Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 156 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διακρούσ. (Κακλ.)

  • προβοδώ — προβοδίζω,
    Εβρ. ελεγ. 162, Χρον. Μορ. P 4677, Gesprächb. 7725, Χρον. Τόκκων 2425, 3887, Διήγ. Αλ. V 22, 67, Διήγ. Αλ. G 28815, Επιστ. 16. αι. 2510, 19, Άλ. Κύπρ. 1200, 1730· προβαδίζω, Hagia Sophia ω 51019· προβεδίζω, Χρον. Μορ. H 4677· προβοδίζω, Διγ. O 2914, 2945· προβοδώ, Αλεξ.2 1094, 2187, 2516, 2530, 2548, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1358, 19313, 30517, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1346, 19210, 30417, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4916, 1058, 1516, 1533, 21, 17320, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4816‑17, 1048, 1505, 18, 17224, 17412, 1849, Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 29, XXXVII 32, Σταυριν. 281, 416, 447· προβοδώνω, Χρον. Τόκκων 1987· γ́ εν. ενεστ. προβοδάγει· παρατ. προεβόδιζον.
    Από το ουσ. πρόβοδος και την κατάλ. ‑ώ με επίδρ. του κατευοδόω ή από το *προευοδόω (Κοραή, Άτ. Δ́ 457, Meyer, NS II 87· βλ. και Τσοπ., Ελλην. 16, 1958/9, 339). Ο τ. προβοδώνω και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. προβοδίζω). Η λ. προβοδίζω (με μεταπλ.) και σήμ. λαϊκ. Η λ. προβοδώ στο Βλάχ., στο Βλαστού, Συνών. 145 (λ. ξεβγάζω), 153 (λ. οδηγώ ), καθώς και σήμ. σπάν. (ΛΚΝ).
    1) Συνοδεύω τιμητικά ως ένα σημείο κάπ. που αναχωρεί, ξεπροβοδώ: Και απόστειλέ τον (ενν. η βασίλισσα τον Αλέξανδρον) και οι δύο της υιοί τον επροβόδησαν ... έως το πέσιμον του Αλεξάνδρου Διήγ. Αλ. E (Konst.) 15120· (εδώ προκ. για εκφορά νεκρού): Ο Αλέξανδρος με όλους τους βασιλείς ... επροβόδησέν τον (ενν. τον Τάρειον) έως το μνήμα και έθαψάν τον με τιμήν μεγάλην Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30517. 2) α) (Μτβ.) οδηγώ, συνοδεύω: και οπού προβοδάει το ρίφι εις το Αζαζελ ... να πλύνει τη σάρκα του με το νερό και ύστερα έτσι να έρτει προς το φουσσάτο Πεντ. Λευιτ. XVI 26· β) (αμτβ.) προπορεύομαι ως οδηγός: προεβόδιζον γουν εγώ, οι δε εφείποντο Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 780 κριτ. υπ. 3) α) Στέλνω κάπ. κάπου: Και επροβόδησα αποκουρσάρους από την έρημο της Κερεμωθ προς τον Σιχον βασιλεά του Χεσβων λογιά ερήνης του ειπεί Πεντ. Δευτ. II 26· τα τζαμόγλανα ομπρός τα προβοδάγει (ενν. ο καπετάν Πασιάς) Διακρούσ. (Κακλ.) 124· β) στέλνω κ. σε κάπ.: ο Κολώνας έβαλε στην πρύμνην την παντέραν,| οπού του την προβόδισεν εκ το θρονί ο ρήγας| κι είχε τον Ιησούν Χριστόν αντάμα με την λίγα Άλ. Κύπρ. 1200· Επιστολήν σου προβοδώ, φίλε μου Μανογήλη Κυπρ. ερωτ. 1411.
       
  • προδίδωμι,
    Βίος Αλ. 1592, 4650, Δούκ. 13110, 18927, 41728· προδίδω, Σπαν. V 122, Καλλίμ. 1355, Σαχλ. N 246, Λίβ. διασκευή α 1501, 2163, Λίβ. Esc. 2014, Αχιλλ. L 862, Αχιλλ. (Smith) O 484, Λίβ. Va 1652, Φαλιέρ., Ιστ.2 550, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2841, 3453, Βεντράμ., Γυν. 112, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 277r, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 11511, Πιστ. βοσκ. I 2, 101, Παλαμήδ., Βοηβ. 1108, Προσκυν. Μπεν. 54 16127, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 433, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 239121, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 96, Διακρούσ. (Κακλ.) 574, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21912, 23424, κ.α.· γ́ πληθ. αορ. επροδώκα· προδώσα, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1451· γ́ εν. υποτ. αορ. (μη) εμπροδώσει, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 615· μτχ. παρκ. προδομένος, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12177, Πιστ. βοσκ. III 8, 85, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [506], Γ’ [1336], Έ [1588].
    Το αρχ. προδίδωμι· για το μεταπλ. σε προδίδω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 307 κε., Jannaris, Hist. Gramm. 774-5, 936-7. Ο τ. τον 6. αι. (LBG, TLG), στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Παραδίδω κ./κάπ.: Τώρα εις εσένα, φίλε μου, προδίδω το κορμί μου· |εσύ γαρ μόνος δύνασαι ζήσαι και θανατώσαι Φλώρ. 1542· (συν. σε εχθρό/αντίπαλο): Δούκ. 3672. 2) Καταδίδω κάπ.: Απήτις εποφάγασι, ο Ιησούς μιλεί τως «Γείς από σας προδίδει με» των μαθητών λαλεί τως Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2895. 3) Παραβαίνω μια ηθική υποχρέωση, δέσμευση κ.τ.ό.: Δούκ. 2712· Εκείνοι δε οι μακάριοι υπέμειναν ανδρειωμένοι και γενναιότατα όσας βασάνους τους έδωσαν και δεν επρόδωσαν την ευσέβειαν Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164122. 4) Ενδίδω, υποχωρώ: Τον πόθον είχα μέσα μου ωσάν ένα παιγνίδι· | τινός ουδέν επρόδιδα χωρίς το δακτυλίδι Ριμ. κόρ. A 186. 5) Παρασύρω: Ακόμη κι ο Ρωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει| και τις κατέχει αν ήλαχε ’ς τόπο που δεν ολπίζει,| γή σκλάβο τον επιάσασι και θάνατο του δώκα,| γή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1718. Β́ Αμτβ. 1) Παραδίνομαι στον εχθρό, συνθηκολογώ: Αμέ ο αφέντης ο Μολής και τα καράβια τ’ άλλα| σιμώνοντας, τα τούρκικα φλάμπουρον άσπρο εβάλα· | έξι καράβια κι ο πασάς προδίδουνε και πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου| Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117. 2) Ενδίδω, υποχωρώ: Για τούτον εποφάσισα την κοπελιά να πάρω| ετούτη τση κερά Μηλιάς, ογιά να κάμω θάρρος, (παραλ. 2 στ.) Η μάνα τση με διχωστάς δύσκολο μου τη δίδει, | μα εκείνη δε συβάζεται, μηδε ποσώς προδίδει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 312. 3) α) Ενδυναμώνομαι, επιμένω, αντέχω: Για ’δε, κυρά μου, ’στόρησε και βάλε με τον νουν σου| πόσους δαρμούς μ’ εδείρασιν οι έρωτες διά σένα, | και αν είσαι πέτρα, υπόμενε, ή κάστρον, να προδώσεις· | ει δε ’σαι τήν πολλαγαπώ, έλα στο θέλημά μου Ερωτοπ. 628 (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 1958, 101)· β) αυξάνω, εξελίσσομαι αυξητικά: Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού ’χει γνώση,| να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει· | ετούτες οι κακές αρχές που ’πίβουλα προδίδου| εις το κορμί με τον καιρό πρίκες και πάθη δίδου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 719 (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ., 100). IΙ. Μέσ. 1) Παραδίνομαι, υποκύπτω στον εχθρό: καθήν ημέραν πολεμούν (ενν. οι εχθροί) εις του καστελλίου την πόρταν,| και ημείς ουδέν προδιδόμεσθε ώσπερ πιστότατοί σου Αχιλλ. (Smith) N 436· Ην γαρ ο δεσπότης (ενν. της Σερβίας) προ ημερών ικανών εν Ουγγρίᾳ περάσας συν πάσῃ τῃ οικίᾳ αυτού και οι μεγιστάνες αυτού πανοικί· τα δε κάστρα οχυρώσας και τον λαόν άπαντα κελεύσας εντός αυλισθήναι, εκέλευσε μη δειλιάν και προδίδοσθαι, αυτός γαρ ήξειν μέλλει συν δυνάμει πολλῄ ως εν ολίγῳ Δούκ. 39729. 2) Ενδίδω, υποχωρώ: Λοιπόν, μαλαματένη μου, τούτον ο νους σου σφάνει,| κι ας φάμε την αγάπη μας με διχωστά στεφάνι! | Κι ας πιούμεν από της φιλιάς το δροσισμένο μέλι,| κι αυτά τ’ αρρεβωνιάσματα ο νους σου μην τα θέλει! (παραλ. 4 στ.) Προδώσου το λοιπονιθές και άφες το δακτυλίδι Ριμ. κόρ. A 103. — Βλ. και προδώνω.
       
  • προθυμία
    η, Σπαν. P 257, Ιερακοσ. 5027, Διγ. (Trapp) Gr. 1819, Διγ. Z 1138, Ερμον. Η 263, Μ 117, Ψ 179, Ωροσκ. 4219, 4327, Χρον. Μορ. H 144, 282, 1089, 1216, 4750, 6334, Χρον. Μορ. P 6, 144, 282, 303, 517, 1089, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 272, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 389, Αχιλλ. (Smith) O 97, Χειλά, Χρον. 348, Μαχ. 15016, 16635, Κορων., Μπούας 46, 49, 58, 68, 70, 105, Πένθ. θαν.2 604, Βεντράμ., Φιλ. 99, 150, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357r, Αχέλ. 709, 710, 899, 1846, Χρον. σουλτ. 13523, Lucar, Sermons 111, Μεταξά, Επιστ. 47, Λίμπον. Αφ. 64, 145, Διγ. O 681, Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 65, Διακρούσ. (Κακλ.) 339, 982, 1200, κ.α.· προθυμιά, Σαχλ., Αφήγ. 15, Φαλιέρ., Ιστ.2 56, 641, Χούμνου, Κοσμογ. 1024, 1185, 1398, 2303, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 279, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 82, Κορων., Μπούας 15, 23, 35, 49, Κυπρ. ερωτ. 424, Πανώρ.2 Β́ 107, Γ́ 100, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 63, 515, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 62, Πιστ. βοσκ. ΙΙ 4, 19, Βοσκοπ.2 133, Παλαμήδ., Βοηβ. 261, 591, 1278, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 208, 370, 699, 1371, Β́ 622, 1886, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 623, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 415, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [41], Δ́ [1030], Έ [544], [1468], Λίμπον. 69, 326, 501, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 41, Μαρκάδ. Πρόλ. 31, Λεηλ. Παροικ. 58, Διγ. O 524, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27117, 44526, 48323, 54125, κ.α.
    [Το αρχ. ουσ. προθυμία. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
    1) α) Διάθεση, επιθυμία, ζήλος να πραγματοποιηθεί κ., ο οποίος εκδηλώνεται με την επίδειξη ανάλογης δραστηριότητας: Ιερακοσ. 5049, Χούμνου, Κοσμογ. 605· εκφρ. (1) μετά πάσης προθυμίας (ήδη μτγν., TLG)/συν πάσῃ προθυμίᾳ/με πάσης προθυμίας/με όλην προθυμίαν = με πολύ μεγάλη προθυμία· ολόψυχα (βλ. και Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. α σ. 427]): εβγάζει το καπάσιν του, πίπτει εν παρρησίᾳ| και προσκυνεί, συντάσσεται συν πάσῃ προθυμίᾳ| τον ορισμόν του άνακτος πληρώσαι μετά έργου Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 42· ο στόλος όρθωνε με πάσης προθυμίας Αχέλ. 1797· είχε λογισμόν (ενν. ο μοναχός) του απελθείν εις πόλιν| της θείας Ιερουσαλήμ με προθυμίαν όλην,| ίνα σεπτώς ασπάσηται τους σεβασμίους τόπους Παϊσ., Ιστ. Σινά 502· Άκουσον, υιέ μου πρώτε,| λόγους ταπεινού πατρός σου,| δέξου τούτους μετά πάσης| της καλής σου προθυμίας Πτωχολ. α 82· (2) με (την) προθυμιά(ν) = πρόθυμα: Κάμετε εσείς με προθυμιά τά σασε θέλω ορίσει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 249· μπορώ να ειπώ δεν έμεινε φωτι’ άλλη στην κυρά μου,| να κάψει αλλουνού καρδιάν, ...,| γιατί όλην με την προθυμιάν την έχυσε σ’ εμένα,| από την ώραν κείνηνε, που τούτα τα καημένα| τα σωθικά μου εδόξεψε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [439]· φρ. έχω προθυμίαν (ήδη αρχ.) = δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι: Χρον. Μορ. P 717· β) (ειδικ.) β1) φιλεργία, φιλοπονία: εκείνα (ενν. τα παιδιά) οπού ’χτάσσουνται καλά ...| ... και πρόθυμα κοπιούσι| ν’ ανέβουσι στη σβίγα μου, αϊδάρω και ψηλώνω (παραλ. 1 στ.). Και πάλι εκείνα απού ’νιαι οκνά και προθυμιά δεν έχου,| μα μόνο με την πεθυμιά κάθουνται και ξετρέχου| με δίχως κόπο στου τροχού τα ύψη ν’ ανεβούσι,| πάντα στο βάθος στέκουσι, το ψήλος δε θωρούσι Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 51· οι προθυμιές κι οι πρόκοψες κι οι κόποι των αθρώπω| πλούσους και μπορεζάμενους τσι κάνει ’ς κάθα τόπο Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 41· (προκ. για πνευματικό έργο): Εν αυτῴ γουν (ενν. τῳ σπηλαίῳ) ησκήτευαν με τόσην κακουχίαν, (παραλ. 1 στ.), δύο κλεινοί αυτάδελφοι, ... (παραλ. 5 στ.). Εύγε της διακρίσεως αυτών και προθυμίας!| ουαί δε αύθις της εμής κακίστης ραθυμίας! Παϊσ., Ιστ. Σινά 185· β2) ζήλος για ανδραγαθήματα· γενναιότητα, ανδρεία: « ... Άρτι ποθώ δοξάσασθαι και το γένος λαμπρύναι (παραλ. 3 στ.)». Και κατένευσεν ο πατήρ τῃ προθυμίᾳ του νέου,| φύσεως γαρ το ευγενές εκπαιδόθεν προφαίνει Διγ. (Trapp) Gr. 1051· εις πολλά βασίλεια έδειξε (ενν. ο Θησέος) την ανδρειάν του·| εις φήμην, δόξαν και τιμήν ήλθε ’κ την προθυμιάν του Θησ. (Foll.) I 6. 2) α) Καλή διάθεση, ευμένεια: αφότου επαρέλαβεν ο πρίγκιπας το Ανάπλιν| με προθυμίαν το εχάρισεν τότε τον Μέγαν Κύρη Χρον. Μορ. P 2876· Κοίταξε τώρα προς εμέν, δέξου με προθυμίαν| την προσευχήν μου, Κύριε· δείξε μου ευσπλαγχνίαν Παλαμήδ., Ψαλμ. 427· β) διάθεση για βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, φιλευσπλαχνία: Κάλλιο ’ναι το λιγότερον μετά της προθυμίας| παρά χιλιάδες πράγματα μετά περηφανείας Κομν., Διδασκ. Δ 304. 3) Σπουδή, βία, ζέση ερωτική: Στο πράσινον του πόθου το λιβάδιν| πολλοί τραντάφυλλα κι αθθούς θωρούσιν| αμμέ τ’ αγκάθια που ’χουσιν ομάδιν| απού την προθυμιάν δεν τα βιγλούσιν Κυπρ. ερωτ. 422. 4) Βοήθεια, προστασία: Αύτη (ενν. η Παναγία) στους ξένους γνώριμος είναι και προστασία,| απελπισμένων τε ελπίς είναι και βοηθεία.| Αύτη εις χείρας κι ορφανά είναι η προθυμία Διακρούσ. (Κακλ.) 1291· φρ. κάνω/ποιώ προθυμία = βοηθώ πρόθυμα: Το κοντάριν τό εβάσταζεν εγίνη δυο κομμάτια· ευτύς πολλά εγλήγορα έσυρεν το σπαθί του (παραλ. 3 στ.). Κι ως ήβλεπαν οι έτεροι οπού ’σαν μετ’ εκείνον,| ανάρια όλοι εβάλθηκαν και προθυμίαν τού εκάμναν,| τους Αλαμάννους έσφαξαν και εθανάτωσάν τους Χρον. Μορ. P 4031· ου δύναμαι του να κρατώ σπαθίν ουδέ κοντάριν| του να σταθώ εις πόλεμον να έχω πολεμήσει·| αλλά να ποίσω δι’ εσάς τούτην την προθυμίαν·| του πρίγκιπος το φλάμουρον θέλω να το βασταίνω (παραλ. 1 στ.). Την τέντα του δομέστικου θεωρώ την ... ·| ομνύω σας εις τον Χριστόν ολόρθα εκεί να απέλθω Χρον. Μορ. P 4750. 5) (Εδώ) ενθάρρυνση (βλ. Lex. Chron. Mor. 393): ο πάπας ’κ την χαράν όπου είχεν διά τον κόντον| και διά να δώσει προθυμίαν του κόντου, καθώς πρέπει,| ατός του εκαβαλίκεψεν με τους γαρδιναλίους,| ομοίως με τους ευγενείς ανθρώπους εκ την Ρώμην,| κι απήλθεν εις συναπαντήν του κόντου της Προβέντσας Χρον. Μορ. P 6142.
       
  • προσευχή
    η, Σπαν. A 130, 131, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 223, 224, 227, Χρον. Μορ. P 977, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 299, Λίβ. Va μετά στ. 853, 854, Δούκ. 37519, 21, Θησ. Β́ [945], Απόκοπ.2 399, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 22, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5188, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1314, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 60r, Πανώρ.2 Δ́ 270, 408, Ιστ. Βλαχ. 1403, 1840, 2416, Διακρούσ. (Κακλ.) 110, 302, 772, 1035,1298· προσευκή, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 855, 1712, 1715, 1756, 1804, 1881, 2960, 2966, 2968, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 73, 100, 105, Αποκ. Θεοτ. ΙΙ 80, 194, 195, 198, 202.
    Το μτγν. ουσ. προσευχή. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., Σακ., Κυπρ. Β́ 764, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. και σήμ.
    Προσευχή: κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 495· (σε προσωποπ.): Είδα απαύτου την Προσευχήν, γυναίκα εις την όψιν,| καταλυμένην και δεινήν, είχεν εις γην το βλέμμαν,| και εις το χαρτίν τό εβάσταζε τούτοι έγραφαν οι λόγοι: ... Λίβ. διασκευή α 1071.
       
  • προσεύχομαι,
    Σπαν. A 134, 137, Κομν., Διδασκ. Δ 163, Ερμον. Πρόλ. 84 Sprachlehre 146 δις, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1668, 1681, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 344r, 353v, Δεφ., Σωσ. 325, Μορεζ., Κλίνη φ. 77r, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13726, Διακρούσ. (Κακλ.) 118· ενεργ. ενεστ. προσεύχω, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 338, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5199· μτχ. ενεργ. ενεστ. άκλ., προσεύχοντας, Μορεζ., Κλίνη φ. 77v, 182v, 215r· υποτ. ά εν. αορ.: να προσευχώ, Απολλών. (Κεχ.) 729· υποτ. ά πληθ. αορ.: να προσευκούμε, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 60.
    Το αρχ. προσεύχομαι. Το ενεργ. τον 9. αι. και σε σχόλ. (LBG, TLG)· για την υποτ. προσευχώ βλ. Κεχαγιόγλου [Απολλών. 709]. Τ. προσεύκουμαι (Παπαδ. Α., Λεξ.) και προσεύκομαι (Σακ., Κυπρ. Β́ 64, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου) σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.
    Ά (Μτβ.) προσεύχομαι α) στο Θεό/ στους θεούς: Μαχ. 306, Μετάφρ. Μολιέρου 128· τον Κύριο να προσεύχομε, να τον ’πικαλεστούμε| να μασε δώσει φώτιση στο νου κι εις την καρδία,| να λείψομε απ’ τα κακά κι απού την αμαρτία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5199· β) υπέρ κάπ./ για κ.: εποίησαν παράκλησιν (ενν. οι ιερείς), όλοι ευλόγησάν τον,| να πάγει και να ’λθει καλά επροσευχήθηκάν τον,| εχθρούς υπό τους πόδας του να βάλει, να νικήσει,| τροπαιοφόρος να γενεί, με δόξαν να γυρίσει Ιστ. Βλαχ. 154· Πώς υπέρ ετέρου προσεύχεις ... ο δόλους συρράπτων και μάχαιραν ακονών, και μυρία κακά κατεργαζόμενος; Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 338. Β́ (Αμτβ.) προσεύχομαι: Κομν., Διδασκ. Δ 166· Σίμωσε, αφέντρα μου, λοιπό, κλίνε τα γόνατά σου| και μετά λόγου μου κλιτά να προσευκούμε στάσου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 60. Φρ. προσεύχομαι από καρδιάς, βλ. από 17 Φρ.
       
  • πρόσκαιρος,
    επίθ., Σπαν. P 159, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 314, Αλφ. (Μπουμπ.) I 73, Πένθ. θαν.2 524, Αλφ. 1433, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1274, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) 88, Δωρ. Μον. XXXIV, Κυπρ. ερωτ. 15315, Ιστ. Βλαχ. 1206, 2620, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 336, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66, 88, Διακρούσ. (Κακλ.) 918, 1014, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ γ́ 7 σημ.· πρόσχαιρος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 346r κριτ. υπ., Αχέλ. 1073, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 739.
    Το μτγν. επίθ. πρόσκαιρος. Η λ. και σήμ.
    Που διαρκεί λίγο χρονικό διάστημα· προσωρινός, παροδικός: Ο ... σουλτάνος Μπαγιαζίτης εποίησε μάχην πρόσκαιρον μετά των Τζιντίδων Ιστ. πολιτ. 6015· «Αλλ’ ουκ έστιν, ος ζήσεται» φησίν ο θεοπάτωρ| «και ουκ όψεται θάνατον»· πρόσκαιρος γαρ ο βίος Διγ. (Trapp) Gr. 3655· η χαρά ’ναι πρόσκαιρος και γλήγορα υπαγαίνει Πένθ. θαν.2 250· έκφρ. πρόσκαιρος ζωή = η επίγεια ζωή (σε αντιδιαστολή με την αιώνια): αυτοί οι άρχοντες διά πλεονεξίαν| εχάσαν πρόσκαιρον ζωήν, εχάσαν και την θείαν,| ότι τους εύρε θάνατος απάνω εις την στράτα,| διά να χύσουν αίματα έρχονταν με φουσσάτα Ιστ. Βλαχ. 606. Το ουδ. ως ουσ. = 1) (Εν.) βραχύτητα, συντομία: Το στάζον μέλι το γλυκύ του Βίου παραφέρνει,| ενώ του Βίου πρόσκαιρον (έκδ. πρόσχαρον· διορθώσ.) πάλιν την Δυστυχίαν Λόγ. παρηγ. L 534. 2) (Πληθ.) α) ο επίγειος βίος· οι απολαύσεις της ζωής: να ’φρανθείς τα πρόσκαιρα, αιώνια να κερδίσεις Σπαν. O 206· Τυφλώνουν σε τα πρόσκαιρα και ου παραβλέπεις δόξαν,| ουκ έχεις λογισμόν ποσώς πως θέλεις αποθάνει,| πως θέλεις απιλογηθεί στην φοβεράν την κρίσιν Αλφ. 1491· β) πράγματα ή υποθέσεις του επίγειου βίου: ει μεν γαρ ίδῃ (ενν. ο δαίμων) τον άνθρωπον ... φρονούντα τα γήινα και τα πρόσκαιρα του βίου τούτου, τότε πλησιάζει αυτῴ διά των αισχρών λογισμών Φυσιολ. (Zur.) LVIII10· των επιγείων| και των προσκαίρων, Δέσποτα, μέριμναν ου ποιούμαι Πένθ. θαν.2 437.
       
  • προσκύνημα
    το, Χρον. Μορ. H 121, 3028, 7733, Χρον. Μορ. P 121, 3028, 7733, Αχιλλ. L 1064, Αχιλλ. (Smith) N 1468, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 470, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2073, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 324· προσκύνημαν.
    Το μτγν. ουσ. προσκύνημα. Ο τ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα, όπου και άλλοι τ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
    1) Επίσκεψη, μετάβαση πιστού/προσκυνητή σε ιερό τόπο με στόχο τη λατρευτική απόδοση τιμής (με γονυκλισία, υπόκλιση, ασπασμό κλπ.): έλειψεν η φιλαδελφία ..., επαρκατέβην η πίστις, προσευχή και τάματα προς τον Θεόν, έπαψαν τα προσκυνήματα των εκκλησιών Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 530· απήν ο άρχων εγύρισεν όλους τους Αγίους Τόπους και ήκαμε τα προσκυνήματα απού επεθύμα, εθυμήθη να στρέψει εις τον τόπον του Μορεζ., Κλίνη φ. 70v. 2) Ο ιερός τόπος στον οποίο μεταβαίνουν οι προσκυνητές για να προσκυνήσουν: Μία σουλτάνα ηθέλησε να πα να προσκυνήσει (παραλ. 5 στ.) μέγα καράβι εφόρτωσεν όλο προσκυνητάδες,| φαγία και φορέματα, άσπρα και καμουχάδες,| ν’ αφήσει στο προσκύνημα Διακρούσ. (Κακλ.) 25· τούτου (ενν. του θόλου) δ’ αριστερόθεν| υπάρχει το προσκύνημα δυσσεβών της σμαγίδας Παϊσ., Ιστ. Σινά 1259· (προκ. για τους Αγίους Τόπους): στα προσκυνήματα του Ιεροσολυμάτου| εκεί οπού επέρασα και τόπους επορπάτου Δαρκές, Προσκυν. [159]· εζήτησεν ο αποκρισιάριος ... να μηδέν αφήνουν να καταφρονούν και να δέρνουν και να οχλώσι τους κατά καιρόν ερχομένους εις το αυτό άγιον προσκύνημα Ορισμ. Μαμελ. 973. 3) (Συν. στον πληθ.) α) ιερά προσκυνηματικά αντικείμενα λατρείας (εικόνες, σταυροί κλπ.): η αγία Ελένη με το θέλημαν του Θεού έφηκεν πολλά προσκυνήματα εις το νησσίν, τον σταυρόν τον μέγαν και τον μικρόν εις την Τόγνην, ο ποίος επολόμαν πολλά θαύματα και πολλές ιατρείες Μαχ. 621· εικόναι συνθεμέναι,| αίτινες προσκυνήματα υπάρχουν των αγίων,| προφητών αποστόλων τε μαρτύρων και οσίων,| άσπερ φέρουν και προσκυνούν ... όταν έλθει| η εορτή του καθενός Παϊσ., Ιστ. Σινά 477· β) προσκυνηματικά αφιερώματα· τάματα: κάμνουν (ενν. οι πλούσιοι) χίλια και μύρια,| παρακαλούν και τους αγιούς, τάσσονται λειτουργίες,| λαμπάδες, προσκυνήματα, να γένει ακριβεία,| να γδάρουν τέλεια τους πτωχούς Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 381. 4) Δώρα που προσφερονται σε κάπ. ως ένδειξη τιμής, σεβασμού, αφοσίωσης, υποταγής: Υπάγετε, αδέλφια μου, εκεί εις τους γονείς μας| με προσκυνήματα πολλά τά πρέπουν και αρμόζουν·| ας έρχουνταιν εγλήγοραν να ποιήσομεν τους γάμους Αχιλλ. (Smith) N 1449· τον επροσκύνησαν (ενν. οι Βαβυλώνιοι) και ούτως τον εφούμισαν τον Αλέξανδρον μεγάλῃ φωνῄ βασιλέα των βασιλέων ... και ήφεράν του προσκυνήματα, δώρα πολλά πανθαύμαστα Βίος Αλ.2 107. 5) (Εκ)δήλωση υποταγής, αποδοχή υποτέλειας· φρ. δίδω προσκύνημα, βλ. δίδω ΙΆ14 φρ. 6) Εθιμοτυπικό τελεστικό τυπικό σχήμα χαιρετισμού (συν. σε εξέχοντα πρόσωπα)· υπόκλιση (ως ένδειξη υποταγής, τιμής και σεβασμού): το να τον ίδει ο Διγενής, έδεσε τα χέρια| και χαμηλά επροσκύνα τον κύρην και πενθερόν του| και μετά το προσκύνημαν άκο τα τι του λέγει ... Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 981· Προσκύνημαν δουλοπρεπώς παρά των μεγιστάνων| προς δέσποιναν την χρυσαυγήν, κόρην την Χρυσορρόην Καλλίμ. 2010· Γράφει ο σουλτάνος γράμματα, της Βενετίας τα στέλλει,| επαίρνω εγώ τα γράμματα, αποχαιρέτησά τον| με δουλικόν προσκύνημα, ως ήμουν ορισμένος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1281. 7) (Στον πληθ., σε επιστ.) χαιρετίσματα (βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́ 205-6): ευχαί και προσκυνήματα εις τον αυθέντην εκείνον τον Μαχουμέτ Ορισμ. Μαμελ. 996. — Βλ. και προσκύνισμα.
       
  • προσκυνητής
    ο, Προσκυν. Μπεν. 54 15511, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 270· πληθ. προσκυνητάδες, Προσκυν. Ιβ. 535 1255, Προσκυν. Ιβ. 845 1355, Μηλ., Οδοιπ. 635, Προσκυν. Κουτλ. 390 128, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80, 437, 438, Διακρούσ. (Κακλ.) 23, Προσκυν. α′ 11218.
    Το μτγν. ουσ. προσκυνητής. Η λ. και σήμ.
    1) Αυτός που μεταβαίνει σ’ έναν ιερό χώρο (που βρίσκεται μακριά από τον τόπο διαμονής του) για προσκύνημα (βλ. ά.): ωσάν προσκυνητής του Θεού, ηθέλησα να υπάγω και εις μεγάλην Αραβίαν και έως τον τάφον προφήτου Μεεμέτ να προσκυνήσω Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 347· έρχονται γαρ κατά καιρόν Φράγκοι προσκυνητάδες| και λειτουργούσι και αυτοί, φράροι και παπάδες Παϊσ., Ιστ. Σινά 1323· (προκ. για πιστούς που συμμετέχουν σε ομαδικό προσκυνηματικό ταξίδι): να φυλλάττονται εις αυτά τα καστέλια ... διάφορα τροφίματα διά ανθρώπους και ζώα, να αγοράζουσιν οι διαβαίνοντες απ’ εκεί πραγματευτάδες, και μάλιστα οι προσκυνηταί Τούρκοι του Κιαμπέ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ.Μια σουλτάνα θέλησε να πάει να προσκυνήσει| στη Μέκκα, που ’χε τάσσιμο, και πάλι να γυρίσει (παραλ. 2 στ.) μέγα καράβι φόρτωσε όλο προσκυνητάδες ... Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14615· (προκ. για ταξιδιώτες προσκυνητές των Αγίων Τόπων): κτίσε κονάκια, να κονεύουσιν οι προσκυνητάδες οπού έρχονται εις προσκύνησιν του Ζωοδόχου και Αγίου Τάφου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 144· αυτού είναι ο γιαλός όπου έρχονται τα καΐκια με τους προκυνητάδες και απέχει της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ μίλια λ́ Προσκυν. α′ 12726· να κτίσουσιν εις την Ιερουσαλήμ … ξενοδοχείον διά τους προσκυνητάδες Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 145. 2) (Συνεκδ.) πιστός: Τέτοιας λογής προσκυνητάδες ομοιάζουν ζωγραφισμένους ανθρώπους, οι οποίοι φαίνονται εις την ζωγραφίαν να κρατούν επάνω εις τα χέρια τως ένα βουνό ..., αμή, κατά αλήθειαν ούτε βάρος κρατούν ούτε κόπον κάμνουσιν Ροδινός (Βαλ.) 70· δράμετε, προσκυνήσετε, αν θέλετε σωθείτε| και να ονομάζεσθε καλοί προσκυνητάδες Προσκυν. Μπεν. 54 1684.
       
  • προσκυνώ,
    Καλλίμ. 1115, Βέλθ. 144, Χρον. Μορ. H 1640, 2082, 8442, Φλώρ. 1115, Ηπειρ. 27322, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 337, Απολλών. (Κεχ.) 802, Λίβ. Va 3866, 3868, Λίβ. διασκευή α 274, 4357, Ιμπ. 240, 631, Θησ. ΣΤ́ [346], Χούμνου, Κοσμογ. 631, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 43, 62, Διήγ. Αλ. G 28626, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 324r, Πτωχολ. α 955, Ιστ. πατρ. 8621, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1000, Πανώρ.2 Δ́ 199, Έ 340, 353, Διγ. Άνδρ. 39321, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2  Ά 1388, Β́ 157, 482, 783, Γ́ 889, Δ́ 1445, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1243], Β́ [556], Έ [1618], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 415, Φορτουν. (Vinc.) Έ 315, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22412, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1340, κ.π.α.· μτχ. παρκ. προσκυνισμένος, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 436.
    Το αρχ. προσκυνώ. Η μτχ. παρκ. αναλογ. με τις μτχ. σε ‑ισμένος· πβ. και ουσ. προσκύνισμα. Η λ. και σήμ.
    1) α) Aποδίδω λατρευτική τιμή σε ιερό πρόσωπο, αντικείμενο, τόπο (με γονυκλισία, υπόκλιση, ασπασμό): Παϊσ., Ιστ. Σινά 865, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2210· (αμτβ.): μέλλεις βλέψαι τον ναόν ... (παραλ. 5 στ.) και τον σταυρόν σου ποίησον, προσκύνει έως κάτω ευχαριστών Κυρίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά 371· τους ιερείς εσύναξαν δέησιν να ποιήσουν· (παραλ. 6 στ.) και τότες επροσκύνησε (ενν. ο Πρέδας) και πήρεν ευλογίαν Ιστ. Βλαχ. 159· (προκ. για ιερά προσκυνηματικά αντικείμενα, λείψανα αγίων κλπ.): ηφέραν το (ενν. το σκήπτρον του αγίου Λουκά) ομπρός εις τον δεσπότην·| δεσπότης το επροσκύνησεν Χρον. Τόκκων 2528· εσυνάχθη ο λαός πολύς, ... και επροσκύνησαν τα λείψανα των αγίων Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16329· έχομε τες εικόνες μας, για να τσι προσκυνούμε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22429· β) (προκ. για θρησκευτική πίστη) λατρεύω, πιστεύω: Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 168, Φυσιολ. (Legr.) 152, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2356· (υποτιμ., με το ουσ. είδωλα): πως προσκυνά τα είδωλα να δου και να γνωρίσου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 214· Τα είδωλα επροσκύνησα τώρα στα γηρατειά μου!|Με τ’ άσπρα γένια ηθέλησα να βγω οχ τα λογικά μου! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 278· (μεταφ., προκ. για αγαπημένο πρόσωπο): Εκείνη μόνο προσκυνά και ως είδωλο λατρεύγει Φορτουν. Ιντ. α´ 91· Είσαι ... τόσ’ άσπλαχνος σε μια που σ’ αγαπάει,| ... κι ωσάν Θεόν, Σίλβιε, σε προσκυνάει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [470]· γ) επισκέπτομαι ως προσκυνητής κάπ. ιερό χώρο: Ως γοιον έρχετον ο ρήγας εις την θάλασσαν, ήρτεν του μία φουρτούνα μεγάλη, και επήρεν τάμαν, όντα να ’ρτει με το καλόν εις την Κύπρον να γυρέψει όλα τα μοναστήρια της χώρας να τα προσκυνήσει Μαχ. 2266· είδασιν διαβαίνοντας Ρωμαίους πελεγρίνους,| ανθρώπους όλους ευσεβούς, χριστιανούς την πίστιν,| όλοι να υπαγαίνουσιν διά να προσκυνήσουν| τον Άγιον Ιάκωβον Φλώρ. 38· (προκ. για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους): ενέβην του μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα εις τον τάφον του Χριστού, διά να προσκυνήσει όλην την γην του Κυρίου Μαχ. 6488· (αμτβ.): Τάσσιμο ετακτήκασι (ενν. ο Ιωακείμ και η Άννα) να πα να προσκυνήσου| εις το ναό του Σολομό, παιδί για να γεννήσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1544· λέγουν να προσκυνήσουσιν εκεί στα μοναστήρια Χρον. Μορ. P 5755· απηρχόμην προσκυνήσαι εις την Παναγίαν την Οδηγήτριαν Notizb. 55. 2) α) Τελώ τυπικό χαιρετισμού προς ανώτερο ιεραρχικά (με γονυκλισία, υπόκλιση, ασπασμό, πέφτοντας στο  εδαφος κλπ.): Διακρούσ. (Κακλ.) 108, Χρον. Μορ. H 6854, Λεηλ. Παροικ. 339· β) χαιρετώ (με εθιμοτυπική υπόκλιση): ήρχετον η παράξενος και εγώ συναπαντώ την,| ... να βουλεύoμαι πώς να την χαιρετήσω (παραλ. 1 στ.) Τράχηλο κλίνω, προσκυνώ και εκείνη προς εμένα Λίβ. Va 2017· Η κούρτη όλη έγεμεν από ψηλούς αυθέντες, (παραλ. 7 στ.) Μέσα σε τούτον τον λαόν εξήλθεν ο Θησέος,| με στέματος βασιλικού ...| Όλοι τον απεδέχθησαν μετά τιμής μεγάλης| και κείνος ...| όλους τους επροσκύνησεν Θησ. Ź [1065(σε επιστολή): ο Δάρειος ο της Περσίας ... γράφω και προσκυνώ της βασιλείας σου Διήγ. Αλ. G 2795· γ) υποκλίνομαι ως ένδειξη συμφωνίας, σεβασμού, αφοσίωσης, υποταγής, ευχαριστίας: Κι όσον επαναγνώστησαν τα έγγραφα εκείνα,| σηκώνεται ο μισίρ Ντζεφρές ...| και χαμηλά επροσκύνησεν τους ορισμούς του κόντου Χρον. Μορ. H 2339· Δένει τα χέρια του (ενν. ο Αχιλλεύς), προσκυνεί πατέρα και μητέρα,| ... ως έπρεπεν αξίως·| γλυκεία καταφιλούσιν τον, ...| Αχιλλ. (Smith) N 385· πατέρα, ως δούλος σου σκύπτω και προσκυνώ σε| και την ευχήν σου ... παρακαλώ σε δώσε Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1291. 3) Υποδέχομαι, προϋπαντώ, καλωσορίζω κάπ.: Εφθάσαμεν εις Αίγυπτον, ...| συναπαντού μας άνθρωποι μεγάλοι, συγγενείς του,| πεζεύουν, προσκυνούσι τον και εμέναν μετ’ εκείνον Λίβ. διασκευή α 3428· (προκ. για τιμητική υποδοχή εξέχοντος προσώπου): Ήγγισαν εις το κάστρον τους, εξέβην ο λαός του (παραλ. 1 στ.) και προσκυνούσιν άπαντες, μεγάλως ευφημούσιν| τον βασιλέα, τη δέσποινα, τον νέον βασιλέα Αχιλλ. (Smith) N 747· Μόλις ποτέ εφθάσαμεν εις το Αργυρόν το Κάστρον,| ευθύς το γένος έδραμεν, οι πάντες προσκυνού τους| μετά χαράς, μετά τιμής Λίβ. Va 3950. 4) α) Δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι: «Εγώ ’μαι ο Πόθος», λέγει με και είπα τον: «Προσκυνώ σε,| τρέμω την εξουσίαν σου, φρίττω την δύναμίν σου,| δουλώνομαι εις τον Έρωταν Λίβ. διασκευή α 373· (αμτβ.): ο Καμπανέσης όρισεν, διαλαλημόν εποιήσαν,| ότι όσοι εκ τα περίγυρα των χώρων της Κορίνθου| θέλουν να προσκυνήσουσιν, να τον δεχτούν δι’ αφέντην,| να έχουν τιμήν και ευεργεσίαν, αναδοχήν μεγάλην Χρον. Μορ. H 1493· (προκ. για αναγκαστική αποδοχή διαφορετικής θρησκευτικής πίστης): να προσκυνήσετε, να γενήτε και εσείς Μουσουλμάνοι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 281· β) (αμτβ.) παραδίδομαι: Κι άλλα χωριά εθέλασι, ...| μήπως κι ευρούν ανάπαψη σαν παν να προσκυνήσου.| Κι οι γέροντες ελέγασι ποτέ να μηδέν πάσι| στον Τούρκο να παραδοθού, γιατί θα τους χαλάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24926· · άνευ σπαθίου και πόλεμου θέλουσιν προσκυνήσει Χρον. Μορ. H 1450· με πόλεμον το επήρασιν (ενν. το κάστρο), ολίγοι επροσκυνήσαν Χρον. Μορ. H 2026. 5) Υπακούω, αποδέχομαι: λέγουν τον (ενν. άρχοντες τον Ιμπέρην) ...:| «Ο ρήγας σε παρακαλεί, χάρισε την ζωήν του (ενν. του Αλαμάνου) (παραλ. 2 στ.) Και ο Ιμπέριος ... απιλογήθην (παραλ. 2 στ.) τό ορίζει ο ρήγας ο λαμπρός και ημείς τον προσκυνούμεν Ιμπ. 441· ως το διακρίνουν (ενν. το δίκαιον) και ειπούν με του Θεού τον φόβον,| εκείνος γαρ να το δεχτεί και να το προσκυνήσει Χρον. Μορ. H 2369· Ακούσων ταύτα οι άρχοντες, όλοι το επροσκυνήσαν Χρον. Μορ. H 1631. 6) Σέβομαι, τιμώ, υπολογίζω: όλον το πλήθος αγαπούν, τον Βελισάριον θέλουν,| εκείνον τιμούν και προσκυνούν παρού την βασιλείαν Διήγ. Βελ. χ 322· ελπίδα κάνει και τσι νιους τες κόρες ν’ αγαπούσι,| πιστά να τως δουλεύγουσι, και να τες προσκυνούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 290· ας πάρει τη Μαριά γυναίκαν εδικήν του (παραλ. 2 στ.) να την τιμά, να προσκυνά, να τηνε βλέπει ως πρέπει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1837. 7) Παρακαλώ, ικετεύω: Οι άρχοντες του τόπου σου, όλοι οι φλαμουριάροι, (παραλ. 1 στ.) παρακαλούν και προσκυνούν σύντομα εκεί να απέλθεις Χρον. Μορ. H 1802· έτσι ελπίζω στον Θεόν, έτσι παρακαλώ τον,| για τον κακόν σου θάνατον σκύπτω και προσκυνώ τον Ιστ. Βλαχ. 144· το Μορεζή να προσκυνού (ενν. πλούσοι, φτωχοί) ...| για να τους πάρει αποδεκεί ...,| μονάχας των Αγαρηνών τα πρόσωπα μη δούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55612. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) υποταγμένος, υποτελής: Δέκα φορές ομόσετε, ...| να είστε στον Ιμπέριον όλοι προσκυνημένοι Σταυριν. 1200· β) τιμημένος: σαν αυθέντισσα και βασίλισσα θέλει να είναι ... τιμημένη και προσκυνημένη (ενν. από όλες τις άλλες γυναίκες) σαν το δίκαιον θέλει Μπερτολδίνος 118· Η Χρυσάνθη, ακούοντας το προσκυνημένο όνομα του Καβαλιέρη του Έρωτος ..., είπε «Ω Ουρανέ!» Καλόανδρ. (Κεχ.) 408· στη φρ. (προκ. για εκκλησία) είναι προσκυνημένη = εορτάζει: ήταν πρώτη ’ς τσ’ εκκλησιές εκείνη του Ρεθύμνου, (παραλ. 5 στ.). Η Θεοτόκος ήτονε, υπερευλογημένη,| και το δεκαπενταύγουστο ήτον προσκυνημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19912.
       
  • πρόσταγμα
    το, Γλυκά, Στ. 545, Προδρ. (Eideneier) IV 548, Καλλίμ. 1521, Διγ. (Trapp) Gr. 3314, Διγ. Z 1110, Διγ. A 3411, Χρον. Μορ. H 316, 495, 2324, 7843, 8105, 8818, Χρον. Μορ. P 316, 495, 504, 7993, 8105, 8818, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 706, 723, Φλώρ. 173, Λίβ. διασκευή α 517, 2531, Δούκ. 29531, 41913, Σφρ., Χρον. (Maisano) 12012, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.)199, Zygomalas, Synopsis 199 Θ 4, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 43, 83, Δ́ 396, Μπερτόλδος 38, 39, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40224, 40920, κ.α.· πρόσταγμα(ν), Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 697· πρόσταγμαν, Ασσίζ. 23218, 26427, 27111, 40330, 48113, 15, 1718, 4829, Καλλίμ. 2502, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 699· γεν. εν. προσταγμάτου, Ασσίζ. 48211.
    [Το αρχ. ουσ. πρόσταγμα. Ο τ. πρόσταγμαν σε έγγρ. του 12. (Caracausi, στη λ.) και 14. αι. (Γράμματα Μετεώρ. 1212) καθώς και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) όπως και τ. πρόσταμαν (Σακ., Κυπρ. Β́ 764, λ. πρόσταγμαν). Η λ. και σήμ.]
    1) α) Διαταγή, εντολή: Καλλίμ. 2058, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 255· (προκ. για εντολές του Θεού, το θεϊκό θέλημα, βλ. και Bauer, Wört., στη λ.): Κύριε, αξίωσον τους πάντας να σωθούσι,| όσοι τα σα προστάγματα φυλάττουν και κρατούσι Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 260· εις αιώνα εσόμενοι μετά του διαβόλου| ως προσταγμάτων των αυτού (ενν. του Θεού) απειθείς γεγονότες Διγ. (Trapp) Gr. 819· Ούτως γαρ ένι πρόσταγμα και ορισμός Κυρίου Πένθ. θαν.2  631· υπείκων τῳ θείῳ αυτού (ενν. του Θεού) προστάγματι, προσκυνώ και δοξάζω την άμετρον ευσπλαγχνίαν και το θείον αυτού έλεος Βελλερ., Επιστ. 5422· β) παραγγελία, επιθυμία: δρόμον ουδείς, πανεύμορφε, εστίν ο εμποδίζων,| μόνον πατρός και αδελφών των σων περισωθέντων·| ου γαρ το πρόσταγμα το σον ηθέλησ’ αθετήσαι Διγ. (Trapp) Gr. 1722· γ) θέληση, επιθυμία (προκ. για το Θεό): Αυτός (ενν. ο Θεός) πλουτίζει πένητας και βασιλείς πτωχίζει (παραλ. 1 στ.)· ουδένα πράγμα γίνεται χωρίς το θέλημά του,| εις άνθρωπο δε στέκεται αμή το πρόσταγμά του Διακρούσ. (Κακλ.) 872·   δ1) φρ. πίπτω/πέφτω εις το πρόσταγμα κάπ./είμαι του προστάγματος κάπ. = υπακούω·  (εδώ) υποδουλώνομαι (μτφ.), υποτάσσομαι σε κάπ.: να ομόσω εις του Έρωτος το τόξον και την φλόγαν| να είμαι από τώρα δούλος του και του προστάγματός του Λίβ. Va 376· Εδά εάν πέσεις εις το πρόσταγμα της Ερωτοκρατίας,| χρόνον γλυκύν επίτυχες και αφεντικάς ημέρας Λίβ. Va 346· δ2) φρ. είμαι/έρχομαι στο πρόσταγμα κάπ. = είμαι έτοιμος να υπακούσω στις διαταγές κάπ., είμαι στη διάθεσή του· τίθεμαι υπό τις διαταγές του: Με τον Γιλδάση στέκανε κι ήτον στη συντροφιά του,| και πάντα όλοι μένασι κι ήτον στο πρόσταγμά του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27518· έκραξε (ενν. ο Μορεζίνης) κι όλους τους Ρωμιούς να ’ρθου στο πρόσταγμά του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40812· ε) χρέος, καθήκον: Εις κείνον οπού σου ζητά και θέλει δικιοσύνην,| η εξουσία σου πρόσταγμα έχει να του την δίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [606]. 2) Διάταγμα· (επίσημο) έγγραφο ανώτερης ή ανώτατης αρχής, συν. σύντομο σε έκταση, με το οποίο ρυθμίζονται ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας του κράτους (διοικητικά, οικονομικά, νομικά, κλπ.), θέματα εκκλησιαστικά, δίδονται τίτλοι, χορηγούνται προνόμια, κλπ. ή ζητήματα εξωτερικών σχέσεων (κατοχύρωση, επικύρωση συμφωνιών) κλπ.· βλ. Βογιατζ., ΕΕΒΣ 2, 1925, 150-1, ODB, λ. prostagma, Καραγ., Βυζ. διπλ.2, 93-4, 222-6, Guillou, Αφ. Σβορ. 349· βλ. και Act. Lavr. 5015 (11. αι.), Act. Lavr. 556 (12. αι.), Act. Vat. I 182 (13. αι.), Act. Ivir. 701 (14. αι.), Act. Ivir. 9813 (15. αι.), κ.α.: Εγώ δε τα προστάγματα που έχομε αμφοτέρως,| τες συμφωνίες κι ομόλογα, κρατώ τα αφυρωμένα Χρον. Μορ. P 688· Προστάγματα εποίκασιν, εγράψαν, εβουλλώσαν·| ούτως τους αφυρώσασιν με συμφωνίες μεγάλες,| ότι ... Χρον. Μορ. P 364· λεπτώς του αφηγήθηκαν τες συμφωνίες όλες,| όπου ο υιός του έποικεν μετά τον πάπα Ρώμης·| αν αγαπά κι ορέγεται να τες εστερεώσει.| Ενταύτα αυτός ο βασιλεύς ...| ... απεκρίθηκε, ...:(παραλ. 3 στ.) « ...· ποίσετε τα προστάγματα κι εγώ να τα βουλλώσω» Χρον. Μορ. P 579· προστάσσει και διορίζεται ήδη η βασιλεία μου ..., ίνα πάντες οι Μονεμβασιώται ..., απολαύωσι ... της, ης είχον προτέρας εξουσίας και δεφενδεύσεως διά των ρηθέντων χρυσοβούλλων και προσταγμάτων ήν είχον οι από των Πηγών ρηθέντες Μονεμβασιώται Ψευδο-Σφρ. 54012 [= Πρόστ. Ανδρ. Γ́ 1920]· (με τον προσδ. βασιλικόν (ήδη μτγν., TLG)· και στον Πορφυρογέννητο (TLG)· βλ. και Βογιατζ., ΕΕΒΣ 2, 1925· σε έγγρ. του 12. (Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ 2033 κ.α.), 13. (Act. Ivir. 6767) και 14. αι. (Act. Kutl. 2111, κ.α.)): βασιλικά προστάγματα, συνοδικάς τε κρίσεις Προδρ. (Eideneier) IV 277· βασιλεύοντος του ρηθέντος βασιλέως κυρού Μανουήλ ... διά βασιλικών προσταγμάτων χρυσοβούλλων εδόθη το βραβείον της αγιοτάτης επισκοπής Ναυπλίου και Άργους προς τον αγιότατον επίσκοπον αυτής κυρ Νικήταν Byz. Kleinchron. Á 2284· Περί οφφικίου του χαρτοφύλακος, πρόσταγμα βασιλικόν, του βασιλέως κυρ Εμμανουήλ Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1255 δ́ 1· Έχει ... διαφοράν περί τας διατιμήσεις κατά τε τα βασιλικά προστάγματα και τα των τόπων έθιμα Metrol.2 5923· α) γραπτή διαταγή: καθίσω, γράψω προς αυτούς πρόσταγμαν τους ευνούχους,| πρόσταγμαν με τας χείρας μου και μη γραμματικού μου Καλλίμ. 2297, 2298· άνοιξαν τα προστάγματα και αναγνώσασίν τα·| το πώς ο ρήγας όρισεν ... Χρον. Μορ. P 7857· φρ. βγάνω πρόσταγμα, βλ. λ. βγάνω 39· β) εντολή παράδοσης πόλης με τη σύναψη συνθήκης: Ελόγιασε (ενν. ο βιζίρης) με πρόσταγμα πάλι να δοκιμάσει| και το λαό του βασιλιού οπού ’ζιε να μη χάσει·| κι άλλους αποκρισάριους να στείλει, για να δούσι| του γενεράλε τη βουλή, να πα να του το πούσι,| ..., σύβασες να ’ρδινιάσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53317· γ) (πιθ. εδώ) κανονισμοί κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησης συμφωνίας (Lex. Chron. Mor., στη λ. Β2) εποίησαν συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον (παραλ. 3 στ.)· μεθ’ όρκου και προστάγματα τες συμφωνίες εποίκαν Χρον. Μορ. H 2874· δ) έγγραφο παροχής όρκου, ένορκη γραπτή βεβαίωση ή υπόσχεση (βλ. λ. ορκωμοτικός· πβ. ορκωμοτικόν πρόσταγμα, ODB, λ. prostagma, και σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Lavr. 1511, 7, 17): ειπέ αυτῄ ότι ταύτα και μόνον τα ταξίδια να σε συγχωρήσει να ποιήσεις, και να την ποιήσω (ενν. εγώ, ο βασιλεύς) ένορκον πρόσταγμα, ότι πλέον να μηδέν σε ενοχλήσω διά τοιούτον τι Σφρ., Χρον. (Maisano) 1208· ε) νομοθέτημα: εφειδήν κιβεντίσουν το πρόσταγμαν εις την χώρα το πώς να καθαρίσουν τα στενά, και κανείς άνθρωπος ού καμμία γυναίκα αποφεύγει του αυτού προσταγμάτου ... Ασσίζ. 4829, 11.
       
  • προστασία
    η, Πένθ. θαν.2 613, Δεφ., Λόγ. 751, Λίμπον. 497, Διακρούσ. (Κακλ.) 1289.
    Το αρχ. ουσ. προστασία. Η λ. και σήμ.
    1) Επιστασία, επιμέλεια: Πρόσταξον ουν να κτίσουν εις αναχωρητικόν τόπον ένα παλάτιον, και όταν απεγαλακτισθεί ο υιός σου να τον βάλεις έσω με διδασκάλους και υπηρέτας νέους από ιέ χρόνων έως κ́. Και δος την προστασίαν και έννοιαν ενός άρχοντος οπού να σε αγαπά υπέρ τους άλλους Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 11425. 2) Υπεράσπιση, προφύλαξη· συχν. προκ. για τη Θεοτόκο: Σε (ενν. Παρθένε Δέσποινα) βοηθόν κεκτήμεθα, σκέπην και προστασίαν,| και διά σου προς τον Θεόν έχομεν παρρησίαν Διακρούσ. (Κακλ.) 1369.
       
  • προστάσσω ‑ττω,
    Ερμον. Πρόλ. 23, 37, Φυσιολ. (Zur.) XXXXIII 312, Σφρ., Χρον. (Maisano) 13212, 15617, 1682, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 73, 270, Ιστ. πολιτ. 255, Hagia Sophia ω 50915· προστάζω, Διγ. A 2283, Φλώρ. 139, Σουμμ., Ρεμπελ. 176 δις, 177, Μπερτολδίνος 136, Πτωχολ. B 228, 328, 406, Διγ. O 73, Διακρούσ. (Κακλ.) 43, 173, μετά στ. 462 τίτλ., 463, 745, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16522, 19318, 4631· προστάσσω, Καλλίμ. 886, 2402, 2409, Βέλθ. 275, 1022, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 83, Βίος Αλ. 2538, 2968, 4252, 4356, 4403, Λίβ. διασκευή α 2264, 2502, Λίβ. Esc. 2345, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3527, Μεταξά, Επιστ. 4728, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [450], Έ [581], Χορ. ά́ [8], Ροδινός (Βαλ.) 72· προστάσσω ‑ττω — προστάζω, Σπαν. O 170, Λόγ. παρηγ. L 109, Λόγ. παρηγ. O 101, 308, Χρον. Μορ. H 598, 2507, Χρον. Μορ. P 6279, 6453, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 422, Οψαρ. 36224, Φλώρ. 352, Κορων., Μπούας 61, 70, 125, Θρ. Κύπρ. M 182, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1394, Σταυριν. 573, 697, 747, Ιστ. Βλαχ. 850, 2285, 2303, 2546, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6, θ́ 30, ιζ́ 18, κζ́ 58, Μάρκ. ς́ 27, Πράξ. ιή 2, Διγ. Άνδρ. 40426‑27, Εγκ. αγ. Δημ. 112246, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 135269, Λίμπον. 441, Γέν. Ρωμ. 136, κ.α.· προστάττω, Φλώρ. 234, 1683, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 279, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ζ́ 6· αόρ. απρόσταξα, Μπερτολδίνος 136· εμπρόσταξα, Μπερτόλδος 23.
    Το αρχ. προστάσσω ‑ττω. Ο τ. προστάζω στο Somav. και σήμ. Η λ. προστάσσω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., Ερωτόκρ., Γλωσσάρ. 227), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
    1) α) Διατάζω, προστάζω: Βίος Αλ. 2985, 2408· πρόσταξε ας καβαλικεύσουσιν και ας δώσουν κονταρέας| και οίον νικήσει εις τ’ άρματα, άνδρα να τον επάρω Λίβ. Va 2103· Διγ. Z 78· εις τες τέντες των εχθρών τούς έστειλε να πάσι (παραλ. 1 στ.). Λοιπόν ως τους επρόσταξεν εκείθεν εξεβήκαν,| εις δε τες τέντες των εχθρών μετέπειτα διαβήκαν Κορων., Μπούας 115· Φλώρ. 234· επρόσταξεν (ενν. ο βασιλέας) ευθέως| να τον δώκουνε καμάρα Πτωχολ. B 119· Η βασίλισσα εθαύμασεν εις το τοιούτον έργον και αποκρίθη πως εκείνη δεν τον απρόσταξεν τοιούτον έργον Μπερτολδίνος 136· (προκ. για το Θεό και τους αποστόλους): τοσούτων ... ετών ευρίσκετο (ενν. ο Μωυσής) οπότε προσετάγη παρά Θεού εξάραι τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου Ψευδο-Σφρ. 48631· είπεν (ενν. ο Παύλος) εις το πνεύμα: «Προστάζω σε, εν τῳ ονόματι του Ιησού Χριστού, να έβγεις απ’ αυτήν» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιστ́ 18·   β1) (προκ. για επίσημο διάταγμα· η χρ. του τ. προστάσσω και σε έγγρ. του 13. (Act. Lavr. 8975), 14. (Act. Vat. I 3155, κ.α.) και 15. αι. (Act. Lavr. 15515, κ.α.) και του τ. προστάττω σε έγγρ. του 14. αι. (Cod. Mon. Prodr. A 19239)· βλ. και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 241 σημ. 5) θεσπίζω, ορίζω: προστάσσει και διορίζεται ήδη η βασιλεία μου απολύουσα τον παρόντα χρυσόβουλλον λόγον ..., ίνα πάντες οι Μονεμβασιώται ... απολαύωσι ... της, ης είχον προτέρας εξουσίας και δεφενδεύσεως Ψευδο-Σφρ. 5407 [= Πρόστ. Ανδρ. Γ́ 21714β2) (προκ. γενικά για νόμο φυσικό, ανθρώπινο ή θρησκευτικό) ορίζω, επιβάλλω, διατάζω: κανείς άλλος δεν ημπορεί να πει πως ν’ απεθάνει,| για να γλυτώσει εκείνονε ...| Έτσι προστάσσει ο νόμος μας, κι εις τούτο μας ορίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [273]· ο ... νόμος, οπού προστάσσει,| τ’ ανδρός της πασαμιά γυνή την πίστιν να φυλάσσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [765]· στον ξέσκεπ’ ουρανόν πρέπει να θυσιάσουν| ’πειδή κι οι νόμοι οι άγιοι, έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [296]. 2) (Προκ. για το Θεό) παραχωρώ, επιτρέπω, ευδοκώ (βλ. και Lex. Chron. Mor., λ. προστάττω): αν προστάξει ο Θεός κι επάρομεν το νίκος ... Χρον. Μορ. H 8924· αφόν επρόσταξε ο Θεός και ήφερέ την ώδε,| έπαρε, ευλογήσου την Χρον. Μορ. P 2507· αν προστάξει ο Θεός και προσκυνήσει η Κόρινθος,| όλα τα κάστρη τα έτερα ...| άνευ σπαθίου ... θέλουσιν προσκυνήσει Χρον. Μορ. H  1448. 3) Ζητώ, απαιτώ: Ω οϊμέ, γιατί μ’ επρόσταξες λίγο να σου μιλήσω,| δεν θες ν’ ακούσεις, άσπλαγχνη, τον πόνον μου τον πλήσιο; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [353].
       
  • πρόσωπον
    το, Σπαν. (Ζώρ.) V 341, Λόγ. παρηγ. L 231, Προδρ., Δεητ. 222, Ελλην. νόμ. 57321, Ασσίζ. 2759, Διγ. (Trapp) Gr. 1449, 2848, Διγ. A 258, Διγ. Z 200, 3398, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 83, 192, Βέλθ. 613, 634, Χρον. Μορ. H 1046, Χρον. Μορ. P 1374, Βίος Αλ. 889, Φλώρ. 8, Απολλών. (Κεχ.) 625, Λίβ. διασκευή α 289, 492, Λίβ. Va 458, 739, Λίβ. Esc. 836, Ιμπ. 814, Χρον. Τόκκων 1324, Rechenb. 8710, 886, Φαλιέρ., Ιστ.2 212, 405, Μαχ. 16216, 26621, 33835, Διήγ. Βελ. N2 207, Ch. pop. 795, Γεωργηλ., Θαν. 594, Βουστρ. (Κεχ.) 266, 506, 7617, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3110, 3133, Κορων., Μπούας 129, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 4, Κώδ. Χρονογρ. 5310, Hagia Sophia ω 5191, Κυπρ. ερωτ. 364, 496, Βουστρ. Μεταφρ. 257, Σουμμ., Ρεμπελ. 185, Διγ. Άνδρ. 3828, 40413, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11618, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1250, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18345, Διγ. O 2028, 2438, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 1, κ.π.α.· πρόσωπο, Εβρ. ελεγ. 174 δις, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 510, 1525, 1927, 2249, 2535, 3417, 3597, 3879, 5319, Πανώρ.2 Αφ. 40, Πρόλ. 68, Β́ 388, 407, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 246, Έ 56, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 122, Δ́ 129, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1156, Έ 24, Στάθ. (Martini) Γ́ 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 24, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 71, Διακρούσ. (Κακλ.) 1113, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53717· πρόσωπο(ν), Σπαν. A 166, Σπαν. B 167, Κομν., Διδασκ. Δ 215, Σπαν. P 91, 104, Αιν. άσμ. 28, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 106, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 566, Ερμον. Δ 116, 149, Η 181, Ψ 291, Αχιλλ. (Smith) O 18, Συναξ. γυν. 542, Σκλάβ. 270, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 310r, Πεντ. Γέν. I 2 δις, ΙΙ 6, XVI 12, Έξ. X 28, XX 3, Λευιτ. VI 7, XVII 10, Αρ. VIII 2, XII 3, XIX 4, Δευτ. IV 37, VII 10, XXXI 11, κ.α., Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1004, Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 405, Ψευδο-Σφρ. 2223, Διακρούσ. (Κακλ.) 1097· γεν. εν. πρόσωπου, Πεντ. Έξ. XXV 37· πληθ. προσώπατα, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2752, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 679, Μαλαξός, Νομοκ. 87, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 430100‑1, Πανώρ.2 Β́ 463, Μπερτολδίνος 92.
    Το αρχ. ουσ. πρόσωπον. Ο τ. προσώπατα ήδη αρχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.·  για τον πληθ. σήμ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 43-5, αλλά και Προμπονάς, Γλωσσ. ομηρ. 42). Ο τ. πρόσωπο και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πρόσωπο(ν), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
    1) α) Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου από το μέτωπο μέχρι το πιγούνι: Διγ. (Trapp) Gr. 1149, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 523, Λίβ. Va 2231, Ch. pop. 232· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.· βλ. και Belleli, REG 3, 1890, 304): είδε την ο Ιουδα και ελογάριασέ την για κούρβα, ότι εσκέπασεν τα πρόσωπά της Πεντ. Γέν. XXXVIII 15· (σπανιότ. προκ. για ζώο· η χρ. ήδη αρχ.): Ορνεοσ. αγρ. 56410· β) (συνεκδ.) μορφή, όψη· φυσική παρουσία: Λίβ. διασκευή α 3450, Χάρο, και τις αξώθηκε να δει το πρόσωπό σου| να μην τον πάρεις μετά σε εις κατοικητήριό σου; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 17, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10525· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): είπεν ο Μωσέ· αλήθεια εσύντυχες μη να προσμίξω πλια να ιδώ τα πρόσωπά σου Πεντ. Έξ. X 29· (μεταφ.): εβάλθην προς εσέ ...| με της γραφής το πρόσωπον προθυμερώς να στείλω| εκείνην την παρηγοριά Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 16. 2) Συνεκδ. α) έκφραση, ύφος: Συναξ. γυν. 403, χαιράμενο είδα το πρόσωπό ντου Στάθ. (Martini) Γ́ 420· ομπρός του εσταλάρανε ...| με πρόσωπο λυπητερό, τα μάτια βουρκωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17414· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): και ερώτηξεν τους μουνούχους του Φαρω ός μετ’ αυτόν ... του ειπεί· γιατί τα πρόσωπά σας κακά σήμερα; Πεντ. Γέν. XL 7· β) η όραση· τα μάτια: Νεράιδα μου ομορφότατη ...,| θαράπειο του προσώπου μου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 464. 3) Αναπαράσταση στην τέχνη της μορφής ανθρώπου, ζώου ή πράγματος: έχει τριγύρου ο τροχός πρόσωπα ιστορισμένα Λόγ. παρηγ. L 427· ειπέτε του να με γυρεύει όπου είναι τα αμάξια τα χρυσά, οπού είναι γραμμένα των λεόντων τα πρόσωπα Διήγ. Αλ. G 26831· (με την πρόθ. εις): Είχεν γραμμένους εις το παλάτι του και τους δώδεκα μήνες εις πρόσωπα έμορφα ανθρώπινα Διήγ. Αλ. G 28825. 4) (Προκ. για πράγμα) α) μπροστινή πλευρά· πρόσοψη: να κάμεις τα λυχνάρια της εφτά και να ανάψει τα λυχνάρια της και να φέγξει ιπί μεριά του πρόσωπού της Πεντ. Έξ. XXV 37· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): να διπλώσεις το βηλάρι το έξατο προς ανάγναντις πρόσωπα της τέντας Πεντ. Έξ. XXVI 9· (μεταφ.): άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα Θρ. Κων/π. B 77· β) εξωτερική πλευρά: Είς πύργος είναι κτισμένος με τούβλα και με ασβέστην ... Και έναι πρόσωπα δ́, ήγουν τετράγωνος Rechenb. 872·   γ1) (στις εκφρ. πρόσωπον της γης/του νερού) επιφάνεια, έκταση: εις του νερού το πρόσωπον πάλιν να τ’ ανηβάσω (ενν. τα ομμάτια) Βέλθ. 634· Επικατάρατος λοιπόν να τρέμεις και να φεύγεις,| κι από το πρόσωπον της γης όρη, βουνά να οδεύγεις Χούμνου, Κοσμογ. 200· εξολοθρευθήκασιν όλοι κακούς θανάτους,| από το πρόσωπον της γης εσβήσθη τ’ όνομά τους Ιστ. Βλαχ. 1324· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): Ιδού, έδιωξες εμέν σήμερα αποπάνου τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. IV 14· επορεύτην το κιβωτό ιπί πρόσωπα των νερών Πεντ. Γέν. VII 18· γ2) η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος (για το πράγμα βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 33): ο ιεριάς ... να ραντίσει εφτά φορές ομπροστά στο Κύριο εις τα πρόσωπα της κουρτίνας Πεντ. Λευιτ. IV 17. 5) Ο άνθρωπος ως ξεχωριστή οντότητα, άτομο: εγώ γαρ και η εμή αδελφή υπάρχομεν προσώπατα δύο Ελλην. νόμ. 56829· Έρως εις την ασχόλησιν πρόσωπα ου διακρίνει Λίβ. διασκευή α 926· ο δίκαιος Κριτής γυρεύει να χωρίσει| το δίκαιο από το άδικο και πρόσωπον δεν βλέπει Πένθ. θαν.2 497· (στη θέση αντων.): οι αυτοί νόμοι και συνήθειαι να είναι οι αυτοί ... και να τους διαφεντεύω, ως καθώς διαφεντεύω το πρόσωπόν μου όλον Επιστ. Μωάμ. 6713· πάντα πλούτη και χαρές να ’ναι στ’ αρχοντικό σας| κι όλες του κόσμου τες τιμές να ’χει το πρόσωπό σας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13610· (σε περίφραση): από ομπροστά γερατειό να σηκωθείς και να διαπρεπίσεις πρόσωπα γέρου Πεντ. Λευιτ. XIX 32. 6) Το «πρόσωπο» του Θεού, ο Θεός (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. IB): Έχομε θάρρος στο Θεό ...| να τωσε δώσει κόλαση, κρίση πολλά μεγάλη,| γιατί μας εχωρίσασι απού το πρόσωπόν Του| κι επέψασί μας εδεπά εις τον αφορεσμόν Του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 239· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): επαρακάλεσεν ο Μωσε τα πρόσωπα του Κύριου του Θεού του και είπεν Πεντ. Έξ. XXXII 11· (προκ. για το Χριστό): έστειλε (ενν. ο Ιησούς) μαντατοφόρους μπροστά εις το πρόσωπόν Του ... και εμπήκαν εις μίαν χώραν των Σαμαρειτών διά να τον ετοιμάσουν τόπον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. θ́ 52. 7) (Θεολ., προκ. για την αγία Τριάδα) υπόσταση: Πιστεύομεν ότι εισίν εν τῳ Θεῴ άλλα τρία ιδιώματα ... Και ταύτα τα τρία ιδιώματα ονομάζομεν τρεις υποστάσεις, ήγουν τρία πρόσωπα Ιστ. πατρ. 854· (εδώ προκ. για το θεό Έρωτα): λέγει με διά τα πρόσωπα του Έρωτος τα τρία Λίβ. Va 735. 8) Διάθεση, τρόπος συμπεριφοράς: ο βισκούντης εντέχεται ... με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· φρ. δείχνω πρόσωπον (+επιθετ. προσδ.) = συμπεριφέρομαι (με ορισμένο τρόπο): επεί λείψουν χαρίσματα και τα δωρήματά σου,| δείχνει (ενν. η κοπέλα) σε άλλον πρόσωπον και σκυθρωπόν και μαύρον Σπαν. (Ζώρ.) V 380· να δείξει (ενν. η βασίλισσα Ευδοκία) πρόσωπον καλόν και αγάπην εις την χώραν Χρον. Τόκκων 1269· Διά καλόν πρόσωπον όπου τους έδειξεν ο κύρης της Τύρου εκόμπωσέν τους Μαχ. 4213· (προκ. να δηλωθούν ντροπή ή ενοχές): Εις εκατόν επιλεκτούς ποτέ ουκ εφοβήθην| και εδάρτε εις έναν μοναχόν θέλω στέκειν να εβλέπω;| Και μετά ποίον πρόσωπον την Μαξιμού να ιδούμεν; Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1438. 9) (Γραμμ.) κάθε τύπος αντωνυμίας ή ρήματος, που φανερώνει εκείνον που μιλά: η αντωνυμία, διά να γενεί τέλειος ο λόγος, δίδει τα πρόσωπα εις τα ρήματα Σοφιαν., Γραμμ. 77. Εκφρ. 1) α) Από προσώπου + γεν. = μπροστά από, ενώπιον: ηνίκα την εμήν ράβδον ετιναξάμην,| έφυγον ωσεί πρόβατα από προσώπου λύκου Διγ. Z 3093· β) από προσώπου μου, σου, του ... = δικός μου, σου, του ... (πβ. και Επιτομή, από (I) 5α): έτσι του κάμνει εκείνη η θαυμαστή Πουλιχερία η αδελφή αυτού· γράφει τον μίαν γραφήν ως από προσώπου του Κατάλ. οικουμ. συν. 98v. 2) Εις πρόσωπον + αιτιατ. = με τη μορφή κάπ.: να σμιχθεί (ενν. ο Κτεναβώ) με την βασίλισσαν την Ολυμπιάδα εις πρόσωπον τον θεόν των Ελλήνων τον Ναβόν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1036. 3) α) Εις (το/τα)/στο πρόσωπον/α = (α) βλ. ά. εις Εκφρ. 31· (β) μπροστά, ενώπιον: καθένας εις το πρόσωπον του βασιλέως επολέμα προθυμότερον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424· β) εις πρόσωπον + γεν. = για λογαριασμό, για όφελος κάπ.: το μεν άρρεν (ενν. παιδίον) ανδρωθέν λαμβάνομεν ενταύθα| εις πρόσωπον αυτού πατρός, εκεί δε προς μητέρα| το θήλυ συναυλίζεται Βίος Αλ. 4829. 4) Ιπί (τα) πρόσωπα + γεν. = (α) βλ. ά. επί Ά1 εκφρ.· (β) μπροστά· απέναντι· ενώπιον: επλίκεψαν από την Χαβιλα ως τη Σουρ ος ιπί πρόσωπα της Αίγυφτος ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18 δις· να μην είναι εσέν είδωλα άλλα ιπί τα πρόσωπά μου Πεντ. Δευτ. V 7· (με χρον. σημασ.): και απέθανεν ο Αραν ιπί πρόσωπα του Θεραχ, του πατρός του Πεντ. Γέν. XI 28. 5) Ιπί πρόσωπα + αιτιατ. = εις βάρος κάπ.: την ημέρα οπού κλερονομήσει τα παιδιά του το ός να είναι αυτουνού, να μη μπορέσει να πρωτοκοκίσει τον υιόν της αγαπημένης ιπί πρόσωπα υιόν της μισισμένης τον πρωτόκοκο Πεντ. Δευτ. XXI 16. 6) Με πρόσωπον = από πολύ κοντά: ουδείς πυρός πολλού την καύσιν δεν ’πομένει| με πρόσωπον να την ιδεί, αλλά μακρά πηγαίνει Κορων., Μπούας 58. 7) Προς πρόσωπα = μπροστά, απέναντι: να σιμώσουν αυτήν τα παιδιά του Ααρων ομπροστά στο Κύριο προς πρόσωπα το θεσιαστήρι Πεντ. Λευιτ. VI 7. 8) Πρόσωπον προς πρόσωπον = (προκ. να δηλωθεί άμεση επικοινωνία δύο ατόμων) πρόσωπο με πρόσωπο, αντικριστά: Των μαρτύρων οι λόγοι πιάνονται, ουχί των ανθρώπων εκεινών, οπού ακούσουν λόγους από τους μάρτυρας ...· πρόσωπον γαρ προς πρόσωπον ερωτώνται οι μάρτυρες Μαλαξός, Νομοκ. 95· τοιούτος (ενν. ο Μωυσής γίνεται), ώστε να μιλεί στόμα κατά στόμα με τον Θεόν και πρόσωπον προς πρόσωπον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48· (στον πληθ.): Και δεν εσηκώθην προφήτης πλια εις τον Ισραελ σαν το Μωσε, ός τον ήξερεν ο Κύριος πρόσωπα προς πρόσωπα Πεντ. Δευτ. XXXIV 10. Φρ. 1) Βάνω τα πρόσωπά μου εις, προς ... = στρέφω το πρόσωπό μου προς μια κατεύθυνση· κατευθύνομαι: εσηκώθην και απέρασεν το ποταμό (ενν. ο Ιαακωβ), και έβαλεν τα πρόσωπά του εις το όρος του Γιλεαδ Πεντ. Γέν. XXXI 21· έβαλεν προς την έρημο τα πρόσωπά του (ενν. ο Βιλεαμ) Πεντ. Αρ. XXIV 1. 2) Βγαίνω από το πρόσωπο της γης, βλ. ά. βγαίνω 1β φρ. (α). 3) Βγαίνω από τα πρόσωπα κάπ. = φεύγω, απομακρύνομαι από κάπ.: εβγωμό εβγήκεν ο Ιαακωβ από τα πρόσωπα του Ιτσχακ του πατρός του Πεντ. Γέν. XXVII 30. 4) Γελώ (μέσα/ομπρός) στο πρόσωπον κάπ. = κοροϊδεύω, εμπαίζω φανερά: εσύ γελάς μας φανερά μέσα στο πρόσωπόν μας Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 60· εσύ γελάς μας φανερά ομπρός στο πρόσωπόν μας Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 107. 5) Γνωρίζω/θωρώ πρόσωπον/α = κάνω διακρίσεις, ξεχωρίζω, μεροληπτώ: μη κλίνεις κρίση, μη γνωρίσεις πρόσωπα και μη πάρεις φιλοδωριά Πεντ. Δευτ. XVI 19· να κρίνεις (ενν. βασιλεύ) την αλήθειαν με την δικαιοσύνην,| να μην θωρείς εις πρόσωπον, μηδέ να παίρνεις δώρα Ιστ. Βλαχ. 1389. 6) Δείχνω πρόσωπον, βλ. ά. δείχνω IÁ2. 7) Δίδω (το/τα) πρόσωπο/α, βλ. ά. δίδω IÁ7β φρ. 8) Δίδω εις πρόσωπον = μονομαχώ πρόσωπο με πρόσωπο: ει βούλει, ανάστηθι και λάβε σου τα όπλα| και δώσομεν εις πρόσωπον, ως δοκεί τοις ανδρείοις Διγ. (Trapp) Gr. 2601. 9) Έχω δύο πρόσωπα = είμαι υποκριτής, διπρόσωπος: όσ’ είχασι δυο πρόσωπα ανθρώπους να κομπώνου,| θέλουσι να ’χουν κατοικιά στο σπίτι του δαιμόνου Τζάνε, Κατάν. 429. 10) Έχω πρόσωπον = (α) έχω το θράσος, έχω τα μούτρα να ...: έχεις λοιπόν και πρόσωπον και στέκεις και δηγάσαι| και δε θυμάσαι τά ’καμες, να τρέμεις να φοβάσαι; Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1703· έχεις πρόσωπον και βλέπεις,| ουδέ χάριτας μοι λέγεις ...; Πτωχολ. α 773· (β) έχω το θάρρος, το κουράγιο να ...: κακορίζικες εμείς, πώς έχομεν πλέον πρόσωπον να γυρίσομεν ομπροσθά εις τον βασιλέα ...; Μπερτόλδος 39· (γ) έχω αξία, κύρος: πλέον εις τον βασιλέα δεν έχω πρόσωπον, μόνον εντροπήν και ονειδισμούς Δωρ. Μον. XXXVII. 11) Δε θωρώ Θεού πρόσωπο, βλ. ά. θεωρώ (Ι) IÁ1γ φρ. 12) Κάνω πρόσωπον = προσποιούμαι: Ο δε βασιλεύς, κάνοντας πρόσωπον πως μανίζει, λέγει ... Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 905. 13) Πέφτουν τα πρόσωπά μου, βλ. ά. πέφτω Φρ. 10. 14) Πηγαίνω στο πρόσωπο(ν) + γεν. = φθάνω κοντά σε κάπ.· παρουσιάζομαι: αυτός υπάρχει, γνώριζε, όπου κρατεί την κόρην·| ας μην πηγαίνομεν λοιπόν στο πρόσωπον εκείνου,| αλλά ας ερευνήσομεν ένθα την κόρην έχει Διγ. A 3462· Πούρι να πέψει η χάρη Του, σαν πάει στο πρόσωπό Του| τούτη η θυσία που μελετώ, να πάψει το θυμό Του Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 371. 15) Ποιώ πρόσωπον = (στρατ.) παρατάσσομαι μετωπικά: πρόσωπον εποίκασιν κοντά στο παραγιάλιν| κι εβλέπαν την αρμάδαν του έξω να μην την βγάλει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 63. 16) Ποιώ καλόν/κακόν πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Φρ. 83. 17) Ποιώ το πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Ά9β. 18) Σηκώνω (τα) πρόσωπα, βλ. ά. σηκώνω. 19) Φέγγω τα πρόσωπά μου, βλ. ά. φέγγω. Η λ. ως επίρρ. = μετωπικά: στην χώραν ήταν καταυτού χωσμένοι μες στ’ αργάκιν,| και πρόσωπον εμπήκασιν σ’ όλον το παραγιάλιν Θρ. Κύπρ. M 21.
       
  • προφήτης
    ο, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 36312, 20, Διγ. Z 603, 614, 1098, Σωσ. 5, Λίβ. Esc. 2475, Λίβ. Va 2280, 2786, Καναν. (Pinto) 202, 216, 242, 244, 252, 277‑8, 283, Ορισμ. Σιναν­πασίας (Rigo) 6217‑8, Βεν. 21, 22, 72, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 196, Δευτ. Παρουσ. 47, Σκλέντζα, Ποιήμ. 135, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2713, 2887, 3723, 3770, 4177, 4528, 4539, 4826, Πένθ. θαν.2 459, Βουστρ. Μεταφρ. 256, Βεντράμ., Γυν. 54, Διήγ. Αλ. G 26528, 31, 2668, 17, 26, 2716, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 325r δις, 349r, Πεντ. Γέν. XX 7, Δευτ. XIII 4, XVIII 15, Θρ. Κύπρ. M 407, Δωρ. Μον. XXXII δις, Κυπρ. ερωτ. 1535, Διγ. Άνδρ. 32417, Εις Θεοτ. 7· γεν. πληθ. προφήτων, Πιστ. βοσκ. IV 3, 148.
    Το αρχ. ουσ. προφήτης. Η λ. και σήμ.
    1) (Θεολ.) α) (στην ΠΔ) πρόσωπο που αποκαλύπτει στους ανθρώπους τη θέληση ή τα σχέδια του Θεού: Ω Μωυσή πανθαύμαστε, των προφητών η ρίζα Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 136· Τότες στον κόσμο ήστειλε προφήτες κι ελαλούσα| κι ελέγα κι έρχεται ο Χριστός Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1536· (προκ. για τον Αδάμ): Λοιπόν πάλιν να σας ειπώ τον λόγον του προφήτου,| τούτον τον λόγον είπεν τον Αδάμ γαρ ο προφήτης Περί ξεν. (Μαυρομ.) 476, 477 κριτ. υπ.· β) (στην ΚΔ) θεόπνευστος κήρυκας και διδάσκαλος: Ο παπάς είπεν του: «Τούτος (ενν. ο Χριστός) ήτον ένας ψεματινός προφήτης» Μαχ. 1218· φανερά οι άνομοι προφήτη σε ονομάζουν (ενν. οι Τούρκοι τον Χριστό) Διακρούσ. (Κακλ.) 793· (στον ισλαμισμό): εψήφισε (ενν. ο Μωάμεθ) δώδεκα μαθητάς, τους οποίους εχειροτόνησε να είναι προφήται· κι ούτοι οι δώδεκα εδίδαξαν εις το Κιαμπέ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 269· γ) (στον ισλαμισμό) Προφήτης = ο Μωάμεθ: ου φίλημά μοι δέδωκε, μα τον λαμπρόν Προφήτην Διγ. Z 499. 2) Άτομο που έχει την ικανότητα να προλέγει τα μελλούμενα: Οι στίχοι τούτοι ανθρώπου έναι προφήτου και προγνώστου Λίβ. διασκευή α 2605· εγώ να φθάσω και να δηλώσω την ώραν της συμπλοκής του πολέμου ... Και γινώσκω δε τούτο ως προορατικός και προφήτης Καναν. (Pinto) 224. 3) Αυτός που φανερώνει, που αποκαλύπτει κ.: Ήκουγα ξενιτεύθησαν πολλοί εκ τα γονικά τους,| επαραδείρασιν πολλά, τα βάσανα χορτάσαν·| ουδέν με εφαίνετον ποτέ αλήθεια τό λέγουν (παραλ. 1 στ.), τώρα θωρώ τά έλεγαν ωσάν να ’σαν προφήτες Περί ξεν. (Μαυρομ.) 127· Ως γνωριστής των φανερών και των κρυπτών προφήτης (ενν. ο Χριστός)| τον λογισμόν του εγροίκησε Σκλέντζα, Ποιήμ. 139.
       
  • πρώτα,
    επίρρ., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4128, Χρον. Μορ. H 293, 549, 1230, κ.α., Χρον. Μορ. P 703, 4249, Φλώρ. 1003, Λίβ. διασκευή α 782, Φαλιέρ., Ιστ.2 726, 737, Λίβ. Va 2631, Θησ. Γ́ [332], Θησ. (Foll.) I 88, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 52, 158, 159, Καραβ. 50016, 18, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 21, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1155, Κορων., Μπούας 99, 108, Πεντ. Γέν. XXXIII 2, Δευτ. IX 18, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 396, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 268, 4723, 10826, Χρον. σουλτ. 9726, Μορεζ., Κλίνη φ. 11v, Κυπρ. ερωτ. 1911, 13, 9123, 1542, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 413, Βοσκοπ.2 340, Παλαμήδ., Βοηβ. 747, Μανολ., Επιστ. 1734, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 1718, Σταυριν. 49, Ιστ. Βλαχ. 119, 591, 1746, Διγ. Άνδρ. 40528, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 71, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1153], Έ [340], [796], Φορτουν. (Vinc.) Ά 412, Διακρούσ. (Κακλ.) 195, 363, 587, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40318, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιζ́ 10, Ιω. ί 40, κ.π.α.· πρώταν, Ροδινός (Βαλ.) 189· πρώτας, Φαλιέρ., Ιστ.2 357, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1864, 2105, 2823, Αχέλ. 2502, Μορεζ., Κλίνη φ. 5r, Πανώρ.2 Αφ. 30, Ά 369, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 72, Β́ 362, 394, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13513, 1496, 3298 δις, Πιστ. βοσκ. I 2, 192, II 5, 181, III 6, 77, Φαλλίδ. (Παναγ.) 59, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6534, 8522, 14917, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 820, 1621, Γ́ 436, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 16, Διαθ. 17. αι. 114, Ροδολ. (Αποσκ.), Πρόλ. Μέλλ. 98, Ά 351, Β́ 457, Αποκ. Θεοτ. I 56, Φορτουν. (Vinc.) Ά 51, 374, Ιντ. ά 11, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 324, Γ́ 115, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13521, 17419, 30219, Τζάνε, Φιλον. 58317, Τζάνε, Κατάν. 19.
    Το αρχ. επίρρ. πρώτα. Ο τ. πρώτας (με ανάπτυξη τελικού ‑ς αναλογ. με τα επιρρ. σε ‑ς· βλ. και Bakker, Cret. St. 1, 1988, 19, Κοντοσόπ., Γλωσσογεωγρ. κρητ. 52-54) στο Somav., σε έγγρ. του 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 12, 1965, 110) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Η λ. και σήμ.
    1) Αρχικά, πρώτα πρώτα (συχν. με επόμ. τα: δεύτερον (ή) και τρίτον, τις λ. απέκει, έπειτα, ύστερα κλπ.): Διγ. (Trapp) Gr. 2278, Χρον. Μορ. H 231, Αρσ., Κόπ. διατρ. [880]· Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Εις τρία τον ελέχομε τον Ιησού, Πιλάτο:| πρώτας το έθνος μας λαλεί, ογιά να το χαλάσει, (παράλ. 1 στ.) Δεύτερο και τον Καίσαρη δεν τον αναγυρίζει, (παράλ. 1 στ.) Τρίτο, και ατός του γίνεται αυτόνος βασιλιός μας Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3260. 2) Προηγουμένως, πριν, παλαιότερα: άρχισαν πάλε και εδυνάτωναν οι σεισμοί· ... είπαν πως να εσήκωσεν πάλι, επειδή είδον την θάλασσα οπού επλήθυνε, και το ταχύ εθαυματούργησε η χάρις του αγίου ... και είδαμεν την θάλασσα και εμέρωσε και έγινεν ωσάν πρώτα Διήγ. πανωφ. 60· Ο δε βασιλεύς Μαξέντιος ήλθε μετά παρρησίας μεγάλης να πολεμήσει τον μέγαν Κωνσταντίνον, λέγοντα ότι θέλει νικήσει αυτόν ως και πρώτα Χρον. 308· να φύγουσι τον πόλεμο, την παίδεψη την πλήσα| που πρώτας δεν ηξεύρασι, μα τότες τη γνωρίσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21016· (εδώ) από πριν, από παλιά: Τα γαρ φουσσάτα, ερωτική, και οι αγούροι του πατρός σου,| ου μη τολμήσουσιν, θαρρώ, σταθήναι έμπροσθέν μου,| διότι και πρώτα ξέρουν με και θέλουν με προσέχειν Αχιλλ. (Smith) N 1009. 3) (Σε σύγκριση, με επόμ. κυρίως το σύνδ. παρά· βλ. και Επιτομή παρά IIÁ4β) α) πρωτύτερα, πιο μπροστά: πρώτας ήρθες παρά με Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 36· (εδώ με την πρόθ. από): ήρθα πρώτας| ’π’ άλλοι βοσκοί ’δεπά, για να μη δούσι| ποια ’μαι Πιστ. βοσκ. IV 2, 221· (εδώ με το πριν πλεοναστικά): το φως εκείνο το μοναχόν, οπού ήτονε πρώτα πριν παρά να βάλει τούτον τον ήλιον, δηλοί τον μόνον Θεόν τον αληθινόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 51r· β) καλύτερα, προτιμότερο: πρώτα να λάβω θάνατον κι εσείς όλοι μετ’ έμου,| παρά να διάβω απεδώ με τα φουσσάτα όπου έχω Χρον. Μορ. H 8396· πρώτα να λάβει θάνατον, παρά να σε αφιορκήσει Χρον. Μορ. H 1251· πρώτα ν’ απόθαναν και να τους ακληρήσαν,| παρά να τους εβγάλασιν εκ τα συνήθεια που έχουν Χρον. Μορ. H 7904. Εκφρ. 1) Πρώτα (και) αρχή(ς), βλ. Επιτομή αρχή Β́ 1 εκφρ. (2). 2) Πρώτας από όλα = πάνω απ’ όλα, κατ’ αρχήν: Λοιπόν, παρακαλώ σε πρώτας από όλα να δεχθείς μέσα εις την ψυχήν την πίστιν, και ευθύς να λάβεις το θείον βάπτισμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5325. 3) Τα πρώτα, βλ. πρώτος II Γ’ Eκφρ. 4α. — Βλ. και πρώτις, πρώτον.
       
  • πρωταρχίζω.
    Από το ά συνθ. πρωτοκαι το αρχίζω· πβ. και μτγν. πρωταρχέω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ., όπως και τ. πρωτοαρχίζω (ΛΚΝ).
    Αρχίζω (την αφήγηση, εξιστόρηση γεγονότων από την αρχή ή από κ. κατά προτίμηση): Και τι λοιπόν να δηγηθώ και τι να πρωταρχίσω;| Να ειπώ και τα επίλοιπα, ή πάλι να τ’ αφήσω; Διακρούσ. (Κακλ.) 675.
       
  • πρώτος,
    αριθμητ. επίθ., Προδρ. (Eideneier) IV 179 κριτ. υπ. χφ H, Καλλίμ. 866, Διγ. (Trapp) Gr. 972, 2761, Διγ. A 2607, Διγ. Z 273, 274, 751, κ.α., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 59, 216, 290, Χρον. Μορ. H 132, 214, 218, Χρον. Μορ. P 132, 210, 214, Ερωτοπ. 449, Απολλών. (Κεχ.) 556, 566, 579, Λίβ. διασκευή α 336, 482, 490, Λίβ. Esc. 2362, Hagia Sophia α 44313, 4464, 45112, Αχιλλ. (Smith) N 21, 112, 124, Αχιλλ. (Smith) O 254, Ιμπ. 685, Χρον. Τόκκων 162, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) II 6, IV 5, VI 4, Λίβ. Va 245, 802, 966, Μαχ. 25218, 53029, Χούμνου, Κοσμογ. 159, 1655, 1701, 1710, 2662, Απόκοπ.2 305, 418, Αχέλ. 422, 879, 1485, 2514, Χρον. σουλτ. 581, 6134, Κυπρ. ερωτ. 767, 16, 10461, Πανώρ.2 Γ́ 296, 308, Διγ. Άνδρ. 31814, 33032, 34916, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 314, 1017, 1048, Διακρούσ. (Κακλ.) 158, 190, 191, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1995, 21414, κ.π.α.
    Το αρχ. αριθμητ. επίθ. πρώτος. Η λ. και σήμ.
    I. Επίθ. 1) Που είναι πρώτος στη σειρά (χρονική, τοπική κλπ.): Λίβ. Va 1068, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7277· συχνά με επόμ. τα δεύτερος, τρίτος κλπ.: Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 621· συχνά με επόμ. το αντίθ., π.χ. ύστερος κλπ.: Πανώρ.2 Γ́ 37, Απόκοπ.2 418. 2) α) Που προηγείται χρονικά από όλους τους άλλους: Βίος Αλ. 2957, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3157, Hagia Sophia ψ 60420· β) πρωταρχικός: ας γενεί λοιπόν στον κόσμον η μεγάλη δυστυχία| ας φανεί το πρώτον χάος κι ας εσμίξουν τα στοιχεία Κυπρ. ερωτ. 1458· ω γη ’νοματισμένη-μάννα πρώτη Κυπρ. ερωτ. 1033. 3) Αρχικός, προηγούμενος, περασμένος, παλιότερος: Ήλαμψεν ο Ρωτόκριτος βγάνοντας το μελάνι,| πάλι την πρώτην ομορφιά το πρόσωπό του πιάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1086· των αμαξίων οι τροχοί, οποίοι στραβώνονται με πολύν κόπον, αδύνατον έναι να ελθούν εις την πρώτην τάξιν και ισότητα Σοφιαν., Παιδαγ. 98· Προπάντων τ’ αμαρτήματα και τα κακά ν’ αφήσουν| και την ακόλαστον ζωήν, την πρώτην, να πενθήσουν (ενν. οι αμαρτωλοί) Πένθ. θαν.2 404· Τινάς δεν είδεν τόσα ’μορφα ’μμάτια| εις τον καιρόν μας ή στους πρώτους χρόνους Κυπρ. ερωτ. 10820. 4) Μεγαλύτερος στην ηλικία· πρωτότοκος (με ουσ. όπως αδελφός, αδελφή, γιος, κόρη, κλπ): ο μισίρ Ντζεφρές αφέντης του Μορέως,| όπου ήτον πρώτος αδελφός του πρίγκιπα Γυλιάμου Χρον. Μορ. H 1193· της Φράτσας δε η ρήγαινα, η δεύτερη εκείνη,| λέγει της πρώτης αδελφής Χρον. Μορ. P 6033· έλλαξεν ο ρήγας το ’φίκκιον του πρώτου του υιού από κουντάτον εις πριντζάτον Μαχ. 8628· Εσύ ήσουν καρτσανά παιδίν ...| (παραλ. 2 στ.) και ηγόρασέν σε, τσαπερού, ως πρώτον του κορίτσιν,| αυτήν την εμπαλωματούν, τάχα την καμαρώνεις Πουλολ. (Τσαβαρή)2 334· σε σύγκριση, με επόμ. την πρόθ. από, ή γεν. συγκρ.: Αφέντη μας, εγνώρισε, απέθανε ο αδελφός σου,| όπου ήτον πρώτος από σου, ο κόντος της Τζαμπάνιας Χρον. Μορ. P 1799· συνήθιν ήτονε πάντα τση βασιλειά μας,| σαν αποθάνει ο κύρη μας, τ’ αδέρφια τα δικά μας| να θανατώνομε ζιμιό, ... (παραλ. 1 στ.) τούτον εγώ δεν έκαμα σαν πρώτος απ’ αυτόνο (ενν. τον αδερφό μου),| μα ζωντανό τον άφηκα, και το συνήθι λειώνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ’ 281· γυναίκες πρώτες μου Ιντ. κρ. θεάτρ. δ’ 44. 5) Που υπερτερεί ως προς κάποιο χαρακτηριστικό (μέγεθος, ποσότητα, ποιότητα, αξία): Πτωχολ. α 299, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 231, Διγ. Άνδρ. 36835, Διήγ. Αλ. G 27241, Λίβ. Va 3195· σε αναδίπλωση με σκοπό την έμφαση: εδιόρθωσε να επάρει μετ’ εκείνον| τους πρώτους και καλλιότερους, το άνθος του Μορέως Χρον. Μορ. H 6885· τους πρώτους και καλύτερους Χρον. Μορ. P 6885· οι πάντες έλεγον ειπείν τι και τον Δημοσθένην| και συμβουλεύσαι τοις αυτοίς υπέρ τε της πατρίδος| και σωτηρίας της κοινής, ως άριστος και πρώτος Βίος Αλ. 2656· σε συνεκδ.: κονταρεάν τον έδωκε με την καρδιάν του όλην·| σύσελλον τον επέτασεν, εμπρός στον πεθερόν του.| Και στρέφεται ο Αχιλλεύς, λέγει τον πεθερόν του·| «έπαρε, αφέντη βασιλεύ, το πρώτον σου κοντάριν» Αχιλλ. L 1181· Ευρίσκει εκ τα φουσσάτα του και εκ τας παραταγάς του| πρώτον κοντάριν θαυμαστόν, φρικτόν και ανδρειωμένον Ιμπ. 98· σε σύγκριση: χίλιοι αν ανταμωθούσι| πρώτοι του κόσμου ποταμοί Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Á 409· εκείνοι να χορταίνωσιν τους πρώτους των ιχθύων,| εμέ δε να μη δίδωσι καν θύνναν να χορτάσω Προδρ. (Eideneier) IV 295· την Πόλιν ταύτην,| ένδοξον και τρισολβίαν,| πολυάνθρωπον και πρώτην| εις τον κόσμον όλον, λέγω Πτωχολ. α 887. 6) Σημαντικότερος, ανώτερος στην ιεραρχία: Zygomalas, Synopsis 275 P 3, Λίβ. Va 3190, Διάτ. Κυπρ. 50823· σε σύγκριση: αν και νυν ποιήσεις και τον Σφραντζήν μέγαν λογοθέτην, οπού ένι και αυτό πρώτον από το του μεγάλου στρατοπεδάρχου, τι θέλει γενείν; Σφρ., Χρον. (Maisano) 12427· εάν ην και πρώτον του μεγάλου δουκάτου, ουδέν το θέλω, επεί το έχει και άλλος (ενν. το οφφίκιον) Σφρ., Χρον. (Maisano) 1268· αν κάμεις τό σου θέλω πει, μπορώ να σε σηκώσω| και να σε κάμω άθρωπον τον πρώτον εις τη χώρα Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1223. Εκφρ. 1) Πρώτος άνθρωπος = ο πρωτόπλαστος: φαγών ο πρώτος άνθρωπος από του καρπού του ξύλου της παρακοής, ευθύς εξόριστος γίνεται Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5026. 2) Πρώτος βαθμός = υψηλός βαθμός συγγένειας, βλ. και βαθμός 2: ο υιός μου πόσον μου έστιν βαθμός; Εγώ εγέννησα τον υιόν μου, έναν βαθμόν απετέλεσεν, ήγουν πρώτου βαθμού Ελλην. νόμ. 56525· οι συγγενείς πρώτος βαθμός εστίν ο πατήρ και η μήτηρ Ελλην. νόμ. 56424· ο δούκας γαρ των Αθηνών ...| είχε αυταδέλφους άλλους τρεις κι ήσαν πρώτοι εξαδέλφοι| μετά εκεινούς ντε Σαιντ Ομέρ, ’ς πρώτον βαθμόν σε λέγω Χρον. Μορ. H 7386. 3) Πρώτος θάνατος = ο σωματικός θάνατος (σε αντίθεση με το «δεύτερο θάνατο», την αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών (ΚΔ Αποκ. 2,11, 20,6,14). Για το πράγμα βλ. Bakker.-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 127]): Φίλε, τον πρώτον θάνατον, καθείς οπὄχει γνώση,| δεν του τυχαίνει να πονεί με ραθυμία τόση Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 59. 4) Πρώτο εξαδέλφι = το παιδί του θείου ή της θείας: πού είναι ...| οι θείοι σου και αι θείαι σου, τα πρώτα σου εξαδέλφια Περί ξεν. (Μαυρομ.) 289 κριτ. υπ.· Έχω (ενν. εγώ, η πάπια) ...| τον γλάρον και την όφιαν πρώτα μου εξαδέλφια Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 54. 5) Πρώτο κατοικητήρι(ο), πρώτη κατοικία/‑ιά = ο Παράδεισος: στο Παραδείσι εμπαίνου (ενν. ο Ιησούς και ο ληστής),| στο πρώτο κατοικητήριο Αδάμ και Εύας γιαγέρνου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3753· θέλει να γιαγείρει (ενν. ο Αδάμ)| απόσω στην Παράδεισο, ’ς πρώτο κατοικητήρι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1399· Άγομε στην Παράδεισο, στην πρώτη κατοικία,| τήν είχαμε και εχάσαμε ογιά την ’περιψία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1332· στην Παράδεισο, στην πρώτη κατοικιάν τως Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3727. 6) Πρώτος ουρανός = η πρώτη από τις επάλληλες σφαίρες του ουρανού που περιβάλλουν τη γη σύμφωνα με τη μεσν. αντίληψη (βλ. και ουρανός 1β): με το Χριστό ενέβηκε στων ουρανών τη χάρη (ενν. η Δέσποινα).| Περνού τον πρώτο ουρανό τόν λέσι αερέο,| το δεύτερο αιθέρεο, τον τρίτο σιντερέο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4492. 7) Πρώτος σεβαστός = ο πρωτοσέβαστος (βλ. ά. και Winterwerb [Πωρικ. σ. 161, 232]): ο πρώτος σεβαστός Πιπέριος και μετά Κυμίνου του κόμητος Πωρικ. (Winterwerb) I 22 κριτ. υπ. ΙI. Ως ουσ. Ά Το αρσ. 1) Επικεφαλής, αρχηγός, αξιωματούχος, άρχοντας: οι πρώτοι του φουσσάτου Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5953· ωσάν τον έκαμαν πατριάρχην, τον επήραν οι αρχιερείς και οι κληρικοί και οι πρώτοι του λαού, και υπήγε, και επροσκύνησε τον αυτόν σουλτάνον Ιστ. πατρ. 813· να γενείς πρώτος εις τους απελάτας, και| όπου ορίζεις να τους έχεις όλους Διγ. Άνδρ. 3835· Ένας δε από τους πρώτους του βασιλέως,| γενεράλες εις την αξίαν, ... πορεύεται κρυφίως εις την έρημον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 332· να πάγει ... εις τους πρώτους του τόπου Zygomalas, Synopsis 127 A 30· εδώ προκ. για τον αρχηγό του στόλου: ουκ εγίνωσκεν ουδείς τον πρώτον της αρμάδας Διήγ. Βελ. N2 100· τίναν να βάλωμεν αρχήν και πρώτον των κατέργων; Διήγ. Βελ. N2 110· σε αναδίπλωση με σκοπό την έμφαση: αφέντη γκενεράλη,| ημείς εσένα έχομεν για πρώτον και κεφάλι Άλ. Κύπρ. 1177. 2) Προϊστάμενος μοναστικής πολιτείας (για το πράγμα βλ. ODB, λ. Protos): Περί πώς γράφωσιν οι αρχιερείς προς τον πρώτον του Αγίου Όρους Μαλαξός, Νομοκ. 511. 3) Πρώτος μήνας του χρόνου: Και έκαμαν το Πάσκα εις τον πρώτο εις τις δεκατέσσερις μέρες του μηνού Πεντ., Αρ. IX 5. 4) Προκ. για τον πρωτόπλαστο, τον Αδάμ: Ήρθε η ώρα και ο Κύριος και βασιλιός του κόσμου| να κάμει να σφακελωθεί ο δαίμονας οχρός μου.| Και τον Αδάμ τον πρώτο μας να τον ελευτερώσει,| προφήτες, πατριάρχηδες, όλους να τους λυτρώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2712. Β́ Το θηλ. 1) Πρώτη ημέρα α) της εβδομάδας (η Κυριακή): Και πολλά ταχύ, από την πρώτην της εβδομάδος, ήλθασιν εις το μνήμα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιστ́ 2· Και έστοντας να ανασταθεί το ταχύ την πρώτην της εβδομάδος, εφάνη πρώτον εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιστ́ 9· β) του μήνα: Ετέλειωσα, τό άρχισα με του Θεού την χάρην,| στους Χίλιους Πεντακόσιους, τον μήναν το Γενάρην,| στην Πρώτη, του Βασίλειου, άγιου του πρεσβύτη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1899· Ο δε καιρός οπού φυτεύουσιν είναι από τες ύστερες Οκτωβρίου έως τας πρώτας του Δεκεμβρίου Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 156· γ) μιας εποχής: γιατ’ ήτονε Οκτώβριος και πρώτες του χειμώνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19727. 2) Βασίλισσα: Αυθέντρια Σεμίραμις, η πρώτη της Συρίας Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 350. 3) Ηγουμένη μοναστηριού: Οι καλογριές μετά σπουδής δείχνουν το την ’γουμένην (ενν. το εγκόλπιον),| την πρώτην του μοναστηριού δίδουν το γατανίτσι Ιμπ. 615· Την πρώτην του μοναστηριού λαλεί την συμφοράν της (ενν. η Μαργαρώνα),| το ξένον πράγμαν τό έπαθεν· πολλά την συμπονούσιν Ιμπ. 575. Εκφρ. 1) Από την πρώτη: βλ. από (Ι) 7α έκφρ. 2) Από πρώτης = από την πρώτη στιγμή: Χρον. Μορ. P 4618. 3) Πρώτης αρχής = πρώτα πρώτα, στην αρχή: Πρώτης αρχής εγέννησεν τον Κάιν τον ζηλιάρη (παραλ. 1 στ.) Και δεύτερον εγέννησεν Άβελ ευλογημένον Χούμνου, Κοσμογ. 159. 4) Για πρώτη = με την πρώτη φορά: Εγώ κατέχω το καλά, πως με νικάς για πρώτη·| την πεσματιά μου κι από ’δά, μου φαίνεται, θωρώ τη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β’ 1671. 5) Εκ πρώτης = κατά πρώτο λόγο: Λοιπόν να γράψει (ενν. η κόρη) προς εμέ, τούτο ουδέν αρμόζει·| λοιπόν εμέν ενδέχεται εκ πρώτης να την γράψω· (παραλ. 1 στ.) ειδέ και δεν το δέξεται, πάλιν να δευτερώσω,| να γράψω τρία και τέσσερα ώστε αρχήν να ποίσω Λίβ. Va 1099. 6) (Επιρρ.) α) Την πρώτη(ν) = την πρώτη φορά (βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 406, 681]): αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κι εδειλιούσα| την πρώτην οπού στράφηκε κι είδε την Αρετούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Α’ 2134· Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη την πρώτη| κι ουδ’ ήλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ’ 225· Τα μάτια τση από τη χαρά ποτάμια εκατεβάζα| και με τα δάκρυα, που ’βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ε’ 1104· β) πρώτην = ευθύς (βλ. και Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. σ. 429 σημ. α, 518, 527]): άλυσον με ποίησον πρώτην, (παραλ. 1 στ.) ταύτην γαρ με περιθέντες (παραλ. 1 στ.) και καλώς δέσετε ταύτην Πτωχολ. α 136. Το θηλ. ως τοπων. = α) το νησί Πρώτη Μεσσηνίας: Πορτολ. A 21310, 26714, 2687· β) το νησί Πρώτη των Πριγκηπόννησων: Πορτολ. A 24028.   Γ’ Το ουδ. = αρχή: ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του,| το τρίτο και το τέταρτο ξεσφαίνει και τσουρλά του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Α’ 1577. Εκφρ. 1) Με πρώτο (ενν. πασσάτζιο) = με την πρώτη ευκαιρία, το γρηγορότερο: Δέσποτά μου, έγραφά σου να μου πάρεις πενήντα τάβλες ... και παρακαλώ σε, δέσποτά μου, να μου τσι πέψεις με πρώτο και ό,τι δώσεις περισσότερο, θέλω τα στείλει τση πανιερότη σου Τσιρίγ., Επιστ. 170. 2) α) Το πρώτο(ν) = (α) στην αρχή, πριν, προηγουμένως: Καλλίμ. 2309, Πτωχολ. P 357· (β) πρώτα πρώτα (με επόμ. τα δεύτερον, το άλλο, και πάλε, κλπ.): Χρον. Μορ. H, Χρον. Μορ. P 3253, Γεωργηλ., Θαν. 264· Το πρώτο όρισε (ενν. ο Κύριος) το φως να λάψει, να ξασπρίσει,| και εκ τη μερά τση Ανατολής να φέγγει ως τη Δύση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 1008· β) εις (το)/στο πρώτο(ν) (με επόμ. τα ύστερα, στο ύστερον) = στην αρχή: αγάπη γυναικός ποτέ της δεν ευρέθη,| εις πρώτο ή στο ύστερον σε πειρασμόν να μη έρθει Δεφ., Λόγ. 404· είπαν κι εσυμβούλεψαν να απέλθουν εις το Νίκλι| ούτως καθώς το είχασιν συμβουλευτεί εις το πρώτον Χρον. Μορ. H 6640· Μη θέλεις οκ τον γλυκασμόν να φάγεις το πουλάκι,| διατί στο πρώτο έν’ νόστιμον κι ύστερα το φαρμάκι Δεφ., Λόγ. 476· γ) (σ)το πρώτο(ν) ((ό)που) = ευθύς ως, αμέσως μόλις, με το πρώτο που (βλ. και Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1934, 26): το πρώτο οπού μιλήσετε, σαν ήσουν, πλιο δεν είσαι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 490· Στο πρώτον που εβαρέσασιν επέσαν εκ τους Φράγκους| καλά το τρίτον απ’ αυτούς όλοι από τα φαριά τους Χρον. Μορ. H 4766· Στο πρώτο όπου εβάρησαν έπεσαν εκ τους Φράγκους| καλά το τρίτον απ’ αυτούς όλοι εκ τα φαρία Χρον. Μορ. P 4766. 3) Παρά το πρώτον, βλ. Επιτομή παρά Εκφρ. 10. 4) α) Τα πρώτα = στην αρχή: Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 156 κριτ. υπ. Λίβ. Va 3064· β) εις τα/στα πρώτα = (α) στο αρχικό τμήμα μιας διήγησης, αναφοράς, συζήτησης: Και από τότε εχείρισα το να την αφηγούμαι| είτι εάν με είπε ο Λίβιστρος όλα να της τα δείξω· (παραλ. 1 στ.) Εις μεν τα πρώτα εκάθετον και εφκράτονέ με η κόρη (παραλ. 2 στ.) Όταν δε εις υπόθεσιν εσέβην του Λιβίστρου (παραλ. 26 στ.) το όνομαν ελάλησα και χώραν του Λιβίστρου·| και ως ήκουσε η παράξενος λιγοθυμεί και πίπτει Λίβ. Va 3318· εις τ’ απομονάρι| θέλω σ’ ευρεί σαν σ’ ηύρηκα στα πρώτα ψοματάρη Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε’ [796]· κι ας έρθομε στα πρώτα μας· τραντάξι μέρες κάνεις| σωστές το μήνα κι ώρα μια ποτέ σου δεν τη χάνεις Στάθ. (Martini) Α’ 201· (β) στην αρχική (καλή) κατάσταση: να ζητήξομεν την βοήθειαν του Θεού ... να έλθει πάλι η Κωνσταντινούπολις εις τα πρώτα της Μορεζ., Κλίνη φ. 23v. 5) Εν πρώτοις = (α) στην αρχή, αρχικά: είπαν και εσυμβούλεψαν να υπάσιν εις το Νίκλι| ούτως ωσάν το είχασιν συμβουλευτεί εν πρώτοις Χρον. Μορ. P 6640· ύψωσον (ενν. Συ, Τριάς) κέρας χριστιανών, ως είχασιν εν πρώτοις Διακρούσ. (Κακλ.) 1236· (β) πρώτα πρώτα, κατ’ αρχήν: Ο Ιησούς εφάνηκε εν πρώτοις στη Μαρία,| στη μάννα την πολύθλιβη, να ’χει παρηγορία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4166· Εν πρώτοις απήρεν μετ’ αυτόν τον αφέντην της Καρυταίνου Χρον. Μορ. H 6886· Πώς εχθρός της αληθείας| αληθήν ’φήννειν μ’ εν πρώτοις; Κυπρ. ερωτ. 14212. Φρ. Το πρώτον οπού να είναι = το γρηγορότερο, αμέσως: ο περιβολάρης είπεν της Μαρκόλφας, ότι να υπάγει το πρώτον οπού να είναι εις την Βασίλισσαν Μπερτολδίνος 136.
       
  • πρωτύτερα,
    επίρρ., Ασσίζ. 429, 8412, 13621, Διγ. A 2505, Σαχλ., Αφήγ. 311, Σαχλ. N 295, Λίβ. Esc. 692, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401, Μαχ. 26219, Θησ. (Foll.) I 136, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6723, Ξόμπλιν φ. 130r, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. π, Μαλαξός, Νομοκ. 335, Αχέλ. 1245, 2461, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1127, Αιτωλ., Βοηβ. 129, Χρον. σουλτ. 5718, Ιστ. πατρ. 1036, Μορεζ., Κλίνη φ. 368v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30914, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1635‑6, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Πανώρ.2 Δ́ 84, Πιστ. βοσκ. IV 8, 122, Μανολ., Επιστ. 17331, Ιστ. Βλαχ. 1031, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Διγ. Άνδρ. 36723, 4104, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 186, Στάθ. (Martini) Ά 134, Διήγ. ωραιότ. 662, Νομοκριτ. 83, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1276], Έ 1223, Φορτουν. (Vinc.) Ά 286, Β́ 198, Ροδινός (Βαλ.) 214, Διακρούσ. (Κακλ.) 1194, Μπερτολδίνος 111, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 22 κ.π.α.· εμπρωπύτερα· εμπρωτότερα, Χρον. Τόκκων 706· εμπρωτύτερα, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2285, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88v, 118v, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νξά, ρξθ́, σοβ́· εμπρωτύτερας· ομπρωτύτερα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 120r, 301v· πρωτέτερα, Μπερτόλδος 16· πρωτότερα· πρωτύτερας, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1032, 1168, 3777, Μορεζ., Κλίνη φ. 38v, 53v, Πανώρ.2 Έ 201, Πιστ. βοσκ. I 1, 300, V 5, 126, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3024, 3320, 3438, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1438, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1487, 3603, 44912· πρωτύττερα, Μαχ. 5907· πρωτυττέρα, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1859.
    Από το επίθ. πρωτύτερος. Ο τ. εμπρωτότερα από το πρωτότερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. εμπρότερα του εμπρός (βλ. ά.). Ο τ. εμπρωτύτερα από το πρωτύτερα, σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 514). Ο τ. ομπρωτύτερα από το πρωτύτερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. ομπρότερα του ομπρός (βλ. ά. εμπρός)· ο τ. στο Meursius (γρ. ομπροτίττερα). Ο τ. πρωτύτερας στο Βλάχ. (γρ. προτήτερας), σε έγγρ. του 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 14, 1983, 99, Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 274, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 220, Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. προυτύτιρας σήμ. ιδιωμ. (Ανδρ., Ιδ. Μελ.). Ο τ. πρωτύττερα και σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 151, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. πρωτήττερα). Τ. μπρω(τ)ύτερα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. μπρωύτερα, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. μπρο(τ)ύτερα). Τ. πρωτοτέρως σε έγγρ. του 19. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. προτήτερα), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 5116, 9210, Β́ 220α4, Γ́ 20132, 3493, Κασιμ., Έγγρ. 1 (79), 63 (145), Γρηγορόπ., Έγγρ. 4532, 7810, 12096, στ. 250, 1126), του 18. αι. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 89, 95, 130, Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 463, 465, 467) και σήμ.
    1) (Χρον.) α) προηγουμένως: Είπα σου το και πρωτύτερας πως ο πατέρας σου εκείνους τους σοφούς οπού εφιλοσοφούσασιν απάνω εις τούτο, ... άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε πάλιν εξόρισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 477· Ο μύθος λέγει ότι πολλοί άνθρωποι δεν φροντίζουν την βλάβην τους, όταν θωρούν και τους εχθρούς τους πως βλάπτονται εμπρωπύτερα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 25· επροεφήτευσεν (ενν. ο προφήτης Ιερεμίας) τι του έδειξεν ο Δανιήλ πρωτύτερα διά τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 26632‑33· Ο τόπος απού λέγεται τώρα Άγιον Όρος ελέγετονε πρωτύτερας Αίγεον Όρος Μορεζ., Κλίνη φ. 135r· (εδώ) την προηγούμενη φορά: Και με τούτο το θάρρος εβούλουμουν να έλθω πρωτύτερα εις εσάς, διά να έχετε και δευτέραν χάριν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ά 15· (εδώ πλεοναστικά): εξόχως έγινε, καθώς προείπα πρωτύτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτσένιγου του γουβερναδόρου Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ο αισθητός και βλεπόμενος ούτος ήλιος, προ του να φανεί ανατέλλοντας εις την ανατολήν, φαίνονται πρωτύτερα αι ακτίνες του απάνω εις τας κορυφάς των υψηλών βουνών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63· β) νωρίτερα, πιο μπροστά, στο μεταξύ: με τι να πολεμήσομεν, αφέντη, τους εχθρούς σου;| Έπρεπεν εμπρωτύτερα να τὄβανες στον νου σου Ιστ. Βλαχ. 1010· Σαν επαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει| κι εκείνον οπού θε να πει πρωτύτερα λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 260· ωσάν είδε ο αφέντης της Βλαχίας πως του κάμει πολλή ζημίαν, έβαλε ανθρώπους και έκαμε αγάπην με τον σουλτάν Μεχεμέτη, να του δίδει χαράτσι πάσα χρόνο, εκείνο οπού έδιδε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5113· Όμως εμείς ουδέ ποσώς μηδέν τον καρτερούμεν,| γιατί το φύγι των Τουρκών πρωτύτερα θωρούμεν Αχέλ. 2459· (εδώ) έγκαιρα: αν είχαν αναφάνειν πρωτύττερα απάνω τους Σαρακηνούς, δεν εγινίσκετον τούτον το κακόν και η ζημία απού ’γίνην Μαχ. 66623· (εδώ σε αντίθεση με την έκφρ. την ώραν εκείνην): ήδωκεν ο Θεός του παιδίου τόσην χάριν, και πρωτύτερα εψιθύριζεν τα λόγια, καθώς ψιθυρίζουν τα βρέφη, και την ώραν εκείνην ... ομίλει τόσα καθάρια ... απού όλοι εξενίζουντανε Μορεζ., Κλίνη φ. 378v· (εδώ με το συγκρ. πλιο για έμφαση): Η αδελφή μου εδεπά νά ’ρθω μου ’χε μηνύσει (παραλ. 1 στ.) και τούτος πλιο πρωτύτερα ήθελεν έμπει μέσα| ογιά να κλέψει τίβετας, γή πράμα γή τορνέσα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 31· γ) αρχικά, πρώτα-πρώτα: ετρέξαν ούλοι εις το παλάτιν, και πρωτύττερα επήγαν εις την αυλήν της ρήγαινας Βουστρ. (Κεχ.) 18410· Αυτόν γουν τον ναόν, οπού άρχισεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός να τονε κτίσει, τον είχεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος πρωτύτερα κτισμένον Hagia Sophia ω 5128· δ) παλαιότερα: ο κεραυνός σου έφθειρε ωσάν το ξεύρουν πάντες| και άλλους εμπρωτύτερα και τους αγρίους γιγάντες Κρουσ., Τουρκογρ. 381· αγάλια-αγάλια θρέφεται (ενν. η αγάπη), σαν το καμίνι ανάφτει,| κεντά και καίγει δυνατά και το κορμί μας βλάφτει.| Πρωτύτερα όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι| σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 325· ο ποίος (ενν. ο Γαβριήλ) και πρωτύτερα ήτον εδώ ’στεμμένος,| με του Θεού το θέλημα αφέντης καμωμένος Ιστ. Βλαχ. 771· εδιάβησαν εις τον σουλτάν Μεχεμέτη και εστερεώσαν την αγάπη οπού είχανε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 10527· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερον): ο Ιωάννης, ο υιός του Ανδρονίκου, ... ήτονε πρωτύτερα τυφλωμένος και υστέρου ήλθε το φως του Χρον. σουλτ. 2927· (εδώ σε αντίθεση με το τώρα): ολίγοι ήταν πρωτύτερα μαζί (ενν. πλούσιοι) και τώρα πλουσιότεροι απ’ αυτόν, αλλά δεν έκαμαν τόσα καλά Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 80r· (εδώ πλεοναστικά): να ηξεύρεις ότι πρωτύτερα, όσα σας επροέγραψα, το πως επήρα το βασίλειον της Περσίας και τον βασιλέαν τους τον Τάρειον εσκότωσα Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6623‑24· ε) μέχρι τότε: διά τούτην δε την αφορμήν τον τόπον τους αφήκαν| αποὔσανε πρωτύτερα κι εις άλλον εσταθήκαν Αχέλ. 819· επήρανε την Κωνσταντινούπολι από τον Αλέξιον, βασιλέα της Πόλης πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5413· στ) εκ των προτέρων: ήλθα να σου το ειπώ πρωτύτερας οδιά να μην φοβηθείς όταν ιδείς το μυστήριον Μορεζ., Κλίνη φ. 53v· Εκάλεσε (ενν. ο Θεός) το όνομά του και την φύσιν ενός εκάστου ζώου ώσπερ να τα είχεν γραμμένα, οπού ουδέ τα εμελέτησε ή τα εσυλλογίσθη ομπρωτύτερα, αλλά μόνον παρευθύς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r· Σαν κάμεις τώρα,| πρωτύτερα να το ’καμες έπρεπ’ εις άλλην ώρα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6912· ζ) (με επόμ. γεν.) πριν από: μετά τον θάνατον της μάννας μου να τα αφήνει και να τα δίδει (ενν. τα χρήματα) της κερα Φιλίππας της αδελφής μου ή, αν της φανεί (ενν. καλό) να της τα δώσει και πρωτύτερα του θανάτου της (ενν. μάννας μου) Διαθ. Πασχαλίγ. 78· η) (με επόμ. προθ.) η1) (με επόμ. την πρόθ. από): Περί χήρας, οπού γεννήσει πρωτύτερα από ... σαράντα ημέρες Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 201185· τες ημέρες εκείνες πρωτύτερα από τον κατακλυσμόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 38· η2) (με επόμ. την πρόθ. παρά): κανείς ιατρός ξένος ... ουδέν πρέπει να ιατρεύσει απού καρούραν τινάν, έως οπού να φανερωθεί με ετέρους ιατρούς ... έμπροσθεν του επισκόπου και πρωτύτερα παρά τούτον να γένει, και αν ηγνωρίσου ότι ούτος εστίν δίκαιος κληρονόμος της ιατρείας, να ιατρεύσει Ασσίζ. 1865· εκείνη η γυναίκα (ενν. η χήρα) οπού επήρεν άνδραν πρωτύτερα παρά το εντεχάμενον, εθεσπίστην της ετέρης τιμωρίας Ασσίζ. 12010‑11· θ) (πριν από συνδ.) θ1) (με επόμ. το σύνδ. παρά· πβ. Επιτομή λ. παρά ΙΙΆ1, 4β) (1) (με επόμ. β́ όρο σύγκρισης): Και μοναύτα επήγεν ο αποστολές πρωτύττερα παρά τινάν, και εποίκεν όρκον της κυράς, της ρήγαινας, ότι να ζήσει και να πεθάνει εις πάσα της ορισμόν Βουστρ. (Κεχ.) 4416· το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος οπού ένι κρατούμενος τενιασμένος ότι έδερεν άλλον ... εντέχεται πρωτύτερα να πλερώσει τον δαρμένον παρά την αυλήν Ασσίζ. 48011· Καλά το είπες πως δεν ήκουσες ποτέ μήτε εώρακας τέτοιον λίθον, μα είναι δύσκολον να τον ιδείς (ενν. τον λίθον) εσύ πρωτύτερα παρά τον αυθέντην σου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4818‑19· (2) (με επόμ. χρον. πρόταση): ο ένας είναι και αληθινός Θεός οπού είναι πρωτύτερα παρά να γενεί ο κόσμος Χριστ. διδασκ. 198· επρόβλεπε τες ταραχές και τους χειμώνας πρωτύτερα παρά να έλθουσι Χίκα, Μονωδ. 66· θ2) (με επόμ. το σύνδ. παρού· πβ. λ. παρού ΙΆ2α): εμπορώ να μοιάσω την βερτούν της μεγαλοψυχιάς εις το φαρκόνιν, ότι ήθελεν ψοφήσει πρωτύτερα απέ την πείναν παρού να έφαγεν κριάς σαπημένον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130· ένι διαφεντεμένον να μηδέν λάβει κανείς διά γυναίκαν εκείνην τήν έλαβεν εκ των βυθών της κολυβήθρας … ουδέ ο υιός του να μηδέν λάβει εις γάμον την θυγατέραν της θυγατρός της … αλλά αυτά τα παιδιά του εγεννήθησαν πρωτύτερα παρού να την βαπτίσει Ασσίζ. 12620· θ3) (με επόμ. το σύνδ. πριχού· εδώ πλεοναστικά, για έμφαση): ήλθεν ο γλυκύς όμβρος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και εδόθη εις την γην ... και δύνεται να βλαστήσει πάσα βλάστημα αρετής, τες οποίες αρετές δεν εδύνετον πρωτύτερας η ανθρώπινος φύσις πριχού να κατέβη αυτός ο ουράνιος όμβρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· ι) (με αιτιατ. που δηλώνει χρόνο· πβ. και ολίγον καιρόν πρωτύτερα στο Φυλλ. Αλ. (Βελουδ.) 2748): Τ’ αμμάτι’, απού ’χεν ήτονε καλύτερ’ ογιά μένα| πολύ καιρό πρωτύτερα να ’χα ’σται τυφλωμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 194· είδαν να κρατεί και να έχει εκείνον το κτηνόν ή εκείνον το πράγμαν εις νομήν έναν μήναν πρωτύτερα του Πασχάτου ή των Γεννών Ασσίζ. 17424· (εδώ πλεοναστικά): αυτός εδιηγήθηκεν όσα ήκουσεν διά λόγου μου, ότι απεδώ και πέντε ημέρες πρωτύτερα πως είδεν παλληκάριον ξανθόν, νέον, εις το Βλατολιβάδιν Διγ. Άνδρ. 37033‑34· ια) (ως συγκρ., με επόμ. β́ όρο σύγκρισης) ια1) (με γεν.): απέθανε εμπρωτύτερας του πατρός του Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νζ́· εάν γένηται ούτως, ότι εκείνος οπού του εδόθην η χάρις ετελεύτησεν πρωτύτερά του εκείνου οπού έμελλεν να λάβει την δωράν, εντέχεται να το περιλάβουν (ενν. το πράγμαν) οι κλερονόμοι του τεθνεώτος Ασσίζ. 15714· τέτοιας λογής εδίωξαν τους προφήτας οπού ήταν πρωτύτερά σας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 12· ια2) (με αιτιατ.): Και τούτο γίνωσκε, ότι (ενν. τα δύο κάτεργα) εις τα μίλια έρχονται ίσα, αμή εις τας ώρας ποτέ δεν ημπορεί να έρθει ίσα, επειδή σηκώνεται (ενν. σχετικά με την άγκυρα) ένα το άλλον πρωτύτερα Rechenb. 7812· ια3) (με την πρόθ. από· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 77, 2): καθώς πρωτύτερας από λόγου μου εγνώριζες τον Θεόν και ελάτρευές τον με καθαρόν νουν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14824· Απέθανε και η βασίλισσα Ζωή απ’ αυτού πρωτύτερα Χρον. βασιλέων 1265· Αυτά επροσεύχετον ο Θεόδοτος, και ο Θεός ... ο συνιείς εις πάντα τα έργα ημών, έστοντας να δεχθεί την γνώμην του πρωτύτερα από τα έργα, έδωκε τέλος της προσευχής του, και έστειλέ του πάραυτα τον θάνατον Ροδινός (Βαλ.) 208. 2) (Τοπ.) πιο μπροστά, πριν από κ. άλλο: επολέμησε ο Ταμερλάνος ... και επήρε τον σουλτάν Μπαγιαζίτη και εχάλασε και το φουσσάτο του ... ως καθώς τα εγράψαμε πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5722· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερα): Επίρρημα έναι μέρος λόγου άκλιτον όπου λαμβάνεται ή πρωτύτερα ή ύστερ’ από το ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 80. 3) (Προκ. για υψηλότερη προτεραιότητα ή μεγαλύτερη σημασία) α) (για πράγματα) πριν και πάνω απ’ όλα, πρώτο και κύριο: ο βισκούντης ένι κρατούμενος ... να νομέψει όλα τα πράγματα του τεθνεώτος, και να ποιήσει πούλησιν ... έως όπου να πλερωθεί εκείνον το όφλημαν πρωτύτερα· και έπειτα να μείνει τίποτες απ’ εκείνα Ασσίζ. 38817· Αυτού δηλοί πρωτύτερα περί των κρισιμάτων, και ποταπός άνθρωπος εμπορεί να εγκλητεύσει εις την αυλήν έτερον άνθρωπον, και ποίον όχι Ασσίζ. 2816· (εδώ με επόμ. το σύνδ. παρά, βλ. Επιτομή, λ. παρά ΙΙΆ1α): πρωτύτερα παρά όλα τα πράματα του κόσμου πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει τον Θεόν, τάπισα να αγαπήσει τον εμαυτόν του, τάπισα να αγαπήσει τον κύρην του και την μάνναν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75· β) (για πρόσωπα) πριν και πάνω απ’ όλους τους άλλους, κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους λοιπούς: ομού ετρώμεν πάντα·| εμπρότερά μου ενίβγετον, πρωτότερα καθίζει| και πάντα επροτίμουν τον εις τα καλά μπουκούνια Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 351· εγώ διά το δικό μου συμπαθώ σου ει τι μου ’ποίκες, ότι εγώ θέλω πρωτύτερα την αφεντιά σου παρά τους λας μου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 93· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· (εδώ ως κατηγ.): ο ρήγας ένι όλων πρωτότερα εις τα άγια του Θεού να στερεώσει τας δόσεις τους άλλους ρηγάδες Ασσίζ. 3624. 4) (Ως συγκρ.) προτιμότερο, καλύτερα: πρωτύττερα ν’ αποθάνομεν όλοι μας και πασαείς, παρά ν’ αφήσομεν τους Γενουβίσους να μπουν ώδε Μαχ. 45630. Εκφρ. 1) Όλο(ν) πρωτύτερα, βλ. λ. όλον 3 έκφρ. 2) Πρωτύτερα από τον καιρόν = πριν από την αναμενόμενη στιγμή, πριν την ώρα (κάπ.): Ιησού, Υιέ του Θεού, τι έχεις να κάμεις εσύ μετά μάς; Ήλθες εδώ να μας βασανίσεις πρωτύτερα από τον καιρόν; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ή 29. Φρ. Έχω πρωτύτερα δίκαιον από κάπ. = έχω προτεραιότητα σε κάπ. ζήτημα έναντι κάπ. άλλου προσώπου: εάν ο είς απ’ αυτούς τους δύο (ενν. διαδίκους) ημπορεί να δείξει με β́ μάρτυρας άλλους, ... ότι ήτον πρώτος ο εγκαλών, δίκαιον ένι ότι αυτός να έχει πρωτύτερα δίκαιον απ’ εκείνον ή απ’ εκείνους τούς αγκάλεσεν Ασσίζ. 10315.
       
  • πταίσιμον
    το, Τρωικά 52220, Ασσίζ. 1603‑4, 40230, Διγ. A 831, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 602, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 220, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 108, 275, Φλώρ. 697, 1782, Ερωτοπ. 59, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 128, 194, Μαχ. 35228, 58615, Θησ. Β́ [605], É [84], Ζ́ [76], Θησ. (Foll.) I 9, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 37, Διήγ. Αλ. V 49, Άνθ. χαρ. 28 Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.)9178, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 3091, Ιστ. πατρ. 1185, 67, Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12138, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6235, 7322, Ιστ. Βλαχ. 1409, 1416, Διγ. Άνδρ. 33035, 33310, 33618, 3641415, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 586, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [571], Έ [1636], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 102 δις, 212, 258, 331, Ροδινός (Βαλ.) 187, Διακρούσ. (Κακλ.) 801, 1211, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 648, κ.α.· ?επταίσιμον, Βυζ. Ιλιάδ. 364· πταίσιμο, Σουμμ., Ρεμπελ. 168 δις, 181, 182, 185· πταίσιμο(ν), Αχέλ. 2529· φθαίσιμο(ν), Σουμμ., Ρεμπελ. 167· φθαίσιμον, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 282 χφφ (βλ. Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 139]), Θησ. Ή [1014], Ch. pop. 395 κριτ. υπ., Μαλαξός, Νομοκ. 80, Σταυριν. 827, Νομοκριτ. 70, 86· φταίξιμο, Πεντ. Αρ. XXXII 23,  Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48621, Hagia Sophia ν 54514· φταίξιμο(ν), Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2015· φταίξιμον, Πηγά, Χρυσοπ. 277 (5), Πιστ. βοσκ. IV 5, 98, Hagia Sophia ν 54524·  φταίσιμο, Χρον. Μορ. H 5880, 5910, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 74, Πεντ. Γέν. IV 7, L 17, Έξ. X 17, XXIX 36, XXX 10, Λευιτ. IV 3 δις, 8, 14, 24, 33, 35, VI 18, VIII 2, IX 7, X 19, XXVI 24, Αρ. V 6, VIII 8, XIX 17, XXIX 5, Δευτ. IX 18, XXIII 23, Χρον. σουλτ. 262, 5, 11333, Πανώρ.2 Έ 207, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 67, Ά 97, 103, 460, B́ 260, Δ́ 252, 355, 390, É 74, 372, 627, 628, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 162, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 7, 10, Πιστ. βοσκ. I 5, 142, 144, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 837, 970, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 64, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 29, Β́ 225, Έ 480, Νομοκριτ. 110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1221], [1224], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 15, κ.α.· φταίσιμο(ν), Πηγά, Χρυσοπ. 172 (2), Πιστ. βοσκ. IV 5, 164· φταίσιμον, Χρον. Μορ. H 3398, 5136, 5834, 5866, 5890, 7340, Χρον. Μορ. P 3398, 3420, 5828, 5834, 7340, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 282, Ch. pop. 395, Βουστρ. (Κεχ.) 1904, Δεφ., Λόγ. 256, 322, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 440, 614, Πιστ. βοσκ. IV 5, 31, 8, 94, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 65, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 553, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 334, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [459], Β́  [1189], Γ́ [287], Δ́ [615], [618], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 34, Ροδινός (Βαλ.) 167.
    Από το αρχ. πταίω και την κατάλ. ‑(σ)ιμον (Ανδρ., Λεξ., λ. φταίξιμο)· πβ. επίθ. πταίσιμος στο Steph., Θησ. Ο τ. πταίσιμο στον Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 197, 287, Θυ. Πρόλ. 46, Ά 69, Γ́ 341, 346, καθώς και στο ΑΛΝΕ λογοτ. Ο τ. φθαίσιμον σε έγγρ. του 18. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 422). Οι τ. φταί‑ με επίδρ. του έφταιξα, αορ. του φταίω (Ανδρ., Λεξ., λ. φταίξιμο). Ο τ. φταίξιμο (για το σχηματ. του οποίου βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29) και σήμ. Ο τ. φταίξιμον στο Somav. (λ. φταίσμα) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. φταίω). Ο τ. φταίσιμο στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 138, σε κείμ. του 18. αι. (Δαβίδ 366) καθώς και στο ΑΛΝΕ λογοτ. Ο τ. φταίσιμον στο Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 13, σε νομοκανονικό κείμ. του 15. αι. (Μάτσης, ΕΕΒΣ 34, 1965, 201· πβ. Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 917 π́ 62), στο Βλάχ. (λ. φταίσμα), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 220 και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 36, 161· βλ. και Μενάρδ., Αθ. 8, 1896, 437). Η λ. τον 6. αι. (TLG) καθώς και σε έγγρ. του 15. (Έγγρ. Μάλτ. 66) και 17. αι. (Τωμ., Κρητολ. 9, 1979, 15).
    1) Υπαιτιότητα, ευθύνη, φταίξιμο (βλ. και Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 139])· με τις προθ. με, άνευ: Έλα και άσε, μα τον Θιον, δι’ αυτείνους να λυπάσαι,| ίτις με ίδιο φταίσιμον εις καταδίκη να ’σαι Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 124·   εφύγαμε εκ τον πόλεμον άνευ φταισίματός μας Χρον. Μορ. H 5130· (συχνότ. με ρ. όπως δίδω, έχω, ρίκτω/ρίχνω κ.τ.ό.): μη δίδεις, κόρη μ’ άσπλαγχνη, το φταίσιμον σ’ εμένα,| μα να το δώσεις είν’ πρεπόν και δίκιο προς εσένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [287]· εις εμένα| το φταίσιμον μου ρίξεις,| μα ρίξε το σε σένα Πιστ. βοσκ. III 3, 110· μάκρυνε ... (παραλ. 3 στ.), μη λάχει να σε ρίξει| στο φταίσιμον εσένα,| να γλυτώσει εκείνη Πιστ. βοσκ. IV 4, 43· δίχως να ’χω φταίσιμο, φταίστη με ονομάζει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 384· διά τους εφτά χρόνους ουδέν σας έστειλα επιστολήν ...· να ηξεύρετε ότι ουδέν έναι το πταίσιμον από εμένα ουδέ από την αγνωσίαν μου Διήγ. Αλ. F (Lolos) 3082· μη ονειδίζετε τον βασιλεάν, αυθέντες,| διατί όλον το πταίσιμον ήτον εις τους ρηγάδες| και εις τους αυθέντες της Φραγκιάς Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 232. 2) α) Παράπτωμα, σφάλμα, λάθος: Ει μεν ήτον ποιήσοντα εδώ ο Μέγας Κύρης| το ομάντζιον του αφέντη του, του πρίγκιπα Γυλιάμο,| και μετά τούτο εβάσταξεν άρματα προς εκείνον (παραλ. 1 στ.) ο νόμος γαρ ορίζει το ...| να ήτον ακληρονόμητος ... (παραλ. 1 στ.). Ως δε το λέγει το έγγραφον, ... (παραλ. 1 στ.), ότι ποτέ ουκ έποικεν ομάντζιο ... (παραλ. 1 στ.), ουδέν φέρνει το φταίσιμον εις ακληρίαν το πράγμα Χρον. Μορ. H 3420· «... είσαι αφίορκος, άπιστος στον λίζιον σου αφέντην (παραλ. 12 στ.)». Το ακούσει το ο μισσίρ Ντζεφρές ...,| το πώς τον αποσκέπασεν ο ρήγας ...,| και είπεν του το φταίσιμον, το σφάλμαν όπου εποίκεν ... Χρον. Μορ. H 5828· ο ψηλότατος αφέντης ο μέγας σουλτάνος ... πολομά σε να ηξεύρεις πως εσυμπάθησέν σου από το πταίσιμόν σας, ότι ο πατήρ σου ο ρε Πιερ ήτον η αφορμή τούτης της μάχης Μαχ. 29232· (ως σύστ. αντικ.): έπταισε παιδίν επταίσιμον, μανθάνει το ο Πάρις,| μετά οργής οργίστηκεν Βυζ. Ιλιάδ. 364· ωσάν ένας μάστορας οπού έχει πέντε έξι μαθητάδες, έπειτα τον φταίσουν τίποτες μεγάλον φταίσιμον και αυτός ομόσει ότι ... να τους δείρει όλους ... Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 133v· (προκ. για ερωτικό συναίσθημα): είντα γοργό την πλερωμή βρίσκω στο φταίσιμό μου,| καλά και φταίσιμο ποτέ γή κρίμα δε μπορούσι| όσοι κι αν το γροικήσουσι, με δίκιο να το πούσι.| Χρουσάφι δε μ’ εκόμπωσε ... (παραλ. 1 στ.), μα σπλάχνος κόρης όμορφης και κάλλη πλουμισμένα| τόση φωτιά στα σωθικά μού ρίξαν τα καημένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 260, 261· αν της αγάπης φταίσιμον γλυκότ’ έχει μεγάλη,| γιατί να ’χει στενότητα κι ανάγκη να μην σφάλει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [557]· (σε προσωποπ.): Η Αγάπη και το Πταίσιμον άρχισαν να τον λέγουν (ενν. τον Αχιλλέα) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9323· β) (νομ.) αδίκημα, ανόμημα: έφυγαν (ενν. οι καπουριόνοι) εντάμα με όλους τους ετέρους φυλακιμένους, οπού με δαύτους ήσαν ανταμωμένοι διά έτερα πταισίματα Σουμμ., Ρεμπελ. 189· ο αφέντης ετούτος ο Πιζάνης να τους κρίνει εις το πταίσιμο της ρεμπελιάς, οπού ο λαός ετούτος έκαμε Σουμμ., Ρεμπελ. 186· Ουδέ διά χρέος ουδέ δι’ άλλον πταίσιμον, μήτε μίαν γυναίκα συγχωρούμεν να βάλωσιν εις φυλακήν Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 613 μθ́ 3· Όστις καταδικασθεί εις φθαίσιμον και περιορίσουσί τον, δεν διατίθεται Νομοκριτ. 100· (με είδος σύστ. αντικ.): Όστις κατηγορήσει τινά εγκληματικόν πταίσιμον, ανάμεσα δύο χρόνους θέλει να πληρώσει την κατηγορίαν, ειδεμή, το τέταρτον των πραγμάτων αυτού ζημιώνεται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 914 οζ́ 3· γ) γ1) αμάρτημα: κανονίζει (ενν. ο πνευματικός) αυτόν κατά το πταίσιμον αυτού· και ει μεν έχει πολλάς αμαρτίας κανονίζει αυτῴ την μεγαλοτέραν αμαρτίαν ... Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 139· λέγει (ενν. ο Χριστός) «Πάτερ, άφες αυτοίς» ... διά να τον (ενν. τον Θεόν) κινήσει εις ευσπλαγχνίαν, να συμπαθήσει το μεγάλο πταίσιμον εκεινών, οπού τον εσταυρώναν Ροδινός (Βαλ.) 136· (ως σύστ. αντικ.): είπεν ο Μωσέ προς τον λαό·  εσείς εφταίξετε φταίσιμο μεγάλο και τώρα να ανέβω προν τον Κύριο, αν τύχει να συμπαθήσω για το φταίσιμό σας Πεντ. Έξ. XXXII 30· εστράφην ο Μωσέ προς τον Κύριο και είπεν· παρακαλώ, έφταιξεν ο λαός ετούτος φταίσιμο μεγάλο και έκαμεν αυτωνών είδωλα μαλαματένια Πεντ. Έξ. XXXII 31· (εδώ προκ. για το «έργο» της αμαρτίας): το φταίσιμό σας, ος εκάμετε το μουσκάρι, επήρα και έκαψα αυτό εις την ιστιά Πεντ. Δευτ. IX 21· (προκ. για το προπατορικό αμάρτημα): έπαθεν (ενν. ο Ιησούς Χριστός) εις τον κόσμον, διά να λύσει το φταίσιμον του πρωτοπλάστου Αδάμ Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 994· (περιληπτ.) τα σφάλματα, οι αμαρτίες: επαίδευσές μας, Δέσποτα, διά το πταίσιμόν μας,| και μας εκατεδίκασες εις χείρας των εχθρών μας·| πολλά καλά το έκαμες ως να σωφρονισθούμεν,| σαν το χρυσάφι στην φωτιάν και να λαγαρισθούμεν Ιστ. Βλαχ. 2477 [= Γέν. Ρωμ. 99]· έψαλα προς τον Κύριο και είπα: «... θυμήσου τους σκλάβους σου ... και γνέψεις προς τη σκληρότητα του λαού ετουτουνού και προς τη κακοσύνη του και προς το φταίσιμό του ...» Πεντ. Δευτ. IX 27· γ2) (εκκλ.) παράπτωμα που επιφέρει παύση της ιεροσύνης ή παράπτωμα του αρχιερέως που τιμωρείται από τη σύνοδο των ιεραρχών: Ο δέκατος τρίτος ... κανών ορίζει ότι όποιος ιερεύς ή διάκων να λέγει ότι ηξεύρει διά τον αρχιερέαν αυτού ότι ευρίσκεται εις πταισίματα και πριν να γένει σύνοδος και απόφασις κατά του επισκόπου και τολμήσει και κόψει το μνημόσυνον αυτού ... Μαλαξός, Νομοκ. 150· (εδώ ως σύστ. αντικ.): αν ... εγκαλέσει τινάν από τα πρόσωπα της εκκλησίας ότι έπταισε πταίσιμον, οπού να χάσει την ιεροσύνην του, θέλεις να μην δέχεσαι πάσα άνθρωπον εις κατηγορίαν ιερέως, αμή τοιούτον, οποίον λέγει ο κανών, να είναι χριστιανός ορθόδοξος ..., μηδέ να είναι από πταίσιμόν του τίποτες χωρισμένος από την εκκλησίαν Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 917 π́ 58· γ3) η θυσία εξιλέωσης αμαρτιών στην ΠΔ: ετούτη η ορμηνειά εις το ολοκαύτωμα, εις το κανίσκι, εις το φταίσιμο Πεντ. Λευιτ. VII 37· έπαρε ... το λάδι του άλειμμα και το δαμάλι του φταίσιμου και τα δυο κριάρια ... Πεντ. Λευιτ. VIII 2· πρόβατο ένα ... για ολοκαύτωμα, ’ρίφι γίδινο ένα για φταίσιμο Πεντ. Αρ. VII 16· (προκ. για το σφάγιο που προσφέρεται ως θυσία εξιλέωσης αμαρτιών): το κρεάς του δαμαλιού ... να κάψεις εις την ιστιά από όξω το φουσσάτο· φταίσιμο αυτό Πεντ. Έξ. XXIX 14· να ανακουμπίσει το χέρι του ιπί κεφάλι του φταίσιμου και να σφάξει το φταίσιμο εις τον τόπο του ολοκαύτωμα Πεντ. Λευιτ. IV 29 δις· να πάρει ο γεριάς από το αίμα του φταίσιμου με το δάχτυλό του και να δώσει ιπί τις άκρες του θεσιαστήριου Πεντ. Λευιτ. IV 34· δ) σφάλμα, ελάττωμα σε συγγραφικό έργο: θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων και, αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει Άνθ. χαρ. 28915. 3) Ντροπή, προσβολή (Κακουλίδη-Πηδώνια [Άνθ. χαρ. σ. 195]): Η έκτη (ενν. προδέντσα) ένι ολόκαλη  και βερτιούζικη αντάν τα κορμιά θέλουσιν να ’ναι δυνατά και υπομονητικά διά να μηδέν λάβουσιν αντροπήν και φταίσιμον εις το κορμίν τους ουδέ εις την ψυχήν τους εις τα πράματά τους ού διά την πατρίδαν τους Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 127.
       
  • πτωχίζω,
    Σπαν. (Μαυρ.) P 395, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 361, Χρον. Τόκκων 3051, Διακρούσ. (Κακλ.) 869.
    Το μτγν. πτωχίζω. Τ. φτωχίζω στο Βλάχ. και μέσ. φτωχίζομαι στο Somav. Πβ. λ. πτωχισμός στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. Η λ. στο Βλάχ.
    Κάνω κάπ. φτωχό: εζήτα (ενν. ο διάβολος) παρά Θεού θέλημα να πτωχίσει αυτόν (ενν. τον Φιλάρετο), ίνα κερδίσει αυτόν Βίος Φιλαρ. 238· (σε παροιμ. χρ.· βλ. Septuaginta, Od. 3.7.1, TLG): Μεγάλη η χάρις του Θεού, οπού ποιεί τα πάντα,| οπού υψώνει ταπεινούς, πτωχίζει και πλουτίζει Χρον. Τόκκων 3712.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης