Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- άβλαβος,
- επίθ., Διγ. (Καλ.) A 964, 3618, 4320, Βέλθ. (Κριαρ.) 777, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 181, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 68.
Από το αρχ. επίθ. αβλαβής. Η λ. και στο Βλάχ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Που δεν έπαθε τίποτε, σώος, απρόσβλητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): τους έστρεψε τους κουμέσους οπίσω ύγιους και άβλαβους Σουμμ., Ρεμπελ. 181· τόσον μεγάλον θανατικόν εγίνην … και δεν αφήκεν ούτε κάστρη ούτε χώρες άβλαβες ούτε οσπίτι Συναδ., Χρον. 68· β) αμετάβλητος, ακέραιος, ανόθευτος: τηρήσας πίστιν τήν αυτού άβλαβον έως τέλους Διγ. A 4320. — Πβ. άβλαφτος.αγάπη- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.άγιος (ΙΙ),- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68α, ΙΙΙ 297, 325s (χφφ gv) (κριτ. υπ.), 381, Ασσίζ. (Σάθ.) 3025, 11323, 1266, 9, 24, 27414, 27914, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 995, Διγ. (Hess.) Esc. 1838, Διγ. (Καλ.) A 1362, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 495, 814, 911, 8752, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1116, 4256, Chron. brève (Schreiner) 198, Πτωχολ. (Schick) P 153, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 961, Απολλών. (Wagn.) 414, Ιμπ. (Κριαρ.) 572, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10422, Χρησμ. (Trapp) I 66, Ανακάλ. (Κριαρ.) 3, 28, 70, 76, 99 (αγιάν), 109 (αγιάς), Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 136 (αγιαί), Μαχ. (Dawk.) 9230, 2785, 5183, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1025B, 1030A, 1031B, 1031C, 1052C, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 11, II 34, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 241 (αγιάν), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 16, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10735, Έκθ. χρον. (Lambr.) 194, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 68, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 80, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΙΙΙ 5, ΧΙΙ 16, ΧΙΧ 6, ΧΧVIII 2, Λευιτ. XVI 4, XIX 2, XX 7, XXI 6, XXIII 2, Αρ. V 17, Δευτ. XIV 2, XXVIII 9, Αχέλ. (Pern.) 917, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10512, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 372, 374, 393, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1666, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 351, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 209, 213, 240, 327 (αγιά), 330, 353, Ε΄ 387 (αγιάς), Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 105, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 245, Σταυριν. (Legr.) 1112, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1054, 2490, 2495, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 176 ρά́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ΄ 23, Ε΄ 296, 612, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Δ́́ 125, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11626.
Το αρχ. επίθ. άγιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Προκ. για το Θεό και για ό,τι σχετίζεται με το θείο (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α): να προσκυνεί, να επαινεί, πάντα να σε δοξάζει| το άγιόν σου όνομα και να σε ονομάζει Ιστ. Βλαχ. 2490· αυτή η μήτηρ του Χριστού, λέγω η Παναγία (παραλ. 3 στ.), των ουρανίων στρατειών, πάντων αγιοτέρα Διακρούσ. 11626· η αγία του Θεού εκκλησία ένι κρατημένη … να χωρίσει τον αυτόν γάμον Ασσίζ. 1269. 2) Προκ. για πρόσωπα ή ανθρώπινες ομάδες· ευσεβής, ενάρετος (πβ. Bauer, Wört. 1ba και ΙΛ στη λ. 2α): Εξελέξαντο ουν τον φιλόσοφον κύρι Γεώργιον τον Σχολάριον, … άνδρα αγιότατον και ευλαβέστατον Έκθ. χρον. 194· και να αγιαστείτε και να είστε άγιοι, ότι εγώ ο Κύριος ο Θεός σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 7· ότι λαός άγιος εσύ του Κύριου του Θεού σου Πεντ. Δευτ. XIV 2. 3) α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ στη λ. 1): και τον ναόν τον άγιον του να τον διατηρούσι Κορων., Μπούας 68· Περί πουλήσεως λειψάνων αγίων Βακτ. αρχιερ. 176 ρά́· και βαπτισθείς εν ύδατι αγίῳ κολυμβήθρας Διγ. A 1362· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια του Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183· και ποίσε μέ καλόν κι άγιον ψιχάδιν| το πνεύμα προς εσέν να βρει την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10735· Ω η καημέν’ η μάννα μου, άγια τα κοκκαλά της Κατζ. Β́́ 351· β) προκ. για ανθρώπινους θεσμούς· σεβαστός: καλά ηγνωρίζετε πάντες οι άνθρωποι ότι κατά την αγίαν ασσίζαν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 12624· Τούτον εστίν περί των αγίων θεσπισμάτων Ασσίζ. 27914· πειδή κι οι νόμ’ οι άγιοι έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 296. 4) Προκ. για αξιωματούχους της Εκκλησίας και της πολιτείας: να το εγκαλέσομεν τον άγιον βασιλέα Προδρ. ΙΙΙ 381· να γράψω εις τον βασιλέαν, στον άγιον μου αφέντην Χρον. Μορ. P 8752· και έρχουνταν εις τον ρήγαν από τον αγιότατον πάπαν Μαχ. 2785· να υπάγει εις τον αγιότατόν μας πατέρα τον απόστολον| ίνα του δοθεί άδεια να ιερατεύει Ασσίζ. 36425.αγκαλίζω,- Διγ. (Καλ.) A 1259, 2942, Μαχ. (Dawk.) 9812, 11420, 42421, 60031, Βουστρ. (Σάθ.) 428, 429, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2511.
Από το ουσ. αγκάλη. Πβ. όμως και το αρχ. αγκαλίζομαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Αγκαλιάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και αγκαλίζοντας αυτόν ηδέως κατεφίλει Διγ. A 1259. 2) Περιλαμβάνω: τούτον το Κουρίκος ήτον του ρηγός της Αρμενίας … και πηγαίνει με την γην της επαγγελίας και να κατεβεί εις το Αρμενάκιν και να ’ρτει εις την Σελευκίαν … Τούτα ούλα επήραν τα δια τας αμαρτίας μας οι Τούρκοι και έμεινεν η χώρα του Κουρικός. Απέ την εκκλησίαν της Αγίας Τριάδος ν’ αγκαλίσει πολύν τόπον και να ’ρτει εις τα Πιλέρια … και να κατεβεί εις τα Εβραίκα να ’ρτει εις το Κουρίκος Μαχ. 9812. — Βλ. και αγκαλίζομαι.αγνώριστος,- επίθ., Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 18, Διγ. (Καλ.) A 453, Φλώρ. (Κριαρ.) 494, 498, 1524, Λίβ. (Lamb.) Sc. 486, Αχιλλ. (Haag) L 996, Αχιλλ. (Hess.) N 1290, Πικατ. (Κριαρ.) 139, Αχέλ. (Pern.) 1119, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13517, Πανώρ. (Κριαρ.) Έ́ 99, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36634, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Έ́ 1541, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 1022, Έ́ 41· αναγνώριστος, Απολλών. (Wagn.) 241, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 58· ανεγνώριστος Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 748, Φλώρ. (Κριαρ.) 1179, Λίβ. (Μαυρ.) P 1479, 1483, 2024, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1580, 2945, Λίβ. (Lamb.) Sc. 461, 1786, Λίβ. (Wagn.) N 1427, Πικατ. (Κριαρ.) 135, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 8212, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 42, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32217, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 58, 59, 66, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 820, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19628, 46222.
Το μτγν. επίθ. αγνώριστος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Που δεν μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει: ο οποίος λέγουσι ότι εδιάβη πολλές βολές εις την Πόλη αγνώριστος και εις τον αδελφό του τον Μουσταφά Χρον. σουλτ. 13517 (πβ. άγνωρος 2α)· β) που δεν αναγνωρίζεται ύστερα από αλλοίωσή του, που έχασε την προηγούμενη μορφή του (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αλλ’ έκοψαν τα κάλλη της, αγνώριστος υπάρχει Διγ. A 453· Φόβος και τρόμος είν’ κανείς να ιδεί απεθαμένον,| άσχημον και ανεγνώριστον και ξεκοκκαλιασμένον Αλφ. ΙΙ 42 (πβ. ασούσσουμος και ανέγνωρος, ασούσσουμος και αγνώριμος, ασούσσουμος και άσχημος). 2) Άγνωστος, μη γνώριμος (πβ. L‑S. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Τόπους επερπατήσαμεν αδήλους κι αγνωρίστους Φλώρ. 1524· Δούλος σου ανεγνώριστος, ξένος, αλλ’ εδικός σου,| τόν ακομή ουκ εγνώρισες ουδέ συνέτυχές τον Λίβ. Sc. 461 (πβ. αγνώριμος 2, άγνωρος 1). 3) Που δεν ξέρει, που δεν έχει δοκιμάσει κάτι: απείραστον, αγνώριστον του έρωτος και αγάπης Αχιλλ. L 996.άγουρος (ΙΙ)- ο· άγορος, Διγ. (Hess.) Esc. 503, Φλώρ. (Κριαρ.) 136, 1608, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2031, Λίβ. (Wagn.) N 36, 392, 682, 750, 1030, 1209, 1532, 3625, Αχιλλ. (Haag) L 67, 162, 415, 436, 806· άγουρος, Πρόδρ. (Legr.) 12, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 136, III 373, Διγ. (Mavr.) Gr. II 156, III 22, 48, 61, 83, 93, IV 247, 256, VI 428, VIII 140, Διγ. (Hess.) Esc. 24, 31, 47, 199, 205, 308, 364, 487 δις, 500, 505, 515, 567, 580, 730, 895, 944, 1032, 1302, 1601, 1715, Διγ. (Καλ.) A 359, 381, 392, 950, 999, 1218, 1672, 1905, 1925, 2004, 2040, 2302, 2317, 2438, 2443, 2548, 3401, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 85, 665, 679, 699, 1021, 1768, 2312, Φλώρ. (Κριαρ.) 488, 607, 1434, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 164, Λίβ. (Μαυρ.) P 10, 569, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1651, Αχιλλ. (Hess.) N 114, 140, 218, 925, 939, 1006, 1428, 1459, 1535, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 75, 268, 292, 300, 393, 620, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 231, 289, Ch. pop. (Pern.) 385, Ριμ. κόρ. (Pern.) 665, 730, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 118, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3245, 33410, 34723, 3561, 37023· άγγουρος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1653, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 9, 2249, Γ́́ 1562, Δ́́ 1940, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 188, 194, Έ́ 92, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 313, κ.π.α.
Από το αρχ. επίθ. άωρος (Hatzid., Einleit. 119, Χατζιδ., ΜΝΕ B́́ 326, Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 21-22. Βλ. όμως και Kretschmer, Glotta 20, 1932, 239-240 και Κοραή, Άτ. Ά́ 88). Ο τ. άγουρος και στο Γεώργ. Συνεχ. (Mor.) Á́ 85, τον Πορφυρογ., Έκθ. (Βόνν.) 47113 και την Άννα Κομν. VII VII 3. H λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Νέος, παλληκάρι: πόθος εκατεκράτησεν αγόρου την ψυχήν μου Λίβ. Sc. 2031. Συνών. αγουρίτσης, νέος, νεούτσικος, νεώτερος ο, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)· β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού: και οι βάγιες του παλατιού μετά και τους αγόρους| χαράν εκαταστήσασιν Φλώρ. 136. 2) Παλληκάρι, πολεμιστής: ομπρός υπάν οι αγούροι του και ο αμιράς οπίσω Διγ. (Hess.) Esc. 205· τον Μελεμέντζην κράζει,| ον είχεν πρώτον άγουρον, έξαρχον απελάτων Διγ. A 3401· και τους αγούρους ελάλησεν και ταύτα τους ελάλει (παραλ. 1 στ.): «Λόγον έχω, συντρόφοι μου, θέλω να σας συντύχω» Αχιλλ. O 393· μη τινάς επαγόμενος μαχίμους στρατιώτας (παραλ. 2 στ.), μηδέ πεζών επιδρομήν σφενδονητών αγούρων Προδρ. Ι 136 (πβ. αγόρι(ν) 1, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)). 3) Το κατ’ εξοχήν «παλληκάρι», γενναίος (πβ. ΙΛ στη λ. Β 2β): και αν ένι τις και δόκιμος και έχει ψυχήν θρασείαν (παραλ. 2 στ.) και αποκοτήσει ως άγουρος και επιλαλήσει εις μέσην … Προδρ. ΙΙΙ 373.αγριόκατος- ο, Διγ. (Καλ.) A 4732, Χρησμ. (Trapp) VII 11, X 22, Χρησμ. (Βέης) 1437, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 338.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. κάτης. Η λ. και σήμ., (ΙΛ λ. αγριόγαττα).
Αγριόγατος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγριόγαττα 1): με τα πετσιά οπού φορούν άπαντες εις τους πόδας,| με τα μαλλιά και δέρματα αλπούδων τε και λύκων,| αγριοκάτων, λαγωών Διγ. A 4732· ορά ’χε σαν κατόπαρδος και πόδια σα βουβάλι| και μάτια σαν αγριόγατος Ερωτόκρ. Β́́ 338. — Πβ. αγριοκάτης.αγριωδώς,- επίρρ., Σπαν. (Μαυρ.) P 198, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 541, Διγ. (Καλ.) A 1057.
Από το επίθ. αγριώδης.
Με τρόπο άγριο, φοβερό: Αυτίκα τε μετά θυμού και μετ’ οργής μεγάλης,| απειλικώς με ήλεγξαν αγριωδώς ιδόντες Διγ. A 1057. — Πβ. άγρια α.άγροικος,- επίθ., Διγ. A 4737, Λίβ. (Wagn.) N 23, Δούκ. (Grecu) 1511, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 415, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 43, Γ́́ 152· αγροικός, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 1055, 1061, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1043 C (κατά Χαριτων., Πλάτων 4, 1952, 95, αγροικικός).
Το αρχ. επίθ. άγροικος. Ο τ. αγροικός από επίδρ. επιθ. σε ‑ικός (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 172. Βλ. και Φάβ., Αθ. 51, 1941, 116-117). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγροίκος Ι).
1) Άγριος, ατίθασος: και εις ολίγον διάστημα της χαίτης τε κρατήσας| όπισθεν τον εγύρισεν τον αγροικόν και μέγαν Διγ. Gr. IV 1061. 2) Απλοϊκός: Πλανήσας σε τους πάντας αγροίκους εν αυτῴ τῳ δόγματι, υπούλως επραγματεύετο και την των χριστιανών φιλίαν Δούκ. 1511.αδιάντροπος,- επίθ., Σπαν. (Hanna) V 127 (διορθώσ. από αδιάνθρωπος), Πωρικ. (Winterwerb) I 135 κριτ. υπ., Διγ. (Καλ.) A 1951, Διγ. Z 1922, Ερμον. (Legr.) Γ 111, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 237, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 281, Πουλολ. (Krawcz.) 221, 329, 442, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 138, Βίος γέρ. (Schick) V 625, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 34, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 226, Έ́ 286, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 247, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 211, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35618, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 270, Έ́ 62, 240, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 15 κριτ. υπ.
Από το επίθ. αδιάτροπος (που απ. στο Νικηφόρο Πρεσβύτερο, Βίος αγ. Ανδρέου, PG 111, 724B και σε κείμ. του 10. αι. (Βλ. ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 187), παράλληλο του αδιάτρεπτος, που ήδη σε Σχολ. (L‑S) κατά τα αδιάστρεπτος-αδιάστροφος, αδιάσταλτος-αδιάστολος, αδιάτμητος-αδιάτομος. Το ν από επίδρ. του εντρέπομαι. Πβ. το αρχ. διατρέπομαι, Στέφ., Θησ. Κατά Ανδρ., Λεξ. από το στερ. α‑ και το *διεντρέπομαι. Πβ. Κουκ., Αθ. 56, 1952, 314. Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 108. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Διά τούτο όποιος αγαπά, γονείς του δε φοβάται,| ου συγγενείς εντρέπεται, ου γείτονας αιδείται,| αλλά είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης Διγ. A 1951· Κι ένα σκυλίν αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν,| του Μεχεμέτη απόγονον και του δαιμόνου σπέρμα Θρ. Κων/π. διάλ. 70.άδολος,- επίθ., Σπαν. (Μαυρ.) P 438, Διγ. (Καλ.) A 1979, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 985 (έκδ. άδηλος· Hess., Byz. 1 1924, 314, διόρθ.: άδολος), Φλώρ. (Κριαρ.) 1504, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1204, Λίβ. (Μαυρ.) P 2453 (βλ. Lambert, Λίβ., Γλωσσ. λ. άδουλος), Λίβ. (Lamb.) Sc. 2710, Δούκ. (Grecu) 15524, 21520, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 88, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3966, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 428, 436, Δ́́ 1125, Λίμπον. (Legr.) 240.
Το αρχ. επίθ. άδολος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Ειλικρινής, πραγματικός, γνήσιος: ει να θελήσω εγώ ποτέ λυπήσαι την ψυχήν σου (παραλ. 1 στ.) και δεν φυλάξω άδολον την εδικήν σου αγάπην Διγ. A 1979· διατί είχασιν ελπίδα| ότι με πίστιν άδολον σ’ εμένα την πατρίδα (παραλ. 1 στ.) οστρακισμός γενεί ήθελε Λίμπον. 240· β) καθαρός, αγνός (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Στ’ άδολα και τα καθαρά φιλιά ν’ ανακατώσεις| άλλα φιλιά της ασχημιάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 428· Και το φαρμάκι εμπόδισα του πόθου να μη σώσει| στην άδολήν μου την καρδιάν και μου τηνε πληγώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 436· Επιλογήθης κι είπες του αν καλοεθυμάται| κάποτες μίαν αμαρτωλήν, ανέν και αναστοράται| πόθεν το γράφει το χαρτίν. Τότε επιλογήθη| και ως να ήτον άδολη σε το κατεξηγήθη Σκλέντζα, Ποιήμ. 1204.αδυνατώ,- Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53221, Διγ. (Mavr.) Gr. II 16, Διγ. (Hess.) Esc. 1860, Διγ. (Καλ.) A 585, 4608, Βίος Αλ. (Reichm.) 1747, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1649, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. XXV 35, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32522, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15922.
Το αρχ. αδυνατώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδυνατίζω).
1) α) Δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω κάποιον, υστερώ (απέναντι σε κάποιον): όταν γαρ κύνες μάχωνται προς μειζοτέρους κύνας,| αδυνατούντες κατ’ αυτών μεγάλως υλακτούσιν Βίος Αλ. 1747· β) είμαι ανίκανος: είναι καθ’ εκάστην μετ’ εμού και αδυνατεί της συναφείας και ελπίζει του ευρείν ιατρείαν Ελλην. νόμ. 53221. 2) (Προκ. για πράγμα) είναι κάτι αδύνατο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ): όσα γαρ θέλεις δύνασαι, ουδέν αδυνατεί σοι Διγ. A 585.αηδόνα- η, Διγ. (Mavr.) Gr. VII 162 (αηδόνα ή αηδών;), Διγ. (Καλ.) A 946, 1971, 4704.
Από το ουσ. αηδόνι.
Αηδόνι (προκ. για καλλίφωνη γυναίκα): πέρδικα σ’ έχω ολόχρυση, τρυγόνα μου ζευγάρι| και αηδόνα μουσική εις το χρυσό κλουβίον Διγ. A 1971· Νεκράν σε, ω πανεύγενε, ορώμεν ηπλωμένην,| την αηδόναν την λαμπράν και άσπρην περιστέραν Διγ. A 4704.αιματώνω,- Διγ. (Καλ.) Esc. 1406, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2080, Διγ. (Καλ.) A 3077, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 535, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 158, Πουλολ. (Krawcz.) 169, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 430, 464, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 306, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 421, Θησ. (Βεν.) Β́́ [107], Ζ́́ [415], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1136, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 4811, 519, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 149, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 107, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 215, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1147, Λίμπον. (Legr.) 43, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 248, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28628, 37525, 48717· ματώνω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 147, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 408, 415, 785, Θησ. (Βεν.) Β́́ [842], Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 755, Συναξ. γυν. (Krumb.) 666, Αχέλ. (Pern.) 236, 512, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ́́ 436, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37833, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 717, 1701, Δ́́ 1283, 1597, Θυσ. (Μέγ.)2 463, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 583, Δ́́ 194, Έ́ 1287, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 184, Γ́́ 115, 143, Έ́ 1, 383, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 278, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2871, 2941, 5316.
Το αρχ. αιματώ. Η λ. και σήμ. και με τους δύο τύπους (Δημητράκ.).
Α´ Μτβ.: Πληγώνω: όλοι να αποθάνουσι διά τον Μαχουμέτην| και διά τον αυθέντην των όλοι να ματωθούσι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 785: Ηύρηκε τήν πολυαγαπά κρυγιά και ματωμένη Ερωτόκρ. Β́́ 717. Β´ Αμτβ.: Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά ματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| και μες στα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1701. Β´ Αμτβ.: 1) Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά εματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| σ’ όλα τα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1701. 2) Κοκκινίζω: μη ματωθούν οι ακτίνες σου (ενν. ήλιε) στο αίμα των Λατίνων Αθ. 51, 1941, 33. 3) Συγκρούομαι σε μάχη: Κι εκείνα τ’ άστρη που θωρούν καλά ’ς το μαρτυρήσουν,| το πως στανιό μου πολεμώ κι είμαι πολλά θλιμμένος,| και ο θεός ο Πρίαπος των λιβαδίων τούτων| που θέλει να ματώσομεν αντάμα μετά τούτων Θησ. Ε΄ [628]. Η μτχ. αιματωμένος και ματωμένος = 1) α) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία: Τούτα τ’ αρπαξιμιά τα ματωμένα| πλούτη κι η βασιλειά σου δε μπορούσι| όφελος να σου δώσουσι κιανένα Ερωφ. Γ́́ 436· Και μέσα στην αναμιγήν, στην ματωμένην μάχην Τζάνε, Κρ. πόλ. 2871· β) που σχετίζεται με αίμα (σε κυριολ. και μεταφ. σημασ.), ψυχικό πόνο: Πότε να σε απάντησα με δάκρυα ματωμένα Ερωτοπ. 147 (πβ. την αρχ. παροιμία αίματα κλαίειν και τη νεοελλ. γαίματα κλαίω, βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Ά́ 351)· Ετούτες οπού φαίνονται πέτρες μου ματωμένες| σαν να ήσαν γλώσσες φλογερές, παντοτινά αναμμένες Λίμπον. 55· Μα κρίνω, δεν το δέχεσαι (ενν. το στήθος μου), γιατί ’ναι ματωμένο| κι ογιατί καίγει ως να ’τονε καμίνιν αφτωμένο Πανώρ. Β΄ 215· γ) καμωμένος με αίμα: επήρε το ραβδίν μου| και γράμματα μοι έγραψε απάνω αιματωμένα Διγ. A 3077. 2) Κοκκινωπός (εξαιτίας του πορφυρού λίθου) (Για τη χρ. βλ. Λάμπρος, ΝΕ 6, 1909, 381, και πβ. ΝΕ 8, 1911, 195 και 204): Αντίκρυτά τους εκεινών (ενν. των παραστάσεων των γυναικών και του παιδιού) τέσσαρες ματωμένοι (ενν. άνθρωποι· παραστάσεις ανδρών)| ...| κι εκείνοι απολιθώθησαν κι εγίνησαν ως λίθοι Βεν. (Λάμπρ.) 79· 3) Που περιέχει αίμα: Οι Εβραίοι επαίρναν το νερόν αυτό το ματωμένον,| σ’ αυτούς καθάριο ευρίσκετο και νόστιμον πιωμένον Χούμνου, Κοσμογ. 2281.αισθητός,- επίθ., Διγ. (Καλ.) A 108, Λίβ. (Μαυρ.) P 495, 1064, Λίβ. (Lamb.) N 632, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 486, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31427, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11419· αιστητός, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2510, 4009, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1352, 1441, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 62 (έκδ. αισθητή· Κριαρ., Byz., 28, 1958, 78, διόρθ.: αιστητή), Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 146r.
Το αρχ. επίθ. αισθητός.
1) α) Αληθινός, πραγματικός: και έβλεπες ήλιον αισθητόν, ουκ ήτον συντυχία Λίβ. N 632· β) που έχει πραγματική υπόσταση, ζωντανός: κι εκείνα τα μηχανικά και αναίσθητα πουλία| εσυνερίζοντο λοιπόν τα αισθητά και ζώντα Διγ. A 108· ολημερίς να κάθεται να την περιλαμπώνει| και ωσάν να ήτον αισθητή, να την καταδαγκώνει Τριβ., Ρε 62. Πβ. αισθητικός 2. 2) Συγκεκριμένος, γήινος: Κίτιν, πιόν, κοίτην δώσε μου, την κοίτην να κοιτάσω| ωσάν εσέν, παράδεισε των αιστητών των πλάσων Κυπρ. ερωτ. 1352· Ο άγγελος ο αιστητός οπού ’βλεπεν την ζων μου| μ’ αφήκεν τέλεια μοναχόν κι έχασα την οδόν μου Κυπρ. ερωτ. 1441. 3) Ευαίσθητος: Και αν είναι ότι είσαι αιστητή, ναμε ψυχοπονέσεις Λίβ. Esc. 4009. Πβ. αισθητικός 1. 4) Σημαντικός, όχι ευκαταφρόνητος: κι αφάνισον τον Αμαλίκ, τον πονηρόν εχθρόν σου,| τον αισθητόν αντίπαλον κατάβαλον εν τάχει Διακρούσ. 11419. Έκφρ.: φως αισθητόν = όραση: Εκεί ευρίσκουν τον τυφλόν, εις της Χρυσιάς την πόρταν (παραλ. 2 στ.), διαβάζει χρόνους ικανούς, βοών, αναστενάζων: «Πού μοι το φως το αισθητόν η δόξα μοι και κλέος;» Γεωργηλ., Βελ. 486.αιφνιδώς,- επίρρ., Διγ. (Καλ.) A 4610, Διγ. (Καλ.) Esc. 1862· αφνίδιως, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4728· αφνίδως, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 9019.
Ο τ. αιφνιδώς εσφαλμ. γραφή αντί *αιφνιδιώς (που από το αιφνιδίως) ή από το αιφνίδια με επίδρ. επιρρ. σε ‑δώς. Ο τ. αφνίδιως από το αφνίδια με επίδρ. επιρρ. σε ‑ως ή εσφαλμ. γραφή αντί *αφνιδίως <αιφνιδίως. Ο τ. αφνίδως εσφαλμ. γραφή αντί αφνίδιως. Για τη λ. βλ. και Αλεξίου Στ. [Διγ. Esc. σ. 155, σχόλ. στ. 1862].
Ξαφνικά: Στραφείσα τούτον αιφνιδώς βλέπει ψυχορραγούντα Διγ. A 4610. —Συνών.: ακαρτέρετα. — Πβ. και αιφνηδόν, αιφνίδια, αιφνίδιον, αιφνιδιού.αιχμαλωτεύω,- Τρωικά (Praecht.) 52518, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 348, Διγ. (Καλ.) Esc. 99, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3018, Διγ. (Καλ.) A 421, 4254, Βίος Αλ. (Reichm.) 2744, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2817, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4004, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 567, 593, 596, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Αλφ. (Κακ.) 1417, Μαχ. (Dawk.) 815, 17, 19, 104, 6228, 11217, 1724, 20832, 36019, 43627, 4669, 6283, 67828, Δούκ. (Grecu) 614, 10312, 27912, 32324, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 215, 830, 10830, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 125, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4010, 7120, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 44, 100, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13128, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 242, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32120· αιμαλωτεύω, Μαχ. (Dawk.) 1724· αμαλωτεύω, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧIV 14, XXXI 26, XXXIV 29, Έξ. ΧΧΙΙ 9, Αρ. ΧΧΧΙ 9, Δευτ. ΧΧΙ 10· αμαλωτεύγω, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXIV 22.
Το μτγν. αιχμαλωτεύω.
1) α) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Και εχαλάσαν πολλές χώρες και κάστρη και αιχμαλωτεύσαν τον λαόν Μαχ. 817· Κόρην αιχμαλωτεύσατε την αδελφήν μας τώρα| και ταύτην μην ευρίσκοντες δεν θέλομεν να ζούμε Διγ. A 421· Και άκουσεν ο Αβράμ ότι αιχμαλωτεύτην ο αδελφός του, και αρμάτωσεν τα παλληκάρια του ... και έδραμεν ως τη Δίαν Πεντ. Γέν. XIV 14· ότι να έβγης εις τον πόλεμο ιπί τον οχτρό σου και να τον δώσει ο κύριος ο Θεός σου εις το χέρι σου και να αμαλωτέψεις την αμαλωσιά του Πεντ. Δευτ. ΧΧΙ 10· β) αιχμαλωτίζω, κυριεύω ψυχικά: κόρη, τον ηχμαλώτευσεν ο πόθος δι’ εσέναν Λίβ. Sc. 2817. 2) α) Αρπάζω, οικειοποιούμαι: Διότι οι Σαρακηνοί το νησσίν αιχμαλωτεύσαν το και ευρέθησάν του και δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά και επήραν τα Μαχ. 67828· Και πάντα τα εκείσε τα μεν ηχμαλώτευσε, τα δε κατέκαυσε και ηφάνισεν Σφρ., Χρον. μ. 10830· β) (προκ. για ζώα ή πράγματα): Ότι να δώσει ανήρ προς τον σύντροφό του γαδούρι γή ( = ή) βόδι γή πρόβατο και παν χτηνό να φυλάξει και απέθανεν γή ετσακίστην γή αμαλωτεύτην Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 9. 3) Καταλαμβάνω, κατακτώ: Θωρώντα ο αφέντης της Σπάρας πως το δελοιπόν στόλος δεν εφάνην, αιμαλώτευσεν την Τρίπολιν και εστράφησαν εις την Κύπρον Μαχ. 1724· Εκρούσευσαν γαρ τα πέριξ καστέλια και ηχμαλώτευσαν αυτά Έκθ. χρον. 7120. — Πβ. και αιχμαλωτίζω.αιχμάλωτος,- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 425, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 727, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) A΄ 257, Καλλίμ. (Κριαρ.) 606, 1843, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5557, Διγ. (Καλ.) A 554, 807, 2710, Ερμον. (Legr.) Ψ 296, Ω 205, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1259, Σωσ. (Legr.) 484, Λίβ. (Μαυρ.) P 1459, 1665, Λίβ. (Lamb.) Sc. 427, 2650, 3195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1473, 1543, 1736, 1910, 3818, 4174 (χφ αιχμάλωτον), Λίβ. (Wagn.) N 1389, 3777, 3811, Επιστ. Μουρ. Β′ (Λάμπρ.) 58, Δούκ. (Grecu) 3523, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10423, 12229, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 611, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 973, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3012, 3312, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 146, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 46, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 467, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32533, 3246, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 147 ρκβ΄, 187 νζ΄, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11127· αιγμάλωτος, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 70· αμάλωτος, Ασσίζ. (Σάθ.) 40315-16, 43517, Πεντ. (Hess.) XII 29· ηχμάλωτος, Χρον. Τόκκων 3194.
Το αρχ. επίθ. αιχμάλωτος. Για τον τ. αιγμάλωτος βλ. αιχμάλωτον. Ο τ. ηχμάλωτος από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Τ. ομάλωτος σε ενθύμ. του 16. αι. (Darrouzès, Κυπρ. Σπ. 15, 1951, 43 = Νεκρολ. φ. 43). Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. στους τ. αχμάλωτους και αγμάλωτος (ΙΛ λ. αιχμάλωτος).
1) Δούλος: Αιχμάλωτον σ’ εκράτησα και αυθέντρα εγεγόνεις Διγ. A 807. —Συνών.: δούλος, σκλάβος . 2) Που δεν έχει πατρίδα, που περιπλανάται: και διά τον φθόνον τον πολύν, την ’περοψιάν την τόσην| την βασιλειάν εχάσασι και την τιμήν την τόσην| και περπατούν αιχμάλωτοι και γέμουν και της ψώρας Ριμ. Βελ. 973· σήμερον ήλθεν μετ’ εμέν εις την εμήν πατρίδα| αιχμάλωτος ολόξενος Λίβ. Sc. 3195· ελθόντες γαρ ασυνήθεις αιχμάλωτοι εκ διαφόρων τόπων, γέγονε τοσαύτη φθορά ως ουκ εστί δυνατόν διηγήσασθαι Έκθ. χρον. 3312· εγίνονταν αιχμάλωτοι όλης της οικουμένης Χρον. Μορ. P 1259· άγουρος εκ την χώραν του διά πόθον ωραιωμένης| αιχμάλωτος εξέβηκεν απέ τα γονικά του Λίβ. Esc. 1736· ο κόπος ήτον περισσός και μισθαργόν επήρα·| και μισθαργόν αιχμάλωτον, ξένον, εξ άλλης χώρας Καλλίμ. 1843· άγορος εκ την χώραν του και από τα γονικά του| αιχμάλωτος εξέβηκεν και μυριοτυραννείται Λίβ. N 1389· και έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του| και εις ξένον κόσμον περπατεί (χφ περιπατεί) και αιχμάλωτος διαβαίνει Λίβ. Esc. 3818. 3) Δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κατατρεγμένος (Για τη σημασ. βλ. και Bauer, Wört. λ. αιχμάλωτος. Η σημασ. και στη διάλεκτο του Πόντου, ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Άμ., ΛΑ 5, 60): Νεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην Καλλίμ. 606. — Πβ. και αιχμάλωτον.αιών(ας)- ο, Διγ. (Mavr.) Gr. 153, 313, Διγ. (Hess.) Esc. 1808, Διγ. (Καλ.) A 4565, Βίος Αλ. (Reichm.) 1262, Μαχ. (Dawk.) 4787, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [526], Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 521, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 211, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 63, Συναξ. γυν. (Krumb.) 76, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 35, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 70, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2311, 2486, 2684, 2831, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35632, 36914, Θυσ. (Μέγ.)2 640, Λίμπον. (Legr.) 531, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 246, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16215, 24626· ναιώνας, Ιων. (Hess.) 21556, Πεντ. (Hess.) Γεν. ΙΙΙ 22, VI 3, 4, IX 16, XIII 15, XVII 7, 8, XLVIII 4, Έξ. ΙΙΙ 15, ΧΙΙ 14, ΧΙV 13, XXI 6, XXVII 21, XXVIII 43, XXIX 9, XXXI 16, Λευιτ. ΙΙΙ 17, VI 11, X 15, XVI 29, Αρ. ΙΙ 18, 23, Χ 8, ΧVIII 8, XIX 21, Δευτ. ΧΙΙ 28, ΧΧΙΙΙ 4, ΧΧVIII 46.
Από το αρχ. ουσ. αιών. Ο τ. ναιώνας ίσως από την αιτ. τον αιώνα· πβ. το σημερ. θεσσαλικό τ. ανιώνας (ΙΛ λ. αιώνας)· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 411, 491.
α) Ο άπειρος χρόνος, η αιωνιότητα: ο κτίσας τους αιώνας Διγ. Gr. 153, Διγ. A 4563, Διγ. Esc. 1808· Χριστέ, οπού έκτισες τους αιώνας Διγ. Άνδρ. 35632· πρώτον ο χρόνος και αιών δεν θέλει αναλώσει Κορων., Μπούας 358· β) ο κόσμος αυτός, ο πρόσκαιρος: Φυσιολ. M 36, 7. Εκφρ. 1) (εις) τον αιώνα(ν) Θησ. Ζ΄ [526], Τριβ., Ρε 70, Ιστ. Βλαχ. 2311, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16215, 24626, Ζήν. Α΄ 246, Λίμπον. 531. 2) εις όλον τον αιώνα Θυσ.2 640. 3) εις ναιώνα Ιων. 21556, Πεντ. Γέν. VI 3. 4) εις (το) ναιώνα Πεντ. Έξ. ΧΧΙ 6. 5) εις αιώνας Γεωργηλ., Βελ. 211. 6) εις τους αιώνας Διγ. Άνδρ. 36914, Ιστ. Βλαχ. 2486, 2684. 7) τοις αιώσι (από αρχαϊσμό αντί εις τους αιώνας) = πάντοτε Βίος Αλ. 1262. 8) α) εις απεράντους και μακρούς αιώνας των αιώνων Διγ. VIII 313· β) ποτέ εις αιώνας αιώνων Ιστ. Βλαχ. 2831 (Η σημασ. των φρ.: «πάντοτε» στις θετικές προτάσεις και «ποτέ» στις αρνητικές). 9) από ναιώνας = προαιωνίως Πεντ. Γέν. VI 4. 10) πριν αιώνας = προαιωνίως Γεωργηλ., Θαν. 621. 11) έμπροσθεν τον αίωνα = προαιωνίως Συναξ. γυν. 76. 12) από του αιώνος = προαιωνίως Διήγ. Αλ. V 63. 13) ως (το) ναιώνα = έως τη συντέλεια του κόσμου Πεντ. Δευτ. ΧΙΙ 28, Έξ. XVI 13. 14) ως της συντελεχείας του αιώνος = έως τη συντέλεια του κόσμου Μαχ. 491. 15) τύπος ναιώνα = νόμος αιώνιος Πεντ. Έξ. ΧΙΙ 14, 17, XXVII 21, XXVIII 43, XXIX 9, Λευιτ. ΙΙΙ 17, VI 11, X 15, XVI 29, Αρ. Χ 8, XVIII 8, 11, 18, 23, XIX 21. 16) διαθήκη ναιώνα = αιώνια Πεντ. Έξ. ΧΧΧΙ 16, Γέν. ΙΧ 16. 17) για διαθήκη ναιώνα Πεντ. Γέν. XVII 7. 18) διακράτηση ναιώνα = δ. αιώνια Πεντ. Γέν. XVII 8, XLVIII 4.ακαίρως,- επιρρ., Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1774, Διγ. (Καλ.) A 2670, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10921.
Το αρχ. επίρρ., ακαίρως.
1) Πριν από την κατάλληλη ώρα, πρόωρα: και έχασα το κάλλος μου πριν να έλθει το γήρας,| σαν δένδρον νεοφύτευτον ακαίρως ξηρανθείσα Διγ. A 2670. 2) Μάταια, αδικαιολόγητα: Το τε Τριβίζο δεν μπορεί κι είναι χρεία να τ’ αφήσει (παραλ. 2 στ.), να μη φανεί πως εις αυτό ακαίρως εδιαβήκε,| ευθύς τους λουμπαρδάρους του μέγ’ ορισμόν εποίκε Κορων., Μπούας 10921.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Διγ. (Καλ.) A 964, 3618, 4320, Βέλθ. (Κριαρ.) 777, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 181, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 68.