Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαθόν
- το, Σπαν. (Legr.) P 54, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4623, 5714, Ασσίζ. (Σάθ.) 3030, 11422, 1281, 16031, 1613, 16420, 18720, 36520-21, 28, 3813, 4166, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53613, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 338, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1726, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 392, 4215, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 35, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1061 D, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 84, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 116.
Το ουδ. του επιθ. αγαθός ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγαθά).
1) Καθετί καλό, ωραίο, χρήσιμο (πβ. Preisigke-Kiessling λ. αγαθός 2): άλσος μυρίων αγαθών κατάφυτον ορχάτοις Μανασσ., Χρον. 5714· δηλοί χαράν και αγαθά πολλά και βροχήν Ωροσκ. 4215· Πού είν’ τα τόσα αγαθά που ήσουν στολισμένη (προκ. για την Πόλη), ωσάν αυτόν τον ουρανόν ήσουν ζωγραφισμένη; Ιστ. Βλαχ. 2437 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 71]. 2) α) Αυτό που έχει κάποιος στην κατοχή του, περιουσία (πβ. L‑S λ. αγαθός ΙΙ 4): ου δύνουνται κληρονομήσαι τί κλήραν, ούτε άλλον αγαθόν τους γονείς αυτών Ασσίζ. 36520-21. Η ογδόη αιτία διατί εξηκληρωθήναι τα τέκνα εκ των αγαθών τους γονείς Ασσίζ. 18720· β) εισόδημα: ετεσαύτα να έχει ο είς ως τον άλλον απέ τους καρπούς ή αγαθά της αυτής οικίας Ασσίζ. 16420. 3) Προνόμιο, ευεργέτημα: οι αγίες εκκλησίες … να ένι τιμημένες απού πολλά προβελίτζια, τουτέστιν σιγγίλια …, και ουδέν εντέχεται … να έναι τα πενεφία τους, ήγουν τα αγαθά τους, αικάνωτα Ασσίζ. 3030. 4) Προκ. για τα πνευματικά αγαθά που προσφέρει η Εκκλησία στους πιστούς της: ένι αφορισμένοι να μηδέν έχουν μερτικόν απέ τα αγαθά της αγίας Εκκλησίας, ουδέ να εισέλθουν εις την αγίαν εκκλησίαν Ασσίζ. 11422. 5) Προκ. για τα σωματικά και ψυχικά χαρίσματα (πβ. L‑S, λ. αγαθός ΙΙ 4): τοις του Χριστού χαρίσμασι πάσι πεπλουτισμένον,| κάλλος, ανδρείαν, φρόνησιν και πολλήν ευτολμίαν, έχει και δρόμον άπειρον των αγαθών προσθήκην Διγ. Gr. VI 338· του δε κάλλους και των άλλων αγαθών των παιδίων μου ου δυναμένου κρυβήναι Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1061 D. 6) Προκ. για καθετί καλό, ηθικό: Ιδέτε οι άξιες και οι καλές τί αγαθά οπού κάμαν Βεντράμ., Γυν. 249· τήν ενελέκτηκες οδόν ουδέ ποσώς την χάνεις,| μάλιστα τους αμαρτωλούς εις αγαθόν τους βάνεις Σκλέντζα, Ποιήμ. 116. 7) Προκ. για τη σωτηρία, τη λύτρωση από την αμαρτία: ως δε λόγος του Θεού και δύναμις δυνηθεί κατορθώσαι το παγκόσμιον αγαθόν, όπερ εβούλετο, διότι ην αδύνατον δι’ ενός ανθρώπου δυνάμει επιστρέψαι την οικουμένην προς τέλος τον Θεόν Ιστ. πατρ. 8715.αγάλι,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) V 23, Διγ. (Mavr.) Gr. II 96, Gesprächb. (Vasm.) 801761, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 54, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 17, Πικατ. (Κριαρ.) 276, Συναξ. γυν. (Krumb.) 427, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 279, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 68, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 303, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 465, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, 301, Γ́́ 913, 1741, Έ́ 461, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 433, Μαρκάδ. (Legr.) 296, 565, 629, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35821, 52718· γάλι, Σπαν. (Hanna) A 27, Σπαν. (Hanna) B 30, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 36, Μαχ. (Dawk.) 63618, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270· αγάλια, Διγ. (Hess.) Esc. 1042, Gesprächb. (Vasm.) 1117, Θησ. (Βεν.) Δ́́ [646], Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163, Πικατ. (Κριαρ.) 206, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 607, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 453, Ιντ. Β́́ 81, Δ́́ 412, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 29, III, 6, 57, 400, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 95, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 49, 323, 1485, 1837, 1957, 2167, 2175, Γ́́ 235, 436, Έ́ 923, Θυσ. (Μέγ.)2 470, 883, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β́́ μετά στ. 32, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ 562, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 1139, Γ́́ 1178, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 610, 753, Δ́ 397, Έ 60, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 152, Δ́ 189, Έ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47520.
Από το γαληνά> αγαληνά> αγάληνα> αγάλην> αγάλη (Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 126-128). Ο τ. αγάλια από το αγάλι με προσθήκη της επιρρ. κατάλ. ‑α (πβ. Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 128). Διαφορετικά ετυμολογεί Pern., Ét. linguist. Γ́́ 339-340· πβ. και Μαγουλά, ΕΕΦΣΠΑ, περ. β́, 20, 1969/70, 343-4. Οι τύποι αναδιπλώνονται για επίταση της σημασ. (Παπαδ. Α., ΑΠ 23, 1959, 9). Πβ. και τα παρων. Αγαλιανός, Γαλιανός (Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 484). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγάληα).
1) α) Αργά, χωρίς βιασύνη (πβ. ΙΛ λ. αγάληα 1): και τάχα απάνω ανέβημαν και αγάλια περπατούμαν Πικατ. 206· κι αγάλι’ αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει Ερωτόκρ. Ά́ 2167. Κατά παράλ. του ρ.: Αγάλια, καπετάνιο μου, μη βιάζεσαι Φορτουν. Γ́́ 753· Αγάλια, μη γλακάς πολλά Φορτουν. Δ́́ 397· β) με δυσκολία (πβ. αγαλοσύνη 1): Με κλάματα κι εγώ από κει μισεύγω (παραλ. 1 στ.) κι αγάλι αγάλι μάκρυνα τον τόπο| με βάσανα, με πρίκες και με κόπο Βοσκοπ. 303· γ) με τρόπο μαλακό, τρυφερά: να το ξυπνήσω σιγανά κι αγάλια να το ντύσω Θυσ.2 470 (Πβ. γαληνά, γαληνώς)· δ) με εξεζητημένη νωχέλεια: κι όντα μ’ ενοστιμήθην η Κατερίνα …,| ήλθε με την Προφύλαινα κι αγάλι αγάλι εμίλει Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536· ε) αργά και σταθερά: αρματωμένοι καβαλάρηδες, και έρχουνταν γάλι γάλι απάνω του φουσάτου μας Μαχ. 63628· στ) βαθμιαία, με τον καιρό: γιατί κι η πέτρα ’κ το νερό τρώγετ’ αγάλια αγάλια Ερωφ. Δ́ 412. 2) α) Σιγανά, χαμηλόφωνα, κρυφά: για ταύτος ήρθα ως εδεπά, και θα σφυρίξω αγάλι,| καθώς μὄχει παραγγελιά στην πόρτα να προβάλει Φορτουν. Γ́́ 433· κι ετύχαινε για να το πει τούτο αγάλι’ αγάλια,| μα το ’πε όξω φανερά Τζάνε, Κρ. πόλ. 47520· β) άτονα, με αδιαφορία: κι αν αποθάνει και πτωχός, κανείς δεν το κατέχει (παραλ. 2 στ.), αγάλι’ αγάλια ψάλλουσιν, καμπάνες δεν τον κρούσιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163.αγαλλίαμα- το, Διγ. (Mavr.) Gr. III 134, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 514, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 739 κριτ. υπ.
Το μτγν. ουσ. αγαλλίαμα. Η λ. και στο Κείμ. αγ. Δημ. (Λαούρδ.) 398.
Χαρά, αφορμή χαράς (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): ω τέκνον μου γλυκύτατον, φως των εμών ομμάτων| και παραμύθιον ψυχής της εμής εν τω γήρει,| και τερπνόν αγαλλίαμα Διγ. Gr. III 134. — Πβ. αγαλλίασις, αγαλλίασμα.αγαλλιώ,- Διγ. (Mavr.) Gr. VII 117, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2948, Gesprächb. (Vasm.) 11125, Περί γέρ. (Wagn.) 160, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1697, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3145, 40214, Θυσ. (Μέγ.)2 857, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1371, 1387, 1476.
Το μτγν. αγαλλιώ.
Χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. λ. αγαλλιάω): εκεί όπου οι άγγελοι χαίρονται και αγαλλιούσι Θυσ.2 857· και ην αγαλλιώμενος μετά και της συζύγου·| έν μόνον τούτο την ψυχήν διηνεκώς ελύπει Διγ. Τρ. 2948. — Πβ. αγαλλιάζω, αναγαλλιάζω, αναγαλλιώ.αγάλλομαι,- Διγ. (Mavr.) Gr. IV 79, 839, Διγ. (Καλ.) A 2852, Αχιλλ. (Hess.) N 77, 78, 90, 701, 1464, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 127, Δούκ. (Grecu) 22521, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1196, 751, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36211, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5836. Ο τ. αγάλλω [Λίβ. (Μαυρ.) P 834] πλαστός. Πβ. Λίβ. (Lamb.) Esc. 1139 και Λίβ. (Lamb.) Sc. 11.
Το αρχ. αγάλλομαι.
Απολαμβάνω κάτι: Ο δε νέος Διγενής εχαίρετον και ηγάλλετον με την ποθητήν του τα ωραία της κάλλη Διγ. Άνδρ. 36211.αγανακτώ,- Σπαν. (Hanna) B 505, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 154, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 477, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 464, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 183, II H 19f, III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.), 309, IV 274, Καλλίμ. (Κριαρ.) 411, 1120, 1202, 1547, 1709, 1770, 1867, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50231, Διγ. (Mavr.) Gr. I 182, Πουλολ. (Krawcz.) 545, Gesprächb. (Vasm.) 257, 26359, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 76, 453, Λίβ. (Μαυρ.) P 33, 615, Λίβ. (Lamb.) Esc. 20, 890, 3581, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1040, 2398, Λίβ. (Wagn.) N 56, 753, 1442, 1860, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 117, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 690, Μαχ. (Dawk.) 17228, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1037 A, Ch. pop. (Pern.) 434, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 411, Ριμ. κόρ. (Pern.) 735, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182, 309, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 80, 242, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9528, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 46, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1976, Ερωτόκρ. Ά́ 1577, Ευγέν. (Vitti) 879, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 470, Διακρούσ. (Ξηρ.) 6960, 11312· αγανακτώ ή γανακτώ, Μαχ. (Dawk.) 36428, 42818, 58410, 64435, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 52617· αγαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1577· αγαναχτώ ή γαναχτώ, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 11, XLVII 13· γαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 892· μτχ. αγανακτισμένος, Ch. pop. (Pern.) 783, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 285, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 337· γανακτισμένος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54318.
Το αρχ. αγανακτώ. Οι τ. αγαναχτώ, γαναχτώ και σήμ. (ΙΛ λ. αγαναχτώ). Για τη μτχ. βλ. και Χαριτων., Αθ. 36, 1924, 198.
Α´ Αμτβ. 1) α) εξανίσταμαι: Απήν διαβεί το κάμωμα, αυτούς αν ερωτήσεις| τείντά ’χαν και μαλώνασι, πολλά ν’ αγανακτήσεις·| διατί δεν είχαν αφορμήν, υπόθεσιν καμίαν Σαχλ., Αφήγ. 242· β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγγωμώ: και να υπομένω ο ταπεινός αδύνατον υπάρχει,| α δε λαλήσω, α δεν ειπώ, α δεν αγανακτήσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35· σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει·| αγαναχτά στη ζήση ντου, το θάνατό ντου κράζει Ερωτόκρ. Ά́ 1577. 2) Ταράζομαι, τρομάζω: Το αίμα δε κατέρεε την γην εκείνην όλην·| οι ίπποι ηγανάκτησαν, πάντας έκπληξις είχεν Διγ. Gr. I 182· πάλιν μέγας έγινε σεισμός με βοήν και αυτός, ώστε οπού … ήλθομεν ως νεκροί αλλαξοπροσωπισμένοι και αγανακτισμένοι Ιερόθ. Αββ. 337. 3) α) Κουράζομαι, βαριέμαι, απαυδώ (πβ. αγανάκτησις 1β): Ω θάνατε, … ποτέ δεν εγανάκτησες στη μέση να γυρίζεις,| με το δρεπάνι τ’ άπονο πάντα να τους θερίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52617· Εγώ γαρ ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας Προδρ. III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.)· να έκλαι’ η καρδιά μου, ώστε ν’ αγανακτήσει Διακρούσ. 11312· β) κάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α2): κι από μακρά εγανάκτησα ποιός είσαι να γνωρίσω Φορτουν. Δ́́ 480· και εις αυτόν τον τρόπον δεν αγανακτούσαν τα χερία του, και έτσι ενίκησε τον Αμαλήκ ο Ιωσιέ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174r· γ) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α 1γ): και τση Αυγουστίνας είχα πει νά ’ρθει να σε γυρέψει,| μα τούτη, αν πάγει και ποθές, αγανακτά να στρέψει Φορτουν. Β́́ 470. 4) Υποφέρω, βασανίζομαι: και εγανέχτησεν η γης η Αίγυφτο και η γης του Κεναάν από ομπροστά την πείνα Πεντ. Γέν. XLVII 13· Α βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,| εις την Τουρκιά, στα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσεις Ριμ. κόρ. 735· και τι την θέλω την ζωή την αγανακτισμένη Ch. pop. 738. Β´ Μτβ. 1) α) Θυμώνω, αγανακτώ (με κάποιον ή με κάτι) (Για τη μτβ. χρήση βλ. και Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 1953, 53): αν βάλω χέρα νά ’ρχομαι, θέλεις με αγανακτήσει Ερωτοπ. 453· μεγαλοψύχως δέξαι με και μη με αγανακτήσεις Προδρ. ΙΙ Η 19 f· την μοίραν της ν’ αγανακτά, την τύχην ν’ ατιμάζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 309· και παρεμπρός να σέ το ειπώ, μη με το αγανακτήσεις Λίβ. N 1442· β) δυσφορώ (για κάτι), δεν ανέχομαι (κάτι): Αγανακτώ τους λόγους σας, φονεύει μέ το πλήθος,| ο τόπος τούτος πνίγει με και το παλάτιν τούτο Καλλίμ. 1867· γ) βαριέμαι (κάτι): Κάπα μου, οπού δύναται, κάπα μου, ας σε αγοράσει,| κάπα μου, ηγανάκτησα, κάπα, τας χάριτάς σου Προδρ. IV 274. 2) Κάνω κάποιον να αγανακτήσει, πιέζω κάποιον (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Β 1): τους υποτακτίτας εκ την υπακοήν αυτού εκκλίναι κακώσας και αγανακτήσας πεποίηκεν Διάτ. Κυπρ. 50231· και αφού τόν ηγανάκτησα και εβιάσα (κριτ. υπ.) τον τοσούτον,| θλιμμένα εστράφην προς εμέ και απηλογήσατό με Λίβ. Sc. 2398.αγάπη- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.άγιος (ΙΙ),- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68α, ΙΙΙ 297, 325s (χφφ gv) (κριτ. υπ.), 381, Ασσίζ. (Σάθ.) 3025, 11323, 1266, 9, 24, 27414, 27914, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 995, Διγ. (Hess.) Esc. 1838, Διγ. (Καλ.) A 1362, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 495, 814, 911, 8752, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1116, 4256, Chron. brève (Schreiner) 198, Πτωχολ. (Schick) P 153, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 961, Απολλών. (Wagn.) 414, Ιμπ. (Κριαρ.) 572, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10422, Χρησμ. (Trapp) I 66, Ανακάλ. (Κριαρ.) 3, 28, 70, 76, 99 (αγιάν), 109 (αγιάς), Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 136 (αγιαί), Μαχ. (Dawk.) 9230, 2785, 5183, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1025B, 1030A, 1031B, 1031C, 1052C, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 11, II 34, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 241 (αγιάν), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 16, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10735, Έκθ. χρον. (Lambr.) 194, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 68, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 80, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΙΙΙ 5, ΧΙΙ 16, ΧΙΧ 6, ΧΧVIII 2, Λευιτ. XVI 4, XIX 2, XX 7, XXI 6, XXIII 2, Αρ. V 17, Δευτ. XIV 2, XXVIII 9, Αχέλ. (Pern.) 917, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10512, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 372, 374, 393, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1666, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 351, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 209, 213, 240, 327 (αγιά), 330, 353, Ε΄ 387 (αγιάς), Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 105, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 245, Σταυριν. (Legr.) 1112, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1054, 2490, 2495, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 176 ρά́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ΄ 23, Ε΄ 296, 612, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Δ́́ 125, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11626.
Το αρχ. επίθ. άγιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Προκ. για το Θεό και για ό,τι σχετίζεται με το θείο (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α): να προσκυνεί, να επαινεί, πάντα να σε δοξάζει| το άγιόν σου όνομα και να σε ονομάζει Ιστ. Βλαχ. 2490· αυτή η μήτηρ του Χριστού, λέγω η Παναγία (παραλ. 3 στ.), των ουρανίων στρατειών, πάντων αγιοτέρα Διακρούσ. 11626· η αγία του Θεού εκκλησία ένι κρατημένη … να χωρίσει τον αυτόν γάμον Ασσίζ. 1269. 2) Προκ. για πρόσωπα ή ανθρώπινες ομάδες· ευσεβής, ενάρετος (πβ. Bauer, Wört. 1ba και ΙΛ στη λ. 2α): Εξελέξαντο ουν τον φιλόσοφον κύρι Γεώργιον τον Σχολάριον, … άνδρα αγιότατον και ευλαβέστατον Έκθ. χρον. 194· και να αγιαστείτε και να είστε άγιοι, ότι εγώ ο Κύριος ο Θεός σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 7· ότι λαός άγιος εσύ του Κύριου του Θεού σου Πεντ. Δευτ. XIV 2. 3) α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ στη λ. 1): και τον ναόν τον άγιον του να τον διατηρούσι Κορων., Μπούας 68· Περί πουλήσεως λειψάνων αγίων Βακτ. αρχιερ. 176 ρά́· και βαπτισθείς εν ύδατι αγίῳ κολυμβήθρας Διγ. A 1362· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια του Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183· και ποίσε μέ καλόν κι άγιον ψιχάδιν| το πνεύμα προς εσέν να βρει την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10735· Ω η καημέν’ η μάννα μου, άγια τα κοκκαλά της Κατζ. Β́́ 351· β) προκ. για ανθρώπινους θεσμούς· σεβαστός: καλά ηγνωρίζετε πάντες οι άνθρωποι ότι κατά την αγίαν ασσίζαν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 12624· Τούτον εστίν περί των αγίων θεσπισμάτων Ασσίζ. 27914· πειδή κι οι νόμ’ οι άγιοι έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 296. 4) Προκ. για αξιωματούχους της Εκκλησίας και της πολιτείας: να το εγκαλέσομεν τον άγιον βασιλέα Προδρ. ΙΙΙ 381· να γράψω εις τον βασιλέαν, στον άγιον μου αφέντην Χρον. Μορ. P 8752· και έρχουνταν εις τον ρήγαν από τον αγιότατον πάπαν Μαχ. 2785· να υπάγει εις τον αγιότατόν μας πατέρα τον απόστολον| ίνα του δοθεί άδεια να ιερατεύει Ασσίζ. 36425.αγλαΐζω,- Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5769, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 845, VI 11, Φλώρ. (Κριαρ.) 117, 808, Αχιλλ. (Hess.) N 326, Ιμπ. (Κριαρ.) 466, 507, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 371, Ιμπ. (Legr.) 507· ’γλαΐζω, Φλώρ. (Κριαρ.) 1582, Θησ. Δ́ [733], E΄ [351].
Το αρχ. αγλαΐζω.
Α´ Μτβ.: στολίζω, λαμπρύνω (Η σημασ. ήδη σε επιγρ., L‑S): γην του μιμείσθαι ουρανόν αυτήν παρασκευάζει,| αγλαΐζων τοις άνθεσι ρόδοις τε και ναρκίσσοις Διγ. Gr. VI 11· οικέτιδές τε ευπρεπείς λαμπρώς ηγλαϊσμέναι Διγ. Gr. IV 845. Β´ Αμτβ.: λάμπω ρούχον χρυσόν, μεταξωτόν, έμορφα υφασμένον,| ήλιον αγλαΐζοντα, αστράπτοντα εν δόξῃ Φλώρ. 117· και παν ευώδες, εύοσμον άνθος και παν γλαΐζον| κρίνον Φλώρ. 1582. Η μτχ. ως επίθ. = λαμπρός, αγλαός: ανέτειλεν ο ήλιος λαμπρός, ηγλαϊσμένος Αχιλλ. N 326.αγνωσία- η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 40, Διγ. (Mavr.) Gr. II 246, Διγ. (Καλ.) A 241, Βίος Αλ. (Reichm.) 4552, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [837], Έκθ. χρον. (Lambr.) 291, Συναξ. γυν. (Krumb.) 219, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 73, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 332, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 407, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1047, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 478, 11214, 12213, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 201, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 191, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31714, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́́ 1284· αγνωσιά, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 56 (διόρθ. Ξανθ. από απαγνωσιά ΕΕΒΣ 3, 1926, 344), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 107, 126, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 337, Ροδολ. (Βάλσ.) Πρόλ. Έ́ Προσφών. 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Γ́́ πράξη) 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 803, Β́́ 1297, Γ́́ 240, Δ́́ 1070, 1324, Μαρκάδ. (Legr.) 656· αγνωσά, Κάτης (Băn.) 26· αναγνωσία, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 49, 79.
Το αρχ. ουσ. αγνωσία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Απερισκεψία, ασυνεσία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): επήγα με καλήν καρδιά και βρίσκουσιν τον κάτη,| κι εχαιρετήσασίν τονε την αγνωσά γεμάτοι Κάτης 26· Από την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (παραλ. 2 στ.) ότι δεν είχε μυαλά ποσώς η κορυφή του Ιστ. Βλαχ. 201· β) μωρία, ανοησία: Λυπείται η καρδία μου εις τόσην αγνωσίαν| το πώς ουκ ετολμήσασιν κρασίον του αιτήσαι Κρασοπ. 40. 2) Αχαριστία (πβ. άγνωρος 4): Ο μύθος λέγει· μερικοί έχουσι αγνωσία,| τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία Αιτωλ., Μύθ. 12213.αγουρίτσης- ο, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 165α (χφφ g, CSA) (κριτ. υπ.), Διγ. (Mavr.) Gr. IV 163, 320, 438, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 936, 1174, 1783, Φλώρ. (Κριαρ.) 819, Αχιλλ. (Haag) L 488, 790, 865, 1138, 1300, Αχιλλ. (Hess.) N 1077, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35132· αγορίτσης, Αχιλλ. (Hess.) N 1432.
Από το ουσ. άγουρος και την κατάλ. ‑ίτσης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Νέος, παλληκάρι: χαρά εις την ωραιωτικήν, την έμορφην εκείνην| οπού τον εκολούθησεν τούτον τον αγουρίτσην Αχιλλ. (Haag) L 1138. —Συνών.: άγουρος ο 1α, νέος, νεούτσικος, νεώτερος ο, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν).άγουρος (ΙΙ)- ο· άγορος, Διγ. (Hess.) Esc. 503, Φλώρ. (Κριαρ.) 136, 1608, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2031, Λίβ. (Wagn.) N 36, 392, 682, 750, 1030, 1209, 1532, 3625, Αχιλλ. (Haag) L 67, 162, 415, 436, 806· άγουρος, Πρόδρ. (Legr.) 12, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 136, III 373, Διγ. (Mavr.) Gr. II 156, III 22, 48, 61, 83, 93, IV 247, 256, VI 428, VIII 140, Διγ. (Hess.) Esc. 24, 31, 47, 199, 205, 308, 364, 487 δις, 500, 505, 515, 567, 580, 730, 895, 944, 1032, 1302, 1601, 1715, Διγ. (Καλ.) A 359, 381, 392, 950, 999, 1218, 1672, 1905, 1925, 2004, 2040, 2302, 2317, 2438, 2443, 2548, 3401, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 85, 665, 679, 699, 1021, 1768, 2312, Φλώρ. (Κριαρ.) 488, 607, 1434, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 164, Λίβ. (Μαυρ.) P 10, 569, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1651, Αχιλλ. (Hess.) N 114, 140, 218, 925, 939, 1006, 1428, 1459, 1535, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 75, 268, 292, 300, 393, 620, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 231, 289, Ch. pop. (Pern.) 385, Ριμ. κόρ. (Pern.) 665, 730, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 118, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3245, 33410, 34723, 3561, 37023· άγγουρος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1653, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 9, 2249, Γ́́ 1562, Δ́́ 1940, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 188, 194, Έ́ 92, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 313, κ.π.α.
Από το αρχ. επίθ. άωρος (Hatzid., Einleit. 119, Χατζιδ., ΜΝΕ B́́ 326, Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 21-22. Βλ. όμως και Kretschmer, Glotta 20, 1932, 239-240 και Κοραή, Άτ. Ά́ 88). Ο τ. άγουρος και στο Γεώργ. Συνεχ. (Mor.) Á́ 85, τον Πορφυρογ., Έκθ. (Βόνν.) 47113 και την Άννα Κομν. VII VII 3. H λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Νέος, παλληκάρι: πόθος εκατεκράτησεν αγόρου την ψυχήν μου Λίβ. Sc. 2031. Συνών. αγουρίτσης, νέος, νεούτσικος, νεώτερος ο, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)· β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού: και οι βάγιες του παλατιού μετά και τους αγόρους| χαράν εκαταστήσασιν Φλώρ. 136. 2) Παλληκάρι, πολεμιστής: ομπρός υπάν οι αγούροι του και ο αμιράς οπίσω Διγ. (Hess.) Esc. 205· τον Μελεμέντζην κράζει,| ον είχεν πρώτον άγουρον, έξαρχον απελάτων Διγ. A 3401· και τους αγούρους ελάλησεν και ταύτα τους ελάλει (παραλ. 1 στ.): «Λόγον έχω, συντρόφοι μου, θέλω να σας συντύχω» Αχιλλ. O 393· μη τινάς επαγόμενος μαχίμους στρατιώτας (παραλ. 2 στ.), μηδέ πεζών επιδρομήν σφενδονητών αγούρων Προδρ. Ι 136 (πβ. αγόρι(ν) 1, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)). 3) Το κατ’ εξοχήν «παλληκάρι», γενναίος (πβ. ΙΛ στη λ. Β 2β): και αν ένι τις και δόκιμος και έχει ψυχήν θρασείαν (παραλ. 2 στ.) και αποκοτήσει ως άγουρος και επιλαλήσει εις μέσην … Προδρ. ΙΙΙ 373.άγροικος,- επίθ., Διγ. A 4737, Λίβ. (Wagn.) N 23, Δούκ. (Grecu) 1511, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 415, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 43, Γ́́ 152· αγροικός, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 1055, 1061, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1043 C (κατά Χαριτων., Πλάτων 4, 1952, 95, αγροικικός).
Το αρχ. επίθ. άγροικος. Ο τ. αγροικός από επίδρ. επιθ. σε ‑ικός (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 172. Βλ. και Φάβ., Αθ. 51, 1941, 116-117). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγροίκος Ι).
1) Άγριος, ατίθασος: και εις ολίγον διάστημα της χαίτης τε κρατήσας| όπισθεν τον εγύρισεν τον αγροικόν και μέγαν Διγ. Gr. IV 1061. 2) Απλοϊκός: Πλανήσας σε τους πάντας αγροίκους εν αυτῴ τῳ δόγματι, υπούλως επραγματεύετο και την των χριστιανών φιλίαν Δούκ. 1511.άδεια- η, Τρωικά (Praecht.) 52721, Σπαν. (Hanna) A 45, 137, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 141, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 575, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 306, Ασσίζ. (Σάθ.) 6626, 28026, Διγ. (Mavr.) Gr. I 55, Διγ. (Καλ.) A 2488, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 590, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1701, Αχιλλ. (Hess.) N 1313, Ιμπ. (Κριαρ.) 409, 410, 630, Καναν. (PG 156) 73 A, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 6721, 28, Δούκ. (Grecu) 2771, 3736, Θησ. (Βεν.) Ϛ́́ [678], Ζ́́ [1366], Ή́ [438], Έκθ. χρον. (Lambr.) 7416, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5227, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 1319, 2921, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1484, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36917, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 782, Γ́́ 400, Δ́́ 1805, Ευγέν. (Vitti) 1140, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 38722, 48914 κ.π.α.· αδεία, Ερμον. (Legr.) Φ 216, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 614, Αχέλ. (Pern.) 1205, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 875, Διγ. (Lambr.) O 1768· αδειά, Ch. pop. (Pern.) 30, Αχέλ. (Pern.) 2077, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 1, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 2, 23, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 318, 346, Στάθ. (Σάθ.) Β́́ 83, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 91, 96, 261, 1369, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3221, 3584, 46716· ’δειά, Ασσίζ. 1291 (έκδ. διάν).
Το αρχ. ουσ. άδεια. Ο τ. αδεία απ. και σήμ. στην Κ. Ιταλία (Rohlfs, Et. Wört. σ. 12). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ελευθερία να κάνει κανείς κάτι, δικαίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl., και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): Ουδέν εντέχεται ποτέ να τελειωθεί εις κοσμικήν αυλήν, χωρις να τους δώσουν άδειαν οι λεγάδες Ασσίζ. 28626· να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των Επιστ. Μωάμ. 6721· άδειαν να τα έχουσιν (ενν. τα εδάφη) κατά κληρονομιάν Χρον. Τόκκων 2285· β) απόλυτη ελευθερία, ασυδοσία: αυθέντην τον εποίησεν … Δίδει τόν άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 630. 2) α) Ευχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος (πβ. Άννα Κομν. II, IV 3 και ΙΛ στη λ. 3): και όταν ευρίσκεις άδειαν, και ψάλλε και προσεύχου Σπαν. V 141· β) ευκαιρία: η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο από την αγρυπνίαν την πολλήν και τον κόπον … απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5227· ολονυκτίς σέ πάντεχα εγώ με αγρυπνία| να φύγωμεν κι ευρίσκουντον σ’ εμάς πολλή αδεία,| γιατ’ όλοι εκοιμούντανε Διγ. O 1768 (πβ. αδειάση)· γ) ευκαιρία, δυνατότητα: τούτο το παιγνίδι,| καθώς θωρώ, καμιάν αδειά δε βλέπω να μου δίδει| που να μπορώ ο βαριόμοιρος στό πεθυμώ να σώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 96· ιδών ο λαός τα κακά οπού έκαμνε ο Ιουστινιανός ο Κοψομύτης ευρόντες άδειαν τον αποκεφάλισαν Χρον. βασιλέων 802. 3) Άνεση, ξεκούραση: Ω Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδίν της δυστυχίας,| έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας Γλυκά, Στ. 575· πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά γαϊδάρα όντας γλακά και κόβει τη το γάλα (παραλ. 2 στ.)· δαμάκι ακροστάθηκα για νά βρω την αδειά μου Στάθ. Β́́ 83. 4) α) Άνεση χρόνου, ευρυχωρία (πβ. ΙΛ στη λ. 4): ο Αχιλλεύς εδιέβαινεν· όλοι άδειαν του κάμνουν Πόλ. Τρωάδ. 590· ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν Ιμπ. 409· για να σταθεί τόπο πολύ, μεγάλη αδειά γυρεύγει Ερωτόκρ. Β́́ 346· Ορκίζω σε εις τον Θεόν να φύγεις απ’ ομπρός μου.| Άδεια οκ το δάσος τούτονε παρακαλώ σε δώσ’ μου Ευγέν. 1140· β) κενός χώρος, δίοδος: Τραπέντες γαρ εις φυγήν ουχ εύρισκον άδειαν ως ότι εκ τριών μερών απέκλεισαν αυτούς Έκθ. χρον. 7416· Πέντ’ ώρες εμαχόντανε κι οι Τούρκοι τότ’ ευρήκαν| σε τρία μέρη την αδειάν και απόκοτοι σεβήκαν Αχέλ. 2077· γ) το κενό: Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά κι ώρες την άδειαν βρίσκα Ερωτόκρ. Δ́́ 1805.αδέλφι(ν)- το, Διγ. (Mavr.) Gr. I 253, Διγ. (Hess.) Esc. 26, 61, 130, 163, 189, 329, 451, 460, 1804, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1343, 1361, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2735, Περί ξεν. (Wagn.) V 343, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 66, 287, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1087, Μαχ. (Dawk.) 1026, 21834, 26232, 26437 (αδερφία), Δούκ. (Grecu) 23521, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 428, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 7, Συναξ. γυν. (Krumb.) 349, 1075, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 71, 125, 151, 185, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 588, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 237· αδέρφι(ν), Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 164· Μαχ. (Dawk.) 442 (αδερφία), Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 8, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 7, ΧΧΧΙ 25, XXXVII 2, Έξ. ΙΙ 11, Αρ. VIII 26, XXV 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 427, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 67, Β́́ 252, 507, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 33, 43, 165, 210, 1139, 1233, 1969, Β́́ 1420, 1589, Ε΄ 911, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 153, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 220, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 39910, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8121.
Υποκορ. του ουσ. αδελφός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδέρφι).
1) Αδελφός ή αδελφή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αδέρφι 1): Τον αδελφόν του έκραξε, εκείνον τον Γυλιάμο (παραλ. 1 στ.): αδέλφιν μου γλυκύτατον, αδέλφι μου ηγαπημένο Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2730· Κι εβλέπασι τ’ αδέρφια τους και άλλοι τα παιδιά τους (παραλ. 1 στ.) και καν για να τους κλάψουνε οι εδικοί τως λίγο Διακρούσ. 8121. 2) α) Φίλος στενός, σύντροφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Αδέρφι μου, έτοιο κουζουλό ωσάν εσέ δεν είδα Ερωτόκρ. Ά́ 210· β) σε προσφώνηση (προς άγνωστο πρόσωπο) (πβ. το σημερ. φίλε): Βρίσκω ’να νιόν ωριόπλουμο, πού ’λαμπε σαν τον ήλιο (παραλ. 5 στ.). Σιμώνω, χαιρετώ τονε, λέω τ’: Αδέρφι, γειά σου, είντά ’χεις κι απονέκρωσες; Ερωτόκρ. Έ́ 911· κι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα, Αντρόμαχος σιμώνει.| Λέει τ’: Αντρ. Ό,τ’ έχεις ως εδά, αδέρφι, καμωμένα| δεν ξάζουσι ουδέ τίβοτσι, ά δε βαρείς κι εμένα Ερωτόκρ. Β́́ 1589.αδελφός- ο, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 216 mm (χφ g) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 9319, 30, 9412, 17, 34314, 25, 3449, 13, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 182, 184, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1613, 3118, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 252, Αχιλλ. (Hess.) N 1279, Ιμπ. (Κριαρ.) 250, 503, Μαχ. (Dawk.) 2211, 52831, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 35, 84, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 13718, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 4931, 8529, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1668, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1188, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 58, 72, Κατζ. (Πολ. Λ.) Έ́ 485, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 1, 109· αδερφός, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 8, Έξ. XXV 20, Αρ. VI 7, Δευτ. ΙΙΙ 18, 20, XVII 15, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 31, Δ́́ 237, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 115, 120, 587, Γ́́ 287, Ερωφ. (Ξανθ.), Ιντ. Ά́ 152, Γ́́ 272, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 53, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 13· εδερφός Πεντ. (Hess.) Γέν. XXXVII 26 δις.
Το αρχ. ουσ. αδερφός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδερφός).
1) α) Συγγενής (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 2): και είπεν ο Αβράμ προς το Λωτ: μη εδά να είναι δικάσιμο ανάμεσά μου και ανάμεσά σου, και ανάμεσα τους βοσκούς μου και ανάμεσα τους βοσκούς σου, ότι αθρώποι αδελφοί εμείς Πεντ. Γέν. ΧΙΙΙ 8· β) σύζυγος της αδελφής: και όλοι τον εσυμβούλεψαν την αδελφήν να δώσει| γυναίκαν γαρ ομόζυγον του πρίγκιπος Γυλιάμου·| επεί αν έχει τον πρίγκιπα βοήθειαν κι αδελφόν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3118. 2) Που ανήκει στο ίδιο έθνος, ομοεθνής (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 2): αρματωμένοι να απεράσετε ομπρός στους αδελφούς σας, παιδιά του Ισραέλ, παν παιδιά φουσάτου Πεντ. Δευτ. ΙΙΙ 18· Ημείς να πολεμήσομεν κατά των αδελφών μας Κορων., Μπούας 4931. 3) Όμοιος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 6): και να είναι τα πουλιά απλώνουν φτερούγια απάνου διασκουτεύγουν με τα φτερούγια τους ιπί το σκέπασμα και τα πρόσωπά τους ανήρ προς τον αδερφό του Πεντ. Έξ. XXV 20. 4) Μοναχός (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 3 και ΙΛ λ. αδερφός 2δ): Και διετάξατο, ίνα μη μόνον εν τοις παννυχίσι της Κυριακής και των λοιπών μεγάλων εορτών αθροίζεσθαι τους υπ’ αυτού πάντας αδελφούς εν τῃ εκκλησίᾳ Βίος οσ. Αθαν. 252. 5) Προκ. για κάποιον που συμφιλιώνεται: αμμέ αν θέλεις να μολογήσεις έναν μόνον Θεόν και τον Μαχομέτην τον προφήτην, … τότε θέλω σε κρατήσειν διά ακριβόν μου φίλον και αδελφόν και θέλω ποίσειν στερεόν δήμαν μετά σου και θέλω είσταιν κατάδικος τους εχθρούς σου Μαχ. 2211· Εμήνυσεν ο σουλτάνος του βασιλέως των Ρωμαίων να του δώσει το κάστρον θεληματικώς, να τονε κάμει αδελφόν Ιστ. πατρ. 1668. 6) α) Σε προσφών. βασιλιά ή άρχοντα προς άρχοντα (πβ. L‑S στη λ. 4): Στον Φράντζα δε μετέπειτα έγραψ’ ο βασιλέας: (παραλ. 1 στ.) ω αδελφέ μου ποθητέ Κορων., Μπούας 8529· Και τότε ο μισίρ Ντζεφρές, ως φρόνιμος οπού ήτον,| εσώρεψεν τους άρχοντες και λέγει προς εκείνους:| άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί, απάρτε και συντρόφοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1613. β) σε προσφών. άρχοντα προς στρατιώτες: ίδετε, σύντροφοι εδικοί μου και ηγαπημένοι μου αδελφοί, την δύναμιν του Θεού Διήγ. Αλ. V 35· γ) σε οικεία προσφών.: πιστότατέ μου| σύντροφε και αδελφέ μου αγαπημένε Πιστ. βοσκ. V 1 109. Τον πόθο και την ερωτιά, Γιαννούλη μ’, αδελφέ μου,| σα να μην είχα δει ποτέ σήμερο φαίνεταί μου Πανώρ. Γ́́ 287· Και όσοι εις αυτό ανεγνώθητε πατέρες και αδελφοί, εάν και ευρίσκετε σφάλμα, εύχεσθε και μη καταριέστε Συναδ., Χρον. 72· δ) σε ευγενική προσφών.: Μη στρατιώτας, αδελφέ, οίους ενταύθα είδες;| Κἀγώ αντέφην προς αυτούς μη δειλιάσας όλως:| «Ναι, είδον, έφην, αδελφοί, κατά την χθες ημέραν» Διγ. Gr. VI 182· Κουστουλιέρης: Δε μπορώ παρά να σε σκοτώσω,| γιατί φυλάγω σού τηνε. Αρμένης: Είντά ’χεις, αδελφέ μου; Κατζ. Έ́ 485.άδηλος,- επίθ., Καλλίμ. (Κριαρ.) 258, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 621, VIII 73, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 985 (βλ. άδολος· διόρθ. Hess., Byz. 1, 1924, 314), Φλώρ. (Κριαρ.) 1089, 1124, 1524, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 92, 225, Σαχλ. (Vitti) N 81, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 587.
Το αρχ. επίθ. άδηλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Άγνωστος, δυσπερίγραπτος, εξωτικός: Λοιπόν, υιέ μου, εγνώριζε, μάθε ότι επουλήθην| εις ξένους τόπους άδηλους, εις άρχοντας πλουσίους Φλώρ. 1124· Τον κόσμον όλον βούλομαι, θέλω να τον γυρεύσω,| ρηγάδες αμιράδες τε, πάσαν Σαρακηνίαν,| χώρας και τόπους άδηλους νύκτας και τας ημέρας Φλώρ. 1089· β) αβέβαιος, αμφίβολος (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Ει δ’ ου τραπείς, ει δ’ ου ’ττηθείς, αλλ’ ίσως και νικήσεις,| άδηλον έχεις το καλόν, αμάρτυρον την τύχην Καλλίμ. 258· Και ας αφήσομε τ’ άδηλα και ας φάμε το γλυκάκι,| εις τον καιρόν οπὄν’ πολύς Φαλιέρ., Ιστ. V 587. 2) Ανυπόστατος, μάταιος (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Ο πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται,| αμέ όποιος είναι φρόνιμος στο στρώμα του κοιμάται Σαχλ. N 81.αδημονία- η, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 45, Φλώρ. (Κριαρ.) 94, Δούκ. (Grecu) 1317, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 59, 396, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15236, 15315, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 194, Χρον. (Kirp.) 308, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1118, 11820, 1329, 17010, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIV, XXXIV, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· αδημονιά, Φλώρ. (Κριαρ.) 1456, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 416, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 117.
Το μτγν. ουσ. αδημονία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Δυσκολία, δύσκολη κατάσταση: Εξελθών δε πάλιν εκ δευτέρου ο Μεχέμετ και πάλιν ηττήθη και πάλιν εν τῃ Πόλει κατέφυγε … Τότε ο Μεχεμέτ εν αδημονίᾳ γεγονώς και την τύχης μεταφοράν ως σφενδόνης στρεπτόν ηγησάμενος είρηκε τῳ βασιλεί Δούκ. 1317. 2) α) Στενοχώρια (Η σημασ. και μτγν., L‑S και σήμ., ΙΛ): ελέησόν με, άπονε, τι ’τον η μάχη ετούτη,| η ζωντανή μας χωρισιά, η αδημονιά τοσαύτη; Ερωτοπ. 416· όσες πικρίες και στεναγμούς και αδημονιές αν είχα Φλώρ. 1456· β) ανησυχία, αμηχανία: και ως είδεν ο πατριάρχης ότι έβαλε χαράτσι, ήλθεν εις αδημονίαν τι να κάμει να μηδέν του επάρει αυτούς τους τόπους Ιστ. πατρ. 17010· γ) φροντίδα, «έννοια»: Ευχαριστώ σοι, βασιλεύ αόρατε, ότι εφανέρωσας εις εμένα το έλεός σου και την αλήθειάν σου και την αδημονίαν οπού είχα εις την καρδίαν μου και εις την ψυχήν μου το πώς να καλέσω το όνομα της αγίας εκκλησίας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15236.αδνουμιάτης- ο, Διγ. (Mavr.) Gr. I 48.
Από το ουσ. αδνούμιν και την κατάλ. ‑άτης. Ο Παπαδημ. Γ. διόρθ.: αδνουμιάσας (βλ. Χατζή, Αθ. 54, 1950, 170).
Στρατιώτης (Καρολ., ΕΕΠ 1905-1906, 219): είχε και τους αγούρους του χίλιους Γουλαβίους,| αδνουμιάτας άπαντας επαξίως ρογεύσας Διγ. (Mavr.) Gr. I 48.αδνούμι(ο)ν- το, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 287, Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 1276, 15, 25.
Από το λατ. ad nomen (Sophocl. λ. αδνούμιον). Βλ. Du Cange και Lampe, Lex. λ. αδνούμιον για παλαιότερες μνείες της λ.· βλ. και Steiner, Stud. byz. Lexik. 168.
Προσκλητήριο, επιθεώρηση στρατιωτών (βλ. και Dölger, BZ 26, 1926, 112 και Dölger, Schatzk. σ. 42 και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά́ 360): και ους ζητείτε πίστευσον να λείψουν εκ το αδνούμιν Διγ. (Mavr.) Gr. VI 287.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Σπαν. (Legr.) P 54, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4623, 5714, Ασσίζ. (Σάθ.) 3030, 11422, 1281, 16031, 1613, 16420, 18720, 36520-21, 28, 3813, 4166, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53613, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 338, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1726, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 392, 4215, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 35, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1061 D, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 84, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 116.