Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγάπη
- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.αληθής,- επίθ., Ασσίζ. (Σάθ.) 1459· αληθός, Φλώρ. (Κριαρ.) 54, Λίβ. (Lamb.) Esc. 960, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 37, 140.
Το αρχ. επίθ. αληθής. Ο τ. αληθός κατά τα δευτερόκλ. σε ‑ός (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 9). Ο τ. αληθός και σε έγγρ. του 1509 (ΕΜΑ 3, 1950, 158).
1) Ειλικρινής, τίμιος: λόγους τούς ξεύρεις αληθούς ειπέ <καθώς> τους γνώθεις Διδ. Σολ. Ρ 140. 2) Αληθινός, πραγματικός, γνήσιος: ως λύκοι επεσέβησαν σπαράξαι και ταράξαι| τους αληθούς χριστιανούς και φίλους του Κυρίου Φλώρ. 54. 3) Που έχει ισχύ, έγκυρος: τούτον αληθές, εάν εκείνος ο βαπτισμένος ή βαπτισμένη είχαν κάμειν αφού ελευθερώθησαν χωρίς πράγμαν του κυρίου τους Ασσίζ. 1459.αμέριμνα,- επίρρ., Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 1, Ασσίζ. (Σάθ.) 19217, 19423,19727, Διγ. (Hess.) Esc. 847, Διγ. (Καλ.) Esc. 847, Πουλολ. (Krawcz.) 650, Λίβ. (Μαυρ.) P 2029, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1794, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2517, Λίβ. (Wagn.) N 651, Αχιλλ. (Haag) L 340, Αχιλλ. (Hess.) L 320, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 228, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 885, Μαχ. (Dawk.) 42432, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 4428, Θυσ. (Μέγ.)2 4· αμέρεμνα, Λίβ. (Lamb.) Esc. 772, 2955, 3052, 4365, Λίβ. (Wagn.) N 772.
Από το επίθ. αμέριμνος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Χωρίς φροντίδα ή φόβο, ξένοιαστα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Εσύ, κόρη, απεμερίμνησες και αμέριμνα κοιμάσαι Διγ. (Καλ.) Esc. 847· ωσάν έκαμε τη νίκη, ... έτρωγε και έπινε και εξεφάντωνε αμέριμνα και δεν είχε έννοιαν Χρον. σουλτ. 4428. Πβ. αμερέμνου· β) ελεύθερα· νόμιμα: και τότες εντέχεται να μείνει αμέριμνος ο πουλητιός, ήγουν ο διαλαλητής και εκείνος οπού ήτον το πράγμαν εδικόν του εντέχεται μετά ταύτα να το περιλάβει αμέριμνα ώσπερ εδικόν του πράγμαν ότι ένι κείμενον Ασσίζ. 19727.αναβιβάζω,- Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 5, Σπαν. (Μαυρ.) P 224, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 86, Ασσίζ. (Σάθ.) 10820, 29422, 35223, 35726, 3593, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 255, Διήγ. Βελ. (Cant.) 456/7, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3155, Λίβ. (Lamb.) Esc. 91, Λίβ. (Lamb.) N 110, Λίβ. (Wagn.) N 3737, Δούκ. (Grecu) 1275, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2614, 2927, 468, 6918, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 409, 415, 706, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31629.
Το αρχ. αναβιβάζω.
1) α) Εξυψώνω κάποιον (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): και ο Θεός ο δίκαιος παιδεύει και αφανίζει| και ατυχίζει άδικους, δικαιούς αναβιβάζει Διήγ. Βελ. 456/7· β) ανεβάζω, προάγω κάποιον σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): εκβαλόντες ουν τον κύριον Μάρκον ληστρικώς ανεβίβασαν τον Συμεώνα τον Τραπεζούντιον Ιστ. πολιτ. 409· γ) (μέσ.) ανέρχομαι σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): Και ανεβιβάσθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο κύρι-Διονύσιος ορισμῴ του κρατούντος Έκθ. χρον. 2927. 2) Αυξάνω (το μισθό): Εζήτησαν ... και άλλο του μη καβαλικεύσαι Χριστιανόν και Εβραίον εντός της Πόλεως και ίνα μη έχωσι και εν τοις ιματίοις αυτών τραχηλίας και του αναβιβάσαι τα σιτηρέσια αυτών Έκθ. χρον. 6918. 3) (Μέσ.) Ανέρχομαι, φθάνω έως ένα ποσό χρημάτων: Αμμέ έχει πόλεμον εάν το έγκλημαν αναβιβάζεται έως έναν μάρκον ασήμιν Ασσίζ. 35223· Εάν το ζήτημαν αναβιβάζεται απού ένα μάρκον ασήμι και ανωμέρου Ασσίζ. 35726. 4) (Κατά παράλ. του «εις νουν») Φέρνω στο μυαλό, σκέπτομαι, κρίνω (Πβ. Ψάλτη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 27): αμ’ ως το γνώθεις έσω σου, ως το αναβιβάζεις Σπαν. P 224. — Πβ. αναβάλλω 2· φρ. (1) Αναβιβάζει ο νους μου = φέρνω στο νου, κρίνω: αμή ως το γνώθεις πάντοτε και αναβιβάζει ο νους σου Διδ. Σολ. Ρ 5· αν το αναβιβάζει ο νους σου Διγ. Άνδρ. 31629· (2) αναβιβάζω εις νουν = φέρνω στο νου, αναλογίζομαι, θυμούμαι: Αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και| εις νουν αναβιβάσω Λίβ. Sc. 3155. 5) Επιβιβάζω κάποιον (σε πλοίο) (Πβ. L‑S στη λ. 3): τον βασιλέα δε και πάντας τους άρχοντας αναβιβάσας εν πλοίοις έφερεν εν Κωνσταντινουπόλει Έκθ. χρον. 2614.αναγελώ,- Σπαν. (Hanna) O 92, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 133, Σπαν. (Μαυρ.) P 283, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 307, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 24, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 319, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 167, Μαχ. (Dawk.) 6563-4, Θησ. (Βεν.) Θ΄ [477], Αρμούρ. (Κυριακ.) 33, Σαχλ. (Vitti) N 85, 381, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 253, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 470, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 267, Αχέλ. (Pern.) 1282, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3812, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 315, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2054, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 187, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33128, 36331, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 783, Βακτ. αρχιερ. 153 ρμα΄, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 214, Μαρκάδ. (Legr.) Πρόλ. 14, 597, Διακρούσ. (Ξηρ.) 977· αναελώ, Άσμα Μάλτ. 71· αναγελώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 783.
Το αρχ. αναγελώ. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
(Ενεργ. και μέσ.) περιγελώ, κοροϊδεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): και απότις την εφίλησεν στέκει και αναγελά την Ερωτοπ. 319· Τότε, ως τα ήκουσε ο Μπαγιαζίτης, εγέλασε και αναγέλασε τα λόγια του Χρον. σουλτ. 3812· φοβούμαι το πολύν φουσσάτον μήπως χειρίσουν τινές και αναγελασθούσιν τίποτες και φανεί μου κακόν Διγ. Άνδρ. 36331· και θέλουσι σ’ ανεγελά όσοι κι α σε κατέχου Ερωτόκρ. Γ΄ 783. — Πβ. περιγελώ, περιπαίζω.ανδρεία- η, Σπαν. (Hanna) A 491, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 126, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 195, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 363, Καλλίμ. (Κριαρ.) 62, 121, 276, Ιερακοσ. (Hercher) 5128, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 44, ΙΙΙ 340, IV 1003,VII 214, Διγ. (Hess.) Esc. 1704, Διγ. (Καλ.) Esc. 1415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2263, 2396, Διγ. (Καλ.) A 1323, 1331, 3351, 3776, 3894, Βέλθ. (Κριαρ.) 5, 166, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 352, 367, 482, Ερμον. (Legr.) Δ 172, X 200, Βίος Αλ. (Reichm.) 1930, Λίβ. (Μαυρ.) P 937, 984, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1994, Λίβ. (Lamb.) N 102, Λίβ. (Lamb.) Esc. 695, 3506, Λίβ. (Wagn.) N 570, Αχιλλ. (Haag) L 446, 1362, Αχιλλ. (Hess.) L 1040, Αχιλλ. (Hess.) N 204, 261, 1201, 1466, 1812, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 61, Δούκ. (Grecu) 4078, Θησ. (Foll.) I 67, Θησ. (Βεν.) Δ́ [626], Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 49, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 85, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 63, Συναξ. γυν. (Krumb.) 14, 218, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10, 23, 27, 112, 117, 123, 144, 145, Αχέλ. (Pern.) 244, 1854, 2057, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 767, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 223, 2366 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 8], 2853, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31720, 31813, 36321, 3663, 38420, 41222, Διγ. (Lambr.) O 1290, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19613, 3733, 44023, 54219· ανδρειά, Λίβ. (Μαυρ.) P 84, 443, Αχιλλ. (Hess.) L 31, 1184, Αχιλλ. (Hess.) N 98, 1007, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 169, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 66, 370, Θησ. (Foll.) Ι 6, 88, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 35, 44, 61, 63, 64, 73, 94, 130, 132, 144, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 20, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1124, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 219, Σταυριν. (Legr.) 18, 892, 1267, Ευγέν. (Vitti) 238, 710, 713, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. ά́ [27], Á́ [265], Γ́́ [1400], Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 45, B́ 416, Γ́ 81, É́ 146, Διγ. (Lambr.) O 1286, 1500, 2880, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 18626, 19814, 27219, 52821, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10711· αντρεία, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4152, 4906, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3164, Αχιλλ. (Hess.) L 1252, Αχιλλ. (Haag) L 908, Μαχ. (Dawk.) 65034, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ́ 992· αντρειά, Αχιλλ. (Hess.) L 1252, Μαχ. (Dawk.) 63825, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1498, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́ 280, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ́ 283, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 11, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Á́ 656, 1052, 1206, 1380, B́́ 503, 1320, 1322, 1636, 2343, 2347, Γ́ 63, 1214, Δ́ 288, 1017, 1536, 1568, 1775, É́ 1414, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Á́ 165, 199, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ [53], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) B́́ [985], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́ 82, 741, Δ́́ 273, Ζήν. (Σάθ.) Γ́́ 181, Δ́́ 137, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 14, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 34520, 38817, 43517, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8411· αντρειγιά, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Á́ 28.
Το αρχ. ουσ. ανδρεία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αντρεία).
1) α) Γενναιότητα (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. αντρεία): ένι εις αντρεία εξάκουστος απάνω εις τους στρατιώτες Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4152· Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη Ερωτόκρ. B́́ 503· στ’ αρχοντικά αναρίματα κι εις της αντρειάς το νάτο Ερωτόκρ. B́ 1322· εστράφην το φουσάτον του σουλτάνου με νίκος με τους Μαμουλούκηδες και εξηγήθησαν την αταξίαν τους Κυπριώτες και πως είναι άπρακτοι της αντρείας Μαχ. 65034· τόσα ’ν’ χαμένα τ’ άρθρα της αντρειάς μου Κυπρ. ερωτ. 1498· —Συνών.: ανδρειοσύνη· β) (προκ. για άνδρα) ορμή, ορμητικότητα: μ’ έτοια αντρειά πορπάτει| οπού βροντές και σκονισμούς κάνει το μονοπάτι Ερωτόκρ. Δ́ 1017· γ) (στον πληθ.) κατορθώματα: εις αντρειγιές εξακουστός εγίνη Ερωτόκρ. Á́ 28· ετραγώδιε τας ανδρείας των ανδρών των περασμένων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ι΄ [215]. —Συνών.: αγαθοεργία, ανδραγάθημα 1α, ανδραγαθία 2· δ) ικανότητα: ποιες δύναμες μπορούσι| και ποιας γυναίκας αντρειές να τονε πολεμούσι (ενν. τον πόθο); Ερωτόκρ. Γ́ 1214. 2) (Προκ. για σκύλο) μεγάλη ενεργητικότητα: του θηρευτικού κυνός και τῃ συνήθει φωνῄ προς ανδρείαν αυτόν ερέθιζε Ιερακοσ. 5128. 3) Ενηλικίωση: την γέννησιν, ανατροφήν, ανδρεία του Αχιλλέως Αχιλλ. N 1806.αντίδικος,- ουσ. και επίθ., Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 61, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1053, Ασσίζ. (Σάθ.) 8924, 21416, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5175, 51811, 51929, 5215, 5459, 5487, 57118, 5761, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2581, 2703, 3584, 6500, 6519, 7122, 7132, 9052, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3754, 6519, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2353, Λίβ. (Wagn.) N 2082, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1185, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 548, Θησ. (Βεν.) Β΄ [672], Ε΄ [327, 981], Ϛ΄ [107], Η΄ [106, 1302], Θ΄ [344, 503], Θησ. (Schmitt) 335 ΙΙΙ 75, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 255, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 390. Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 35, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 592, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 298, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 912, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1814, 3518, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11719, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 393, Ροδολ. (Μανούσ.) Α΄ [520], Γ΄ [462, 554], Δ΄ [149], Αλφ. (Κακ.) 2111, Ύμν. Παναγ. (Κακ.) 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 100, Γύπ. Α΄ 238, 270, Β΄ 489, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 7, Β΄ 70, Γ΄ 9, 183, Ε΄ 485, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 379, 3, 62, VΙ 3, 25, 3, 194, Σταυριν. (Legr.) 685, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1300, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 122, 1018, 1685, Δ΄ 576, Ε΄ 596, Ευγέν. (Vitti) 1177, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β΄ 28, 103, Γ΄ 239, 461, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 11, Δ΄ 177, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [58], Δ΄ [305] Λίμπον. (Legr.) 241, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 242, Ιντ. δ΄ 86, 92, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 15, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 516, Διγ. (Lambr.) O 1849, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4599, 48710, 49019, 53420.
Το αρχ. αντίδικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Ουσ.) αντίπαλος, εχθρός: τό ξέτρεχε για γιατρικό ήτον αντίδικός του Ερωτόκρ. Α΄ 122· Τον τόπον σου φυλάξομεν από τους αντιδίκους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3584· —Συνών.: αντίμαχος Β, αντίος, αντίπαλος 1· β) (δικαν.) αντίδικος (όπως και σήμ.): εκείνος ο αντίδικος οπού εντέχεται να πολεμήσεις Ασσίζ. 21416. 2) α) (Επίθ.) εχθρικός, δυσμενής: Ζήλεια κακή κι αντίδικη, δυσκολονικημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 4599· Γροικά και του αηδονιού γιάντα το ριζικό ντου| κράζει περίσσ’ αντίδικο με τον κιλαδισμό ντου Πανώρ. Α΄ 270· Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα Ερωφ. Γ΄ 9· Ω άστρα, πολλά ’ντίδικα που ’στε στη γέννησή μου Πανώρ. Β΄ 489· μην είσαι ’ς τούτη τη δουλειά ποσώς αντίδική μου Ερωφ. Β΄ 70· στον ύπνον όνειρα αντίδικα ξανοίγω Τζάνε, Κρ. πόλ. 53420· απής καιρό αντίδικο η τύχη θέλει φέρει Στάθ. Γ΄ 239· αντίδικο γνωρίζοντας πολλά το ριζικό μου Ροδολ. Γ΄ [554]· η τύχη μου η αντίδικη τη νίκη να μας φέρει Φορτουν. Ιντ. δ΄ 92· πβ. άδικος 3· —Συνών.: αδέξιος, αντίμαχος Α· β) (δικαν.) έκφρ. το αντίδικον μέρος = οι διάδικοι: έδωκεν το αντίδικον μέρος τα δίκαιά του την δείνα ημέραν Ελλην. νόμ. 51811· Το δε αντίδικον μέρος διδοί τα ερωτήματα Ελλην. νόμ. 5215. Το ουδ. ως ουσ.: αναποδιά, συμφορά: Αϊλίμονον, τις το ’λπιζε τούτο τ’ αντίδικό μου; Φαλιέρ., Ιστ. V 298· Πρικύ ’ναι δίχως πλερωμή άνθρωπος να δουλεύγει| και αντίδικο στη δούλεψη όποιος δεν αντιμεύγει Γύπ. Α΄ 238. — Πβ. και αδεξιοσύνη, αδικία 3, άδικο(ν) 2β, αλί, αλίμονον, ανομία 4, αντιπάθημα.αντιμεύω,- Σπαν. (Hanna) A 614, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 66, Διγ. (Hess.) Esc. 1533, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 526, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3761, Θησ. (Βεν.) Β΄ [816], Ε΄ [631], ΙΑ΄ Υπ. [10], Κορων., Μπούας (Σάθ.) 152, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 174, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [956], Χορ. β΄ [48, 58], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35022· αντιμεύγω, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 44, 185, Πεντ. (Hess.) Γέν. XLIV 4, L 15, 17, Δευτ. XXXII 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 150, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 238, Β΄ 305, 598, Γ΄ 239, Δ΄ 201, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 380, Β΄ 382, Γ΄ 208, Ιντ. γ΄ 35, Δ΄ 706, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙ 1, 445, ΙΙΙ 6, 378, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 54, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 792, 966, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [194, 467], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. δ΄ 20, Διγ. (Lambr.) O Πρόλ. 21, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4808· ανταμεύω, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 708, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 41, 295, 2249· μτχ. αντιμεμένος, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 144.
Από το ανταμείβω με αποκατάσταση της πρόθ. αντί (βλ. Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 27)· η κατάλ. ‑εύω αναλογικά προς τα ρ. σε ‑εύω (βλ. Χατζιδ., Αθ. 9, 1897, 199, 215· 24, 1912, 12 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 271, Β΄ 518). Η λ. και ο τ. αντιμεύγω και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ, λ. ανταμείβω).
1) α) Ανταποδίδω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. ανταμείβομαι ΙΙ· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανταμείβω 1): Το στόμα μόνον το φιλί αντιμεύει Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. β΄ [58]. γιατί αντιμέψετε κακό αντιτά καλό; Πεντ. Γέν. XLIV 4· διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Κι αν έναι και βοηθήσεις μου, ο Θιος σού τ’ αντιμεύγει Πανώρ. Β΄ 598· Και τι έχεις, ω κακόγνωμη ... (παραλ. 1 στ.) και ωσάν το ψάρι το χλωρόν, έτσι με τυραννίζεις;| και νά ’ρθει μέρα και καιρός και να σε το αντιμέψω Ερωτοπ. 526. Πβ. ανταμείβω Ι. β1) (ειρωνικά) αποδίδω τιμές (σε κάποιον): Περάσειν έχω, Μαξιμού, ως διά σεν το ποτάμιν.| Και να σου αντιμέψομεν ως και δίκαιον έχεις Διγ. (Hess.) Esc. 1533· Κρατείτε τονε (δηλ. τον Πανάρετο), στρατηγοί, κι ελάτε μετά μένα διπλού να του αντιμέψομε τά μὄχει καμωμένα Ερωφ. Δ΄ 706· β2) ενεργώ ανταποκρινόμενος σε ανάλογη πράξη: πάλι Τούρκοι σάρπανα ερρίκτα κι αντιμεύγα Τζάνε, Κρ. πόλ. 4808· γ) εκδικούμαι (ανταποδίδοντας), τιμωρώ (Πβ. τη σημασ. στον 5. αι. μ.Χ., Lampe, Lex., λ. αμείβομαι 2): μέσα του λύπην έπηρεν μετά έχθρας μεγάλης,| πλην δεν το έδειχνεν τινός, μόνον καιρόν καρτέριεν| να τ’ ανταμέψει αυτουνού Παλαμήδ., Βοηβ. 708· ν’ αντιμέψω τ’ άδικο που ’καμε του κυρού μου Ερωτόκρ. Β΄ 792· Μα κι η θεά, καθώς θωρώ. καλά τως τ’ αντιμεύγει·| με τσι θανάτους κι αστοχιές περίσσια τσι παιδεύγει Πανώρ., Δ΄ 201· να υπαγαίνουν στην Ουγγριάν διά να ανταμέψουν| λωλόν τον Μπατοργάμπορον και να τον φρονιμέψουν Ιστ. Βλαχ. 295· Πβ. και ανταποδίνω 3. —Συνών.: ανατάζω 2β, αντιμετρώ γ· δ1) (ενεργ. και μέσ.) (ηθικά) κατά ανταπόδοση πληρώνω, αμείβω, ικανοποιώ: ’ς τόσο καλό που του ’καμα πώς μ’ έχει αντιμεμένο Ερωφ. Δ΄ 144· τω δουλευτάδω των πιστώ τσι κόπους ν’ αντιμεύγει Ερωφ. Α΄ 380· Μα δα σε θέλει αντιμευθεί πλέο παρά που κοπιάζεις Φαλιέρ., Ιστ. V 185· και μ’ ένα σκιάς ανάβλεμμα γλυκύ να τ’ αντιμεύγεις Πανώρ. Β΄ 305· να γδικιωθώ, ν’ αντιμευτώ το δίκιο μου με βιάζει Ερωτόκρ. Β΄ 966· δ2) (προκ. για συναισθηματική κατάσταση) παρέχω αντάλλαγμα, πληρώνω, ικανοποιώ: Μια κι άλλη σαϊτιά ναν τα δοξέψει (δηλ. ο Έρωτας τα στόματα)| και την πληγήν τους πάσχουν την γλυκειά τους| ένα με τ’ άλλο στόμα να αντιμέψει Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. β΄ [48]. Πβ. αναπληρώνω Α΄ 2β. 2) Αναπληρώνω: υιέ μου, αν σ’ έθλιψεν ο Θεός κι έχασες εδικόν σου,| μη βλασφημήσεις εις Θεόν ... (παραλ. 1 στ.) ότι εκείνος έχει το πάλιν να τ’ αντιμέψει Σπαν. A 614. 3) Επιστρέφω, εξοφλώ (χρέος): ... δεν έχω| δύναμη να πλερώσω,| το χριος μου ν’ αντιμέψω το περίσσιο Πιστ. βοσκ. ΙΙ 1, 445. 4) (Με αντικ. πρόσ. ή και με β΄ αντικ. τη λ. κακό) προξενώ κακό: να μας μανιοκρατήξει ο Ιωσέφ και στρεμμό να στρέψει εμάς όλη την κακοσύνη ος αντιμέψαμε αυτόν Πεντ. Γέν. L 15· συμπάθησε εδά την αμαρτιά των αδερφιών σου και το φταίσιμό τους ότι κακό σε αντίμεψαν Πεντ. Γέν. L 17. — Πβ. και ανταμείβω.ανυδρία- η, Σπαν. (Hanna) A 524· ανυδριά, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 12· ανεδρία, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 436.
Το αρχ. ουσ. ανυδρία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανυδριά).
Έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): από χειμώνος δυνατού, από ανυδριάς και ξήρας| ξηραίνονται και χάνονται (ενν. τα αμπέλια και τα χωράφια) Διδ. Σολ. Ρ 12. — Βλ. και αβροχία.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.