Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διον. ρήτ., Ιστ.

  • ποδέα
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 2009, Κώδ. Πάτμου II Α 8, Λίβ. Va 939, Λίβ. (Lamb.) N 937, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 305, 511, 740, 758 κριτ. υπ., Ολόκαλος 611, 713, 915, 108, 1310 κ.α., Προσκυν. Κουτλ. 156 8119, Πορτολ. A 225, Προσκυν. Ολυμπ. 177 908, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117 χφ Μ κριτ. υπ.· ποδεά, Λίβ. P 782, Ολόκαλος 1606· ποδία, Προδρ. (Eideneier) IV 190 χφ Α κριτ. υπ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37 κριτ. υπ., 337 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1081, Θησ. Γ́ [105], Ζ́ [687], Ή [612], Ολόκαλος 516, Β17, Γ13, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, 247v τρις, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [254], [280], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 225, 4117, Παϊσ., Ιστ. Σινά 618, Λίβ. (Αγαπητός) 135, Σεβήρ., Σημειώμ. 62α, Δωρ. Μον. XXXII, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 282, Αγαπ., Καλοκ. 338, Προσκυν. Μεταμ. 50 1167, Hagia Sophia f 59716, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 146· ποδιά, Ch. pop. 362, Αλεξ.2 170, κριτ. υπ. 206 α, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2330, 3970, 4048, Πεντ. Δευτ. III 17, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 724, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 126· πληθ. ποδές, Ημερολ. 49, Ιστ. πατρ. 1981‑2, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r.
    Από το αρχ. ουσ. ποδείον (Ανδρ., Λεξ., λ. ποδιά). Ο πληθ. ποδές (από ποδέες με συναίρεση· πβ. Georgac., The -ιτσ- suffixes 311-12) σε κείμ. του 13.αι. (LBG). Ο τ. ποδεά στον Ησύχ. και σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9A16). Ο τ. ποδία στο L‑S (Γλωσσάρ.,· λ. ποδηνεκής), στο Du Cange, σε έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 437) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ποδιά (από ποδέα με συνίζ.· πβ. ΛΚΝ) στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514), 17. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 447, 486), 18. (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 103) και 19. αι. (Παπανικολάου, Λαογρ. 19, 1960-61, 185-86) και σήμ. Η λ. τον 9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. LBG), σε έγγρ. του 9., 11., 12. (LBG), 13. (Act. Xér. 9B24, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ *89), 14. (Act. Vat. I 6119, ΙΙ 12010, 12, Act. Doch. 1738, Act. Lavr. III 14710, 11, 12, 13, 14), 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514, στ. 1312, 16, στ. 1726, Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ′ 21029), στο Meursius και σήμ. στο τσακων. και το ποντ. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Περίζωμα που φοριέται στη μέση, πάνω από το ρούχο: Ουδ’ έπλυνε (ενν. η Παναγία) ουδ’ έραφτε ουδ’ έλλασσε ποτέ τση| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4329· Μα τούτοι ποιος ποκάμισο μας δίδει, ποιος φιστάνι,| ποιος μπόλια, ποιος άλλος ποδιά, ποιος τα παπούτσα κάνει Φορτουν. (Vinc.) Έ 34· β) (μεταφ., προκ. για πουλί) κοιλιά: Η κίσσα ευθύς εγύρισεν, λέγει την πασιδόνα: ... αυτήν την εμπαλωματούν, τάχα την καμαρώνεις,| οπὂχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω| και εις την ποδέαν σου (ενν. έχεις) βένετον, στην ράχην σου γαλάζιον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 337· γ) (συνεκδ.) γ1) γόνατα: Ημέρες περαζόμενες στον Φίλιππο ’ρθ’ ορνίθι,| κι εις την ποδιά του γέννησε κι ύστερα καρκαρίθη Αλεξ.2 208· γ2) κόλπος, αγκαλιά: Εσίμωσε η Σολομή ν’ απλώσει τση κεράς τση| και γεννημένον εύρηκε το τέκνο στην ποδιά τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2087· Επόμεινεν η Αρετή μόνο με τη Φροσύνη·| πράμα μεγάλο εγίνηκε σ’ αυτή, την ώρα κείνη:| εις την ποδιά τση νένας της ήπεσε κι ελιγώθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1575· Λοιπό, μητέρα μας γλυκιά, στρέψε προς τα παιδιά σου,| φίλησε και σιργούλισε, βάλε τα στην ποδιά σου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5245. 2) α) Φόρεμα, ένδυμα, χιτώνας (κυρίως ανδρικός): εις τον δρόμον οπού υπήγαιναν, ήλθε του Ξάνθου να κατουρήσει και εσήκωσε την ποδίαν του και περιπατώντας εκατούρει Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117· ως τον είδεν (ενν. τον Ξάνθο) ο Αίσωπος, πως περιπατώντας εκατούρει, επίασέ τον εξόπισθεν από την ποδίαν αυτού και λέγει τον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1119· β) στρατιωτική στολή/ένδυμα (για το πράγμα βλ. Jeffreys [Διγ., Εισαγ. σ. Xl]): ο γέρων ο Φιλοπαππούς ούτως τον απεκρίθην (ενν. τον Διγενή):| «Θεωρώ σε, κύρκα, υπόλυγνον και ως αχαμνά ζωσμένον| και χαμηλά η ποδέα σου και ου ποιείς εσύ απελάτης» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 658· (μεταφ.,. προκ. για πουλί): Αν ου ’γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37·   γ1) κάτω άκρη ενδύματος: πιάνει τον ( ενν. η Τάρσια τον Απολλώνιο) εκ την ποδιά να σηκωθεί τον γέρνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1534· τον είδε (ενν. τον φονέα) το σκυλάκιον και τον εγνώρισε. Και πάραυτα τον επίασεν από την ποδίαν και τον τραβίζει και φωνάζει ωσάν λυσσασμένον Διον. ρήτ., Ιστ. 254· γ2) (στον πληθ.) οι κάτω άκρες του χιτώνα των ακριτών, που κρέμονταν (για τη σημασ. βλ. Κοραή, Άτ. Ά 256 και Πολ. Λ., Πριν Άλ.2 21 σημ.): Ω τις Ακρίτης έτερος εκεί να ευρέθην τότε,| και τας ποδέας του να έμπηξεν, να επήρεν το ραβδίν του| και μέσα να εκατάβηκεν ευθύς ως αγουρίτσης Προδρ. (Eideneier) IV 190· φωνής ως ήκουσε του θείου το παιδίον,(παραλ. 1 στ.) εκδύει το υπολούρικον (ήτον πολύς ο καύσων)| και τας ποδέας οχυρώς πήξας εις το ζωνάριν Διγ. (Trapp) Gr. 1067· Ρούχα τίτοια τους δίδει (ενν. ο Ιουστινιανός) |ενδύματα παράξενα, πολλά παρηλλαγμένα,| επάνωθε της τραχηλιάς, κάτω εις τας ποδέας| και κάτω εις τα μανίκια, τα πάντα χρυσωμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 357· δ) ποδόγυρος: Άλλες να έχουσι χρυσές άλυσες να φορούσιν (παραλ. 3 στ.) και πασαένα φόρεμα που να ’ναι τιμημένον| χρειά ’ναι ’που κάτω στην ποδιάν τριγύρα να ’ν’ ραμμένο Γεωργηλ., Θαν. 139. 3) (Προκ. για όρος) α) πρόποδες, υπώρειες: εκλερονόμησαν την ηγή του ... όλο τον κάμπο απέραμα του Ιαρδεν ανατολικά και ως τη θάλασσα του κάμπου κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού Πεντ. Δευτ. IV 49· εις την ποδιάν του όρους των Ελαιών είναι το σπήλαιον οπού ήτον ο Χριστός με τους αποστόλους, όταν ήθελε να παραδοθεί τοις Ιουδαίοις Προσκυν. Κουτλ. 390 14115· β) πλαγιά: εις τη μερέα του σιρόκο δείχνει ποδέα μακρέα κάβο χαμηλό φουρνάνο και ωσά σιμώσεις, γνωρίζεις καλύτερα Πορτολ. A 625. 4) α) Πολύτιμο λειτουργικό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από την εικόνα σε ένδειξη σεβασμού (για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. ποδέα και Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 259): Ήτον εικόνες θαυμαστές εγκαψοσμαλδωμένες,| όλες με λίθους εκλεκτούς με τίμιες ποδίες Αρσ., Κόπ. διατρ. [873]· Αύθις τε αι βημόθυραι πέλουσι καμουχένιες,| των δε εικόνων αι ποδιαί καμουχοτζατουνένιες Παϊσ., Ιστ. Σινά 1098· Είχαν (ενν. αι εικόνες) ποδίες εύμορφες μεγάλες ώσπερ πεύκια| με τέχνην ωραιότατην με πάσαν ευκοσμίαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [1050]· β) ύφασμα που σκεπάζει το μπροστινό μέρος της Αγίας Τράπεζας (για τη σημασ. βλ. Somav., λ. ποδιά): είτις τολμήσει και επάρει ... πράγμα της εκκλησίας ... ή ποδέα ή μανάλι ... αφορισμῴ εις αυτούς καθυποβάλλομεν Μαλαξός, Νομοκ. 188· γ) παραπέτασμα, θωράκιο (για τη σημασ. βλ. Sophocl., λ. ποδέα και Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, 38): δεν έχει (ενν. η εκκλησία της Αγίας Βάτου)  ... Τέμπλον· αλλά όταν λειτουργούσι, κλείουσι και χωρίζουσι ωσάν Άγιον Βήμα με μίαν μεγάλην ποδίαν, από ένα μέρος έως το άλλο, ωσάν καταπέτασμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 156· τότε γαρ και γέγονεν σεισμός εκείσε μέγας, και κεραυνός έπεσεν εν τῃ ιερᾴ μονῄ της Περιβλέπτου, και έκαυσεν εκείσε εικόνας και ποδέας και άλλα τινά Byz. Kleinchron. Ά 35210· δ) ιερό πέπλο που σκεπάζει άγαλμα (για τη σημασ. βλ. Du Cange, App., λ. ποδέα και App. alt., λ. ποδέα): Έλενος δε ο αδελφός του Έκτορος εσυμβούλευσε τον Έκτορα ίνα υπάγει ... και να ειπεί της μητρός του της Εκάβης, να παρακαλέσει (ενν. η Εκάβη) την θεάν την Αθηνάν, και να της δώσει μίαν ποδίαν εύμορφην, διά να αποδιώξει τον Διομήδην εκ τον πόλεμον Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. Ζ́· Ειπές δε και της μητρός μας,| να συνάξει τας γυναίκας| να ανοίξουσι τας θύρας| του ναού της Αθηναίης| και να φέρει μίαν ποδίαν,| την πολλά ωραιοτάτην| κι έμπροσθεν αυτήν να θέσει,| της θεάς της Αθηναίης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [138]. 5) Η βάση, η κάτω πλευρά ενός σχήματος, μιας επιφάνειας (για τη σημασ. βλ. Fisc byz. 290): εάν δε έχει (ενν. το χωράφιον) κοιλίαν εις το έσω χείλος είτε εις το έξω, μέτρει το πλάτος της κεφαλής και της μέσης και της ποδέας, και έπαρον την τρίτην μοίραν Metrol.2 5822. 6) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας/έκτασης: κυρ Νικολο Παουλη, υιός του κυρ Τζανάκι,... ότι δίδει και πακτώνει του Μοσκολεο ... χωράφια ποδέα μια Ολόκαλος Ζ3. Φρ. 1) Αποσκεπάζω την ποδιά κάπ., βλ. Επιτομή, αποσκεπάζω β φρ. (α) και ασχημία 5β φρ. (α). 2) Φιλώ την ποδιά κάπ. = προσκυνώ, ικετεύω κάπ. (για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 109-110 και Έ Παράρτ. 20-21): απήτις εις το κάτεργον εμπήκαν| οι προεστοί και τον πασάν ευρήκαν,| σκύφτουσι και κλιτά τον προσκυνούσι| και την ποδιά του ρούχου του φιλούσι Λεηλ. Παροικ. 340.
       
  • πολυεύσπλαγχνος,
    επίθ., Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1671· πολυέσπλαχνος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1330· πολυεύσπλαχνος, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1758, Ιστ. Βλαχ. 2293· πολύσπλαχνος, Φαλιέρ., Ιστ.2 299 κριτ. υπ.
    Το μτγν. επίθ. πολυεύσπλαχνος. Ο τ. πολύσπλαχνος από το ήδη μτγν. επίθ. πολύσπλαγχνος. Η λ. και σήμ.
    α) (Εκκλ., ως επίθ. του Θεού), πολύ φιλεύσπλαχνος, πολυέλεος (πβ. ά.): ο Θεός είναι πολυεύσπλαγχνος και θέλει κάμει έλεος εις εσένα Διον. ρήτ., Ιστ. 252· είναι πολυεύσπλαχνος ο Κύριος και οικτίρμων Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθολ. Επιστ. έ 11· β) (προκ. για άνθρωπο) πολύ σπλαχνικός, συμπονετικός: τέκνα μου πολυέσπλαχνα και πολυαγαπημένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 774.
       
  • σκυλάκιον
    το, Ιερακοσ. 46728, Κυνοσ. 58813, 25, Διον. ρήτ., Ιστ. 254 πολλ.· σκυλάκι, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 145, 149, 156, 183, 783, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ζ́ 27, 28, Διον. ρήτ., Ιστ. 254· σκυλάκιν.
    Το αρχ. ουσ. σκυλάκιον. Ο τ. σκυλάκι στο Βλάχ. και σήμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, σκυλλάκιν, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, σκυλλάκι, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., σ#18υλλdάκι(ν) (λ. σ#18ύλλdος)).
    Μικρό σκυλί: ο Λυκούργος, ο νομοθέτης των Λακεδαιμονίων, έλαβε δύο σκυλάκια, οποία ήσαν αδέλφια από πατέρα και μητέρα, και ανέθρεψέ τα εις άλλον και άλλον τρόπον Σοφιαν., Παιδαγ. 98· Θεωρώντας ... ο υιός του Βάτου τον τόπον επιτήδειον και το κυνήγιν ωραίον, του εφανίστη να εμπεί και αυτός μοναχός του εις έναν καμπουλάκι, να κρατεί το σκυλάκιν του να κάμει μοναχόν του κυνήγιν Μορεζ., Κλίνη φ. 135v.
       
  • σουβλίον
    το, Ιερακοσ. 48219· σογλίν, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 126 χφ M κριτ. υπ.· σουβλί, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 338v, Ιστ. Βλαχ. 1310, 1314· σουβλί(ν)· σουβλίν, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 301, 333· σουγλί, Gesprächb. 5417, 789, Λεξ. Μακεδ. 239· σουγλίν, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 126 χφ G κριτ. υπ., 150 χφ G κριτ.υπ., Σπανός (Eideneier) B 121· σουγλί(ον).
    Από το ουσ. σούβλα και την κατάλ. ‑ίον. Ο τ. σουβλί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. σουβλίν τον 9. αι. (TLG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Οι τ. σουγλ‑ με τροπή του βλ σε γλ. Ο τ. σουγλί στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ). Ο τ. σουγλίν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. σουγλίον στο Du Cange και στο LBG. Τ. σουγκλί σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β́, Αποστόλου, Λεξ. Νάουσας, Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ.). Η λ. στη Σούδα, σε Γλωσσάρ. και σχόλ. (TLG), σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi), και στο Meursius (λ. σούβλα)· βλ. και LBG.
    1) α) Αιχμηρή ξύλινη ή μεταλλική ράβδος στην οποία περνιέται το κρέας για να ψηθεί πάνω από τη φωτιά, οβελός: εν γαρ πάσῃ γουν ιστίᾳ| σούβλας είχεν γαρ πενήντα·|είχεν δε το έν σουβλίον| από βρωμισμένον κρέας| ανά δέκα τεμαχίων Ερμον. Ν 155· (εδώ προκ. για την κατασκευή παγίδας): Εκεί τριγύρου στο φορτί τάβλες πλατιές καρφώνου,| σ’ όλες τες τάβλες με σουβλιά και μες στη γη τες χώνου,| ... οι Τούρκοι σαν εμπούνε| κι απάνω σαν πατήσουσιν, όλοι να καρφωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2766· (σε σχ. αδύνατον): Έτι δε δίδομεν ... κέρινον σουβλίν, βαμπακερήν αγελάδα και πλεμένον ξινόγαλα Σπανός (Eideneier) D 1695-6· β) (γενικ.) κάθε αντικείμενο με μυτερή άκρη· (εδώ προκ. για τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου): Έπαρον το δέρμα του οχίνου, ήγουν του σκαντζοχοίρου, όταν έχει όλον το δέρμα ωσάν σουγλία μακρά, παροξυντά Σταφ., Ιατροσ. 356. 2) Ειδικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούν κυρίως οι τσαγγάρηδες για να ανοίγουν τρύπες στο δέρμα: Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάσει,| ρίπτει το καλαπόδιν του, (ενν. ο τσαγγάρης) ρίπτει και το σανίδιν| και το σουβλίν και το σμιλίν και τα σφηκώματά του Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 126· ηγόρασα σουβλίν από τσαγγάρην,| και ως ήσαν τα καλίγια μου πλήρης εξεσχισμένα,| επίασα τάχα και εγώ να τα περισουφρώσω Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 150. 3) Όργανο ανασκολοπισμού: Τότες του παρακαθιστού τ’ αυτιά θε να καρφώνουν| με τα σουβλιά τα πύρινα να τονε θανατώνουν Τζάνε, Κατάν. 464· (σε σχ. βραχυλογίας): αποφάσισε (ενν. ο βασιλέας) σουβλί τον θάνατόν του (ενν. του Λουπούλου)| ως φανερόν επίβουλον και ως βαρύν εχθρόν του Ιστ. Βλαχ. 1303· φρ. βάνω κάπ. εις/στο σουβλί = ανασκολοπίζω: Και ο Σκεντέρης ήφερε κατήδες και κριτάδες| να κρίνουσι τον Λούπουλον για τις πολλές λωλάδες (παραλ. 1 στ.), να τον εβάλουν στο σουβλί, και να μη γένει αλλέως Ιστ. Βλαχ. 1308.
       
  • σπλαγχνίζομαι,
    Λόγ. παρηγ. L 597, 634, Λόγ. παρηγ. O 619, 652, Διγ. (Trapp) Gr. 414, 3533, Διγ. Ζ 4381, Σπανός (Eideneier) D 623, 640, Λίβ. διασκευή α 521, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2254, Χρον. Τόκκων 3136, 3213, 3724, Φυσιολ. (Zur.) VIII 15, Φυσιολ. (Kaim.) 16a7, 16b7, Μαχ. 28817, 53015, 57024, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 68, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15893, Βεντράμ., Γυν. 103, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30510, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 75r, 354v, Δεφ., Σωσ. 365, Βησσαρ., Διαθ. 23448, Χρον. 307, Μορεζ., Κλίνη φ. 115v, 324r, 400v, κ.α., Hist. imp. (Iadevaia) IIa 3464, Διον. ρήτ., Ιστ. 255, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13921, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1253, 14014‑15, Ψευδο-Σφρ. 5688 (έκδ. σπλαγχισθείς), Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17518, Χριστ. διδασκ. 421· σπλαχνίζομαι, Λίβ. Esc. 456, Φαλιέρ., Ιστ.2 612, Λίβ. Va 448, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6612, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 30411, Πηγά, Χρυσοπ. 321(1), 397(2), Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1533, Hist. imp. (Iadevaia) I 1246, Θυσ. (Bakk.-v Gem.) 298, 871, Διαθ. 17. αι. 380, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9417, 9986, κ.α., Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 162, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ά́ 41, ή́ 2, Παύλ. Ρωμ. θ́ 15· μτχ. ενεργ. ενεστ. σπλαγχνίζοντας, Μορεζ., Κλίνη φ. 262v.
    Το μτγν. σπλαγχνίζομαι. Ο τ. σπλαχνίζομαι σε κείμ. του 18. αι. (Ρούσμ.-Σαβ. (Πρωτοπ.-Μπουμπ.) Κμ. Δ́ 223) και σήμ. λαϊκ. Τ. σπλαγνίζομαι σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Ερωτόκρ., Γλωσσάρ.). H λ. και σήμ. λαϊκ. και λογοτ. (ΧΛΝΓ).
    Α´ Μτβ. 1) α) Συμπονώ, λυπάμαι κάπ. ή κ., αισθάνομαι συμπάθεια ή οίκτο για κάπ. ή κ., ελεώ κάπ.: Όταν δε ταύτα έλεγεν ο Δυσσεύς μετά θρήνους,| από την θλίψιν την πολλήν τήν είχεν, εις τον κόσμον| πούπετε ουκ ήτον άνθρωπος να μη τον εσπλαγχνίσθη| και να μην εθαυμάζετον τα δύσκολα της τύχης Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13828· όλοι να πέσομεν εις προσευχήν να παρακαλέσομεν τον δεσπότην Χριστόν ... να σπλαγχνισθεί την πόλιν ετούτην, να βοηθήσει του βασιλέως Μορεζ., Κλίνη φ. 106v· Ένα δεντρόν ευρίσκετο σε κήπον ωριωμένο,| μα ’χε τες ρίζες του γδυμνές κι ήτον και μαδισμένο· (παραλ. 2 στ.) κι ο κηπουρός το κοίταξε τότες και το σπλαγχνίστη| και του ’ριξε πολύ νερό, ώστε που τ’ αναμπλήστη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13424· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· Λοιπό ετότες ο Θεός το πλάσμαν του ελυπήθη| και δεύτερο να κατεβεί στον κόσμο εβουλήθη.| Την πρώτη εκατέβηκε κι έπλασε κι έκαμέ τσι| τη δεύτερη εγιάγειρε και εσπλαχνίστηκέ τσι.| Γιατί δεν ήτον μπορετό άλλος να τσι λυτρώσει,| εθέλησε να κατεβεί (ενν. ο Θεός), το πλάσμαν του να σώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1533· (σε προσωποπ.): τα κάλλη ου σπλαγχνίζονται (ενν. ο Θάνατος, ο Χάρων και ο Άδης), αλλά κόνιν ποιούσιν,| πηλόν και τέφραν άπαντα εργάζονται δυσώδη Διγ. (Trapp) Gr. 3643· (σε παρομοίωση): καθώς ελεημονάται ο πατέρας τα παιδιά του, έτσι σπλαγχνίζεται ο Κύριος εκείνους οπού τον φοβούνται Χριστ. διδασκ. 377· (ενεργ.): να δώσεις (ενν. Παρθένε) πάλι τα αμμάτια αυτεινής της τιμίας γυναικός, τα οποία ήμουνε εγώ αιτία και ήβγαλέν τα ... και πιστεύω πως ετούτο θέλεις το κάμει, ωσάν μάννα του ευσπλάχνου Θεού, σπλαγχνίζοντας την τιμίαν γυναίκαν αυτείνην και εμέναν τον αμαρτωλόν σου δούλον Μορεζ., Κλίνη φ. 262v· β) προβαίνω σε εκδηλώσεις φιλοφρόνησης και εγκαρδιότητας προς κάπ.: Τιμητικά τους χαιρετά (ενν. ο δούκας τους άρχοντες με τον μητροπολίτην), γλυκέα τους εσπλαγχνίσθη,| πλησίον του τους εκάθισεν, εδείπνησαν εντάμα Χρον. Τόκκων 1507· γ) τιμώ: Το τέκνον οπού ζήτηξε, πράμα δικό του θέλει·| σκλάβος του εγώ, η μάννα του, σκλάβος και το κοπέλι.| Κιανένα πόνο δε γρικώ, μα ’χω χαρά μεγάλη| πως μ’ εσπλαχνίστη ο Θεός στα γερατειά μου πάλι.| Πλια άξον εδιάλεξεν εμέ παρά κιανέναν άλλο| εις το κανίσκι τό ζητά, και θέλεις να του σφάλω; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 710. 2) Αγαπώ, συμπαθώ κάπ.: άλλον παιδίν ουδέν έχεις μόνον εμένα, και φιλείς με εγκαρδιακά και σπλαχνίζεσαί με και χαίρεσαι μετ’ εμένα, μητέρα μου Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6711· Εβλέπαν τον οι μπιστικοί, και συνεπλέκουντάν τον.| Ήσαν και άλλοι έτεροι, πλήθος αυτού ποιμένες,| γνωρίζουν και σπλαγχνίζουνται, τον Πάριν αγαπούσιν Βυζ. Ιλιάδ. 188. Β´ (Αμτβ.) νιώθω λύπη, οίκτο, δείχνω συμπόνια: Αν ημπόρουν καν πούπετε να την είδα (ενν. εκείνη οπού αγαπώ) και μόνον,| ελεημοσύνην να έπεσα πολλά να της εζήτουν.| Και αν λάχαινε από τα πολλά ολίγον να εσπλαγχνίσθη| και οκάτι παρηγόρημα να επήρα εγώ απ’ εκείνην,| τήν ουκ εβλέπω πούπετε, και πώς να της συντύχω; Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7766· εάν γεννήσει (ενν. ο πελεκάνος) τους νεοσσούς, και ολίγον αυξηθώσι, ραπίζουσιν εις το πρόσωπον των γονέων· οι δε γονείς κολαφίζουσιν αυτά και αποκτείνουσιν· είτα σπλαγχνιζόμενοι οι γονείς πενθούσιν τρεις ημέρας τα τέκνα ά απέκτειναν Φυσιολ. (Kaim.) 17a7· Εις την δευτέρα παρουσιά όταν αυτός καθίσει| αυτός ο δίκαιος κριτής απόφασιν να ποίσει·| «εσείς οπού σπλαγχνίζεσθε, υπερευλογημένοι,| άμετε στην παράδεισον την περικοσμημένη (παραλ. 2 στ.) εσείς που … τ’ ορφανά βοηθάτε| που ξένους αποδέχεσθε, στην βασιλειά μου ελάτε» Δεφ., Σωσ. 341· κύριε φιλάνθρωπε, ... ωσάν ποτε εις τον παλαιόν καιρόν ήκουσας την δέησιν του βασιλέως Μανασσή και ελευθέρωσας αυτόν, έτσι παρακαλώ σε να ακούσεις και της εδικής μου δεήσεως και να σπλαχνισθείς ως μόνος συμπαθής και ελεήμων Διγ. Άνδρ. 40924· (σε προσωποπ.): Η αγάπη μακροθυμεί, η αγάπη σπλαχνίζεται, η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν είναι προπετής Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ ιγ́ 4. — Βλ. και ευσπλαγχνίζομαι.
       
  • ταυρίζω,
    Λόγ. παρηγ. L 550, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 37, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12044, 13273, Μαχ. 65013, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 18v, 48r, 60v, 148r, 183v δις, 188v, 313r, 399v, Τριβ., Ρε 48, 337, 349, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. α, Εξήγ. ε· τραβίζω, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5826, Διον. ρήτ., Ιστ. 254, Ιστ. Βαρλαάμ 39, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 20326, Σταυριν. 269, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 266, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1161, 1195, Γ́ 60, Έ́ 9, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130, Χριστ. διδασκ. 455, Διγ. O 169, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29120, Τζάνε, Κατάν. 322, 470, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20419, Μπερτόλδος 18, 19, 34, 70, Βουστρ. Μεταφρ., Νουθ. Άβιλ. (Κακ.-Πάνου) 60· μτχ. ενεστ. τραβίζοντα, Κώδ. Χρονογρ. 535.
    Από το ουσ. ταύρος και την κατάλ. ‑ίζω (Χατζιδ., ΜΝΕ Á́ 85). Ο τ. στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 18. αι. (Βερβιτζ., Πρωτόκ. 222, 7130, Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Έ́ Παν. Σ 493). Η λ. τον 9. αι. (TLG) και στο Meursius (λ. ταυρίζειν, ταβρίζειν)· βλ. και LBG.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Ασκώ δύναμη σε κ. ή κάπ. για να το/τον μετακινήσω πρός την κατεύθυνση που επιθυμώ· έλκω, σέρνω· (προκ. για πράγμα): ευρών οπήν εσέβασα τ’ άκρον του σκουποράβδου·| εκείνη δε πηδήσασα και τούτου δραξαμένη| εταύριζεν απέσωθεν, εγώ δε πάλιν έξω Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 186· ζεύγη βοών και βουβαλίων απείρων είχασιν εξ ετοίμου, ίνα τους πύργους ταυρίσουν μετά σχοινίων και πλησίον της σούδας φέρωσιν Καναν. (Cuomo) 84· Εκεί οπού ετούτες τραγῳδούν (ενν. οι σειρήνες), κίνδυνοι ένι οι πάντες·| τούτες ευθύς βυθίζουν τα, τα κάτεργα ταυρίζουν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13776· (προκ. για πρόσωπο): όταν ήτονε διά να γεννηθεί ο Ιακώβ, ο Ησαύ τον εκράτησεν από τα ποδάρια και εταύρισέ τονε οπίσω, διά να γεννηθεί αυτός ομπρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 135v· ελθόντες δε τινές φοβεροί στρατιώται ετράβιζαν βιαίως εκείνον τον άνθρωπον να τον υπάγουν εις τον βασιλέα οπού εχρεώστει μύρια τάλαντα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 14236· (μεταφ.): οχ την πατρίδα μου ο πτωχός, τότες, ζιμιό εβγήκα,| κι ήρθα, σαν ξεύρεις, εδεπά, γιατ’ ήμουν τραβισμένος| οχ τα γλυκά τα μάτια της και δυνατά σερμένος Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 343· το φυσικό τον άνθρωπον ταυρίζει| σε κείνα όλα τά μισά και τίποτε δεν χρήζει Τριβ., Ρεφρ. (1) ταυρίζω/τραβίζω τα γένια/μαλλιά/τας τρίχας (ως έκφρ. μεγάλης θλίψης ή απελπισίας): επήγαινε κι έρχετον κι ετράβιζε τα γένια του Μικρ. διήγ. (Zimbone) I 10· τα μαλλιά του εταύρισε και σα γυναίκα εδάρθη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1461· τα μάγουλά της ξέσκιζε, τσι τρίχες τση τραβίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2207· (2) τραβίζω το κουπίν = κωπηλατώ: Έχουσι και ζωντανούς άπειρους εις τους πάγκους,| διά να τραβίζουν το κουπίν στα κάτεργα τους Φράγκους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3064· β) τραβώ κ. προς το μέρος μου, μαζεύω: θέλεις ιδεί τινές πλουσίους οπού δίδουν των επτωχών διά οζούρα ..., οπόταν οι επτωχοί τους φέρνουν τα στάμενα και τον τόκον αρπάζουν ... και ταυρίζουν τα γλήγορα γλήγορα ώσπερ λύκοι ανήμεροι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 350r· γ) παίρνω μαζί μου κ., μεταφέρω: πότε στης ανατολής τα μέρη τη γυρίζει (ενν. ο ναύτης την πέτρα που κράζεται μαγνήτης)| και πότε εις τα δυσικά τα μέρη την τραβίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 24. 2) Τεντώνω: φέρνουν τον Χριστόν και εξαπλώνουν τον απάνω εις τον σταυρόν ... Έπειτα πιάνουν το άλλο του χέρι το δεξιόν και ταυρίζουν το καλά δυνατά και καρφώνουν το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 282r· ο Ιησούς ήλθε απόξω ... και ηβλέπει τον Ιωσήφ και έναι πολλά πικραμένος, οπού δεν έσωνε το ξύλον να κάμει την λετιέραν ... Και έτσι πιάνουν οι δύο, ο Χριστός και ο Ιωσήφ, και ταυρίζουν το ξύλον και μακραίνει όσον ηθέλησεν ο Ιωσήφ, οπού του έκανε χρεία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 246v· όταν το διώχνει (ενν. το λεοντάρι) τινάς ταυρίζει τα ποδάρια του και τα μαζώνει, ήγουν τες πατημίες του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 60v. 3) (Προκ. για αντίρροπες δυνάμεις) εξισορροπώ: τούτα τα πράγματα (ενν. το πυρ και το νερόν, το καλοκαίρι και ο χειμώνας, κλπ.) ... υπό την φύσιν τους ταυρίζει ένα το άλλον, και είναι έτσι και κανένα πράγμα δεν έναι κακόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 37v. 4) Σπρώχνω: ο άγιος Πέτρος ... λέγει: Τι λέγεις, αυθέντη, δεν βλέπεις εδώ πόσοι άνθρωποι σε ταυρίζουν, αμή μας ερωτάς τις σε επίασε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 259r. 5) (Προκ. για τα όργανα της όσφρησης) εισπνέω, ρουφώ: η μύτη και τ’ αρθούνια σου για ν’ ανοιγοσφαλίζουν,| και μυρωδιές πολλών λογιών μέσα μου να τραβίζουν Τζάνε, Κατάν. 40· μήτε ... τα πετεινά του ουρανού δύνονται να στέκουν μέσα εις την θάλασσαν ... Όταν θέλουν να πάρουν την αναπνίαν τους, ταυρίζουν το νερόν μέσον τους και πνίγονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 54v. 6) (Προκ. για μέταλλο) κατεργάζομαι: τ’ αψύ και τ’ άφτιαστο σίδερο δε μαλάσσει,| αν δεν του βάλουσι αχαμνό άλλο να συγκεράσει,| και δεν μπορεί εις εργασιές ψιλές να το τραβίζει,| γιατί από την αψότητα σκορπάται και τσακίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 263. 7) (Νομ.) τραβώ κάπ. στο δικαστήριο, μηνύω: εγώ ενόμιζα ότι αγοράζω χρυσήν κούπαν και συ με πούλησες χαλκήν, δεν έχει να ειπείς ότι κούπαν μόνον σε επούλον· αμή σε τραβίζω, ότι χρυσήν κούπαν αγοράζω, επειδή τίμημα πολύ με επήρες Νομοκριτ. 77. Β´ Αμτβ. 1) α) Τραβώ, σέρνω: Δέκα χιλιάδες ήτονε εκείνοι οπού βοηθούσα,| και βόιδια κι ετραβίζανε κι άνδρες κι εκουβαλούσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2652· β) (μεταφ.) επιχειρώ να πάρω κ.: Ένα πράγμα ... εάν ξεχωρίσουσιν και αγοράσουν το ... δύο τινές άνθρωποι ... οπόταν, μετά την συνήβασιν, έναν από το άλλο μέρος τραβίζει να το επάρει ... Νομοκριτ. 81. 2) Απλώνω, τεντώνω το σώμα μου στην προσπάθεια να κάνω κ.: Το ύστερον ο Εύανδρος, ως ήτον παιδεμένος,| περιλαβαίνει τον Σικύον μ’ όλην την δύναμίν του.| Απέ τον ίππον ταύριζεν κάτω να τονε ρίξει Θησ. Ή́ [397Κι ομπρός στην πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης τρικεφαλόστομος ... (παραλ. 2 στ.). Και το στραφήν και το να ιδεί, εταύρισε το φίδι| και σαν τον σκύλον έσυρε να κόψει τ’ αλυσίδι Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 86. 3) Κλίνω προς κάποια κατεύθυνση· (εδώ μεταφ.): δεν είναι λίγος ο καιρός οπού με πολεμίζουν| η ευγένεια κι αγάπη σου που προς εσέ τραβίζω Μαρκάδ. 156. II. Μέσ. 1) Τεντώνομαι· διαστέλλομαι: ο άνθρωπος όταν θέλει να λάβει την αναπνία του ή να αναστενάξει ... τα σπλάγχνη του ταράζονται όλα και ταυρίζονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 54v. 2) α) Αποτραβιέμαι, αποσύρομαι: τόσον εντροπιάσθηκαν οπού πλέον δεν αποκότησαν να φανιστούν εις τον φόρον, αμή ετραβίσθηκαν από την εντροπήν τους εις το χωρίον Μπερτολδίνος 115· β) παραμερίζω: τραβίσου κάμποσον σε μίαν μερίαν διά να καταλάβω τι λέγει ετούτος Μπερτόλδος 34. 3) α) Πηγαίνω· γυρίζω: Και πού τραβίζεται τώρα ετούτο το παιδίον σου; Μπερτολδίνος 97· β) (προκ. για εχθρική ενέργεια) ορμώ, επιτίθεμαι: Και ο Αβραάμ, οπού ήτονε αρχή εις τα φουσσάτα του Σαούλ, εταυρίσθη απάνω εις τους Παλαιστίνους και έκοψε πολλούς κομμάτια Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191v. — Βλ. και ταυρώ.
       
  • τειχίον
    το, Χρον. Μορ. H 1483, 8431, Χρον. Μορ. P 1462, 2053, 8310, 8398, 8407, Μαχ. 707, 5002, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 69, Zygomalas, Synopsis 198 Θ 1 δις, 199 Θ 1, 210 Κ 32, 259 Π 1, 301 Φ 15, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 226, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1830, Δωρ. Μον. XXIX δις, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1120, 1131, 1229, 1582, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4818, 57625, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14120· τειχί, Παϊσ., Ιστ. Σινά 323, 1354, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1350· τειχίο, Πορτολ. A 22514· τειχιό, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 984, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16618, 2232, 28329, 4157, 48826, κ.π.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. θ’ 25· τειχίο(ν), Θησ. (Foll.) I 84, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1750, 1854, Βεντράμ., Φιλ. 317, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Αχέλ. 1158, Κώδ. Χρονογρ. 691, Χρον. σουλτ. 3020, Ιστ. πατρ. 1607, 16622, Μ. Χρονογρ. 334, 6, Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 110204, 111207, Διακρούσ. (Κακλ.) 410, 482, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2314, 2316, 7338· τειχιό(ν), Θησ. (Foll.) I 88 δις, 89, 112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 366, Σκλάβ. 178, Πηγά, Χρυσοπ. 121 (34), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 126, Δ́ 569, 583, Χορ. δ’ 741, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 4, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 1069, Δ́ 920, Στάθ. (Martini) Ά́ 96, Ιντ. β’ 116, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 529, Γ́ 58, Έ́ 27, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 32, Β́ 291, Γ́ 341, Έ́ 52, 70, 371, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 553· τειχιόν, Βυζ. Ιλιάδ. 1027, Αχέλ. 464, 1615, 1669, 2122, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 695, 845, Θρ. Κύπρ. M 342, Προσκυν. Ιβ. 535 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 323.
    Το αρχ. ουσ. τειχίον. Ο τ. τειχίο και σήμ. Ο τ. τειχιό στο Βλάχ. (γρ. τειχειό) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 341). Τ. τει#03ιόν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 227, λ. τει#03#12όν).
    1) α) Τοίχος κτίσματος: Μάθε λοιπόν το ψήλωμαν ποτάπον έν’ του πύργου| και πώς τον εσυνήργησεν εκείνος ο τεχνίτης.| Το ύψος άνω ανέβασεν οργίας ενενήντα,| το πλάτος γαρ το έσωθεν τριάκοντα οργίας,| το πάχος του τειχίου του οργίες είναι δέκα Φλώρ. 1344· οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι| και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 190· έκφρ. το τειχιό τειχιό = (επιρρ., εδώ για σκαρφάλωμα στο τοίχο) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κατά μήκος του τοίχου: Ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παρεθύρι,| για νά ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 328· β) (συνεκδ.) κτήριο, κατασκευή, οικοδόμημα: Μαρτύρων Τεσσαράκοντα είναι η εκκλησία,| τειχίον ωραιότατον και με πολλά κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 236. 2) α) Τείχος πόλης: ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Αντραβίδα) εις τον κάμπον,| ούτε πύργος ούτε τειχία έναι ποσώς εις αύτην Χρον. Μορ. P 1429· Η Κωνσταντινόπολη έχει αχαμνά τειχία, γλήγορα παίρνεται, μόνο τα καστέλλια την φυλάγουν Επιστ. 16. αι. 1583· ο νόμος της πατρίδας μας ο παλαιός ετότες| έκαμε απόξω οχ τα τειχιά να στέκουσι οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 334· (σε παρομοίωση): ευρίσκομεν το Κάριος εις δύο πόλεις ... Είναι γουν και αι δύο εις το αριστερόν μέρος του ποταμού και έχουσι τον ποταμόν ωσάν τειχίον Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13711· ο τόπος ούτος καλός και επιτήδειος, ευρισκόμενος εις το παραπόταμον του Ντούναβη, όντας ωσάν ένα τειχίον όλης της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· β) (συνεκδ.) περιτειχισμένη, οχυρή πόλη: Τριγύρου όλα τα τειχιά Τουρκιά ’τον γεμωσμένα,| η Χώρα όλη γέμισεν, ήτον μεγάλη πένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 385· γ) έπαλξη τείχους: άνωθεν τούς είχασι (ενν. των Τουρκών) δυο φλάμπουρα παρμένα| οπού ’χασιν εις το τειχιόν απόκοτοι μπημένα Αχέλ. 689· ευρέθη ο ... Χαϊδάρ πασιάς οπού επολέμα εις ένα μέρος της αυτής Λευκωσίας απάνω εις τα τειχία· διότι η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο ... απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5224· οι Ρωμαίοι απομέσα επολεμούσανε και αντιστέκανε και ερρίχνασι απάνω εις το πλήθος των Τουρκών φωτίες αρτιφιτσιάλους με βοτάνι και τειάφι· τα οποία τα ερρίχνασι απάνω από τα τειχία Χρον. σουλτ. 7921· δ) περίβολος μοναστηριού: Κεκόλληνται δε και οι τρεις (ενν. ναοί) τῳ του μοναστηρίου| τειχίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1126. 3) Φράχτης, εμπόδιο· (σε παρομοίωση): η ψυχή οπού στέκεται εις τούτο το κορμί είναι ωσάν ένα φυλακωμένον, είναι τριγυρισμένη απ’ αυτήν την σάρκα, ωσάν από τόσα τειχιά Ροδινός (Βαλ.) 70· (εδώ μεταφ. προκ. για τα μαλλιά της κόρης που κρύβουν το πρόσωπό της): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 4) (Μεταφ., για πρόσωπα) στήριγμα, προστασία: Τειχίον είσαι των παρθένων, ω Θεοτόκε παρθένε, και ολωνών οπού τρέχουσιν εις εσένα Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 1404. — Βλ. και τοιχίον.
       
  • τειχόκαστρον
    το, Μαχ. 9816, 10629, 11032, 1523, 19232, 36210, 5008‑9, 66822, Βουστρ. (Κεχ.) 1212, 1611, 883, Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, 254, Ροδινός (Βαλ.) 223· τειχοκάστρον.
    Από τα ουσ. τείχος και κάστρον. Η λ. το 13. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 18. αι. (Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 9, 511).
    1) Τείχος φρουρίου, πόλης: εκρατούσαν το τειχόκαστρον από την πόρταν του Φόρου ώς τον πύργον του Αγίου Ανδρέου και εκτίσαν απάνω τούς τοίχους και εκρατούσαν το δυνατά Μαχ. 40414· έξω εκ το τειχόκαστρον, μέσα εις το παζάρι| καλά μας εκονέψασι μετά τιμήν μεγάλην Αρσ., Κόπ. διατρ. [72]· το σπίτι του πατέρα του ήτον εκεί σιμά εις το τειχόκαστρον εις τόπον ήσυχον Ροδινός (Βαλ.) 225. 2) (Εδώ πιθ.) είδος πολιορκητικής μηχανής: κάμνουσι (ενν. οι Σαρακηνοί) τειχόκαστρον ξύλινον. Και με τέχνες περισσές και με σχοινία και καρούλια έσυραν μίαν πέτραν μεγάλην και έριψάν την εις τα κεραμίδια της εκκλησίας του Ταξιάρχου Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194. 3) (Η αιτιατ. επιρρ.) πλάι, σύρριζα στο τείχος του φρουρίου (για τη σημασ. βλ. και Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 492]): εκαβαλλίκευσεν ο μισέρ Αντρίας και ο Μάρκο Πέμπος απεζός και επήγαν όλον τειχοκάστρον, να παν εις το καστέλλιν Βουστρ. (Κεχ.) 19018. — Βλ. και τοιχόκαστρον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης