Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αυτοζωή
- η, Διακρούσ., Πένθος 31.
Από το αυτο‑ και το ουσ. ζωή. Για τη λ. βλ. Lampe, Lex.
(Προκ. για το Χριστό) η ίδια η ζωή (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3): Πώς θνήσκεις η αυτοζωή,| ο τους νεκρούς ζωώσας Διακρούσ., Πένθος 31.αχώρητος,- επίθ., Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 614, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 453, Χριστ. διδασκ. 230, Διακρούσ., Πένθος 201.
Το μτγν. επίθ. αχώρητος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αχώρετος).
(Προκ. για τον Υιό του Θεού) άμετρος, άπειρος (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. Alb. Πβ. και ΙΛ, λ. αχώρετος 2): κατέπαυσεν εις την πανάχραντόν της μήτραν και εκεί εχώρησε ο αχώρητος παντί και εκεί επανεπαύθη ο μηδαμού χωρούμενος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 453.βραβεύω,- Διακρούσ., Πένθος 182, Γλυκά, Στ. Β΄ 108, Μανασσ., Χρον. 1035, Διγ. (Trapp) Gr. 3336, 3595.
To αρχ. βραβεύω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Παρέχω ως βραβείο, ανταμείβω (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 2): Ας την παρηγορήσωμεν διά να μεσιτεύσῃ| προς τον δεσπότην δι’ ημάς, όπως ημίν βραβεύσῃ| αμαρτημάτων άφεσιν Διακρούσ., Πένθος 182· εποτνιάτο και Θεόν κλαυθμοίς εξιλεούτο| και λύσιν επηγγέλλετο βραβεύσαι τοις Εβραίοις Μανασσ., Χρον. 1035.γέλος- το, Σπαν. A 254, Σπαν. O 112, Πτωχολ. Z 324, Γεωργηλ., Θαν. 355, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 800, Αιτωλ., Μύθ. 7114, 1339, Διακρούσ., Πένθος 63.
Από το ουσ. γέλως ο (Βλ. Χατζιδ., Αθ. 2, 1890, 703). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γέλο).
1) Γέλιο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γέλο): μη χρήσεις γέλος άτακτον και στήσεις ψόγον μέγαν Σπαν. A 254. 2) Γέλιο σαρκαστικό, περιγελαστικό: Οι μύρμηκες τον είπασι τον τζίντζιρα με γέλος: «Τζίντζιρα, τι σε έκαμε το εύκαιρον το μέλος;| το καλοκαίρι επειδή έψαλλες, ωσάν λέγεις,| εις τον χειμώνα χόρευε τα πάθη σου να κλαίγεις» Αιτωλ., Μύθ. 1339.γιαύτο(ς),- επίρρ., Αγν., Ποιήμ. Α΄ 22, Μυστ. παθ. 112, Ερωτόκρ. Α΄ 728, 1623, Β΄ 19, 1103, Γ΄ 256, 925, Δ΄ 177, 711, Θυσ.2 490, Ευγέν. Πρόλ. 36, 768, Στάθ. Β΄ 284, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 41, δ΄ 62, Ροδολ. Α΄ [367], Ε΄ [485], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [341], Δ΄ [393], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 168, Ζήν. Α΄ 267, 341, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 5, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4479, 57825· γιααύτο, Τριβ., Ταγιαπ. 207, 259· γιαυτόν, Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 91, Κυπρ. ερωτ. 147· γιαυτός, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 58· διαύτο(ς), Σκλέντζα, Ποιήμ. 311, 527, 768, Λίμπον. Εισαγ. 59, Επίλ. 89, Διακρούσ., Πένθος 221· ογιαυτός, Φαλλίδ. 51.
Από τη συνεκφ. για αύτο(ς), αυτός. Η λ. και στον Κατσαΐτ., Θυ. Πρόλ. 133, κ.α.
Γι’ αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου: κοντογροικά το τέλος του, γιαύτος παραμανίζει; Θυσ.2 490· γιαύτος δεν έχου ανάπαψ’ ουδέ νύχτα μουδέ μέρα Ερωτόκρ. Α΄ 728· Διαύτο κλιτή σε δέομαι της αληθείας Πνεύμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 311· Όλοι οι φίλοι μου με ’φήκα κι οι δικοί μου μ’ απαρνηθήκα,| μπλιο κανείς δε μου σιμώνει, ογιαυτός με κρούσι πόνοι Φαλλίδ. 51.εγείρω,- Προδρ. III 419, Ευγεν., Δρόσ. Ζ́ 275, Καλλίμ. 1168, Ασσίζ. 1114, Διγ. (Trapp) Esc. 181, 902, 1270, Πόλ. Τρωάδ. 83, Πουλολ. Αθ. 40, Πουλολ. 229, Φλώρ. 256, Περί ξεν. V 36, Λίβ. P 2026, 2390, Λίβ. Esc. 454, 2951, Λίβ. N 2634, Αχιλλ. N 1253, 1405, Χρησμ. I 9, Φυσιολ. (Legr.) 69, Χειλά, Χρον. 347, 350, 355, Σφρ., Χρον. μ. 266, 9433, Γεωργηλ., Βελ. 515, Απόκοπ. 82, Σαχλ. N 93, Κορων., Μπούας 49, 105, 117, 121, 131, Θρ. Θεοτ. 24, Παϊσ., Ιστ. Σινά 162, Διγ. O 1078, Διακρούσ., Πένθος 35· ’γείρω, Μαχ. 7010, Γεωργηλ., Βελ. 398· σηγείρω, Σουμμ., Ρεμπελ. 164.
Το αρχ. εγείρω.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) (Προκ. για νεκρούς) σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I3. Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Β1): καθώς ήγειρεν τον Αδάμ εκ του Άδου τα βάθη Φυσιολ. (Legr.) 69. 2) (Με αντικ. τη λ. παράλυτος) θεραπεύω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I3): Τους ασθενείς ιατρεύσας, ήγειρας παραλύτους Διακρούσ., Πένθος 35. 3) Ιδρύω, οικοδομώ, κατασκευάζω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I4 και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ. στη λ. 8): σαν Θεός πού ’τονε ήγειρεν τον ναόν του Διγ. O 1078. 4) Φρ. εγείρω το λόγο προς κάπ. = απευθύνομαι σε κάπ.: προς αυτόν τον λόγο του ήγειρε κι εμιλήσε Κορων., Μπούας 117. Β´ (Αμτβ.) σηκώνομαι: εις την Βερόναν έγειρε να πάγει μετά τρόμου Κορων., Μπούας 105. II. (Μέσ.) α) Σηκώνομαι από τη θέση μου (Η σημασ. μτγν.): Αμ’ η καλή και ευγενική ηγέρθη από τον δείπνον Σαχλ. N 93· β) μετακινούμαι: Μετά δε τους χρόνους εκείνους ηγέρθησαν δύο αδελφοί μοναχοί, ήγουν καλόγεροι, εκ τούτου του τόπου … και υπάγουν εκεί και κτίζουν κελία Χειλά, Χρον. 350· Ο δε στρατός των εναντίων απεκείθεν ηγέρθη κι εις έναν κάμπον διέβηκε Κορων., Μπούας 121.εγκαρδιακός,- επίθ., Φλώρ. 519, 711, Περί ξεν. A 147, Ερωτοπ. 620, Λίβ. P 1492, Θησ. Πρόλ. [68], IB́ [763], Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 265, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 605 (χφ N) (κριτ. υπ.), Φαλιέρ., Θρ. 38, Ρωσσέρ. 52, Χριστ. διδασκ. 285, 371· αγκαρδιακός, Βουστρ. 432, Θρ. Κύπρ. K 31· γκαρδιακός, Θησ. Έ́ [542], Άνθ. χαρ. 2988, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 89, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 214, Βεντράμ., Γυν. 228, Βεντράμ., Φιλ. 136, Πιστ. βοσκ. III 6, 97, Ερωτόκρ. Γ́ 1347, Δ́ 1522, Έ́ 925, Διακρούσ., Πένθος 123, Ερωφ. Β́ 2.
Από το επίθ. εγκάρδιος και την κατάλ. ‑ιακός (Βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. γκαρδιακός). Για το σχηματ. του τ. γκαρδιακός βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 530]. Η λ. και ο τ. γκαρδιακός και σήμ. (Δημητράκ.).
α) (Προκ. για συγγ. πρόσ.) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. και λ. γκαρδιακός 1): οι αδελφοί του οι εγκαρδιακοί, οι από εκ μιας μητέρας Περί ξεν. A 147· τες μάννες τες αγκαρδιακές να κάψει (ενν. το Τουρκίν), να φλογίσει Θρ. Κύπρ. K 31· β) (προκ. για φίλο) επιστήθιος, στενός, ειλικρινής (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γκαρδιακός 2): φίλον καθάριον, ’γκαρδιακόν, σωστόν, εμπιστεμένον Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 89· είχ’ ένα φίλον γκαρδιακόν, ρήγα στην Κύπρο κάτω Βεντράμ., Φιλ. 136· γ) (προκ. για αφηρημένες έννοιες) βαθύς, αληθινός (Βλ. και Δημητράκ.): αγάπην είχα εγκαρδιακήν, κυρά μου, εις εσένα Ερωτοπ. 620· είναι η εγκαρδιακή χαρά οπού έχει τινάς σιμά εις τον Θεόν διά μέσου του Χριστού Χριστ. διδασκ. 285.έμπτυσμα- το, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 728, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 17.
Το μτγν. ουσ. έμπτυσμα.
Φτύσιμο (Η σημασ. μτγν., L‑S): Εμπτύσματα, ραπίσματα, βλασφημίας Διακρούσ., Πένθος 63.ενεργώ,- Σταφ., Ιατροσ. 2079, Σπαν. A 324, Καλλίμ. 5, Ασσίζ. 8613-4, Διάτ. Κυπρ. 5035, Ορνεοσ. 58422, Act. Lavr. 6616, Βέλθ. 1078, Βίος Αλ. 125, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 131. σχόλ., Φλώρ. 1478, Δούκ. 2196, Σφρ., Χρον. μ. 2426, Θησ. Ε΄ [264], Χούμνου, Κοσμογ. 2290, Σαχλ., Αφήγ. 276, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 78, 192, Ψευδο-Σφρ. 3489, Δεφ., Λόγ. 320, Παϊσ., Ιστ. Σινά 20, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 423, Βακτ. αρχιερ. 189, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [905], Αγαπ., Γεωπον. 27· ’νεργώ, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1288, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [570].
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (Δημητράκ.).
Α´ Μτβ. 1) Θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ, πραγματοποιώ κ. (βλ. και L‑S στη λ. II): ο τοιούτος σουλτάνος … υπάρχων απροσωπόληπτος και ενεργών ταχέως παν ο εβούλετο και κατά νουν είχεν Ιστ. πολιτ. 5016· Φρ. ενεργώ λόγον =λέγω, μιλώ: λόγον ουκ ενήργησα, δημηγερσίας έργον Γεωργηλ., Βελ. 204. 2) Προκαλώ, προξενώ: Μία ρομφαία δυνατή, ήτις εις τα εντός μου| άμετρον πόνον ενεργά Διακρούσ., Πένθος 98. 3) (Προκ. για κτήματα) διατηρώ εν ενεργείᾳ· καλλιεργώ (πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. II): αφιερώ τούτο … έτι τε των αμπέλων των ενεργουμένων και των μη Έγγρ. του 14. αι. (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1963, 13116). 4) (Προκ. για επάγγελμα) εξασκώ: Τ’ οφφίτσιον επαράλαβα με πάσαν προθυμίαν| και ενέργουν το τιμητικά διχώς αναμελίαν Σαχλ., Αφήγ. 276. Β´ (Αμτβ.) ενεργώ, δρώ α) επενεργώ (Βλ. Lampe, Lex., λ. ενεργέω ΙΑ 1 c. Πβ. και τη μτγν. σημασ., L‑S, στη λ. I 2): εκεί ενεργεί καθημερινόν η χάρις της Παρθένου Μαρίας και γίνονται πολλά θαυμάσια Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409· β) εργάζομαι: Μην κάθεσαι αργός ποτέ κατά την πολιτειά σου,| ενέργα ή με το κορμί ή με την ορδινιά σου Δεφ., Λόγ. 206· γ) υπηρετώ: ούτε στρατηγός … ή έτερός τις ενεργών εν τῳ στόλῳ Act. Lavr. 5551.εξανάστασις- η.
Η λ. στον Ιπποκράτη.
α) Ανόρθωση· (εδώ μεταφ.) σωτηρία: Ο θάνατός σου γέγονε ζωή των τεθνεώτων και εξανάστασις σαφώς πάντων των πεπτωκότων Διακρούσ., Πένθος 170· β) ανάσταση (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II 3): νεκρών γαρ εξανάστασις Απολλών. (Wagn.) 815.ευμορφία- η, Ευγεν., Δρόσ. Β΄ 80, Βεν. 23, Αιτωλ., Μύθ. 768, 1202, Ιστ. πατρ. 9716, Δωρ. Μον. XXV, Διγ. Άνδρ. 38432, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [594], Διγ. O 953, Διακρούσ., Πένθος 26,107· εμορφία, Αχιλλ. (Haag) L 487, Διήγ. Αλ. V 24, Τριβ., Ρε 160· εμορφιά, Απολλών. 53, 230, Αχιλλ. O 741, Ch. pop. 240, Ριμ. κόρ. 654, Πένθ. θαν.2 225, Κυπρ. ερωτ. 373, 441, 506, 562, 574, 762, 861· ευμορφιά, Απολλών. 29, Αιτωλ., Μύθ. 763, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [986], Γ΄ [373, 678], Πρόλ. κωμ. 51· ʼμορφία, Θησ. I [702]· ’μορφιά, Κορων., Μπούας 151, Κυπρ. ερωτ. 9227, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [333]· ομορφία, Μαχ. 21815, 47438, Θρ. Κύπρ. M 510, Ευγέν. 770, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [692]· ομορφιά, Χούμνου, Κοσμογ. 404, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 515, Πανώρ. Α΄ 21, 312, Γ΄ 123, 481, 510, Δ΄ 66, Ερωφ. Α΄ 21, 330, Γ΄ 36, 147, Δ΄ 667, Ε΄ 542, Βοσκοπ. 203, Ερωτόκρ. Α΄ 58, 649, 1116, Β΄ 442, Γ΄ 1378, 1401, Δ΄ 289, Στάθ. (Martini) Α΄ 15, Ιντ. β΄ 61, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 195, Δ΄ 54, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [95], Δ΄ [1045], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 80, β΄148, Διακρούσ. 826, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. ευμορφία. Οι τ. εμορφία, ομορφία στο Du Cange (λ. έμορφος) και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄, λ. εμμορφία και ομμορφία). Ο τ. εμορφία και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εμορφία). Ο τ. ομορφιά και σήμ. (Δημητράκ., λ. ομορφιά).
α) Ομορφιά (Η σημασ. και σήμ.): ήκουσε χίλιες ομορφιές παρ’ άλλη χώραν έχει Ερωτόκρ. Α΄ 1330· όσοι κλαίσι| για κόρης ομορφιά Ερωφ. Α΄ 625· Οι γ-εμορφιές εδόθηκα τω γυναικώ εκ τη φύση Πανώρ. Β΄ 307· β) (μεταφ.) στολίδι: με βροντοκούδουνα πολλά και άλλας ευμορφίας Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 763. —Ο τ. ως κύρ. όνομ.: την Κατελίναν του Πάρου, τήν έφερεν απού την Ρόδον, έρμασέν την με τον Μιχάλην της Ομορφίας Μαχ. 6267.ζωοποιώ,- Διγ. (Trapp) Gr. 792, Φυσιολ. (Offerm.) G 403, Φυσιολ. (Kaim.) 22α18, Φυσιολ. B 710, 15, Θρ. Θεοτ. 21, 28, Διακρούσ., Πένθος 44· ζωποιώ, Πεντ. Γέν. VI 19, 20, VII 3, XII 12, XIX 19, XLVII 25, L 20, Έξ 118, XXII 17, Aρ. XXXI 15, Δευτ. XX 16· ζωπώ.
Η λ. στον Αριστoτέλη.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. α) Δίνω ζωή: Ο φυσιολόγος έλεξεν περί του πέρδικος ότι αλλότρια ωά θάλπει και ζωοποιεί Φυσιολ. (Zur.) XI4· εις πνεύμα το άγιον, ζωοποιούν τα πάντα Διγ. (Trapp) Gr. 792· Και λαβών ο βασιλεύς εν ταις ιδίαις χερσίν το του υιού αυτού αίμα και ποτίσας τον λαόν εζωοποίησεν εκ του θανάτου την εαυτού χώραν Διάλ. Ευθυμ. 125206α· απέστειλέ με ο Θεός ομπροστά σας να βάλω εσάς απομονάρι εις την ηγή και να ζωποίσω εσάς εις γλυτωμό μεγάλο Πεντ. Γέν. XLV 7· β) ανασταίνω: ο φοίνικας έχει την εξουσίαν του αποκτείναι εαυτόν και του ζωοποιήσαι Φυσιολ. (Legr.) 779· τους νεκρωθέντας τῃ αμαρτίᾳ διά του τιμίου αυτού αίματος εζωοποίησε (ενν. ο Κύριος) Φυσιολ. (Kaim.) 16b17· τούτον (ενν. τον Λάζαρον) εζωοποίησας, συ (ενν. Χριστέ) δε πώς αποθνήσκεις; Θρ. Θεοτ. 28· γ) αφήνω να ζήσει κάπ., κρατώ κάπ. στη ζωή: εφουβήθηκαν οι μαμμήδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεύς της Αίγυφτος και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. I 17· παν υιός οπού γεννάται εις τον ποταμό να τον ρίξετε και παν θυγατέρα να ζωποίσετε Πεντ. Έξ. I 22. Β´ (Αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαι: Ότι το όρνεον διά τριών ημερών εζωοποίησε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πώς ουκ ηδύνατο εγείραι αυτόν εκ νεκρών; Φυσιολ. (Zur.) XIII 219. II. (Μέσ.) παίρνω ζωή: ούτω ζωοποιούται (ενν. ο ερωδιανός) Φυσιολ. (Zur.) XXXVIII 27· (μεταφ.): Ούτω και τα άπιστα έθνη ... ανέβλεψαν και ζωοποιήθησαν Φυσιολ. 339. Φρ. ζωποιώ σπορά = (προκ. για γυναίκα) φέρνω στη ζωή, γεννώ: σύρε να ποτίσομε τον πατέρα μας κρασί και να πλαγιάσομε μετά αυτόν και να ζωποίσομε από τον πατέρα μας σπορά Πεντ. Γέν. XIX 32.ζωώ,- Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 360.
Το μτγν. ζωόω.
α) Δίνω ζωή: βαπτισθείς εις όνομα του Πατρός του ανάρχου (παραλ. 1 στ.) και του Αγίου Πνεύματος του ζωούντος τα πάντα Διγ. (Trapp) Gr. 802· ήλθεν ο άρρην λέων, τουτέστιν ο ζωών Λόγος| και ενεφύσησεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα Φυσιολ. 3401· β) ανασταίνω: Πώς θνήσκεις, η αυτοζωή, ο τους νεκρούς ζωώσας; Διακρούσ., Πένθος 31.καθηγητής- ο, Διγ. (Trapp) Gr. 1018, Διγ. Z 1335, Βίος Αλ. 2607, 2755, 4472, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1747.
Το μτγν. ουσ. καθηγητής. Η λ. και σήμ.
Δάσκαλος, οδηγός: Περί του πώς ο Βασίλειος εσχόλαζεν τοις μαθήμασιν εις τον καθηγητήν Διγ. Άνδρ. 34236· σωτήρα, ευεργέτην σου και τον καθηγητήν σου Διακρούσ., Πένθος 60.καμώνω ‑ομαι,- Ασσίζ. 7910, 15613, 26219, Πόλ. Τρωάδ. 119, Θησ. Γ΄ [856], Δ΄ [583], Ε΄ [211], Αιτωλ., Μύθ. 2711, 16, 1156, Χρον. σουλτ. 2725, 4412, 839, 14010-11, Κυπρ. ερωτ. 1482, Παλαμήδ., Βοηβ. 28, 741, 783, 951, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 119, Σουμμ., Ρεμπελ. 178, 189, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [868], Γ΄ [748], Χριστ. διδασκ. 298, Διακρούσ., Πένθος 78, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. η΄ 6.
Από τον αόρ. έκαμον-κάμω του κάμνω και την κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στη μέσ. φωνή και σήμ.
1) (Ενεργ. και μέσο, μτβ. και αμτβ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι: τότε εκαμώθηκε πως είν’ ασθενισμένος Αιτωλ., Μύθ. 1365· οι άρχοντες ως φρόνιμοι εκαμώνουντα πως δεν ηξεύρουν τίποτας Σουμμ., Ρεμπελ. 182. 2) (Ενεργ.) αροτριώ: αν ήτον να κάμει το περιβόλιν οπού εποντίζετον, αν ουδέν είχεν καμωθεί εις τον καιρόν του Ασσίζ. 32828.κατακεντώ,- Ιερακοσ. 47725.
Το αρχ. κατακεντέω.
I. (Ενεργ.) κατατρυπώ: Ότι και τας μήτρας των εγγαστρωμένων γυναικών τας εξεκοιλιάζαν ... και πάλιν από της κακίας εκατεκέντουν Ερμον. Χ μετά στ. 269· τρέμουσιν τα πονεμένα μέλη,| ώσπερ κατακεντούμενα με ξίφη τε και βέλη Διακρούσ., Πένθος 100· κατακέντησον ουν τας φύσκας μετά βελόνης Ορνεοσ. αγρ. 53413. II. (Παθητ.) καίγομαι· (μεταφ.) υποφέρω: Μα ’στιά θα μπει στου λόγου σου για να κατακεντά σε,| παντοτινά να τρώγεσαι και να μηδέν γροικάσαι Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 173.καταξεσχίζω,- Διακρούσ., Πένθος 110· καταξερχίζω· καταξεσκίζω, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1166], Δ΄ [1138], Τζάνε, Κρ. πόλ. 2472.
Από την πρόθ. κατά και το ξεσχίζω. Για τους τ. του ρ. βλ. Pern., Ét. linguist. A΄ 473. Η λ. και σήμ.
α) Ξεσχίζω, κομματιάζω: η μάννα της αρχίζει| με κλιάματα να δέρνεται και να καταξερχίζει| τα μάγουλα Διγ. O 1878· με θυμόν οι Αγαρηνοί τον Μιχαήλ αρπούσι| και ως λύκοι αγριότατοι, λεοντάρια θυμωμένα,| τον εκαταξεσχίσασι Λίμπον. 374· β) βιάζω: με πλιαν σου εντροπήν και με ...| χαρά εδικήν μου θέλω| να σε καταξεσκίσω Πιστ. βοσκ. II 7, 80· Θες πούρι, Σάτυρέ μου,| να με καταξεσκίσεις την καημένη; Πιστ. βοσκ. II 7, 142.καταρρυπώνω.- Το μτγν. καταρρυπόω.
Κηλιδώνω: εκατεσπίλωσα της σαρκός μου χιτώνα| και [που] εκατερρύπωσα, Σωτήρ, το κατ’ εικόνα Διακρούσ., Πένθος 228.κατάστερος,- επίθ., Γεωργηλ., Θαν. 90, Χίκα, Μονωδ. 34.
Από την πρόθ. κατά και το ουσ. αστήρ ‑έρος. Η λ. τον 4. αι. (Steph., Θησ.).
Γεμάτος άστρα: ως ουρανός κατάστερος είσαι λελαμπρυσμένη Διακρούσ., Πένθος 198.Κεχαριτωμένη,- μτχ. επίθ., Θρ. Κύπρ. M 670.
Η μτχ. παθητ. παρκ. του χαριτόω.
(Ως επίθ. της Παναγίας) που έχει δεχθεί τη Χάρη του Θεού: ευλογούμεν Σε την Κεχαριτωμένην Διακρούσ., Πένθος 193.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Διακρούσ., Πένθος 31.