πιάστε, αδελφάδες μ’ όλες, τη βουλή μου Πιστ. βοσκ. ΙΙ 1, 164.
       
  • αδέλφι(ν)
    το, Διγ. (Mavr.) Gr. I 253, Διγ. (Hess.) Esc. 26, 61, 130, 163, 189, 329, 451, 460, 1804, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1343, 1361, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2735, Περί ξεν. (Wagn.) V 343, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 66, 287, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1087, Μαχ. (Dawk.) 1026, 21834, 26232, 26437 (αδερφία), Δούκ. (Grecu) 23521, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 428, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 7, Συναξ. γυν. (Krumb.) 349, 1075, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 71, 125, 151, 185, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 588, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 237· αδέρφι(ν), Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 164· Μαχ. (Dawk.) 442 (αδερφία), Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 8, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 7, ΧΧΧΙ 25, XXXVII 2, Έξ. ΙΙ 11, Αρ. VIII 26, XXV 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 427, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 67, Β́́ 252, 507, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 33, 43, 165, 210, 1139, 1233, 1969, Β́́ 1420, 1589, Ε΄ 911, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 153, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 220, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 39910, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8121.
    Υποκορ. του ουσ. αδελφός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδέρφι).
    1) Αδελφός ή αδελφή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αδέρφι 1): Τον αδελφόν του έκραξε, εκείνον τον Γυλιάμο (παραλ. 1 στ.): αδέλφιν μου γλυκύτατον, αδέλφι μου ηγαπημένο Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730· Κι εβλέπασι τ’ αδέρφια τους και άλλοι τα παιδιά τους (παραλ. 1 στ.) και καν για να τους κλάψουνε οι εδικοί τως λίγο Διακρούσ. 8121. 2) α) Φίλος στενός, σύντροφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Αδέρφι μου, έτοιο κουζουλό ωσάν εσέ δεν είδα Ερωτόκρ. Ά́ 210· β) σε προσφώνηση (προς άγνωστο πρόσωπο) (πβ. το σημερ. φίλε): Βρίσκω ’να νιόν ωριόπλουμο, πού ’λαμπε σαν τον ήλιο (παραλ. 5 στ.). Σιμώνω, χαιρετώ τονε, λέω τ’: Αδέρφι, γειά σου, είντά ’χεις κι απονέκρωσες; Ερωτόκρ. Έ́ 911· κι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα, Αντρόμαχος σιμώνει.| Λέει τ’: Αντρ. Ό,τ’ έχεις ως εδά, αδέρφι, καμωμένα| δεν ξάζουσι ουδέ τίβοτσι, ά δε βαρείς κι εμένα Ερωτόκρ. Β́́ 1589.
       
  • αδημονία
    η, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 45, Φλώρ. (Κριαρ.) 94, Δούκ. (Grecu) 1317, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 59, 396, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15236, 15315, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 194, Χρον. (Kirp.) 308, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1118, 11820, 1329, 17010, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIV, XXXIV, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· αδημονιά, Φλώρ. (Κριαρ.) 1456, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 416, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 117.
    Το μτγν. ουσ. αδημονία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Δυσκολία, δύσκολη κατάσταση: Εξελθών δε πάλιν εκ δευτέρου ο Μεχέμετ και πάλιν ηττήθη και πάλιν εν τῃ Πόλει κατέφυγε … Τότε ο Μεχεμέτ εν αδημονίᾳ γεγονώς και την τύχης μεταφοράν ως σφενδόνης στρεπτόν ηγησάμενος είρηκε τῳ βασιλεί Δούκ. 1317. 2) α) Στενοχώρια (Η σημασ. και μτγν., L‑S και σήμ., ΙΛ): ελέησόν με, άπονε, τι ’τον η μάχη ετούτη,| η ζωντανή μας χωρισιά, η αδημονιά τοσαύτη; Ερωτοπ. 416· όσες πικρίες και στεναγμούς και αδημονιές αν είχα Φλώρ. 1456· β) ανησυχία, αμηχανία: και ως είδεν ο πατριάρχης ότι έβαλε χαράτσι, ήλθεν εις αδημονίαν τι να κάμει να μηδέν του επάρει αυτούς τους τόπους Ιστ. πατρ. 17010· γ) φροντίδα, «έννοια»: Ευχαριστώ σοι, βασιλεύ αόρατε, ότι εφανέρωσας εις εμένα το έλεός σου και την αλήθειάν σου και την αδημονίαν οπού είχα εις την καρδίαν μου και εις την ψυχήν μου το πώς να καλέσω το όνομα της αγίας εκκλησίας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15236.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης